Ἡ ἀγάπη τοῦ «Ξένου» πρός τούς ξένους
κατά τόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο.
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου- Φιλολόγου ΜΑ & PhD Θεολογίας
ΑΘΗΝΑ 2014
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΞΕΝΟΣ
[1] Λ. Καμπερίδη, ἱερέως, «Ξενιτεία του Χριστού - Ξενιτεία του Κόσμου», F:\ΞΕΝΟΣ\zoiforos_gr - «Ξενιτεία του Χριστού - Ξενιτεία του Κόσμου», του π_ Λάμπρου Καμπερίδη,.htm.
Τή
Μεγάλη Παρασκευή κατά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου ἀκούγονται τά παρακάτω
λόγια, τά ὁποῖα ὁ βυζαντινός ὑμνογράφος Γεώργιος Ἀκροπολίτης τό 13ο
αἰώνα συνέθεσε καί ἔβαλε στά χείλη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας. Ὁ
Ἰωσήφ ζητάει τό σῶμα τοῦ νεκροῦ Χριστοῦ, λέγοντας στόν Πιλάτο: «Δός
μοι τοῦτον τόν ξένον, τόν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ. Δός
μοι τοῦτον τόν ξένον, ὅν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον. Δός μοι
τοῦτον τόν ξένον, ὅν ξενίζομαι βλέπων τοῦ θανάτου τόν ξένον. Δός μοι
τοῦτον τόν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τούς πτωχούς καί τούς ξένους. Δός
μοι τοῦτον τόν ξένον, ὅν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ. Δός μοι
τοῦτον τόν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὅς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τήν κεφαλήν
ποῦ κλῖναι».
Εὔλογο
ἐρώτημα γεννιέται στή σκέψη κάθε Χριστιανοῦ, γιατί ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό
Ἀριμαθαίας ἀποκαλεῖ ξένο τό Χριστό. Ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος οἰκοποιήθηκε
τήν ἀνθρώπινη φύση ἀλλά ἦταν ξένος πρός τήν ἁμαρτία. Ὁ Θεῖος Λόγος
ἐνανθρωπίστηκε. Ἡ θεότητα ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ
τελευταία, ὅμως, εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ρύπο ἁμαρτίας καί κάθε ροπή
πρός αὐτήν. Ἄλλωστε ἡ ἁμαρτία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως εἶναι συνέπεια τῆς
πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. Ὁ Θεῖος Λόγος ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση,
τήν ἀναμάρτητον καί τήν ἀμόλυντον, ὅπως αὐτή δημιουργήθηκε ἀρχικά ἀπό
τήν Ἁγία Τριάδα.
Ὁ
Χριστός ἦρθε νά σώσει τούς ξένους ἀπό τήν ἀλύτρωτη ξενιτιά τους,
προσέλαβε τή μορφή τους, πῆρε πάνω του τήν ξενιτεία τους καί σάν ξένος
πολιτεύτηκε σέ αὐτό τόν κόσμο. Γεννήθηκε σέ ξένο τόπο, δέχτηκε ξένια
δῶρα ἀπό ξένους πού ἦρθαν ἀπό τά ξένα νά τόν προσκυνήσουν, σάν ξένος
φυγαδεύτηκε στήν Αἴγυπτο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πρῶτος πρόσφυγας, ὁ πρῶτος
ἀπόδημος μετανάστης ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χωρίς διεύθυνση μόνιμης
κατοικίας στή γῆ, ὅπου ἐσκήνωσε πρόσκαιρα καί δέν εἶχε πού τήν κεφαλήν
κλίναι. Ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει πώς εἴμαστε ὅλοι ξένοι πάνω στή γῆ,
πάροικοι καί παρεπίδημοι, πρόσφυγες, μέ τελικό προορισμό τόν Οἶκο τοῦ
Πατρός ἀπό ὅπου ἐξοριστήκαμε, τόν ἀρχικό Οἶκο τοῦ Πατρός ὅπου μας
χαρίστηκε ἡ ζωή πού χάσαμε στά ξένα. Ἀφοῦ εἴμαστε ὅλοι ξένοι δέν ὑπάρχει
λόγος νά φοβόμαστε τόν ξένο, τόν ἄλλο πού δέ διαφέρει σέ τίποτα ἀπό
ἐμᾶς καί ἀπό τόν Χριστό στήν ξενιτεία του[1].
Ὁ
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθείς δηλαδή Θεός Λόγος, ὑπάρχων
προαιωνίως ὡς Θεός Λόγος ἐνανθρώπησε ἐν χρόνῳ καί ἔλαβε «μορφή δούλου»
καί «ἐταπείνωσε ἑαυτόν» ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μέσω τοῦ κατά
σάρκα Του σταυρικοῦ θανάτου Του, ἀφοῦ κατά τή Θεότητα παρέμεινε
ἀπαθής[2]. Ἔγινε, λοιπόν, ἕνας ἀπό ἐμᾶς, παραμένοντας ξένος ὡς πρός τήν
κακία καί τά ἄλλα πάθη πού μᾶς κυριεύουν. Ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία πού εἶναι
τό σῶμα Του. Στό σῶμα αὐτό μέλη εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀνήκουν σέ αὐτήν, κεφαλή
τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος.
Ὅσοι
θέλουν νά ἐνωθοῦν μέ τόν Χριστό καί διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τό Θεό
Πατέρα γνωρίζουν ὅτι αὐτή ἡ ἕνωση γίνεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο
εἶναι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἕνωση, λοιπόν, ἔχουμε ὄχι φυσικά μέ την Θεία
ουσία, αλλά μέ τή θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωση, ὅμως,
αὐτή μέ τό Χριστό δέν εἶναι ἐξωτερική, οὔτε ἁπλῶς ἠθική. Δέν εἴμαστε
ὁπαδοί τοῦ Χριστού, ὅπως κάποιοι ἄνθρωποι δηλώνουν ὁπαδοί ενός φιλόσοφου
ἤ ἑνός διδασκάλου. Εἴμαστε πραγματικά μέλη τοῦ σώματος του Χριστοῦ.
Εἴμαστε ἀδελφοί Του. Ὁ Χριστός δίνει τή δυνατότητα σέ ἐμᾶς τούς
Χριστιανούς, παρά τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, νά γίνουμε μέλη τοῦ
σώματός Του, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας Του, «μέλη ἐσμέν τοῦ σώματος αὐτού, ἐκ
τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ὁστέων αὐτοῦ»[3].
Ὁ
Χριστός μᾶς προέτρεψε νά ἀγαπᾶμε ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά
νοιαζόμαστε γιά ὅλους τούς ξένους μέ πραγματική ἀγάπη, γιατί καί Ἐκεῖνος
ἄν καί ξένος πρός τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας ἔγινε ἕνας ἀπό ἐμᾶς μέ σκοπό
νά μᾶς χαρίσει τή σωτηρία. Ἡ θέση, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ καί κατά
συνέπεια τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς συνόλου καί κάθε χριστιανοῦ προσωπικά,
εἶναι ὁ σεβασμός παντός ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς ἡ
γλώσσας, ἰδιαιτέρως, ὅταν βρίσκεται σέ δοκιμασία καί ἀνάγκη. Ἡ φράση τοῦ
Χριστοῦ «ξένος ἤμην καί συνηγάγετε μέ»[4] μέ τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
ταυτίζεται μέ τόν ξένο, καθορίζει τό ἐκκλησιαστικό μας χρέος. Σέ αὐτήν
τήν κατηγορία ἀνήκουν ἀναμφισβήτητα ὅλοι οἱ ξένοι καί ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό
πνεῦμα καλλιεργεῖ καί ἐνισχύει, στηλιτεύοντας τό ρατσισμό, τήν
ξενοφοβία καί κηρύττοντας τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἐνώ
προτρέπει ὅλους τούς πιστούς στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, τοῦ ξένου νά
βλέπουν τόν ἀδελφό τους[5].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΞΕΝΟΣ
1) Ἡ σημασία τοῦ νά εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στή σχέση μας πρός τούς ἄλλους.
Τι
σημαίνει, ὅμως, νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τοῦ
Σώματος τοῦ Θεανθρώπου; Σημαίνει ὅτι βαπτιζόμενοι ἀρχικά στό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ, ἀναγεννιόμαστε, ἐγκαταλείπουμε τόν παλιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας,
«...τὰ πρότερα ἀπενίψατο πάντα διὰ τοῦ βαπτίσματος»[6]͵ καί εἴμαστε
ἐνδεδυμένοι τό Χριστό[7]. Ὁ ἐνδυσάμενος τό Χριστό ἑνώνεται μέ Αὐτόν σέ
μία ὑπαρξιακή σχέση: συσταύρωση καί συνέγερση μέ τό Χριστό σημαίνει
συζῆν μέ Αὐτόν, ὄχι ὡς δύο χωριστές, παράπλευρες καί παράλληλες ζωές,
ἀλλά ὡς μία ζωή, στήν ὁποία ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἑνώνεται μυστικά μέ τή ζωή
τοῦ συσταυρωθέντα μέ Ἐκεῖνον: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι∙ ζῶ ἐν οὐκέτι ἐγώ,
ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[8]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναλύοντας τή
συγκεκριμένη φράση τοῦ Παύλου, σημειώνει ὅτι: «Οὐδὲν γίνεται͵ φησὶν͵ ὑπ΄
ἐμοῦ͵ ὧν ὁ Χριστὸς οὐ βούλεται. Ὥσπερ γὰρ θάνατον λέγει οὐ τοῦτον τὸν
κοινὸν͵ ἀλλὰ τὸν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν͵ οὕτω καὶ ζωὴν͵ τὴν ἐκείνων ἀπαλλαγήν·
Θεῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἄλλως ζῇν, ἀλλ΄ ἢ νεκρωθέντα τῇ ἁμαρτίᾳ. Ὥσπερ οὖν ὁ
Χριστὸς τὸν σωματικὸν ὑπέστη θάνατον͵ οὕτως ἐγὼ τὸν κατὰ τῆς
ἁμαρτίας»[9].
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει «νοῦ Χριστοῦ»[10], σκέπτεται, ζεῖ καί πράττει
ὅπως ὁ Χριστός[11]. Ἡ πίστη του εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τή ζωή του.
Περπατώντας πάνω στά βήματα τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε νά ἔχουμε ἀγάπη
μεταξύ μας ἀλλά καί γενικότερα πρός τόν πλησίον μας. Τό πρόσωπο τοῦ
πλησίον μας σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη δέν εἶναι ὁ
οἰκεῖος μας, ὁ ὁμόθρησκός μας, ὁ ὁμοεθνής μας ἀλλά καί ὁ ὁποιοσδήποτε
ξένος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀδελφός ἤ
ἀδελφή μας[12].
Ὁ Θεός ταυτίζει κατά κάποιο τρόπο Ἐκεῖνον πρός τόν πλησίον. Γίνεται ὁ
Ξένος καί καλεῖ τόν πιστό νά συμπεριφερθεῖ πρός κάθε ξένο, ὅπως θά
συμπεριφερόταν πρός τόν ἴδιο τό Θεό: «ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε
ἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε»[13]. Ὁ Θεός
τίθεται ἀλληλέγγυος πρός τόν πλησίον, πρός τόν ξένον, στίς δοκιμασίες
καί στίς ἀνάγκες αὐτοῦ καί καλεῖ τούς βεβαπτισμένους στό ὄνομά Του νά
πράξουν καί ἐκεῖνοι τό ἴδιο ὡς μιμητές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη πρός τόν
ἄλλο, δηλώνει τήν ἀγάπη πρός τόν ἴδιο τό Θεό. Ἀγάπη πρός τό Θεό καί
ἀδιαφορία πρός τόν ἄλλο ἤ χειρότερα μίσος πρός τόν ξένον εἶναι
ἀσυμβίβαστα πράγματα γιά ἕναν Χριστιανό: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν
Θεόν, καί τό ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν»[14]. Ὁ Χρυσόστομος
ἐπισημαίνει ὅτι ὅτι ὅποιος κάνει κακό ἤ καλό στόν ἀδελφό του, εἶναι σάν
νά τό κάνει στόν ἴδιο τό Χριστό: «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν οὐ περιόψεται
τὸν ἀδελφὸν͵ οὐδὲ τὰ χρήματα τοῦ οἰκείου μέλους προτιμήσει͵ ἀλλὰ πολλὴν
περὶ αὐτὸν ἐπιδείξεται τὴν φιλοτιμίαν͵ μεμνημένος τοῦ εἰρηκότος͵ ὅτι «Ὁ ποιήσας ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων͵ ἐμοὶ ἐποίησε»»[15].
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρεται συχνά στό ἔργο του στίς σχέσεις τῶν
Χριστιανῶν μέ τόν πλησίον τους, μέ τούς ξένους, ἔχοντας ὡς πρότυπο
μίμησης τόν ἴδιο τό Θεάνθρωπο. Ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στή θεολογική σκέψη
ἀλλά καί στήν προσωπική ζωή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου συνδέονται ἄρρηκτα καί
ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ πίστη, πού ἐδῶ νοεῖται πάντοτε ζωντανή καί
βιούμενη, ἀποτελεῖ τό ἀδιαμφισβήτητο θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ
ἔμπρακτη ἀγάπη συνθέτει τήν ὅλη οἰκοδομή τῆς ζωῆς αὐτῆς, τήν πληρότητα
καί τήν τελειότητά της. Στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, τά πιστευόμενα
βιοῦνται στό ἱστορικό παρόν τῶν πιστῶν ὡς πραγματικά πρόσωπα καί
γεγονότα. Ἡ βιούμενη πίστη ὁδηγεῖ ἄμεσα στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία φανερώνεται
ὡς ἐνεργοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πιστοποιεῖται μέ
τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν
συγκεκριμενοποιεῖται στά ἔργα ἀγάπης τῶν πιστῶν, τά ὁποία εἶναι ἔργα τοῦ
Θεοῦ δί' ἠμῶν[16].
Ὁ
ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε τόν ἄλλο ὅπως τόν
ἑαυτό μας. Αὐτό εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἔκφραση «μέ ὅλη μας τήν καρδιά».
Ἐάν ὑπῆρχε τέτοια ἀγάπη μεταξύ των ἀνθρώπων δέ θά ὑπῆρχε οὔτε δοῦλος,
οὔτε ἐλεύθερος, οὔτε ἄρχοντας, οὔτε πλούσιος, οὔτε φτωχός, οὔτε μικρός,
οὔτε μέγα[17]ς καί τό κυριότερο οὔτε ὁ διάβολος θά ἦταν γνωστός[18]. Ἡ
ἀντιμετώπιση τοῦ ἄλλου σάν τόν ἑαυτό μας θά λειτουργοῦσε ἀποτρεπτικά
ἀπέναντι στή διάπραξη ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας λόγῳ ἤ ἔργῳ[19].
Ὁ
Θεῖος Λόγος, ὡς πρός τή φύση Του εἶναι ἄκτιστος καί ἀίδιος, αὐτός ὁ
Ξένος ἀρχικά πρός τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος γιά
νά φέρει τήν ἀγάπη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὥστε στό πρόσωπο τοῦ
ἄλλου νά μή βλέπουμε ἕναν ξένο ἀλλά ἕναν ἄνθρωπο πού ὀφείλουμε νά
ἀγαπᾶμε ὅπως μᾶς ἀγάπησε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Τοῦ τελευταίου μάλιστα ἡ
ἀγάπη ἦταν τόσο μεγάλη πού ἔφτασε στό Πάθος καί τό Θάνατο, γιά νά μᾶς
σώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ βροτοφάγου δαίμονα[20]. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄλλο θά
εἶναι ὁ τρόπος σύνδεσής μας μέ τό Θεάνθρωπο[21].
Ἡ
ἀγάπη πού θα δείξουμε σέ κάθε ξένο εἶναι καί ἕνα ἀπό τά κριτήρια μέ τό
ὁποῖο κατά τή Δευτέρα Παρουσία θά μᾶς κρίνει ὁ Κύριος. Χαρακτηριστικά ὁ
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει: «Καὶ σκόπει τὸ πρὸς φιλανθρωπίαν
ἐπιῤῥεπές· οὔπω γὰρ τῶν ἀγωνιστῶν γενομένων͵ οἱ στέφανοι
προητοιμάσθησαν͵ καὶ τὰ βραβεῖα προπαρεσκευάσθησαν. Κληρονομήσατε γὰρ,
φησὶ, τὴν βασιλείαν τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν πρὸ καταβολῆς κόσμου»[22]. Ὁ
Χρυσόστομος τοποθετεῖ τή φιλανθρωπία πρός τόν ξένο σέ πολύ υψηλή θέση.
Τή θεωρεῖ μάλιστα ἰσάξια τῆς Παρθενίας[23]. Ἐπαναλαμβάνει, σέ ἄλλο ἔργο
του, μέ παραστατικό τρόπο ὅτι ὅποιος δανείζει ἤ δίνει κάτι σέ ξένο στήν
πραγματικότητα τό δανείζει στόν ἴδιο τό Θεάνθρωπο, «Ἐφ΄ ὅσον ἐποιήσατε
ἑνὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων͵ ἐμοὶ ἐποιήσατε[24]», καί κάνει
κατάθεση στόν Οὐρανό: «Δίδως ἄρτον͵ καὶ λαμβάνεις ζωὴν αἰώνιον· δίδως
ἱμάτιον͵ καὶ λαμβάνεις ἀφθαρσίας περιβόλαιον· δίδως κοινωνίαν στέγης͵
καὶ λαμβάνεις βασιλείαν οὐρανῶν· παρέχεις τὰ ἀπολλύμενα͵ καὶ δέχῃ τὰ
διηνεκῶς μένοντα»[25].
Ὁ
Χριστός μέ τή ζωή Του ἔδειξε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δέν πρέπει νά εἶναι
ξένος πρός ἐμᾶς. Δέν δίστασε νά συναναστραφεῖ μέ τελῶνες[26],
πόρνες[27], κλέφτες, ἄρχοντες καί πένητες, ἄνδρες, γυναῖκες, ἐλεύθερους,
δούλους, Ρωμαίους, Ἰουδαίους καί Σαμαρεῖτες. Ὅσο ἁμαρτωλοί καί ἄν ἦταν
οἱ ἄνθρωποι γύρω Του, Ἐκεῖνος τούς ἄπλωνε τό χέρι, γιά νά τούς βγάλει
ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί νά τούς φέρει στό φῶς τῆς ἀλήθειας.
Διακήρυττε ὅτι γιά Ἐκεῖνον κανένας δέν ἦταν ξένος ἀλλά κάποιος
ἀγαπημένος Του πού νοσοῦσε καί χρειαζόταν τή βοήθειά Του. Ἐξάλλου γιά τό
λόγο αὐτό ἦρθε στή γῆ, νά σώσει ὅλο τό ἀνθρώπινο φύρμα ἀπό τήν ἁμαρτία
καί νά τοῦ χορηγήσει τή δυνατότητα τῆς ἀντικειμενικῆς σωτηρίας.
Φυσικά,
σημειώνει ὁ Χρυσόστομος δέν πρέπει νά δείχνουμε ἀγάπη πρός τόν ξένο,
ὅπως ἔδειξε στήν γνωστή παραβολή ὁ Σαμαρείτης πρός τόν χτυπημένο Ἰουδαῖο
καί νά ἀδιαφοροῦμε γιά τόν οἰκεῖο μας: «Εἰ δὲ ὁ Σαμαρείτης οὕτω
φιλάνθρωπος καὶ ἥμερος γέγονε περὶ ἄνθρωπον ἄγνωστον͵ τίνα ἂν ἔχοιμεν
συγγνώμην ἡμεῖς͵ τῶν ἀδελφῶν τῶν οἰκείων ἀμελοῦντες ἐπὶ μείζοσι
κακοῖς»[28]. Ἡ ἀδιαφορία, ὅμως πρός τόν οἰκεῖο μας ἀλλά καί πρός τόν
ξένο δέν ἔχει σχέση μόνο μέ τήν κάλυψη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλά καί μέ τήν
ἐσωτερική ἔνδεια στήν ὁποία βρίσκεται κάποιος ἤ στήν πλάνη πού ἔχει
πέσει. Ἔχουν ἀνάγκη καί ὅποιοι «Οὐ γὰρ τὰ ἱμάτια αὐτῶν περιέῤῥηξαν͵ οὐδὲ
τῷ σώματι πληγὰς ἐπήγαγον, ..., ἀλλὰ τὴν ψυχὴν κατέτρωσαν͵ καὶ μυρία
αὐτῇ τραύματα δόντες͵ οὕτως ἀπῆλθον͵ ἀφέντες ἐν τῷ λάκκῳ τῆς ἀσεβείας
κειμένους»[29].
Ἡ
συμπεριφορά μας πρός τόν ἄλλο, τόν ξένο δέν πρέπει νά εἶναι ἀδιάφορη,
οὔτε νά λέει κανείς ὁ τάδε δέν εἶναι φίλος μου, οὔτε συγγενής, οὔτε
γείτονας, οὔτε ἔχω τίποτα κοινό πρός αὐτόν πῶς νά τόν πλησιάσω; Διότι
καί ἄν δέν εἶναι συγγενής, οὔτε φίλος, εἶναι, ὅμως, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
ἔχει τήν ἰδίαν μέ ἐσένα φύση, τόν ἴδιον Δεσπότη, εἶναι σύνδουλός σου καί
ζεῖ εἰς τήν ἰδίαν σκηνή, ἀφοῦ ὑπάρχει στόν ἴδιον κόσμο[30]. Εἶναι
ὁ πλησίον μας. Πλησίον, ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας
τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, ὁ Χριστός δέν ὀνόμασε οὔτε τόν ἱερέα,
οὔτε τό Λευΐτη, ἀλλά ἐκεῖνον, πού σύμφωνα μέ τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις
χαρακτηριζόταν ἀπό τούς Ἰουδαίους ὡς παραπεταμένος, ὡς μίασμα, ὡς
ξένος. Αὐτός ὁ ξένος, ὁ ἀποξενωμένος ἐχθρός δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τό
Σαμαρείτη. Ποιό, ὅμως, εἶναι τό παράδοξο στήν παραβολή τοῦ καλοῦ
Σαμαρείτη; Ὁ ξένος γιά τούς Ἰουδαίους Σαμαρείτης εἶναι ὁ ἀληθινά πλησίον
γιά τό Θεό, ἐπειδή στίς πράξεις του βρῆκαν ἀπόλυτη ἐφαρμογή ἡ
διδασκαλία τῆς πραγματικῆς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους.
Στήν
Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν ξένοι. Ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους πρέπει νά
εἶναι προσωπική, θεληματική, ὑπεύθυνη. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ
κάνει τήν ὑπέρβαση σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό συνάνθρωπο. Πλησίον εἶναι ὁ κάθε
ἄνθρωπος εἴτε ἀνήκει σέ ἄλλο θρήσκευμα, εἴτε ἔχει διαφορετική
ἐθνικότητα, εἴτε ἔχει ἄλλο χρῶμα, εἴτε γενικότερα διαφέρει ὁλοκληρωτικά
ἀπό ἐμᾶς. Στόν συνάνθρωπό μας διακρίνουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἀγαπώντας
τόν πλησίον μας, τόν ξένο, ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, τοῦ Ὁποίου κάθε ἄνθρωπος
εἶναι εἰκόνα.
Σ'
αὐτήν τήν ἔννοια τοῦ πλησίον κρύβεται καί ἡ βαθύτερη σημασία τῆς
Χριστιανικῆς ἀγάπης. Δέν ἀγαπᾶμε κατά καθῆκον, ὅπως συνήθως λέμε. Ἡ
ἀγάπη εἶναι ἡ ἀναπνοή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ φυσικός τρόπος τῆς ὑπάρξεώς
του. Δέν ἀγαπῶ, λοιπόν τόν πλησίον μου μέ τήν ἔννοια τοῦ οἴκτου, τῆς
εὐσπλαχνίας, τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλά τόν ἀγαπῶ, διότι μέσα του εἶναι ἡ
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον, τοῦ
ξένου στό Εὐαγγέλιο εἶναι πρωταρχικά ἐνεργητική - ἀγαπητική καί ὄχι
παθητική. Χωρίς αὐτή τήν κοινωνία μέ τόν πλησίον εἶναι ἀδύνατη ἡ
κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἡ σωτηρία[31].
Γι' αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν μιλάει γιά τόν πλησίον, μιλάει γιά τό «μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ»:
Σὲ
τέλεια συνάρτηση καί σέ πλήρη ἁρμονία μὲ τὰ παραπάνω, τὰ λόγια τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφωτιστικὰ: «Νά ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου μὲ ὅλη
σου τὴν καρδία καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλο σου τὸ νοῦν». Αὐτὴ
εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μὲ αὐτήν, εἶναι τό, «Νά
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτὸ σου»[32]. Ἐάν κάποιος ἐνεργεῖ
μὲ κίνητρο τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ πρὸς τὸν Θεό, δεν χρειάζεται κανένας
νόμος. Γιατὶ ἂν ἀγαπᾷ τοὺς συνανθρώπους τοῦ, δεν θὰ κάνει κάτι που θὰ
τοὺς βλάψει. Καὶ ἂν ἀγαπάει τὸν Θεό, δέ θὰ κάνει κάτι πού θὰ τοῦ
προκαλεῖ πόνο καί στεναχώρια. Νοιάζεται γιά τὸν ἄλλο ἄσχετα μὲ ποιόν
ἔχει ἀπέναντι του, γιατὶ ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρα ἀνατέλλει τὸν ἥλιο Του
σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς, καὶ βρέχει σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους», ὀφείλουμε
καὶ ἐμεῖς νά ἐκδηλώνουμε τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον μας γιά ὅποιον ἄνθρωπο
ζητᾶ ἢ χρειάζεται τή βοήθειά μας[33].
2. Ἡ ἐλεημοσύνη πρός τόν ξένο εἶναι στήν πραγματικότητα ἐλεημοσύνη πρός τόν Ξένο.
Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Τριαδικοῦ
Θεοῦ[34] Ὁ ἅγιος Ιωάννης ὁ Χρυσορρήμων, ἐξαίρων τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου
ἐκ τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ὑπογραμμίζει ὅτι γιά ὅλη τή
κτίση χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «γενηθήτω», γιά τόν ἄνθρωπο μόνο
χρησιμοποιεῖται τό «ποιήσωμεν» καί σπεύδει νά συμπληρώσει «Ἄνθρωπός
ἐστι, τό μέγα ζῶον καί θαυμαστόν, καί τῆς κτίσεως ἁπάσης τῷ Θεῷ
τιμιώτερον»[35]. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ἕνα ἀποτύπωμα, ἀπείκασμα τῆς
ἀσυλλήπτου μεγαλοπρέπειας τοῦ Θεοῦ, παρά τήν τραγικότητα στήν ὁποία
πολλές φορές ζεῖ[36]. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, λοιπόν, ὑπάρχει τό
«κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος, ὁ ξένος, πρέπει νά
ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνεξάρτητα ἀπό ποῦ εἶναι, ποιά εἶναι
τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του καί σέ τι διαφέρει ἀπό ἐμᾶς. Ὁ Θεός,
ἐπισημαίνει ὁ χρυσορρήμων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μᾶς προτρέπει
νά εἴμαστε σπλαχνικοί πρός τούς ἀνθρώπους χωρίς ἐξαιρέσεις. Ὀφείλουμε
νά εἴμαστε σπλαχνικοί καί οἰκτίρμονες, ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας μας. Ἡ
ἐλεημοσύνη ὑπογραμμίζει ὁ μεγάλος ἅγιος εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καί
ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά μοιάσουμε μέ τόν
Θεόν, εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ εὐσπλαχνία πρός τόν πάσχοντα, εἴτε αὐτός
εἶναι φίλος, εἴτε εἶναι ἐχθρός, εἴτε εἶναι συγγενής, εἴτε εἶναι ξένος
καί ἄγνωστος, εἴτε εἶναι καλός, εἴτε εἶναι ἀκόμα καί κακός. Ὅταν
στερούμεθα αὐτοῦ του εἴδους τήν ἀρετή, εἴμεθα γυμνοί καί ἀπό τίς ἄλλες.
Δέν εἶπε ὁ Κύριος ἄν νηστεύετε, ἄν ἀγρυπνεῖτε, ἄν ἐγκρατεύεστε, ἄν
παρθενεύετε καί ἄν πολλᾶς δυνάμεις ποιεῖτε, καί ἄν ἀκόμα καί τέρατα καί
σημεῖα ποιεῖτε, ὅτι θά εἶσθε ὅμοιοι μέ τόν οὐράνιο Πατέρα, ὄχι, διότι μέ
κανένα ἀπό αὐτά δέν ἀσχολεῖται ὁ Θεός, οὔτε καί Τόν ἐνδιαφέρουν αὐτές
οἱ μικροαρετές. Ἀλλά τί λέγει; Ἄν θέλεις νά ἀποδείξεις ὅτι εἶσαι ἄξιος
μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλεις νά εἶσαι ἐλεήμων.
Ἡ
ἀποδοχή τοῦ ξένου πρέπει νά εἶναι ὡς συνανθρώπου ἐμπερίστατου, πού ἔχει
ἀνάγκη τήν βοήθεια καί προστασία μας. Καί ὑπάρχει πλῆθος προτύπων
συμπεριφορῶν αὐτοῦ του εἴδους, ὅπως π.χ. ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ
Σαμαρείτου[37], πού προαναφέρθηκε, Μέσα ἀπό τήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή
κωδικοποιεῖται ἡ στάση τοῦ ἴδιου του Θεανθρώπου ἀπέναντι σέ κάθε
ἄνθρωπο καί κατά συνέπεια μᾶς δείχνει ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ δική μας. Ὁ
Χριστός μέ τή διήγηση αὐτή διδάσκει πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γίνει
«πλησίον» γιά τόν Ἄλλον, τόν συνάνθρωπό του. Ὁ Χριστός μᾶς προβάλλει ὡς
«πλησίον», πρῶτα ἐκεῖνον πού «ποιεῖ τό ἔλεος» -δείχνει δηλαδή ἀγάπη- καί
ὄχι τόν δεχόμενο τήν φιλανθρωπία, καί δεύτερο αὐτός πού δέχεται τήν
ἀγάπη δέν εἶναι συγγενής καί ὁμόφυλος, ἀλλά ξένος καί πρακτικά ἐχθρός
καί ἀντίπαλος, ὅπως οἱ Σαμαρεῖτες ἀπέναντι στούς Ἰουδαίους. Ὁ
Σαμαρείτης, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, μολονότι «ἀλλογενής...
πεπλήρωκε τῆς ἀγάπης τόν νόμον». Συμπληρώνει δέ ὁ ἱερός Χρυσόστομος:
«Οὕτω τοίνυν καί σύ, ἄν ἴδης τινά κακῶς πάσχοντα, μηδέν περιεργάζου
λοιπόν. Ἔχει τό δικαίωμα τῆς βοηθείας τό κακῶς παθεῖν αὐτόν». Καί μόνον ἡ
κατάσταση τοῦ πάσχοντος συνανθρώπου ἀπαιτεῖ τήν συμπαράστασή μας. Τό
ὀρθό ἐρώτημα, λοιπόν, δέν εἶναι «τίς ἐστί μου πλησίον», πού ἔθεσε ὁ
νομικός της παραβολῆς, ἀλλά «σέ ποιόν εἶμαι ἐγώ πλησίον». «Πλησίον»
γινόμεθα στόν ἑκάστοτε ξένο, ὅταν τόν ἀποδεχόμεθα, ὅπως εἶναι, «καθώς
καί ὁ Χριστός ἠμᾶς προσελάβετο».[38]
Ἡ
σωστά ἐκδηλωμένη ἐλεημοσύνη πρός τόν πλησίον καί πρός τό Θεό, εἶναι
«τοῦτο ἐλεημοσύνη͵ τοῦτο φιλανθρωπία͵ τοῦτο εἰς δόξαν διαβαίνει Θεοῦ͵
καὶ τὴν τῶν ὁρώντων καὶ τὴν τῶν πασχόντων καὶ τὴν τῶν ποιούντων ὠφέλειαν
κατασκευάζει», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο[39]. Κανείς
Χριστιανός, σημειώνει ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, δέν μπορεῖ νά ἐπικαλεσθεῖ
ἀδυναμία προσφορᾶς. Τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι δεν ὑπάρχει πιὸ κρύο πρᾶγμα
ἀπὸ τὸ χριστιανό πού δέν σῴζει ἄλλους εἴτε ἠθικά εἴτε ὑλικά. Δέν μπορεῖ
κάποιος ἐδῶ νά ἐπικαλεσθεῖ τὴ φτώχεια, διότι θὰ βρεθεῖ κατηγορούμενος
ἀπό τη χήρα που κατέβαλε τὰ δύο λεπτά… Δέν μπορεῖ κάποιος νά ἐπικαλεστεῖ
τὴν ταπεινὴ του καταγωγή, διότι καὶ οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἄσημοι καὶ
κατάγονταν ἀπὸ ἀσήμους, ἀλλά ἔγιναν πρωταθλητές στήν ἐλεημοσύνη. Δέν
μπορεῖ κάποιος νά προβάλει τὴν ἀγραμματοσύνη σου, γιατί κι ἐκεῖνοι ἤταν
ἀγράμματοι. Ἀκόμη κι ἂν κάποιος εἶναι δοῦλος, κι ἂν εἶναι δραπέτης, θὰ
μπορέσει νά ἐκπληρώσει τὸ καθῆκόν του, διότι καὶ ὁ Ὀνήσιμος τέτοιος
ἤταν. Ἄς ἔχει ὡς κανόνα ζωῆς τά λόγια τοῦ ἀποστλου πού τὸν καλεῖ καὶ σὲ
τὶ ὑψηλὸ ἀξίωμα τὸν ἀνεβάζει ὁ ἀπόστολος· «ἵνα κοινωνῇ μοι», λέγει, «ἐν
τοῖς δεσμοῖς μου». Δέν μπορεῖ κάποιος νά προφασιστεῖ τὴν ἀσθένεια, διότι
καὶ ὁ Τιμόθεος τέτοιος ἤταν, εἶχε «πυκνὰς ἀσθενείας»… . Ὅποιος
νοιάζεται μόνο γιά τό ἐγώ του μοιάζει μέ τὰ δένδρα τὰ ἄκαρπα πού εἶναι
γερά, πού εἶναι ὡραία, μεγάλα, λεία καὶ ψηλά, ἀλλὰ ἂν στόν κῆπο του, θὰ
προτιμούσε ὁ νοικοκύρης νά ἔχει ῥοδιὲς καὶ ἐλιὲς καρποφόρες παρὰ αὐτά,
διότι αὐτὰ εἶναι για τὴν τέρψη καὶ ὄχι γιά τὴν ὠφέλειά μᾶς· ἐλάχιστα
ὠφελοῦν. Τέτοιοι εἶναι οἱ χριστιανοί που φροντίζουν μόνο για τὰ δικὰ
τούς, ἢ μᾶλλον οὔτε τέτοιοι, διότι αὐτοὶ εἶναι γιά τή φωτιά, ἐνῶ τὰ
καλλωπιστικὰ δένδρα χρησιμοποιοῦνται καὶ για τὴν οἰκοδόμηση καὶ για τὴν
ἀσφάλεια τῶν ἰδιοκτήτων[40].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σήμερα,
περισσότερο ἀπό ποτέ ὁ ἄνθρωπος καί κυρίως ὁ Χριστιανός πρέπει νά
ἀναζητήσει τόν ἀληθινό ἄνθρωπο. Σάν ἄλλος Διογένης ὀφείλει νά ψάξει τόν
ἀληθινό ἄνθρωπο, ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀρχῆς τοῦ
εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα ζεῖ σέ μία ἐποχή θάμβους καί παράκρουσης. Ἔχει
γίνει ἰσχυρός καί ταυτόχρονα ἀποδεικνύεται τόσο ἀνίσχυρος. Ἡ ἔλλειψη τῆς
ἐκδήλωσης ἀνθρωπισμοῦ πρός τόν ἄλλο ἀποτελεῖ τό Πάρθιο βέλος τοῦ
πολιτισμοῦ του. ἀπογύμνωσε τό ἑαυτό του ἀπό κάθε καλό συναίσθημα πρός
τόν ἄλλο, φίλο καί ξένο. Ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Θαμπώθηκε
ἀπό τή δύναμή του καί πίστεψε ὅτι ἔγινε ὑπεράνθρωπος. Στήν
πραγματικότητα, ὅμως, ἔγινε ἀπάνθρωπος. Γύρισε τήν πλάτη πρός τόν ἄλλο
καί ἡ μοῖρα τοῦ ἄλλου ἔπαψε νά τόν ἀπασχολεῖ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ
σχετικά μέ τήν ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπό του ἔγινε θολή ἤ παρέμεινε μόνο
στήν ΚΔ ή στά συγγράμματα καί στά κηρύγματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
μας. Εἴμαστε ἄνθρωποι, ὅταν γινόμαστε πραγματικά συνάνθρωποι. Γιά
ἐκείνους πού μέ πεῖσμα ἐθελοτυφλοῦν θεωρώντας ὅτι ὁ κόσμος τους ἀρχίζει
καί τελειώνει στά σκαλιά τῆς πόρτας τοῦ σπιτιοῦ τους, θά παραθέσουμε ὄχι
τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πού παραμένει ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἐπίκαιρη ἀλλά
τούς στίχους τοῦ Ἄγγλου ποιητῆ Τζών Ντόουν: «Κανένας ἄνθρωπος δέν
εἶναι νησί, ἀκέραιος, μοναχός του, εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς στεργιάς ...
Κάθε ἀνθρώπου ὁ θάνατος εἶναι καί δικός σου θάνατος- γι’ αὐτό μη
στέλνεις ποτέ νά ρωτήσεις γιά ποιόν χτυπᾶ ἡ καμπάνα. Χτυπᾶ γιά σένα»[41].
Ὁ τρόπος της συμπεριφορᾶς μας πρός τόν κάθε ἄλλο, τόν ξένο πρέπει νά
μιμεῖται τό Σίμωνα τόν Κυρηναῖο. Ἐκεῖνος σήκωσε τό Σταυρό ἑνός
καταδικασμένου στή συνείδηση τῶν πολλῶν, πού ἦταν, ὅμως, Ἐκεῖνος πού δέν
εἶχε φταίξει σέ τίποτα, οὔτε εἶχε ἀμαυρωθεῖ ποτέ ἀπό τό ρύπο τῆς
ἁμαρτίας, τοῦτ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Μποροῦμε καί ἐμεῖς μέ τήν ἔμπρακτη
ἀγάπη μας πρός τόν ξένο νά τόν ξελαφρώσουμε λίγο ἀπό τό μαρτύριό του καί
νά σηκώσουμε ἔστω καί γιά λίγο τό σταυρό του. Ἡ συμπεριφορά μας πρός
τόν ξένο πρέπει νά ἔχει μπούσουλα τήν ἀγάπη, μόνο τότε θά καταφέρουμε
στό πρόσωπο τοῦ ἑκάστοτε ξένου νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας ἤ καλύτερα νά
ἑνωθοῦμε μέ τό Χριστό, τό δικό μας Ξένο. Κλείνοντας θεωροῦμε ὅτι δέν
ὑπάρχει καλύτερος ἐπίλογος σέ αὐτή μικρή μελέτη μερικούς στίχους ἀπό τόν
ὕμνο τῆς ἀγάπης τοῦ ἀποστόλου Παύλου: Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν
ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω,γέγονα χάλκος ἤχων ἤ
κύμβαλον ἀλαλάζον... νυνί δέ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα
μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη»[42].
[1] Λ. Καμπερίδη, ἱερέως, «Ξενιτεία του Χριστού - Ξενιτεία του Κόσμου», F:\ΞΕΝΟΣ\zoiforos_gr - «Ξενιτεία του Χριστού - Ξενιτεία του Κόσμου», του π_ Λάμπρου Καμπερίδη,.htm.
[2] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, V, 2, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 977-9 (=PG 76, 224B).
[3] Ἐφ. 5,30.
[4] Ματθ. 25, 35.
[5] Συνέντευξη τοῦ Ἀναστασίου Γιαννουλάτου, ἀρχιεπισκ. Ἀλβανίας, www.Apodimos.com
[6] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος πρός Στελέχιον καί περί κατανύξεως, PG 47, 421AB.
[7] «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», Γαλ. 3,27.
[8] Γαλ. 3, 19. Πρβλ. Γ. Γαλίτη, «Νόμος καί Χάρις», Διακονία καί Λόγος, χαριστήριος τόμος πρός τιμήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χριστοδούλου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2004, σσ. 39-51, σ. 48.
[9] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Γαλάτας, Β΄, PG 61,645D.
[10] Α Κορ. 2,16.
[11]Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α΄ πρός Κορινθίους, Ζ΄, PG 61, 62BC: «Τουτέστι͵ πνευματικὸν͵ θεῖον͵ οὐδὲν ἀνθρώπινον ἔχοντα».
[12] Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, «Facing People of Other Faiths», Greek Orthodox Theological Review, 38, 1-4 (1993, 140.
[13] Ματθ. 25, 40. Πρβλ. Μ. Φαράντου, Δογματική καί Ἠθική. Εἰσαγωγικά, Ἀθῆναι 1973, σ. 178.
[14] Α΄ Ἰω. 4, 20. Πρβλ. Μ. Φαράντου, Δογματική..., σ. 178.
[15] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, .Ὁμιλία εἰς τήν Γένεσιν, ΝΕ΄, PG 54, 483B.
[16] Δ. Τσιλεγγίδη, «Πίστη καί ἀγάπη. Τό θεμέλιο καί ἡ τελειότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο», http://www.impantokratoros.gr/D556FEE4.el.aspx
[17] Γαλ.. 3, 25-29.
[18] ««Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν».
Καὶ ὅρα πῶς μετὰ τῆς αὐτῆς σχεδὸν ὑπερβολῆς ἀπαιτεῖ καὶ ταύτην· περὶ
μὲν γὰρ τοῦ Θεοῦ φησιν͵ Ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου·∙περὶ δὲ τοῦ πλησίον
σου, Ὡς σεαυτόν· ὅπερ ἴσον ἐστὶ τῷ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Καὶ γὰρ εἰ
μετὰ ἀκριβείας τοῦτο ἐφυλάττετο, οὐ δοῦλος͵ οὐκ ἐλεύθερος ἦν͵ οὐκ ἄρχων,
οὐκ ἀρχόμενος, οὐ πλούσιος͵ οὐ πένης, οὐ μικρὸς, οὐ μέγας, οὐ διάβολος
ἂν ἐγνώσθη ποτέ», Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α πρός Κορινθίους, ΛΒ΄, PG 63, 576D. Ματθ. 19,19.
[19]
Ρωμ. 13, 9-10: «τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ
ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται
ἐν τῷ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ
ἐργάζεται».·
[20]
«Πλήρωμα νόμου ἡ ἀγάπη· ὃ καὶ ἐνταῦθα λέγει. Εἰ γὰρ τὸ μεῖναι ἀπὸ τῆς
ἀγάπης γίνεται͵ ἡ δὲ ἀγάπη ἀπὸ τῆς τῶν ἐντολῶν τηρήσεως͵ ἡ δὲ ἐντολή
ἐστιν͵ ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους· τὸ μεῖναι ἐν τῷ Θεῷ͵ ἀπὸ τῆς πρὸς ἀλλήλους
ἀγάπης γίνεται. Καὶ οὐχ ἁπλῶς ἀγάπην φησὶν͵ ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπον δηλοῖ·
Καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς.» Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην Ὁμιλίας, ΟΖ΄, PG 59, 415B.
[21] Αὐτόθι.
[22] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Η΄- Εἰς τά ὑπόλοιπα κατά αἱρετικῶν, καί περί κρίσεως καί ἐλεημοσύνης, καί εἰς τήν αἴτησιν τῆς μητρός τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου, PG 48, 770CD.
[23] Αὐτόθι, PG 48, 770BC.
[24] Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, ΜΑ΄, PG 53,384C.
[25]Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία Η΄- Εἰς τά ὑπόλοιπα κατά αἱρετικῶν, καί περί κρίσεως καί ἐλεημοσύνης, καί εἰς τήν αἴτησιν τῆς μητρός τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου PG 48, 771Α.
[26] Ματθ. 11,19. Λουκ. 5,30.
[27] Ματθ. 21,31.
[28] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Η΄-Κατά Ἰουδαίων, PG 48, 932B.
[29] Αὐτόθι, PG 48, 932C .
[30] Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία Γ, Περί ἐλεημοσύνης, καί εἰς τάς δέκας παρθένας, PG49, 298D.
[31]http://www.apostoliki-diakonia.gr/ gr_main/catehism/theologia_zoi/
themata.asp?contents=selides_katixisis/contents_Triodion.asp&main=kat008&file=1.4.htm
themata.asp?contents=selides_katixisis/contents_Triodion.asp&main=kat008&file=1.4.htm
[32] Ματθ. 22, 40.
[33] Ματθ. 5, 43-48.
[34] Γεν. 1, 26.
[35] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν, ΙΙ, 1, PG 54, 587.
[36] Ν. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική. Ἡ περί δημιουργίας διδασκαλία, ἐκδόσεις Ἔννοια, Ἀθήνα 2006, σ. 162.
[37] Λουκ. 10, 30-37.
[38]Ρωμ. 15, 7. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ ἄγαμη μητέρα στά μάτια ἑνός πατερικά Ὀρθοδόξου», http://www.impantokratoros.gr/agamh-mhtera.el.aspx
[39]Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός τούς ἔχοντας παρθένους συνεισάκτους, PG 47, 503.
[40] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις, PG .. Πράξ 20, 4
[41] Τζων Ντόουν (1573 - 1631): Ἄγγλος ποιητής, θεολόγος, φιλόσοφος. Ἀπό τούς κορυφαίους ποιητές τῆς Ἀγγλίας τοῦ 17ου
αἰ. Από τούς στίχους αὐτούς δανείστηκε ο Χεμινγουαίυ τόν τίτλο τοῦ
μυθιστορήματός του «Γιά ποιόν χτυπᾶ ἡ καμπάνα» καί τούς χρησιμοποίησε
σάν μότο στήν αρχή τοῦ βιβλίου.
[42] Α΄ Κορ. 13, 1-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά