Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουλίου 10, 2015

Ὁ παπὰ Τύχων ὁ ἐρημίτης


 



Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης

Στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ σήμερα πολλοὶ κρυμμένοι μαργαρίτες. Μπορεῖ κάποιος νὰ ψάξει καὶ νὰ τοὺς βρεῖ στὰ μοναστήρια, στὶς σκῆτες, στὰ τόσα ἐρημητήρια....

Ἀληθινοὶ μαργαρίτες, ἄνθρωποι δυνατοὶ κι ἀλλοιώτικα ὄμορφοι. Κάλλος τους ἡ εὐλογημένη ζωή τους. Πλοῦτος τους ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ φτώχειά τους. Λιγοστὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ ἔχουν νὰ εἰποῦν. Περισσότερο μιλάει ἡ σιωπή τους. Οἱ μορφὲς τους φωτεινὰ εἰρηνικὲς γιατ’ ἡ καρδιὰ τους ἄγρυπνη στέκει στὴν προσευχή, γιατί ἡ εὐχὴ ἀτελεύτητα συντροφεύει τὸν ἀσκητικό τους βίο.

Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης ἦταν καὶ ὁ παπὰ-Τύχων - κατὰ κόσμον Τιμόθεος Γολεγκὼφ - ποὺ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἄνθρωπος ἀγάπης, προσευχῆς, κατανύξεως καὶ ταπεινώσεως. Ἀκτήμων ἐρημίτης, νηστευτὴς καὶ χαρισματοῦχος, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους τοῦ αἰώνα μας. Τὸ πέρασμά του δὲ ἀπ’ τὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» ἄφησε σημάδια ἀνεξίτηλα στοὺς τόσους ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς ποὺ ζήτησαν κοντὰ του ν’ ἀναπαυτοῦν.

Γεννήθηκε τὸ 1884 στὸ χωριὸ Νόβαγια Μιχαηλόσκα τῆς Ρωσσίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς. Ἡ μητέρα του καθὼς ἔλεγε ὁ ἴδιος: «κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε καθόλου, ἦταν δοσμένη ὅλη στὴν προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν πυκνὰ ἀπ’ τὰ μάτια της». Μικρὸς ἀκόμα ἐπισκεπτόταν μοναστήρια καὶ ἔψαλλε στὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ του.

Στὰ δεκαοκτώ του χρόνια ἔνοιωσε μέσα του τὴ μοναχικὴ κλίση. Ἔτσι μὲ τὴν εὐλογία τῶν γονέων του καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε σχεδὸν διακόσια μοναστήρια στὴν πατρίδα του κίνησε μ’ ἄλλους πιστοὺς νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καθ’ ὁδὸν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συγκεκριμένα στὴν Κωνσταντινούπολη «ἐγνωρίστηκε μὲ τὸν οἰκονόμο-μοναχό τοῦ κελλιοῦ Μπουραζέρη τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν ἁγιορείτικη μονὴ Χιλιανδαρίου. Τοῦ εἶπε τότε ὁ οἰκονόμος «θέλεις νὰ γίνης μοναχός;» «θέλω» ἀπάντησε ὁ δεκαοχτάχρονος Τιμόθεος, καὶ ὁ φωτισμένος οἰκονόμος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βάλε μετάνοια καὶ ἀπὸ σήμερα εἶσαι δόκιμος στὴ συνοδεία μας».

Ἔτσι ἀφοῦ περάτωσε τὸ προσκύνημά του στὰ Ἱεροσόλυμα ἦλθε καὶ κατατάχτηκε στὴ συνοδεία τοῦ Μπουραζέρη καὶ σ’ ἕνα χρόνο ἔγινε μοναχός. Στὴν καλὴ ὅμως συνοδεία δὲ θὰ μείνει γιὰ πολύ. Ὁ πόθος του γιὰ ἄσκηση καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ ἡσυχία θὰ τὸν φέρουν στὰ φρικτὰ Καρούλια. Σὲ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν στὰ θεμέλια τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, θὰ μείνει γιὰ δεκαπέντε ὁλάκερα χρόνια.

Κάθε Σάββατο ἀνέβαινε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ κοινωνοῦσε. Ἀμέσως μετὰ κατέβαινε πάλι στὴ σπηλιά του. «Στὸν Ἅγιο Γεώργιο ὑπῆρχε ἕνας πολὺ σοφός, κατὰ κόσμον καὶ κατὰ Θεόν, Γέροντας, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε διδάσκαλο». Ὁ Γέροντας αὐτὸς ὑπῆρξε συνοδοιπόρος καὶ πατέρας πνευματικός τοῦ Τύχωνα κατὰ τὴν πολύχρονη θητεία του στὰ Καρούλια.

Ὁ ἄγνωστος σὲ μᾶς Γέροντας ἔδινε στὸν Τύχωνα ἕνα πατερικὸ βιβλίο κάθε μήνα. Ἐπιστρέφοντάς το θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὸ περιεχόμενό του. Ἂν δὲν τοῦ τὸ ἔλεγε ἐπακριβῶς δὲν τοῦ τὸ ἄλλαζε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τελείωσε ὁ μοναχὸς Τύχων τὴν ἀνάγνωση ὅλων σχεδὸν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.


Στὴν Καψάλα

Σὰν πέρασαν δεκαπέντε χρόνια ἄφησε ὁ μοναχὸς Τύχων τὰ Καρούλια καὶ ἦλθε στὴν «ἔρημο» τῆς Καψάλας, στὴν περιοχὴ τῆς Καλιάγρας. «Ἐδῶ εἶδε ἕνα ὅραμα πὼς ἦταν νύκτα Ἀναστάσεως καὶ πὼς ἔψαλε ὅλη τὴν ἀναστάσιμη ἀκολουθία μὲ χαρά». Τὸ εἶπε στὸν πνευματικό του ὁ ὁποῖος μόλις τ’ ἄκουσε τὸν πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα ὅπου χειροτονήθηκε ἱερέας.

Ἡ καλύβα του δὲν εἶχε ἐκκλησία γι’ αὐτὸ καὶ ξεκίνησε γιὰ νὰ φτιάξει. Ἀκτήμων ὅμως καθὼς ἦταν ἀδυνατοῦσε νὰ βρεῖ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ πάει νὰ ζητήσει ἐλεημοσύνη. Στὸ δρόμο πηγαίνοντας συνάντησε κάποιο μοναχὸ καὶ τοῦ εἶπε πὼς θέλει νὰ φτιάξει ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Σταυρό. Ὁ μοναχὸς ἔκπληκτος ἀπάντησε στὸν παπὰ-Τύχωνα πὼς μόλις τὴν μέρα ἐκείνη εἶχε λάβει μία ἐπιστολὴ καὶ χρήματα γιὰ νὰ τὰ δώσει σ’ ὅποιον θὰ ’θελε νὰ κτίσει ἐκκλησία. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση τοῦ παπᾶ-Τύχωνα ἦταν μεγάλη. Ἀφοῦ πῆρε τὰ χρήματα εὐχαριστώντας τὸ μοναχό, κάλεσε τεχνίτες ποὺ μετάτρεψαν ἕνα ἀπ’ τὰ κελλιὰ τῆς καλύβας σὲ μία λιτή, μικροσκοπικὴ ἐκκλησία.

Τὸ καλύβι του, φτωχικὸ κι ἀπέριττο, στέκει ἀκόμα μάρτυρας ἀξιόπιστος τῆς ἁγίας φτώχειάς του. Στὸ ἐσωτερικό του βλέπει κανεὶς τὶς λιγοστὲς σανίδες ποὺ χρησίμευαν γιὰ κρεββάτι καὶ κάθισμα, δυὸ σκαμνάκια καὶ λίγα μαγειρικὰ σκεύη. Λίγο πιὸ πέρα ἕνας διάδρομος τριῶν μέτρων ὁδηγεῖ στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὅπου ὁ γέροντας συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ συλλειτουργοῦσε μὲ τοὺς Ἅγιους.

Στὴν Καψάλα ἔμεινε σχεδὸν σαράντα τέσσερα χρόνια. Στὰ χρόνια αὐτὰ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἐπισκέφτηκαν. Ἀνάμεσά τους μητροπολίτες, ἡγούμενοι καὶ μοναχοί. Πολλοὶ ἦταν ἐπίσης καὶ οἱ λαϊκοὶ ποὺ ἔρχονταν κοντὰ του κουρασμένοι ἀπὸ τὴν «ἁλμυρὰ τοῦ κόσμου ἀκαταστασία» γιὰ ν’ ἀναπαυτοῦν, ν’ ἀκούσουν τὶς συμβουλές του ποὺ ἦταν «σταλαγματιὲς βιωμάτων τῆς καρδιᾶς του».


Λειτουργός του Ὑψίστου

Τὴ Θεία Λειτουργία ὁ παπὰ-Τύχωνας τὴν ἀγαποῦσε πολύ. Ὁ ὑποτακτικός του πάτερ Παΐσιος διηγεῖται χαρακτηριστικά: «Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ. Σὰν τὸν Παῦλο ἡρπάζετο καὶ σὰν τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα συναναστρέφετο τοὺς ἀγγέλους τοῦ Κυρίου. Ὅταν ἔμπαινε στὴν Ἁγία Ἀναφορὰ καὶ ἄρχιζε νὰ διαβάζη τὴν εὐχή: «Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοῶμεν καὶ λέγομεν Ἅγιος, Ἅγιος» ὁ παπὰ-Τύχων ἔβλεπε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ».

Ὁ εὐλογημένος γέροντας ζοῦσε πραγματικὰ τὴ θεία Λειτουργία. Τὴν ἀγαποῦσε τόσο, καθὼς λέει ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος, ποὺ «τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας ἔφτανε νὰ μεταρσιώνεται. Ἔφτανε νὰ βραδυάζη, ἀπ’ τὸ πρωὶ ποὺ εἶχε ἀρχίσει, καὶ δὲν εἶχε τελειώσει. Ὅλος ἔξαρση, τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ, ἔψαλε μὲ ἀγγέλους τὸν ὕμνο τους στὰ οὐράνια, ἔβλεπε κατόπιν πὼς ἦταν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τελείωνε τὴν λειτουργία καὶ δὲν καταλάβαινε πῶς πέρασε ἡ ὥρα...»

Πραγματικὰ στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα Τυχωνα βλέπομε, ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, «τὸν μεθυσμένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἱερουργὸν ποὺ μεθίσταται σὲ ἄλλους κόσμους καὶ ἠμπορεῖ νὰ λέγει ὅτι τὸν σηκώνει ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ τὸν ἐξάγει «τοῦ τε χώρου τοῦ τε ζόφου καὶ εἰσάγει εἰς ἄλλον, εἴτε κόσμον ἤ ἀέρα....καὶ πρὸς φῶς εἰσάγει μέγα» (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος}.


Φωτισμένος Δάσκαλος

«Ἐδίδασκε ὁ παπὰ-Τύχων μὲ τὴν ἁγιασμένην ζωήν του. Ἡ ἁπλότητά του καὶ ἡ βαθειά του ταπεινοφροσύνη μιλοῦσαν τόσο φανερά. Μιλοῦσε καὶ δίδασκε καὶ μὲ κλειστὸ τὸ στόμα, ὅταν ὅμως ἄρχιζε νὰ διδάσκη, νὰ λέη τὶς συμβουλὲς του ὁ Γέροντας καθισμένος στὴ ρίζα τῆς μικρῆς ἐλιᾶς, δίπλα στὸν τάφο του ἤ στὴ σκληρὴ σανίδα τοῦ κρεββατιοῦ του, τότε ἡ ψυχὴ τοῦ μαθητοῦ ἐγοητεύετο».

Γοήτευε τὶς ψυχὲς ὁ δάσκαλος παπὰ-Τύχων. Ἁπλὰ μιλοῦσε κι ἁπλὰ δίδασκε. Ἄρχιζε διδάσκοντάς σε νὰ ξεκινᾶς πάντα ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ μόλις ἔφτανες στὸ κελλὶ σ’ ἔπαιρνε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ σὲ ὁδηγοῦσε στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταύρου. Ἔψαλλε τὸ «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» καὶ τὸ «ΣΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΣΟΥ». Μετὰ ἀφοῦ σ’ ἔβαζε νὰ κάνεις τρεῖς μετάνοιες μπροστὰ στὸ μεγάλο σταυρὸ ποὺ ἦταν στημένος σὲ κεντρικὴ θέση ἐκεῖ μέσα πρόσθετε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλεήσεις τὸν δοῦλον σου».

Ἔπειτα ἀφοῦ σὲ κερνοῦσε ἄρχιζε ν’ ἀπαντᾶ στὶς ἐρωτήσεις σου. Σὲ συμβούλευε κι ἦταν οἱ συμβουλὲς του ἀπ’ ἀτόφιο χρυσάφι καμωμένες. Σοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη. Σοῦ ἔλεγε, μὲ τὰ σπασμένα ἑλληνικά του, πὼς «κάθε πρωὶ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ ὅλο κόσμο μὲ ἕνα χέρι. Βλέπει ταπεινό! Εὐλογεῖ μὲ δύο χέρια. Πά, πά, πά. Ταπεινὸ ἄνθρωπο ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλο κόσμο».

Μελετοῦσε πολὺ ὁ παπὰ-Τύχων κι ἐπέμενε στὸ θέμα τῆς μελέτης. Τόνιζε συχνὰ πὼς «ὅταν διαβάσει νοῦς καθαρίσει».

Ἡ εὐχὴ σύντροφος παντοτινός τῆς ζωῆς του. Ζώντας τὰ εὐεργετήματά της ἔλεγε: «Πάντοτε νὰ κάνης εὐχὴ πρὶν ἀρχίσης κάθε δουλειὰ νὰ λές: Θεέ μου δῶσε μου δύναμη καὶ φώτιση, κατόπιν ν’ ἀρχίζεις τὴ δουλειά σου καὶ στὸ τέλος νὰ λὲς, Δόξα τῷ Θεῶ».

Πνευματικός, φωτισμένος ὁ ἴδιος, καθοδηγητὴς ἀπὸ τοὺς λίγους, ἀξιώθηκε κοντὰ σὲ γέροντες εὐσεβεῖς νὰ βιώσει τὶς εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἕνας καλὸς πνευματικός. Γι’ αὐτὸ καὶ συμβούλευε: «Γιὰ νὰ βρὴς καλὸν πνευματικὸ νὰ κάνεις τρεῖς μέρες προσευχὴ καὶ κατόπιν τί ὁ Θεὸς θὰ φωτίση. Καὶ στὸ δρόμο ποὺ θὰ πηγαίνης νὰ κάνης προσευχὴ νὰ τὸν φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σοῦ πῆ λόγους καλούς».

Τὰ περισσά του δάκρυα τὰ μάζευε μὲ ἕνα πανὶ ποὺ ἦταν πάντα μουσκεμένο. Τοῦτα τὰ δάκρυά του στέκαν μάρτυρες ἀξιόπιστοι γιὰ τὸ πόσο ζοῦσε τὴ συμβουλὴ ποὺ τόνιζε πώς: «Δάκρυα, παιδί μου, δάκρυα, αὐτὸ θέλει ὁ Θεός».

Ἡ σχέση τοῦ μοναχοῦ μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ θέλει πολλὴ προσοχή. Τόξερε αὐτὸ ὁ φωτισμένος μοναχὸς καθὼς ἔλεγε πὼς «ὁ ἐρημίτης ἔχει εὐλογία νὰ κρατᾶ μόνο τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ τὰ σαρανταλείτουργα. Γύρω ἀπ’ τὴν καλύβα του μπορεῖ νὰ ἔχει κλήματα γιὰ νὰ παίρνη σταφύλια, λίγες ἐλιὲς γιὰ τὸ λάδι κι ἕνα κῆπο γιὰ τὰ λαχανικά του. Αὐτὰ νὰ τοῦ εἶναι ἀρκετὰ καὶ νὰ μὴ λησμονᾶ τὴν ἐλεημοσύνη». Τόξερε ὁ παπὰ-Τύχων μὰ κι ἀληθινὰ τὸ ζοῦσε γι’ αὐτὸ σὰν τοῦ περίσσευαν χρήματα τὰ ἔστελλε σὲ κάποιο μπακάλη στὶς Καρυὲς διαμυνώντας του: «Παρακαλῶ κάνε ἀγάπη νὰ πάρη ψωμὶ καὶ νὰ δώση φτωχὸ ἄνθρωπο, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη».

Μοναχὸς ποὺ τιμοῦσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα συνειδητοποιεῖ ἀληθινὰ τὸ βάρος του γι’ αὐτὸ καὶ τόνιζε: «Δὲν ἀρκεῖ ἁπλὰ νὰ τὸ φέρουμε ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε μία ἁγία ζωή. Στὴ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία τρέφεται ἄπειρος σεβασμὸς στοὺς μεγαλόσχημους μοναχούς. Τὸ μέγα σχῆμα ἀντικαθιστᾶ τὸν ἄγγελο, τὸν τέλειο μοναχό, τὸν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ πάσα βιοτικὴ μέριμνα. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε ὅλες τὶς ἀρετές, ζητᾶ τὴν ἀγγελικὴ ζωή, μεριμνᾶ τὰ τοῦ Θεοῦ, πῶς θ’ ἀρέση μόνο στὸν Θεό, ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σχῆμα: κελλί, ἐκκλησία, νηστεία προσευχὴ ἀδιάλειπτος. Δὲν δικαιολογεῖται ὁ μεγαλόσχημος νὰ περιφέρεται δεξιὰ κι ἀριστερά, οὔτε ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὴ διοίκηση. Στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν μεγαλόσχημο τὸν θεωροῦν ἅγιο. Λέγουν πὼς ἂν δοῦν τὸν πατριάρχη πρῶτα θὰ βάλουν μετάνοια στὸν μεγαλόσχημο. Ὄχι ὅπως τὸ ἔχουμε ἐμεῖς ποὺ τὸ φοροῦν οἱ νέοι καὶ καμαρώνουν, αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία».


Χαρισματοῦχος ἐρημίτης


« Ὁ μακάριος παπὰ-Τύχων ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ γίνη «τέκνον Θεοῦ», καὶ νὰ ἀναγεννηθῆ «ἄνωθεν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ νὰ ἔχη τὸν Χριστὸν μέσα στὴν ἁγιασμένη του καρδιά, ἀξιώθηκε καὶ τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ σκηνώση ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μέσα στὴν ψυχή του»

Γιὰ τὰ χαρίσματά του ἔχουν γράψει μὲ περισσὴ ἐπιτυχία τόσο ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Χαλκίδος ὅσο καὶ ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος. Ὁ γράφων γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία του δὲν θὰ τὰ παρουσιάσει ὅλα. Ἁπλῶς γιὰ νὰ μὴν ἀδικήσει τὸ γέροντα θὰ προσπαθήσει νὰ παρουσιάσει δύο ἀπ’ αὐτὰ μορφοποιώντας ἔτσι ἀκόμα μιὰ πτυχὴ τοῦ φωτεινοῦ βίου τοῦ ἐρημίτη Τύχωνα.

Εἶχε λοιπὸν ὁ παπὰ-Τύχων τὸ χάρισμα τῆς ἀναστροφῆς μὲ τὰ ἀγρίμια. Σὰν στὸ καλύβι ἐμφανίζονταν κανένα μικρὸ ποντίκι πρότειναν στὸ γέροντα νὰ πάρει καμμιὰ γάτα. Ἡ ἀπάντησή του βεβαίωνε τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε:« Ὄχι γάτα. Ἔχω ἐγὼ ἄλλο γάτα, μιάμιση γάτα μεγάλο ἔρχεται. Ἄνθρωπο δὲ φοβᾶται. Τρώει ποντίκια, μετὰ φεύγει πάει λάκο μέσα στὸ δάσος.»

Τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως εἶναι πολλὲς φορὲς καθὼς λένε γέννημα τῆς ἡσυχίας τῆς ἐρήμου. Χαρακτηριστικὰ τὰ παρακάτω πιστοποιοῦν πὼς ὁ μοναχὸς Τύχων εἶχε κι αὐτὸ τὸ χάρισμα ποὺ ἀναφέρει ὁ Χαλκίδος Νικόλαος: «Ὅταν κάποιος νεαρὸς θεολόγος τὸν ἐπεσκέφθη καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶχε πάει στὸ Ὄρος γιὰ νὰ γίνη μοναχὸς καὶ νὰ διακόψη κάθε ἐπαφὴν μὲ τὸν πολυτάραχο κόσμο, ὁ Γέροντας τὸν διεβεβαίωσε ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μείνη στὸ Μοναστήρι. Καὶ πράγματι μέσα σὲ λίγους μῆνες ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐγύρισε στὴν «ὄζουσαν τοῦ κόσμου θάλασσαν».


Ἡ κοίμησή του, ἡλιοβασίλεμα φωτεινὸ

Φωτεινὴ ἦταν ἡ ζωή του, φωτεινὸ καὶ τὸ τέλος του. Δίκαιος στὴ ζωὴ του ὁλόκληρη δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Τὸν περίμενε μὲ ἠρεμία καὶ χαρά. Περίπου δέκα μέτρα ἀπ’ τὸ κρεββάτι του ἄνοιξε τὸν τάφο του: Τὸν ἄνοιξε ὁ ἴδιος. Τὸν ἔσκαψε μὲ τὰ χέρια, καὶ καθὼς ἦταν ὁ σωρὸς τὸ χῶμα, στὴν ἄκρη εἶχε μπηγμένο τὸ φτυάρι. «Νὰ ἔτσι ρίξει χῶμα», ἔλεγε στὸ μοναχὸ ποὺ τὸν ἐπεσκέπτετο καὶ ἔκανε τὴν σχετικὴ κίνησι ρίχνοντας μιὰ φτυαριὰ χῶμα μέσα στὸν τάφο του. Ἐφύτεψε καὶ ἕνα δεντρολίβανο στὴν ἄκρη. Συχνὰ ἔδινε ὁδηγίες γιὰ τὸ τί θὰ κάνουν στὴν ἔξοδό του. —«Πεθαίνει παπὰ - Τύχων; Σιωπή! Κάνει κομποσχοίνι. Μετὰ λές: παπὰ-Τύχων πέθανε.»

Ἑτοίμασε καὶ τὰ γράμματα ποὺ θὰ ἔστελλαν σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους του μετὰ τὸ θάνατό του. Ἦταν γράμματα ἁπλὰ μὰ πρόδιδαν τὸν πλοῦτο τοῦ συντάκτη τους.

«Φίλος παπὰ - Τύχων ἀπέθανε ἡμέρα... (ἄφηνε κενὸν) παρακαλῶ διάβασε μία εὐχή».

Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ προγνωρίζει τὸ θάνατό του. Τόλεγε στὸν ὑποτακτικό του «Παπὰ Τύχων ἂν θέλη Θεὸς ζήσει μία βδομάδα, δέκα μέρες». Λίγες μέρες μετὰ ἡ Παναγία φανερώθηκε στὸ γέρο-ἐρημίτη καὶ σὰν ὁ ὑποτακτικός του, π. Παίσιος, τὸν ρώτησε τί τοῦ εἶπε, ὁ παπὰ Τύχων ἀπάντησε ἁπλά: «Εἶπε παπὰ - Τύχωνα περάσει ἡ γιορτὴ Της πάρει».

«Καὶ πράγματι ἀφοῦ πέρασε ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου, σὲ δύο ἡμέρες, στὶς 10.9.1968 ἀφοῦ ἔλαβε τὸ «ἐφόδιον τῆς ἀθανασίας», μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξέφρασε τὴν εὐχαρίστησή του μὲ προσευχὴ καὶ μὲ λαμπερὸ πρόσωπο, ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ἀνεπαύθη. Ἂν ζοῦσε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θὰ μποροῦσε νὰ γράψη «ὡς δὲ ἐπλήρωσε τὴν εὐχαριστίαν καὶ ἡ χεὶρ ἐπαχθεῖσα διὰ τῆς σφραγίδος τῷ προσώπῳ τὸ πέρας τῆς εὐχῆς διεσήμανε, μέγα τι καὶ βύθιον ἀναπνεύσασα τῇ προσευχῃ τὴν ζωὴν συγκατέληξεν» (Βίος Ὁσίας Μακρίνης)».

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Ο π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ως Πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Εφέτος, 43 χρόνια μετά την εκδημία του, οι συγχωριανοί του Νυμφάσιοι κάτοικοι της γύρω περιοχής, αλλά και πολλοί Πατρινοί, κατέκλυσαν την Κυριακή 22 Απριλίου τον ναό της Αγίας Τριάδος της γενέτειράς του και προεξάρχοντος του μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου τέλεσαν μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη θέση «Σκουρτέικα», όπου σώζονται τα ερείπια του σπιτιού του, και εψάλη επιμνημόσυνη δέηση. Για τον π. Γερβάσιο, τον εκλεκτό αυτό άνθρωπο του Θεού, που ο Ύψιστός και ζώντα και κεκοιμημένο τον χαρίτωσε με πολλές αρετές και άρρητες δωρεές, αλλά και με θαυμαστά «σημεία», έχουν γραφεί πολλά. Από αυτά παραθέτουμε στη συνέχεια ελάχιστα, επιμένοντας κυρίως σε όσες αυθεντικές μαρτυρίες κάνουν λόγο ιδίως για τη δραστηριότητά του στην πόλη των Αθηνών.
 paidgervpar2
  • Το επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία»:
«Ο εκλυπών έχει να παρουσιάση λαμπράν εκκλησιαστικήν και πνευματικήν δράσιν. Υπήρξε σύγχρονος ασκητής, γενναίος αγωνιστής, ενθουσιώδης διδάσκαλος και στοργικός πατήρ των ορφανών και των ενδεών. Παροιμιώδης υπήρξεν η ανιδιοτέλεια αυτού».
  • Το περιοδικό «Ζωή»:
«Ο Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος έκλεισε τα μάτια του την ημέραν των αγίων Αποστόλων. Ολόκληρος όμως η ζωή του ήτο αποστολική. Αισθάνθηκε βαθειά την κλήσιν, το ειδικό κάλεσμα, που του απηύθυνε προσωπικά ο εσταυρωμένος Αρχηγός. Δεν το επήρε στα ελαφρά. Και νεαρός ιεροσπουδαστής και λευκός πρεσβύτης ήτο πλημμυρισμένος από την επιτακτικότητα της επιστρατεύσεως. Εφαίνετο αυτό ολοκάθαρα εις τον τρόπον με τον οποίον ησθάνετο την Αγίαν Γραφήν. Ήτο πολεμική κραυγή: στα όπλα! Ήτο συναγερμός και ξεσηκωμός. Ο λόγος του Θεού διά τον Γερβάσιον ήτο «πυρ εκ πυρός προϊόν». Ήτο πυρκαϊά, που τον έκαιγε και έπρεπε να γίνη κήρυγμα, έργον, κίνησις, δράσις. Όταν ελειτουργούσε ο αείμνηστος, δεν επατούσε εις την γην. Συνεκλονίζετο, εφτερούγιζε εις τον κόσμο των αγγέλων και των πνευμάτων εις την σφαίραν του μυστηρίου και της Χάριτος. (…)
Αλλ’ αυτός ο άκαμπτος στρατιώτης είχεν εις το βάθος τόσην τρυφερότητα. Πίσω από το πύρινο παρουσιαστικό εκρύβετο μία τόσον στοργική καρδιά! Διά πόσους έπαλλε αυτή η πατρική καρδιά! Διά πόσα παιδιά, διά πόσα ορφανά, διά πόσους πονεμένους! Διά πόσες χιλιάδες ανθρώπων ο π. Γερβάσιος ήτο πραγματικός πατέρας, ο πονετικώτατος προστάτης, ο ακούραστος και ακοίμητος κηδεμών, ο φροντιστής των κατασκηνώσεων, ο εμπνευστής των ασύλων ο προνοητής των εγκαταλελειμμένων!».
  • Ο μητροπολίτης Πειραιώς Χρυσόστομος ο Ταβλαδωράκης (ο από Αργολίδος):
«Ηυτύχησα να γνωρίσω τον αοίδιμον και μεγέθους πρώτου εργάτην της Αγιωτάτης Εκκλησίας και «Ιερόν ταμείον πάσης αρετής» γενόμενον πατέρα Γερβάσιον και να υπάρξω εκ των στενωτέρων συνεργατών αυτού, όταν εκείνος μέν διώκει ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος τα Γραφεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, εγώ δε υπηρέτουν εις το εν αυτή τμήμα του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
Ο αείμνηστος όμως πατήρ Γερβάσιος, ο μικρός το δέμας αλλά πελώριος το πνεύμα, συνεκέντρωνεν έξοχα διοικητικά χαρίσματα, άτινα κατά την τριετίαν της εν τη λίαν δυσδιοικήτω Αρχιεπισκοπή υπηρεσίας του, εξήστραψαν και αφήκαν Ευαγγελικώς ωραίαν, αλησμόνητον αγίαν εποχήν (…).
Αλλά τι να είπω διά το ακαταπόνητον του αοιδίμου εκείνου εργάτου, όστις όρθρου βαθέος περιέτρεχε τους ιερούς ναούς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, με συγκοινωνιακά μέσα κατά την εποχήν εκείνην σχεδόν ανύπαρκτα και με τροφήν το οικτρόν «πληγούριον» -είχον πολλάκις μετ’ εκείνου συμφάγει εις την εν τη Ιερά Μονή Πετράκη πτωχοτάτην τράπεζάν του, οσάκις παρίστατο ανάγκη να συνεργαζώμεθα- διά να διαπιστώση εξ εφόδου, εάν οι Ιερείς ήσαν εις το καθήκον των και ετέλουν ανελλιπώς τας ιεράς ακολουθίας· εάν η εις το φρικτόν και Πανάγιον Θυσιαστήριον στάσις των και τελετουργία των ήτο η δέουσα· εάν οι Ναοί ήστραπτον εκ καθαριότητος και αν γενικώς οι εν αυτοίς υπηρετούντες Ψάλται, Νεωκόροι και Επίτροποι ετέλουν ευόρκως τα εαυτών καθήκοντα. (…) Εσταδιοδρόμησε δε και έκλεισε την Ιεράν Αρχιεπισκοπήν, σοφώς οιακοστροφήσας ταύτης ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος «τη του βίου καθαρότητι και τη του λόγου (νουθεσίας) ικανότητι», ρυθμίσας τον βίον και την πολιτείαν πάντων των μετ αγαθής συνειδήσεως πλησιασάντων αυτόν εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή πατάξας δε παραδειγματικώς πάντα απειθή και ευτράπελον».

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Μοναχός Ιννοκέντιος Σεραγιώτης (30/10/1860 – 06/11/1901)

Γεννήθηκε στις 30.10.1860 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Μικρός έμεινε ορφανός από τους γονείς του και ζούσε με τα πέντε αδέλφια του. Ο πατέρας του τους κληροδότησε χρυσορυχεία. Νέος μετέβη στην Πετρούπολη, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες, μαθηματικά και νομικά. Ζώντας ο ίδιος πολύ λιτά, ασκητικά και αγνά ασκούσε πλούσια την αρετή της ελεημοσύνης σε άπορους συμμαθητές του και σε όποιον είχε μεγάλη ανάγκη. Μία επίσκεψή του στην Ευρώπη τον απογοήτευσε, για την εντελώς κοσμική ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι. Πίστευε ότι τα χρήματα δεν χαρίζουν την πραγματική ευτυχία και αύξησε τον ασκητικό του αγώνα.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου
Ζούσε ως ασκητής μέσα στον κόσμο, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ταπεινοφροσύνη και συνεχή ελεημοσύνη. Σε μία φτωχή μοναχή έδωσε ενα μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε μερικοί θεώρησαν οτι έχασε τα λογικά του και ζήτησαν να του γίνει ψυχιατρική εξέταση. Τελικά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για αληθινό άνθρωπο του Θεού, ενάρετο, ελεήμονα, που ζούσε για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του. Ένα πλουσιόπαιδο να ζεί μ’ εγκράτεια, πενία και καθαρότητα για την αγάπη του Χριστού και του πλησίον! Πολλοί τον ευλαβήθηκαν και άρχισαν να τον τιμούν ως πνευματοκίνητο και θεοφώτιστο.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 2
Το 1890 στην Πετρούπολη ο τριαντάχρονος Ιννοκέντιος Σιμπιριακώβ γνωρίσθηκε με τον Ιερομόναχο Δαυΐδ, αδελφό της Βατοπεδινής κοινοβιακής σκήτης του Αγίου Ανδρέου-Σεράι, παρά τις Καρυές του Αγίου Όρους, που ήταν προϊστάμενος του μετοχίου της σκήτης στην Αγία Πετρούπολη. Από τότε του έγινε πνευματικός πατέρας και οδηγός και τον δίδαξε τα μυστικά της νοεράς προσευχής και του ορθοδόξου μοναχισμού. Μαθαίνοντας ο Ιννοκέντιος τις ανάγκες για την ανοικοδόμηση της σκήτης πρόσφερε ενα τεράστιο ποσό, από το μερίδιο της περιουσίας του, για την ολοκλήρωση των έργων, ώστε κατεστάθη νέος κτήτορας. Πουθενά ομως δεν επέτρεψε ν’ αναγραφεί τ’ όνομα του.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 3
Την ίδια εποχή γνωρίσθηκε και με τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης († 1908), στον οποίο προσέφερε πολλά χρήματα για τις ανάγκες της ιεραποστολής και της φιλανθρωπίας του. Συνέχισε να προσφέρει χρήματα στις μονές Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Λατόγκα και Βαλαάμ, και στις σκήτες Αναστάσεως του Χριστού και Αγίων Πάντων. Επίσης δεν έπαυε να ελεεί φιλανθρωπικά Ιδρύματα, σχολεία, ασθενείς, αναπήρους και φτωχούς.
Το 1894 έγινε δόκιμος μοναχός, το 1896 έλαβε τη ρασοευχή, το 1898 εκάρη μικρόσχημος και ήλθε στο Άγιον Όρος, και το 1899 εκάρη μεγαλόσχημος. Έκτισε εκ βάθρων το Κελλί της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της σκήτης. Μαζί με τον Γέροντά του Δαυίδ επιδόθηκαν σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Νήστευαν όλο τον χρόνο όλη την εβδομάδα το λάδι και κατέλυαν μόνο τα Σαββατοκύριακα, λέγοντας ακατάπαυστα την ευχή του Ιησού. Έδωσε όλη την περιουσία του στη σκήτη και έκτισε ολόκληρη πτέρυγα με τρεις ναούς, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Αγίου Παντελεήμονος και του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ, ιατρείο, νοσοκομείο και γηροκομείο.
Υπήρξε υπόδειγμα καθαρότητος, ταπεινότητος, υπακοής, φιλοθεΐας, πραότητος, ανεξικακίας, ασκητικότητος και ελεημοσύνης. Όλοι οι Σεραγιώτες μοναχοί τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια και παράδειγμα προς μίμηση. Μετά ολιγόμηνη ασθένεια -έπασχε από φυματίωση- ανεπαύθη στις 3 μ.μ. της 6.11.1901, αφού μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων, έχοντας μεγάλη χαρά ψυχής, που θα μεταβεί στον Νυμφίο Χριστό. Εκηδεύθη και ετάφη μετά διήμερο πίσω από τον αρχικό ναό της σκήτης του Αγίου Αντωνίου μετά του πρώτου κτήτορος Δικαίου Βησσαρίωνος, ως μέγας κτήτορας κι ευεργέτης. Από μεγάλη ταπείνωση δεν θέλησε να ιερωθεί κι έλεγε: «Έχασα τόσα χρόνια σπουδάζοντας την θύραθεν παιδείαν. Καιρός τώρα να μετανοήσω. Να κερδίσω τον χαμένον μου χρόνον. Αφήσατέ με εν ησυχία να κλαύσω τας πολλάς μου αμαρτίας, ίνα εύρω έλεος ο αμαρτωλός και τρισάλθιος εν ημέρα Κρίσεως».
Βιβλιογραφία: Εφραίμ Προηγουμένου, Ημερολόγιον Ιεράς Βατοπαιδινής Κοινοβιακής Σκήτης Αποστόλου Ανδρέου, Άγιον Όρος 2009.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
πηγή

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Ὁ καθηγούμενος Σταυροβουνίου Γερμανός





Tὸ ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος καὶ Καθηγουμένου Γερμανοῦ ἐγράφη πλέον εἰς τὰς δέλτους τῆς Ζωῆς. Ἡ ὁσιωτάτη ψυχὴ του μετεφυτεύθη ἀπὸ τὸ χωράφι τοῦ ματαίου τούτου κόσμου καὶ ἐβλάστησε εἰς τοὺς ἀειθαλεῖς τοῦ Παραδείσου λειμῶνας.

Τολμῶ σήμερα νὰ χαράξω αὐτὲς τὶς γραμμές, ὄχι ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ἐπίδειξη ἀλλ’ ἁπλούστατα ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος - τὸν ἐγνώρισα ὅταν ἤμουν μαθητὴς Δημοτικοῦ - ὁ ὁποῖος μὲ ἐβοήθησε πολλὲς φορὲς μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν προσευχή του καὶ κυρίως μὲ τὸ ἅγιόν του παράδειγμα.

Σήμερα ὅσον ποτέ, οἱ ψυχὲς τῶν χριστιανῶν ἔχουν ἐν πολλοῖς κορεσθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια· ἐπιζητοῦν μὲ πόθο νὰ ἰδοῦν παράδειγμα... Ἄλλωστε αὐτοὶ ποὺ ἀρκοῦνται νὰ προσφέρουν ξηροὺς λόγους εἶναι ἤδη σίγουρο, ὅτι στὸ τέλος θὰ ἀπογοητεύσουν.

Ὁ Γέρων Γερμανὸς σχεδὸν δὲν ὡμιλοῦσε· ὡμιλοῦσε ὅμως μὲ τὸ παράδειγμά του. Διὰ τὸν Γέροντα οἱ διάφορες ἐκφράσεις, τὰ λόγια, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, οἱ ψευτοευγένειες ἦταν ἁπλούστατα ἐντελῶς ἐξωτερικὰ σχήματα χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία. Θὰ μποροῦσε κανεὶς συμπερασματικὰ νὰ τὸν ὀνομάση ἀπόκοσμο καὶ ἐσωστρεφῆ. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διάφορος. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀπορροφημένος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του· καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας του ἐλάμβανε χώραν καὶ ἐκρύβετο τὸ ἀνυπέρβλητό του ἀγώνισμα, τὸ πανάκριβό του μυστικό.

Διὰ τὸν π. Γερμανὸν τὸ «λάθε βιώσας» τῶν ἀρχαίων, ἦταν ἡ «δευτέρα του φύσις». Τὸ ἐβίωνε ἀπολύτως καὶ μὲ τόσην ἀκρίβειαν, πού σοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ καταλάβης τί ἐπιτέλους ἔκρυβε ἐκεῖνο τὸ γέρικο καὶ κυρτωμένο σῶμα. Βλέποντάς τον γιὰ πρώτη φορά, σοῦ ἐδημιουργοῦσε μᾶλλον τὸ αἴσθημα τῆς συμπάθειας, παρὰ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἕνα γεροντάκι μελαμψό, σχεδὸν πάντοτε νὰ κυτάζη στὸ ἔδαφος, μὲ ἐνδύματα πραγματικὰ ράκη, μὲ κορμὶ πονεμένο καὶ ἀδύνατο, μὲ πόδια ποὺ κυριολεκτικῶς ἔτρεμαν ἀπὸ τοὺς χρόνιους ρευματισμούς· αὐτὸς ἦταν ὁ παπᾶ-Γερμανός, ὁ νήπιος καὶ σιωπηλὸς ἡγούμενος. Ἐζοῦσες δίπλα του καὶ ὅμως δὲν ἠμποροῦσες νὰ αἰσθανθῆς τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του· συνέτρωγες μαζί του στὴν τράπεζα, προσευχόσουν μαζί του στὴν ἐκκλησία κι ὅμως δὲν κατανοοῦσες τὸ ὕψος τῆς πνευματικότητος καὶ τὸ μέγεθος τῶν μοναχικῶν του παλαισμάτων. Ἐβίωνε σὰν πτωχὸς καὶ ξένος ἀποφεύγοντας κάθε εἶδος ἀνθρωπίνης παρηγορίας γιατί ἀσφαλῶς ἐγνώριζε καὶ εἶχε πεισθεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του, ὅτι «οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»... Τὰ πνευματικά του τέκνα ὁμολογοῦν μὲ παρρησία, ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν φύσει καὶ θέσει ἀγωνιστής, νηστευτὴς εἰς ἄκρον - γνωρίζουμε πλέον ὅλοι, ὅτι ἔλυωνε κυριολεκτικῶς στὴν νηστεία - ταπεινὸς μέχρι ἐξευτελισμοῦ!

Μὲ βεβαιότητα ἀναφέρω, ὅτι ὁ Καθηγούμενος Γερμανὸς ἦταν πάνω ἀπ’ ὅλα ἕνας σύγχρονος νηπτικὸς πατέρας, ἕνας ἡσυχαστής. Αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ἔβγαλα ἀπὸ μαρτυρίες διαφόρων πνευματικῶν του τέκνων καὶ κυρίως ἀπὸ μερικὲς συζητήσεις ποὺ εἶχα μαζί του γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς εὐλογημένης νοερᾶς προσευχῆς. Ἐπαναλαμβάνω, ὅτι ὁ π. Γερμανὸς δύσκολα ὡμιλοῦσε· ἐπρόσφερε ὅμως ἀπὸ τὸ «περίσσευμα» τῆς ἁγνοτάτης καρδίας του σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐπίμονα τοῦ τὸ ἐζητοῦσε. Φέρνω στὴν σκέψη μου τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ἡμέρες ποὺ ἐπερνοῦσε ὡς ἡγούμενος, ὅταν ἔβλεπε νὰ καταρρέη συνεχῶς ὁ Σταυροβουνιώτικος μοναχισμὸς καὶ νὰ ἐλαττοῦται ἡ ἀδελφότης τῆς μονῆς του. Ἐνθυμοῦμαι μὲ συγκίνηση ἕνα ἀπόγευμα, στὸ μοναστηράκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἦταν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου - 25 Σεπτεμβρίου 1980- καὶ εἴχαμε διαβάσει τὸν ἑσπερινὸ ὁ μακαριστὸς Γέροντας, ἕνας γηραιὸς ἀδελφὸς καὶ ἡ ἀναξιότης μου. Σταθήκαμε μὲ τὸν Γέροντα μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐβλέπαμε τὴν κορυφὴ τοῦ Σταυροβουνίου νὰ χρωματίζεται μέσα στὸ τελευταῖο φῶς τοῦ ἡλίου ποὺ πήγαινε στὴν δύση του. Σὲ μιὰ στιγμή, στρέφεται ὁ Γέροντας πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μοῦ λέγει μὲ σιγανὴ ἀλλὰ ὑποβλητικὴ φωνή: 
- «Θὰ ἀναγκασθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδελφὲ Λ…. νὰ τελοῦμε τὶς ἀκολουθίες μόνο μὲ τὸ κομβοσχοίνι ἐφόσον δὲν ἔχουμε ἀνθρώπους νὰ μᾶς βοηθοῦν στὴ λατρεία..».. 
Τὸν ἐκύταξα ἀμέσως εἰς τὸν πρόσωπον· εἶχε ὑποστεῖ μίαν ἀπερίγραπτον ἀλλαγήν. Τὰ μάτια του ἐκοίταζαν τώρα πρὸς τὸ ἔδαφος· ἔμεινε σιωπηλός… Ἐκατάλαβα τότε, ὅτι καὶ μόνον ἡ ἀναφορὰ τῶν λέξεων «προσευχὴ» καὶ «κομβοσχοίνι» τὸν αἰχμαλώτιζαν ὁλόκληρο. Ἐγύρισα καὶ τοῦ εἶπα: 
«Γέροντα εἶναι μία λύσις αὐτὸ ποὺ λέτε, ὅπως γίνεται ἀκριβῶς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὰ ἡσυχαστήρια». 
Μόλις ἄκουσε αὐτά, αἰσθάνθηκε ἀμέσως πολλὴν χαρὰν καὶ ἐζήτησε νὰ μάθη περισσότερα διὰ τὴν ζωὴν τῶν ἁγιορειτῶν ἡσυχαστῶν. Τοῦ εἶπα ὅ,τι ἐγνώριζα.... Ὅταν ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐπερνοῦσα ἀπὸ τὴν Μονὴν Σταυροβουνίου, ἐπήγαινα πάντοτε νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ στὸ κελλί του. Ἡ εὐχαρίστησίς του ἦταν νὰ μὲ ἐρωτᾶ γιὰ τὶς σπουδές μου· συνήθως δὲ ἐπρόσθετε στὸ τέλος:
- «Μελετᾶτε στὸ πανεπιστήμιο τοὺς νηπτικοὺς πατέρες; Νὰ διαβάζετε τὴν «Φιλοκαλία», ἡ ὠφέλεια εἶναι πολλή....» 
Ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν του καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς ἰδικῆς του προσευχῆς, ἀξιώθηκα νὰ διαβάσω σὲ διάστημα τεσσάρων μηνῶν τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν «Φιλοκαλίαν» καὶ μπορῶ νὰ βεβαιώσω, ὅτι δι’ ἐμὲ ἡ ὠφέλεια ἦταν ἀμέτρητη... Πολλὰ πνευματικά του τέκνα ὅταν τὸν ἐρωτοῦσαν γιὰ τὴν «εὐχὴ» ἀπέφευγε ἄμεσα νὰ τοὺς ἀπάντηση λέγοντας, ὅτι δὲν γνωρίζει σχεδὸν τίποτα γιὰ τόσον ὑψηλὰ πράγματα. Συνήθως ὅμως ὅταν ἔλεγε κάτι γιὰ τὴν προσευχὴ αὐτὴ τῆς καρδιᾶς τὰ μάτια του ἦταν δακρυσμένα. Δὲν μοῦ μένει πλέον καμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ Γέρων Γερμανὸς ἐζοῦσε συνεχῶς εἰς τοὺς χώρους τῆς «ἱερᾶς ἡσυχίας» καὶ ἀπελάμβανε μυστικῶς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λυπηρόν, γιατί πολλοὶ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Κυπρίων, κι’ ἀκόμη ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ οἰκεῖο περιβάλλον του, δὲν ἐμπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὸ πνευματικό του μεγαλεῖο ἐνόσῳ ἦταν εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἄλλοι, τὸν ἐπεριφρόνησαν καὶ τὸν ἐλύπησαν βαθύτατα. Ὁ Γέροντας ὅμως ὅλους τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ γιὰ ὅλους ἐπρόσφερε παράκλησιν καὶ προσευχὴν ἐνώπιον τοῦ γλυκυτάτου Νυμφίου του.

Ὡς ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης ὁ π. Γερμανὸς ἔζησε σχεδὸν ἀπαρατήρητος. Εἰς τὰς μοναστηριακὰς ἀκολουθίας, οὐδέποτε ἐχρησιμοποίησε τὰ ἐμβλήματα τοῦ ἀξιώματός του· οὐδέποτε ἐφόρεσε μανδύαν ἤ ἐγκόλπιον σταυρὸν καὶ οὐδέποτε ἐκράτησε βακτηρίαν ἡγουμενικήν. Ἐστήριζε τὰ χέρια του ἐπάνω εἰς τὸ ταπεινόν του στασίδι καὶ ὅταν ἐκάθητο συνήθως ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὶς παλάμες του. Ἡ ἄκρα πτωχεία καὶ ἡ ἁπλότης του ἐξεχώριζαν πραγματικὰ εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Θὰ μείνουν ἱστορικὰ καὶ παροιμιώδη ἐκεῖνα τὰ λευκὰ εὐτελέστατα ἄμφια ποὺ ἐφοροῦσε ὅταν ἐτελοῦσε τὶς ἀκολουθίες καὶ τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἀποχωριζόταν καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ τὰ ἀλλάξη μὲ καινούργια. Ὅταν ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐνόσῳ ἐδιαβάζοντο τὰ καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου καὶ οἱ κανόνες, ἐχωνόταν κυριολεκτικῶς σὲ ἕνα παλαιότατο σταδίσι τοῦ μικροτάτου καὶ σκοτεινοῦ ἱεροῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ ἐκεῖ ἐπαραδίδετο ὁλόκληρος εἰς τὴν προσευχὴν μὲ τὸ κομβοσχοίνι εἰς τὸ χέρι. Μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐτελοῦσε τὰ πάντα ἀβίαστα, μὲ ὄρεξη νέου ἀνθρώπου καὶ δὲν ἔδειχνε τὸ παραμικρὸν σημεῖον κοπώσεως. Καὶ ἐθαύμαζες πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη δύναμη ποὺ ἔκρυβε τὸ ἀσθενικὸ καὶ ἀδύνατόν του σῶμα καὶ ἐχαιρόσουν νὰ τὸν βλέπης νὰ περπατᾶ δεξιὰ ἀριστερὰ μὲ τὶς ἀξέχαστες καὶ χαριτωμένες του κινήσεις.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ χαρακτηριστικὴ πτωχεία τοῦ π. Γερμανοῦ ἦταν διάχυτη καὶ στοὺς χώρους ποὺ ἐζοῦσε καὶ μεταδιδόταν ἁπλὰ καὶ στοὺς ἄλλους μοναχούς· θὰ μείνουν ἀλησμόνητες οἱ μορφὲς τῶν ἀοιδίμων μοναχῶν Νικάνδρου καὶ Ἀκακίου μὲ τὶς καταλερωμένες ἐνδυμασίες καὶ τὰ ἀτημέλητα κελλιά. Μορφὲς ποὺ ἄφησαν ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη τους ἐπάνω εἰς τὰ ἁγιασμένα χώματα τῆς Κύπρου μας, μορφὲς ποὺ θὰ καθοδηγοῦν γιὰ τὴν συνέχιση τῆς ἁγίας παραδόσεως τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ Γέροντας ὡς πνευματικὸς ἐχειραγώγησε χιλιάδες ψυχὲς εὐσεβῶν καὶ ἀναδείχθηκε πιστὸς τῶν κανόνων τηρητής, ἄτεγκτος σὲ θέματα ἀρχῆς καὶ συγκαταβατικὸς μὲ διάκρισιν. Κάτω ἀπὸ τὸ πετραχῆλι του εὑρῆκαν ἀνάπαυσιν πολλὲς «ἀδάμαστες» ψυχὲς καὶ ἄνθρωποι κάθε κοινωνικῆς τάξεως καὶ κυρίως πρόσωπα ποὺ ἤθελαν νὰ ζοῦν ἀνωτέραν κατὰ Χριστὸν ζωήν.

Ὁ Καθηγούμενος Γερμανὸς ἐβοήθησε τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ γυναικείου κυρίως μοναχισμοῦ. Ἐνόσῳ ἐζοῦσε, ἦτο ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς τριῶν γυναικείων μονῶν τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ καὶ ἀναδέχθηκε διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος δεκάδες μοναζουσῶν. Παρόλον ποὺ μερικὲς ἐκ τῶν ἀδελφῶν καλογραιῶν τὸν ἐπλήγωναν πολλὲς φορὲς μὲ τὶς ἀκρότητές των αὐτὸς ὁ μακάριος, τὶς ἐσκέπαζε πάντοτε καὶ τὶς ἐνίσχυε μὲ ὅσα πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ μέσα διέθετε τόσον ὁ ἴδιος, ὅσον καὶ ἡ μονή του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι τοὺς πρώτους καρποὺς ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ Σταυροβουνίου εἴτε αὐτοὶ ἦσαν ἑσπεριδοειδῆ, εἴτε ἦσαν λαχανικά, τοὺς ἐγεύοντο πρῶτες, οἱ μοναχὲς τῶν ἀναφερθέντων μονῶν, οἱ ἀγαπητές του πνευματικὲς θυγατέρες. Ἀγωνιοῦσε πραγματικὰ γι’ αὐτὲς καὶ ἤθελε νὰ τὶς βλέπη νὰ ἀγωνίζονται σωστὰ καὶ μὲ ταπείνωσιν ἀνεβαίνοντας συνεχῶς τὴν κλίμακα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν. Ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη του αὐτὴ μᾶς θυμίζει τὸν Ρῶσον ἅγιον Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ποὺ ἐπρόσφερε τὸν ἑαυτὸν του θυσίαν διὰ τὸ μοναστῆρι καὶ τὰς ἀδελφὰς τοῦ Ντιβέγιεβο. 

Καρδίες ποὺ ἔχουν γευθεῖ εἰς τὴν πληρότητά της τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν τρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, γνωρίζουν νὰ ἀγαποῦν καθαρά, ἁπλά, χωρὶς ἀπαιτήσεις καὶ μικρότητες καὶ προσφέρουν ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν των ὁλοκαύτωμα καὶ δωρεὰν εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἔχει ἀνάγκην καὶ ζητεῖ ἀνάψυξιν καὶ παρηγορίαν. Ὁ Γέρων Γερμανὸς εἶχε μοιράσει τὴν καρδίαν του· τὸ ἕνα μέρος της ἀνῆκε εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ συνανθρώπου. Πολλὲς φορὲς τὸν εἶδα νὰ ἐξομολογῆ μέχρι τὰ μεσάνυκτα. Ἄλλοτε, ἐπέστρεφε ἀργὰ τὸ βράδυ ἀπὸ τὰ γυναικεῖα μοναστήρια κατάκοπος, μὲ ἀφόρητους, πόνους στὰ ἀδύναμα πόδια. Καὶ ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸ κελλί του, τὸν ἐπερίμεναν ψυχὲς φιλοθέες ποὺ ἐκαρτεροῦσαν ὑπομονετικὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ γιὰ νὰ ἀποθέσουν στὰ πόδια του τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς πόνους των. Ὁ μακαριστός, ἐδεχόταν τοὺς πάντες μὲ τὴν ἰδίαν ἀγάπην, μὲ τὴν ἰδίαν καρτερίαν καὶ ἔδιδε εἰς ὅλους τὰ δῶρα τῆς καρδίας του.

Ὁ θάνατος διὰ τὸν βασανισμένον Γέροντα ἦταν ὄντως ἀνάπαυσις! Καὶ ἀντιμετώπιζε τὸν θάνατο φυσικώτατα, μὲ δέος. Ὁμολόγησε σὲ πολλὰ πνευματικοπαίδια του, ὅτι ἐπερίμενε τὸν θάνατον πανέτοιμος· κι' ἀκόμα, ὅτι ὁ θάνατός του θὰ ἐπλησίαζε πολὺ σύντομα. Ὁ ἴδιος στὶς προσευχές του, ἐπαρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ μὴν τοῦ στείλη ἀνθρωπίνην βοήθειαν στὶς τελευταῖες του στιγμές· δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη κανέναν ἀφήνοντας ἔτσι νὰ φανῆ ἡ λεπτή του ψυχή. Καὶ ἐκοιμήθη μόνος καὶ ἀβοήθητος δίπλα εἰς τὸν ἀχώριστον σύντροφόν του - τὸ γεωργικὸ τρακτὲρ - ποὺ ἔμελλε νὰ τοῦ γίνη ὄργανον μαρτυρίου. Οἱ μοναχοὶ συνασκητὲς του τὸν εὑρῆκαν σὲ στάση νεκρικὴ· ἔχοντας πλήρη συνείδησιν τοῦ ἐπερχομένου τέλους, ἐσταύρωσε χέρια καὶ πόδια καὶ ἐπέρασε ἔτσι εἰς τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ Γέροντας θὰ ἀγάλλεται τώρα βλέποντας, ὅτι οἱ προσευχὲς του διὰ τὸ ἀγαπημένο του μοναστῆρι εὑρῆκαν ἀπάντησιν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀείμνηστος, πρὸς 25ετίας περίπου, εἶχε προβλέψει τὰ ἑξῆς:... «Θὰ ἔλθη ἐποχή, ἔλεγε, ποὺ θὰ κοινοβιάση στὸ Σταυροβοῦνι μία ὁμάδα ἀπὸ δέκα νέους μοναχούς· ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ ζοῦμε ὥς τότε γιὰ νὰ τοὺς κληρονομήσουμε τὶς δικές μας «παραξενιές»... Τὰ πιὸ πάνω ἐπληροφορήθηκα ἀπὸ δύο παλαιοὺς Σταυροβουνιῶτες οἱ ὁποῖοι σήμερα ζοῦν καὶ ἐργάζονται ἐκτός τῆς μετανοίας τους καὶ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σημερινὴ ἀδελφότης τοῦ Σταυροβουνίου ὑπὸ τὴν ἐπαξίαν καθηγεσίαν τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου συνεχίζει τὸν ἀγώνα τὸν καλὸν πρὸς δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἂς τοὺς εἶναι πάντοτε πυξίδα ἀλάθευτος ἡ ἀγαθὴ καὶ ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ παπᾶ - Γερμανοῦ.

Εἴμαστε πλέον σὲ θέση νὰ ποῦμε ἀπερίφραστα, ὅτι ἐπῆρε ὁ Θεὸς τὸν Γέροντα ἀπὸ τὸν μάταιον τοῦτον κόσμον διότι ἐπρογνώριζε γι’ αὐτὸν μεγαλύτερες δυσκολίες καὶ πειρασμούς. Μόνο αὐτὸ μποροῦσε νὰ ἀναφέρουμε ….. Καὶ ὅσοι τυχὸν ἐπίκραναν τὸν πολύπαθον Γέροντα εἴτε ἑκουσίως εἴτες ἀκουσίως νὰ εἶναι βέβαιοι, ὅτι ὁ μακάριος παπᾶ - Γερμανὸς δὲν θὰ παύση νὰ πρεσβεύη στὸν Θεὸν γι’ αὐτοὺς καὶ γιὰ μᾶς ἀσφαλῶς, ποὺ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας ἐπιτρέπει νὰ ζοῦμε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γῆ.

Δι’ εὐχῶν τοῦ μακαρίου πατρὸς ἡμῶν Γερμανοῦ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Λ.Ν.

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Ο Μιλητουπόλεως Ιερόθεος


Ώσπερ ο μεγαλοφωνότατος Ησαίας προεφήτευεν, «ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος» (Γεν. 49, 10) ούτω και εν τοις καθ’ ημάς η Θεία Πρόνοια εξοικονόμησεν ίνα το επώνυμον της αγιότητος Όρος μη στερηθή των αγιαστικών δωρεών Ιεράρχου. Και εχαρίσατο ημίν τον Σεβασμιώτατον Μηλιτουπόλεως κ. Ιερόθεον, περί ού δυνάμεθα ανενδοιάστως μετά του μακαρίου Παύλου να λέγωμεν μεταφορικώς ότι «τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς» (Εβρ. 7, 26).
Από Κορυτσάς τελευταίον ορμώμενος και απελαθείς εκείθεν υπό των Αλβανών δια τα πατριωτικά του αισθήματα, κατέφυγεν εις την ποθητήν του μοναχικήν ησυχίαν, ην από νεότητος είχε, διδαχθείς παρά τω οσιωτάτω Γέροντι Αρσενίω[1] εν τη νήσω Χάλκη. Σεβασμώ άκρω κατεχόμενος προς τον αοίδιμον Ιωακείμ τον Γ΄, εγκατεστάθη το πρώτον εις «Μυλοπόταμον» και παρέμεινε δεκάδα περίπου ετών, αλλά μη δυνάμενος εκείθεν επαρκέσαι εις τας πολλαπλάς ανάγκας του Όρους, αυτός μόνος εν αυτώ Αρχιερεύς, μετώκησεν από δεκαετίας και πλέον εις τα της Αγίας Άννης «Βουλευτήρια»[2] παρά την θάλασσαν και εκεί τας ασκητικάς αυτού ποιεί διατριβάς, του σεβασμού απολαύων των πατέρων του Όρους και τύπον αρετής και ασκήσεως εαυτόν αυτοίς υποβάλλων. Εγγύς ήδη των 80 ετών καταπλήσσει τους πάντας, πεζή ανερχόμενος εις Καρυάς και εις αυτήν την κορυφήν του Άθω, και ως κίων δωρικός (κολώνα δωρικού ρυθμού) ιστάμενος εν ταις πανηγυρικαις αγρυπνίαις των Μονών επί 15 και πλέον ώρας.
Εκεί εις το «Κάθισμα» του συμπατριώτου του Αγίου Ελευθερίου λιτότατα ενδιαιτώμενος, ελευθερίως μεταδίδωσι τοις πτωχοίς ερημίταις και ασκηταίς τα πάντα, ει δυνατόν και αυτόν τον ένα χιτώνα. Εν τω κόσμω είχεν υπό την προστασίαν του αρκετούς χρηστούς νέους, εφιεμένους (επιθυμούντας) παιδείας και ένιοι (μερικοί) τούτων κατέχουν σήμερον ανωτάτας θέσεις εν τη παιδεία και τη Εκκλησία. Ενταύθα προσέλαβε «τους ελαχίστους εν Χριστώ» (πρβλ. Μτ. 25, 40˙ 25, 45) και αυτοίς, «πεινώσι και διψώσι και γυμνητεύουσι» (πρβλ. Κορ. 4, 11) μεταδίδει εκ του ακένωτου θησαυρού της καρδίας του.
Εις τας δυσκόλους ημέρας του χειμώνος του 1941 πολλάκις ο σεβαστός Γέρων έμεινε νήστις, ίνα στηρίζη λιποψυχούντας εκ της πείνης λεμβούχους (βαρκάρηδες) και διαβατικούς ξένους. Δια τας ιεράς ημών Μονάς και τας γειτονικάς Σκήτας και ερημητήρια είναι η μεγαλυτέρα πνευματική παρηγοριά και τρέμει κυριολεκτικώς η ψυχή μας επί τη σκέφει της μεταστάσεως εκ των τήδε προς την ποθητήν πατρίδα την άνω και διαμένουσαν, του σεβαστού μας Ιεράρχου. Είθε ο Πανάγαθος να λυπηθή τα λογικά του πρόβατα και μη αφήση αυτά εκλελυμένα (εξασθενημένα), αλλά να χαρίζεται έτη πολλά αυτώ προς στήριξιν και καθοδήγησιν εις νομάς (τόπους βοσκής) ζωηφόρους.
Σημειώσεις:
1. Ιερομόναχος φημιζόμενος για την μεγάλη αρετή και την μοναχική του ακρίβεια, γνήσιος συνεχιστής της Παραδόσεως των Κολλυβάδων. Έκτισε την Σκήτη του Αγίου Σπυρίδωνος στην Χάλκη (Terki dunya), οπού και έχει ταφεί. Μαθητές του αναδείχθηκαν μεγάλες Εκκλησιαστικές προσωπικότητες. Δύο από αυτούς είναι ο επίσκοπος Μιλητουπόλεως Ιερόθεος και ο εκ Χάλκης περιβόητος Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος ο από Μελενίκου.
2. Βρίσκονται στα παράλια της Αγίας Άννης. Εκεί βρισκόταν η μονή των Βουλευτηρίων (11ος αι.). Εκεί είναι το κελλίον «Άγιος Ελευθέριος».
Πηγή: Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (†) 1983, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Β’ Έκδοσις, Άγιον Όρος 2002
Ο Μιλητουπόλεως Ιερόθεος
Ο Μιλητουπόλεως Ιερόθεος σε αγιορείτικη πανήγυρη. (Φωτ. περίπου στο 1950)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 03, 2014

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας - Φιλοθεϊτης



Προσοχή στις αναφορές στον Γέροντα.
Δεν προέρχονται από τον ίδιο όλες.
Ο Γέροντας Εφραίμ γεννήθηκε το 1928 στον Βόλο ως Ιωάννης Μωραΐτης.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη φτώχεια, βοηθώντας τον πατέρα του στην εργασία του, αλλά πάντα ακολουθούσε το ευσεβές παράδειγμα της μητέρας του (η οποία έγινε αργότερα μοναχή με το όνομα Θεοφανώ).

Σε ηλικία 14 χρονών άρχισε να λαχταρά τον μοναχισμό, αλλά δεν πήρε ευλογία από τον πνευματικό να πάει στο Άγιο Όρος έως ότου έγινε 19 χρονών.

Με την άφιξη του στο Άγιο Όρος πήγε κατευθείαν στον γέροντα Ιωσήφ (Ησυχαστή), ο οποίος τον αποδέχτηκε στην αδελφότητα του, και έκανε την κουρά του 9 μήνες αργότερα το 1948 με το όνομα Εφραίμ.
Από υπακοή στο γέροντά του, ο μοναχός Εφραίμ χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας.
Η ζωή στην αδελφότητα του γέροντος Ιωσήφ ήταν πολύ αυστηρή και ασκητική.

Μετά την κοίμηση του γέροντος Ιωσήφ το 1959, συγκεντρώθηκαν αρκετοί μοναχοί γύρω από γέροντα Εφραίμ που τον είχαν ως πνευματικό πατέρα.

Το 1973 η αδελφότητά του μετακόμισε στην Ιερά Μονή Φιλοθέου όπου έγινε και ηγούμενός της. Λόγω της φήμης του γέροντος Εφραίμ, η μοναστική αδελφότητα μεγάλωσε γρήγορα.
Του ζητήθηκε από την επιστασία του Αγίου Όρους, να αναβιώσει και να επανδρώσει πολλά μοναστήρια στο Άγιο Όρος τα οποία έπασχαν από λειψανδρία, όπως του Ξηροποτάμου, Κωνσταμονίτου και Καρακάλλου. Αυτά τα μοναστήρια είναι κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση μέχρι και σήμερα.
Επίσης υπάρχουν πολλά άλλα μοναστήρια στην Ελλάδα κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του γέροντος Εφραίμ, όπως η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες, της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά (Βόλος) και αυτό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, πρώην μετόχι της Φιλοθέου, στη νήσο της Θάσου.

Το 1979 σε μια σύντομη επίσκεψή του στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για λόγους υγείας, κατάλαβε πως είναι θέλημα θεού να επιστρέψει.
Από τότε έκανε ετησίως ταξίδι στην Βόρεια Αμερικής ταξιδεύοντας σε ελληνορθόδοξους ιερούς ναούς σε διάφορες πόλεις. Τα πνευματικά του παιδιά γίνανε δεκάδες χιλιάδες: λαϊκοί, μοναχοί, ιερείς.

Συνέχισε να είναι πνευματικός πατέρας ιερών μονών στο Άγιο Όρος και 8 γυναικείων μοναστηριών σε όλη την Ελλάδα, αλλά καθώς δεν ήταν πρακτικό να είναι ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, καθώς έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Βόρεια Αμερική, παραιτήθηκε το 1990.

Στην Αμερική έως σήμερα έχει ιδρύσει 19 μοναστήρια, 17 είναι στις Η.Π.Α. και τα 2 είναι στον Καναδά (ανδρικά και γυναικεία), τα οποία υπάγονται στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής και Καναδά.
Τα μοναστήρια είναι τα εξής: δύο στη Φλόριντα, δύο στο Τέξας, δύο στο Σικάγο, δύο στη νότια Καρολίνα, ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στην Ουάσιγκτον, ένα στην Πενσυλβανία, ένα στην Καλιφόρνια, ένα στο Ιλινόις, ένα στο Μίτσιγκαν, ένα στο Μόντρεαλ, και ένα στο Τορόντο, αφιερωμένα στο Χριστό, στην Παναγία και σε διαφόρους Αγίους.
Επίσης έχει κατασκευάσει ένα γηροκομείο.

Σήμερα ο γέροντας Εφραίμ μονάζει στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην έρημο της Αριζόνας, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας το Phoenix και κοντά στην πόλη Florence.


Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου

Η ίδρυση και κατασκευή της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου ξεκίνησε το 1995. Η ιερά μονή είναι ανδρική και λειτουργεί με 45 μοναχούς από διάφορες εθνικότητες, με ηγούμενο τον π.Παϊσιο που προέρχεται από το Άγιο Όρος.

Το μοναστήρι έχει τώρα έκταση 2000 στρεμμάτων και το επισκέπτονται καθημερινά πολλοί προσκυνητές από όλο τον κόσμο.
Οι μοναχοί ακολουθούν και εφαρμόζουν επακριβώς τις Βυζαντινές παρακαταθήκες, τις παραδόσεις ,τις ιερές ακολουθίες, τις ολονυχτίες, τις προσευχές και τη ζωή με το ωράριο του Αγ. Όρους και στην Ελληνική γλώσσα.

Το μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου είναι κοινόβιο με 5 εκκλησίες, του Αγ. Αντωνίου και Αγ. Νεκταρίου, του Αγ.Νικολάου, η οποία είναι πετρόκτιστη, του Αγ. Σεραφείμ, του Αγ. Δημητρίου, ρωσικού τύπου, και του Αγ. Γεωργίου. Κοντά στο μοναστήρι πάνω σε ένα λοφίσκο επίσης είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, όμοιο με τα εκκλησάκια της Σαντορίνης, με χρώματα του μπλε και του άσπρου.

Οδηγίες για επισκέπτες στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα των Η.Π.Α. 

Μέσω της σελίδα της Ιεράς Μονής μπορείτε να στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στον Γέροντα:

πηγή

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 12, 2013

Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός μιὰ ζωὴ δοσμένη ὁλοκληρωτικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ Ἔθνος.

Τὸ πρωῒ τῆς Δευτέρας 12ης Δεκεμβρίου 1994, 
ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοὴ
ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης
κυρὸς ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ,
ἐτελείωνε μιὰ ζωὴ δοσμένη ὁλοκληρωτικὰ
 στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ Ἔθνος.

Συχνὰ ἔλεγε καὶ ἐπανελάμβανε, ὅτι θὰ ἔλθῃ «τὸ ποθούμενο», ποὺ ἀνέφερε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο. Κάποτε, λοιπόν, τὸν ἐρώτησαν : «Μὰ, Σεβασμιώτατε, ποιὸς ξέρει πότε θαρθῇ «τὸ ποθούμενο» γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο· καὶ σεῖς ἆρά γε, θὰ ζήσετε μέχρι τότε γιὰ νὰ τὸ χαρῆτε ;». Σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης ἀπάντησε ἤρεμα καὶ ἀποφασιστικά : «Ὁ Ρήγας Φερραῖος  τραγούδησε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος, μὰ δὲν τὴν χάρηκε. Κι’ ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης πολέμησε γι’ αὐτήν, μὰ δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἰδῇ. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μοῦ πῇ ἄν πέτυχα τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ὄχι. Θὰ μὲ ρωτήσῃ μόνον ἄν τώρα ἔκανα αὐτὸ ποὺ μποροῦσα καὶ ποὺ ἔπρεπε».
Κὰπως ἔτσι καὶ μεῖς πρέπει νὰ τοποθετήσουμε τὰ πράγματα στὴν ζωὴ μας : Κάνοντας, δηλαδή, τὸ καθῆκον καὶ τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε τώρα, κι’ ἀφήνοντας τὸ μέλλον στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος γνωρίζει ἄν καὶ πῶς καὶ πότε θὰ ὑλοποιήσῃ τὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας.
Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης   ΑΝΔΡΕΑΣ 

Παρασκευή, Αυγούστου 16, 2013

Μνήμη οσιακής κοιμήσεως Κασσανδρείας Ειρηναίου

Ο Ειρηναίος υπήρξε ένας εκ των επιφανέστερων ιεραρχών στην εκκλησιαστική ιστορία της χώρας μας και  ο μακροβιότερος μητροπολίτης στη μητρόπολη Κασσανδρείας, αφού ποίμανε τη συγκεκριμένη επαρχία επί 38 συναπτά έτη, από την άφιξή του στον Πολύγυρο τον Οκτώβριο του 1907 μέχρι το θάνατό του στις 16 Αύγουστο του 1945.
Συμμετείχε ενεργά σ’ όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Χαλκιδική, όπως στο Μακεδονικό Αγώνα, στην απελευθέρωση του Πολυγύρου το 1912, στα «Κονδυλικά» του 1916, στην ανέγερση δεκάδων σχολείων, στην λύση του Ημερολογιακού ζητήματος τη δεκαετία του ’20, στην αποκατάσταση των προσφύγων στη Χαλκιδική, κλπ. Είχε τη φήμη του δυναμικού ιεράρχη, καθώς τα δύσκολα θέματα, ιδιαίτερα κατά τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν τα επέλυε πάντα με το… “σταυρό στο χέρι”, αλλά με τρόπο άμεσο και δυναμικό. Η ισχυρή του προσωπικότητα επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια της διακονίας του σ’ όλη τη Χαλκιδική και άφησε μνήμη αγαθή μέχρι και σήμερα.
eirinaios
Ο Εμμανουήλ Παντολέοντος, όπως ήταν το κοσμικό ονοματεπώνυμο του Ειρηναίου, γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1863 στη Χάλκη των Πριγκιποννήσων. Το 1890 αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και στη συνέχεια διεύθυνε επί ένα έτος την Αστική Σχολή της Ξάνθης. Ακολούθως,  με τη σύσταση και προστασία του πρώην Ιεροσολύμων κ. Νικοδήμου μετέβη στο Κίεβο της Ρωσίας, όπου μετά τετραετή φοίτηση (1891-1895) στην εκεί Ακαδημία συμπλήρωσε τις σπουδές του. (κατά τον αείμνηστο δάσκαλο και συνεργάτη του «Π» Ιωακείμ Τάσιο υπήρξε συμφοιτητής του Ιωσήφ Στάλιν).
Από το Κίεβο επανέκαμψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διορίσθηκε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην οποία δίδαξε επί οκταετία. Τον Οκτώβριο του 1903, ως αρχιμανδρίτης και καθηγητής της Χάλκης, εξελέγη μητροπολίτης Μελενίκου και τον Ιούλιο του 1907 μητροπολίτης Κασσανδρείας.
Ο Ειρηναίος κατέφθασε έφιππος στον Πολύγυρο, το απόγευμα της Παρασκευής 7 Σεπτεμβρίου 1907, και στην είσοδο της κωμόπολης τον υποδέχθηκαν επίσημοι και πλήθος κόσμου παρατεταγμένοι εκατέρωθεν του δρόμου.
 Άμα τη αφίξει του στον Πολύγυρο, ο Ειρηναίος ανήγγειλε την ανέγερση οικοδομήματος Ελληνικής Σχολής, έργο το οποίο ολοκληρώθηκε το 1911, «…φιλογενή των κατοίκων μέριμναν…». Στη συνέχεια επισκέφτηκε όλα τα χωριά της επαρχίας του, γνώρισε από κοντά την κατάσταση που επικρατούσε, κέρδισε την εμπιστοσύνη τους και από κοινού έδωσε λύσεις σε προβλήματα που ταλάνιζαν επί χρόνια τη «δύστηνη επαρχία».
eirinaios3
Όταν ο Ειρηναίος εγκαταστάθηκε στον Πολύγυρο, ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν στην κορύφωσή του. Τότε, ο δυναμικός ιεράρχης, ανέλαβε δράση και κατέστη ο ηγέτης και του εθνικού αυτού αγώνα. Συγκροτώντας Επιτροπές (Μακεδονικού Αγώνα) σε κάθε χωριό και βοηθώντας με κάθε τρόπο τα ένοπλα ελληνικά σώματα που κατέφθαναν από την ελεύθερη Ελλάδα, συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η Χαλκιδική να μην απειληθεί ουσιαστικά από την προσπάθεια των Βουλγάρων να διεισδύσουν στην περιοχή.
Το 1908, με την επικράτηση των Νεοτούρκων και την άρνηση των περισσοτέρων στρατευσίμων Ελλήνων να υπηρετήσουν στον Τουρκικό στρατό, οι κάτοικοι των χωριών της Χαλκιδικής γνώρισαν πρωτοφανείς διώξεις. Στο κλίμα αυτό της κατατρομοκράτησης του κόσμου έλαβε χώρα και η απόπειρα δολοφονίας του Ειρηναίου την 8η Μαΐου 1909 σε μετόχι της Ι. Μ. Εσφιγμένου κοντά στην Πορταριά.
Και φτάνουμε  στα 1912, έτος κατά το οποίο απελευθερώνεται η Χαλκιδική ύστερα από μισή περίπου χιλιετία σκλαβιάς και η συμβολή του Ειρηναίου στην αναίμακτη απελευθέρωση του Πολυγύρου, είναι καθοριστική. Τις μέρες εκείνες του ’12, είχαν συγκεντρωθεί στον Πολύγυρο περί τους 2.000 Τούρκοι απ’ όλη τη Χαλκιδική, φοβούμενοι απόβαση Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στα παράλια. Ένα από τα σώματα αυτά, του Β. Παπακώστα, με λίγους αντάρτες κατάφερε να φτάσει μέχρι τον Πολύγυρο και από τους γύρω λόφους να προκαλεί εκνευρισμό στους Τούρκους. Οι πληροφορίες μάλιστα, που διέσπειραν επίτηδες συνεργάτες του Ειρηναίου, ότι τάχα στους γύρω λόφους υπήρχαν χιλιάδες οπλισμένοι αντάρτες έτοιμοι να εισβάλουν στον Πολύγυρο, προκάλεσαν φόβο και τρόμο στους Τούρκους και ανάγκασαν τον Τούρκο διοικητή να απευθυνθεί στον Ειρηναίο.
Ο δυναμικός και πανέξυπνος ιεράρχης δεν έχασε ευκαιρία. Με λογικά επιχειρήματα τον έπεισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να πάρει το στρατό και τους υπαλλήλους του, να φύγουν προσωρινά από τον Πολύγυρο και όταν θα αποκαθίστατο η τάξη να επέστρεφαν πάλι. Έτσι οι Τούρκοι, την 23η Οκτωβρίου 1912, φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους σε ζώα και, συνοδευόμενοι από τον Ειρηναίο, άφησαν για τελευταία φορά τον Πολύγυρο φεύγοντας δια μέσου των Τούρκικων συνοικισμών της Καλαμαριάς με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Έτσι απελευθερώθηκε ο Πολύγυρος και ολόκληρη η Χαλκιδική και το γεγονός γιορτάστηκε με δοξολογίες στις εκκλησίες και πανηγύρια που διήρκησαν πολλές μέρες.
Τα επόμενα χρόνια (από το 1912 μέχρι το 1930) ο Ειρηναίος εφέρετο ως ο επικρατέστερος υποψήφιος για τον Πατριαρχικό θρόνο της Βασιλεύουσας, καθώς πολλά δημοσιεύματα ανέφεραν ότι ο αείμνηστος Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ προ του θανάτου του «είχεν υποδείξει τον Άγιον Κασσανδρείας ως μόνον άξιον διάδοχόν του». (Ν. Αλήθεια 27/12/1912). Η υποψηφιότητά του όμως δεν ικανοποίησε, καθώς φαίνεται, την Υψηλή Πύλη, η οποία διέγραψε από τον σχετικό κατάλογο υποψηφίων Πατριαρχών 7 Μητροπολίτες μεταξύ των οποίων και τον Ειρηναίο.
eirinaios2
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τον Ειρηναίο τη δεκαετία του ‘20 ήταν η αποκατάσταση των προσφύγων που κατέκλυσαν τη Χαλκιδική και ιδιαίτερα την περιοχή της Καλαμαριάς, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Με την έλευσή τους στη Χαλκιδική εξέδωσε άμεσα εγκύκλιο με την οποία προέτρεπε «… εκάστη των κοινοτήτων να αναλάβει, να στεγάσει, να θερμάνει… να διαθρέψει ορισμένον αριθμόν οικογενειών προσφύγων…». Επέμενε μάλιστα ένα μέρος προσφύγων από τα Μουδανιά να εγκατασταθεί στον Πολύγυρο, χωρίς όμως η πρότασή του να ευοδωθεί. Πάντως παρακολουθούσε από κοντά τα ζητήματα των προσφύγων, ήλεγχε την Επιτροπή Εποικισμού και παρενέβαινε όποτε χρειαζόταν προς επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. (Βλ. Ιωακείμ Παπαγγέλου, «Η συμβολή του Κασσανδρείας Ειρηναίου στην αποκατάσταση των προσφύγων» τ. 23ο/2004 του «Π»).
Ο Ειρηναίος, λόγω της έντονης προσωπικότητάς του και της μεγάλης του προσφοράς στους αγώνες του Έθνους, εθεωρείτο καθ’ όλη τη διάρκεια της διακονίας του ένας εκ των επιφανέστερων ιεραρχών στην ιεραρχία της εκκλησίας, τον οποίο σέβονταν και τιμούσαν όλοι. Οι απόψεις του είχαν βαρύνουσα σημασία και οι παρεμβάσεις του σε σοβαρά ζητήματα της εκκλησίας, όπως ήταν το Οικονομικό ζήτημα, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, το Ημερολογιακό πρόβλημα κ. ά., υπήρξαν καταλυτικές, ερχόμενος πολλές φορές, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, σε σύγκρουση με την πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία. Αξιομνημόνευτη η περίπτωση υπομνήματος που υπέβαλε, σχετικού με τα παραπάνω ζητήματα, το οποίο ανέγνωσε ο ίδιος στην Ιερά Σύνοδο τον Ιούνιο του 1929 και του οποίου «…η εντύπωσις εκ της αναγνώσεως… υπήρξεν τοιαύτη παρ’ όλη τη Ιεραρχία, ώστε ομοφώνως απεφασίσθη να τυπωθεί και μελετηθεί παρ’ ενός εκάστου των Ιεραρχών…». (ΣΚΡΙΠ 15/6/1929).
Στο ζήτημα του Ημερολογίου, που δημιουργήθηκε από το 1924 και ταλάνισε επί δεκαετίες την εκκλησία, θεωρούσε «… ότι είναι άξιοι επαίνου οι εμμένοντες πιστοί εις τας παραδόσεις της Εκκλησίας παλαιοημερολογίται και δια τούτο η Εκκλησία πρέπει να επιδείξει οικονομίαν…» (ΣΚΡΙΠ 3/7/1929).
Σύμφωνα με σημείωμα του Ιωακείμ Τάσιου (ο. π.), ο Ειρηναίος «στα γεράματά του υπέφερε από ρευματισμούς και στα 82 του χρόνια επήλθε ο ξαφνικός θάνατός του την επαύριο της γιορτής της Παναγίας, στην οποία είχε χοροστατήσει στη θεία λειτουργία, 16 Αυγούστου 1945. Όταν κατάλαβε ότι θα πέθαινε, κατά τα λεγόμενα στενών του συγγενών, δεν ζήτησε γιατρό και οι τελευταίες του λέξεις ήταν, “ήρθε η ώρα μου”».

Κυριακή, Αυγούστου 04, 2013

π. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΛΑΤΣΟΣ ἕνας σύγχρονος ἅγιος (1868- 1972)



Ὁ πατὴρ Ἀγαθάγγελος γεννήθηκε ἀπὸ οἰκογένεια πολύτεκνη,  17 ἀδέλφια. Ἦταν ὁ 13ος  . Ὁ παππούλης ἀπὸ 13 χρονῶν ἔφυγε καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι στοῦ Μπόρσα στὴν Ἀργολίδα. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὑστερα ὁ δεσπότης τὸν ζήτησε στὸ Ναύπλιο νὰ τοῦ διαβάζει τὶς ἀκολουθίες γιατί ἦταν φιλακόλουθος, ἀλλὰ ἄρρωστος. Πῆγε μὲ εὐλογία τοῦ Γέροντά του. Κάποτε ὁ δεσπότης  τὸν ἔστειλε νὰ πάρει νερὸ ἀπὸ μία βρύση  στὴν πλατεία τοῦ Ναυπλίου, γιατί τότε δὲν εἶχαν βρύσες στὰ σπίτια. Ὁ κόσμος ποὺ τὸν ἔβλεπε, ἔλεγε: «καθίστε νὰ δοῦμε ποὺ ἔρχεται ὁ ὄμορφος καλόγερος» . Τοῦ παππούλη δὲν τοῦ ἄρεσε αὐτὸ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν μητρόπολη καὶ πῆγε πάλι στὸ μοναστήρι του. Στὸ μοναστήρι, ἐκεῖ ποὺ πῆγε ὁ δεσπότης τὸν εἰδοποίησε νὰ γυρίσει πάλι πίσω στὸ Ναύπλιο, γιατί ἀλλιῶς θὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Λέει λοιπὸν ὁ παππούλης: «Καλύτερα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ μοναστήρι μου, παρὰ νὰ ζῶ στὸν κόσμο». Ἔφυγε λοιπόν, ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς μετάνοιάς του κι ἦρθε στὸν Ἅγ. Δημήτριο (στὸ χωριὸ) Στεφάνι, στὸν νομὸ Κορυνθίας. Ἐκεῖ ἔμεινε πολλὰ χρόνια μὲ τοὺς πατέρες καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς μοναχός. Ἐπέθανε ὁ παππᾶς στὸ (χωριὸ) Καλαμάκι καὶ ζήτησε ὁ δεσπότης, ἕνα μοναχὸ νὰ τὸν κάνει ἱερέα. Στὸν Ἅγ. Δημήτριο ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἦταν ἕνας μοναχὸς ὁ π.Γρηγόριος Μπαλάφας, στὸν ὁποῖο ὁ δεσπότης εἶπε: «Θὰ σὲ πάρω  νὰ σὲ κάνω ἱερέα στὸ Καλαμάκι» . Καὶ ὁ πατὴρ Γρηγόριος ἀπὸ ταπείνωση τοῦ λέει: «Σεβασμιώτατε ξέρετε τί κάνετε; Παίρνετε τὴν κουκουβάγια καὶ ἀφήνετε τὴν πέρδικα». Καὶ λέει ὁ Δεσπότης: «Ποιὰ εἶναι ἡ κουκουβάγια καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πέρδικα»; Καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ πέρδικα εἶναι ὁ π. Ἀγαθάγγελος ποὺ κρύβεται. Καὶ πῆρε τὸν π. Ἀγαθάγγελο διὰ τῆς βίας καὶ τὸν ἔκανε ἱερέα καὶ τὸν ἔφερε στὸ Καλαμάκι προσωρινά. Ὅμως ἔμεινε 25 χρόνια ἐκεῖ ὡς ἱερέας καὶ ἐργάσθηκε πάρα πολύ. Ἦταν  φιλακόλουθος καὶ ἀφιλάργυρος. Δὲν βάσταζε γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτα. Ὅ,τι εἶχε τὸ μοίραζε στοὺς πτωχούς, στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἐνῷ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι καλοὶ πνευματικοί, ἐν τούτοις  ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο πλῆθος κόσμου , νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ δεσπότης , ὅταν εἶδε ὅτι ὁ κόσμος ἐρχόταν, καραβάνια ὁλόκληρα γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴν Κόρινθο, τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Ἅγ. Γεώργιο πάνω ἀπὸ τὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐξομολογεῖ ἐκεῖ. Καὶ τὸν ἔκανε καὶ ἐξομολόγο του  (ὁ Δεσπότης). Δυὸ δεσποτάδες τὸν εἶχαν πνευματικό. Ἐκεῖ ἔμεινε πιὰ ὣς τὰ βαθιὰ γεράματα. Ἔλεγε, ὅταν ἦταν στὸ Καλαμάκι: «Ἅμα θὰ πεθάνω, θὰ μὲ πᾶτε στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο νὰ μὲ κηδεύσετε» . Γιατί εἶχε γκρεμιστεῖ τὸ ’28 ἡ ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὴν Παναγία στὸ Καλαμάκι καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν δεσπότη νὰ φτιάξουν τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ὁ δεσπότης εἶπε:  «π. Ἀγαθάγγελε…ἐδῶ δὲν ἔχουμε ἐνορίες…δὲν μποροῦμε νὰ φτιάξουμε τὸ ξωκκλήσι» . Ὁ π. Ἀγαθάγγελος εἶχε ἀδέλφια στὴν Ἀμερικὴ καὶ τοὺς ἔγραψε καὶ τοῦ ἔστειλαν λίγα χρήματα. Ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ἀσβεστοκάμινο καὶ ἔκανε πάλι τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους. Τὸν Ἅγιο τὸν εὐλαβεῖτο καὶ τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ εἶχε ἐπιθυμία νὰ κηδευτεῖ ἐκεῖ. Ὅταν ὅμως ἔφυγε γιὰ τὴν Κόρινθο, ἔπαυσε αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἔμαθε ὅτι στὸν Ἅγ. Χαράλαμπο ἦρθε μία μοναχή, ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ Ἄργος προερχόμενη. Καὶ ὁ π. Ἀγαθάγγελος ἦταν τότε στὸν Ἅγ. Γεώργιο, ἦταν πολὺ γέρος καὶ πήγαιναν οἱ χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦνε, νὰ ἐξομολογηθοῦν. Τὸν ἔβλεπαν σὲ αὐτὰ τὰ χάλια καὶ τὸν ἔλεγαν: «Γέροντα, νὰ φέρουμε τὸν ἀνηψιό σου νὰ σὲ πάρει, νὰ σὲ κοιτάξει;». «Ὄχι ,ἔλεγε, παιδί μου, ἔχει ὁ Θεὸς τὸν σκοπό του. Θὰ μοῦ στείλει τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ γηροκομήσει». Στέλνει λοιπόν, τὸν Ποζανίδη τὸν Πρόδρομο στὸν Ἅγ. Χαράλαμπο νὰ παρακαλέσει τὴν ἀδελφὴ Εὐλογία νὰ τὸν γηροκομήσει. Ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὴν γερόντισσά της γιὰ ἕναν σεβαστὸν γέροντα καὶ ἅγιον ἄνθρωπον καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν δεσπότη τὸν Μιχαὴλ ποὺ ἐξελέγη Ἀμερικῆς. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ τοῦ φιλήσει τὸ χέρι, ἔλεγε:  «Ἄχ, νὰ τὸν γνωρίσω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι, νὰ πάρω τὴν εὐχή του» . Ὅταν ἦρθε λοιπὸν ὁ κ. Πρόδρομος καὶ τῆς εἶπε νὰ γηροκομήσει τὸν π. Ἀγαθάγγελο, ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία σάστισε καὶ ἀπόρησε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ τὸ χέρι ζήτησα νὰ φιλήσω, ὄχι νὰ τὸν γηροκομήσω» , ὅμως εἶχε πολλὴ φτώχια. Δὲν εἶχε ποῦ νὰ μείνει· ἔμενε μέσα στὴ ἐκκλησία. Εἶχε φτιάξει πρόχειρα 2-3 κελλάκια , ἀλλὰ δὲν ἦταν περιποιημένα καὶ σκεπασμένα γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πάρει τὸν παππούλη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει τὸν δέχτηκε. Λέει (ὁ κ. Πρόδρομος) «εἶναι 101 ἐτῶν». Λέει (ἡ ἀδελφή) «ἅμα ἦταν νέος δὲν θὰ εἶχε τὴν ἀνάγκη τὴ δική μου». Τὸν πῆρε λοιπὸν ἡ γερόντισσα Εὐλογία, καὶ εἶπε νὰ φέρει λίγα πραγματάκια καὶ ροῦχα  νὰ σκεπάζεται. Τὸν ἔφεραν στὶς  19 Σεπτεμβρίου. Ὅταν τὸν φέρανε τὸν παππούλη ἤλπιζε ὅτι θὰ φέρουν καὶ ροῦχα τὴν ἴδια μέρα. Ἔφεραν ἕνα κρεβατάκι μὲ δυὸ σανίδες καὶ δυὸ σίδερα, ἕνα παλιὸ στρῶμα καὶ ἕνα παλιὸ χράμι. Τότε ἔκανε πολὺ νωρὶς χειμώνα, κρύο, βροχὲς καὶ ὑγρασίες. Τοῦ λέει: «Παππούλη, δὲν ἔχεις ἄλλο ροῦχο νὰ σκεπαστεῖς; κάνει κρύο». «Ὄχι παιδί μου -λέει- εἶχα καὶ ἕνα πάπλωμα ἀλλὰ μία φτωχιὰ χήρα δὲν εἶχε νὰ σκεπάσει τὰ παιδιά της καὶ τῆς τὸ ἔδωσα, γιατί τὰ παιδάκια ἦταν κρίμα νὰ ἀρρωστήσουν καὶ νὰ πεθάνουν. Ἐγὼ γέρος εἶμαι· δὲν ἔχω ἀνάγκη, ἂς πεθάνω». Καὶ ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία ἔγραψε στὰ ἀδέλφια της καὶ τῆς ἔστειλαν λίγα ροῦχα καὶ ἔτσι τὸν ἐβόλεψε.
Μετὰ ἔμαθε ὁ κόσμος γιὰ τὸν παππούλη ποὺ ἦταν, γιατί ὁ παππούλης εἶχε φήμη καὶ ἦταν πάρα πολὺ καλὸς καὶ ἐνάρετος καὶ τὰ εἶχε δώσει ὅλα γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Ὅταν ἦρθε στὴν ἀδελφὴ Εὐλογία, τῆς λέει: «Πάρτε αὐτὸ τὸ κουτάκι, ἦταν ἕνα κουτάκι ἀπὸ καμὲλ ποὺ βάφουν τὰ παπούτσια, ἔχει λίγα χρήματα μέσα ἂν περάσει κανένας  φτωχὸς νὰ δώσουμε ἐλεημοσύνη». Κοιτάζει ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία, τί νὰ δεῖ; Ἑπτὰ δραχμές. Τοῦ δίνει μὲ μία περιφρόνηση τὸ κουτὶ καὶ τοῦ λέει: « Ἐσὺ δὲν ἔχεις ροῦχα  νὰ κοιμηθεῖς Χριστιανέ μου, ἐλεημοσύνη θὲς νὰ κάνεις;». Ἀλλὰ μετὰ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε καὶ γνώρισε τὴν ἀξία τοῦ παππούλη. Καὶ ἔστειλε ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο ἀνθρώπους ποὺ τὸν βοήθησαν, τοῦ ἔφεραν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς προῖκες οἱ κοπέλες, σεντόνια, δῶρα, τροφές, τὰ πάντα γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Ἔκατσε ἕνα μήνα. Ἦταν ὄρθιος στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἢ τῆς λειτουργίας ὅταν σπανίως εἶχαν. Ἔπεσε κάποτε καὶ χτύπησε στὴ λεκάνη καὶ τὴν ἔσπασε, δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ κάνουν τίποτε· ἡλικία προχωρημένη. Καὶ ἔμεινε στὸ κρεβάτι πιά, κατάκοιτος ὀκτὼ χρόνια καὶ τὸν διακονοῦσε ἀόκνως ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία χωρὶς νὰ τὸν ἀφήσει οὔτε στιγμὴ ἀπεριποίητο. Τότε μὲ δύσκολες συνθῆκες ἔπλενε ἔξω, μέσα στὴ βροχὴ ἅπλωνε, γιατί δὲν εἶχε δύναμη νὰ φτιάξει τίποτα, στέγνωνε τὰ ροῦχα σὲ μία σόμπα μὲ ξύλα γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν περιποιηθεῖ. Ἀλλὰ ὁ γέροντας εἶχε τόσο εὐγένεια, τόσο καλὴ γλώσσα, τόσο ἐνάρετος ἦταν ποὺ εἶχε τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ τὴν εἶχε εὐχαριστήσει τὴν ἀδελφὴ Εὐλογία τόσο πολὺ ἡ συμπεριφορά του, καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ὅλη, καὶ τὸ ἱστορικό του ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸ ἔκανε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση χωρὶς νὰ γογγύσει γιὰ τὸ παραμικρό.
Ἦταν πολλὰ πράγματα ποὺ τῆς ἔλεγε, ὅπως «Ἐγὼ θέλω νὰ μεταλάβω. – Παππούλη μου, δὲν ἔχουμε παππᾶ, πῶς θὲς νὰ μεταλάβης; – Ἐγὼ θὰ μεταλάβω , δὲν θὰ μοῦ δώσεις τίποτα σήμερα νὰ φάω. – Μά!!! Παππούλη μου δὲν ἔχουμε παππᾶ, δὲν ἔχει τηλέφωνο νὰ εἰδοποιηθεῖ….γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κάνει λειτουργία. Ἐρχόταν ἕνα ποῦλμαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἕνας πατὴρ ἀπὸ τὸν Πειραιά, ὁ ὁποῖος εἶχε εἰδοποιήσει τὴν μητρόπολη ὅτι θὰ πάει στὸ Καλαμάκι, στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο νὰ λειτουργήσει καὶ εἰδοποίησε τὸν παππούλη νὰ μὴν φάει γιὰ νὰ μεταλάβει, ἀλλὰ ὁ παππούλης δὲν εἶχε τηλέφωνο καὶ ὅμως ἤξερε καὶ ἔλεγε ὅτι «δὲν θὰ φάω τίποτα καὶ θὰ κοινωνήσω σήμερα». Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ τὶς 7:30- 8:00 εἶδε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία ὅτι δὲν τρώει ὁ παππούλης τὸν πίεζε μὲ βία νὰ φάει, γιατί αὐτὴ εἶχε δουλειά. Τῆς λέει: «Ἐσεῖς πηγαίνετε, γερόντισσα, κάντε τὴ δουλειά σας, μὴν ἀνησυχεῖτε , ἐγὼ θὰ κοινωνήσω σήμερα». Βλέπει λοιπὸν ἀπὸ ἔξω ὅτι κατέβηκε ἕνα ποῦλμαν καὶ ἐρχόταν ὁ ἱερέας τρέχοντας νὰ προλάβει μήπως εἶχε φάει ὁ παππούλης γιὰ νὰ τὸν κοινωνήσει.
Πολλὲς φορὲς ἐρχόταν ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἔβλεπε καὶ νομίζοντας ὅτι χτυπάει τὸν σατανᾶ, χτυποῦσε τὴν ἀδελφὴ Εὐλογία, ἀλλὰ καταλαβαίνει ὅτι αὐτὸ ἦταν τοῦ σατανᾶ.
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ προγνώριζε καὶ προεῖπε, τρεῖς μέρες νωρίτερα, τὸν θάνατό του. Ἐπίσης καὶ σὲ παιδιὰ καὶ σὲ ἄλλους ἀρρώστους ποὺ ἔρχονταν στὸ Μοναστήρι νὰ πάρουν τὴν εὐχή του τοὺς φανέρωνε τί εἶχαν κάνει καὶ γνώριζε τὰ προβλήματά τους. Ἔλεγε γιὰ τὶς γυναῖκες, προφητεύοντας ὅτι θὰ φοροῦν παντελόνι. Καθὼς καὶ τί θὰ γίνονταν στὸ μέλλον. Τὰ πάντα! Στὴν ἀρχὴ ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία νόμιζε ὅτι τὰ ἔλεγε ἔτσι ἀπὸ τὸν πυρετὸ ἢ ἀπὸ ἀδιαθεσία καὶ τοῦ ἔλεγε: «Τί λέτε παππούλη, πῶς θὰ φορέσει ἡ γυναίκα παντελόνια; Δὲν εἴμαστε καλά». Κι ὅμως αὐτὰ ἀργότερα βγῆκαν ὅλα ἀλήθεια καὶ τότε κατάλαβε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία ὅτι ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔρχονταν λεωφορεῖα ὁλόκληρα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ τὴν συμβουλή του. Κάποτε ἦταν καὶ ἕνας -Θεὸς συγχωρές τον τώρα- θεολόγος ὁμιλητής, λαϊκὸς καὶ τοῦ εἶπε ὁ παπούλης ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ τί τοῦ εἶχε συμβεῖ. Τότε ἔμαθαν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἐρχόντουσαν μαζί του, ὁ σύλλογός του ὅτι ὁ θεολόγος ἦταν παντρεμένος καὶ ἡ γυναίκα τοῦ εἶχε σκοτώσει τὸ παιδί τους γιὰ νὰ φύγει μὲ τὸν φίλο της. Αὐτὸ ποὺ ἀποκάλυψε ὁ παππούλης καὶ αὐτὸς ὁ θεολόγος ἀπὸ τότε καὶ μετὰ ἐρχόταν συνέχεια ἐδῶ στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ παίρνει τὴν εὐχὴ τοῦ παππούλη καὶ γιὰ νὰ συμβουλεύει καὶ τὸν κόσμο (ὁ θεολόγος μέσῳ τοῦ παππούλη) γιὰ νὰ παίρνουν σωστὸ παράδειγμα. Ἔτσι ἔφτασε στὰ τελευταῖα της ζωῆς του. Εἶπε λοιπὸν ὁ π. Ἀγαθάγγελος στὴ μοναχὴ Εὐλογία: «Ἐγὼ θὰ φύγω σὲ τρεῖς μέρες· νὰ λάβεις τὰ μέτρα σου, γιατί εἶσαι μόνη». Δὲν εἶχε ὅμως τηλέφωνο νὰ εἰδοποιήσει κάποιον, ἦταν μόνη της. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἦρθε κάποιος χριστιανὸς καὶ εἰδοποίησε κάποιους. Πρίν ὅμως νὰ συμβεῖ αὐτὸ εἶδε ἕνα ὄνειρο ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία, ὅτι ἐδῶ στὴν αὐλή, κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα εἶχε πολλὰ μικρὰ κυππαρισάκια καὶ κελαηδοῦσαν πάνω, πάρα πολλὰ πολλὰ πουλάκια καὶ εἶχε πανσέληνο. Καὶ  ἔλεγε στὸν ὕπνο της ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία: «Δὲν ἔρχεται κανεὶς νὰ ἀκούσει αὐτὸ τὸ κελάηδημα; Τόσα πουλάκια ποῦ βρεθήκανε; Θεῖο εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα;». Καὶ τότε βλέπει ἕναν νεαρὸ νὰ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα μὲ ἕνα φάκελο στὴ μασχάλη, νὰ περνάει ἀπὸ μπροστά της κάνοντας ὑπόκλιση καὶ νὰ φεύγει μέσα στὸ κελλὶ τοῦ παππούλη νὰ κλείνει τὴν πόρτα. Ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία βλέποντας αὐτὸ τὸ πράγμα ἐστενοχωρήθηκε καὶ λέγει: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μπῆκε μέσα καὶ ἔκλεισε καὶ τὴν πόρτα;»· στὸν ὕπνο ὅλα αὐτά. Καὶ πῆγε στὸν παππούλη καὶ λέει «τί θέλετε κύριε;». Ἦταν γονατισμένος κοντὰ στὸ μαξιλάρι τοῦ (παππούλη)  καὶ τοῦ εἶχε ἀγκαλιάσει τὸ κεφάλι. «Μπήκατε μέσα καὶ κλείσατε  καὶ τὴν πόρτα». Τότε τῆς λέει ὁ νεαρός: «Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφὴ Εὐλογία, εἶμαι ὁ ἄγγελός του. Ἦρθα νὰ τὸν δῶ» καὶ λέει (αὐτή) στὸν ἄγγελο: «Νὰ σᾶς ἀφήσω νὰ συζητήσετε καὶ ἐγὼ νὰ βγῶ νὰ χαρῶ τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦνε». Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ σηκώθηκε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία νὰ τὸν περιποιηθεῖ καὶ τῆς λέει: «Σὲ τρεῖς μέρες θὰ φύγω. Μὴν τὸ παίρνετε  ἀψήφιστα». «Ποῦ θὰ πᾶς, τοῦ λέει, παππούλη,  ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι μας». «Λάθος κάνεις, δὲν εἶναι τὸ σπίτι μας ἐδῶ· τὸ σπίτι μας εἶναι στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἐδῶ εἴμαστε ταξιδιῶτες». Τοῦ λέει: «Ποιός σοῦ τὸ εἶπε παππούλη;». «Μοῦ τὸ εἶπε ὁ ἄγγελός μου. Μὲ εἰδοποίησε σὲ τρεῖς μέρες θὰ φύγω». Ἦταν Μάρτιος μήνας. Ὁ παππούλης εἶδε τὸ ὄνειρο Παρασκευὴ βράδυ, Σάββατο ξημερώματα καὶ ἡ Τρίτη μέρα ἦταν πλέον τὴ Δευτέρα 21 Μαρτίου. Τότε εἶπε στὴν ἀδελφὴ Εὐλογία νὰ φωνάξει μερικοὺς νὰ τῆς κάνουν λίγο συντροφιά, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ τὸ πίστευε καὶ δὲν τὸ πίστευε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία. Ἐφόσον ὅμως τῆς τὸ ἔλεγε μὲ πειστικότητα, ἐπῆρε ἀπόφαση, ἀφοῦ εἶχε δεῖ καὶ αὐτὴ τὸ ὄνειρο. Καὶ στὶς τρεῖς μέρες ἐκοιμήθηκε ὁ παππούλης. Τῆς ζήτησε ὅμως νὰ συγχωρεθοῦνε νὰ πάρει τὴν εὐχή της. Τῆς ἔλεγε: «Δῶσε μου τὰ χέρια σου νὰ τὰ φιλήσω, διότι αὐτὰ τὰ χέρια μὲ ὑπηρετῆσαν ὀκτὼ χρόνια, καὶ ὅσα τράβηξες ἐσὺ μαζί μου, δὲν τράβηξε ἡ μάνα ποὺ μὲ γέννησε». Τὴν εὐχαρίστησε καὶ κατόπιν εὐχαρίστησε τὰ μάτια του, τὴ μύτη του, τὸ στόμα του, τὰ αὐτιά του καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δημιουργία τῶν ἁπάντων καὶ μὲ τὴν εὐχὴ στὸ στόμα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» , ἔφυγε κλείνοντας τὰ μάτια του στὶς 21 Μαρτίου 1972 σὲ ἡλικία 104 ἐτῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἄρχισε πλέον εὐωδία ἀνεξίτηλος. Τὴν ἄλλη μέρα στὴν κηδεία ἐμυρόβληζε καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ὁ μακαρίτης  εἶπε: «Καὶ μυροβλήτη θὰ σὲ ὀνομάσωμεν», μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ Παντελεήμονα. Καὶ ὅταν τοῦ ἔβαλαν τὸ Εὐαγγέλιο πάνω στὸ φέρετρο, ἄνοιξε τὰ χέρια του ἀπὸ τὸ δέσιμο ποὺ εἶχαν καὶ ἔπιασε ἀγκαλιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶπε ὁ Δεσπότης: «Ἀφῆστε το νὰ τὸ πιάσει, διότι δὲν τὸ χόρτασε ἐδῶ στὴν γῆ». Κατόπιν ἔκαναν κενοτάφιο, τὸ χτισαν μέσα νὰ βρεθοῦν καθαρὰ τὰ λείψανά του. Καὶ ὄντως ἔτσι ἔγινε μετὰ ἀπὸ 36 χρόνια ποὺ ἔγινε ἡ ἀνακομιδή του. Σὲ πολὺν κόσμο εἶχε παρουσιαστεῖ καὶ τοὺς  εἶχε πεῖ: «Ζητῆστε μου ὅ,τι θέλετε· εἶμαι στὴν διάθεσή σας, ἔχω πολλὴ παρρησία στὸ Θεό». Σὲ πολλοὺς εἶχε κάνει θαύματα, εἶχε δώσει σὲ ἄτεκνες μητέρες παιδιὰ καὶ πολλὰ παιδάκια εἶχε κάνει καλά, μετὰ τὸν θάνατό του. Εἴπαμε τὸν  Δεσπότη νὰ κάνουμε ἐκταφὴ καὶ μᾶς εἰδοποίησε καὶ εἶπε ποιὰ μέρα νὰ κάνουμε τὴν ἐκταφή. Καὶ πράγματι ἔγινε ἡ ἐκταφὴ καὶ βρέθηκαν, τὸ καλυμμαῦχι του ἀκέραιο, ἡ γενεάδα του, τὰ μαλλάκια του καὶ τὰ ὀστά του σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση καὶ εὐωδίαζαν ἄρρητα.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘ρ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012

IERO ISYXASTHRIO

Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013

Ηλίας Μηνιάτης-Ένας μεγάλος Επτανήσιος

Ο Ηλίας Μηνιάτης γεννήθηκε στο Ληξούρι τση Κεφαλληνίας στα 1669.
Πατέρας του ήταν ο πρωθιερέας της πόλης και λόγιος Φραγκίσκος Μηνιάτης.
Σε ηλικία 10 χρόνων εστάλη σαν τρόφιμος στο Φλαγγινιανό Φροντηστήριο
 της Βενετίας.
 Η εξέλιξη του εκεί ήταν θεαματική.Ετσι σε ηλικία 20 χρόνων γίνεται 
δάσκαλος στο εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα.Συγχρόνως είναι και ιεροκήρυκας 
στον εκεί Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου.Όπου βρέθηκε η παρουσία του ήταν εντυπωσιακή,γιατί εκτός από τον λόγο του,χρησιμοποιούσε απλή γλώσσα και
 όχι ξύλινη με αποτέλεσμα να γίνεται κατανοητός από το εκκλησίασμα.
Μετά την Βενετία επέστρεψε και δίδαξε στην γενέτειρα του Κεφαλονιά.
Από εκεί κλήθηκε και συνέχισε στην Ζάκυνθο και μετά στην Κέρκυρα.
Το ίδιο  έγινε και στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε πάει ως σύμβουλος της εκεί Βενετικής πρεσβείας.
Από την Πόλη έφυγε για την Πελοπόννησο,όπου κήρυξε τον Λόγο του Θεού στο Ναύπλιο και στο Αργος.
Τελικά χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων το 1710.Εκεί δυστυχώς συνάντησε εχθρικό κλίμα λόγω της
Βενετικής εκπαίδευσης του και των στενών δεσμών με την Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου.
Δυστυχώς η εχθρότητα των ελλαδιτών σε κάθε τι  το Επτανησιακό υπήρχε και τότε.Εμείς οι Επτανήσιοι στην καταγωγή και στο πνεύμα δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ!
Πέθανε την 1η Αυγούστου του 1714 στην Πάτρα,το δε σώμα του παρέλαβε ο πατέρας του και το έθαψε στην γενέτειρα του
στο Ληξούρι.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἠλία Μηνιάτη τυπώθηκαν μετὰ τὸ θάνατό του.
Τὸ 1716 ἐξεδόθη στὴν Βενετία τὸ ἔργο του μὲ τίτλο «Διδαχαὶ εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Τεσσαρακοστὴν καὶ εἰς τὰς Κυριακὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ ἐπισήμους ἑορτὰς μετά τινων πανηγυρικῶν λόγων» μὲ ἐπιμέλεια τοῦ πατέρα του· ἀκολούθησαν 23 ἐκδόσεις τῶν Διδαχῶν μέχρι τὸ 1900, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει τὴν δημοτικότητα τοῦ ἔργου του στὸ ἀναγνωστικὸ κοινό. Ὄντως, τὸ βιβλίο αὐτὸ ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ δημοφιλέστερα λαϊκὰ ἀναγνώσματα τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰ.
Τὸ 1718 μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ πατέρα του ἐκδόθηκε ἡ «Πέτρα σκανδάλου», ἔργο ἱστορικὸ-δογματικό, ποὺ ἀναφέρεται στὸ σχίσμα Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο αὐτὸ κίνησε τὸ διεθνὲς ἐνδιαφέρον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ μεταφράστηκε στὰ λατινικὰ (1752), στὰ ἀραβικὰ (1721) καὶ στὰ ρωσικὰ (1754), συζητήθηκε ἐπίσης καὶ σχολιάστηκε πολύ.
Τὴν διατριβὴ αὐτὴ συνέγραψε ὁ μακαριστὸς συγγραφέας παρακινηθεὶς ἀπὸ κἄποιον ἄρχοντα (ἄγνωστο σ᾿ ἐμᾶς), ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πατέρα του, παπα-Φραγκίσκου Μηνιάτη, «θείῳ ζήλῳ κινηθεὶς παρά τινος ὀρθοδοξοτάτου αὐθέντου προσταχθεὶς» καὶ ὅπως καταγράφει καὶ ὁ ἴδιος στὸ πρῶτο μέρος τῆς διατριβῆς αὐτῆς «Ἐζήτησαν παρ᾿ ἐμοῦ, ἄρχων ἐνδοξώτατε καὶ εὐσεβέστατε νὰ μάθουν καταλιπῶς τί εἶναι ἐκεῖνο ὅπου χωρίζει τὰς δύο Ἐκκλησίας».
Ἔτσι, στὸ μὲν Α´ Βιβλίο (μέρος) τῆς διατριβῆς αὐτῆς ἀναφέρονται τὰ αἴτια καὶ γεγονότα τοῦ Σχίσματος τῶν Δυτικῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στὸ Β´ Βιβλίο, ἀνασκευάζονται βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἱερῶν Κανόνων καὶ Ἁγιοπατερικῶν συγγραμμάτων οἱ πέντε βασικὲς διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τοὺς Παπικοὺς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία.
Από τις Διδαχές του Ηλία Μηνιάτη
1, Δια να πλάση [] δεν είπε μόνον λόγον, μα έκαμε πρώτα ωσάν σκέψιν και βουλήν
2, Η εξομολόγησις: [] χωρίς πρόφασιν !
3, Το σήμερον είναι ιδικόν μου, το αύριον δεν ηξεύρω. Αν μετανοήσω,
ο θεός μου έταξε συγχώρησιν` αλλά δια να μετανοήσω, ο θεός δεν μου έταξε το
αύριον
4, Δεν είναι αληθινά συμέροντα όσα φαίνονται “συμφέροντα”.
5, Πληγωμένος, αιματωμένος, καταφρονημένος [] ο θεός μου !
6, Ομολογούμεν πως είμεσθεν θνητοί, πλην όμως πράττομεν [] ωσάν να
είμασθεν αθάνατοι
7, Κανένα [] τόσον βέβαιον ωσάν ο θάνατος. [] όλα τα άλλα [] αβέβαια.
8, Ένα από τα δυό: ή, αν θέλης να το κάμης, πρέπει να το κάμης το γληγορώτερον, ή, αν δεν θέλης
να το κάμης τ ώ ρ α, είναι σημάδι πως δεν θέλεις να το κάμης π ο τ έ !…
9, Του ανθρώπου η συνείδησις κάνει την κατηγορίαν και την απόφασιν.

10, Ο φρόνιμος ζωγράφος, ο οποίος, γιατί ελογίασε πράγμα αδύνατον να ζωγραφίση το πρόσωπον της Ελένης,
όπου ήτον εν συντομία όλον το κάλλος της φύσεως, το εζωγράφισε σκεπασμένον με ένα κάλυμμα,
αφήνοντας να συλλογισθή ο νους εκείνο όπου δεν ηδύνατο να περιγράψη το χέρι…
11, Η κρίσις του θεού ομοιώνεται με την ιδικήν μας προαίρεσιν.
12, Αν έγινες σκεύος τιμής, ημπορείς να καταστασθής σκεύος ατιμίας` και πάλιν,
από σκεύος ατιμίας να μετασχηματισθής εις σκεύος τιμής. []
13, Ευκολώτερα παδαίδομεν [] την ζωήν παρά την εξουσίαν.
14, Σας έλειψε μίαν φοράν η θέλησις; Θέλει σας λείψει μίαν φοράν και η χάρις !.. []
15, …Και θεός: η κοιλιά !.. Έχασε τον [] κόσμον ο κόσμος !.. Τόσον [] το σκότος, όση η ανοία !
Τόση η αχλύς, όση η αγνωσία !
16, Το γάλα της μητρός, όσο περισσότερον δίδεται τόσο περισσότερον πληθαίνει` αν κρατηθή,
ξηραίνεται και χάνεται. Όσον δίδεις, τόσον περισσεύει εκείνο όπου δίδεις !..
17, Οι χριστιανοί [] α γ α π ο ύ σ ι την κόλασίν τους
18, Μη στραφής να ιδής την [] αμαρτίαν, ωσάν την αφήσης !..[]
…Από ημέραν εις ημέραν [] χονδρότερα τα σχοινία σου !…[]
Δεν ημπορείς να [] λύσεις με συλλογισμούς ; .. Κόψε [] με [] σπαθί [] α π ο φ ά σ ε ω ς !..
19, Πίστης νεκρά, χωρίς έργα
20, Ελπίζω [] ο [] λόγος να σας φαίνεται πολλά σκληρός ! Κοντάρι οξύ
όπου σας λαβώνει την καρδίαν - μα τι να κάνωμεν ; Όταν είναι σεσηπωμένη
η πληγή, δεν χρειάζονται μαλακτικά ελαφρά, μα χρειάζεται φωτιά και σίδηρος !
Και εις την υπόθεσίν μας δεν χρειάζονται λόγια κολακευτικά και γλυκά,
μα πίκρα και φοβέρα !

Εδώ,Εδώ και Εδώ

ΠΕΤΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟΥ
ΗΤΟΙ
Διασάφησις τῆς Ἀρχῆς,
καὶ αἰτίας τοῦ σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν,
Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

Τὰ κατὰ Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας/ΕΔΩ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...