Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 13, 2023

Η ζωή του χριστιανού είναι κατ’ ουσίαν πορεία οπίσω του Χριστού.

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Αγίου Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ

Η ζωή του χριστιανού είναι κατ’ ουσίαν πορεία οπίσω του Χριστού: «Τί προς σε (οιοσδήποτε και εάν είναι ο άλλος); Συ ακολούθει Μοι» (πρβλ. Ιωάν. 21,22). Ως εκ τούτου έκαστος πιστός θα επαναλάβη εις τον ένα ή τον άλλον βαθμόν την οδόν του Κυρίου, αλλ’ ουχί δια της ιδίας αυτού δυνάμεως θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν, ίνα πορευθή εις Γεθσημανή και περαιτέρω εις Γολγοθάν: «… ότι χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (πρβλ. Ιωάν. 15,5). Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν, εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού.

Ούτως ηυδόκησε περί ημών ο Πατήρ ο ουράνιος: Πάντες οι γηγενείς οφείλουν «να άρουν τον σταυρόν αυτών», ίνα κληρονομήσουν ζωήν αιώνιον (πρβλ. Ματθ. 16,24-25). Οι εκκλίνοντες από της σταυροφορίας ταύτης δεν θα εκφύγουν την δουλείαν των παθών και θα «θερίσουν εκ της σαρκός φθοράν» (πρβλ. Γαλ. 6,8 και Ρωμ. 8,13). Η προς τον Θεόν και τον πλησίον εντεταλμένη αγάπη είναι πλήρης βαθέων παθημάτων, αλλά ταύτα συνοδεύει παράκλησις ουράνιος (πρβλ. Μάρκ. 10,29-30): Την ψυχήν ζωοποιεί η ειρήνη εκείνη, την οποίαν έδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους προ της αναβάσεως Αυτού εις τον Γολγοθάν. Όταν δε το πνεύμα του ανθρώπου εισαχθή εις την σφαίραν της φωτοφόρου αγάπης του Θεού και Πατρός ημών, τότε επιλανθάνεται πάντων των πόνων, και η ψυχή ανερμηνεύτως μακαριούται (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3)….

«Και Αυτός (ο Ιησούς) απεσπάσθη απ’ αυτών (των μαθητών) ωσεί λίθου βολήν, και θεις τα γόνατα προσηύχετο λέγων: Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το Ποτήριον απ’ Εμού! … Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,42-44).

Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». Εν τούτοις ανάλογον τι απαραιτήτως τελείται και μεθ’ ημών καθώς Αυτός  Ούτος είπε: «Το Ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε» (Μάρκ. 10,39). Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες, αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών…

Πάσαι εν γένει αι αντιδράσεις του Πνεύματος του Χριστού, προς πάντα τα πέριξ ημών τελούμενα, διαφέρουν βαθέως – συχνάκις δε είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι – προς το πνεύμα των τέκνων του κόσμου τούτου. Ιδού έν παράδειγμα: Ενώ ο Ιούδας εξήρχετο του Υπερώου της Σιών, ίνα παραδώση τον Κύριον εις σταύρωσιν, την ώραν εκείνην ήνοιξε το στόμα ο Ιησούς και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ» (Ιωάν. 13,31). Ούτω, λοιπόν, παρατηρούμεν εν τω Ευαγγελίω ότι ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. Και όστις θέλει να γνωρίζη περί του μυστηρίου τούτου, έστω και εκ μέρους, ούτος οφείλει να άρη επί των ώμων τον σταυρόν αυτού και να παραδοθή τελείως εις το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Και δεν υπάρχει εισέτι τέλος εις την σύγκρουσιν μεταξύ του Χριστού και του κόσμου τούτου…

Εκτός της οδού ταύτης ουδείς θα δυνηθή να «πληρωθή εις πάν το πλήρωμα του Θεού». Ενταύθα κρεμάμεθα επί σταυρού, έστω και εισέτι αοράτου.

Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί Προσευχής, έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1991

Μεγάλη Παρασκευή: Ο Σταυρός π. Αλέξανδρος Σμέμαν



Από το φως της Μεγάλης Πέμπτης – με το Μυστικό Δείπνο: την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας – μπαίνουμε στο σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής, στην ημέρα δηλαδή του Πάθους του Κυρίου, του Θανάτου και της Ταφής Του.Στην πρώτη Εκκλησία αυτή η ημέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, ονομαζόταν «Πάσχα του Σταυρού». Πραγματικά, αυτή η ημέρα, είναι η αρχή της Διάβασης, του Περάσματος, του οποίου το βαθύτερο νόημα θα μάς αποκαλυφθεί σιγά – σιγά, πρώτα στη θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου και Ευλογημένου Σαββάτου και ύστερα, στη χαρά της Αναστάσιμης Ημέρας. 
Ας δούμε πρώτα τι είναι αυτό το Σκοτάδι. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι απλά και μόνο συμβολικό ή αντικείμενο ανάμνησης. Πολύ συχνά, όταν συμμετέχουμε στις όμορφες και κατανυκτικές ακολουθίες αυτής της ημέρας, νιώθουμε την επιβλητική θλίψη που τις διακατέχει, αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε και κάποιο αίσθημα αυτοθαυμασμού και αυτοδικαίωσης. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια κάποιοι «κακοί» άνθρωποι θανάτωσαν το Χριστό. Σήμερα εμείς, οι «καλοί» Χριστιανοί, στολίζουμε πολυτελείς Τάφους στις Εκκλησίες μας! Δεν είναι αυτό τρανό σημάδι της καλοσύνης μας;... Ναι, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή δεν ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το παρελθόν. Δεν είναι μια απλή ανάμνηση γεγονότων, αλλά είναι ημέρα που αποκαλύπτεται η Αμαρτία και το Κακό, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί ν’ αναγνωρίσουμε την τραγική πραγματικότητά τους και τη δύναμή τους στον «κόσμο τούτο». Γιατί η Αμαρτία και το Κακό δεν εξαφανίστηκαν, αλλά, αντίθετα, αποτελούν ακόμα το βασικό νόμο του κόσμου και της ζωής μας. Αλλά μήπως και μεις, οι αυτοκαλούμενοι Χριστιανοί, συχνά δεν έχουμε τη λογική του κακού που είχαν οι Αρχιερείς των Εβραίων, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Ρωμαίοι στρατιώτες και όλο εκείνο το πλήθος που μισούσε, βασάνιζε και φόνευε τον Χριστό; 
Ποια στάση θα κρατούσαμε άραγε αν ζούσαμε στα Ιεροσόλυμα την εποχή του Πιλάτου; Αυτή είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στον καθένα μας μέσα από τις λέξεις των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής. Τούτη η ημέρα είναι πραγματικά η «ημέρα του κόσμου τούτου», κρίνεται ο κόσμος μας, αληθινά και όχι συμβολικά, και καταδικάζεται. Είναι μια πραγματική και όχι τελετουργικά καταδίκη της ζωής μας... Είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύσης «του κόσμου τούτου» που προτίμησε τότε, αλλά και τώρα συνεχίζει να προτιμάει, το σκοτάδι αντί το φως, το κακό αντί το καλό, το θάνατο αντί τη ζωή. Έχοντας καταδικάσει τον Χριστό σε θάνατο ο «κόσμος τούτος» καταδίκασε ταυτόχρονα και τον εαυτό του σε θάνατο. Στο μέτρο που και μεις αποδεχόμαστε το πνεύμα του «κόσμου τούτου», την αμαρτία του, την προδοσία του κατά του Θεού, είμαστε και μεις επίσης καταδικασμένοι. Αυτό είναι το πρώτο και φοβερά ρεαλιστικό νόημα της Μεγάλης Παρασκευής: μια καταδίκη σε θάνατο... 
Αλλά αυτή η ημέρα, οπότε φανερώθηκε και θριάμβευσε το Κακό, είναι επίσης και ημέρα Λύτρωσης. Ο Θάνατος του Χριστού αποκαλύπτεται σωτήριος για μάς, γίνεται πηγή λύτρωσης. Και είναι αυτός ο Θάνατος σωτήριος γιατί είναι η πλήρης, η τέλεια και η υπέρτατη Θυσία. Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει το Θάνατό Του στον πατέρα Του, τον προσφέρει επίσης και σε μάς. Στον πατέρα Του γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να «πατήσει» (να καταστρέψει) το θάνατο, να σώσει τους ανθρώπους από το θάνατο. Αυτό είναι και το θέλημα του πατέρα: οι άνθρωποι να σωθούν από το θάνατο δια του θανάτου. Σε μάς προσφέρει ο Χριστός το Θάνατό Του γιατί στην πραγματικότητα ο Χριστός πεθαίνει αντί για μας. Ο θάνατος είναι ο φυσικός καρπός της αμαρτίας, είναι η τιμωρία σαν φυσική συνέπεια της αποστασίας. Ο άνθρωπος διάλεξε να αποξενωθεί από τον Θεό, αλλά μη έχοντας ζωή αφ’ εαυτού του, πεθαίνει. Στον Χριστό δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει θάνατος. Δέχεται όμως να πεθάνει για μάς, μόνο και μόνο γιατί μάς αγαπάει. Προσλαμβάνει και μοιράζεται μαζί μας την ανθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει επάνω Του την τιμωρία (θάνατος) που η ανθρώπινη φύση έχει να πληρώσει, γιατί ο Χριστός προσλαμβάνει ολόκληρη τη φύση μας μαζί με το φορτίο του ανθρώπινου ξεπεσμού. Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με μάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. Ο Θάνατος Του, λοιπόν, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση, δηλαδή ο θάνατος γίνεται το τέλος της αποξένωσης από τον Θεό και της μοναξιάς. Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή... 
Τελικά, ο Θάνατος του Ιησού Χριστού είναι σωτήριος θάνατος επειδή εκμηδενίζει την πηγή του θανάτου: το Κακό. Ο Χριστός δέχεται το θάνατο από αγάπη για τον άνθρωπο, και προσφέρει τον Εαυτό Του στους φονευτές Του, οι οποίοι κερδίζουν φαινομενικά τη νίκη. Όμως στην ουσία αυτή η νίκη είναι η ολοκληρωτική και αποφασιστική ήττα του Κακού. 
Για να θριαμβεύσει το Κακό θα πρέπει να εκμηδενίζεται το Καλό και να αποδεικνύει το Κακό σαν τέλεια αλήθεια για τη ζωή, να δυσφημίζεται το Καλό και, με μια λέξη, να φανερώνει το Κακό την υπεροχή του. Αλλά ύστερα από όσα έπαθε ο Χριστός, είναι ο μόνος που θριαμβεύει. Το Κακό δεν έχει την παραμικρή δύναμη επάνω Του, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να δεχτεί το Κακό σαν αλήθεια. Έτσι με τον Χριστό η υποκρισία αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπό της σαν υποκρισία, ο φόνος σαν φόνος, ο φόβος σαν φόβος, και καθώς ο Ιησούς Χριστός σιωπηλά πορεύεται προς το Σταυρό και το Τέλος, η ανθρώπινη τραγωδία φτάνει στην αποκορύφωσή της. Ο θρίαμβος του Χριστού, η νίκη Του κατά του Κακού, η δόξα Του γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή. Βλέπουμε δε σταδιακά αυτή τη νίκη να την αναγνωρίζουν, να την ομολογούν και να την διακηρύσσουν πρώτα η γυναίκα του Πιλάτου, ύστερα ο συσταυρωμένος ληστής και ο κεντηρίωνας. Και καθώς ο Χριστός πεθαίνει στο Σταυρό, αφού αποδέχτηκε ολόκληρη τη φρίκη του θανάτου: την απόλυτη μοναξιά («Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»), δεν έμεινε παρά να ακουστεί η τελευταία ομολογία: «αληθώς Θεού Υιός ην ούτος»... Αυτός, λοιπόν, είναι ο Θάνατος, αυτή είναι η Αγάπη, η Υπακοή και η πληρότητα της Ζωής που καταστρέφει ό,τι έκανε το θάνατο παγκόσμιο μοιραίο προορισμό. «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη...» (Ματθ. 27, 53). Ήδη αρχίζει να ακτινοβολεί η ανάσταση... Αυτό είναι το διπλό μυστήριο της ημέρας αυτής, της Μεγάλης Παρασκευής, και οι ακολουθίες με τους υπέροχους ύμνους το αποκαλύπτουν και μάς καλούν να συμμετέχουμε σ’ αυτό. 
Στους ύμνους της ημέρας αυτής βλέπουμε από τη μια μεριά τη διαρκή έμφαση στο πάθος του Χριστού σαν την αμαρτία των αμαρτιών, το έγκλημα των εγκληματιών. Στον Όρθρο, που γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια των Παθών του Κυρίου. (Συνηθίζουμε να λέμε έτσι δώδεκα Ευαγγελικά αναγνώσματα διαλεγμένα από τα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών της Καινής Διαθήκης). Τα δώδεκα, λοιπόν, αυτά Ευαγγελικά αποσπάσματα μάς βοηθούν να παρακολουθήσουμε βήμα με βήμα όλα τα πάθη του Χριστού. Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί διαβάζονται οι Ώρες στη θέση της Θείας Λειτουργίας. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η μοναδική ημέρα του έτους κατά την οποία δεν τελείται Θεία Λειτουργία. Και αυτό ακόμα δείχνει πως το Ιερό Μυστήριο της Παρουσίας του Χριστού (η Θεία Ευχαριστία) δεν ανήκει στον «κόσμο τούτο», στον κόσμο της αμαρτίας, του σκότους και του θανάτου, αλλά είναι το Μυστήριο του «κόσμου που έρχεται». Μετά τις Ώρες ακολουθεί ο Εσπερινός και στο τέλος γίνεται η Αποκαθήλωση του Κυρίου από το Σταυρό και ο ενταφιασμός Του. 
Οι ύμνοι, στις ακολουθίες αυτές, και τα αναγνώσματα είναι γεμάτα από σοβαρές κατηγορίες εναντίον αυτών που με τη θέλησή τους και ελεύθερα αποφάσισαν να φονεύσουν τον Χριστό δικαιολογώντας αυτόν το φόνο με τη θρησκεία τους, την υπακοή στην πολιτεία τους και για λόγους πρακτικούς ή για λόγους επαγγελματική υπακοής. 
Από την άλλη μεριά βλέπουμε, στους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής, τη θυσία της αγάπης που προετοιμάζει την τελική νίκη, να είναι επίσης παρούσα εντελώς από την αρχή. Το πρώτο από τα δώδεκα Ευαγγέλια του Όρθου (Ιω. 13, 31 -18, 1) αρχίζει με τη γεμάτη ιεροπρέπεια αναγγελία του Χριστού: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ». Στο παρακάτω στιχηρό –ένα από τα τελευταία του Εσπερινού της ημέρας- διαφαίνεται καθαρά η ανατολή του φωτός, ζωντανεύει η ελπίδα και η βεβαιότητα ότι «με το θάνατο θα νικηθεί ο θάνατος...». 
«Ότε εν τω τάφω τω κενώ, 
υπέρ του παντός κατετεθής, 
ο Λυτρωτής του παντός, 
Άδης ο παγγέλαστος, ιδών σε έπτηξεν 
οι μοχλοί συνετρίβησαν, 
εθλάσθησαν πύλαι, 
μνήματα ανοίχθησαν, νεκροί ανίσταντο. 
Τότε ο Αδάμ ευχαρίστως, χαίρων ανεβόα σοι 
Δόξα τη συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.» 
Όταν στο τέλος του Εσπερινού μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και αφού γίνει η αποκαθήλωση, βάζουμε στο κέντρο του ναού τον Επιτάφιο με την εικόνα του Κυρίου στον τάφο, όταν πια η μεγάλη αυτή ημέρα βρίσκεται στο τέλος, ξέρουμε ότι και μεις βρισκόμαστε στο τέλος της μακράς ιστορίας της σωτηρίας και της λύτρωσης. Η Έβδομη Ημέρα, «Ημέρα της αναπαύσεως», το ευλογημένο Σάββατο έρχεται. Μαζί του έρχεται η αποκάλυψη του Ζωηφόρου Τάφου... 

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2023

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστὴς ὁ ἐν Καλαβρίᾳ, ὁ γιός τῆς αἰχμάλωτης τῶν Σαρακηνῶν!... (24 Φεβρουαρίου)

 


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Πάνορμο τῆς Σικελίας. Ἡ μητέρα του ἦταν αἰχμάλωτη Ὀρθόδοξη Χριστιανὴ στὸ παλάτι τοῦ τοπικοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος, ποὺ τὴν εἶχε ὡς σύζυγό του καὶ ὀνομαζόταν Καλλίστη.

 

Ὁ Ὅσιος μεγάλωνε σύμφωνα μὲ τὰ ἤθη τῶν Σαρακηνῶν. Μόνο ἡ μητέρα του τοῦ μιλοῦσε μυστικὰ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, τοῦ φανέρωσε τὴν ἀληθινή του πατρίδα, τὴν Καλαβρία καὶ τὸν προέτρεψε νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος. Στὴ συνέχεια ἡ εὐλαβὴς Καλλίστη ἀσπάσθηκε τὸ παιδί της καὶ τοῦ ἐπέδωσε τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν ὁποῖο φύλασσε κρυφὰ καὶ ἦταν ἡ μόνη της παρηγοριὰ στὶς θλίψεις τῆς ὁμηρίας. 

 

Ὁ Ὅσιος διέφυγε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν καταδίωξη τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἀποβιβάσθηκε στὴν ἀκτὴ τοῦ Στύλου, ὅπου καὶ βαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του. Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.

 

Ὁ Ἰωάννης πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ζητοῦσε ἐξηγήσεις γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες ποὺ ἔβλεπε. Βλέποντας δίπλα στὸν Χριστὸ τὸν Ἅγιο Προφήτη καὶ Βαπτιστὴ Ἰωάννη, ἐρώτησε: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἅγιος ποὺ εἶναι ντυμένος μὲ δέρμα καμήλας;». Τοῦ ἀπάντησαν: «Εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ προφήτης ποὺ ἔζησε στὴν ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βάπτισε τὸν Χριστό μας στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη. Νὰ τὸν μιμηθεῖς, γιατί ἔχεις τὸ ὄνομά του». Ἀκούγοντας τὸν βίο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Ἰωάννης γέμισε ὅλος ἀπὸ θεῖο πόθο καὶ παρακάλεσε τὸν Ἐπίσκοπο νὰ τοῦ δείξει ἕναν ἐρημικὸ τόπο ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ψυχή του. 

 

Ἐκεῖνος τότε τοῦ ὑπέδειξε ἕνα ἀρχαιότατο μοναστήρι σὲ μία δασώδη κοιλάδα, ἀνάμεσα στοὺς ποταμοὺς Ἄσση καὶ Στύλαρο.  Αὐτὸς πῆγε ἐκεῖ καὶ βρῆκε δύο Ἁγίους μοναχούς, τὸν Ἀμβρόσιο καὶ τὸ Νικόλαο. Ἐκεῖνοι στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀρνητικοὶ καὶ τὸν ἄφησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, μέχρι πού, θαυμάζοντας τὴν σταθερότητά του καὶ τὴν ἐπιμονή του, τὸν δέχθηκαν κοντά τους, γιὰ νὰ ἀρχίσει τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ νὰ φθάσει σὲ ὕψη ἁγιότητος.

 

Κάποτε στὸ Ροβιάνο, ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Μοναστεράτσε, ἦταν ἕνας εὐεργέτης ποὺ κάθε χρόνο, μετὰ τὸ θερισμό, ἔδινε λίγο στὸ μοναστήρι. Τὸν μῆνα Ἰούνιο ὁ Ἰωάννης πῆγε νὰ τὸν βρεῖ, παίρνοντας μαζί του καὶ ἕνα μικρὸ παγοῦρι κρασί. Καθὼς διάβαινε ἀνάμεσα στὰ χωράφια, οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν περιπαίζουν, ἀλλὰ ὁ πρᾶος Ἰωάννης τοὺς πλησίασε καὶ ἔδωσε σὲ ὅλους νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε. Ὅλοι ἔτρωγαν τὸ ψωμὶ καὶ ἔπιναν κρασί, ἀλλὰ τὸ ψωμὶ δὲν τελείωνε, οὔτε ἄδειαζε τὸ παγοῦρι. 

 

Μόλις τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Ὅσιος γονατιστὸς εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ὅταν ξαφνικὰ σκοτείνιασε ὁ οὐρανός, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι καὶ μία μπόρα ἔπεσε στὸν κάμπο. Οἱ θεριστὲς ἔτρεξαν νὰ προστατευθοῦν. Μόνο ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος. Μόλις κόπασε ἡ βροχή, γύρισαν οἱ θεριστὲς γιὰ τὴν δουλειά τους καὶ βρῆκαν θερισμένα ὅλα τὰ στάχυα, δεμένα στὴν σειρὰ δεμάτια καὶ στεγνά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Θεριστής.

 

Ὁ Ὅσιος προεῖπε τὴν κοίμησή του, τὸ δὲ τίμιο λείψανο αὐτοῦ κατέστη πηγὴ θαυμάτων καὶ ἰάσεων παντοδαπῶν, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ Φράγκοι κατακτητές, ἀνήγειραν μετὰ τοῦ πιστοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ μεγαλοπρεπὴ ναὸ πρὸς τιμήν του. Ἀπὸ τότε, ὅμως, ἄρχισε ὁ ἐκλατινισμὸς τῆς περιοχῆς καὶ ἔτσι οἱ τελευταῖοι Λατῖνοι μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὴ μονὴ καὶ μετέβησαν στὸν Στῦλο φέρνοντας ἐκεῖ μαζί τους, ὅπου καὶ σῴζονται μέχρι σήμερα, τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου καὶ τῶν Ἁγίων Ἀμβροσίου καὶ Νικολάου, τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.

 
Ἡ ἱστορία δὲν διέσωσε τὴν ἀκριβὴ ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἀναπαύθηκε στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ παράδοση θέλει τὴν ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου αὐτὴ τὴν ἡμέρα, μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν ἕνας πρόδρομος τῆς σωτηρίας, ἕνας νέος πρόδρομος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ἀπολυτίκιον (& εικόνα από εδώ)

Τὴν λαμπράν κατέλειψας νῆσον Σικελῶν, ἐπαρχίαν ὄλβιον πατρός, καὶ ταῖς μητρὸς πιστῆς παραινέσεσι, τὴν Καλαβρίαν δὲ ἁγίαν κατέλαβες, Ἰωάννη Πάτερ ἡμῶν, διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον

πηγή

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή» (κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄), ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων».

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας».

πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2023

ΠΡΙΝ ΜΕ ΒΡΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ἡμάρτηκα ὑπέρ πάντας ἀνθρώπους ὁ ἄθλιος, καί ἀμετανόητα ὡς Μανασσῆς ἐπλημμέλησα˙ τρόπους μετανοίας μοι ποίησον, Κύριε, πρίν με λύσῃ θάνατος» (ωδή δ΄ Τριωδίου Πέμπτης της Τυρινής).

(Αμάρτησα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους ο άθλιος και έπεσα χωρίς μετάνοια σε πλημμελήματα σαν τον Μανασσή. Γι’ αυτό, Κύριε, πριν με διαλύσει ο θάνατος κάνε με να ακολουθήσω τους δρόμους της μετάνοιας).

Είναι η κραυγή του γνησίως μετανοούντος, όπως την καταγράφει ο πράγματι γνήσιος εργάτης της μετανοίας άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος. Ποια τα στοιχεία της γνήσιας αυτής μετάνοιας; Η συναίσθηση πρώτον των αμαρτιών του. Ο πιστός αισθάνεται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αθλιότητας. Όχι γιατί είναι φτωχός υλικά ή δεν έχει «πρόσωπο» στην κοινωνία - ένα είδος «Αθλίων» του Ουγκώ – αλλά γιατί δεν βλέπει τίποτε καλό στον εαυτό του: είναι φτωχός από πλευράς πνευματικής, τόσο που μοιάζει με τον βασιλιά των Ιουδαίων Μανασσή που διακρινόταν για την κακότητά του, τις αδικία του, την ειδωλολατρία του. Και μάλιστα φτάνει στο σημείο να κατατάσσει τον εαυτό του στον «πάτο» των αμαρτωλών. «Αμάρτησα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους»! Αλλά γι’ αυτό ακριβώς και επισημαίνεται εδώ η μεγάλη χαρισματική κατάσταση στην οποία ζει. Διότι για να δει κανείς τον εαυτό του αμαρτωλό και μάλιστα χειρότερο όλων απαιτείται ιδιαίτερος φωτισμός από τον Θεό, ένας φωτισμός που ανοίγει τα μάτια για να καταλάβει τα πραγματικά όρια της κτιστότητάς του. Αυτό δεν είπε και ο Κύριος; «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε». Από μόνος του ο άνθρωπος είναι ένα «τίποτε». Γιατί δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε καλό. Ο σύγχρονός μας όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης το εξέφραζε, ως γνωστόν, με τον μοναδικό δικό του τρόπο: «Αυτό που έχω δικό μου είναι ό,τι κατεβάζει η…μύτη μου!» Άλλωστε ο Κύριος πάλι, αυτόν τον άνθρωπο πρώτα από όλους μακάρισε: αυτόν που αισθάνεται την πνευματική του φτώχεια. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των Ουρανών». Είναι το πνευματικό ύψος του αποστόλου Παύλου, ο οποίος με πλήρη επίγνωση ομολογούσε: «Ο Χριστός ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Οπότε, για την πίστη μας ο πνευματικός αγώνας εκεί είναι προσανατολισμένος: να φτάσουμε στην όραση του αληθινού εαυτού μας˙ να βλέπουμε τον άδη μας και τα μαύρα χάλια μας!

Η παραπάνω χαρισματική κατάσταση της αληθινής θέασης του εαυτού μας ισχύει όμως, κι είναι το δεύτερο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος, όταν συνυπάρχει με την ελπίδα στον Χριστό. Σ’ Αυτόν προστρέχει ο πιστός για να του δώσει τη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια δεν είναι κτήμα δικό μας. Βιώνεται από εμάς όταν ο Κύριος δει την καλή μας διάθεση και μας την παρέχει ως δώρο. Όπως το ομολογούμε παρακλητικά διαρκώς στην Εκκλησία μας τις Σαρακοστές: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, ζωοδότα», άνοιξέ μου, ζωοδότη Κύριε, τις πύλες της μετάνοιας. Είναι καρπός συνέργειας Θεού και ανθρώπων η μετάνοια. Κι όχι μόνο τούτο. Ο σοφός υμνογράφος κάνει και δύο ακόμη σημαντικές παρατηρήσεις: η μετάνοια έχει πολλούς τρόπους – μπορεί κανείς να αλλάξει ζωή και να σχετιστεί με τον Κύριο από όποιον δρόμο είναι προσφορότερος προς εκείνον. Είτε λέγεται προσευχή ο δρόμος αυτός είτε πένθος και δάκρυα είτε στεναγμός βαθύς της ψυχής είτε καταβολή κόπου και ασκητικής προσπάθειας, όλα αυτά και πολλά άλλα συνιστούν δωρεές του Κυρίου στις ψυχές που τελικώς στρέφονται προς Αυτόν και ζητούν το έλεός Του. Κι ακόμη: σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ το σπουδαιότερο όπλο του ανθρώπου για να προκληθεί στη μετάνοια˙ τη μνήμη του θανάτου. Πράγματι, η υπενθύμιση στον εαυτό μας ότι δεν είμαστε αιώνιοι στον κόσμο τούτο κι ότι έρχεται το τέλος το οποίο μάλιστα είναι άδηλο – μπορεί η κάθε ώρα και ημέρα μας να είναι και η ώρα κλήσεως φυγής μας από εδώ – δεν λειτουργεί για τον σοβαρά σκεπτόμενο και έχοντα λίγη πίστη άνθρωπο ως το όριο που τον κινητοποιεί να μετανοήσει, να δει τον εαυτό του και να πάρει τον δρόμο επιστροφής προς τον Κύριο; Κι είναι τούτο ό,τι σημαντικότερο για τη ζωή μας. Διότι ο Χριστός μας αυτό καθόρισε ως τρόπο ζωής με τον ερχομό Του: «Μετανοείτε. Γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού». Τελικώς υπάρχουν πολλοί δρόμοι μετανοίας, πολλά μονοπάτια για να την περπατήσει κανείς, αλλά δεν παύει όμως να αποτελεί τον ένα δρόμο της αληθινής ζωής, τον μονόδρομο για τον κάθε πιστό.

πηγή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2023

Ο ΣΩΣΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

Του π. Δ. Μπόκου / Πέρα από το άτομο

Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι: «Τὸ ρόδον ἀκμάζει βαιὸν χρόνον» (ἀνθίζει γιὰ πολὺ λίγο χρόνο). Ἂν ὅμως τὸ ψάχνεις μετὰ τὴν περίοδο τῆς ἀνθοφορίας του, «εὑρήσεις οὐ ρόδον, ἀλλὰ βάτον». Θὰ βρεῖς μόνο τὰ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς.

Τί μᾶς λέει τὸ σοφὸ γνωμικό; Ὅτι ὁ χρόνος δὲν μᾶς περιμένει. Γιὰ νὰ κάνουμε κάτι, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε στὸν καιρό του. «Καιρὸς παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν». Γιὰ κάθε πράγμα ὑπάρχει ὁ σωστὸς χρόνος. «Τοῖς πᾶσι χρόνος». Ὑπάρχει καιρὸς τῆς σπορᾶς καὶ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἀντιστρέψουμε. Δὲν γίνεται στὸν καιρὸ τῆς σπορᾶς νὰ πᾶμε γιὰ θερισμὸ καὶ στὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ νὰ σπέρνουμε. Ἂν περάσει ὁ καιρὸς τῆς σπορᾶς καὶ ὁ γεωργὸς ἀμελήσει καὶ βαρεθεῖ νὰ σπείρει, δὲν θὰ ἔχει σοδειά. «Ὀχτώβρης καὶ δὲν ἔσπειρες, σιτάρι λίγο θά ’χεις».

Ὥστε λοιπὸν χρειάζεται σωστὴ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου. Ὅταν τὸν ἀφήνουμε καὶ φεύγει ἄσκοπα, ὅταν σκοτώνουμε τὸν χρόνο μας καὶ τρέχουμε στὸ τέλος νὰ τὰ προλάβουμε ὅλα, δὲν θὰ πηγαίνει τίποτε καλά. Ὅλα θὰ πηγαίνουν ἀνάποδα. Ἐπειδὴ θὰ γίνονται παράκαιρα. Ἔξω ἀπ’ τὴν κανονική τους στιγμή. Καὶ μερικὰ δὲν θὰ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καθόλου. Ὁ χρόνος τρέχει ἀμείλικτος. Λέει ὅμως κάποιος: «Τὰ ἄσχημα νέα εἶναι ὅτι ὁ χρόνος πετάει. Τὰ καλὰ νέα εἶναι ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ πιλότος».

Ἐδῶ λοιπὸν βρίσκεται τὸ κλειδὶ τοῦ προβλήματος. Πόσες φορὲς λέμε: Μὰ πότε πέρασε ἡ ὥρα; Πότε πέρασε ὁ χρόνος; Πότε πέρασε ἡ ζωή μου; Λέει ὅμως ἕνας ξένος συγγραφέας: «Ποτὲ μὴ λὲς ὅτι δὲν ἔχεις ἀρκετὸ χρόνο. Ἔχεις ἀκριβῶς τὸν ἴδιο ἀριθμὸ ὡρῶν ἀνὰ ἡμέρα ποὺ διέθεταν ὁ Παστέρ, ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος, ἡ Μητέρα Τερέζα, ὁ Λεονάρντο Ντὰ Βίντσι, ὁ Τόμας Τζέφερσον καὶ ὁ Ἀινστάιν» (H. Jackson Brown).

Μᾶς δόθηκε λοιπὸν ἀρκετὸς χρόνος. Τὸ θέμα εἶναι ἂν τὸν χρησιμοποιοῦμε ἐπωφελῶς, γιατὶ λέει πάλι ὁ Ρωμαῖος ἱστορικὸς Τάκιτος: «Ἐὰν ἐξετάζετε τὴν κάθε μέρα χωριστά, θὰ διαπιστώσετε πὼς δὲν ὑπάρχει ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν εἶναι γεμάτη. Ἑνῶστε τις καὶ θὰ ἐκπλαγεῖτε βλέποντας πόσο κενὲς εἶναι». Μπορεῖ νὰ εἶναι γεμάτος ἀπασχόληση ὁ χρόνος μας, νὰ μᾶς δίνει τὴν ψευδαίσθηση πὼς δὲν ἔχουμε καιρὸ γιὰ τίποτε καὶ ὅμως τὸ τελικὸ ἐπίτευγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς νὰ εἶναι ἕνα τεράστιο κενό. Τί τραγικό!

Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν τρέχει ὁ χρόνος, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι στὸ χέρι μας ν’ ἀλλάξει, ἀλλὰ τὸ τί κάνουμε ἐμεῖς στὴ ροὴ αὐτὴ τοῦ χρόνου. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ, ὅτι ὁ χρόνος δὲν εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος. Οἱ καιροὶ ἀλλάζουν. Μετὰ τὴν ἡμέρα ἔρχεται ἡ νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία «οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι… Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» (Ἰω. 9, 4. 12, 35). Ἂν δὲν γίνουν στὸν καιρὸ ποὺ πρέπει τὰ ἔργα μας, θὰ ζημιωθοῦμε. Καὶ ἂν μὲν πρόκειται γιὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἴσως λίγο τὸ κακό. Ἂν ὅμως πρόκειται γιὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ψυχή μας καὶ τὴ μέλλουσα ζωή, τὸ κακὸ ἴσως γίνει ἀνεπανόρθωτο. Ἡ βλάβη «ἀνήκεστος», μὴ ἀναστρέψιμη.

Μᾶς τὸ θυμίζει κι αὐτὸ ὁ Κύριός μας, ὅταν μιλάει γιὰ κάποιον πλούσιο, ποὺ ὅσο ἔκαιγε τὸ καντηλάκι τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, γλεντοῦσε μόνο ἀνόητα, ἀντὶ νὰ ἐργάζεται πνευματικά. Ὅταν ὅμως βρέθηκε στὴ ζοφερὴ νύχτα τοῦ ἅδη, θρηνοῦσε ἀνόνητα, μετανοοῦσε ἀνώφελα. Ἐπειδὴ ὁ καιρὸς τῆς μετάνοιας εἶχε παρέλθει. Τὰ ρόδα εἶχαν πλέον μαραθεῖ. Στὴν τριανταφυλλιὰ εἶχαν μείνει μόνο τὰ ἀγκάθια.

Τὸ ἀεροσκάφος πετάει, μὰ τὸ πηδάλιο εἶναι στὰ χέρια τοῦ πιλότου. Καὶ στὸν χρόνο μας κουμάντο κάνουμε ἐμεῖς.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 462, Ἰαν. 2022)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2022

ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 




“Χαίρων ἀνεκήρυξας τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, Βασίλειε” (στιχηρόν προσόμοιον του Εσπερινού της εορτής σε ήχο δ᾽)

    Τρία ερωτήματα τα οποία ζητούν απάντηση μάς θέτει, μεταξύ άλλων, η είσοδός μας στον νέο χρόνο. Και είναι αληθινή ευλογία το ότι κάθε καινούργια χρονιά συνδέεται με την εκκλησιαστική ζωή με δύο σπουδαίες γιορτές: την περιτομή του Χριστού, στην οποία ο Κύριος επέδειξε σεβασμό στα ανθρώπινα έθιμα, τα συνδεδεμένα με την θρησκεία, για να δείξει ότι είναι τέλειος άνθρωπος, εκτός από τέλειος Θεός, και την μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, του ξεχωριστού Αγίου και πατρός της Εκκλησίας μας, η ζωή του οποίο αποτελεί απάντηση στα τρία αυτά ερωτήματα. Και ο λόγος του ιερού υμνογράφου, ο οποίος συνδέει το όνομα του Αγίου Βασιλείου με την βασιλεία του Θεού, αλλά και μας υπενθυμίζει τι σημαίνει Ευαγγέλιο, αλλά και η διακήρυξή του, δίνει μία συνολική πρόταση ζωής, που κάνει τον χρόνο να έχει νόημα, πέρα από το εφήμερο.
    Το πρώτο ερώτημα είναι: γιατί ζούμε; γιατί μας δίδεται ο χρόνος; Το ερώτημα έχει συγκλονιστική διάσταση, καθότι η είσοδός μας στον χρόνο και την ζωή είναι ένα γεγονός ανελευθερίας σε προσωπικό επίπεδο. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να γεννηθούμε. Την στιγμή που “ἐκ τοῦ μή ὄντος” έρχόμαστε στο “εἶναι”δεν υπάρχει ελευθερία και δικαίωμα. Ο χρόνος αφ᾽ εαυτού του δεν είναι επιλογή μας. Κι όμως καλούμαστε να τον ζήσουμε. Υπάρχει απάντηση στο “γιατί”. Και η απάντηση είναι αγάπη και βασιλεία. Μας δόθηκε η ζωή που συνδέεται με τον χρόνο από τον Θεό που μας αγαπά. Και η αγάπη δημιουργεί, γεννά ζωή, γεννά πρόσωπα. Μαζί με τον Θεό μάς δόθηκε η ζωή και από τους κατά σάρκα γονείς μας, από τους ανθρώπους ως συνδημιουργούς της αγάπης. Η ζωή όμως δεν είναι απλώς για να την ζήσουμε. Είναι για να την ζήσουμε βρίσκοντας την βασιλεία του Θεού. “Βασιλεύω” σημαίνει αγαπώ και μοιράζομαι ό,τι είμαι και ό,τι έχω με τους άλλους, διακονώντας τους, όχι για να τους εξουσιάζω, ούτε απλώς για να συν-υπάρχω και να συν-οδοιπορώ, αλλά για να βιώνω κάθε στιγμή την ζωή ως αγάπη. Γι’ αυτό οι αυθεντικοί βασιλιάδες δεν ήταν οι εξουσιαστές και οι τύραννοι, αλλά εκείνοι που έμεναν στην καρδιά του λαού τους επειδή τον αγαπούσαν και νοιάζονταν γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο Θεός είναι βασιλεύς πάντων των αιώνων και δημιουργός. Γιατί είναι Αγάπη. Και η Εκκλησία είναι ο τρόπος και η εμπειρία της αγάπης, όπου ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού μάς δίδεται λειτουργικά ως αγάπη, ως Σώμα και Αίμα. Όπου στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου, κάθε αδελφού βλέπουμε τον Χριστό. Όπου ζούμε τον χρόνο ως καιρό βασιλείας, καιρό αγάπης κάθε στιγμή.
    Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί πεθαίνουμε; Και πάλι δεν θα μας ρωτήσει κανείς αν θέλουμε να πεθάνουμε. Ο χρόνος της παρούσης ζωής, της κτιστότητας, περιλαμβάνει εκτός από την είσοδο και την έξοδό μας από αυτόν. Στο τεράστιο αυτό γιατί, που απασχολεί κάθε ύπαρξη, έρχεται και πάλι η πίστη να δώσει απάντηση. Ο χρόνος μάς δίδεται ως Ευαγγέλιο, ως είδηση και αγγελία χαράς στο πρόσωπο του Χριστού και της βασιλείας Του, “ἦς οὐκ ἔσται τέλος”. Ο θάνατος για όσους πιστεύουμε στον Χριστό δεν είναι απόγνωση, ούτε συμβιβασμός. Χριστός ετέχθη, Χριστός περιετμήθη, Χριστός εβαπτίσθη, Χριστός εδίδαξε, Χριστός εθαυματούργησε, Χριστός έπαθε, Χριστός Ανέστη, Χριστός ανελήφθη, Χριστός πάλιν έρχεται. Ο Χριστός είναι το Ευαγγέλιο που μας λυτρώνει από τον θάνατο και μας δίδει χαρά. Ο Χριστός που προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα, δίχα αμαρτίας, ακόμη και τον θάνατο μας καλεί να δούμε τον χρόνο ως κοινωνία μαζί Του, να Τον συναντήσουμε στην γιορτή της Εκκλησίας όχι εφήμερα, αλλά συνεχώς, να Τον συναντήσουμε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, των Αγίων και των αμαρτωλών, να Τον συναντήσουμε ως αγάπη, συγχώρηση, ανάσταση από κάθε μορφή θανάτου, πνευματικό, σωματικό, αιώνιο, και να πιστέψουμε ότι η χαρά του Ευαγγελίου δεν νικιέται από τον θάνατο.
    Το τρίτο ερώτημα είναι τι κάνουμε για να έχει η ζωή μας νόημα που ξεπερνά το πρόσκαιρο;   Ο κόσμος και η φιλοσοφία του έχουν πολλές προτάσεις, οι οποίες όμως σταματούν στην έξοδο από την ζωή. Οι άλλες θρησκείες μιλούν κάποτε για μεταθανάτια πραγματικότητα, που δεν συμπεριλαμβάνει όμως τον σύνολο άνθρωπο, αλλά μόνο το πνεύμα του. Ακόμη και οι δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ, που πιστεύουν στην ανάσταση, δεν αφήνουν περιθώριο για όλους τους ανθρώπους να ελπίσουν ότι ως εικόνες Θεού έχουν περιθώριο. Μόνοι οι δικοί τους μπορεί να σωθούν κι εκεί χωρίς Χριστό. Η πίστη μας όμως δίνει και πάλι την απάντηση. Είναι η κήρυξη. Ο χρόνος μάς δίδεται για να διακηρύξουμε την εν ημίν ελπίδα λόγοις και έργοις. Όχι ως αγγαρεία για να αποφύγουμε μια κάποια κόλαση Ούτε ως ανταμοιβή εγωισμού και περηφάνειας, ως ένα δούναι και λαβείν. Μας δίδεται για να διακηρύξουμε τον τρόπο της αγάπης, λειτουργώντας προφητικά, ελπιδοφόρα, με την δοξολογία του Θεού για όλα όσα μάς έδωσε, για την πλάση, την ανάπλαση, την ανάσταση. Και η κήρυξη είναι για όλους τους ανθρώπους. Είναι για την σύνολη ύπαρξη. Είναι μία πρόσκληση συνάντησης στην αγάπη. Είναι μία φωνή μέσα μας που μας ζητά να μη σταματήσουμε στιγμή να καταγγέλουμε τοις πάσι τον Χριστό που σώζει, θεώνοντας όποιον ελεύθερα Τον ακολουθήσει.
    Αυτή η στάση ζωής κρύβει σταυρό. Έχει οδύνη και ωδίνες. Η οδύνη πηγάζει από την θέαση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Από την θέαση του διασπασμένου εαυτού μας. Όταν βλέπουμε από την μία μια καρδιά που θέλει να τα ελέγξει όλα και δεν μπορεί, ότι γέμει παθών και ήττας και θλίβεται μπροστά στον θάνατο κάθε μορφής. Κι από την άλλη, να έχουμε την επιθυμία “Χριστόν ἐνεδύσασθαι”, μόνο που ο έτερος νόμος εν τοις μέλεσιν ημών μάς κλέβει την χαρά. ΚΙ όμως, το παράδειγμα των Αγίων μας είναι η χαρά. Διότι άγιος είναι αυτός που ζει τον Χριστό στην καρδιά του ως βασιλεία, ευαγγέλιο και κήρυξη. Και αλλάζει έτσι η θέαση του κόσμου εντός τους. Παλεύουν να γεννήσουν τον Χριστό στις καρδιές των άλλων, όσον πόνο κι αν αυτό έχει, όσον σταυρό, όσον κόπο. Και ένας λόγος ακούγεται μέσα τους. Όπως ο Χριστός, έτσι κι εκείνοι και έτσι κι εμείς, αν ακολουθούμε το παράδειγμά τους, “ἐξήλθομεν νικῶντες καί ἵνα νικήσωμεν” (Ἀποκ. 6,2)!
    Αυτή ήταν η οδός του Μεγάλου Βασιλείου. Οδός βασιλείας και αφιέρωσης λειτουργικής στον Χριστό ως θησαυρό της ζωής του. Οδός Ευαγγελίου, δηλαδή βίωση της ζωής ως αγάπης, συγχώρησης και ανάστασης από τον θάνατο κάθε μορφής. Οδός κήρυξης του Χριστού, λόγοις και έργοις. Ένειμε τα χαρίσματά του, τους κόπους του, την πίστη του τοις πάσι. Πόνεσε, γέννησε καρπούς πνευματικούς, τα κατά πνεύμα παιδιά του, τα κείμενά του, την θεολογία του, την φιλανθρωπία του, την όλη ζωή, ακόμη και τον θάνατό του, απαντώντας στα τρία ερωτήματα: Γιατί γεννήθηκα; Από αγάπη και να αγαπώ ως βασιλεύς. Γιατί πεθαίνω; Για να αναστηθώ από αγάπη, νικώντας εν Χριστώ την φθορά του χρόνου, το κακό, τον θάνατο. Τι να κάνω; Να διακηρύξω τον Χριστό με κάθε δύναμη και κάθε αδυναμία της ύπαρξής μου, πρωτίστως όμως με την χαρά ότι δεν είμαι μόνος μου!
    Αυτή είναι η οδός του χρόνου στην Εκκλησία!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Πρωτοχρονιά 2023

o Χρόνος της Ιστορίας και ο Χρόνος της Προφητείας

 

00:00 -Τι είναι ο χρόνος; 02:10 - o Θεολογικός χρόνος; 03:22 - Τι σημαίνει εσχατολογικός χρόνος; 12:12 - Πριν την δημιουργία δεν υπάρχει χρόνος 14:48 - Ο χρόνος του σώματοςς και της ψυχής διαφέρει; 28:03 - Διαφορά γραμμικού κυκλικού και εσχατολογικού χρόνου 38:30 - Ο χρόνος της προφητείας 41:34 - Ποιο χρόνο βίωσε ο Χριστός στην γη; 50:19 - Ο χρόνος της εσωτερικής ζωής- ψυχής 56:39 - Ο μεταθανάτιος χρόνος Ο χρόνος. Ένας αμείλικτος εχθρός ή ένας αιώνιος φίλος μας. Επιμέλεια – παρουσίαση: Μαρία Αναγνωστίδου.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2022

Ο Μέγας Βασίλειος και ο Santa Claus

 

Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.

Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από τα 4 αγόρια τα 3 έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η Μακρίνα, έγινε μοναχή. Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από τη Καππαδοκία, αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες – καθοριστικής σημασίας – πνευματικές βάσεις του Αγίου. Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική πνευματική ανοδική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του.

Και το σπουδαιότερο, κατακτά τη θεία θεωρεία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.

Μετά τις πρώτες του σπουδές στην Καισάρεια και κατόπιν στο Βυζάντιο, επισκέφθηκε, νεαρός ακόμα, την Αθήνα, όπου επί τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική.

Από την Αθήνα επέστρεψε στη Καισάρεια και επιδόθηκε στη δικηγορία και στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης. Αποφάσισε όμως, να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και γι’ αυτό πήγε στα κέντρα του ασκητισμού, για να διδαχθεί τα της μοναχικής πολιτείας στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία. Όταν επέστρεψε, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, αφού έγινε μοναχός, και ασκήθηκε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357-362 μ.Χ.).

Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής. Ήταν μια «νέα πόλη» έξω από τη Καισάρεια και περιελάμβανε πτωχοτροφείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο. Ο Μέγας Βασίλειος έχει πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Τα κυριότερα έργα του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, πολλές και διάφορες άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές. Εκτός των άλλων έργων του, έγραψε και τη Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση αυτής της συντομότερης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.

Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής κράσεώς του και της αυστηρής ασκητικής ζωής του , την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ., εγκαταλείπει το φθαρτό και μάταιο αυτό κόσμο, αφήνοντας παρακαταθήκη και ιερή κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο. Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 1 Ιανουαρίου.


Απολυτίκιο, Ήχος α΄

«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου·

δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας,

τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα,

Πάτερ ὅσιε, Χριστόν τον Θεόν ἱκέτευε, δωρήσθαι ἡμῖν το μέγα ἔλεος.»

Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά. Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου και έγινε ο Saint Nick (Saint Nicholas) και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθεί τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων.

Ο «τύπος» αυτός ταξίδευσε και σε άλλες χώρες. Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρετανία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναβικής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες. Ταυτιζόμενος ο Saint Nick με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή του καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζει στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο».

Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο «τύπος», που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Christmas, από μας ονομάζεται Αϊ-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν Αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Christmas. Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον Αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο.

Ο σημερινός Αϊ-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο Αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλαρκ Μουρ που έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν Αι-Βασίλη, την «The Night Before Christmas» και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα «Sentinel». Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Ναστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων, αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου Γερμανού εμπόρου.

Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες «ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Ναστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο», όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Ο Άγιος Βασίλης του Ναστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενειάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα – καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κουλτούρας του Νότου.

Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Ναστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze – Nicol και του Père Noël, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.

Στις αρχές του αιώνα μας ο Αϊ-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Ναστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα και… να’ τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .

Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Αϊ-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώσει δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μια επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος «δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι». Επομένως ο Άγιος Βασίλειος της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει παράδειγμα μιμήσεως, ταπεινώσεως, διακονίας, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει την εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε Αϊ-Βασίλη.

πρεσβυτέρου Παναγιώτη Βούρκου

Πηγή: http://www.im-glyfadas.gr

alopsis.gr

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...