Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 28, 2020

Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές










1. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.

Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.


2. Πνευματικὴ πατρότητα

Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου...πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ' ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.

Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.

Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.

Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.

Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ' ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.

Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.


3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση

Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.

Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.

Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.

Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα.


4. Συμπερασματικὰ

Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.




1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α' Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α', τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου - Α.Μ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir's Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α', ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Άγιος Νεκτάριος & Νίκος Καζαντζάκης: βίοι παράλληλοι και αποκλίνοντες

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ
  

Στη ζωή των δύο αυτών αναμφίβολα μεγάλων προσωπικοτήτων διακρίνω άφθονα κοινά σημεία, καθώς και μερικές θεμελιώδεις διαφορές. Τα κοινά αυτά και τις διαφορές θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας με τούτο το άρθρο.
Φυσικά, κάποιοι, που θεωρούν μεγάλο τον Καζαντζάκη, νομίζω πως δε συγκαταλέγουν στους μεγάλους της Ιστορίας τον άγ. Νεκτάριο. Και κάποιοι, που θεωρούν μεγάλο τον άγ. Νεκτάριο, δε συμπεριλαμβάνουν στους μεγάλους τον Καζαντζάκη. Αυτό θα έλεγα πως είναι ένα ακόμα κοινό σημείο που χαρακτηρίζει τους δυο άντρες.

Α΄. Κοινά σημεία στη ζωή του αγ. Νεκταρίου και του Ν. Καζαντζάκη

Και οι δύο:
Έζησαν ανάμεσα στο 19ο και τον 20ό αιώνα. Συγκεκριμένα, ο άγ. Νεκτάριος έζησε τα έτη 1846-1920 και ο Καζαντζάκης τα έτη 1883-1957. Δηλαδή, όταν γεννήθηκε ο Καζαντζάκης, ο άγ. Νεκτάριος ήταν 37 ετών και, όταν κοιμήθηκε ο άγ. Νεκτάριος, ο Καζαντζάκης ήταν 37 ετών και έζησε ακόμη 37 χρόνια (κοιμήθηκαν και οι δύο σε ηλικία 74 ετών).
Γεννήθηκαν και έζησαν παιδικά χρόνια σε περιοχές υπόδουλες στους Τούρκους, έξω από τα όρια του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ο Καζαντζάκης στην Κρήτη και ο άγ. Νεκτάριος στη Σηλυβρία της Ανατολικής Ρωμυλίας (Β. Θράκης). Ο Καζαντζάκης, βεβαίως, ευτύχησε να δει, όσο ζούσε, την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του και την ένωσή της με την Ελλάδα, αντίθετα από τον άγ. Νεκτάριο.
Από παιδιά διέθεταν ανήσυχο πνεύμα, διάβαζαν αχόρταγα και άρχισαν να αποθησαυρίζουν ένα τεράστιο πλούτο γνώσεων, πολύ μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα παιδιά της ηλικίας τους. Για τον άγ. Νεκτάριο αρκεί να πούμε πως άρχισε τη συλλογή αποσπασμάτων των αρχαίων συγγραφέων, της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας σε ηλικία 7 ετών. Εργαζόμενος μάλιστα σε καπνοπωλείο της Κωνσταντινούπολης, σε ηλικία 14 ετών, συνήθιζε να γράφει τέτοια αποσπάσματα στο περιτύλιγμα των εμπορευμάτων, με την ελπίδα να τα διαβάσουν κάποιοι από τους πελάτες του καταστήματος και να ωφεληθούν πνευματικά (την ιστορική αυτή συλλογή, που συνεχίστηκε για χρόνια, την εξέδωσε το 1894 και 95, ενώ επανεκδόθηκε πρόσφατα σε νεοελληνική μετάφραση και επιμέλεια του αξιόλογου λόγιου ιερέα και συγγραφέα π. Αντωνίου Μπιλάλη, με τίτλο Θησαυρός Λογίων). 
Ως παιδιά παρουσίασαν έντονες πνευματικές ανησυχίες και κλίση προς τη θρησκευτική ζωή. Είναι γνωστή η παιδική λατρεία του Καζαντζάκη προς τα συναξάρια των αγίων, που του διάβαζε η μητέρα του, και η ατυχής απόπειρά του «να πάει στο Άγιο Όρος ν’ αγιάσει», όπως τα αφηγείται ο ίδιος στηνΑναφορά στο Γκρέκο. Ομοίως, είναι γνωστό στους φίλους ότι ο άγ. Νεκτάριος έμαθε πολλά για την πνευματική ζωή της Ορθοδοξίας από τη γιαγιά του και αγάπησε αυτό τον τρόπο ζωής από μικρός.
Στην εφηβεία τους έφυγαν από την πατρίδα τους και σπούδασαν σε ξένο τόπο. Ο άγ. Νεκτάριος στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα και ο Καζαντζάκης στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, στη Νάξο, την οποία διοικούσαν φραγκισκανοί μοναχοί, ενώ αργότερα σπούδασε Νομική στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. 
Έζησαν την ενήλικη ζωή τους σε άλλους τόπους, μακριά από την πατρίδα τους, όπου και πέθαναν.
Ως ενήλικες διέθεταν πλέον ιλιγγιώδη μόρφωση και συνέγραψαν πολλά βιβλία.
Καταδιώχτηκαν και ταλαιπωρήθηκαν αρκετά από τους πνευματικούς ή προσωπικούς τους αντιπάλους. Ο Καζαντζάκης παραπονείται για την πολεμική συντηρητικών και εκκλησιαστικών κύκλων – που υπέσκαψαν και την υποψηφιότητά του για Νόμπελ Λογοτεχνίας – ενώ ο άγ. Νεκτάριος συκοφαντήθηκε και εξορίστηκε από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, υβρίστηκε και λοιδορήθηκε ως ιεροκήρυκας στην Κεντρική Ελλάδα, συκοφαντήθηκε και διασύρθηκε ακόμη και για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ως μοναχός στην Αίγινα.
Και οι δύο πολεμήθηκαν εντονότατα από εκκλησιαστικούς κύκλους της εποχής τους. Είναι γνωστό ότι, όταν η σορός του αγ. Νεκταρίου κατέβαινε από το Αρεταίειο Νοσοκομείο στην Αίγινα, για την κηδεία του, ο τότε μητροπολίτης Πειραιώς δεν επέτρεψε την είσοδό της στο μητροπολιτικό ναό του Πειραιά, με αποτέλεσμα να αφεθεί έξω από τις κλειστές πόρτες του ναού κατά την αναμονή της επιβίβασής της στο πλοίο. Η σκηνή έχει αποτυπωθεί σε μια ιστορική και πασίγνωστη πλέον φωτογραφία.

Για τον Καζαντζάκη πρέπει να πούμε ότι ο περίφημος αφορισμός του από την Εκκλησία αποτελεί μύθο. 

Το έγγραφο του Οικουμενικού Πατριαρχείου απ' όπου φαίνεται ότι ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε.
 Όμως εκκλησιαστικοί παράγοντες της εποχής του είχαν ζητήσει την απαγόρευση της κυκλοφορίας κάποιων βιβλίων του ως υβριστικών των ελληνοχριστιανικών αξιών, ενώ η επίσημη είσοδος της σορού του στο μητροπολιτικό ναό Ηρακλείου, όπου τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, καθώς και η τέλεση της εκκλησιαστικής κηδείας του με τη συμμετοχή του τότε αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγένιου και 17 ιερέων επικρίθηκαν έντονα από εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης (ότι θάφτηκε στο Μαρτινέγκο επειδή «η Εκκλησία απαγόρευσε την ταφή του σε νεκροταφείο» και ότι ο ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης «τιμωρήθηκε επειδή συνόδευσε την ταφή», πιστεύω ότι επίσης πρέπει να τα θεωρήσουμε μύθους, δεδομένης της επίσημης εκκλησιαστικής κήδευσης του Καζαντζάκη).
Ας επισημάνω εδώ ότι ο Καντιώτης (1907-2010) δεν είχε προσωπικούς λόγους να εχθρεύεται τον Καζαντζάκη. Ο αντικαζαντζακικός αγώνας του οφειλόταν στην πεποίθησή του ότι τα βιβλία του Καζαντζάκη περιέχουν ύβρεις κατά του Χριστού και αντιχριστιανικές ιδέες με χριστιανικό επίχρισμα. Γενικά, ο Καντιώτης τα έβαλε με κάθε άνθρωπο που προωθούσε ιδέες αντίθετες με την παραδοσιακή ευσέβεια και φιλοπατρία (από το βασιλιά Παύλο, του οποίου, το 1949, διέκοψε το «πολυχρόνιο», δηλ. την επίσημη υπέρ αυτού προσευχή στην εκκλησία, μέχρι το σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο), γι’ αυτό και ο ίδιος μισήθηκε και πολεμήθηκε κατά κόρον από εκείνους που συμπαθούν τέτοιες ιδέες, ενώ αντιπαθούν εκείνες, για τις οποίες αγωνίστηκε. Προσωπικά είμαι φίλος της προσωπικότητας και των ιδεών του Καντιώτη, ο οποίος ήταν αδέκαστος και ανιδιοτελής (στην Κατοχή π.χ., ως απλός παπάς, είχε επιδοθεί σε υπεράνθρωπο αγώνα για τη σίτιση των πεινασμένων, ενώ, αργότερα, η βοήθειά του προς τους Τσιγγάνους της Φλώρινας ήταν πρωτοποριακή και του επέφερε τον ειρωνικό χαρακτηρισμό «ο δεσπότης των Γύφτων» από εκείνους που τους περιφρονούσαν – δε δίστασε δε να πει για τον εαυτό του «είμαι κομμουνιστής εν Χριστώ»), αν και στη θέση του θα εκφραζόμουν πιο ήπια.
Από εδώ
Ο Καντιώτης, όπως και ο Καζαντζάκης, ήταν ευθύς και αγαπούσε την κατά μέτωπον επίθεση, όχι τη διπλωματική ευγένεια και τα μισόλογα. Ξεσπούσε σαν ηφαίστειο, όχι επειδή ήταν κάποιος κοντόφθαλμος φανατικός, αλλά επειδή αγωνιούσε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Θα ήταν ευχής έργο να είχαν συναντηθεί και συζητήσει με τον Καζαντζάκη. Ίσως όμως να τσακώνονταν, λόγω του σφοδρού χαρακτήρα τους. Αντιθέτως, ο άγ. Νεκτάριος ήταν γλυκύς και πράος και πιστεύω ότι θα είχαν γίνει φίλοι με τον Καζαντζάκη, και μάλιστα ότι, αν είχαν συναντηθεί, ίσως ο Καζαντζάκης να είχε διαφορετική άποψη σε μερικά πνευματικά ζητήματα, στα οποία – όπως θα πούμε παρακάτω – φαίνεται ότι δεν είχε κατανοήσει σωστά την Ορθοδοξία.

Ας ολοκληρώσουμε αυτό το κεφάλαιο με το κοινό στοιχείο ότι και ο άγ. Νεκτάριος και ο Καζαντζάκης τιμήθηκαν και τιμώνται από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σήμερα, αν και οι φίλοι τους μάλλον δεν προέρχονται από τους ίδιους πνευματικούς χώρους. Εδώ ωστόσο πρέπει να επισημάνω ότι ο Καζαντζάκης απόλαυσε αρκετή αποδοχή και αναγνώριση όσο ζούσε, αν και γεύτηκε και πίκρες, ενώ ο άγιος Νεκτάριος, παρότι είχε και φίλους, γεύτηκε κυρίως πίκρες και αναγνωρίστηκε μετά την κοίμησή του, και μάλιστα πρωτίστως από τον απλό λαό και κατόπιν από εκκλησιαστικούς παράγοντες.
Για έναν άλλο μύθο, ότι δήθεν ο άγ. Νεκτάριος συμμετείχε στον αναθεματισμό του Ελ. Βενιζέλου, δείτε τη μελέτη του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου Ιστορική βιογραφία του Αγίου Νεκταρίου βασισμένη σε πηγές, Αθήνα 1998, σελ. 267-268, και αναζητήστε στο Διαδίκτυο το άρθρο του π. Χρυσόστομου Παπαδάκη «Το ανάθεμα του Βενιζέλου και ο άγιος Νεκτάριος».

Β΄. Αποκλίσεις στη ζωή του αγ. Νεκταρίου και του Ν. Καζαντζάκη
  

Οι φίλοι του Καζαντζάκη συχνά τον αντιμετωπίζουν περίπου σαν άγιο και εξαγριώνονται όταν του ασκείται κριτική, και μάλιστα από χριστιανική σκοπιά. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται αφενός σε μια κατανοητή ανάπτυξη αντανακλαστικών, λόγω της σφοδρότητας της κριτικής που έχει δεχτεί ο αγαπημένος τους στο παρελθόν, αλλά αφετέρου και στη συγκινησιακή φόρτιση και τον επικό τόνο των έργων του, με την έντονη αν και ανάμικτη θρησκευτικότητά τους, που μεταβάλλουν τον αναγνώστη σε οιονεί πολεμιστή, υπέρμαχο ενός υψηλού ιδανικού. Αυτό το ιδανικό υποτίθεται πως είναι ανθρωπιστικό και ορθολογικό («στη γης δε χύνω, πίνω το κρασί, στη γεια του νου του ανθρώπου» κατά τη συγκλονιστική σπονδή του Οδυσσέα στην καζαντζακική Οδύσσεια, Α, 1133). Προσωπικά, νομίζω ότι δεν έχει κανένα από αυτά τα δυο χαρακτηριστικά, αλλά είναι υπερανθρωπιστικό, ελιτιστικό και συναισθηματικό.
Τολμώ δε να τον κρίνω, σπάζοντας κι εγώ ένα ταμπού, επειδή τον υπεραγαπώ και τα βιβλία του με έχουν, στα νιάτα μου, συνεπάρει και γοητεύσει.
Εκτός λοιπόν από το προφανές – ότι ο άγ. Νεκτάριος, αν και ποιητής, έγραψε κυρίως μελέτες και δοκίμια κι όχι λογοτεχνικά έργα – έχουμε και λέμε:
Ο άγιος Νεκτάριος δεν ξέφυγε ποτέ από την πνευματική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ ο Ν. Καζαντζάκης άνοιξε πανιά, σαν τον Οδυσσέα του, και σάλπαρε προς όλες τις πνευματικές παραδόσεις που μπορούσε να συναντήσει. Η ισόβια αυτή περιπλάνηση τον κάνει ιδιαίτερα αγαπητό και θαυμαστό σε αμέτρητους ανθρώπους, αλλά το αποτέλεσμα δε φαίνεται να τον οδήγησε σε κάποια Ιθάκη.

Ο Γέρων Σωφρόνιος του Essex
Η Ορθοδοξία δεν αντιπαθεί τους αναζητητές και τους περιπλανώμενους. Όλοι βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θέση. Ο Χριστός για μας ήρθε, και μας καλεί. Τέτοιοι περιπλανώμενοι, που διένυσαν αμέτρητα πνευματικά χιλιόμετρα, υπήρξαν ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, ο Κλάους Κένεθ και πολλοί άλλοι. Κι αυτοί – ιδίως ο τελευταίος [1] – είναι προσωπικότητες που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τον Καζαντζάκη. Δυστυχώς όμως μια περιπλάνηση σαν τη δική τους, που δεν ήταν λιγότερο αγωνιώδης και ειλικρινής ή λιγότερο δυναμική, συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία και προκατάληψη (οι συγκεκριμένες περιπτώσεις σίγουρα δε σας είναι καν γνωστές), επειδή αυτού του είδους οι περιπλανώμενοι δεν ισχυρίζονται πως κάθε δρόμος είναι εξίσου καλός και πως η περιπλάνηση έχει αξία καθεαυτήν, χωρίς να οδηγήσει κάπου, αλλά ούτε η Οδύσσειά τους κατέληξε σε κάποια φαντασίωση εγωκεντρικής τελειότητας βουδιστικού τύπου. Οδήγησε στο Χριστό, και ο Χριστός δεν είναι συμπαθής (παρά μόνο κομμένος και ραμμένος στα δικά μας μέτρα [2]). Οδήγησε στην Ορθοδοξία, και η Ορθοδοξία δεν είναι συμπαθής. Οδήγησε σ’ ένα δρόμο, που διατείνεται πως είναι ο μοναδικός δρόμος, όμως η μοναδικότητα δεν είναι συμπαθής. Συμπαθής είναι ο ισχυρισμός πως όπου κι αν είσαι, καλά είσαι, κι όπου κι αν φτάσεις είναι εξίσου καλά, αρκεί να νιώθεις εσύ, με το υποκειμενικό σου κριτήριο, που απολυτοποιείται και αποθεώνεται, πληρότητα και ικανοποίηση.
 Ο θαυμασμός αυτός προς την ατελεύτητη περιπλάνηση και την αναζήτηση, που δεν καταλήγει πουθενά, οφείλεται στην ιδέα ότι Ιθάκες δεν υπάρχουν. Ότι η αλήθεια είναι κάτι σχετικό και ο άνθρωπος αρκεί να περιπλανιέται σε όποιο πνευματικό δρόμο του προκαλεί ευχαρίστηση και τελικά, αν έχει ισχυρό πνεύμα, να συνθέσει μια «δική του αλήθεια», επιλέγοντας κατά βούληση στοιχεία απ’ όλες τις παραδόσεις που βρίσκει στο δρόμο του.
Η άποψη αυτή, με τα κριτήρια της Ορθοδοξίας (που βασίζονται όχι σε «θεολογικές θεωρίες», αλλά στην εμπειρία χιλιάδων περιπλανώμενων από κάθε εποχή, όπως οι τρεις που κατονόμασα), δεν αποτελεί παρά μια τεράστια σύγχυση. Στη σύγχυση αυτή υπέπεσε ο Καζαντζάκης, φτάνοντας στο σημείο να εξυμνήσει τον υπερανθρωπισμό του Νίτσεκαι το καθεστώς του Φράνκο, να επιχειρήσει την ίδρυση δικής του θρησκείας και να εμφανίσει ως φιλοσοφική θεότητα (στην Ασκητική και, εν μέρει, στηνΟδύσσεια και στον Τελευταίο Πειρασμό) τη φαντασίωση ενός άτεγκτου Θεού, που χειρίζεται τους ανθρώπους σα μαριονέτες και τους οδηγεί σε μια αέναη μάχη χωρίς αγάπη, χωρίς φίλους και ουσιαστικά χωρίς σκοπό – η ίδια η μάχη είναι αυτοσκοπός – μέχρι το θάνατό τους. Ο Καζαντζάκης είναι φανερό πως επιθυμεί την αγάπη, αλλά ο φιλοσοφικός Θεός που προβάλλει δεν την επιθυμεί. «Μη ζητάς φίλους, να ζητάς συντρόφους» (Ασκητική).
Έτσι, ας μου επιτραπεί να πω ότι ο Καζαντζάκης δε συμφιλιώνει τους ανθρώπους, παρά μόνο στα σημεία όπου φαίνεται επηρεασμένος από το χριστιανισμό (π.χ. Ο Χριστός ξανασταυρώνεταιΟ Φτωχούλης του Θεού), ενώ στα νιτσεϊκά του κρεσέντα, ιδίως στην Οδύσσεια, διαχωρίζει ανελέητα τον ιδεώδη άνθρωπο από τους πολλούς, τον απομονώνει απ’ αυτούς και, στο απόγειο της πνευματικής του τελειοποίησης και της αυτοθέωσής του, τον οδηγεί σ’ ένα μοναχικό και παγωμένο θάνατο.
Στις παραπάνω διαπιστώσεις προβαίνω με πλήρη νηφαλιότητα και χωρίς απαξιωτική διάθεση. Ως χριστιανός, βέβαια, θεωρώ μια τέτοια φιλοσοφία ολέθρια. Όμως ένας μη χριστιανός έχει κάθε δικαίωμα να τη συμπαθεί. Πάντως, αν και η καζαντζακική σκέψη (όπως και κάθε ανθρώπου) είναι κάτι σύνθετο, πράγμα που επιτείνει η ποικιλία των απόψεων που εκφράζονται από τους μαστορικά δομημένους χαρακτήρες των έργων του, αυτό διαπιστώνω ως ουσία της ανθρωπολογίας του Καζαντζάκη, τον οποίο επαναλαμβάνω ότι υπεραγαπώ. Πιστέψτε με, ότι οι γραμμές αυτές είναι χαραγμένες με πόνο ψυχής και χωρίς καμιά προκατάληψη.
Αντίθετα, ο άγιος Νεκτάριος τίποτε άλλο δεν είπε και δεν έγραψε στη ζωή του παρά για την αγάπη. Αγάπη γι’ αυτούς που τον καταδίωξαν, αγάπη για τους αιρετικούς και τους αμαρτωλούς, αγάπη για τον απλό και φτωχό λαό, αγάπη για τους μοναχούς και τις μοναχές, αγάπη για τους σπουδαστές της Ριζαρείου Ακαδημίας, όπου υπηρέτησε για ένα διάστημα ως διευθυντής, αγάπη για το Χριστό και την Παναγία, προς την οποία έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο με εξαίσια ποιήματα… Αυτή την αγάπη έζησε και αυτήν δίδαξε σε όλο τον κόσμο και με τη ζωή και με τα γραπτά του. Έτσι απλά, χωρίς περίπλοκους συλλογισμούς και υπαρξιακά μπερδέματα. Ο Θεός που υπηρετεί ο άγ. Νεκτάριος είναι ο Θεός της αγάπης και όχι του πολέμου.

Ο Θεός του Καζαντζάκη
Έτσι – κι αυτό είναι μια δεύτερη διαφορά μεταξύ των δύο αντρών – ο άγ. Νεκτάριος, τους ανθρώπους που μπόρεσαν να προσεγγίσουν τον ίδιο και το έργο του, τους οδήγησε πιο κοντά στο Χριστό, ενώ ο Καζαντζάκης με τη δική του προσωπικότητα και το έργο θεωρώ πως μεγάλωσε τη σύγχυση του σύγχρονου ανθρώπου και καλλιέργησε φαντασιώσεις υπερανθρωπισμού, πνευματικής αυτάρκειας και τελειότητας. Απομάκρυνε τον άνθρωπο από το Χριστό (δηλαδή από την ενσωμάτωσή του στο Σώμα του Χριστού, στο σύνολο των ορθόδοξων χριστιανών που έχει κεφαλή το Χριστό και μέλη όλους εμάς) και του φόρεσε τη φαντασίωση ότι έχει την ευθύνη μόνος του «να σώσει τον κόσμο» – και τι ακριβώς σημαίνει «να σώσει»; Ούτε ο ίδιος ο Καζαντζάκης νομίζω πως θα ’ξερε ν’ απαντήσει, ίσως ούτε και θα τον ενδιέφερε… Ό,τι περιεχόμενο θέλει ο καθένας ας δώσει (θέλει να γίνει πολεμιστής; γλεντζές και γυναικάς; ασκητής; ποιητής; πολιτικός; όλα το ίδιο είναι), αρκεί να μάχεται για «να φτάσει όπου δεν μπορεί»και ν’ ανηφορίζει προς το μηδέν, απ’ όπου θα ρίξει ένα ατρόμητο βλέμμα στην άβυσσο της ανυπαρξίας και μετά θα βουτήξει σ’ αυτήν, ικανοποιημένος που δεν ένιωσε ελπίδα και φόβο, όπως οι πολλοί και χαμηλοί.
Άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Φυσικά, ο Καζαντζάκης αυτή την υπερανθρωπιστική και μηδενιστική φαντασίωση την απεύθυνε σ’ ένα ευρωπαϊκό κοινό που βρισκόταν ήδη σ’ αυτό το δρόμο. Τη μετέφερε όμως, νομίζω, και σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, εμποδίζοντάς το ίσως να γνωρίσει την Ορθοδοξία (την υποτιμημένη κληρονομιά των πατέρων μας, το «πιο καλά κρυμμένο μυστικό του κόσμου», όπως τη χαρακτηρίζει ο μεγάλος Σέρβος άγιος, σύγχρονος του Καζαντζάκη, Νικόλαος Βελιμίροβιτς – κάτοχος πέντε διδακτορικών τίτλων, που κάποιες από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες του τις έγραψε αιχμάλωτος στο Νταχάου [3] – και την ονομάζει μεταφορικά τόσο καλά κρυμμένη, επειδή βρίσκεται δίπλα μας κι όμως δεν τη βλέπουμε), την Ορθοδοξία που κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης δε γνώριζε.
Ο Καζαντζάκης σίγουρα αγαπούσε το Χριστό ως «πρότυπο αγωνιζόμενου ανθρώπου» (ανεξάρτητα αν πίστευε ή όχι στη θεότητά Του) και αγαπούσε και την Ορθοδοξία, ως σεβαστό κομμάτι της πολιτισμικής παράδοσης του έθνους μας, όμως ο τρόπος που κατανοεί τη θρησκεία είναι καθαρά δυτικός και ο τρόπος που κατανοεί το Θεό είναι περισσότερο ιουδαϊκός παρά χριστιανικός: ο Θεός του είναι Ένας και Μόνος, ένας άγριος πολέμαρχος που αγαπάει μόνο τους πολεμιστές του. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού (μ’ αυτή τη λογοτεχνική ασάφεια που υπάρχει στον Τελευταίο Πειρασμό και προέρχεται, κατά τη γνώμη μου, από την αρχαία αίρεση των Υιοθετιστών [4]). Όμως πουθενά δε φαίνεται ο Χριστός ως Θεός, εκτός από το όνειρο της Δευτέρας Παρουσίας στουςΑδερφοφάδες και ίσως σε ένα δυο ακόμη σημεία ήσσονος σημασίας. Κι εκεί ακόμη, ο Χριστός ως Θεός φαίνεται Μόνος. Ο Θεός του Καζαντζάκη δεν είναι Τριαδικός, γι’ αυτό και δεν είναι Θεός της αγάπης, αλλά πολεμιστής, όπως κατανοείται ο Θεός-Μονάδα στην Παλαιά Διαθήκη και στο Ισλάμ.
Ακόμη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πάσχει στην κατανόηση της Αγίας Τριάδας (βλ. το πρόβλημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος), γι’ αυτό και κατέληξε σε μια πολεμική θρησκεία κοσμοκρατορίας, ιπποτών, σταυροφόρων και ιεροεξεταστών (και υπερανθρωπιστικών φαντασιώσεων). Ο Καζαντζάκης είμαι βέβαιος ότι γνώριζε αυτή την παράδοση, από τον προπάτορά της ιερό Αυγουστίνο ώς τον Ακινάτη και φυσικά τον αγαπημένο του άγιο Φραγκίσκο, αλλά αμφιβάλλω αν υποψιαζόταν καν τις θεμελιώδεις διαφορές της από την πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας. Οι προτεστάντες ακόμη περισσότερο πάσχουν και κατανοούν το Θεό ιουδαϊκά, περισσότερο όμως ως σκληρό κριτή παρά ως πολεμιστή.
Η εσφαλμένη αυτή κατανόηση του Θεού και του χριστιανισμού από τον Καζαντζάκη, κατά τη γνώμη μου, δεν οφείλεται μόνο στα ξένα σχολεία όπου σπούδασε και στα διαβάσματά του, αλλά και στο ότι έζησε σε μια εποχή έντονου επηρεασμού της ελληνικής θεολογίας από τη δύση. Είναι γνωστά π.χ. στους θεολογικούς κύκλους τα εμπόδια που συνάντησε ο μεγάλος Νεοέλληνας θεολόγος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, όταν, το 1957 (τη χρονιά θανάτου του Καζαντζάκη), ερχόμενος από την Αμερική, κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή προς τη Θεολογική Σχολή Αθηνών, μετατοπίζοντας τη θεολογική μας σκέψη ξανά προς τις πηγές της.
Πέφτει δηλαδή ο Καζαντζάκης θύμα της εποχής του, αν και πέρασε δίπλα από μεγάλους ορθόδοξους αγίους του καιρού του – κάνω μια νύξη στην υποσημείωση 3 – και είναι λυπηρό που δεν τους αντιλήφθηκε, πελαγωμένος τόσο στον, κατά τη γνώμη μου, αυτάρεσκο κοσμοπολιτισμό όσο και στην παθιασμένη, μα υλιστική, επαναστατικότητα της μοντέρνας εποχής.
Ο άγ. Νεκτάριος ήταν ελεύθερος απ’ αυτό τον επηρεασμό, γι’ αυτό μπορούσε να κατανοήσει το Θεό ως Τριάδα, δηλ. ως ενότητα αγάπης. Ο Θεός, κατά την Ορθοδοξία, σε καλεί να ενωθείς μ’ Αυτόν διά του Χριστού. Η ενότητα αυτή πραγματοποιείται με την αγάπη και τη συγχώρεση, που προϋποθέτουν μια ταπεινή καρδιά και καθόλου αίσθημα ανωτερότητας ή τελειότητας. Η ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, είναι από μόνη της μια πράξη ταπεινής αγάπης: ακολουθείς το δρόμο κάποιων άλλων, μαζί με κάποιους άλλους, και δε λαχταράς να χαράξεις «δικό σου δρόμο». Όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει αυτός ο δρόμος, όπως η θεία κοινωνία, η εξομολόγηση, η τήρηση των κοινών νηστειών κ.π.ά., αποτελούν ασκήσεις αύξησης της ταπεινής αγάπης και της θείας χάριτος (της αγαθής ενέργειας του Θεού, που καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και τον μετατρέπει σε θεοειδές ον) και δεν έχουν σχέση με κάποια έννοια ενοχής, τιμωρίας και θείας δικαιοσύνης, όπως αυτά που στριφογυρίζουν διαρκώς στη σκέψη της δυτικής χριστιανοσύνης (αλλά και του Καζαντζάκη, όπου η γυναίκα π.χ. συνιστά εμπόδιο στην επιτέλεση της αποστολής του άνδρα υπερανθρώπου του – ενώ στην Ορθοδοξία όχι, γι’ αυτό και έχουμε αναρίθμητους έγγαμους αγίους, άντρες και γυναίκες, καθώς και ζευγάρια ή και ολόκληρες οικογένειες αγίων).
Ο Καζαντζάκης αμφιβάλλω αν άκουσε ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα, παρότι και το Άγιο Όρος επισκέφτηκε, ως γνωστόν. Αμφιβάλλω αν κατάλαβε ποτέ τι είναι άγιος – ότι άγιος δεν είναι κάποιος που έχει δαμάσει τη σάρκα και τη θέλησή του, που τέτοιους βρίσκεις σε όλες τις θρησκείες, αλλά κάποιος που έχει ενωθεί με το Χριστό κι έχει βαδίσει ένα δρόμο που μόνο στην Ορθοδοξία υπάρχει. Και μέσω αυτού του δρόμου έχει γίνει θεός και σηκώνει τα βάρη όλου του κόσμου με ταπείνωση και αγάπη, ενωμένος με όλο τον κόσμο, και όχι με σκληρότητα και υπεροψία, όπως φαίνεται στηνΑσκητική.
Την ταπείνωση δε νομίζω πως την αγάπησε ο Καζαντζάκης (δεν κατάλαβε ασφαλώς και την αξία της), και σίγουρα δεν τη μετέδωσε στους αναγνώστες του. Την ταπείνωση μπροστά στο σύμπαν, ίσως. Μπροστά στις «μεγάλες έγνοιες», πιθανόν. Μπροστά στο κουκούλι που σκάει και προβαίνει η πεταλούδα με μουδιασμένες ακόμα σγουρές φτερουγίτσες, ίσως. Αλλά την ταπείνωση που σε ωθεί να μην κομπάζεις λέγοντας «Κύριε, παρατέντωσέ με κι ας σπάσω», αλλά απλώς να εξομολογηθείς σ’ έναν ιερέα (όχι ψάχνοντας να ανακαλύψεις έναν άγιο ιερέα, για να είναι αντάξιός σου), να νηστέψεις τη σαρακοστή μαζί με τους αγράμματους χριστιανούς του χωριού σου ή να ξεκουκίσεις το κομποσκοίνι με την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», όχι. Και οι διαχρονικοί φίλοι του Καζαντζάκη δε γνωρίζω αν έχουν αγαπήσει αυτή την ταπείνωση ή αν έχουν μάθει έστω την ύπαρξή της.
Αμφιβάλλω επίσης αν ο Καζαντζάκης έμαθε ποτέ να προσεύχεται σοβαρά και βαθιά (αν δηλαδή το διδάχτηκε από κάποιον αυθεντικό ορθόδοξο ησυχαστή – ή αν γνώριζε καν τι είναι ο ησυχασμός, σε μια εποχή που θεωρώ ότι κυριαρχούσε απολύτως στους λόγιους κύκλους η δυτική παρανόηση και πολεμική κατά του ησυχασμού), ενώ για τον άγιο Νεκτάριο δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η «επιστήμη της νοεράς προσευχής» τον ενέπνευσε και τον καλλιέργησε έμπρακτα από παιδί. Και του έδωσε μνημειώδη ταπεινοφροσύνη, λόγω της οποίας αποδέχτηκε στωικά τις διώξεις, τις λοιδορίες και τις συκοφαντίες, και λόγω της οποίας επίσης διεύθυνεόπως διεύθυνε τη Ριζάρειο Ακαδημία: καθαρίζοντας τις τουαλέτες, για να μην απολυθεί η άρρωστη καθαρίστρια, και τιμωρώντας τον εαυτό του με απεργία πείνας όταν κάποιος σπουδαστής παρέβαινε τους κανονισμούς.
Αποφθέγματα, όπως η απάντηση του Καζαντζάκη στην Εκκλησία της Ελλάδος («Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ») ή στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία («Ad tuum, Domine, tribunal apello» = «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση»), είναι αδιανόητα για τον επίσης καταδιωγμένο άγ. Νεκτάριο, ο οποίος υπέμεινε τις ταλαιπωρίες κυριολεκτικά σαν Χριστός.
  
Έτσι προκύπτει και μια τρίτη διαφορά, με την οποία και θα τελειώσω: ότι ο άγιος Νεκτάριος είναι άγιος. Έκανε δηλαδή πράξη τη διδασκαλία του Χριστού, βάδισε αυτό το δρόμο μέχρι εκεί που μπορεί να τον βαδίσει ο άνθρωπος. Την ώρα που ο Καζαντζάκης ανηφόριζε μπερδεμένος σε χαράδρες φιλοσοφίας, ο άγιος ανηφόριζε φορτωμένος το σταυρό του στο Γολγοθά της αγιότητας.
Αν ο Καζαντζάκης δεν έγινε άγιος, δεν τον κατακρίνω. Εύχομαι ο Χριστός ν’ άπλωσε το χέρι, να τον ξεκάρφωσε από κάποια απ’ αυτές τις χαράδρες, όταν τον βρήκε ο θάνατος, και να του είπε: «Συχωρεμένος να ’σαι, γιατί αγάπησες πολύ». Αυτή τη φράση του Χριστού τη χρησιμοποιεί ο Μανωλιός στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και θεωρώ ταπεινά πως είναι από τα πιο ορθόδοξα στιγμιότυπα όλου του καζαντζακικού έργου.

Ο Αλέξης Γκόλφης ως Μανωλιός στη θρυλική τηλεοπτική μεταφορά του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται.
Για την περί Θεού ιδέα του Καζαντζάκη θα ήθελα να κλείσω με το ακόλουθο απόσπασμα. Στο περίφημο ταξιδιωτικό του Ισπανία, ο συγγραφέας, αφού εξυμνεί την ταυρομαχία, ως αρχέγονη πάλη του ανθρώπου με το Θεό, που οδηγεί στο φόνο του Θεού, με τη μορφή του ταύρου, και την ένωση του ανθρώπου με αυτόν (και ίσως δεν έχει άδικο ως προς τις απαρχές του «αθλήματος»), χαρακτηρίζει δε την αρένα «σπίτι του Θεού» και τους θεατές «πιστούς», ολοκληρώνει γράφοντας:
«Εδώ ο σκοτωμός είναι ο καρπός αβάσταχτης αγάπης. Ο ιερός γάμος κι ο ιερός φόνος είναι ένα. Η ταύτιση τούτη θα φανεί παράλογη στις ντελικάτες, ανίδεες ψυχές· μα όποιος αληθινά αγάπησε, αυτός εννοεί. Το αίμα, η ένωση με το αίμα, η αθανατοποίηση της αγάπης με το θάνατο, είναι βαθιές ανάγκες του ανθρώπου, που πια με τον πολιτισμό κρύφτηκαν και μουλώσαν· μα ξάφνου ξαναζωντανεύουν, με τρόπο απλότατο και μυστηριώδη, εδώ, στην άκρα της Μεσόγειος»(Ταξιδεύοντας: Ισπανία, Αθήναι 1964, σελ. 132).
Ζητώ συγγνώμη για τη δική μου ανίδεη ψυχή, μα δεν αντιλαμβάνομαι σε τι είδους πνευματικότητα οδηγεί αυτή η αντίληψη περί αγάπης, αν φυσικά δεν τη θεωρήσουμε απλή ποιητική έξαρση, αλλά θεωρία και πρόταση ηθικής και ζωής.
***
Η αγιότητα είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Όμως, στην πραγματικότητα, ότι υπάρχουν άγιοι και ότι κάνουν θαύματα είναι τόσο αναμφισβήτητο, όσο και ότι η Γη γυρίζει. Για την ακρίβεια, οι μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν ζήσει θαύματα (σ’ αυτούς περιλαμβάνομαι κι εγώ, η οικογένειά μου και κάποιοι φίλοι μου) είναι απείρως περισσότερες από εκείνες ανθρώπων που έχουν δει με τα μάτια τους την περιφορά της Γης. Οι περισσότεροι βλέπουμε να γυρίζει ο Ήλιος. Ακόμα και πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι αποδέχονται την αγιότητα ως πραγματική κατάσταση,έχοντας προσωπική πείρα, ενώ υπάρχουν και πανεπιστημιακοί που έγιναν οι ίδιοι θαυματουργοί άγιοι, όπως ο άγ. Λουκάς ο Ιατρός, ο άγ. Ιουστίνος Πόποβιτς κ.ά. Η άρνηση των αγίων, της αγιότητας και των θαυμάτων από ανθρώπους που δεν έχουν κάνει καμιά σοβαρή σχετική έρευνα, αλλά απλώς επικαλούνται ότι οι ίδιοι θεωρούν πως δεν έχουν δει κάποιο θαύμα (άρα κανείς δεν έχει δει ποτέ κάποιο πραγματικό θαύμα), είναι τουλάχιστον αυθαίρετη. (Για περισσότερα, αναζητήστε στο Διαδίκτυο το άρθρο «Θαυματουργοί άγιοι: αλήθεια ή μύθος;», καθώς και το «Νευροθεολογία: Εγκέφαλος και πνευματική εμπειρία»).
Ο άγιος Νεκτάριος λοιπόν έχει πραγματοποιήσει αναρίθμητα θαύματα και εμφανίσεις, γι’ αυτό και ολόκληρος ο ορθόδοξος χριστιανικός κόσμος είναι γεμάτος από εκκλησίες του. Και αυτός ο κόσμος δεν αποτελείται από ανόητους, αμόρφωτους και δεισιδαίμονες, όπως πολλοί νομίζουν, καθώς και ο κόσμος της αθεΐας δεν αποτελείται οπωσδήποτε από φωτισμένα μυαλά.
Θα μπορούσα ως τέταρτη διαφορά να αναφέρω ότι ο Καζαντζάκης ήταν μασόνος (γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών το 1907 – βλ. το βιογραφικό του από το Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ., που δημοσιεύεται εδώ). Δε θέλω να σταθώ εδώ, για να είμαι ειλικρινής, ούτε να προσπαθήσω να εξιχνιάσω κατά πόσον οι πεποιθήσεις της Μασονίας επηρέασαν τις δικές του πεποιθήσεις ή το έργο του. Δεν είμαι σε θέση, ούτε και θέλω να εμπλακώ σε μια διαμάχη για το τι ακριβώς πρεσβεύει η Μασονία και αν επηρέασε τον Καζαντζάκη, ζήτημα που ξεφεύγει και από τις δυνατότητές μου και από τα πλαίσια του παρόντος. Ας το κάνουν άλλοι, ικανότεροι.

Επίλογος

Το κίνητρο, με το οποίο έγραψα αυτό το άρθρο, είναι να εξηγήσω στους φίλους του Ν. Καζαντζάκη ότι υπάρχει κι ένα άλλο είδος πνευματικότητας, ένας διαφορετικός πνευματικός δρόμος, εκτός από αυτόν όπου περπάτησε ο μεγάλος Κρητικός στοχαστής. Ότι ένας άλλος άνθρωπος, εξίσου χαρισματικός (και δεν είναι μόνο ένας), ξεκίνησε με παρόμοιες προϋποθέσεις και έγινε άγιος Νεκτάριος.
Θα ήθελα επίσης να προσκαλέσω τους φίλους ν’ ασχοληθούν με το πρόσωπο και το έργο του αγίου Νεκταρίου. Θα γνωρίσουν έτσι την άλλη πλευρά του φεγγαριού και ίσως αποκαλυφθεί μπροστά τους ένας σπουδαίος και φωτεινός δρόμος (ανηφορικός μα/και συγκλονιστικός) κι ένας ολόκληρος κόσμος, που ούτε καν φαντάζονται την ύπαρξή του.

Σημειώσεις:
  
[1] Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κλάους Κένεθ από το βιβλίο του Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς – Από το σκοτάδι του μίσους στον Γέροντα Σωφρόνιο (Bornto Hate – Reborn to Love), Εν πλω 2009:
«Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το αφιέρωσα στην αναζήτηση της αγάπης και της αλήθειας, και η πραγματική απόσταση που διήνυσα κατά την πνευματική αυτή διαδρομή προϋπέθετε πολλές περιπλανήσεις ανά τον κόσμο. Πέρασα από την Ινδία, το Θιβέτ και την Ταϊλάνδη, καθώς και από αραβομουσουλμανικές χώρες, όπως ο Ιράν, το Αφγανιστάν, το Μαρόκο και τη Μαλαισία. Ταξίδεψα στην Αλάσκα, στο Μεξικό και στη Βραζιλία, για να δοκιμάσω άλλα συστήματα, περιλαμβανομένων του κομμουνισμού, του αθεϊσμού και της χίπικης κουλτούρας. Επί αρκετά χρόνια μελέτησα ενδελεχώς τις ανατολικές θρησκείες: τον ινδουισμό, το βουδισμό, τον ισλαμισμό, καθώς και την πνευματικότητα των Αμερικανών αυτοχθόνων. Άλλες φορές πάλι, έμπλεξα με τον υπόκοσμο των ναρκωτικών και εισχώρησα στον εσωτερισμό και την απόκρυφη γνώση, περιερχόμενος σε κατάσταση έκστασης. Όμως, τίποτα δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό που υπήρχε της ψυχής μου, μέχρι την ημέρα που βρέθηκα αντιμέτωπος με εφτά όπλα. Τότε μόνο –και απροσδόκητα– είχα μια συγκλονιστική κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Άγνωστο σε μένα Θεό. Τότε ήταν που σώθηκα, κατά ένα θαυμαστό, βέβαια, τρόπο.
»Πάντοτε έτρεχα να ξεφύγω από το Θεό, από τους ανθρώπους και τον εαυτό μου. Ήταν ένα ταξίδι στην κόλαση, γεμάτο μίσος και θάνατο, ώσπου να αντικρίσω την αλήθεια για το ποιος πραγματικά ήμουν.
»Άκουσα πολλές φορές να προφέρουν το όνομα του Ιησού και άλλες τόσες φορές Τον απέρριψα και Τον αρνήθηκα. Δεν Τον είχα καθόλου ανάγκη, ή έτσι νόμιζα. Επειδή είναι βέβαιο πως ο ίδιος ο Θεός με αγαπά και με περιβάλλει με τη Χάρη Του, το να πιάνω τον εαυτό μου τώρα να αφηγείται και να τραγουδά για την αγάπη του Θεού, το θεωρώ απίστευτο και θαυμαστό.
»Ίσως κάποιοι στο άκουσμα του ονόματος του Ιησού να μη θελήσουν να διαβάσουν την ιστορία, αντιμετωπίζοντας καθετί παρόμοιο ως «πνευματική ανισορροπία». Αυτός όμως που ειλικρινά αναζητεί την αλήθεια προκειμένου να βρει την αλήθεια, θα διαβάσει την ιστορία αυτή με πολλή προσοχή, αλλά και προς μεγάλη του τέρψη, διαπιστώνοντας πόσο ζωντανή είναι η παρουσία του Θεού και με πόση αγάπη προστατεύει όλους εμάς, κάθε μέρα, κατά την πορεία μας στη ζωή».
[2] Ο Καζαντζάκης στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται καταγγέλλει το δεσπότη πως έχει κόψει και ράψει το Χριστό στα μέτρα του. Είμαι βέβαιος πως μέσα του δε γενικεύει, το δε φανερό παράπονό του, πως πολλοί ρασοφόροι είναι παπα-Γρηγόρηδες και λίγοι παπα-Φώτηδες, είναι παράπονο ίσως κάθε ορθόδοξου χριστιανού (αν και ο χριστιανός αγαπά και τους παπα-Γρηγόρηδες – ίσως όμως κι ο Καζαντζάκης ένιωσε γι’ αυτούς κάποια αγάπη, γι’ αυτό και βάζει το Μανωλιό να την εκφράζει).
Όμως φοβούμαι πως ο αναγνώστης του Καζαντζάκη, ακαθοδήγητος στα πραγματικά ανηφορικά μονοπάτια της Ορθοδοξίας και γαλουχημένος με το (φανταστικό) γάλα δράκαινας που τον ποτίζει ο συγγραφέας, κάνει αυτό που δεν κάνει ο δάσκαλός του: γενικεύει, φυτεύοντας μέσα του την πεποίθηση πως ο ίδιος κατανοεί αυθεντικά το Χριστό και πως «οι παπάδες» Τον κόβουν και ράβουν στα μέτρα τους και δεν αγαπά τους παπα-Γρηγόρηδες. Βλέπει δε στο πρόσωπο κάθε παπά έναν παπα-Γρηγόρη, εκτός αν έναν στους τόσους τον αξιολογήσει αυτός ο ίδιος και τον εκτιμήσει σαν φωτεινή εξαίρεση – που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να πάει ποτέ να εξομολογηθεί ή να κοινωνήσει, κι αν κοινωνήσει κοινωνεί υπεροπτικά και εθιμοτυπικά κι όχι ταπεινά και φλογερά.
Λοιπόν, οι δάσκαλοι της Ορθοδοξίας δεν είναι οι φαρισαίοι που προσαρμόζουν το Χριστό στα δικά τους πάθη, αλλά κάποιοι γίγαντες ταπεινοί, γεμάτοι αγάπη, που το ανάστημά τους δεν το φαντάζεται καν ο δυστυχής αδελφός μου που σκέφτεται ως ανωτέρω. Ας είναι ευλογημένος.
[3] Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, ήταν διδάκτορας των πανεπιστημίων της Βέρνης και της Οξφόρδης και επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ, Γλασκόβης και Κολούμπια. Κοιμήθηκε στις Η.Π.Α., εκτοπισμένος από το αθεϊστικό καθεστώς της πατρίδας του.
Σύγχρονοι του Καζαντζάκη ήταν και ο αρχιεπίσκοποςΙωάννης Μαξίμοβιτς (1896-1966), ο ξυπόλυτος άγιος της Σαγκάης, του Παρισιού και του Σαν Φρανσίσκο (θαυματουργός ήδη εν ζωή, άφθορος σήμερα), και ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός (1877-1961), καθηγητής του πανεπιστημίου της Τασκένδης, που ήταν καταποντισμένος, μαζί με χιλιάδες άλλα διαμάντια της Ορθοδοξίας του 20ού αιώνα, σε μιαθάλασσα βίας και τρόμου, μέσα στους φοβερούς διωγμούς που διεξήγαγε το αθεϊστικό καθεστώς της Ε.Σ.Σ.Δ. (την ίδια ώρα στις φυλακές της Ρουμανίας πέθαιναν ο άγ. Βαλέριος Γκαφένκου, †1952, ο άγ.Κωνσταντίν Οπρισάν [φωτο], ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας, †1958, και πλήθος άλλων). Οι άγιοι αυτοί είναι προσωπικότητες εφάμιλλες του Καζαντζάκη, αλλά και του Μπεργκσόν και του Καμύ και του Σαρτρ και όλων των μοντέρνων φιλοσόφων, η δε ζωή και το έργο τους αποτελούν αξεπέραστα πρότυπα για τους ορθόδοξους χριστιανούς, όπως ο Καζαντζάκης και οι φιλόσοφοι που κατονόμασα για τους δικούς τους φίλους. Ατυχώς, οι γίγαντες αυτοί της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς δεν ανακαλύφθηκαν από τον Καζαντζάκη και σήμερα είναι άγνωστοι στους «παραέξω», που νομίζουν πως η Ορθοδοξία απευθύνεται σε αναλφάβητους και δεισιδαίμονες.
[4] Δυναμικοί μοναρχιανοί ή Υιοθετιστές: αρχαία αίρεση, που πίστευε πως ο Χριστός ήταν κοινός άνθρωπος, που ο Θεός τον ανέδειξε σε Υιό Του (τον «υιοθέτησε») λόγω της μεγάλης ηθικής του καθαρότητας.
Οι μοναρχιανοί, γενικά, προσπαθούσαν να διασώσουν στη σκέψη τους την απόλυτη μονοθεΐα (μοναρχία του Θεού), επειδή δε μπορούσαν να αντιληφθούν την ενότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας (αυτό το πρόβλημα, όπως γράφουμε, το έχει και ο Καζαντζάκης).
Ο άλλος κλάδος των μοναρχιανών ήταν οι Τροπικοί μοναρχιανοί ή Πατροπασχίτες, που υποστήριζαν πως ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο Πρόσωπο, που εμφανίστηκε σε διάφορες φάσεις της ανθρώπινης Ιστορίας με διαφορετικά προσωπεία.
Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...