Του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
O XΡΙΣΤΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ
«Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. 2,7)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἡ χριστιανοσύνη ἑορτάζει τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονὸς μοναδικὸ στὴν ἱστορία.
Ὑπάρχουν πράγματα ἀξιόλογα, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ
ἀγνοήσῃ, ὅπως λ.χ. ἡ εἴδησι ὅτι στὸν 20ὸ αἰῶνα ὁ ἄνθρωπος πάτησε στὴ
σελήνη. Ἀλλ᾽ ὅσο θαυμαστὸ καὶ ἂν φαντάζῃ αὐτό, εἶνε πολὺ μικρὸ
ἀπέναντι στὸ γεγονὸς ὅτι ὄχι πλέον ἄνθρωπος ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Θεός, ποὺ
ἐξουσιάζει τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἐπισκέφθηκε τὴ γῆ ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν οὐρανῶν. Κατέβηκε ἐδῶ, φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, περπάτησε ἀνάμεσά
μας, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε καὶ ἀνελήφθη πάλι στοὺς οὐρανούς.
Γεγονὸς ἄνευ προηγουμένου, μοναδικό!
Ὁ ἥλιος ἄγγιξε τὴ γῆ, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ ἡ γῆ δὲν
κάηκε! «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου…» (ἁγιασμ. Θεοφαν.).
Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν τὸ πιστεύεις; κάνε τὸ ρεβεγιόν
σου. Εἶνε ζήτημα πίστεως. Ἂν πιστεύῃς ὅτι πραγματικὰ ὁ Θεὸς ἔγινε
ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ, τότε ὁ Χριστὸς θὰ γεννηθῇ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά,
ὄχι πλέον στὴ φάτνη ἀλλὰ στὴν καρδιά σου, οἱ οὐρανοὶ θ᾿ ἀνοίξουν, ἡ
φύσις θ᾽ ἀγάλλεται καὶ θὰ χαίρῃ, οἱ ἄγγελοι θὰ ψάλλουν τὸ «Δόξα ἐν
ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14).
Στὴ δημιουργία μιᾶς τέτοιας ἱερᾶς ἀτμοσφαίρας συντελεῖ πολὺ ἡ
ἀνυπέρβλητη ὑμνῳδία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Κανένα δόγμα, καμμία
θρησκεία δὲν ἔχει ὕμνους σὰν αὐτούς. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς μᾶς προτρέπει·
«Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» (κάθ. Χριστουγ.). Ἂς
γυρίσουμε λοιπὸν πίσω, στὶς ἡμέρες τῆς Γεννήσεως· ἂς μεταφερθοῦμε ἐκεῖ.
Νοερῶς, ἀγαπητοί μου, περνοῦμε
στεριὲς καὶ θάλασσες καὶ φτάνουμε στὴ Βηθλεέμ. Τί εἶνε ἡ Βηλθεέμ; Μία
μικρὴ πόλις τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἐκεῖνες τὶς μέρες παρουσίαζε ἔκτακτη
κίνησι. Ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ εἶχε διατάξει ἀπογραφὴ σὲ ὅλη τὴ
῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι στὴν Παλαιστίνη, ἀναλόγως
τῆς φυλῆς, πήγαιναν καθένας στὸν τόπο ὄχι τῆς γεννήσεως ἀλλὰ τῆς
καταγωγῆς του, στὶς περιοχὲς τῶν δώδεκα φυλῶν. Καὶ ἡ Παρθένος Μαρία
λοιπὸν μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ὅπου ἔμεναν, βάδισαν
χιλιόμετρα, μέρες καὶ νύχτες, μῆνα ὁλόκληρο, καὶ ἔφτασαν ἐπὶ τέλους στὸν
τόπο τῆς καταγωγῆς τῶν προγόνων τους, στὴ Βηθλεέμ.
Ἦταν χειμώνας, φυσοῦσε ἀέρας, ἔκανε κρύο. Ζήτησαν νὰ μείνουν
κάπου. Χτύπησαν πόρτες, ἀλλὰ κανένα σπίτι δὲν ἄνοιξε. Ἔτσι
ἀναγκάστηκαν, ἡ ἔγκυος κόρη μὲ τὸν προστάτη της, νὰ πᾶνε ἔξω ἀπὸ τὸν
κατοικημένο χῶρο, ὅπου ὑπῆρχαν φυσικὲς σπηλιὲς ποὺ χρησίμευαν εἴτε ὡς
στάβλοι καὶ μαντριὰ εἴτε ὡς πρόχειρα πανδοχεῖα–χάνια. Ἐκεῖ λοιπὸν
γέννησε ἡ ἐπίτοκος. Γέννησε, ἀλλὰ δὲν εἶχε κούνια· ἐνῷ σήμερα καὶ ὁ πιὸ
φτωχός διαθέτει μιὰ κούνια, ὁ νεογέννητος Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος ποὺ δὲν
εἶχε. Κούνια του ἔγινε ἡ φάτνη τῶν ἀλόγων, τὸ παχνὶ ὅπου οἱ βοσκοὶ
βάζουν τὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ζῷα. Ἐκεῖ λοιπὸν γεννήθηκε ὁ Χριστός, στὴ φάτνη,
κάτω ἀπὸ τέτοιες ταπεινὲς συνθῆκες.
* * *
Πέρασαν ἀπὸ τότε δυὸ χιλιάδες
χρόνια. Τί μεταβολή! θὰ πῆτε· ὄχι πλέον σὲ σπήλαιο, στάβλο καὶ φάτνη,
ἀλλὰ σὲ ναοὺς μεγαλοπρεπεῖς, ποὺ ἔχτισαν διάσημοι ἀρχιτέκτονες, ἐκεῖ
λατρεύεται τώρα ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶνε· ἐκεῖνος μένει ἆραγε
εὐχαριστημένος ἀπὸ τοὺς ναούς, τὰ ἄμφια, τὰ κεριὰ καὶ τὰ λιβανίσματά
μας;
Ὁ Χριστὸς ζητεῖ κάτι παραπάνω
ἀπ᾿ ὅλη τὴ μεγαλοπρέπεια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἡ ὁποία ναὶ μὲν δὲν εἶνε
τελείως ἀπόβλητη ―μέχρι ἑνὸς ὁρίου―, δὲν ἀρκεῖ ὅμως. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα
αὐτὰ ζητεῖ κάτι ἄλλο.
Τί ζητεῖ; Τὶς καρδιές μας! Θέλει,
νὰ ἔχῃ Αὐτὸς τὴν πρώτη θέσι στὴν καρδιά μας· θέλει, νὰ ῥυθμίζῃ ὁ νόμος
Του τὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακή, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴν πανανθρώπινη ζωή
μας.
Καὶ ἐρωτῶ· ἔχει ὁ Χριστὸς τὴν πρώτη θέσι; Νομίζω ὄχι. Διαπράττουμε
καὶ ἐμεῖς δυστυχῶς τὸ ἁμάρτημα τῶν Βηθλεεμιτῶν. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν
ἄνοιξαν τὴν πόρτα τους στὴν Παναγία, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, νέοι Βηθλεεμῖτες
στὸν αἰῶνα μας, δὲν θέλουμε ὁ Χριστὸς ν᾽ ἀποτελῇ τὸ κέντρο καὶ τὸν ἄξονα
τῆς ζωῆς μας, νὰ κατέχῃ τὴν πρώτη θέσι.
Ἀμφιβάλλετε;
Παρακολουθῆστε λοιπὸν
γύρω σας τὰ πρόσωπα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τους σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ
ἡμέρα, καὶ θὰ βγάλετε συμπέρασμα ἀπὸ τὶς συζητήσεις, τὶς διασκεδάσεις,
τὰ τραγούδια κ.τ.λ.. Ὅ,τι ἀγαπᾷ ὁ ἄνθρωπος, γι᾽ αὐτὸ μιλάει. Ἐὰν λοιπὸν
στήσετε αὐτί, θ᾽ ἀκούσετε νὰ συζητοῦν ἄλλοι γιὰ γάμους συνοικέσια
καὶ διαζύγια, ἄλλοι γιὰ ἐμπόρια ἐπιχειρήσεις καὶ κέρδη, ἄλλοι γιὰ
ἀθλητισμὸ ὁμάδες καὶ ἀγῶνες, ἄλλοι γιὰ διασκεδάσεις ταξίδια καὶ ἀγορές,
ἄλλοι γιὰ πολιτικὴ καὶ κόμματα. Γιὰ ὅλα συζητοῦν, γιὰ ἕνα δὲ συζητοῦν·
γιὰ τὸ Χριστό. Οὔτε λέξι. Σὰ νὰ μὴ γεννήθηκε, σὰ νὰ εἶνε ἄγνωστος, ὁ
μέγας ἄγνωστος. Τὴ λέξι Χριστὸς προφέρουν ―ἀλλοίμονο― μόνο ὅταν τὸν
βλασφημοῦν!
Ὁ Χριστὸς μένει ἔξω καὶ ἀπὸ τὰ θεσμικὰ ὄργανα καὶ τὰ ὁμαδικὰ
ἐνδιαφέροντα. Ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια, ὅπου οὔτε προσευχὴ γίνεται οὔτε
λατρεία προσφέρεται οὔτε Εὐαγγέλιο διαβάζεται οὔτε ἀγάπη καὶ ἑνότης
τῆς οἰκογενείας ὑπάρχει. Ἔξω ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ὅπου τώρα τὰ παιδιὰ δὲ
μαθαίνουν ὅπως ἄλλοτε «γράμματα σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα»,
ἀλλὰ διδάσκονται θεωρίες ἐξελίξεως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸ
χιμπαντζῆ, ἀπὸ τὰ κτήνη. Ἔξω ἀπὸ τὰ δικαστήρια, ὅπου παρὰ τὴ δική του
ἐντολὴ νὰ μὴν ὁρκιζώμαστε καθόλου («μὴ ὀμόσαι ὅλως» – Ματθ. 5,34),
πλῆθος χέρια καθημερινῶς παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔξω ἀκόμα ἀπὸ τὶς
στρατιωτικὲς μονάδες, ὅπου ἀξιωματικοὶ καὶ ὁπλῖτες μέρα καὶ νύχτα
βρίζουν τὰ θεῖα. Ἔξω τέλος ἀπὸ τὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ὅπου ἡ πρότασι ν᾽
ἀναρτηθῇ στὴν αἴθουσά της ἡ εἰκόνα Του ἀπορρίφθηκε μὲ εἰρωνικὰ σχόλια
καὶ ὅπου ψηφίζονται νόμοι φανερὰ ἀντιχριστιανικοί.
Καὶ γενικὰ στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ διωγμένος ἀπὸ τοὺς
κρατοῦντας· δὲν εἶνε ἀρεστὸς στὰ διοικητήρια, τὶς κυβερνήσεις, τὰ
κοινοβούλια, τοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς.
Ἄλλοι ἐπικρατοῦν ἐκεῖ,
ἄνθρωποι ἀλαζόνες, κοῦφοι, ἢ καὶ ἐγκληματίες. Γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως τότε
στὴ Βηθλεέμ, δὲν ὑπάρχει θέσι! Μία τέως βασίλισσα τῆς Ὁλλανδίας, ἡ
ὁποία πρὶν τὸ τέλος τῆς ζωῆς της πίστεψε στὸ Χριστό, ἡ Βιλελμίνη,
παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀπομονώθηκε κάπου καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ
θέμα «Ὁ Χριστὸς ὁ μεγάλος ἄγνωστος τῆς Εὐρώπης». Καὶ ἕνας Γάλλος
ἀνθρωπιστὴς καὶ φίλος τῶν λεπρῶν, ὁ Ραοὺλ Φολλερώ, ἔγραψε ἄλλο βιβλίο μὲ
θέμα «Ἂν αὔριο ὁ Χριστὸς χτυπήσῃ τὴν πόρτα σας, θὰ τοῦ ἀνοίξετε;». Καὶ
ὅταν πρὸ ἐτῶν κάποιος πρότεινε νὰ τεθῇ στὸν καταστατικὸ χάρτη τῶν
Ἡνωμένων Ἐθνῶν ἡ ῥήτρα ὅτι τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα στηρίζονται στὴν
θεμελιώδη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε βελτιωμένη ἔκδοσι τοῦ
κτήνους ἀλλὰ εἶνε θεῖο δημιούργημα πλασμένο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽
ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26), ἡ πρότασις ἀπερρίφθη.
Τί δείχνουν
αὐτά; ὅτι γιὰ τὸ Χριστὸ ἰσχύει καὶ σήμερα τὸ «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ
καταλύματι», δὲν ἔχει θέσι ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο αὐτόν.
Φαινομενικὰ ἑορτάζουμε μιὰ χριστιανικὴ ἑορτή· στὴν
πραγματικότητα ἑορτάζουμε σὰν εἰδωλολάτρες. Ὅσοι πίνουν καὶ
παραδίδονται στὴ μέθη, λατρεύουν τὸ Βάκχο· ὅσοι βουλιάζουν στὰ σαρκικὰ
πάθη καὶ τὸν πανσεξουαλισμό, λατρεύουν τὴν Ἀφροδίτη· ὅσοι ἀπορροφῶνται
ἀπὸ τὸ ἐμπόριο καὶ τὰ λεφτά, λατρεύουν τὸν κερδῷο Ἑρμῆ. Φτάσαμε στὸ
σημεῖο, ἐνῷ ἄλλοτε ἡ Ἑλλὰς περίμενε τὴν ἁγία αὐτὴ νύκτα, νὰ χτυπήσουν οἱ
καμπάνες καὶ νὰ τρέξουν ὅλοι στοὺς ναούς, τώρα οἱ ἄνθρωποι δὲν
ἑορτάζουν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ στοὺς ναούς· τρέχουν σὲ καφετέριες, σὲ λέσχες,
σὲ νυκτερινὰ κέντρα γιὰ ρεβεγιόν (σατανικὸ ἔθιμο), κ᾽ ἐκεῖ ἑορτάζουν μὲ
χοροὺς ἔξαλλους, μὲ μουσικὴ θορυβώδη. Καὶ ἔπειτα λεγόμαστε Χριστιανοί.
Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, εἴμαστε εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν καὶ χειρότερα.
* * *
Ν᾽
ἀπελπιστοῦμε λοιπόν; Ὄχι. Μολονότι γνωρίζουμε ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια
χειρότερα, μολονότι ὡρισμένοι λένε ὅτι ἦρθε ὁ ἀντίχριστος ―κ᾽ ἐγὼ
παραδέχομαι ὅτι ἀκούγονται τὰ βήματά του καὶ βρισκόμαστε στὴν τροχιὰ τοῦ
ἀντιχρίστου―, μολονότι ἔρχεται ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16), ἕνα
εἶνε βέβαιο· ὅτι παρ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ ἔρθῃ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ λάμψῃ
πάλι στὸν κόσμο τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ μὲ μία λάμψι μοναδική· καὶ τότε
λαοὶ καὶ ἔθνη, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Βορρᾶς καὶ Νότος, θὰ βροῦν τὸ σωστὸ τὸ
δρόμο, ποὺ χάραξε ὁ Χριστός, καὶ σὰν τοὺς μάγους θὰ ἔρθουν ὅλοι στὴ
φάτνη, νὰ προσκυνήσουν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖο· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-12-1986.