Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 31, 2013

1η Σεπτεμβρίου, Αρχή της Ινδίκτου: Η μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για τον Χριστό Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον: δ´ 16-22: Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή της Ναζαρέτ του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου


Η 1η Σεπτεμβρίου χαρακτηρίζεται στην παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας ως «Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου» και σηματοδοτεί την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού και λειτουργικού έτους. Ο όρος «ίνδικτος» ή «ινδικτιών» είναι εξελληνισμένος τύπος της λατινικής “indictio” (= διάταγμα) που στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δήλωνε μια φορολογική περίοδο 15 ετών και από τον δ΄ μ.Χ. αιώνα καθιερώθηκε ως μονάδα μέτρησης του χρόνου, για να καταλήξει να δηλώνει την έναρξη του έτους. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την περικοπή Λου 4:16-22 που αναφέρεται στην έναρξη της δημόσιας δράσης του Ιησού με το πρώτο κήρυγμά του στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ.
Αμέσως μετά τη βάπτισή του και την αντιμετώπιση των πειρασμών στην έρημο, ο Ιησούς επιστρέφει στη Γαλιλαία και, αφού περιοδεύει για λίγο στην περιοχή, φτάνει στη Ναζαρέτ. Εκεί επισκέπτεται τη συναγωγή, προκειμένου να συμμετάσχει στην προσευχή του Σαββάτου. Ακολουθώντας το τυπικό των συναγωγών της περιοχής, σύμφωνα με το οποίο, μετά την ανάγνωση του Νόμου, μπορούσε οποιοσδήποτε να διαβάσει κάποια περικοπή από τα βιβλία των Προφητών και να τη σχολιάσει, ο Ιησούς σηκώθηκε, πήρε τον κύλινδρο από πάπυρο που περιείχε το κείμενο του προφήτη Ησαΐα, τον ξετύλιξε και διάβασε όρθιος τα δύο πρώτα εδάφια από το κεφάλαιο 61:
Το Πνεύμα με κατέχει του Κυρίου,
μ’ αυτό με έχρισε·
μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω στους φτωχούς,
τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω·
στους αιχμαλώτους να αναγγείλω ότι θα λευτερωθούν,
και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους,
τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώσω,
ν’ αναγγείλω του καιρού τον ερχομό, που χάρη ο Κύριος δίνει.
Έπειτα έδωσε στον χαζζάν (τον υπηρέτη που μεταξύ άλλων καθηκόντων είχε και την ευθύνη των βιβλίων της συναγωγής) το βιβλίο και κάθισε για να κάνει ένα μιδράς (σύντομο ερμηνευτικό σχόλιο). Ήδη η φήμη του Ιησού ως δασκάλου και θεραπευτή είχε προηγηθεί του ερχομού του στην Ναζαρέτ, και έτσι όλων τα μάτια ήταν προσηλωμένα πάνω του, περιμένοντας με αγωνία να ακούσουν τα λόγια του. Αυτό όμως που είπε ο Ιησούς τους άφησε κατάπληκτους, καθώς ξεπερνούσε κάθε προσδοκία∙ χωρίς καθόλου περιστροφές ο Ιησούς δηλώνει ότι:
Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε.
Αυτό που στην πραγματικότητα λέει ο Ιησούς με το σύντομο κήρυγμά του στους έκπληκτους συγχωριανούς του είναι ότι αυτός που όλοι γνώριζαν ως γιο του ξυλουργού είναι ο μεσσίας, ο χρισμένος, δηλαδή, από τον Θεό απεσταλμένος του που ανέμεναν γενιές και γενιές για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από όλα τους τα δεινά. Εύκολα μπορεί κανείς, μετά από μια τέτοια δήλωση, να κατανοήσει την αντίδραση των κατοίκων της Ναζαρέτ.
Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή του χωριού του περιγράφεται και από τους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές αλλά με κάποιες διαφορές. Δεν θεωρείται αφετηριακό σημείο της δράσης του Ιησού (στο Ματ 13:54-58 τίθεται μετά τις παραβολές για τη “βασιλεία των ουρανών” και στο Μαρ 6:1-6 μετά το θαύμα της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου) ούτε γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο του κηρύγματός του, ούτε και στην απόπειρα των συγχωριανών του να οδηγήσουν τον Ιησού στην άκρη ενός γκρεμού και να τον δολοφονήσουν (Λου 4:28-29).
Για να ερμηνεύσει κανείς αυτή τη διαφορετική θεώρηση των γεγονότων από τους τρεις ευαγγελιστές, πρέπει να λάβει υπόψη του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Πρόκειται για ένα ευαγγέλιο που δεν απευθύνεται όπως τα άλλα δύο σε ισραηλίτες που έγιναν χριστιανοί αλλά σε πρώην ειδωλολάτρες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας του αποφεύγει τη χρήση εβραϊκών όρων και λέξεων (τα ελληνικά του Λουκά είναι τα καλύτερα της Καινής Διαθήκης) και δεν δείχνει παρόμοιο με τους άλλους ευαγγελιστές ενδιαφέρον -παρά μόνο σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις- να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο από τους Ιουδαίους αναμενόμενος μεσσίας. Παρ’ όλα αυτά, το ευαγγέλιο αυτό σηματοδοτεί τόσο την αρχή όσο και το τέλος της δράσης του Ιησού με μια αναφορά στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, όπως στο πρώτο δημόσιο κήρυγμά του ο Ιησούς χρησιμοποιεί ένα παράθεμα από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, για να περιγράψει το έργο που πρόκειται να επιτελέσει πάνω στη γη, κατά ανάλογο τρόπο και μετά την ανάστασή του, συμπορευόμενος με δύο από τους μαθητές του προς το χωριό Εμμαούς[1],
  ... αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του.
Ενώ, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποδείξει στους αναγνώστες του ότι ο Ιησούς είναι ο σύμφωνα με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αναμενόμενος μεσσίας, δείχνει ξεχωριστό ζήλο να τους πείσει ότι τα κείμενα αυτά μιλούν για τον Χριστό. Έτσι, αντί για οποιαδήποτε άλλη προγραμματική δήλωση του Ιησού, θεωρεί αρκετό το να παραθέσει ένα κείμενο του προφήτη Ησαΐα, και να παρουσιάσει τον Ιησού απλώς να επιβεβαιώνει ότι το κείμενο αυτό αναφέρεται στον ίδιο, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια τεκμηρίωσης ή οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματολογία. Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο τέλος του ευαγγελίου του. Αντί ο Ιησούς να υπενθυμίσει στους δύο μαθητές του που δεν τον αναγνώρισαν τη μεταξύ τους σχέση και τα όσα έζησαν μαζί, τους προτρέπει να τον αναζητήσουν μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και σε άλλη μια περίπτωση ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεμψε τον συνομιλητή του σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιον (6:5) και Λευιτικόν (19:18) αντίστοιχα:
Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου∙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου[2].
Ο ζήλος αυτός του ευαγγελιστή Λουκά μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι για περισσότερο από έναν αιώνα χριστιανοί και ισραηλίτες χρησιμοποιούσαν την ίδια ιερή Βίβλο, τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Σε αυτήν τη Βίβλο στηρίχτηκαν οι απόστολοι για να διακηρύξουν στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης το ευαγγέλιο του Χριστού. Σε αυτά τα κείμενα αναφέρονται οι απόστολοι όταν μιλούν για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού «κατὰ τὰς Γραφάς». Ο αληθινός, λοιπόν, Ισραήλ για τον οποίο κάνουν λόγο οι συγκεκριμένες Γραφές, και επομένως και ο κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού προς τον λαό του, δεν είναι οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού αλλά όσοι αναγνωρίζουν μέσα από αυτές τις ίδιες Γραφές τον Ιησού ως Χριστό και Κύριο.
Η ευαγγελική αυτή περικοπή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στη σύγχρονη εποχή, καθώς σήμερα εμφανίζονται πολλοί, ακόμη και χριστιανοί, που επιχειρούν να παρουσιάσουν τον Θεό που αποκαλύπτεται μέσα από την Παλαιά Διαθήκη στους ανθρώπους εντελώς διαφορετικό από εκείνον που κηρύττει ο Ιησούς Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όμως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά οδηγεί και σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριμένα χωρία επισημαίνονται με διαφορετικά γράμματα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν απομένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά μόνον η εικόνα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει με ετοιμότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήματα των συνομιλητών του. Αλλά μια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.
Στον βαθμό, επομένως, που είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε χριστιανική Εκκλησία χωρίς Καινή Διαθήκη, ουδέποτε όμως υπήρξε Εκκλησία χωρίς Παλαιά Διαθήκη, η σχέση των δύο Διαθηκών μεταξύ τους είναι άρρηκτη. Άλλωστε, η Καινή Διαθήκη είναι “καινή”, επειδή υπάρχει η Παλαιά Διαθήκη∙ διαφορετικά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “καινή”, αλλά αν δεν είναι καινή, τότε δεν είναι ούτε “διαθήκη”, επομένως και ο Ιησούς δεν είναι “Χριστός”, άρα και η σωτηρία που επαγγέλλεται καθίσταται άνευ περιεχομένου. Η μελέτη, κατά συνέπεια, της Παλαιάς Διαθήκης δεν συνιστά ένα απλώς συμβατικό, μεταξύ άλλων θρησκευτικών υποχρεώσεων, καθήκον του σύγχρονου χριστιανού, αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια ουσιαστική συνάντησή του με τον Χριστό.

[1] Λου 24:13-17
[2] Λου 10:25-27
______________________________
Φώτο χειρογράφου: Σελίδα από το χειρόγραφο του Βιβλίου του Ησαΐα που βρέθηκε στο Κουμράν. Οι τελευταίες σειρές της σελίδας περιέχουν το απόσπασμα που διάβασε ο Ιησούς στη συναγωγή της Ναζαρέτ.
 πηγή

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥΤι είπε ο Ιησούς Χριστός στο πρώτο Του κήρυγμα στη Ναζαρέτ;


Όταν ο Ιησούς, μετά την νικηφόρα αντιμετώπιση των πειρασμών του διαβόλου, εισήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα Του, τη Ναζαρέτ, ζήτησε στη Συναγωγή το ειλητάριο των Γραφών, και αφού το ξετύλιξε, διάβασε από τον προφήτη Ησαΐα τα κυριότερα σημεία που θα έκανε ο Μεσσίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη Συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του. Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε». Όλοι τότε θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Μα αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»

Στην παρούσα ευαγγελική περικοπή, ο ευαγγελιστής Λουκάς απαντά στο σπουδαιότερο ερώτημα: Ποιο ήταν το έργο που είχε να κάνει ο Ιησούς και ποιος ήταν πραγματικά; Το κείμενο που διάβασε ο Ιησούς ήταν βαθύτατα προφητικό και αναφερόταν στο απελευθερωτικό έργο του Μεσσία, όταν θα ερχόταν με τη δύναμη του Θεού στη γη. Ο Ιησούς αποκαλύπτει ειλικρινώς και χωρίς υπεκφυγές στους ακροατές Του, ότι ο ίδιος είναι ο Μεσσίας, που γεννήθηκε επιτέλους στον κόσμο για να γιατρέψει τις πληγές των ανθρώπων, να ξαναδώσει τη χαμένη ελπίδα, να απελευθερώσει ψυχοσωματικούς αιχμαλώτους, να προσφέρει όραση θείου φωτός στους πνευματικά τυφλούς, να μοιράσει το θάρρος στους πονεμένους και αδικημένους, να αποκαλύψει πως η σωτηρία ήρθε σε όλους δια του Υιού και Λόγου του Πατρός.

Οι Ναζαρηνοί, οι συμπατριώτες του, δεν μπορούσαν να εννοήσουν στη συνέχεια πώς ξαφνικά ο Ιησούς είχε τέτοιες αξιώσεις και θεωρούσε εαυτόν Μεσσία. Ο Ιησούς, ναι, είχε χάρη Θεού, ναι, έκανε πολλά θαύματα, ναι, ήταν πολύ ταλαντούχος ομιλητής, αλλά πώς απαιτούσε, έλεγαν, για τον εαυτό του τέτοια τιμή και αξίωση; Δεν ήταν εξάλλου ο γιος της Μαρίας, με αδελφούς και αδελφές -παιδιά βέβαια του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του- που ζούσαν ανάμεσά τους; Ο ίδιος δεν ήταν μαραγκός και οικοδόμος τόσα χρόνια; Σκανδαλίζονταν λοιπόν και βρισκόντουσαν σε σύγχυση. Γιατί; Επειδή εκείνοι περίμεναν έναν πολεμιστή εξ ουρανού, αρχηγό του λαού και του στρατού, ο οποίος θα τους απελευθέρωνε από τους Ρωμαίους και θα εγκαθίδρυε κοσμικά τη βασιλεία του Θεού, ενώ ακόμη και το χωριό του Ιησού, η φτωχή Ναζαρέτ, ήταν άσημη.

Ο πρώτος θαυμασμός λοιπόν των Ναζαρηνών μετατράπηκε σε οργισμένη αντίδραση και φανερή απέχθεια, γιατί ο Ιησούς αποκάλυψε, έφερε στο φως, την αιτία των αντιρρήσεών τους, και τους ρώτησε ευθέως: Θέλετε θαύματα να κάνω μπροστά σας για να πιστέψετε, όπως έκανα και στην Καπερναούμ; Μα εκεί οι άνθρωποι έχουν πίστη αληθινή, ενώ εδώ, που είναι και η πατρίδα μου, δεν πιστεύετε σε μένα. Το ίδιο έγινε δυστυχώς και με τον προφήτη Ηλία και το μαθητή του Ελισαίο, τους είπε. Και αυτοί έδρασαν μακριά από την πατρίδα τους και η χάρη του Θεού δόθηκε στους ξένους. Τότε οι Ναζαρηνοί, φανερά εξοργισμένοι, προσπάθησαν να ρίξουν τον Ιησού στο γκρεμό, από την κορυφή του βουνού έξω από την πόλη. Αυτός όμως πέρασε από ανάμεσά τους, με πλήρη αυτοσυνειδησία για το ποιος ήταν και με αγιοπνευματική γαλήνη στο πρόσωπο του. Αφού επομένως έτσι τους αφόπλισε, έφυγε απ’ αυτούς.

Οι Ναζαρηνοί και πολλοί άνθρωποι, ακόμη και χριστιανοί, αρνούνται να πιστέψουν πραγματικά, για τρεις κυρίως λόγους:

Καταρχάς, περιμένουν από το Θεό: μεγάλα και τρανταχτά έργα, δύναμη, καλοπέραση, υγεία και άμεσα αποτελέσματα. Ο Θεός όμως αποκαλύπτεται στους ταπεινούς και στην απλότητα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και μέσα από την ασθένεια ανακαλύπτουν οι άνθρωποι τον χαμένο τους Θεό και τη γνήσια πίστη τους. Κατά δεύτερον, πολλοί άνθρωπο αρνούνται, γιατί δειλιάζουν, να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, δηλαδή να μετανοήσουν. Όπως και οι Ναζαρηνοί, δεν έχουν διάθεση να συμμορφωθούν με το θέλημα του Θεού. Δεν κάνουν έτσι τα απαραίτητα βήματα για να συναντηθούν με τη Χάρη του Θεανθρώπου και τελικά να σωθούν. Θέλουν να αλλάξει ο κόσμος, αλλά δεν προσπαθούν, και περιμένουν μαγικά την ατομική και κοινωνική αλλαγή. Ο Χριστός όμως κήρυττε πρωτίστως την μετάνοια ως προϋπόθεση του ερχομού του νέου κόσμου της βασιλείας του Θεού. Και τρίτον, αρκετοί χριστιανοί, όπως και οι συμπατριώτες του Ιησού, δεν εντρυφούν στον εσωτερικό τους κόσμο, ώστε δια της προσευχής και των μυστηρίων να βρουν τον Θεό μέσα τους, αλλά μένουν σε μια επιφανειακή και εξωτερική κυρίως εικόνα περί της Εκκλησίας, του μεγαλείου, του σπουδαίου τυπικού, της τάξης, του απαστράπτοντος περιβάλλοντος, των ποιοτικών δια του άμβωνος κηρυγμάτων. Όλα χρειάζονται και όλα είναι απαραίτητα, αλλά το άκρως απαραίτητο για τη σωτηρία μας είναι η προσωπική μας συνάντηση και σχέση με τον Κύριο, η αγάπη προς το πρόσωπό του, η λαχτάρα της καθημερινής αναζήτησης.

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν και σήμερα τον Ιησού, όπως και στην εποχή Του συνέβαινε, σαν ένα μεγάλο μεταρρυθμιστή, ένα μοναδικό προφήτη, ένα σπουδαίο διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Δεν προχωρούν όμως παραπέρα, και δεν τον αναγνωρίζουν ως Κύριο και Θεό. Αυτό οφείλεται στους τρεις κυρίως λόγους που ειπώθηκαν προηγουμένως. Χωρίς ταπείνωση, μετάνοια και αγνή καρδιά είναι αδύνατον σε κάποιον να αποκαλυφθεί ο Θεός, ενώ μόνο μέσω της προσευχής, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης κατοικεί αληθινά στις καρδιές των πιστών, και μετατρέπει τις ψυχές των ανθρώπων σε θρόνους της χάριτός Του.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Π.Ν. Τρεμπέλα: “Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον”, εκδ. ο Σωτήρ, Αθ. 1995
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Σάββα Αγουρίδη – Σωκράτη Νίκα, βιβλίο Β΄ Γυμνασίου, έκδ. Θ΄, 1993
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη, Α΄ τόμος, Αθ. 1999 


 Πηγή

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ (Λουκ. δ΄, 16-22) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

Στή σημερινή περικοπή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ Χριστός μπροστά στούς ἔκπληκτους Ἰουδαίους πού βρίσκονταν στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, λέει μέ ἁπλό καί φυσικό τρόπο ὅτι: «Σήμερα βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή της ἡ προφητεία πού μόλις ἀκούσατε».
Ἑρμηνεύοντας τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα στό Πρόσωπό Του καί ἔχοντας πλήρη αὐτοσυνειδησία, ἀφήνει νά φανερωθεῖ ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ἀπό αἰώνων κεχρισμένος μέ Πνεῦμα Θεοῦ. Δέν εἶναι ἁπλά ἕνας ἄνθρωπος πού σέ μία στιγμή τῆς ζωῆς τοῦ ἦλθε ἐπ’ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τοῦ χάρισε μία παροδική, μικρή ἤ μεγάλη θεοπνευστία. Δέν εἶναι ἕνα ἔκτακτο ἤ ὑπερφυσικό  γεγονός πού θά βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέσω τοῦ Χριστοῦ νά γνωρίσουν τό Θεό. Εἶναι Αὐτός, στόν Ὁποῖο ἐνυπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα Του, κατέχει τήν ὕπαρξή Του, ὁδηγεῖ τήν ἐπίγεια ζωή Του στήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ νά φέρει τό μήνυμα τῆς Σωτηρίας καί τῆς ἐπερχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους.
Ἡ Βασιλεία πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός δέν εἶναι κοσμική. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού θά ἀποκαταστήσει ἀνθρώπινα βασίλεια, πού θά συντρίψει ἀντίπαλα ἔθνη καί ἀσεβεῖς βασιλιάδες. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού περιλαμβάνει προνομιούχους λαούς, πού ὁρίζει ἡγεμόνες, πού περιβάλλει καί θάλπει τήν ἐξουσία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἀνακοινώνει ὁ Χριστός στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ, ἔχει ὡς κέντρο της τή Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό μήνυμά της ἀπευθύνεται στούς φτωχούς, στούς μικρούς καί ταπεινούς αὐτοῦ του κόσμου, σ’ αὐτούς πού νιώθουν τήν ὕπαρξή τους ἀσήμαντη μπροστά στό Ἄπειρό του Θεοῦ. Φέρνει τήν κατάργηση τῆς αἰχμαλωσίας τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀπαλλαγή, τή λύτρωση ἀπ’ ὅσα τούς κρατοῦσαν δέσμιους μέχρι τώρα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰχμαλωσία πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ καί νά βρεῖ τόν ἀληθινό του προορισμό, πού τόν κατέχει δέσμιο σέ μία κατάσταση φθαρτότητας σωματικῆς καί ψυχικῆς.
Αὐτή τήν ἀνθρωποκτόνο κατάσταση τῆς ἁμαρτίας πού κρατάει δέσμιο τόν ἄνθρωπο θά συντρίψει ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του στό τέλος τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του. Μέχρι νά ὁδηγηθεῖ στό Πάθος καί στή σωτήρια Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός θά χαρίσει τό φῶς στούς τυφλούς. Φυσικό φῶς στούς σωματικά τυφλούς, οὐράνιο καί ἀποκαλυπτικό στούς πνευματικά τυφλούς. Αὐτό δέν σημαίνει παντοῦ καί πάντα ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε καταλαβαίνουν καί ὅσοι βλέπουν ἀντιλαμβάνονται. Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάβλεψη τῶν πνευματικά τυφλῶν εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ πίστη, ἡ ἀποδοχή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Ἡ σκληρότητα, ἡ σκληροκαρδία, ἡ δυσπιστία στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, καί ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀναλγησία πρός τούς ἀνθρώπους θά κρατοῦν πάντα κλειστές τίς πόρτες στό φῶς ἤ θά δυσκολεύουν πάντα νά φτάσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τό πνευματικό φῶς. Ὅμως ἀκόμη καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό. Ὁ Χριστός εἶναι πάντα σέ θέση νά ἀποκαλύψει τό Θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα Του καί Πατέρα μας, δίνοντας στούς ἀνθρώπους τήν πνευματική ἀνάβλεψη.
Ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, τοῦ ὁποίου ἀμαυρώθηκε τό «κατ’ εἰκόνα» καί ἐσκοτίσθη ἡ διάνοια, δέν ἦταν σέ θέση νά φτάσει μόνος του στή σωτηρία. Ὁ Νόμος πού δόθηκε στό Μωϋσῆ ἀπό τό Θεό στό ὅρος Σινᾶ, προκειμένου νά παιδαγωγήσει τόν Ἰσραήλ καί δι’ αὐτοῦ νά ἀνακαινίσει καί τούς ὑπόλοιπους λαούς, ἐξέπεσε λόγω τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἰσραήλ σέ ἐπίπεδο νομικιστικῶν καί ἠθικῶν διατάξεων, τύποις καί ὄχι οὐσίας. Γράμματος καί ὄχι Πνεύματος. Πιστεύοντας ὅτι ἡ ἁπλή τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου φέρνει τή σωτηρία, παραγνωρίστηκαν καί παραμελήθηκαν τό πνεῦμα καί ἡ θεϊκή του προέλευση, φτάνοντας στό ἐπίπεδό της φαρισαϊκῆς τήρησής του.
Σ’ αὐτό τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός φέρνει τό σωτήριο μήνυμά Του, πού δέν εἶναι πλέον τό γράμμα τοῦ Νόμου, ἀλλά ἡ ἐν πνεύματι ὁλοκληρωτική ἀνακαίνιση, ὁ φωτισμός τῆς διανοίας του, πού ἐπιτυγχάνονται μέ τήν ὑπακοή καί μίμηση τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς Του, τήν ἀποδοχή τῶν Λόγων Του, μέ τήν ἀγάπη ἀκόμη καί στούς ἐχθρούς, μέ τήν ἐν «Πνεύματι καί Ἀληθεία» λατρεία στό Θεό.
Ἡ ἄφεση χαρίζεται πλέον ἀπό τό Χριστό στόν ἄνθρωπο ὄχι ἐπειδή τηρεῖ μηχανικά κάποιες διατάξεις, οὔτε ἐπειδή ὑπακούει σέ στεῖρα νομοθετήματα. Τούτη ἡ ἄφεση πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός προϋποθέτει τήν ὁλοκληρωτική μεταστροφή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, χαρίζεται ὡς δῶρο ζωῆς ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό «ἐξ ὅλης της καρδίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του, καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί τόν πλησίον του ὡς σεαυτόν» (Λουκ. 10,27). Ἡ Θυσιαστική πράξη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Σταυρός τοῦ Μαρτυρίου, εἶναι λύτρο γιά ὅλους, εἶναι Ἄφεση, εἶναι Λύτρωση, εἶναι Ἀπαλλαγή, εἶναι Ἀποκατάσταση στήν ἀρχέγονη πρότερη θέση πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος κατά τή δημιουργία του ἀπό τό Θεό.
Ὅλα αὐτά ὅμως, ἀγαπητοί, δέ θά γίνουν μέσα σέ μία ἡμέρα, ὡς ἀστραπή, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά καταδικάσει, γιά νά ἀπολέσει καί νά ἀπειλήσει τόν πάσχοντα καί πονεμένο ἄνθρωπο μέ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν ἦλθε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά  τόν σώσει˙ «οὐ γάρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τόν κόσμον» (Ἰωάν.12,47).
Κηρύττει «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν», δηλαδή μία περίοδο χάριτος καί μετανοίας, καί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού δέν στέκει ἀπόμακρος καί ἀπροσμέτρητος στό ὕψος τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά εἶναι ὁ ἀπό αἰώνων «κρούων τή θύρα» περιμένοντας τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πού τόσο «ἠγάπησεν ὁ Θεός, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Αρχή της Ινδίκτου

Τι σημαίνει "Ινδικτιών" Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει σήμερα τήν ἀρχή τῆς Ἰνδικτιῶνος – ἀπό τή λατινική λέξη «indictio», ἡ ὁποία σημαίνει ὁρισμός – δηλαδή τήν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ ὅρος προῆλθε ἀπό τήν συνήθεια τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων νά ὁρίζουν διά θεσπίσματος γιά διάστημα δεκαπέντε χρόνων τό ποσό τοῦ ἐτήσιου φόρου, πού εἰσέπρατταν αὐτή τήν ἐποχή γιά τή συντήρηση τοῦ στρα­τοῦ. Κατ’ ἐπέκτασιν καθιερώθηκε νά ὀνομάζονται ἰνδικτιῶνες καί οἱ δεκαπενταετεῖς αὐτοί κύκλοι πού ἄρχισαν ἐπί Καίσαρος Αὐγού­στου, τρία χρόνια πρίν ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ο Σεπτέμβριος θεωρείται αρχή του Εκκλησιαστικού έτους; Ἐπειδή ὁ Σεπτέμβριος εἶναι ἐποχή συγκομιδῆς καρπῶν καί προετοιμασίας γιά τό νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε νά ἑορτά­ζουν οἱ χριστιανοί τήν ἀρχή τῆς γεωργικῆς περιόδου ἀποδίδοντας εὐχαριστίες στόν Θεό γιά τήν εὔνοιά του πρός τήν κτίση. Εἶναι αὐτό πού ἤδη ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Μω­σαϊκοῦ νόμου· τήν πρώτη δηλαδή μέρα τοῦ ἑβδόμου ἰουδαϊκοῦ μηνός, ἀρχές Σεπτεμβρίου, τελοῦσαν τήν ἑορτή τῆς Νεομηνίας ἤ τῶν Σαλπίγγων, κατά τήν ὁποία ἐσχόλαζαν ἀπό κάθε ἐργασία, γιά νά προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων «εἰς ὀσμήν εὐωδίας Κυρίῳ» (Λευιτ. 23,18). Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ σύμπαντος, ὁ προάναρχος Βασιλεύς τῶν αἰώνων, ὁ ὁποῖος ἐσαρκώθη, γιά νά ἀποκαταλλάξει τά πάντα εἰς Ἑαυτόν καί νά συναγάγει Ἰουδαίους καί Ἐθνικούς σέ μία Ἐκκλησία, ἤθελε νά ἀνακαφαλαιώσει ἐν ἑαυτῷ τόν αἰσθητό κόσμο καί τό γραπτό Νόμο. Ἔτσι, αὐτή τήν ἡμέρα πού ἡ φύση ἑτοιμάζεται νά διατρέξει ἕνα νέο κύκλο ἐποχῶν, ἑορτάζουμε τό γεγονός, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἰσῆλθε στή Συναγωγή καί ἀνοίγο­ντας τό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου ἀνέγνωσε τό χωρίο, ὅπου ὁ Προφήτης ὁμιλεῖ ἐπ’ ὀνόματος τοῦ Σωτῆρος: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνε­κεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με (…), κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18). Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, συναθροισμένες «ἐπί τό αὐτό», ἀναπέ­μπουν σήμερα δοξολογία πρός τόν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖ­ος διαμένει στήν αἰώνια μακαριότητα, διακρατεῖ τά πάντα στή ζωή καί στέλνει ἄφθονες τίς εὐλογίες του κάθε ἐποχή στά κτίσματά του. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνοίγει τίς θύρες τοῦ νέου ἔτους καί μᾶς προσκαλεῖ νά τόν ἀκολουθήσουμε, γιά νά γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰωνιότητός Του.

*ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ* ( κατά Λουκά δ΄16-22 ) " Η Αρχή της Ινδίκτου " Αρχίζει ο νέος χρόνος για την Εκκλησία του Χριστού. Aρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τελίδης

*ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ* ( κατά Λουκά δ΄16-22 ) " Η Αρχή της Ινδίκτου "

Αρχίζει ο νέος χρόνος 
για την Εκκλησία του Χριστού.
         Η αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς της 1ης Σεπτεμβρίου, φέτος συμπίπτει με την αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής, γι’ αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, κινείτε γύρω από το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού μας φυσικά, αλλά από τα χείλη των ιεροψαλτών στα αναλόγια όλης της Ορθοδοξίας μας, ακούγονται και οι ύμνοι της Ινδίκτου και πέραν τούτου βεβαίως και εκείνοι οι ύμνοι που αναφέρονται στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον Όσιο Συμεών τον Στυλίτη, τις Αγίες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, τον Ιησού του Ναυή και τους υπόλοιπους Αγίους που αναφέρονται στο Συναξάριο της ημέρας. 
  Η σημερινή ημέρα, η 1η Σεπτεμβρίου για την Εκκλησία μας, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή  «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε», που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο και όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως, αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. 
       Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι σήμερα, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών...», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών, αφού χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’ αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το«ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν». 
       Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό, έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’ ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού. 
         Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει και τα λόγια του ιερού  Ευαγγελίου που ακούγονται στις Ορθόδοξες εκκλησιές ανά την οικουμένη, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου, με το κήρυγμά Του στη συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας Του Ναζαρέτ, όπου μεταξύ των άλλων αποκαλύπτει για τον εαυτό Του ότι ήλθε «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν», να κηρύξει δηλαδή την έναρξη μίας καινούργιας εποχής, δεκτής και ευάρεστης στον Θεό, η Εκκλησία μας λοιπόν σήμερα μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού, δηλαδή πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του. 
        Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος,δηλαδή την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας.
       Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος (στον σύνδεσμο αυτόν θα δείτε τον λόγο του Πατριάρχου Βαρθολομαίου σχετικά  με το θέμα) Και εύλογα, το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον 
«βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Το έχουμε ξαναπεί, πως η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, που μας την επισείουν ως «μορμολυκείον» αδιάκοπα ενώπιόν μας οι ιθύνοντες και τα Μ.Μ.Ε., θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση είναι κατ’ ουσίαν πνευματική.
Καλή και ευλογημένη χρονιά αδελφοί μου!!!
Τι σημαίνει "Ινδικτιών"
     Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει σήμερα τήν ἀρχή τῆς
Ἰνδικτιῶνος – ἀπό τή λατινική λέξη «indictio», ἡ ὁποία σημαίνει ὁρισμός – δηλαδή τήν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ ὅρος προῆλθε ἀπό τήν συνήθεια τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων νά ὁρίζουν διά θεσπίσματος γιά διάστημα δεκαπέντε χρόνων τό ποσό τοῦ ἐτήσιου φόρου, πού εἰσέπρατταν αὐτή τήν ἐποχή γιά τή συντήρηση τοῦ στρα­τοῦ. Κατ’ ἐπέκτασιν καθιερώθηκε νά ὀνομάζονται ἰνδικτιῶνες καί οἱ δεκαπενταετεῖς αὐτοί κύκλοι πού ἄρχισαν ἐπί Καίσαρος Αὐγού­στου, τρία χρόνια πρίν ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ο Σεπτέμβριος θεωρείται αρχή του Εκκλησιαστικού έτους.
     Ἐπειδή ὁ Σεπτέμβριος εἶναι ἐποχή συγκομιδῆς καρπῶν καί προετοιμασίας γιά τό νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε νά ἑορτά­ζουν οἱ χριστιανοί τήν ἀρχή τῆς γεωργικῆς περιόδου ἀποδίδοντας εὐχαριστίες στόν Θεό γιά τήν εὔνοιά του πρός τήν κτίση. Εἶναι αὐτό πού ἤδη ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Μω­σαϊκοῦ νόμου· τήν πρώτη δηλαδή μέρα τοῦ ἑβδόμου ἰουδαϊκοῦ μηνός, ἀρχές Σεπτεμβρίου, τελοῦσαν τήν ἑορτή τῆς Νεομηνίας ἤ τῶν Σαλπίγγων, κατά τήν ὁποία ἐσχόλαζαν ἀπό κάθε ἐργασία, γιά νά προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων «εἰς ὀσμήν εὐωδίας Κυρίῳ» (Λευιτ. 23,18).
     Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ σύμπαντος, ὁ προάναρχος Βασιλεύς τῶν αἰώνων, ὁ ὁποῖος ἐσαρκώθη, γιά νά ἀποκαταλλάξει τά πάντα εἰς Ἑαυτόν καί νά συναγάγει Ἰουδαίους καί Ἐθνικούς σέ μία Ἐκκλησία, ἤθελε νά ἀνακαφαλαιώσει ἐν ἑαυτῷ τόν αἰσθητό κόσμο καί τό γραπτό Νόμο. Ἔτσι, αὐτή τήν ἡμέρα πού ἡ φύση ἑτοιμάζεται νά διατρέξει ἕνα νέο κύκλο ἐποχῶν, ἑορτάζουμε τό γεγονός, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἰσῆλθε στή Συναγωγή καί ἀνοίγο­ντας τό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου ἀνέγνωσε τό χωρίο, ὅπου ὁ Προφήτης ὁμιλεῖ ἐπ’ ὀνόματος τοῦ Σωτῆρος: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνε­κεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με (…), κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).
    Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, συναθροισμένες «ἐπί τό αὐτό», ἀναπέ­μπουν σήμερα δοξολογία πρός τόν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖ­ος διαμένει στήν αἰώνια μακαριότητα, διακρατεῖ τά πάντα στή ζωή καί στέλνει ἄφθονες τίς εὐλογίες του κάθε ἐποχή στά κτίσματά του. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνοίγει τίς θύρες τοῦ νέου ἔτους καί μᾶς προσκαλεῖ νά τόν ἀκολουθήσουμε, γιά νά γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰωνιότητός του.
Καλό μήνα και καλή χρονιά!!!


π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία εις την "Αρχήν της Ινδίκτου" (1η Σεπτεμβρίου)

Όπως γνωρίζετε, καθώς το έχουμε πει άλλα χρόνια, την 1η Σεπτεμβρίου αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος. Δηλαδή από εκκλησιαστικής απόψεως την 1η Σεπτεμβρίου έχουμε πρωτοχρονιά. Απλώς τώρα σας το θυμίζω αυτό και εύχομαι όλοι, καθώς μπαίνουμε στη νέα εκκλησιαστική χρονιά, να βάλουμε μια αρχή αλλά αρχή αληθινή.

Μία προφητεία
Θα αναφερθώ λίγο στα λόγια αυτά που ακούσαμε προηγουμένως στην ευαγγελική περικοπή, στα οποία και άλλη φορά έχουμε αναφερθεί. Η ευαγγελική περικοπή είναι από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, και τα λόγια στα οποία θα αναφερθούμε είναι από τον προφήτη Ησαΐα, τα οποία ανέγνωσε ο Χριστός στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τη Ναζαρέτ, και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι λόγια που αναφέρονται στο πρόσωπό του.

Στην προφητεία αυτή γίνεται λόγος γι' αυτό που ήλθε ο Χριστός να κάνει στον κόσμο, και μάλιστα ομιλεί ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό του.

«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὖ εἴνεκεν ἔχρισέ με». Ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού, είναι αυτός που ως άνθρωπος είναι κεχρισμένος με το Πνεύμα του Θεού. Και αυτός είναι εκείνος ο οποίος θα κάνει ακριβώς το έργο το οποίο χρειάζονται οι άνθρωποι. Πιο μπροστά ο Θεός έστειλε προφήτες, αλλά τώρα έστειλε τον Υιό του.

Λέει ο Χριστός ότι τον έστειλε ο Θεός «εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς». Με έστειλε να φέρω στους φτωχούς το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας. «Ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν». Με έστειλε -η φράση αυτή εννοείται σ' όλα τα παρακάτω που λέγονται στην προφητεία- να γιατρέψω αυτούς που έχουν συντετριμμένη καρδιά.

«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν». Να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας και να διακηρύξω σ' αυτούς ότι είναι ελεύθεροι, ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες τους.

«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν». Να δώσω φως σ' αυτούς που είναι τυφλοί. «Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει». Αυτούς, οι οποίοι ένεκα της αμαρτίας -όχι για άλλο λόγο- είναι κυριολεκτικά τσακισμένοι, συντεθλιμμένοι, πιεσμένοι, μόλις και δεν έχουν πεθάνει, να τους συγχωρήσω και να τους αποστείλω ελεύθερους από το βάρος αυτό.

«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Και να κηρύξω το έτος που είναι δεκτό στον Κύριο, στον Θεό. Δηλαδή να κηρύξω την έναρξη της καινούργιας ζωής, της εν Χριστώ, της εν Πνεύματι Αγίω, ζωής.

Αυτά, όπως είπαμε, τα προσέξαμε και άλλη χρονιά -πέρυσι, προπέρυσι- ίσως όμως δεν τα είδαμε από την εξής πλευρά: ο Χριστός γι' αυτό ήλθε, γι' αυτό απεστάλη, να φέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να γιατρέψει αυτούς που έχουν συντετριμμένη καρδιά, να κηρύξει ότι ελευθερώνει από την αμαρτία τους δούλους και τους αιχμαλώτους της αμαρτίας, να δώσει στους τυφλούς φως κλπ. Ο Χριστός ήλθε, για να κάνει αυτό το έργο.


Τι συμβαίνει και το έργο του Χριστού 
δεν πραγματοποιείται μέσα μας;
Τι συμβαίνει στην πράξη; Δεν είμαστε φτωχοί; Δεν έχουμε συντετριμμένη καρδιά, με την έννοια ότι η καρδιά μας είναι άρρωστη; Δεν είμαστε κυριολεκτικά αιχμάλωτοι της αμαρτίας; Δεν είμαστε στο σκοτάδι; Δεν είμαστε κυριολεκτικά τσακισμένοι από την αμαρτία; Δεν έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι μπήκαμε σ' αυτή την καινούργια ζωή, που έκανε αρχή ο Χριστός; Δεν έχουμε ανάγκη ν' αρχίσουμε να ζούμε αυτή τη ζωή που μας κάνει ευαρέστους στον Θεό;

Και φτωχοί είμαστε και συντετριμμένοι, με την έννοια που είπαμε, είμαστε και αιχμάλωτοι και τυφλοί και τσακισμένοι είμαστε, και καθόλου η ζωή μας δεν είναι ευάρεστη στον Θεό. Όμως ο Χριστός ακριβώς γι' αυτό ήλθε: αυτό που δεν είμαστε, αυτό να μας κάνει. Δεν είμαστε πλούσιοι εν Κυρίω, να μας κάνει πλουσίους. Δεν είμαστε υγιείς στην καρδιά, να μας κάνει υγιείς. Δεν είμαστε λυτρωμένοι, να μας λυτρώσει. Δεν βλέπουμε, αλλά είμαστε τυφλοί, να μας δώσει φως.

Τι συμβαίνει και τελικά δεν γίνεται αυτό; Ποιος θα μπορούσε να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι το μήνυμα αυτό του Χριστού έφθασε στη φτωχή καρδιά του και είναι ο πλουσιότερος των πλουσίων; Ποιος μπορεί να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι τον γιάτρεψε ο Κύριος; Ποιος μπορεί να πει ότι τον ελευθέρωσε, τον συγχώρησε, ο Κύριος; Ποιος μπορεί να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι του έδωσε ο Κύριος φως και βλέπει, ότι, καθώς ήταν ετοιμοθάνατος, τον ανέστησε ο Κύριος, ότι τον έκανε να σταθεί στα πόδια του, τον έκανε να ζει τη ζωή αυτήν που είναι ευάρεστη στον Θεό;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Από το ένα μέρος είμαστε στην κατάσταση που αναφέρει η προφητεία, από το άλλο μέρος ο Κύριος ήλθε ακριβώς σ' αυτούς οι οποίοι είναι σ' αυτή την κατάσταση, για να τους φέρει, αυτό το οποίο ήλθε να φέρει. Κι όμως, αν μιλήσουμε ειλικρινά και τίμια, δεν μπορούμε να πούμε ότι το έκανε αυτό ο Κύριος. Γιατί; Γιατί; Δεν ισχύουν σήμερα τα λόγια του; Δεν ισχύει το Ευαγγέλιό του στις ημέρες μας; Ψεύδεται ο Κύριος; Δεν είναι και για μας ο Κύριος; Έπαυσε να είναι στις ημέρες μας; Ίσχυαν αυτά κάποτε και τώρα δεν ισχύουν; Γίνονταν αυτά κάποτε και τώρα δεν γίνονται; Γιατί;

Αυτή η ώρα είναι ιερή. Και δεν είναι ιερή, μόνο επειδή είμαστε μέσα στο ναό, επειδή είμαστε μέσα στη Θεία Λειτουργία, αλλά είναι ιερή η ώρα και επειδή τελείωσε ένας εκκλησιαστικός χρόνος και σε λίγα λεπτά μπαίνουμε στον καινούργιο εκκλησιαστικό χρόνο. Αυτή λοιπόν την ιερή ώρα να μου επιτρέψετε όχι απλώς να πω, αλλά να τονίσω, όσο γίνεται περισσότερο υπεύθυνα ενώπιον του Θεού, ότι: εμείς είμαστε αυτό που είμαστε, και γι' αυτό ο Κύριος ήλθε και για μας, για να μας γιατρέψει. Δεν ήλθε μόνο για άλλους.

Η αιτία που από το ένα μέρος βλέπουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, και από το άλλο μέρος ομολογούμε ότι δεν μας γιάτρεψε ο Κύριος, είναι ότι δεν θέλουμε να το δεχθούμε, δεν θέλουμε να το συνειδητοποιήσουμε, δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε, δεν θέλουμε να το πούμε, να το αναγνωρίσουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, και να πάρουμε την ανάλογη στάση απέναντι στον Κύριο.

Δηλαδή η στάση μας να είναι τέτοια, που να δείχνει ακριβώς αυτό, ότι νιώθουμε ό,τι είμαστε, αλλά επίσης η στάση μας να φανερώνει ότι πιστεύουμε πως ο Κύριος ήλθε και για μας, π;ως ο Κύριος μπορεί να το κάνει αυτό και σ' εμάς και πως θέλει να το κάνει αυτό και θα το κάνει.


Ψυχή που δεν αποδέχεται ότι είναι άρρωστη μένει αγιάτρευτη
Εδώ κατά την ταπεινή μου γνώμη βρίσκεται η αιτία. Και να μου επιτρέψετε να πω το εξής: το ότι αυτή είναι η αίτια βγαίνει, όχι μόνο αν θελήσει να δει κανείς τα πράγματα αντικειμενικά, αλλά το βλέπουμε στην πράξη καθημερινά. Δεν είδα και δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που νιώθει ότι είναι φτωχή, και δεν την κάνει κάθε μέρα και πιό πλούσια ο Θεός.

Δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που νιώθει ότι είναι ένα συντρίμμι -δεν έχει σημασία για ποιους λόγους- και δεν την θεραπεύει κάθε μέρα και περισσότερο ο Κύριος. Δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που δέχεται ότι είναι κυριολεκτικά αιχμάλωτη της αμαρτίας, των παθών, των αδυναμιών, και δεν την ελευθερώνει ο Κύριος κάθε μέρα και περισσότερο. Και δεν συνάντησα ψυχή που ομολογεί ότι δεν βλέπει, που ομολογεί ότι είναι στο σκοτάδι, που ομολογεί ότι δεν ξέρει, και δεν της δίνει ο Κύριος φως κάθε μέρα και περισσότερο.

Από το άλλο μέρος η ψυχή η οποία μπορεί θεολογώντας να λέει ότι είναι φτωχή, αλλά στην πράξη δεν το δέχεται αυτό, διαπιστώνω -πώς να το πούμε;- ότι σαν να μην ευαγγελίστηκε αυτή η ψυχή. Κάνει εντύπωση το πράγμα. Σαν να μην άκουσε κανείς το Ευαγγέλιο, σαν να μην άκουσε τη χαρμόσυνη αγγελία, το χαρμόσυνο μήνυμα, το χαρμόσυνο άγγελμα του Κυρίου. Διότι, όπως έχουμε πει κι άλλες φορές, εμείς που ακούσαμε, αν ακούσαμε, το Ευαγγέλιο του Κυρίου, το χαρμόσυνο μήνυμα του Κυρίου, πρέπει να είμαστε πανευτυχείς και επομένως πάμπλουτοι.

Η ψυχή εκείνη η οποία δεν αισθάνεται τη φτώχεια της -όσο και αν θεολογώντας μπορεί να λέει ότι την αισθάνεται- στην πράξη έχει αυτάρκεια μέσα της. Ζει μ' αυτή την πραγματικότητα ότι έχει αυτάρκεια. αυτή η ψυχή δεν ευαγγελίσθηκε. Το βλέπουμε, το διαπιστώνουμε καθημερινά. και βλέπεις ότι είναι φτωχή, φτωχότατη, ενώ θα μπορούσε να είναι πάμπλουτη. και όπως σας είπα, η ψυχή η οποία θα το πιάσει αυτό: «Και σε μένα μίλησε ο Κύριος; και σε μένα ο Κύριος έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα; Και σε μένα φανερώθηκε ο Κύριος; και για μένα ήρθε ο Κύριος;», δεν θέλει τίποτε άλλο και αισθάνεται πάμπλουτη.

Μάλιστα, αισθάνεται ότι δεν της αξίζει αυτό, και δεν υπάρχει ίχνος παραπόνου μέσα της. Ψυχές που παραπονούνται, κατά βάθος ακόμη δεν δέχθηκαν, δεν αποδέχθηκαν και δεν πείσθηκαν ότι είναι φτωχές, και ότι ήλθε ο Κύριος να τις κάνει πλούσιες.

Διαπιστώνει κανείς ότι η ψυχή εκείνη η οποία στην πράξη -άλλο τι λέει όταν θεολογεί- δεν αποδέχεται, δεν δέχεται, ότι είναι άρρωστη, δεν γιατρεύεται. Μένει αγιάτρευτη η ψυχή και πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια. Κάποιος που είναι φυματικός ή άλλος που έχει άλλη αρρώστια, από δω, από κει θέλει να το ξεφύγει, δεν πάει και στον γιατρό, φοβούμενος ίσως τι θα του πει.

Τελικά, πείθεται ότι είναι άρρωστος, πάει στον γιατρό, αρχίζει τη θεραπεία και θεραπεύεται, αν υπάρχει θεραπεία για την αρρώστια του. Στις αρρώστιες της ψυχής δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα μήπως δεν υπάρχει θεραπεία. Γιατρός είναι ο ίδιος ο Κύριος, αυτός που μας έπλασε, και είναι αυτός που μπορεί, όσο βαριά άρρωστη κι αν είναι η καρδιά μας, η ψυχή μας, να τη θεραπεύσει.


«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν»
«Κηρύξαι, αἰχμαλώτοις ἄφεσιν». Με έστειλε ο Θεός -λέει ο Κύριος στην προφητεία- να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας. Αλλά ποιας αμαρτίας; Ας πούμε, για να γίνει ένα κακό, θα το κάνει κάποιος· αλλιώς το κακό δεν υπάρχει.

Επομένως, αμαρτία που σε αιχμαλωτίζει δεν είναι απλώς μια πράξη, η άλφα ή βήτα πράξη, αλλά είναι το εγώ σου που κυριολεκτικά σε κρατάει αιχμάλωτο. Όταν το καταλάβεις αυτό και το ομολογήσεις, να κράξεις, να κραυγάσεις και να πιστεύσεις ότι ο Χριστός ήλθε, ακριβώς για να σ' ελευθερώσει από την αιχμαλωσία αυτή. Πώς θα σ' ελευθερώσει; Δίνοντάς σου άφεση.

Δηλαδή τι είναι άφεση, τι είναι συγχώρηση; Υποχωρεί το εγώ μέσα σου, και έρχεται ο Χριστός. Δεν σε κυβερνάει το εγώ, δεν σε κυβερνάει το θέλημά σου και η οποιαδήποτε δική σου γνώμη και κρίση, αλλά σε κυβερνάει ο Χριστός. Έτσι έρχεται η άφεση, έτσι ελευθερώνεσαι από την αιχμαλωσία της αμαρτίας.

Όλες οι ψυχές είναι αιχμάλωτες, αλλά τελικά, όσο κι αν κανείς θέλει να ελευθερωθεί, χρειάζεται να δει έτσι τα πράγματα, να ομολογήσει έτσι τα πράγματα, ώστε να έλθει η άφεση από τον Κύριο, και η απελευθέρωσή μας από την αιχμαλωσία.


«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν»
«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν». Μπορεί θεολογικά να λες πολλά επάνω σ' αυτό το θέμα, αλλά στάσου ειλικρινά ενώπιον του Θεού και ομολόγησε: παραδέχθηκες ότι είσαι τυφλός; Πώς είναι ένας τυφλός; Άσχετα τι κουράγιο έχει μέσα του, αφού είναι τυφλός, πρέπει να τον πάρουν άλλοι από το χέρι κι αυτός ν' αφεθεί με εμπιστοσύνη. Πηγαίνει, όπου τον πάνε αυτοί που τον οδηγούν, στους οποίους δείχνει εμπιστοσύνη, και δεν έχει και καμία ευθύνη. Και τη ζει αυτή την -πώς να πω;- ανευθυνότητα με την καλή έννοια.

Ποιος είναι αυτός, που ομολογεί ότι πνευματικά είναι τυφλός, που παραδέχεται ότι είναι τυφλός, και αφήνει τον εαυτό του σαν τυφλό να τον οδηγήσει ο Θεός; Ποιος είναι; Και επειδή κανένας δεν το κάνει ή ελάχιστοι είναι αυτοί που το κάνουν ή πολύ λίγο το κάνουν κι αυτοί οι ελάχιστοι, γι' αυτό λοιπόν καθόλου δεν έρχεται το φως, και μένει κανείς τυφλός εκεί στο σκοτάδι του, και όπως το ξέρουμε από άλλα λόγια του Κυρίου, αυτός ακριβώς επειδή λέει ότι βλέπει, γι' αυτό μένει στο σκοτάδι.

Άλλος μένει στο σκοτάδι, γιατί μόλις και μετά βίας κάτι πάει να κάνει η Χάρις του Θεού, αλλά δεν γίνεται, διότι ο ίδιος τα μπερδεύει τα πράγματα, επειδή ο ίδιος θέλει να βλέπει. Εσύ είσαι τυφλός, και ο Κύριος θα κάνει τα μάτια σου να βλέπουν, ο Κύριος θα σε κάνει να βλέπεις ή, αν θέλετε να το πούμε πιο σωστά, ο Κύριος θα έλθει μέσα σου και αυτός θα βλέπει και μαζί του θα βλέπεις κι εσύ.

Όταν τα σωματικά μάτια είναι άρρωστα, ο γιατρός σε θεραπεύει, και βλέπουν τα μάτια σου. Στα πνευματικά όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Δηλαδή δεν είναι ότι μας θεραπεύει ο Κύριος, μας δίνει φως ο Κύριος κι εμείς βλέπουμε, αλλά συνεχώς είμαστε μαζί του και ο Κύριος είναι μαζί μας, κι εμείς βέβαια αυτοί καθεαυτούς δεν βλέπουμε, αλλά είναι εκείνος που βλέπει μέσα από μας και είμαστε εμείς που βλέπουμε μέσα από εκείνον. Ο Κύριος είναι το πνευματικό φως, το οποίο δεν μπορούμε να το δούμε αλλιώς.


«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν»
«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Πραγματικά, αν θέλετε να δώσω μια μαρτυρία, μπορώ να πω ότι υπάρχουν ψυχές -ελάχιστες μπορεί να είναι, αλλά υπάρχουν-οι οποίες έτσι τα είδαν τα πράγματα, έτσι δέχθηκαν τον Κύριο, έτσι δουλεύει μέσα τους ο Κύριος, που όντως μπήκαν σε καινούργια ζωή και άρχισε για τίς ψυχές αυτές η καινούργια ζωή. Η ζωή τους είναι ευάρεστη στον Κύριο, είναι ζωή της Χάριτος, ζωή του Χριστού, ζωή του Αγιου Πνεύματος. Δεν είναι μια δική τους ζωή. Μόλις γίνει δική τους ζωή, γίνεται αμαρτωλή ζωή.

Ας τα λάβουμε υπ' όψιν αυτά, αδελφοί μου, για ένα νέο ξεκίνημα
.


1η Σεπτεμβρίου: Η Αρχή της Ινδίκτου (Η αρχή του Εκκλησιαστικού Έτους) Ίνδικτος ή Iνδικτιών Tου Kωνσταντίνου Aπ. Σουλιώτη, Θεολόγου

Aν ξεφυλλίσουμε τον ημεροδείκτη μας και φθάσουμε στην 1η Σεπτεμβρίου, θα δούμε να σημειώνεται: «Aρχή Ινδίκτου». Πολλοί ίσως, διαβάζοντας τη φράση αυτή, να διερωτώνται: Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά και τι είναι η Ίνδικτος;

Η λέξη Ίνδικτος είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, διάγγελμα, πού εκδιδόταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, με σκοπό να καθορίζουν το ύψος των φόρων επί της παραγωγής της γης, που θα έπρεπε να πληρώσουν οι υπήκοοι της Ρώμης για τη συντήρηση του στρατού. Το διάγγελμα αυτό ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια και τούτο, γιατί κάθε δεκαπέντε χρόνια απολύονταν οι παλαιοί στρατιώτες και κατατάσσονταν οι νέοι. Να σημειωθεί ότι το ύψος των σχετικών φόρων καθοριζόταν από τη νέα δύναμη του στρατού για την επόμενη δεκαπενταετία.

Με την πάροδο του χρόνου η λέξη Ίνδικτος έπαψε να σημαίνει μόνο διάγγελμα, αλλά σήμαινε και το διάστημα των δεκαπέντε ετών. Έτσι άρχισαν να μετρούν το χρόνο σε Iνδίκτους (πρώτη Ίνδικτος, δεύτερη Ίνδικτος κ.ο.κ.).

Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος όρισε ως επίσημη μέτρηση του χρόνου (το 312 ή 313 μ.Χ.) την Ίνδικτο, πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου, εποχή που είχε τελειώσει η συγκομιδή των καρπών της γης. Η μέτρηση αυτή του χρόνου ονομάστηκε, από το όνομα του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνειος Iνδικτιών και Ελληνική.

Η Εκκλησία υιοθέτησε αυτό το σύστημα μέτρησης του χρόνου και μετρούσε τα έτη με τίς Ινδικτιώνες. Έτσι το Εκκλησιαστικό έτος άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου με Πατριαρχική Θεία Λειτουργία και ιδιαίτερη Iερά Παράκληση, ώστε να ευλογήσει ο Θεός τον καινούριο χρόνο.

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο Α΄ το 537 εισήγαγε τη μέτρηση κατά Ινδικτιώνες στα κρατικά έγγραφα και στίς δικαστικές αποφάσεις. Έλεγαν δηλαδή 1ο έτος της τάδε Ινδικτιώνος, 2ο έτος της τάδε Ινδικτι‘νος κ.ο.κ.

Με τον καιρό ορίστηκαν δύο είδη Ινδίκτου, η Καισαρική, δηλαδή η παλαιά ρωμαϊκή πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και την οποία συνέχισε τό Βυζάντιο, και η Παπική, που άρχιζε στίς 25 Δεκεμβρίου και αργότερα την 1η Ιανουαρίου.

Στη Δύση σιγά-σιγά επικράτησε ως αρχή του νέου έτους η 1η Ιανουαρίου, ενώ στην Aνατολή είχε παραμείνει η 1η Σεπτεμβρίου. Αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη Σεπτεμβρίου παρέμεινε μέχρι και σήμερα η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους, μετά την καθιέρωση για όλους ως αρχής του πολιτικού έτους της 1ης Ιανουαρίου. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Εκκλησία μας όρισε την ημέρα αυτή να αναγινώσκεται στους Ιερούς Ναούς η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Λουκά, που αναφέρει το πρώτο κήρυγμα του Χριστού στη συναγωγή της Ναζαρέτ (Λουκ. 4, 16-18).

Οι Ινδικτιώνες μετριούνται από τη Γέννηση του Χριστού. Επειδή, όμως, η χρονολογία από της του Χριστού Γεννήσεως υστερεί κατά τρία έτη, για να βρούμε, παραδείγματος χάριν, την Ίνδικτο του 2004, προσθέτουμε 3 έτη και διαιρούμε δια του 15. Δηλαδή 2004 + 3= 2007 : 15 = 133 και υπόλοιπο 12 που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο 12ο έτος της 133ης Ινδίκτου (από την 1η Σεπτεμβρίου).

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ, ΗΤΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ


«Σήμερα 1η Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την Αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή την αρχή του νέου Εκκλησιαστικού έτους. Για την ημέρα αυτή, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στον Συναξαριστή του:
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι).
Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών».

Αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς η 1η Σεπτεμβρίου, γι’  αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, πέραν βεβαίως εκείνης που αναφέρεται και στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον όσιο Συμεών τον στυλίτη, τις άγιες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή – «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε» -που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο: όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά  αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως, αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι σήμερα, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών: χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’  αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το «ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν».

Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή, σ’  ένα μεγάλο ποσοστό, έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’  ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού.

Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου, με το κήρυγμά Του στη συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας Του Ναζαρέτ, όπου μεταξύ των άλλων αποκαλύπτει για τον εαυτό Του ότι ήλθε «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν», να κηρύξει δηλαδή την έναρξη μίας καινούργιας εποχής, δεκτής και ευάρεστης στον Θεό, η Εκκλησία μας λοιπόν μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού: πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του. 

Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος: την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Και εύλογα: το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον 
«βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Το έχουμε ξαναπεί: η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, που μας την επισείουν ως «μορμολυκείον» αδιάκοπα ενώπιόν μας οι ιθύνοντες και τα Μ.Μ.Ε., θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση είναι κατ’  ουσίαν πνευματική.

Η αρχή της Ινδίκτου

(Λουκ. δ΄, 16-22) 

Στή σημερινή περικοπή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ Χριστός μπροστά στούς ἔκπληκτους Ἰουδαίους πού βρίσκονταν στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, λέει μέ ἁπλό καί φυσικό τρόπο ὅτι: «Σήμερα βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή της ἡ προφητεία πού μόλις ἀκούσατε».

Ἑρμηνεύοντας τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα στό Πρόσωπό Του καί ἔχοντας πλήρη αὐτοσυνειδησία, ἀφήνει νά φανερωθεῖ ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ἀπό αἰώνων κεχρισμένος μέ Πνεῦμα Θεοῦ. Δέν εἶναι ἁπλά ἕνας ἄνθρωπος πού σέ μία στιγμή τῆς ζωῆς τοῦ ἦλθε ἐπ’ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τοῦ χάρισε μία παροδική, μικρή ἤ μεγάλη θεοπνευστία. Δέν εἶναι ἕνα ἔκτακτο ἤ ὑπερφυσικό  γεγονός πού θά βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέσω τοῦ Χριστοῦ νά γνωρίσουν τό Θεό. Εἶναι Αὐτός, στόν Ὁποῖο ἐνυπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα Του, κατέχει τήν ὕπαρξή Του, ὁδηγεῖ τήν ἐπίγεια ζωή Του στήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ νά φέρει τό μήνυμα τῆς Σωτηρίας καί τῆς ἐπερχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους.

Ἡ Βασιλεία πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός δέν εἶναι κοσμική. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού θά ἀποκαταστήσει ἀνθρώπινα βασίλεια, πού θά συντρίψει ἀντίπαλα ἔθνη καί ἀσεβεῖς βασιλιάδες. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού περιλαμβάνει προνομιούχους λαούς, πού ὁρίζει ἡγεμόνες, πού περιβάλλει καί θάλπει τήν ἐξουσία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἀνακοινώνει ὁ Χριστός στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ, ἔχει ὡς κέντρο της τή Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό μήνυμά της ἀπευθύνεται στούς φτωχούς, στούς μικρούς καί ταπεινούς αὐτοῦ του κόσμου, σ’ αὐτούς πού νιώθουν τήν ὕπαρξή τους ἀσήμαντη μπροστά στό Ἄπειρό του Θεοῦ. Φέρνει τήν κατάργηση τῆς αἰχμαλωσίας τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀπαλλαγή, τή λύτρωση ἀπ’ ὅσα τούς κρατοῦσαν δέσμιους μέχρι τώρα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰχμαλωσία πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ καί νά βρεῖ τόν ἀληθινό του προορισμό, πού τόν κατέχει δέσμιο σέ μία κατάσταση φθαρτότητας σωματικῆς καί ψυχικῆς.

Αὐτή τήν ἀνθρωποκτόνο κατάσταση τῆς ἁμαρτίας πού κρατάει δέσμιο τόν ἄνθρωπο θά συντρίψει ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του στό τέλος τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του. Μέχρι νά ὁδηγηθεῖ στό Πάθος καί στή σωτήρια Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός θά χαρίσει τό φῶς στούς τυφλούς. Φυσικό φῶς στούς σωματικά τυφλούς, οὐράνιο καί ἀποκαλυπτικό στούς πνευματικά τυφλούς. Αὐτό δέν σημαίνει παντοῦ καί πάντα ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε καταλαβαίνουν καί ὅσοι βλέπουν ἀντιλαμβάνονται. Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάβλεψη τῶν πνευματικά τυφλῶν εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ πίστη, ἡ ἀποδοχή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Ἡ σκληρότητα, ἡ σκληροκαρδία, ἡ δυσπιστία στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, καί ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀναλγησία πρός τούς ἀνθρώπους θά κρατοῦν πάντα κλειστές τίς πόρτες στό φῶς ἤ θά δυσκολεύουν πάντα νά φτάσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τό πνευματικό φῶς. Ὅμως ἀκόμη καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό. Ὁ Χριστός εἶναι πάντα σέ θέση νά ἀποκαλύψει τό Θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα Του καί Πατέρα μας, δίνοντας στούς ἀνθρώπους τήν πνευματική ἀνάβλεψη.

Ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, τοῦ ὁποίου ἀμαυρώθηκε τό «κατ’ εἰκόνα» καί ἐσκοτίσθη ἡ διάνοια, δέν ἦταν σέ θέση νά φτάσει μόνος του στή σωτηρία. Ὁ Νόμος πού δόθηκε στό Μωϋσῆ ἀπό τό Θεό στό ὅρος Σινᾶ, προκειμένου νά παιδαγωγήσει τόν Ἰσραήλ καί δι’ αὐτοῦ νά ἀνακαινίσει καί τούς ὑπόλοιπους λαούς, ἐξέπεσε λόγω τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἰσραήλ σέ ἐπίπεδο νομικιστικῶν καί ἠθικῶν διατάξεων, τύποις καί ὄχι οὐσίας. Γράμματος καί ὄχι Πνεύματος. Πιστεύοντας ὅτι ἡ ἁπλή τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου φέρνει τή σωτηρία, παραγνωρίστηκαν καί παραμελήθηκαν τό πνεῦμα καί ἡ θεϊκή του προέλευση, φτάνοντας στό ἐπίπεδό της φαρισαϊκῆς τήρησής του.

Σ’ αὐτό τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός φέρνει τό σωτήριο μήνυμά Του, πού δέν εἶναι πλέον τό γράμμα τοῦ Νόμου, ἀλλά ἡ ἐν πνεύματι ὁλοκληρωτική ἀνακαίνιση, ὁ φωτισμός τῆς διανοίας του, πού ἐπιτυγχάνονται μέ τήν ὑπακοή καί μίμηση τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς Του, τήν ἀποδοχή τῶν Λόγων Του, μέ τήν ἀγάπη ἀκόμη καί στούς ἐχθρούς, μέ τήν ἐν «Πνεύματι καί Ἀληθεία» λατρεία στό Θεό.

Ἡ ἄφεση χαρίζεται πλέον ἀπό τό Χριστό στόν ἄνθρωπο ὄχι ἐπειδή τηρεῖ μηχανικά κάποιες διατάξεις, οὔτε ἐπειδή ὑπακούει σέ στεῖρα νομοθετήματα. Τούτη ἡ ἄφεση πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός προϋποθέτει τήν ὁλοκληρωτική μεταστροφή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, χαρίζεται ὡς δῶρο ζωῆς ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό «ἐξ ὅλης της καρδίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του, καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί τόν πλησίον του ὡς σεαυτόν» (Λουκ. 10,27). Ἡ Θυσιαστική πράξη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Σταυρός τοῦ Μαρτυρίου, εἶναι λύτρο γιά ὅλους, εἶναι Ἄφεση, εἶναι Λύτρωση, εἶναι Ἀπαλλαγή, εἶναι Ἀποκατάσταση στήν ἀρχέγονη πρότερη θέση πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος κατά τή δημιουργία του ἀπό τό Θεό.

Ὅλα αὐτά ὅμως, ἀγαπητοί, δέ θά γίνουν μέσα σέ μία ἡμέρα, ὡς ἀστραπή, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά καταδικάσει, γιά νά ἀπολέσει καί νά ἀπειλήσει τόν πάσχοντα καί πονεμένο ἄνθρωπο μέ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν ἦλθε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά  τόν σώσει˙ «οὐ γάρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τόν κόσμον» (Ἰωάν.12,47).

Κηρύττει «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν», δηλαδή μία περίοδο χάριτος καί μετανοίας, καί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού δέν στέκει ἀπόμακρος καί ἀπροσμέτρητος στό ὕψος τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά εἶναι ὁ ἀπό αἰώνων «κρούων τή θύρα» περιμένοντας τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πού τόσο «ἠγάπησεν ὁ Θεός, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἀμήν
.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...