Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2011

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ Ν. Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗ

xristos1Ἄν­να Κω­στά­κου - Μα­ρί­νη
Λο­γο­τέ­χνις Μέ­λος τοῦ Κύ­κλου Παι­δι­κοῦ Βι­βλί­ου καὶ τῆς Γυ­ναι­κεί­ας Λο­γο­τε­χνι­κῆς Συν­τρο­φιᾶς
 Δι­ά­βα­ση καὶ πρῶ­το ψά­ξι­μο. Πο­λὺ ἀ­ραι­ὲς ἀ­να­φο­ρὲς στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Μ᾿ ἕ­να τυ­πι­κὸ τρό­πο ἢ μὲ φρά­σεις ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές. Π.χ. ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, τὸ παι­δί­ον νέ­ον, ὁ πρὸ αἰ­ώ­νων Θε­ός, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς νι­κᾶ, ὁ Κύ­ριος. Πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­τι πο­λὺ λί­γο μι­λά­ει ἄ­με­σα γιὰ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄ­με­σα μι­λά­ει μό­νο γιὰ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να, γιὰ τὰ φαι­νό­με­να καὶ τὰ γε­γο­νό­τα, ὅ­πως καὶ γιὰ τὰ πρό­σω­πα. Ὅ­σο γιὰ τὴν ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πι­νων προ­σώ­πων, πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ πε­ρι­γρα­φὴ λε­πτο­με­ρει­ῶν καὶ σὲ ἀ­σή­μαν­τα συμ­βάν­τα. Μοιά­ζει νὰ μὴν ἔ­χει προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο σχέ­διο γι᾿ αὐ­τὸ ποὺ πά­ει νὰ γρά­ψει. Εἶ­ναι ἕρ­μαι­ο... τοῦ θα­νά­του, τῆς ρο­ῆς δη­λα­δὴ τῆς ζω­ῆς. Καὶ προ­σπα­θεῖ μὲ ἐ­πι­μο­νὴ νὰ γί­νει φράγ­μα σ᾿ αὐ­τὴ τὴν ρο­ή, ὄ­χι μὲ ἑλι­ξή­ρια νε­ό­τη­τας ἀλ­λὰ ἀν­τί­θε­τα μὲ ἐρ­γα­λεῖ­ο τὸν ἴ­διο τὸ θά­να­το.ωΠοι­ὰ πράγ­μα­τα εἶ­ναι τοῦ νοῦ καὶ ποι­ὰ τοῦ φω­τός; Αὐ­τὸ ἐ­ξε­τά­ζει ἀ­δι­ά­κο­πα. Λέ­ει γιὰ τὸν ἥ­ρω­ά του στὶς Ση­μει­ώ­σεις τῶν 100 ἡ­με­ρῶν: Τὸν βα­σα­νί­ζει τὸ ἀ­νο­λο­κλή­ρω­το. Τὸν κά­νει νὰ αἰ­σθά­νε­ται μί­σος... Νοι­ώ­θει μό­νο νοῦς καὶ κα­θό­λου φῶς, γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­χει συ­νε­χῶς καὶ τὸ ὁ­μο­λο­γεῖ, τὸ αἴ­σθη­μα τῆς δί­ψας.
Δι­α­τρέ­χω τὶς σε­λί­δες τῶν βι­βλί­ων του σὰν νὰ περ­πα­τῶ σ᾿ ἕ­να δύ­σκο­λο μο­νο­πά­τι γιὰ νὰ...
βρῶ στὸ τέρ­μα του τὸ ξωκ­κλή­σι, ὅ­που θὰ γί­νει ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ ἀ­γρυ­πνί­α. Δι­α­βά­ζω ὀ­νό­μα­τα ἀν­θρώ­πων στὰ Ὁ­μι­λή­μα­τα ἢ στὸ Ἀρ­χεῖ­ο. Στὸ τέ­λος νοι­ώ­θω ὅ­τι με­λέ­τη­σα δί­πτυ­χα, ὅ­πως κά­νει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας μπρὸς στὴν ἁ­γί­α Πρό­θε­ση. Ἐ­νῶ δι­στά­ζω, για­τί δὲν ξέ­ρω τί­πο­τα, κι ἀ­γνο­ῶ καὶ ξε­χνῶ καὶ ἀ­στο­χῶ τὸν πλη­σί­ον, τὸ χέ­ρι ποὺ κα­τ᾿ ἐν­το­λὴν ἄλ­λου γρά­φει, συν­τάσ­σει ἕ­να μα­κρὺ κα­τά­λο­γο ὀ­νο­μά­των, ποὺ ἡ λο­γι­κή μου θἄ­θε­λε νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει κα­θό­λου ἢ νὰ πε­ρι­ο­ρι­στεῖ στὸ ἐλά­χι­στο[1]. Για­τί τὸ κά­νει τά­χα; Ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι. Τὸ ἔ­χει βά­λει σὰν κα­νό­να του;
Συ­νε­χί­ζω καὶ πα­τῶ πά­νω στὰ ἀ­γω­νι­ώ­δη ἀ­χνά­ρια τῆς πο­ρεί­ας του. «Κι ἐ­νῶ κα­τ᾿ ἀρ­χὴν εἶ­χα δη­λώ­σει... ὅ­τι γρά­φω κα­θ᾿ ὑ­πα­γό­ρευ­ση, ὅ­τι μὲ τὸ χέ­ρι μου γρά­φει ὁ Σύν­τρο­φος καὶ Κύ­ριός μου... Ἰ­δοὺ ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α μου νὰ ἐ­πι­βά­λλω τὸ θνη­τὸ πρό­σω­πό μου... ἀ­νοί­γει τὶς πόρ­τες στὴν λο­γι­κὴ καὶ τὴν ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ἀ­πο­κτη­μέ­νων γνώ­σε­ων, ποὺ ὑ­πο­κα­θι­στοῦν τὸ τί­πο­τα. Παίρ­νουν τὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀ­πρό­σω­που Κυ­ρί­ου ποὺ δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται οἱ αἰ­σθή­σεις, μί­α καὶ δὲν εἶ­ναι κα­νέ­να χει­ρο­πια­στὸ ἄ­γαλ­μα κάλ­λους ὥ­στε νὰ ὑ­πε­ρη­φα­νευ­τοῦν μὲ ἄ­νε­ση καὶ χα­μό­γε­λα».
Καὶ βέ­βαι­α δὲ θέ­λει νὰ πε­θά­νει, ἀλ­λά, ἀν­τί­θε­τα, θέ­λει νὰ ξε­χά­σει τὸν θά­να­το, ποὺ πα­ρα­στέ­κει τὴν ζω­ή, «ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς ὀ­μορ­φιᾶς καὶ τῆς σα­γή­νης τῶν ἐγ­κο­σμί­ων». Κι ὅ­μως, προ­χω­ρεῖ σὲ μί­α συ­στη­μα­τι­κὴ ἀ­πο­δό­μη­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του μὲ τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση: «Ὄ­χι, δὲ θέ­λω νὰ φα­νῶ ἀ­δύ­να­μος, νι­κη­μέ­νος στὴν ζω­ή. Πάν­τα σ᾿ ὅ­σα λέ­γω ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ κερ­δί­σω. Ἡ καρ­διά μου εἶ­ναι βα­ρειὰ ἀ­πὸ ὑ­λι­κοὺς πό­θους...». Αὐ­τὴ ἡ ἀ­πο­δό­μη­ση ὅ­μως δὲν εἶ­ναι αὐ­το­πα­ρα­τή­ρη­ση ψυ­χο­λο­γι­κῆς φύ­σε­ως. Δὲν κά­νει ψυ­χα­νά­λυ­ση, δὲν πε­ρι­γρά­φει κἄν τὰ συ­ναι­σθή­μα­τά του, ὥ­στε νὰ κα­λυ­φθεῖ μὲ τὸ εὐ­πρε­πὲς ἔν­δυ­μα τῆς μον­τέρ­νας, ὠ­μῆς μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς αὐ­το­γνω­σί­ας καὶ τὸ ἄλ­λο­θι τῆς ἑρ­μη­νεί­ας. Δὲν προ­βάλ­λει ἔμ­με­σες δι­και­ο­λο­γί­ες. Εἶ­ναι εἰ­λι­κρι­νής, ἀ­πό­λυ­τα εἰ­λι­κρι­νής. Κι ἔ­τσι τὸ τυ­χαῖ­ο εἰ­σβάλ­λει στὸ γρα­πτό του. Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ τυ­χαῖ­ο; Ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι κι ἀ­νοί­γω τὸ Ἀρ­χεῖ­ο.
Ἐ­κεῖ κά­θε ἑρ­μά­ριο καὶ κά­θε φά­κε­λλος, γε­μᾶτα ἀ­πὸ ση­μει­ώ­σεις, ἀ­φή­νουν μπρὸς μας τὸ ἀ­σή­μαν­το πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Ἔ­χεις τὴν τά­ση νὰ κλεί­σεις τὸ βι­βλί­ο. Ὁ ἐ­ρευ­νη­τὴς σχο­λιά­ζει πό­τε-πό­τε τὶς ση­μει­ώ­σεις. Καὶ κά­θε τό­σο πά­νω στὰ μπά­ζα τῶν βέ­βη­λων ὑ­λι­κῶν τῆς ζω­ῆς, πέ­φτει ἕ­να φῶς καὶ τὰ με­τα­μορ­φώ­νει. Κά­τι πο­λύ­τι­μο μπαί­νει στὸ σεν­τού­κι τῆς μνήμης. Τὰ φυ­σι­κὰ πρό­σω­πα τοῦ Ἀν­τώ­νη καὶ τῆς Ἄν­νας, πρό­σω­πα τῆς ἀ­φή­γη­σης, δι­α­λύ­ον­ται ὅ­πως καὶ τὸ φυ­σι­κὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀ­φη­γη­τή. Ὁ Ἀν­τώ­νης, χα­μέ­νος στὸν βυ­θὸ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἢ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ἀρ­γεῖ πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν Ἄν­να ν᾿ ἀ­να­δυ­θεῖ με­τα­μορ­φω­μέ­νος σὲ εἰ­κο­νί­διο. Τὸ τε­τρά­πλευ­ρο τῆς ἄρ­ρε­νος ὕ­παρ­ξής του δέ­χε­ται τὴν Ἄν­να ὡς ἀ­γά­πη καὶ γί­νε­ται πέν­τε, ἄρ­ρην ἀ­ριθ­μὸς τῆς μνή­μης καὶ τοῦ σύμ­παν­τος, ποὺ συ­ναν­τᾶ τὸν πο­λυ­φώ­στη­ρο ἅ­γιο Οὐ­ρα­νὸ τῶν Συ­να­ξα­ρι­ῶν τοῦ Ἰ­ου­λί­ου.
Προ­χω­ρῶ στὸν Πεν­τζι­κι­κὸ κό­σμο τὸν φτι­αγ­μέ­νο μὲ γράμ­μα­τα ἢ χρώ­μα­τα, ἀρ­γά. Δὲν γί­νε­ται ἀλ­λοι­ῶς. Ὅ­ποι­ος τρέ­χει καὶ ζη­τά­ει ἔν­τα­ση ὑ­πό­θε­σης, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, ἀ­γω­νί­α καὶ σπά­νι­ες ἀ­φύ­σι­κες κα­τα­στά­σεις, ἂς ἀ­νοί­ξει τὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἢ ἂν θέ­λει νὰ γί­νει συγ­γρα­φέ­ας κα­λὰ καὶ σώ­νει, ἂς ἀν­τι­γρά­ψει ἔν­τε­χνα ἰ­α­τρι­κὰ συγ­γράμ­μα­τα ψυ­χο­πα­θο­λο­γί­ας.
Λό­γος καὶ εἰ­κό­να εἶ­ναι στε­νὰ δε­μέ­να στὸν Πεν­τζί­κη. Οἱ πί­να­κές του βγῆ­καν μὲ «ἀ­ρίθ­μη­ση» Συ­να­ξα­ρι­ῶν ἢ Ὁμη­ρι­κῶν στί­χων. Τὰ κεί­με­νά του πλού­σια ἀ­πο­φό­ρια πλου­σί­ων εἰ­κό­νων ἀ­πὸ πα­ρα­δό­σεις, πα­ρα­μύ­θια, Ἱ­στο­ρί­α. Τοῦ ἀ­ρέ­σει, λέ­ει, νὰ σκε­πά­ζει τὴν γυ­μνό­τη­τά του μὲ τὰ πλού­σια αὐ­τὰ ἀ­πο­φό­ρια καὶ δὲν ντρέ­πε­ται γι᾿ αὐ­τό. Δὲν ντρέ­πε­ται ὅ­μως καὶ νὰ τὴν δεί­χνει. Ντρέ­πε­ται, ἀν­τί­θε­τα, νὰ σκε­πά­ζει τὴν ἀ­σχή­μια του. Μὲ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ γρά­ψι­μο ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ὅ­σο ζοῦ­σε τὸν πο­νη­ρὸ ἐ­χθρό, τὸν χρό­νο. Δι­έ­τρε­χε τε­ρά­στι­ες ἐ­κτά­σεις καὶ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἔ­τη φω­τὸς σι­γά-σι­γὰ σὰν τὸ μυρ­μήγ­κι. Μέ­σα σὲ τέ­τοι­α με­γέ­θη καὶ μὲ τό­σο ἀρ­γή κί­νη­ση ἐ­τε­λει­οῦ­το τὸ ἔρ­γο: Ἡ δι­ά­λυ­ση τῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τας. «Ἕ­να εἶ­ναι γε­γο­νός: Ὁ στε­νός μου σύν­δε­σμος μὲ τὸ πρό­σω­πο τοῦ τί­πο­τα».
Τὸ τυ­χαῖ­ο, τὸ τί­πο­τα, τὸ ἀ­πρό­βλε­πτο, λέ­ξεις ποὺ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος προ­σπα­θεῖ ν᾿ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νο τὸν κυ­νη­γά­ει. Καὶ αὐ­τοῦ ἀ­κρι­βῶς τὴν πα­ρέμ­βα­ση στὴν ζω­ή του δὲν μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ. Δὲν ἀν­τέ­χει τὸ ἄ­γνω­στο. Θέ­λει νὰ μά­θει ἂν ταυ­τί­ζε­ται μὲ ὅ,τι ἐ­πι­θυ­μεῖ, μὲ ὅ,τι λα­χτα­ρά­ει νὰ ζή­σει καὶ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει: «Πό­θος μου νὰ ἐ­ξο­μοι­ώ­σω τὸ ἀ­πρό­βλε­πτο καὶ τυ­χαῖ­ο τῆς κά­θε μέ­ρας, μὲ τὴν γυ­ναί­κα, τὴν πε­ρί­φη­μη ἐ­μορ­φιά, ποὺ πε­ρι­μέ­νω νὰ γνω­ρί­σω καὶ τὴν βλέ­πω μό­νο στὸν ὕ­πνο μου».
Πει­νά­ει καὶ κά­θε­ται νὰ φά­ει. Ἀλ­λὰ ἀ­μέ­σως ἀ­πο­στρέ­φε­ται τὸ ὡ­ραί­α σερ­βι­ρι­σμέ­νο κρέ­ας του καὶ σπρώ­χνει τὸ πιά­το του πέ­ρα. Αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι πά­ει νὰ τρα­φεῖ μὲ τὴν φθο­ρὰ τῶν ἄρ­ρω­στων, ἀ­νά­πη­ρων καὶ σά­πι­ων συ­ναν­θρώ­πων του καὶ νε­κρῶν προ­γό­νων του. «Δὲν μπο­ρῶ νὰ χορ­τα­σθῶ μὲ τέ­τοι­α μα­γει­ρεύ­μα­τα ἀ­νού­σια». Τί θὰ γί­νει ὅ­μως μὲ τὴν πεί­να του;
Νὰ ἀρ­νη­θεῖ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να, τὶς πα­ρα­δε­κτὲς ἀ­πὸ ὅ­λους ἰ­δέ­ες πού ὡ­στό­σο δὲν τὸν χορ­ταί­νουν; Ἢ νὰ ἐμ­πι­στευ­θεῖ τὸ ἄ­γνω­στο ἀ­πρό­βλε­πτο;  Εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συμ­πι­έ­σει αὐ­τὸ μὲ ὅ,τι δι­α­κα­ῶς πο­θεῖ; Μά­ται­α σκέ­πτε­ται καὶ μά­ται­α πο­θεῖ. Τὸ τυ­χαῖ­ο ἢ ἀ­πρό­βλε­πτο δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ξέ­νο πρὸς τὶς πρά­ξεις μας. Ἔ­τσι, στὴν συ­νέ­χεια μὲ τὴν εἰ­ρω­νεί­α ὡς μα­στί­γιο δέρ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὴν αὐ­τα­ρέ­σκεια ποὺ κρύ­βει μέ­σα του καὶ στὰ λε­γό­με­νά του. Κι αὐ­τὸ τὸν κά­νει, ὅ­πως λέ­ει, μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρο πεῖ­σμα νὰ θέ­λει νὰ ξε­χω­ρί­σει τὸ φαι­νο­με­νι­κό του πρό­σω­πο ἀ­πὸ τὸν βα­θύ­τε­ρο ἑ­αυ­τό του, δη­λα­δὴ νὰ ξε­χω­ρί­σει τὴν ἁ­πλὴ πε­ρί­πτω­ση ἀ­πὸ τὸ γε­νι­κό, τὸ με­μο­νω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ κα­θο­λι­κό. Προ­τι­μᾶ νὰ ἀ­πο­φλοι­ώ­σει τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἕ­ως νὰ μεί­νει «ὁ­λο­θού­ριον» μὲ ἐ­λά­χι­στη ἀ­το­μι­κὴ πτυ­χή. «Ὅ­σο ἐ­λά­χι­στη κι ἂν εἶ­ναι», σκέ­φτο­μαι, «μπο­ρεῖ νὰ χορ­τά­σει μὲ τὸ γε­νι­κὸ καὶ τὸ κα­θο­λι­κό; Ἐ­κτὸς ἂν σ᾿ αὐ­τὸ τὸ γε­νι­κὸ καὶ κα­θο­λι­κὸ ἐλ­πί­ζει νὰ βρεῖ τὸν βα­θύ­τε­ρο ἑ­αυ­τό του. Ἀλ­λὰ καὶ τοῦ­το τί θὰ πεῖ γιὰ τὸν Πεν­τζί­κη; Ἀ­φοῦ καὶ τὶς κα­λύ­τε­ρες στιγ­μὲς τῆς ἔμ­πνευ­σής του τὶς πα­ρο­μοιά­ζει ἔμ­με­σα μὲ ὑ­στε­ρί­α κο­ρι­τσιοῦ;».
ΠΕΝΤΖΙΚΗΣΜά, ἂς ἐ­πι­στρέ­ψω, γιὰ νὰ μὴ χα­θῶ ὁ­λό­τε­λα, ἂν καὶ τὸ θέ­λω, στὸν ἄ­ξο­να τοῦ γρα­πτοῦ μου, πού εἶ­ναι τὸ θε­αν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ στὸ ἔρ­γο τοῦ Πεν­τζί­κη. Ὅ­ταν προ­βλη­μα­τί­ζο­μαι καὶ προ­χω­ρῶ σ᾿ αὐ­τὸ συ­στη­μα­τι­κά, δρέ­πω ἀμ­φι­βο­λί­ες, δι­σταγ­μούς, δι­α­ψεύ­σεις τῶν εὑ­ρέ­σε­ών μου, μα­ταί­ω­ση ἀ­σφα­λῶν συμ­πε­ρα­σμά­των. Ἂς ἀ­φε­θῶ λοι­πὸν στὴν ξέ­νοια­στη δι­ά­βα­ση σε­λί­δων του. Ἂς ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν τρό­πο του γιὰ νὰ βρῶ τὸν κό­σμο του. Ἂς κά­νω ὅ,τι κά­νει. Ἂς ἀρ­χί­σω νὰ μα­ζεύ­ω στὰ ἑρ­μά­ρια καὶ τοὺς φα­κέ­λλους τῆς συ­νεί­δη­σής μου ὀ­νό­μα­τα, γε­γο­νό­τα, ἀν­τι­κεί­με­να, πρό­σω­πα, συ­ναν­τή­σεις ἀ­πὸ τὶς σε­λί­δες του. Ξαφ­νι­κά, ὅ­σο καὶ ἀ­ραι­ά, φθά­νει σὲ ἐκ­στά­σεις, φῶς, ἔ­ρω­τα κι ἀ­γά­πη. Τὸ τυ­χαῖ­ο καὶ ἀ­πρό­βλε­πτο ποὺ τὸν βα­σα­νί­ζει. Γρά­φει καὶ παί­ζει πεν­τό­βο­λα ἐ­νῶ τὸν πα­ρα­στέ­κουν Ἅγιοι, πρό­σω­πα μυ­θι­κὰ ἢ με­τα­μορ­φω­μέ­να σὲ πέ­τρες, φυ­τὰ ἢ μπου­κα­λά­κια. Στὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἀν­τώ­νη καὶ τῆς Ἄν­νας ἡ μὲ λα­χτά­ρα ἀ­να­με­νό­με­νη ἐ­ρω­τι­κή τους συ­νάν­τη­ση με­τα­μορ­φώ­νε­ται σὲ ἐκ­στα­τι­κὸ θαυ­μα­σμὸ τῆς ἀ­νεύ­ρε­σης τοῦ ἑ­αυ­τοῦ των στὸν ἀ­πέ­ναν­τι. Ἔ­νοι­ω­σαν καὶ οἱ δύ­ο σὰν μέ­σα σὲ νε­ρὸ δι­α­λυ­μέ­νοι καὶ πα­ρα­δό­θη­καν ἐν­τε­λῶς στὸν χο­ρὸ τοῦ νε­ροῦ ποὺ τοὺς πε­ρι­εῖ­χε ξε­χνών­τας τὰ πάν­τα. Ὁ ἀ­ρου­ραῖ­ος τῆς πεί­νας κα­τα­νά­λω­σε ἀ­νε­νό­χλη­τος τὰ φα­γη­τὰ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι ἀ­νά­με­σά τους. Ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ με­τα­βο­λή, ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη χρο­νι­κὴ ἐ­ρω­τι­κὴ συ­νάν­τη­ση στὴν χω­ρὶς ὅ­ρια ἕ­νω­σή τους συν­τε­λεῖ­ται διὰ τῆς ἐκ­στά­σε­ως ποὺ προ­κά­λε­σαν δύ­ο τυ­χαῖα γε­γο­νό­τα. Τὸ πέ­ρα­σμα τῆς Ἄν­νας ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που δι­ά­βα­σε στὸ ἀ­νοιγ­μέ­νο βι­βλί­ο ἕ­να ψαλ­μὸ ποὺ φα­νέ­ρω­νε τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴν κτί­ση καὶ τὴν δο­ξο­λό­γη­σή Του ἀ­πὸ αὐ­τήν, εἶ­ναι τὸ ἕ­να. Ἡ πο­λύ­ω­ρη ἀ­να­μο­νὴ τῆς ἀ­γα­πη­μέ­νης ἀ­πὸ τὸν Ἀν­τώ­νη ποὺ τὸν κά­νει νὰ χά­σει κά­θε συ­ναί­σθη­ση φυ­σι­κοῦ ὁ­ρί­ου τῶν προ­σώ­πων καὶ τῶν πραγ­μά­των, εἶ­ναι τὸ δεύ­τε­ρο. Καὶ τὸ πρό­σω­πό μας ποὺ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με, λέ­ει, στὰ μά­τια τοῦ ἄλ­λου δὲν μᾶς δι­δά­σκει τὴν θνη­τό­τη­τά μας ἀλ­λὰ τὴν ταυ­τό­τη­τα τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των μὲ τὸ σχῆ­μα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος. Ὡς μά­θη­μα αὐ­το­γνω­σί­ας ἀ­πο­στη­θί­ζει γε­ω­γρα­φι­κοὺς τό­πους καὶ ὅ­ρους. Καὶ ἔ­τσι αἰ­σθη­το­ποι­εῖ τὸ ἀ­λη­θι­νό του σχῆ­μα σὰν συ­νε­χῆ συμ­βί­ω­ση μὲ τὶς χι­λιά­δες ὁ­μοί­ους του ποὺ βλέ­πουν τὸ ἴ­διο φῶς μα­ζί του γιὰ με­ρι­κὰ χρό­νια. Θυ­μᾶ­μαι, θὰ πεῖ βλέ­πω ὅ,τι εἶ­μαι, ταυ­τό­χρο­να μὲ ὅ,τι προ­ϋ­πῆρ­ξε καὶ θὰ ὑ­πάρ­ξει με­τά.
Ὁ­δοι­πο­ρών­τας στὰ κεί­με­να τοῦ Πεν­τζί­κη συ­ναν­τῶ κα­τα­γραμ­μέ­νους τό­πους, γε­γο­νό­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς του καὶ τῆς μνή­μης του. Κα­τα­γρά­φον­τας ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται. Πε­ρί­ερ­γη ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πο­λὺ φτω­χὴ σὲ ψυ­χο­λο­γία­. Συ­νε­χί­ζε­ται μὲ τὸν ἄλ­λο ἐκ­στα­τι­κά. Βγαί­νει δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν στά­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καὶ χω­ρεῖ στὸν ἄλ­λον. Με­ταμ­φι­έ­ζε­ται στὸν ἄλ­λοκειμενα διὰ μέ­σου τῆς ἀ­γά­πης κι ἔ­τσι μπο­ρεῖ ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ δώ­ρου της νὰ γί­νει ἥ­ρω­ας καὶ ν᾿ ἀν­τι­πα­λαί­σει τὴν ἀ­το­μι­κή του μοί­ρα. Τὸ τυ­χαῖ­ο ἢ ἀ­πρό­βλε­πτο, στὰ γε­γο­νό­τα ποὺ δι­η­γεῖ­ται, θέ­λει νὰ τὸ ἀν­τι­πα­ρέλ­θει. Ὅ­μως δὲν κα­τα­φέρ­νει ἄλ­λο πα­ρὰ νὰ ὁ­δη­γεῖ­ται πρὸς αὐ­τὸ ἀ­πὸ ὀ­δυ­νη­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­νάγ­κη του νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ. Νὰ πά­ει ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα τοῦ νοῦ καὶ τῆς φαν­τα­σί­ας στὰ πράγ­μα­τα τοῦ φω­τός. Καὶ κα­θὼς ἡ γρα­φὴ του εἶ­ναι ὅ­μοι­α μὲ τὴν ζω­ή του, βλέ­πω ὅ­τι δὲν ἡ­συ­χά­ζει. Φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὸν πό­θο νὰ ζή­σει. Θέ­λει τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα ἀν­τὶ τοῦ χρό­νου, τὸ ἄ­πει­ρο ἀν­τὶ τοῦ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νου. Ἡ φθο­ρὰ πα­ρα­μο­νεύ­ει τὶς στιγ­μὲς εὐ­τυ­χί­ας κι ἐ­κεῖ­νος τὴν ξορ­κί­ζει ντύ­νον­τάς τις μὲ τὸν ἀ­σή­κω­το θη­σαυ­ρὸ τῆς μνή­μης του.
Ὁ μο­να­χὸς Ἀν­τώ­νιος κα­τα­πι­ά­νε­ται ν᾿ ἀν­τι­γρά­ψει κά­που ἀλ­λοῦ καλ­λι­γρα­φι­κὰ τὸ κε­φά­λαι­ο πε­ρὶ ἀ­γά­πης τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Κι οἱ λέ­ξεις καὶ τὰ γράμ­μα­τα «γέ­μι­ζαν τὸ νοῦ του πα­νύ­ψη­λα βου­νὰ οὐ­σι­α­στι­κῶν, ρή­μα­τα ποὺ χά­ρα­ζαν δρό­μους, ποὺ θὰ ᾿πρε­πε νὰ δι­α­τρέ­ξει, καρ­πο­φό­ρα, ὠ­φέ­λι­μη καὶ καλ­λω­πι­στι­κὴ βλά­στη­ση ἐ­πι­θέ­των, ποὺ κά­λυ­πταν τὶς ἀ­πέ­ραν­τες ἐ­κτά­σεις τῆς ἀ­γά­πης, ὅ­που χω­ροῦ­σε ὅ­λος ὁ πλη­θυ­σμὸς τῆς γῆς...». Κι ἐ­πει­δὴ τὸ φτω­χὸ μυα­λὸ τοῦ μο­να­χοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρα­τή­σει τὸ ἀ­ριθ­μη­τι­κὸ πλῆ­θος τῶν θε­ό­πνευ­στων γραμ­μά­των, ἀν­τι­γρά­φει μό­νο τὸ ἐ­δά­φιο 1-8 τοῦ 13ου κε­φα­λαί­ου καὶ κα­τα­φεύ­γει στὸ να­ό, ὅ­που τε­λεῖ­ται ἡ θεί­α μυ­στα­γω­γί­α. Ἐ­κεῖ αἰ­σθά­νε­ται καὶ σκέ­πτε­ται ὅ­τι «ἡ θεί­α ἐν­σάρ­κω­ση εἶ­ναι ἡ κλεί­δα τῆς ἑρ­μη­νεί­ας πάν­των τῶν φαι­νο­μέ­νων». Καὶ μέ­σα στὴν κοι­λιὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νοι­ώ­θει σὲ πλή­ρη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καὶ κοι­νό­τη­τα, μὲ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους: «Μή­τρα τοῦ κό­σμου ὅ­λου ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που κα­θη­με­ρι­νὰ πα­ρί­στα­ται, ὁ Κύ­ριος τῶν δυ­νά­με­ων, ὡς τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος». Θε­ὸς καὶ ἄν­θρω­πος ποὺ τὸ πρό­σω­πό Του ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν Δη­μι­ουρ­γί­α καὶ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ κό­σμου ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θὸν ὡς τὸ μέλ­λον. Γι᾿ αὐ­τό, ὁ κὺρ Νί­κος Πεν­τζί­κης μπο­ροῦ­σε νὰ ψη­φα­ριθ­μεῖ χι­λιά­δες λέ­ξεις γιὰ νὰ ζω­γρα­φί­ζει τοὺς πί­να­κές του χω­ρὶς ν᾿ ἀ­δη­μο­νεῖ ἢ νὰ φο­βᾶ­ται τὸν χρό­νο ποὺ ἔ­φευ­γε. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ μπο­ροῦ­σε ἀ­κό­μα νὰ κα­τα­γρά­φει ἀ­σή­μαν­τα γε­γο­νό­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νος μὲ σκο­πὸ τὴν «κα­τα­στρο­φὴ τοῦ φυ­σι­κοῦ του προ­σώ­που σὲ μί­α προ­σπά­θεια πρὸς ἀ­πό­κτη­ση προ­σώ­που ἐν ἑ­τέ­ρᾳ μορ­φή».
Κα­θὼς ἔ­γρα­φα καὶ πό­τε-πό­τε δι­ά­βα­ζα, εἶ­χα ἔν­το­νη τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι τὸ θαμ­μέ­νο σῶ­μα του δὲν τὸν ἐμ­πο­δί­ζει νὰ συ­νε­χί­ζει νὰ κά­νει τὴν πιὸ πά­νω ἐρ­γα­σί­α στὸ πρό­σω­πο τοῦ κα­θε­νός μας. Καὶ βε­βαι­ώ­νο­μαι γι᾿ αὐ­τὸ κα­θὼς τὸν ἀ­κού­ω νὰ λέ­ει μὲ τὸ ἀ­στεῖα κε­φᾶ­το χα­μό­γε­λό του: «Ὅ­ταν δὲ θὰ αἰ­σθά­νο­μαι τί­πο­τα θὰ αἰ­σθά­νε­σαι ἐ­σύ». Τὸ τί­πο­τα ὅ­μως γιὰ κεῖ­νον ἦ­ταν τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...