Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2014

Εκκοσμίκευση στην Εκκλησία: Η σύγχρονη εικονομαχία Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης

Ημέρα χαράς και δοξολογίας του Τριαδικού Θεού για τη νίκη της ορθής πίστεως κατά των «χριστιανοκατηγόρων» Εικονομάχων και όλων των αιρετικών. Μεγάλος ήταν ο πόνος της Εκκλησίας για την επικράτηση της εικονομαχικής αιρέσεως επί εκατόν περίπου χρόνια. Και γι’ αυτό μεγάλη σήμερα η χαρά της:
«Ημέρα χαρμόσυνος, και ευφροσύνης ανάπλεως, πεφανέρωται σήμερον· φαιδρότης δογμάτων γαρ, των αληθεστάτων, αστράπτει και λάμπει, η Εκκλησία του Χριστού, κεκοσμημένη αναστηλώσεσιν, Εικόνων των αγίων νυν, εκτυπωμάτων και λάμψεσι· και ομόνοια γίνεται, των πιστών θεοβράβευτος» (Προσόμοιον αίνων Κυριακής της Ορθοδοξίας).
Αλλά και ημέρα μνήμης των Αγίων Πατέρων και Ομολογητών, οι οποίοι δε συνεβιβάσθησαν με την αίρεση και την πολιτική εξουσία και τη διορισμένη απ’ αυτήν εκκλησιαστική εξουσία, αλλά εκράτησαν, ομολόγησαν και παρέδωσαν την Ορθόδοξο πίστην υποστάντες διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες, δημόσιες διαπομπεύσεις και εξευτελισμούς και τελικά πολλοί απ’ αυτούς και μαρτυρικούς θανάτους.

«Επί τούτοις τους της ευσεβείας Κήρυκας αδελφικώς τε και πατροποθήτως, εις δόξαν και τιμήν της ευσεβείας, υπέρ ης ηγωνίσαντο, ανευφημούμεν και λέγομεν:
Γερμανού, Ταρασίου, Νικηφόρου και Μεθοδίου (Πατριαρχών) των ως αληθώς αρχιερέων Θεού, και της Ορθοδοξίας προμάχων και Δδασκάλων αιωνία η μνήμη» (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Εν συνεχεία μακαρίζονται οι εκ των Μητροπολιτών, Αρχιεπισκόπων, Ηγουμένων και Μοναχών Ομολογηταί. Ευφημούνται επίσης οι ορθόδοξοι βασιλείς, και μάλιστα όσοι γενόμενοι μοναχοί αντίλαξαν την επίγεια Βασιλεία με την Ουράνια. Όμως η Εκκλησία θέλει να μη λησμονήσουμε και όσους αιρετικούς πολέμησαν την Αλήθεια της. Αυτούς τους υποβάλλει σε αναθέματα, ακολουθώντας τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α΄9).

Είναι πολύ λυπηρό, ότι μέλη της Εκκλησίας (Πατριάρχαι, Αρχιερείς, Ιερείς, Ηγούμενοι, Μοναχοί και λαϊκοί) εκήρυξαν αιρετικές διδασκαλίες, προσπάθησαν να τις επιβάλλουν στην Εκκλησία και παρέσυραν πλήθος ψυχών στην απώλεια. Προέταξαν τον ανθρώπινο λόγο του θείου λόγου. Έκριναν την Αποκάλυψη και τη Θεολογία της Εκκλησίας βάσει της κοσμικής σοφίας, ενώ έπρεπε να κρίνουν τη φιλοσοφία με τα κριτήρια της αποκαλυφθείσης Αληθείας και Θεολογίας. Έτσι, έβγαλαν τον εαυτό τους από την Ορθόδοξο Πίστη και ως εκ τούτου και από την ίδια την Εκκλησία. Το «ανάθεμα» ήταν δική τους επιλογή.
Η Εκκλησία εκφωνεί δημόσια τα αναθέματα, για να προφυλάξει το Ορθόδοξο ποίμνιο από τη λύμη και τις παγίδες των αιρετικών. Η εκφώνησις άρα των αναθεμάτων έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και δε πρέπει να παραλείπεται κατά την ανάγνωση του Συνοδικού της Κυριακής της Ορθοδοξίας χάριν δήθεν φιλανθρωπίας.
Οι μακαρισμοί των Ορθοδόξων Ομολογητών και τα αναθέματα των αιρετικών μας καθιστούν όλους προσεκτικούς, ώστε να μην εκπέσουμε σε κάποια αίρεση, παλαιά ή νέα, και χάσουμε τη σωτηρία μας. Βοηθούν ακόμη το ποίμνιο να διατηρεί τη δογματική του ευαισθησία. Είναι γνωστό ότι η Ποιμαντική της Εκκλησίας είχε πάντοτε δογματικές και θεολογικές βάσεις, όπως φαίνεται και στη Λατρεία. Η αδογμάτιστος, αθεολόγητος, ηθικιστική Ποιμαντική είναι υπεύθυνη για την αδιαφορία και άγνοια της πίστεως μας από μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας. Είναι παρήγορο ότι στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος περιλαμβάνονται για πρώτη φορά και αναθέματα κατά των αιρετικών. Πρόκειται για μια πολύ σωστή ενέργεια, που επαναφέρει την Εκκλησία σε μια πιστότερη βίωση της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Παρόμοια σωστή ενέργεια είναι και η έκδοση εμπεριστατωμένης Εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου περί μη μεταδόσεως των θείων Μυστηρίων σε ετεροδόξους.
Σήμερα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε μία άλλη Εικονομαχία, την πίεση που ασκεί η εκκοσμικευμένη κοινωνία στην Εκκλησία να προσαρμοστεί στα ιδικά της μέτρα και ιδεώδη, ώστε και η Εκκλησία να εκκοσμικευθεί. Ο κίνδυνος για την Εκκλησία από την εκκοσμίκευση είναι μεγάλος. Αντί η Εκκλησία να βοηθεί τον κόσμο να εκκλησιοποιηθεί, ο κόσμος προσπαθεί να επηρεάσει την Εκκλησία και να τη μεταβάλλει σε κόσμο. Έτσι, η Εκκλησία θα κρατεί τα τυπικά της, αλλά θα χάσει την πίστη της. Θα πάθει ό,τι έπαθε ο Παπισμός, για τον οποίο ο Άγιος Νεκτάριος έγραφε:
«Διά του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, απώλεσε τον στολισμόν αυτής, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· από πνεύματος δε και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα».
Η ουσία της εκκοσμικεύσεως είναι ο ανθρωποκεντρισμός. Αντιθέτως, η ουσία της Εκκλησίας είναι ο Θεανθρωποκεντρισμός. Εάν η Εκκλησία χάσει ή ελαττώσει το θεανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα, εκπίπτει σε ένα θρησκευτικό ίδρυμα ή σε μία από τις θρησκείες του κόσμου.
Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος δέχεται την Εκκλησία ως μία από τις θρησκείες του κόσμου, αλλά όχι ως τη μόνη Αλήθεια που σώζει τον άνθρωπο εν Χριστώ. Προς το σκοπό αυτό προσπαθεί να εξισώσει και την Ορθόδοξο Εκκλησία μας με τις άλλες θρησκείες. Οδηγεί προς μία πανθρησκεία διά της συνεργασίας όλων των θρησκειών. Σκοπός δεν είναι η Αλήθεια που σώζει, αλλά η ενδοκόσμια ειρήνη. Φυσικά, αυτή η επιδίωξης συμφέρει τους κοσμοκράτορας του αιώνος τούτου, που θέλουν τους λαούς υποταγμένους στην κυριαρχία τους και διά της συνεργασίας των θρησκειών ειρηνικούς (κατεσταλμένους).
Χάριν της ειρηνικής συνυπάρξεως, οι Ορθόδοξοι στις διαθρησκευτικές συναντήσεις δεν ομολογούν το Χριστό. Ανέχονται, έτσι, να κατατάσσεται η Εκκλησία στις μονοθεϊστικές θρησκείες μαζί με τον Ιουδαϊσμό και το Μωαμεθανισμό. Αλλά είναι θεμελιώδης διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων ότι είναι άθεος ο μη πιστεύων εις Θεόν Τρισυπόστατον και εις τον σαρκωθέντα Λόγον του Θεού. «Ο μη τομών του υιόν ου τιμά τον πατέρα τον πέμψαντα αυτόν» (Ιω. ε΄, 23). «Ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλά η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιω. γ΄, 36). Κατά δε το Μέγα Βασίλειο: «ου πιστεύει δε εις Πατέρα ο μη πιστεύσας τω Υιώ» (Περί Αγ. Πνεύματος, P.G. 32, 116 AB).
Μη ομολογούντες το Χριστό οι Ορθόδοξοι, αδικούν τον εαυτό τους, διότι εκπίπτουν της Ορθοδόξου ομολογίας. Ο Κύριος ρητώς είπε ότι «όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ι΄, 32).
Αλλά αδικούν και τους ετεροθρήσκους, στους οποίους δίνουν την εντύπωση ότι τον ίδιο Θεό έχουμε και άρα δεν πειράζει που δεν πιστεύουν στο Χριστό. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφερόμενος στους Νεομάρτυρας γράφει ότι ευσπλαχνήσθηκαν τους αλλοπίστους για την απώλειά τους και με την ομολογία τους έδωσαν εις αυτούς την ευκαιρία να πιστεύσουν στο Χριστό: «…πολλοί εκ των Μαρτύρων τούτων ελεήσαντες την απώλειαν των αλλοπίστων, επήγαν επί τούτου εις το Μαρτύριον και εκήρυξαν εις αυτούς την αλήθειαν, διδάσκοντές τους να αφήσουν το σκότος εις το οποίον ευρίσκονται, και να προστρέξουν εις το φως της του Χριστού θεοσεβείας και πίστεως, ίνα μη κατακριθώσιν εν τω ασβέστω πυρί της Κολάσεως. Αλλά αυτοί οι άθλιοι τυφλωθέντες από τον άρχοντα του σκότους του αιώνος τούτου, και από τα πάθη, δεν ημπόρεσαν να ανοίξουν τους νοερούς οφθαλμούς και να ιδούν την αλήθειαν του Ευαγγελίου, και της των Χριστιανών πίστεως· καθώς λέγει ο Παύλος «ο Θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων, εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του Ευαγγελίου της δόξης του Χριστού» (Β΄Κορ. δ΄, 4)· όθεν και έχουν μα μείνουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της κρίσεως· καθότι και το κήρυγμα ακούσαντες των νέων τούτων Μαρτύρων, και τα τόσα και τόσα φοβερά μαρτύρια τούτων ιδόντες, και δι’ αυτών γινόμενα του Θεού θαυμάσια, δεν επίστευσαν, αλλά πάλι έμειναν με το σκότος· «απετύφλωσε γαρ αυτούς η κακία αυτών, και ουκ έγνωσαν μυστήρια Θεού» (Σοφ. Σολ. β΄, 21-22)». Έτσι, άλλωστε, αντελήφθησαν τους λόγους του Κυρίου οι άγιοι Μάρτυρες, παλαιοί και νέοι και οι άγιοι Πατέρες Μέγας Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμάς και Γενάδιος Σχολάριος, που με κίνδυνο της ζωής τους έκαναν Διάλογο με τους Μουσουλμάνους και ομολόγησαν το Χριστό ως Θεό.
Υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις από τη συμμετοχή Ορθοδόξων στις διαθρησκειακές και πανθρησκειακές συναντήσεις. Οι πιστοί Ορθόδοξοι σκανδαλίζονται βλέποντας τους ποιμένας τους να συμφύρωνται μετά των ποικίλων εκπροσώπων των άλλων θρησκειών, ακόμη και των παγανιστικών, και μάλιστα όταν λαμβάνουν χώρα κάποιες συμβολικές πράξεις λατρείας, όπως το άναμμα κεριών στο Θεό που κάθε ένας πιστεύει. Οι δε αδιάφοροι και χλιαροί Ορθόδοξοι εδραιώνονται στην πλάνη τους, ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο. Έτσι, προάγεται ο θρησκευτικός συγκρητισμός, με επίδραση μάλιστα που ασκούν τα Μ.Μ.Ε., τα οποία προβάλλουν τα διαθρησκευτικά αυτά συνέδρια.
Με την αναστήλωση των εικόνων η Εκκλησία εξακολούθησε να αποκαλύπτεται ως κοινωνία προσώπων εν Χριστώ. Δεν επεκράτησαν οι μονοφυσίζοντες Εικονομάχοι. Το πρόσωπον (υπόστασις) του Λόγου του Θεού, που προσέλαβε τελεία ανθρωπίνη φύση για να την ενώσει με τη θεία φύση, εξακολουθεί να είναι το κέντρο της πίστεώς μας και του κόσμου (διακόσμου) των Ναών μας. Το πρόσωπο του Κυρίου περιβάλλουν τα πρόσωπα της Θεοτόκου και των Αγίων. Κάθε πιστός στην Εκκλησία σώζεται ως πρόσωπο. Η Εκκλησία δε μπορεί τελικά να γίνει μάζα ή ιδεολογία ή θρησκεία, όπως θέλει η εκκοσμίκευσις. Οι Εικονομάχοι, καταργήσαντες τις ιερές εικόνες, δε φανέρωναν την Εκκλησία ως κοινωνία προσώπων και έτσι δε βοηθούσαν τα μέλη της Εκκλησίας να γίνονται πρόσωπα, εικόνες κατ’ εικόνα της εικόνος του Θεού και Πατρός, του Κυρίου Ιησού. Πρότυπα των Εικονομάχων ήταν οι εβραϊκές συναγωγές και τα μουσουλμανικά τεμένη.
Βέβαια οι Εικονομάχοι χαρακτήριζαν τους Ορθοδόξους ως φανατικούς, ειδωλολάτρες, ακραίους, (με σύγχρονη ορολογία φονταμενταλιστές). Όμως οι «φανατικοί» εικονόφιλοι παρέδωσαν στην Εκκλησία και τον κόσμο όχι μόνο τη δυνατότητα να λειτουργούν οι Χριστιανοί ως πρόσωπα, αλλά και την ανεπανάληπτη τέχνη της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Έχουν σκεφτεί άραγε οι εκσυγχρονισταί που σήμερα συντάσσονται με το πνεύμα των εικονομάχων, τι θα έχανε η θεολογία και ο πολιτισμός, εάν επικρατούσαν οι Εικονομάχοι;
Οι Εικονομάχοι ήταν οι εκκοσμικευμένοι Χριστιανοί της εποχής τους. Η εκκλησία με αιματηρούς αγώνες τους απέκρουσε. Το ίδιο πρέπει να γίνει και σήμερα. Οι ποιμένες και ο ευσεβής λαός να κρατήσουμε με άγρυπνη συνείδηση την πίστη μας καθαρά από κάθε στοιχείο εκκοσμικεύσεως (όπως είναι ο πανθρησκειακός συγκρητισμός και ο δογματικός μινιμαλισμός και πλουραλισμός).
Το Άγιο Πνεύμα που επικρατεί στην Εκκλησία, την κατευθύνει πάντοτε προς πάσαν την Αλήθειαν και η Εκκλησία, παρά τις τρικυμίες των ανθρωπίνων παθών και αιρετικών παρεκκλίσεων που προσπαθούν να την καταβυθίσουν, συνεχίζει τον πλουν της προς τον ακύμαντο λιμένα της Βασιλείας του Θεού.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

Φανέρωση τῆς ἀπείρου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ





Τὰ Χριστούγεννα, ποὺ µὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἑορτάζουµε καὶ φέτος, µᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐµβαθύνουµε στὸ Μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ καὶ ἀνεκτίµητα εἶναι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς. Τὸ µεγαλύτερο ὅµως δῶρο Του εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία θὰ εἴµεθα ἀκόµη ἀπελπισµένοι αἰχµάλωτοι τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.

Λέγει ὁ ἁγίος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς: «Τί βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ θείας φιλανθρωπίας! Ἔτσι γνωρίζει ὁ Θεὸς µὲ τὴν σοφία, τὴ δύναµη καὶ τὴν φιλανθρωπία Του τὰ ὀλισθήµατα ἀπὸ τὴν ἑκούσια παρεκτροπή µας νὰ τὰ κατασκευάζει ἀσυγκρίτως πρὸς τὸ καλύτερο. Διότι ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν κατέβαινε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐµεῖς δὲν θὰ εἴχαµε καµία ἐλπίδα νὰ ἀνέβουµε στὸν οὐρανό. Ἂν Αὐτὸς δὲν ἐσαρκώνετο, δὲν ἔπασχε κατὰ σάρκα, δὲν ἀνίστατο καὶ ἀνελαµβάνετο γιὰ χάρι µας, δὲν θὰ ἐγνωρίζαµε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐµᾶς» ( Ὁµιλ. ιστ΄).
Τονίζει δὲ πάλιν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη «ἵνα δείξῃ τὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡµᾶς ἀγάπην».

Ἐµβαθύνοντας ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ σοφὸς καὶ ἀπλανὴς αὐτὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας µας, στὶς εὐεργεσίες ποὺ προέκυψαν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο, τονίζει ὅτι µὲ αὐτὴν ὁ σακρωθεὶς Κύριος πρῶτον µᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὸ βαθύτατο χάος, στὸ ὁποῖο εἴχαµε πέσει, καὶ δεύτερον µᾶς ἀνυψώνει σὲ θεϊκὴ δόξα. Μᾶς ἐλευθερώνει δηλαδὴ ἀπὸ µία ἀδυσώπητη φυλακὴ καὶ µᾶς χαρίζει τὴν θεώση..[…]

Πρέπει νὰ ὁµολογήσουµε ὅτι ἀκόµη καὶ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡµέρες δὲν ἐρχόµεθα σὲ συναίσθηση τῆς ἀπείρου πρὸς ἐµᾶς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὴν ζοῦµε σὰν τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ κόσµου καὶ στὴν δική µας ζωή. Δὲν ἀνταποδίδουµε στὸν ἀγαπήσαντα ἡµᾶς Κύριο τὴν δική µας ἀγάπη.

Εἶναι ἴσως ἡ µεγαλύτερη ἀποτυχία τῆς ζωῆς µας ὅτι δὲν νοιώθουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς καὶ δὲν Τοῦ ἀνταποδίδουµε τὴν δική µας ἀγάπη. Ἔτσι καὶ ἡ χριστιανική µας ζωὴ φυτοζωεῖ, δὲν εἶναι µέθεξις Θεοῦ οὔτε ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ µας εἶναι µὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Ὅταν ζοῦµε τὸ µυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, µποροῦµε κατὰ βάθος νὰ χαιρώµεθα καὶ στὶς πιὸ ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς µας καὶ νὰ ἀντιµετωπίσουµε τὸν ἴδιο τὸν θάνατο µὲ ἐλπίδα.

Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων ἔνοιωσαν στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους πόσο τοὺς ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέµειναν καρτερικὰ κάθε εἴδους πόνο, στέρηση, βάσανο, ἄσκηση καὶ δοκιµασία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς Ἐφεσίους εἶναι προσευχὴ ὅλων τῶν Ἁγίων, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ γνωρίσουν ἐν Χάριτι τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὑπερβάλλει κάθε ἀνθρώπινη γνώση: «Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο γονατίζω προσευχόµενος πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ… νὰ σᾶς δώσει κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς δόξης Του, νὰ ἐνισχυθεῖτε µὲ δύναµη διὰ τοῦ Πνεύµατός Του στὸν ἐσωτερικό σας ἄνθρωπο, νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεως στὶς καρδιές σας, νὰ εἶσθε ριζωµένοι καὶ θεµελιωµένοι στὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ µπορέσετε νὰ καταλάβετε µαζὶ µὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους ποιὸ εἶναι τὸ πλάτος καὶ µῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, καὶ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὴν γνώση, γιὰ νὰ καταστεῖτε πλήρεις µὲ ὅλη τὴν πληρότητα τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἐφ. γ΄ 14-19).

Μακάρι νὰ ἀξιωθοῦµε καὶ ἐµεῖς µὲ τὴν Χάρι τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου µας καὶ µὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἁγίων ἑορτῶν τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του νὰ γνωρίσουµε, νοιώσουµε καὶ βιώσουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅλος ὁ Θεὸς νὰ κατοικήσει µέσα µας.

Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2013

Ἡ Ἱερωσύνη, οἱ Ποιμένες καὶ τὰ προσόντα αὐτῶν


 



α) Ἡ φύσις καὶ ἀποστολὴ τῆς Ἱερωσύνης.

Τὴν εὐθύνην καὶ τὸ λειτούργημα τῆς διαποιμάνσεως τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναλαμβάνουν διὰ τῆς χειροτονίας των οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ τούτων βοηθὸς ἐν τῇ διακονίᾳ τῶν Μυστηρίων διάκονος (ιη΄ τῆς Α΄ ), χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «προεστῶτες» αὐτῆς (α΄ Ἀντιοχ.).


Οἱ ἱ. Κανόνες διακρίνουν τάς ἑξῆς τάξεις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ: Ἱερωμένους ἤ ἱερατικοὺς (ἐπισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικοὺς (ὑπηρέτας – ψάλτας – ἐφορκιστάς – θυρωροὺς – ἀναγνώστας), (κδ΄ Λαοδ.) καὶ λαϊκοὺς (οζ΄ ΣΤ΄, κζ΄ Λαοδ.). Πρὸς τούτοις ἕτεροι κανόνες προσθέτουν καὶ τοὺς ἀσκητάς. Ἡ διάκρισις αὕτη δὲν εἶναι ὀντολογική, καθ’ ὅσον πάντες διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν ἁγίων Μυστηρίων κοινωνοῦν τῆς θείας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμενοι μέτοχοι τῆς σωζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας Του, καὶ διάκονοι τοῦ θελήματός Του καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ λειτουργικὴ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας διακονίας ἑκάστου εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.


Τὸ ἱερατικὸν λειτούργημα ἀποτελεῖ «Θεοῦ δωρεάν» καὶ «χάρισμα» (στ΄ Μεγαλ. Βασιλείου), δωρηθὲν παρὰ τοῦ Σωτῆρος («παρ’ ἐμοῦ φησίν, ἐδέξασθε τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα» Ἐγκυκλ. Ἐπιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μὴ ἐξαρτώμενον ἐκ τῆς δικαιοσύνης τοῦ λαμβάνοντος αὐτό, ἤ ἐκ τῆς κοινότητος ἀντιπροσωπευτικῶ δικαίῳ ἤ ἀκόμη καὶ ἐκ τοῦ χειροτονοῦντος, ὅστις δὲν ἐνεργεῖ ἐξ ἰδίας ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς ἐντελοδόχος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, καὶ «δώσει λόγον τῷ πάντων κριτῆ» (β’ Κυρίλλου). Διὰ τοῦ διδομένου χαρίσματος ὁ ποιμὴν ἰκανοῦται ἵνα ποιμάνη τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ἱερωσύνη χαρακτηρίζεται ὡς «θεία» (ι΄ Σάρδ.) ἤ ὡς «τὸ θεῖον καὶ σεβάσμιον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης» (κ΄ Σάρδ.).


Ὡς χάρισμα ἡ ἱερωσύνη εἶναι συνέχεια καὶ μετοχὴ εἰς τὴν μίαν καὶ μοναδικὴν ἱερωσύνην τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει δωρηθῆ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς μόνον ἱερεὺς ὑπάρχει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ δὲ «ἄνθρωποι ἱερεῖς» τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες» (Κανὼν Καρχηδόνος).


Λειτουργοί της ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ πρώτον λόγον οἱ ἐπίσκοποι, διό καὶ ὡς ἱερεῖς ἤ «τοῦ Θεοῦ ἱερεῖς» εἰς τοὺς ἱεροὺς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ὁ ἱερατικὸς χαρακτὴρ τοῦ λειτουργήματος τῶν ἐπισκόπων πιστοῦται ἐκ τῆς προεδρικῆς αὐτῶν θέσεως εἰς τὸ μυστήριόν τῆς θείας Εὐχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), ὅπερ εἶναι καὶ τὸ κεντρικὸν καὶ συστατικόν της Ἐκκλησίας Μυστήριον. Ἐντεῦθεν καὶ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπεύθυνος διὰ τὴν μετάδοσιν «τῆς προσφορᾶς» (ιγ’ Α΄ ), τὴν ἐπιβολὴν καὶ διακανονισμὸν τῶν ἐπιτιμίων τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τῆς θείας κοινωνίας, τὴν ἀποδοχὴν τῶν μετανοούντων (ιβ΄ Α΄) καὶ ἀποκατάστασιν αὐτῶν εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν, ὡς καὶ τὴν χειροτονίαν τῶν λειτουργῶν τῶν θείων Μυστηρίων.


Ἡ μοναδικὴ αὐτὴ ἱερατικὴ «λειτουργία καὶ φροντὶς τοῦ λαοῦ» (λστ’ Απ.) καθιστᾶ τούς ἐπισκόπους «ἰθυντάς» ἤ «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «ἐπιστάτας τῶν τοῦ Σωτῆρος ποιμνίων», «ποιμένας» («τῆς ἀρχιερωσύνης, δι’ ἥς ποιμαίνειν ἐτάχθησαν», ἰστ’ ΑΒ’ ). Οὗτοι εἶναι οἱ «οἰκονομοῦντες» τάς Ἐκκλησίας (στ’ Β ). Ὡς οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ οἱ ποιμένες δέον νὰ ἔχουν βαθείαν συνείδησιν, ὅτι δὲν ἀσκοῦν ἰδὶαν ἐξουσίαν, ὡς χαρακτηριστικῶς διδάσκει καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «ὁ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστὸς τις εὑρεθῆ. Τουτέστιν, ἵνα μὴ τὰ δεσποτικὰ σφετερίσηται, ἵνα μὴ ὡς δεσπότης ἐαυτῶ ἐκδικῆ, ἀλλ’ ὡς οἰκονόμος διοικῆ. Οἰκονόμου γὰρ τὸ διοικεῖν τὰ ἐγκεχειρισθέντα καλῶς. Οὒχ αὐτῶ λέγειν εἶναι τὰ δεσποτικά, ἀλλὰ τουναντίον τοῦ δεσπότου τὰ ἑαυτοῦ». Εἶναι ἐπίσης τὰ κέντρα ἑνότητος τῶν ὧν προΐστανται Ἐκκλησιῶν, ὡς εἰκόνες καὶ τύποι καὶ εἰς τόπον Θεοῦ, ἔχοντες τὴν φροντίδα πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων» «ὡς τοῦ Θεοῦ ἐφορῶντος» (λη’ Ἀποστ.).


Ἐντεῦθεν κατανοεῖται καὶ ἡ ἀπαίτησις τῶν Κανόνων περὶ ὑπάρξεως ἑνὸς μόνον ἐπισκόπου ἐν ἑκάστῃ ἐπισκοπῆ. Περισσότεροί του ἑνὸς ἐπίσκοποι θὰ ἐσήμαινε διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ὀργανώσεως τῶν μελῶν αὐτῆς περὶ δυὸ ἤ καὶ περισσοτέρους ἐπισκόπους, κέντρα ἑνότητος. (ιε΄ Ζ΄, η΄ Α΄, ιστ΄ τῆς ΑΒ΄).


Τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ μετέχουν καὶ οἱ πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες καὶ συνδιοικοῦντες μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου τάς ἐπισκοπάς ἐν ταῖς ἐνορίαις. Οὗτοι ἀξιοῦνται ὡσαύτως «καθέδρας» καὶ «προεδρίας» συμμετέχοντες τοῦ χαρίσματος καὶ τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκόπου διό καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τῶν Κανόνων διὰ τὰ καθήκοντα τῶν πρεσβυτέρων ἐν πολλοῖς συμπίπτουν μὲ τάς ἀφορώσας τοὺς ἐπισκόπους.


Ὁ ἐπίσκοπος, ὡς κέντρον ἑνότητος καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑκάστῃ τοπικὴ Ἐκκλησία, μόνος αὐτὸς κέκτηται τὸ δικαίωμα τοῦ χειροτονεῖν τοὺς λειτουργούς τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δικαίωμα τοῦτο καθιστᾶ τὸν ἐπίσκοπον τὸ μοναδικὸν κέντρον ἑνότητος.


Ὁ ἐπίσκοπος συνάπτει οἰονεί γάμον μετὰ τῆς λαχούσης αὐτῶ ἐπισκοπῆς διό καὶ οὗτος ὀφείλει ὅπως μὴ ἐγκαταλείπη «τῆς αὐθεντικῆς αὐτοῦ καθέδρας» καὶ «μὴ ἀμελεῖν τῆς φροντίδος καὶ τῆς συνεχείας τοῦ ἰδίου θρόνου» (οα΄ Καρθαγ.). Ἡ δὲ μετάθεσις ἐπισκόπου θεωρεῖται πνευματικὴ μοιχεία.


Οἱ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι διὰ τῆς χειροτονίας των συνδέονται μετὰ Ναοῦ πόλεως, ἤ κώμης, ἤ Κοιμητηρίου, ἤ Μαρτυρίου, ἤ ἱδρύματος, ἤ Μονῆς, ἐὰν πρόκειται περὶ μοναχῶν. Χειροτονία κληρικοῦ ἀπολελυμένως γενομένη εἶναι ἄκυρος (στ΄ Δ ),ἐφ’ ὅσον δὲν ἐξασφαλίζει ὀργανικὴν σύνδεσιν τοῦ χειροτονουμένου πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ πάντοτε ἔχει ὡς κέντρον ἑνότητος καὶ συνάξεων Ναὸν τινά.


Τόσον ὁ ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ὅσον καὶ ὁ πρεσβύτερος ἐν τῇ κοινότητι, ἐν ἥ διακονεῖ, εἶναι κέντρα, ἀλλὰ καὶ λειτουργοί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας συνάγοντες περὶ τὸν Χριστὸν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Κ Μουρατίδην «αἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διακρίσεις ὑφίστανται ἀκριβῶς πρὸς ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐδόλως εἰς τὴν διαίρεσιν ἤ ἀντίθεσιν αὐτῶν».


Οἱ λαμβάνοντες τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ὑπέχουν βαρείας εὐθύνας διὰ τὴν κατὰ Χριστὸν καθοδήγησιν καὶ αὔξησιν τοῦ ποιμνίου των.

«…Ἐπεί γάρ, ὡς ἅπαξ ἐγκεχειρισμένον ἱερατικὴν φροντίδα, ταύτης ἔχεσθαι μετ’ εὐρωστίας πνευματικῆς, καὶ οἵον ἀνταποδύεσθαι τοῖς πόνοις καὶ ἱδρῶτα τὸν ἔμμισθον ἐθελοντὶ ὑπομεῖναι».

Ἀποστολὴ τῶν ποιμένων καὶ ἰδίᾳ τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ «οἰκοδομὴ τῶν λαῶν» καὶ ἡ καθοδήγησις αὐτῶν εἰς τὸν κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν ἀγώνα. Ὅ,τι μετ’ ἰδιαιτέρας ἐμφάσεως λέγουν οἱ β΄ καὶ γ΄ Κανόνες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περὶ τῆς διαποιμάνσεως τῶν μοναχῶν ἰσχύει ἀναμφιβόλως καὶ διὰ τὴν διαποίμανσιν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ βιούντων. Ὁ ποιμὴν ἐν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ὤν, νὰ ἔχῃ τὴν «πρόνοιαν τῆς ψυχικῆς σωτηρίας» τῶν ποιμαινομένων «ἀρτίως τῷ Θεῷ» προσάγων τάς ψυχάς αὐτῶν (β΄ ΑΒ). Τοὺς ἀποδιδράσκοντας ἐκ τῆς Μονῆς (ἤ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἐκκλησιαστικῆς ποίμνης) δέον νὰ ἀναζητῆ «μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιμελείας» καὶ νὰ ἀγωνίζεται «τῆ προσηκούσῃ καὶ καταλλήλῳ τοῦ πταίσαντος ἰατρείᾳ τὸ νενοσηκὸς ἀνακτᾶσθαι καὶ ἐπιρρωνύειν». Μὴ πράττων τοῦτο πρέπει νὰ ἀφορίζεται. «Εἰ γὰρ ὁ ζώων ἀλόγων τὴν προστασίαν ἐγχειριζόμενος, καὶ τοῦ ποιμνίου καταμελῶν, οὐκ ἀτιμώρητος καταλιμπάνεται. Ὁ τῶν τοῦ Χριστοῦ θρεμμάτων τὴν ποιμαντικὴν ἀρχὴν καταπιστευθείς, καὶ ραστώνῃ καὶ ραθυμίᾳ τὴν αὐτῶν σωτηρίαν ἀπεμπολών, πῶς οὐ δίκας τοῦ τολμήματος εἰσπραχθήσεται;» (γ΄ ΑΒ΄).


Τὸ ποιμαντικὸν ἔργον δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τάς κατ’ ἄτομον ἐποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος καὶ ποιμαινομένων, ἀλλὰ τελεῖται καὶ ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν θείων Μυστηρίων καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ ἐν τῇ ἐν γένει πνευματικῆ διακυβερνήσει τοῦ ποιμνίου. Οὕτως οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅπως οἱ ποιμένες τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια κανονικῶς καὶ μετὰ κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αὐτὰ τοῖς ἀξίοις καὶ οὐδέποτε τοῖς αἱρετικοῖς. Ὅπως κηρύττουν τακτικῶς καὶ ἀνελλιπῶς τὸν θεῖον Λόγον κατὰ τάς θείας Γραφάς καὶ τὴν Πατερικὴν Παράδοσιν (ιθ΄ ΣΤ΄), ρυθμίζοντες τὸν λαὸν «πρὸς πίστιν ὀρθὴν καὶ πολιτείαν ἐνάρετον». Ὅπως μεριμνοῦν «διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν αἱρετικῶν», ἰδίᾳ οἱ ἐπίσκοποι (ρκα΄ Καρθαγ.). Ὅπως διαχειρίζωνται (οἱ ἐπίσκοποι) τὰ οἰκονομικά της Ἐκκλησίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν διακόνων καὶ μεταδίδουν τοῖς χρείαν ἔχουσι κληρικοῖς καὶ λαϊκοῖς (κε΄ Ἀντιοχ., νθ΄ Ἀποστ.)., «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πάσης εὐλαβείας» (μα΄ Ἀποστ.), ὡσαύτως ἐπιτάσσουν ὅπως μὴ ἀσχολοῦνται μὲ διοικητικάς καὶ στρατιωτικάς ὑποθέσεις καὶ ἀσχολίας ἐπὶ ἐγκαταλείψει τῶν ποιμαντικῶν των καθηκόντων (ι΄ Ζ΄, πγ΄ Ἀποστ.), μὴ ἐπιλαμβάνωνται οἴκων καὶ κτημάτων ἀλλοτρίων διὰ κέρδος, εἰμὴ χάριν ἐπιμελείας ὀρφανῶν καὶ ἀπροστατεύτων, κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου (γ΄ Δ΄), παρεμβαίνουν δὲ παρὰ τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς ἄρχουσι, ὡς πατέρες πνευματικοί, μόνον πρὸς συνηγορίαν ὑπὲρ ἀδικουμένων, διωκομένων, ὀρφανῶν, χηρῶν καὶ πτωχῶν (ζ, η΄ Σάρδ.), διότι παρεμβάσεις εἰς τοὺς ἄρχοντας δι’ ἰδιοτελεῖς λόγους προκαλοῦν σκανδαλισμὸν καὶ στεροῦν τοὺς ἐπισκόπους τῆς πρὸς αὐτοὺς παρρησίας. Ἔργον τῶν ποιμένων εἶναι καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῶν μετανοούντων καὶ ἐπιστρεφόντων ὡς καὶ ἡ καταλλαγὴ αὐτῶν τῆ Ἐκκλησίᾳ (νβ΄ Ἀποστ., μγ΄ Καρθαγ.).


Ἰδιαιτέρως οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεύθυνοι διὰ τὴν κατήχησιν τῶν Κατηχουμένων καὶ τὴν ἐξέτασιν αὐτῶν πρὸ τοῦ Βαπτίσματος (μστ΄ Λαοδ., οη΄ Πενθ.) ὡς καὶ τὴν προστασίαν τῶν μοναχῶν (δ΄ Δ΄). Εἰς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν δὲ κληρικοὺς ὀφείλει ὁ ἐπίσκοπος ἀγάπην καὶ αὐτοὶ ὀφείλουν εἰς αὐτὸν ὑποταγὴν (ιδ΄ Σάρδ.), ὡς πρὸς «Πατέρα» (η΄ Καρθαγ.), καθ’ ὅσον «αὐτὸς ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» (λθ΄ Ἀποστ.).


Οὕτως ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κυρίως καὶ προεχόντως ποιμὴν καὶ φιλόστοργος πατὴρ τῶν πρεσβυτέρων («οἰκεῖος πατήρ» ιγ΄ ΑΒ΄ ) καὶ πάντων τῶν ὑπ’ αὐτὸν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ οὐχὶ διοικητὴς τις καὶ ἄρχων ἀσκῶν ἀπρόσωπον καὶ ψυχράν διοίκησιν, μὴ ἑδραζομένην εἰς τὴν ἀγάπην καὶ μὴ προάγουσαν τὴν κοινωνίαν τῶν προσώπων. Ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐπίσκοποι δέον νὰ ἀκτινοβολοῦν καὶ τὰ ποιμαντικὰ χαρίσματα Αὐτοῦ. Ἐνῶ δὲ ὁ βασιλεὺς (καὶ γενικῶς οἱ ἄρχοντες) εἶναι πρόσωπον ἐξωτερικὸν καὶ «σωματικόν», ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει νὰ εἶναι πρόσωπον «ἐσωτερικὸν καὶ πνευματικόν, καὶ τοῦ πρατοτάτου καὶ ἀμνησικάκου Χριστοῦ μιμητής γνησιώτατος». Οὕτως ἠσθάνοντο καὶ οἱ Πατέρες τῆς Σαρδικῆς: «Ἐπειδὴ ἥσυχοι καὶ ὑπομονητικοὶ ὀφείλομεν εἶναι, καὶ διαρκῆ τὸν πρὸς πάντας ἔχειν οἶκτον» (ιη΄ Σάρδ.). Ὁμοίως ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀποστολὴν τοῦ ἐπισκόπου καὶ ὁ βυζαντινὸς πολιτικὸς νόμος: «Ἐπίσκοπος ἐστιν ἐπιτηρητὴς καὶ ἐπιμελητὴς πασῶν τῶν ἐκκλησιαζομένων ψυχῶν τῶν ἐν τῇ αὐτοῦ ἐπαρχίᾳ…. ἴδιον δὲ Ἐπισκόπου, τοῖς μὲν ταπεινοῖς συγκατέρχεσθαι, καταφρονεῖν δὲ τῶν ἐπαιρομένων… Καὶ προκινδυνεύειν τοῦ ποιμνίου, καὶ τὴν ἐκείνων στενοχωρίαν, οἰκείαν ὀδύνην ποιεῖσθαι». Ὡς φιλόστοργος πατὴρ ὁ ἐπίσκοπος δέον νὰ μὴ ἐγκαταλίπη ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα τὴν ἐπαρχίαν του καὶ «λυπεῖν τὸν ἐμπεπιστευμένον αὐτῶ λαόν» (Σάρδ. ια΄).


Γενικῶς ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι ὀφείλουν νὰ μὴ ἀμελοῦν τοῦ ὑπ’ αὐτοὺς κλήρου καὶ λαοῦ, παιδεύοντες αὐτοὺς εἰς εὐσέβειαν, ἐὰν δὲ ἀμελοῦν αὐτῶν ἀφορίζονται, ἐπιμένοντες δὲ τῆ ἀμελείᾳ καὶ ραθυμίᾳ καθαιροῦνται (νη΄ Ἀποστ.).
Ἐν τῇ ἐνασκήσει τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου οἱ ποιμένες διατρέχουν τὸν κίνδυνον νὰ ἀσκοῦν τοῦτο ἀνθρωποκεντρικῶς, ἤτοι κατὰ τὴν ἰδὶαν αὐτῶν κρίσιν καὶ ὄχι κατὰ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ κινδύνου τούτου οἱ ποιμένες ἐν τῇ διαχειρίσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῆ διακυβερνήσει τῶν ψυχῶν δέον ὅπως ἀκολουθοῦν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὴν θεανθρωπίνην βούλησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ ἀμφιβόλων δὲ ἥ καὶ ἀμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εἰς τὴν συνοδικὴν ἐπίλυσιν αὐτῶν. Διό οἱ ἐπίσκοποι ὀφείλουν νὰ μετέχουν εἰς τάς συνόδους διὰ νὰ διδάσκουν ἤ διδάσκωνται «εἰς κατόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν» (μ΄ Λαοδ.). Ὀφείλουν ἐπίσης νὰ ἀπευθύνωνται πρὸς τὸν πρῶτον μεταξὺ αὐτῶν διὰ τὰ γενικώτερα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα (λδ΄ Ἀποστ.). Κατὰ τὸν ιδ΄ τῆς Ζ΄ «ὅτι τάξις ἐμπολιτεύεται τῆ ἱερωσύνῃ, πᾶσιν ἀρίδηλόν ἐστι. Καὶ τὸ σὺν ἀκριβείᾳ διατηρεῖν τάς τῆς ἱερωσύνης ἐγχειρήσεις Θεῶ εὐάρεστον».


Τὸ καθῆκον τοῦτο τῆς συμμορφώσεως τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν βούλησιν τοῦ Κυρίου βαρύνει κυρίως τοὺς ἐπισκόπους, οἵτινες εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλοι τῆς Ἀληθείας χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκ τῆς καλῆς δὲ ἤ κακῆς καταστάσεως αὐτῶν τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συνδιακινδυνεύει ἤ συνδιασώζεται. Οἱ ἐπίσκοποι, ἔχοντες τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, δέον νὰ εἶναι ὅλως εὐαίσθητοι εἰς πᾶσαν προσπάθειαν λανθανούσης ἤ καὶ φανερᾶς νοθεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου διὰ διδασκαλιῶν ἤ κατευθύνσεων ξένων ἤ καὶ ἀντιθέτων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.


Ἕκαστος ἐπίσκοπος δέον νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας διακρίνων τὰ «τῆ ἐκκλησιαστικῆ πίστει σύμφωνα» (ι΄ Καρθαγ.), ἤ καὶ ἀντιτιθέμενα, ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν «ἐπιστήμην», ἤτοι τὴν ἀκρίβειαν τῶν δογμάτων, διὰ τὴν «ὁμολογίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ διὰ «τὴν τῆς ἀληθείας ἐκδικίαν» (ιζ΄ Σάρδ.) Οἱ μέλλοντες νὰ χειροτονηθοῦν ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι δέον νὰ εἶναι γνῶσται τῶν συνοδικῶς δεδογμένων «ἵνα μὴ ποιοῦντες κατὰ τῶν ὅρων τῆς συνόδου μεταμεληθῶσιν» (ιη΄ Καρθαγ.).


Τὸ λειτούργημα τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἐνεργοποιοῦν οἱ ἐπίσκοποι ἰδιαιτέρως εἰς τάς Συνόδους, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀνάγκῃ πρὸ αὐτῶν διὰ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν εἰς κατεγνωσμένην αἵρεσιν πεσόντων μητροπολιτῶν ἤ πατριαρχῶν προϋποθέτει γνῶσιν θεολογικήν, ὄχι βεβαίως ἐν διανοητικῇ μόνον ἐννοίᾳ, ἀλλὰ ἐν τῇ ἁγιοπατερικῇ ἐννοίᾳ τῆς μυστικῆς κοινωνίας καὶ γνώσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν αὐτοῦ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τάς ἐνεργείας τοῦ διαβόλου. Ἄλλαις λέξεσιν οὐχὶ μόνον «μορφωμένοι» ἤ κοινωνικῶς δραστήριοι ἀλλ’ ἅγιοι καὶ χαρισματοῦχοι ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τὴν ἀλάθητον συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπερβολικὴ ἐνασχόλησις τῶν ἐπισκόπων μὲ τὰ κοινωνικὰ ἔργα εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορροφήση αὐτοὺς ὁλοτελῶς καὶ νὰ παρασύρη αὐτοὺς εἰς μίαν ἀνθρωποκεντρικὴν ποιμαντικήν, ἥτις δὲν θὰ ἐπιτρέπη εἰς αὐτοὺς νὰ εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγοι, διδάσκαλοι καὶ ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας.



β. Προσόντα καὶ καθήκοντα τῶν Ποιμένων.

Ἀπαίτησις τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοὺς Ποιμένας, ἐκφραζομένη διὰ τῶν ἱ. Κανόνων, εἶναι ὅπως οὗτοι παρέχουν εἰς τοὺς πιστοὺς ὑπόδειγμα ἁγίας ζωῆς, ὄντες «κανόνες πίστεως» καὶ ἁγιότητος ἤ κατὰ τὸν ιβ΄ τῆς Λαοδικείας «ὄντες ἐκ πολλοῦ δεδοκιμασμένοι ἔν τε τῷ λόγῳ τῆς πίστεως καὶ τῆ εὐθέως βίου πολιτείᾳ». Ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον δοκιμασία εἰς ἕκαστον βαθμὸν εἶναι ἀναγκαία διὰ νὰ ἀποδειχθῆ «ἡ πίστις (αὐτῶν) καὶ ἡ τῶν τρόπων καλοκαγαθία, καὶ ἡ στερρότης καὶ ἡ ἐπιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι΄ Σάρδ.). Μετὰ τοιαύτην δοκιμασίαν τὸ ποίμνιον δύναται νὰ ἀναγνωρίση τοὺς ποιμένας ὡς ὁδηγοὺς καὶ διδασκάλους του.


Τὸ ποιμαντικὸ ἔργον δύναται νὰ ἀσκῆται μόνον ὑφ’ ὅσων «ὁ βίος ὀρθός ἐστι καὶ μηδὲν τούτοις ἀντίκειται» (ιβ΄ Θεοφ.). Τὸ δὲ «ἐν λαϊκοῖς ἐπιλήψιμον πολλῶ μᾶλλον ἐν κληρικοῖς ὀφείλει καταδικάζεσθαι» (ε΄ Καρθαγ.). Οἱ «τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες, ἤτοι δουλεύοντες» ὀφείλουν νὰ τηροῦν σωφροσύνην καὶ ἐγκράτειαν (δ΄ Καρθαγ.) διὰ νὰ ἔχουν καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν «ἵνα ὁ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς αἰτοῦσιν, ἐπιτυχεῖν» (γ΄ Καρθαγ.). Διὰ δὲ «τὴν ὀλίγων ἀναισχυντίαν πλεονάκις τὸ θεῖον καὶ σεβασμιώτατον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης εἰς κατάγνωσιν ἐληλυθέναι» (κ΄ Σάρδ.), ἤ λοιδορεῖται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (κστ΄ Δ).


Οἱ ἱ. Κανόνες ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴν τῶν κληρικῶν διὰ τὸ ἀνεπίληπτον τῆς συμπεριφορᾶς των. Διὰ τῶν γνωστῶν κωλυμάτων ἐμποδίζονται ἀπὸ τῆς ἱερωσύνης οἱ μετὰ τὸ βάπτισμα ὑποπεσόντες εἰς βαρέα ἁμαρτήματα, ἐνῶ μὴ κωλυτικὰ τῆς ἱερωσύνης ἁμαρτήματα ἐξαλείφονται διὰ τῆς χάριτος τῆς χειροτονίας (θ΄ Νεοκ.).


Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κληρικοὺς καθαρότητα βίου ἐπιτρέπουσαν τὴν ἱερουργίαν ἐνώπιον τοῦ καθαροτάτου Κυρίου, «ὥστε τοὺς ἐν κλήρῳ καταλεγομένους καὶ ἄλλοις τὰ θεῖα διαπορθμεύοντας, καθαροὺς ἀποφῆναι καὶ λειτουργοὺς ἀμώμους, καὶ τῆς νοερᾶς τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ θύματος, καὶ ἀρχιερέως, θυσίας ἀξίους». Ἐκτὸς τούτου εἶναι ἀνακόλουθον «εὐλογεῖν ἕτερον τὸν τὰ οἰκεῖα τημελεῖν ὀφείλοντα τραύματα» (γ΄ ΣΤ΄).


Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ὑπὸ τῶν χειροτονούντων ἀκριβής ἐξέτασις τοῦ βίου τῶν χειροτονουμένων καὶ τῶν συνθηκῶν, ὑφ’ ἅς εἰσέρχονται εἰς τὸν κλῆρον, εἶναι ἀπαραίτητος. Μόνον ὅταν εὑρεθῆ ἀδιάβλητος ὁ ὑποψήφιος εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονῆται. Οὕτω θὰ διατηρῆται καθαρὸν τὸ «συνειδός» τῶν χειροτονούντων καὶ ἀδιάβλητος «ἡ ἱερὰ καὶ σεπτὴ λειτουργία». Ὡς κριτήριον δὲ διὰ τὴν ἀνύψωσιν εἰς τὴν ἱερωσύνη δέον νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν μόνον ἡ προσωπικὴ ἀξία καὶ ἀρετὴ τοῦ χειροτονουμένου καὶ ὄχι ἡ ἀπὸ γένους ἱερατικοῦ καταγωγή του.


Οἱ κληρικοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητοι εἰς πᾶν ὅ,τι θὰ ἐσκανδάλιζε τοὺς ἀνθρώπους, ἀποφεύγοντες ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι πιθανὸν νὰ μὴ βλάπτουν αὐτούς, ἀλλὰ σκανδαλίζουν τὸ ποίμνιον. Ἐπὶ πλέον οἱ ποιμένες ὀφείλουν νὰ εἶναι «ἀπαθεῖς», διότι ἐμπαθεῖς ὄντες καθίστανται ἀναίσθητοι καὶ ὑπόκεινται εἰς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς βαρέα ἐπιτίμια, ὡς παραβᾶται τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τῶν Ἀποστολικῶν διατάξεων (δ΄ Ζ΄).


Ἡ ὅλη στάσις καὶ ἐμφάνισις τῶν κληρικῶν δέον νὰ εἶναι κόσμια, σεμνὴ καὶ ταπεινόφρων. «Πᾶσα βλακεία καὶ κόσμησις σωματική, ἀλλότριαι εἰσι τῆς ἱερατικῆς τάξεως, καὶ καταστάσεως». Διό καὶ οἱ ἱερωμένοι δέον νὰ μὴ κοσμοῦνται «δι’ ἐσθήτων λαμπρῶν καὶ περιφανῶν», νὰ μὴ «χρίωνται μῦρα», καὶ νὰ περίκεινται «μετρίαν καὶ σεμνὴν ἀμφίεσιν», διότι «πᾶν ὅ μὴ διὰ χρείαν, ἀλλὰ διὰ καλλωπισμὸν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) ἔχει κατηγορίαν, ὡς ὁ μέγας ἔφη Βασίλειος» (ιστ΄ Ζ’). Εἰς πᾶσαν δὲ περίστασιν, ἀκόμη καὶ εἰς τάς σεμνάς κοινωνικάς ἀναστροφάς, ὡς εἶναι αἱ συνεστιάσεις μετὰ «θεοφόβων καὶ εὐλαβῶν ἀνδρῶν», δέον νὰ ἀποβλέπη εἰς τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν μεθ’ ὧν συναναστρέφεται. «Ἵνα καὶ αὐτὴ ἡ συνεστίασις πρὸς κατόρθωσιν πνευματικὴν ἀπάγῃ» (κβ΄ Ζ΄). Χρέος τέλος τοῦ ἱερωμένου εἶναι ὅπως ὁδηγῆ καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν ἀποτρέπων ταῦτα ἀπὸ ἐφαμάρτων διασκεδάσεων.


Εἶναι αὐτονόητον ὅτι τὸ ἱερατικὸν ἦθος, ὡς ἀπαιτοῦν καὶ περιγράφουν αὐτὸ οἱ ἱ. Κανόνες, δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ συμμόρφωσις πρὸς ἀντικειμενικὸν τινὰ ἠθικὸν νόμον, ἀλλὰ τὸ ἦθος τῆς ἐλευθέρας καὶ ἐξ ἀγάπης ὑπακοῆς εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἐξ ἄλλου ἀγάπη ὑποχρεοῖ ἔσωθεν τὸν ἱερωμένον ὅπως προσέχη τὴν ἐξωτερικὴν διαγωγήν του, διὰ νὰ μὴ παράσχη ἀφορμάς σκανδάλου εἰς τοὺς ἀδελφούς του, κατὰ τὸ «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει…» (Α’ Κόρ. στ 12). Ὁ ἄξιος ἱερωμένος προσέχει πάντοτε νὰ μὴ προτιμᾶ «τὰ εἴδωλα τοῦ Χριστοῦ», ὑπὸ τὸν ὄρον «εἴδωλα» νοουμένων πάντων τῶν ἀπολυτοποιουμένων καὶ θεοποιουμένων σχετικῶν καθ’ ἑαυτὰς ἀξιῶν (στ΄ Βασιλ.) καὶ νὰ μὴ προδίδη δεύτερον τὸν «ἅπαξ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντα», ἔχων συνείδησιν ὅτι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «πεπιστεύμεθα σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Τὸ ἱερατικὸν ἦθος, ὡς καὶ τὸ χριστιανικὸν γενικώτερον ἦθος, ἔχει χριστολογικὴν καὶ ἐκκλησιολογικὴν βάσιν. Ἡ μετοχὴ εἰς τὸ κοινὸν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ δίδει εἰς τὸν ἱερωμένον τὴν δυνατότητα τῆς θεανθρωπίνης ἀγάπης καὶ τοῦ θεανδρικοῦ ἤθους τοῦ Χριστοῦ.
πηγή

Τετάρτη, Οκτωβρίου 30, 2013

Σύντομη επεξήγηση στην Κυριακή Προσευχή, το Πάτερ ημών

epexigisi-sto-pater-imon
Πάτερ
Η Κυριακή προσευχή αρχίζει με αυτή την επίκλησι. Μας διδάσκει ο Κύριος να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα. Πατέρα, γιατί είναι ο δημιουργός και πλάστης μας. Ο χορηγός του είναι, της ζωής.
Ημών
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κύριος μας διδάσκει να προσφωνούμε τον Θεό όχι μόνο Πατέρα, αλλά Πάτερ ημών. Πατέρα μας. Όχι Πατέρα μου. Έτσι μας αποτρέπει από μια εγωιστική σχέσι με τον Θεό. Υπάρχει ο Θεός και εμείς, όχι ο Θεός και εγώ.
Ο εν τοις ουρανοίς
Ο Πανάγιος Θεός είναι Πατέρας μας, αλλά και ο μόνος εν τοις ουρανοίς Πατέρας. Διευκρινίζει ο άγιος Χρυσόστομος: Δεν περιορίζει δηλαδή τον Θεό στον ουρανό αλλά υψώνει από την γη τον προσευχόμενο και τον προσηλώνει στους ανώτερους χώρους και τις άνω κατοικίες. Την αγιότητα λοιπόν του Θεού Πατρός δηλώνει το “εν ουρανοίς” και όχι τον τόπο του πανταχού παρόντος Θεού
Αγιασθήτω το όνομά σου
Είναι το πρώτο αίτημα της Κυριακής προσευχής. Το “αγιασθήτω” σημαίνει “δοξασθήτω”, κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Δεν έχει ασφαλώς ο άκτιστος Θεός την ανάγκη να δοξάζεται από τα κτιστά του πλάσματα. Θέλει όμως να τον δοξάζουμε, γιατί αυτό ωφελεί εμάς τους ανθρώπους. Μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο να δοξάζουμε τον εαυτό μας με δόξα ψευδή, που δεν μας ανήκει. Η φιλοδοξία είναι γέννημα της φιλαυτίας.
Ελθέτω η Βασιλεία σου
Όταν ο Θεός βασιλεύη στον άνθρωπο, ο άνθρωπος ελευθερώνεται, ειρηνεύει, αναπαύεται, αγιάζεται. Όταν δεν βασιλεύη ο Θεός στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος στην τυραννία του διαβόλου που τον υποδουλώνει στα πάθη, στην φιλαυτία και τον φέρνει στην ανία, στο κενό, στην πλήξι, στην μοναξιά, κάνοντας την ζωή του κόλασι. Ο σημερινός κόσμος που αρνείται την βασιλεία του Θεού, βασανίζεται από φρικτές δαιμονικές καταστάσεις, όπως την μαγεία, τις δεισιδαιμονίες, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία, τα εγκλήματα, την διάλυσι της οικογενείας. Μας διδάσκει λοιπόν ο Κύριος να ζητούμε να έλθη η Βασιλεία του, που κατά τους αγίους Πατέρας είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης
Το εγωιστικό θέλημα εχώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό, τον εξώρισε από τον παράδεισο και έγινε αιτία όλων των κακών. Αν δεν απαρνηθή ο άνθρωπος το εγωιστικό του θέλημα και δεν υιοθετήση το άγιο θέλημα του Θεού, δεν μπορεί να θεραπευθή από την βαρειά αρρώστια της φιλαυτίας και του εγωισμού.
Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον
Με το αίτημα αυτό ζητούμε, κατά τους αγίους Πατέρας, όχι μόνο τον υλικό άρτο, αλλά κυρίως τον πνευματικό Άρτο, που είναι ο Χριστός. Ο Χριστός προσφέρεται σε μας με το λόγο Του και με το Σώμα και με το Αίμα Του. Σε κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται αυτή η προσφορά.
Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών
Όσο ο άνθρωπος ζη εγωκεντρικά, δεν μπορεί να συγχωρήση τον συνάνθρωπό του. Ο θιγόμενος εγωισμός του δεν του το επιτρέπει. Όταν όμως αποφασίση δια της μετανοίας να ζήση θεοκεντρικά, τότε συγχωρεί όσους τον εστενοχώρησαν, αδίκησαν και έβλαψαν. Η απαλλαγή από την μνησικακία θέλει αγώνα, γιατί ο εγωισμός δυναστεύει τον έσω άνθρωπο. Γι’ αυτό ο Κύριος μας εδίδαξε να ζητούμε την συγχώρησί μας από τον Θεό, υπό τον όρο ότι και εμείς θα συγχωρούμε τους πταίοντας σε μας.
Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού
Και μη επιτρέψης, Κύριε, να πέσωμε σε πειρασμό, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρό.
Δύο ειδών είναι οι πειρασμοί κατά τον άγιο Μάξιμο. Οι ενήδονοι και οι ενόδυνοι. Αυτοί που φέρουν ηδονή και αυτοί που φέρουν οδύνη. Οι πρώτοι είναι εκούσιοι και γεννούν τα πάθη. Οι δεύτεροι είναι ακούσιοι και διώχνουν τα πάθη. Τους εκούσιους πρέπει να αποφεύγουμε. Τους ακούσιους να μη επιδιώκουμε και να απευχώμεθα, διότι είμεθα αδύνατοι και μπορεί να υποκύψουμε΄ αλλ’ όταν έλθουν, να τους υπομένουμε με γενναιότητα ως “καθαρτήριον” της ψυχής.
Ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα
Είναι φυσικό να τελειώνη η Προσευχή με την δοξολογία του Θεού και όχι με την παράκλησι να ρυσθούμε από τον πονηρό. Τον τελευταίο λόγο στον κόσμο έχει ο παντοδύναμος Θεός, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων. Ο διάβολος μπορεί να φέρη αναστάτωσι, να επικρατεί προσωρινά στον κόσμο με τα όργανά του, αλλά τελικά θα γίνη το θέλημα του Κυρίου. Ο Χριστός είναι ο Αιώνιος Κύριος και Βασιλεύς. Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν. Γι’ αυτό και μόνο στον Τριαδικό Θεό ανήκει η δόξα.
Αρχιμ. Γ. Καψάνης – Άγιο Όρος

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 21, 2013

Η φιλαυτία

Η φιλαυτία

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο άνθρωπος που υποφέρει από φιλαυτία συνήθως ταυτίζεται με τον εγωιστή. O εγωιστής δεν έχει την πραγματική εικόνα της κατάστασής του. Το μεγαλύτερο μέρος του «εγώ» του είναι φανταστικό, ενώ η ναρκισσιστική αυτο- εικόνα του συνεχώς διαφοροποιείται. Ζητάει συνεχώς την επιβεβαίωση των άλλων, τα θελήματά του τα κάνει δικαίωμα, ενώ παραβλέπει τα σφάλματά του. Πονάει από τον εγωισμό του, ντρέπεται, φοβάται, αγχώνεται και φυσικά είναι πολύ εύκολο και να τον κοροϊδεύεις ακόμα, αρκεί να τον κολακεύεις και να του φουσκώνεις το εγώ του.

Εγωισμός, όμως, δεν είναι μόνο η εγωκεντρική συμπεριφορά, αλλά κυρίως αυτό που ονομάζουμε φιλαυτία. Οι νηπτικοί Πατέρες, στα ασκητικά τους συγγράμματα περιγράφουν εκδηλώσεις της φιλαυτίας και τρόπους καταπολέμησής της. Η φιλαυτία είναι η συμπύκνωση όλων των παθών. Εξαιτίας της φιλαυτίας ο σύγχρονος άνθρωπος, σαν τους πρωτοπλάστους, αναζητεί να γίνει και αυτός «Θεός». Ξεχνάει, σαν γνήσιο μεταπτωτικό τέκνο, ότι είναι εικόνα Θεού, ότι υιοθετείται κατά Θεόν με το βάπτισμα και ότι ακόμα και αυτή η θέωση του χαρίζεται ("καθ' ομοίωσιν"). Και όμως ζητάει την ατομική του αναγνώριση, την δική του (άδοξο) δόξα, την αυτοθέωση. Ο ίδιος ο Θεός, θέλοντας να μας βγάλει από τη νοσηρή αγάπη του εαυτού μας, μάς θέτει πρώτη εντολή να αγαπήσουμε καθολικά με την καρδιά μας το Θεό και κατ' επέκταση και τον συνάνθρωπο. Γι' αυτό και στον πρώτο μακαρισμό ο Κύριος λέει «ευτυχισμένοι οι ταπεινοί», γιατί αυτοί μπορούν να αγαπήσουν.
ΦΙΛΑΥΤΙΑ ΩΣ ΠΑΘΟΣ: Ο Απόστολος Παύλος λέει στον Τιμόθεο ότι οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, κ.ά..
Βάζει πρώτη την φιλαυτία, διότι αυτή τίκτει τα υπόλοιπα πάθη, ως κατ' εξοχήν πτωτικό πάθος. Οι Πατέρες βάζουν επικεντρώνουν τη θεραπευτική προσώπου στην κένωση από τον εγωισμό που είναι μητέρα-τροφός των παθών. Η φιλαυτία ονομάζεται "αρχή των κακών" (Άγιος Μάξιμος), "βασίλισσα των αμαρτιών" (Άγιος Γρηγόριος Διάλογος) και "νέκρωση της θείας ζωής" (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης).
Αν αγαπάς τον εαυτό σου και τον κολακεύεις, δεν θες ούτε να κοπιάσεις, ούτε πειρασμό να υπομείνεις, ούτε να κακοπαθήσεις. Ο Άγιος Ησύχιος γράφει ότι παιδιά της φιλαυτίας είναι ο αυτοέπαινος, η αυταρέσκεια, η γαστριμαργία, η πορνεία, η κενοδοξία, ο φθόνος και η υπερηφάνεια. Ο εγωκεντρικός φίλαυτος άνθρωπος, μη θέλοντας ή μη μπορώντας να αγαπήσει τους συνανθρώπους, νιώθει ότι ο πλησίον γίνεται η κόλασή του!
Ο Διαφωτισμός, ο ρομαντισμός και η σύγχρονη "Νεοεποχίτικη" φιλοσοφία άλλαξαν τη θεώρηση της ανθρώπινης κοινωνίας από Θεανθρωποκεντρική σε ανθρωποκεντρική. Η σύγχρονη δυτική «κοινωνία» χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη του εαυτού. Ο καθένας θεωρεί πλέον "Αλήθεια", αυτό που εκείνος παράγει νοητικά. Ο ουμανιστικός άνθρωπος επιζητεί αυτοδικαίωση, και αυτοθέωση. Το πρόσωπο μετατράπηκε σε άτομο, και η κοινωνία σε μάζα.
Συνέπεια: ο άνθρωπος βιώνει τη μοναξιά. Είναι η "ερημία των πόλεων" (Μωυσής Αγιορ.). Ο Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός έλεγε: "H φιλαυτία διαιρείται σε δύο μέρη, την υλική και την πνευματική. Ως εκ τούτου ερεθίζονται και τα δύο είδη των παθών, τα σωματικά και τα ψυχικά. Έτσι ο θυμός εμφανίζεται επειδή φράζεται ο δρόμος της φιλαυτίας. Στους εμπαθείς και αιχμαλώτους στα σωματικά πάθη, που κυριαρχούν οι παράλογες ορέξεις και οι ηδονές, ο θυμός κινείται από το φόβο της στερήσεως της ικανοποιήσεώς τους. Το ίδιο γίνεται και στους αιχμαλώτους των ψυχικών παθών, όπως της φιλοδοξίας, του εγωισμού, της υπερηφάνειας,(...). Όλα αυτά είναι τα κίνητρα και εργαλεία του θυμού, που μας χωρίζει από την παναγάπη και τη ζωή, το Θεό, και μας ετοιμάζει τόπο στον Άδη και το θάνατο, τον τόπο του σατανά!" Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης συμβουλεύει: "Πρόσεχε τον εαυτό σου από τη μητέρα των κακών, τη φιλαυτία, πού είναι ή παράλογη αγάπη του σώματος. Απ' αυτή γεννιούνται εμπαθείς λογισμοί (...), γαστριμαργίας, φιλαργυρίας και κενοδοξίας, πού σχηματίζονται παίρνοντας αφορμή από την αναπόφευκτη τάχα ανάγκη του σώματος κι άπ' αυτούς
πάλι γεννιέται όλος ο κατάλογος των κακών. Είναι ανάγκη λοιπόν να προσέχουμε και να την πολεμούμε με μεγάλη νίψη. Τη φιλαυτία αντιμάχονται ή αγάπη και ή εγκράτεια.
Κανένας δεν μίσησε τη σάρκα του, λέει ο απόστολος (Εφ. 5:29), αλλά τη σκληραγωγεί και τη χρησιμοποιεί ως δούλη (Α' Κορ. 9:27), μην παρέχοντας της τίποτε άλλο παρά τροφές και ενδύματα (Α' Τιμ. 6:8), κι άπ' αυτά όσα της χρειάζονται για να ζει." Ο Γέρων Παϊσιος έλεγε; "Ο νους αν μεν στραφεί προς τον Θεό, έχει δούλο το σώμα και δεν του παρέχει τίποτα περισσότερο από όσα είναι απαραίτητα για την ζωή. Αν, πάλι, στραφεί προς την σάρκα, τότε υποδουλώνεται στα πάθη και επιθυμεί συνεχώς να φροντίζει γι' αυτήν".
Η ΑΛΛΗ ΦΙΛΑΥΤΙΑ: Υπάρχει και άλλο ένα παρακλάδι, δυσδιάκριτο όμως, της φιλαυτίας-εγωισμού, που συνδέεται με την θρησκευτικότητα. Είναι ο γνωστός κλασσικός φαρισαϊσμός, η θρησκοληψία, ο φονταμενταλισμός, ο ανεπίγνωτος ζήλος.
Μπορεί κάποιος να είναι τυπικός τηρητής των θείων εντολών, αλλά η προαίρεση του, να μην ταυτίζεται με το θέλημα του Θεού, αλλά με την αναγνώρισή του και το "γέμισμα" της φιλαυτίας του. Είναι το πρόσωπο που μετατρέπει το εκκλησιαστικό__ ήθος σε σειρά ηθικιστικών κανόνων. Θεωρεί τον εαυτό του σωσμένο και φορτώνει τους γύρω του, με περιττές εντολές, μένει στους τύπους χωρίς διάκριση, χάνοντας την ουσία.
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΥ: Κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ο άνθρωπος πρέπει να εξετάσει τον εαυτό του και να δει: πώς φέρεται στον εαυτό του και αν μισεί τον εαυτό του. Γιατί αυτό το μίσος, κατά τον Άγιο, είναι σωτηριώδες: "αυτό σε κάνει να εναντιώνεσαι στο φρόνημα της σαρκός και στο θέλημα του διαβόλου, και απεναντίας να υποτάσσεσαι στο θέλημα του Θεού." Εάν, όμως, κολακεύει και αγαπά τον εαυτό του άτακτα και άμετρα, δε θα μπορέσει ούτε να κοπιάσει, ούτε να θλιβεί, ούτε να κακοπαθήσει, ούτε πειρασμό να υπομείνει, ούτε να υποταχθεί στο θέλημα του Κυρίου. Και προσθέτει ο Αγιορείτης Πατέρας: "εσύ αν είσαι φίλαυτος και αγαπάς τον εαυτό σου, μισείς στ' αλήθεια τον εαυτό σου και θα τον καταστρέψεις", τονίζοντας ότι "Χωρίς τη φιλαυτία ο διάβολος δεν μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο ούτε στο παραμικρό". Κατά τους Πατέρες ο Θεός δε θανατώνει τον άνθρωπο ελπίζοντας στη μετάνοιά του: "δι' αυτό μεν τοι και την ζωήν ταύτην ο Θεός
συνεχώρησεν ημίν, τόπον μετανοίας παρεχόμενος." (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης). Στον αυτοέλεγχο που προτείνει ο Άγιος Νικόδημος συμπεριλαμβάνει τη μετάνοια:
"Εξέτασε για τη μετάνοια που κάνεις, πρώτον τι λογής είναι η εσωτερική σου διάθεση και μετάνοια, η οποία συνίσταται στο να μισείς τις αμαρτίες σου περισσότερο από κάθε άλλο κακό." Τέλος, προτείνει να εξετάζουμε τα έργα της ζωής μας αν τα κάνουμε από αγάπη ή υποχρέωση. Γιατί "αν είναι απλώς κοσμικά, τα οποία εσύ μεν τα ονομάζεις πραγματείες και πολύτιμα, οι δε άγιοι τα λένε αργά και χαμένα επειδή δε χρησιμεύουν στο σκοπό της σωτηρίας (...) είναι τέτοια μίσησέ τα και αποστρέψου τα και μεταχειρίσου μόνο εκείνα τα έργα και τις πράξεις από τις οποίες έχεις να λάβεις μισθό στον ουρανό."
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Οι Άγιοι της Εκκλησίας κατέγραψαν την εξέλιξη της αρρώστιας του εγωκεντρισμού-φιλαυτίας, καθώς και την θεραπεία της. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει ότι χρειάζεται ο φίλαυτος να αποκτήσει την ταπείνωση. Να ταπεινωθεί κανείς βλέποντας τη θυσία του Νυμφίου, βλέποντας την τελειότητα των δημιουργημάτων, την άπειρη σοφία Του. Βοηθητικό επίσης μέσο, είναι η Θεία Ευχαριστία, όπου λειτουργούμε όλοι ως Εκκλησία με καθολική ευσέβεια. Αλλά και προσωπικά ο καθένας μας, μπαίνοντας στον χώρο της νηστείας, της προσευχής, της υπακοής, της άσκησης, της ανάγνωσης των Ευαγγελίων, νιώθει την αδυναμία της δικής του ανθρώπινης φύσεως καθώς και το ύψος οπού έφτασαν οι άγιοι με την χάρη του Θεού. Αν ο φίλαυτος δεν θέλει να διορθωθεί ας ακούσει την Αγία Γραφή: "Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται" (Λουκ. ιη΄ 14) και: "Υπερηφάνοις ο Θεός αντιτάσσεται" (Α' Πετρ. ε΄ 5). Όταν ο άνθρωπος, δεν κατανοεί και δεν ωφελείται από την χάρη των δωρεών αλλά τα θεωρεί, ίσως, αιτία κενοδοξίας, τότε έρχεται η χάρη των πειρασμών. Ο άνθρωπος, σε κάποια χρονική στιγμή, χωρίς να το θέλει, συγκλονίζεται σε βάθος, μπορεί να χάσει όλα όσα νόμιζε δεδομένα, υγεία, περιουσία, οικείους. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή η "καταφρόνηση" του σώματος και της φιλαυτίας οδηγεί στη θέωση: "αν ο Γεδεών δεν έσπαγε τις στάμνες, δεν θα μπορούσε να δει το φως των λαμπάδων (Κριτ. ζ΄20). Έτσι και ο άνθρωπος, αν δεν καταφρονήσει το σώμα, δεν θα μπορέσει να δει το φως της Θεότητας." Ο Θεός μας δείχνει με τον λόγο και την αγία ζωή Του την έξοδο από τη φιλαυτία, τη λύτρωση και__ την ελευθερία: "Όποιος θέλει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας πάρει το σταυρό του, και ας με ακολουθήσει", "ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη" ( Eφ. δ΄2), "μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου" (A΄ Kορ. ι΄24), "παντί τώ αιτούντί σε δίδου και από του αίροντος τα σά μή απαίτει" (Λουκ. στ΄30), "αγαπάτε τους εχθρούς υμών, εύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων»" (Ματ. ε΄ 44), και τέλος: "ευλογείτε και μή καταράσθε" (Ρωμ. Ιβ΄14). Ευτυχής εκείνος ο οποίος Τον ακολουθεί διότι "Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ' έξει το φως της ζωής".
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο σύγχρονος Αγιορείτης Πατέρας Γεώργιος Καψάνης έλεγε σε μια συνέντευξή του: "Όσο η καρδιά μας δεν έχει ελευθερωθεί από τη φιλαυτία, η Χάρις του Θεού δεν μπορεί να κατοικήσει μέσα της, να διώξει το σκοτάδι και να αναδείξει το κάλλος της θεοπλάστου ψυχής μας, να μας κάνει υιούς Θεού και κληρονόμους της Βασιλείας Του. Ο αγώνας κατά της φιλαυτίας είναι καθήκον των Χριστιανών, κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Επειδή η μετοχή στη Βασιλεία του Θεού είναι κλήση για όλους τους Χριστιανούς. Εύχομαι με τη Χάρη του Χριστού να κάνουμε άπαντες αυτόν τον αγώνα κατά της φιλαυτίας, ώστε να γίνουμε συγκληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού εν Χριστώ."
Βιβλιογραφία:
http://stratisandriotis.blogspot.com/2012/04/blog-post_5774.html
-Γέρων Παϊσιος, Γιατί επιτρέπει ο Θεός [από το βίο του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου]
Νικόδημος Αγιορείτης, Αόρατος πόλεμος.
-Ιωάννης Σιναϊτης, Κλίμαξ.

-Iερομ. Γεώργιος Καψάνης, Η φιλαυτία είναι η συμπύκνωση όλων των παθών.
πηγή

Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2013

Αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης:Ουνία: Η μέθοδος του παποκεντρικού οικουμενισμού

Ουνία: Η μέθοδος του παποκεντρικού οικουμενισμού
Προσφάτως ὁ Πάπας διώρισε ἐπίσκοπο καὶ ἀποστολικὸ Ἔξαρχο γιὰ τοὺς ἓν Ἀθήναις ἐλαχίστους Οὐνίτας τὸν χειροτονηθέντα εἰς ἐπίσκοπον Καρκαβίας τὴν 24η Μαΐου 2008 οὐνίτη κληρικὸ κ. Δημήτριο Σαλάχα, καθηγητὴ στὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀνατολικῶν Σπουδῶν τῆς Ρώμης καὶ μέλος τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν.
Γιὰ τὴν οὐνιτικὴ κοινότητα τῶν Ἀθηνῶν τὸ γεγονὸς ὑπῆρξε βαρυσήμαντο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀνακοίνωση τῆς κοινότητος στὴν ἰστοσελίδα της καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν χειροτονητήριο λόγο τοῦ κ. Σαλάχα (Ἑλληνικὴ Καθολικὴ Ἐξαρχία, http://www.cen.gr). Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ὑπῆρξε λυπηρὸ καὶ προκλητικό, καθὼς ἔφερε πάλι στὴν ἐπικαιρότητα τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ἀπεκάλυψε γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὶς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ φανέρωσε πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ προοπτικὴ τῶν λεγομένων Θεολογικῶν Διαλόγων. Οἱ κατωτέρω διαπιστώσεις εἶναι ἀρκούντως πειστικὲς περὶ τούτου:
α) Ἡ ἐκκλησιολογία τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων
Ἡ ἐκκλησιολογία τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων συνεχίζει νὰ εἶναι ἴδια μὲ ἐκείνη τὴν ἐκκλησιολογία, στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ἡ Οὐνία τὸν 16ον αἰώνα. Τὸ βεβαιώνουν οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ ἐπισκόπου Δημητρίου Σαλάχα κατὰ τὸν χειροτονητήριο λόγο του.
Λέγει κατ᾿ ἀρχήν: «Ἡ κοινότητά μας ἀποτελεῖ μικρὸ τμῆμα τῶν κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν». Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀληθινό. Ὅλες οἱ οὐνιτικὲς κοινότητες προέρχονται ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἔγιναν «Καθολικές», ἐπειδὴ ἀποδέχθηκαν τὸ παπικὸ Πρωτεῖον καὶ τὰ παπικὰ δόγματα. Αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς «αἱ κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικαὶ Ἐκκλησίαι», ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ἡ κοινωνία τους μὲ τὸν Πάπα τὶς ἔχει καταστήσει «καθολικές», πλήρεις ἐκκλησίες, ἐξασφαλίζοντάς τους τὴν «καθολικότητα», ἐνῷ οἱ ὑπόλοιπες κατ᾿ ἀνατολὰς ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πάπα (οἱ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ οἱ ἀντιχαλκηδόνιες μονοφυσιτικὲς καὶ νεστοριανικὲς ἐκκλησίες ποὺ δὲν προσχώρησαν στὴν Οὐνία), δὲν εἶναι «Καθολικὲς» ἢ ὅπως τὶς χαρακτήρισε ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος εἶναι «ἐπὶ μέρους ἢ τοπικὲς Ἐκκλησίες, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν πρώτη θέση κατέχουν οἱ Πατριαρχικὲς Ἐκκλησίες» (Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ, 14).
Συνεχίζεται ὁ χειροτονητήριος λόγος μὲ τὴν διαβεβαίωσι: «ἑνωτικὸ εἶναι τὸ ὅραμά μας καὶ ὄχι ῾οὐνιτικό᾿. Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι οἱ ἰσχύουσες κανονικὲς δομὲς λειτουργίας τῶν κατ᾿ Ἀνατολὰς Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν θεσπίσθηκαν ῾ἄχρι καιροῦ᾿, δηλαδὴ μέχρις ὅτου οἱ ῾Ἐκκλησίες Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξη ἀποκαταστήσουν τὴν πλήρη κοινωνία τοὺς (Διάταγμα γιὰ τὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, ἀριθ. 30) κατὰ τὸ πρότυπο τᾶς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας». Καὶ ἐμεῖς διερωτώμεθα: τί διαφέρει τὸ ῾ἑνωτικὸ᾿ ἀπὸ τὸ ῾οὐνιτικὸ᾿ ὅραμα; Μήπως τὸ οὐνιτικὸ δὲν ἦταν ἀνέκαθεν ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἑνωτικὸ (ψευδενωτικό), δὲν στόχευε δηλαδὴ στὴν ἐπίτευξι ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι ὅμως τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς παπικῆς αὐθεντίας καὶ τῶν παπικῶν δογμάτων, τὰ ὁποία θεσπίσθηκαν στὶς παπικὲς συνόδους τῆς Λυών, τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, τοῦ Τριδέντου καὶ τῶν λοιπῶν; Μήπως τὸ «ἑνωτικὸ» ὅραμα τῆς Β´ Βατικανῆς καὶ τοῦ παποκεντρικοῦ οἰκουμενισμοῦ προβλέπει κατάργησι τῶν δογμάτων ποὺ θεσπίσθηκαν ἀπὸ δεκατρεῖς «οἰκουμενικὲς» συνόδους τοῦ παπισμοῦ (Περὶ τοῦ ἀντιθέτου βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἀνησυχία γιὰ τὴν προετοιμαζομένη ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 54 (2007)); Καὶ ἐν τέλει πῶς χωρὶς τὴν ἀπόρριψι ὅλων τῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν (αἱρέσεων) ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος θὰ ἐπιτύχῃ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα χωρὶς νὰ εἶναι «οὐνιτικό», δεδομένου ὅτι μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἐπιτύχει τὴν κατάργησι κανενὸς ἀπὸ αὐτά;
Κατόπιν ὁ ἐπίσκοπος Σαλάχας διαβεβαιώνει τοὺς Ὀρθοδόξους: «ἡ Ἑλληνικὴ Καθολικὴ Ἐξαρχία [σσ. ἐννοεῖ τὴν οὐνιτικὴ κοινότητα τῆς Ἀχαρνῶν, τῆς ὁποίας προΐσταται] ἀπορρίπτει καὶ θὰ ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ κάθε ἐνέργεια προσηλυτισμοῦ» καὶ προσθέτει: «ἀλλὰ τοὺς παρακαλῶ [τοὺς Ὀρθοδόξους] νὰ μὴ μᾶς ἀρνηθοῦν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουμε». Ἀναμφίβολα ἀπορρίπτει ρητῶς τὶς εἰδεχθεῖς μεθόδους τοῦ παρελθόντος, καὶ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι εἰλικρινὴς ὅταν ἀπαιτῇ νὰ ὑπάρχουν ὡς κοινότης ποὺ θέλει νὰ αὐτοπροσδιορίζεται. Ἐν τούτοις πρέπει νὰ γίνῃ σαφὲς ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, παρ᾿ ὅτι δὲν ἔχουμε ἀντίρρησι γιὰ τὸ δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου καὶ κάθε κοινότητος νὰ αὐτοπροσδιορίζωνται, τονίζουμε ὅτι ἡ ὕπαρξις τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ ἁπτὴ ἀπόδειξις ὅτι ὑφίσταται ἡ Οὐνία καὶ ἑπομένως κάθε ἐνέργεια τοῦ Βατικανοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ὕπαρξί τους ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωσι τῆς Οὐνίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν γίνεται ἀθέμιτος προσηλυτισμὸς ἢ ὄχι. Ἡ Οὐνία εἶναι πρωτίστως ἐκκλησιολογικὸ πρόβλημα. Ὡς τέτοιο κυρίως μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἑπομένως, ἐφ᾿ ὅσον τὸ Βατικανὸ ἐπιβεβαιώνει τὴν Οὐνία ἐξασφαλίζοντας στὶς οὐνιτικὲς ἐκκλησίες τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουν ὑπὸ τὸ παρὸν ἐκκλησιολογικὸ τοὺς καθεστώς, ὁ θεολογικὸς Διάλογος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Βατικανοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ὡς προοπτικὴ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν «κατὰ τὸ πρότυπο τᾶς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας» ἀλλὰ τῆς Οὐνίας!
β) Τὸ Βατικανὸ ὑποστηρίζει τὴν Οὐνία
Παρ᾿ ὅτι ὑποκριτικὰ «καταδικάζει» τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν (κείμενο τοῦ Balamand §1), τὴν ἐπιβεβαιώνει ἀναγνωρίζοντας τὴν ὕπαρξι τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων (§31), καὶ ἐνισχύοντας ποικιλοτρόπως τὴν παρουσία καὶ δραστηριοποίησί τους μέσα στὰ κανονικὰ ὅρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Διερωτώμεθα: Μέχρι πότε οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαιωνίζουμε τὸν Θεολογικὸ Διάλογο ἀνεχόμενοι αὐτὴ τὴν τραγελαφικὴ κατάστασι; Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ (ἐκτὸς ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ ἀντίθετα μὲ τὸ Βατικανὸ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν Οὐνία) εἶναι ἀνακόλουθοι καταδικάζοντες τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο ἑνώσεως τοῦ παρελθόντος καὶ ἀναγνωρίζοντες τὶς οὐνιτικὲς κοινότητες. Πῶς ἐννοεῖται καταδίκη τῆς Οὐνίας καὶ ταυτόχρονος ἐνίσχυσις τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων ποὺ κάνουν πραγματικότητα τὴν Οὐνία στὴν σκηνὴ τῆς Ἱστορίας;
Οἱ παλαιὲς ἀποτρόπαιες ἐνέργειες τῆς παπικῆς Οὐνίας εἶναι γνωστές. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀδυναμία τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν φρικτὴ Φραγκοκρατία, οἱ παπικοὶ ἔθεσαν τὸ πρῶτο θεμέλιο τῆς Οὐνίας μὲ τὴν ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὶς ἀποφάσεις τῆς παπικῆς Συνόδου τῆς Λυὼν (1274) ἐπὶ Μιχαὴλ Παλαιολόγου καὶ πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου. Τὸ δεύτερο καὶ καθοριστικὸ θεμέλιο τῆς Οὐνίας τέθηκε μὲ τὴν γνωστὴ τυραννικὴ ἀπαίτησι τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ´ γιὰ πλήρη ὑποταγὴ τῶν ἐμπεριστάτων Ἀνατολικῶν στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1439). Μὲ τὴν παροιμιώδη γιὰ τὴν δολιότητά της δράσι τους οἱ Ἰησουῖται ἀπὸ τὴν σύνοδο τῆς Βρέστης (1596) καὶ ἐντεῦθεν κατέστησαν τὴν Οὐνία τὸν μεγάλο πειρασμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐστοίχισε τὴν ζωὴ τοῦ πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως καὶ τὴν ἐκθρόνισι πολλῶν πατριαρχῶν, ὠδήγησε στὴν ἀποσκίρτησι ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μεγάλων κοινοτήτων στὴν Οὐκρανία, τὴν Τρανσυλβανία, τὴν Δαλματία, τὴν Ἀντιόχεια, καὶ προεκάλεσε τοὺς ἀπηνεῖς διωγμοὺς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων σε αὐτὲς καὶ ἄλλες τουρκοκρατούμενες περιοχὲς [Ἡ οὐνία χθὲς καὶ σήμερα (συλλογικὸς τόμος π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Δ. Γόνη, δ. Ἠ. Φρατσέα, δ. Εὐγ. Μοράρου, καὶ Ἐπισκόπου Βανάτου Ἀθανασίου Γιέβτιτς), ἔκδ. Ἁρμός, 1992. Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Giorgiou, Ἱστορικὴ θεώρηση τῶν αἰτίων καὶ τῶν συνεπειῶν τῆς Ἕνωσης τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Τρανσυλβανία μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία (Ἡ Οὐνία στὴν Τρανσυλβανία ἀπὸ τὸν 18ο μέχρι τὸν 21ο μ.Χ. αἰ.), ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 2006. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, στὸν συλλογικὸ τόμο Εἰκοσιπενταετηρικὸν (ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999. Τιμοθέου Ἰ. Τιμοθεάδη, Ἡ Οὐνία Γιαννιτσῶν καὶ ἡ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ χθὲς καὶ σήμερα, Γιαννιτσὰ 1992]. Τὴν ἴδια περίοδο ἡ παποκινούμενη οὐνιτικὴ προπαγάνδα κλιμακώνεται μὲ τὴν δράσι τῆς Propaganda Fidei καὶ μὲ τὰ σχολεῖα (κορυφαῖα θέσι μεταξύ τους κατεῖχε τὸ Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴν Ρώμη) [Ζαχαρία Ν. Τσιρπανλῆ, Οἱ Μακεδόνες σπουδαστὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Ρώμης καὶ ἡ δράση τους στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλία, ἔκδ. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσ/νίκη 1971], καθοδηγούμενα ἀπὸ παπικοὺς ἱεραποστόλους μὲ σκοπὸ ὄχι μόνο τὸν ἐξουνιτισμὸ μεμονωμένων προσώπων ἀλλὰ κυρίως τὴν ἀλλοίωσι τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων με τὴν φιλολατινικὴ δραστηριότητα πολλῶν ἐκ τῶν ἀποφοίτων τους.
Ἀλλὰ καὶ στοὺς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνους τὸ Βατικανὸ ὑποστηρίζει ἀνεπιφύλακτα καὶ ἐνισχύει ποικιλοτρόπως τὴν Οὐνία. Ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν οὐνίται θεολόγοι συμμετέχουν στὴν Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπή, παρὰ τὴν ἔντονη καὶ σθεναρὰ ἀπαίτησι τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Διασκέψεως γιὰ μὴ συμμετοχὴ τοὺς (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Ἀθῆναι 1965, σέλ. 38). Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β´ συμβάλλει καθοριστικὰ στὴν ἀναβίωσι τῆς Οὐνίας στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Μὲ τὴν συμφωνία τοῦ Balamand (1993), ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαροτάτων θεολογικῶν ἀτοπημάτων, ἀναγνωρίζεται καὶ δικαιώνεται ἡ ὕπαρξις τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν, καὶ μάλιστα μὲ τὴν ὑπογραφὴ ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β´ μὲ ἐμπιστευτική του ἐπιστολὴ στὸν ρωμαιοκαθολικὸ συμπρόεδρο τοῦ Διαλόγου Καρδινάλιο Edward Cassidy ἀνατρέπει τὴν γραμμὴ (τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Βαλτιμόρη (2000) καὶ ὁδηγεῖ χάριν τῶν Οὐνιτῶν τὸν Διάλογο σὲ ναυάγιο. Ἔγραφε σὲ αὐτήν: «Πρέπει (στὴν διάσκεψιν τῆς Βαλτιμόρης), νὰ δηλωθῇ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι οἱ Ἀνατολικὲς Καθολικὲς (=οὐνιτικὲς) Ἐκκλησίες μέσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης χαίρουν τῆς αὐτῆς ἐκτιμήσεως ὡς καὶ πάσα ἄλλη Ἐκκλησία, ποὺ τελεῖ εἰς κοινωνίαν πρὸς τὴν Ρώμην» (Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper τὶς ἐπαφὲς μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τ. 4/Ἀπρίλιος 2008, σελ. 287), καὶ ἐπέφερε τὴν δικαία ἀγανάκτησι καὶ παραίτησι ἀπὸ τὴν συμπροεδρία τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ. Ὁ νῦν Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ´ στοιχῶν στὴν ἴδια τακτικὴ εὐλογεῖ καὶ συγχαίρει τὴν οὐνιτικὴ ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία (Ἐφημ. Καθολική, φ. 3046/18-4-2006), φέρει στὴν συνοδεία του οὐνίτη ἐπίσκοπο ἐπισκεπτόμενος τὸ Φανάρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006, δηλώνει ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὅτι «κατ᾿ αὐτὸν ὁ καλύτερος τρόπος διὰ τὴν ἑνότητα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι αὐτὸς τῆς Οὐνίας» (Ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 8/12/2006) καὶ τώρα ἀποστέλλει νέον ἀποστολικὸ ἔξαρχο στὴν Ἀθήνα!
γ) Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας
Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἄκρως προβληματική. Γιὰ νὰ μὴ διακοπῇ δῆθεν ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, ἔγιναν καὶ γίνονται ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων προκαθημένων καὶ θεολόγων ἀπαράδεκτες ὑποχωρήσεις. Ἡ θαρραλέα καὶ ὀρθοδοξοτάτη θεολογικὴ γλώσσα τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν τῆς Κων/πόλεως, μὲ τὴν ὁποία ἐστηλίτευαν τὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἐσίγησε χάριν τοῦ ἀθεολογήτου «διαλόγου τῆς ἀγάπης» τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου (κλασικὸ κείμενο πλέον ἀποτελεῖ ἡ αὐστηρὴ Ἐγκύκλιος κατὰ τῆς Οὐνίας [Ἐφημ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια (Κων/πόλεως), 31ης Μαρτίου 1907] τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ´). Οἱ συνοδικὲς ἀποφάνσεις καὶ οἱ ἐγκύκλιοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τῆς Οὐνίας (Ἀ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τόμ. 2ος, Βρυξέλλες 1963, σ. 314, 389, 395-396. Καὶ Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. II, Graz-Austria 1968, σελ. 821-859 [901-939] καὶ 860-870 [940-950]) πέρασαν στὴν λήθη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ὡς πολεμικὴ τακτική, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν προσιδιάζει στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς «καταλλαγῆς»!
Διερωτᾶται ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις: Σὲ ποιὰ θεολογικὴ βάσι στηρίζεται ἡ οἰκουμενιστικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς Οὐνίας; Τί ἄλλαξε στὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν θεολογία τῶν οὐνιτικῶν ἐκκλησιῶν, ὥστε οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοί της νὰ γίνωνται φιλοφρόνως δεκτοὶ καὶ ἀποδεκτοί; Πότε οἱ Οὐνίται ἔδειξαν ὅτι διορθώνονται ἐκκλησιολογικῶς, εἴτε γινόμενοι πλήρως ρωμαιοκαθολικοὶ εἴτε ἐπιστρέφοντες στοὺς κόλπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας; Ὑπὸ ποίαν ἔννοια τὸ δικαίωμά τους νὰ ὑπάρχουν ὡς ξεχωριστὲς κοινότητες τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσι νὰ ἀποκατασταθοῦν ἐκκλησιολογικῶς; Μήπως καταργήσαμε τὰ ἐκκλησιολογικά μας κριτήρια;
Ἀναμφίβολα ἡ μόνη δυνατὴ ἑρμηνεία τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀνοχῆς ἔναντι τῆς Οὐνίας εἶναι ἡ διολίσθησις σὲ μία ἐκκλησιολογία ἄγνωστη μέχρι σήμερα, ἀνατρέπουσα τὴν Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ συντασσομένη στὴν ἐκκοσμικευμένη νοοτροπία τῶν ἡμερῶν μας.
δ) Τὸ Βατικανὸ παραπλανᾷ τοὺς Ὀρθοδόξους
Τὸ Βατικανὸ ἀναδεικνύει τὸν Θεολογικὸ Διάλογο μέσον παραπλανήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ τοῦ φρονήματος. Ἐνῷ ἡ Οὐνία ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανὸ καὶ οἱ Οὐνίται χαίρουν τῆς ἀποδοχῆς Ὀρθοδόξων προκαθημένων, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος συνεχίζεται, ἀναβαλλομένης γιὰ τὸ μέλλον τῆς συζητήσεως ἐπὶ τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος τῆς Οὐνίας (Συνέλευσις Βελιγραδίου, 2006). Οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἀμβλύνονται καὶ μετακινεῖται τὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία στὴν κοινωνιολογία. Ἡ κρυστάλλινη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία ὁσημέραι ὑποχωρεῖ καὶ παραχωρεῖ τὴν θέσι της στὴν θολὴ καὶ γέμουσα συγκρητισμοῦ ἐκκλησιολογία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Οἱ οἰκουμενισταὶ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι εἶναι πρόθυμοι νὰ ὑποστηρίξουν καινοφανεῖς ἀπόψεις γιὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἔχουν ἀπὸ αἰώνων ἀπαντηθῆ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρας κατὰ ἀδιαμφισβήτητο τρόπο. Ἐπίκαιρα χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τέτοιων ἀπόψεων εἶναι μεταξὺ ἄλλων: ἡ μετονομασία τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque σὲ «διαφορετικὴ θεολογικὴ προσέγγισι ποὺ δὲν θίγει τὴν οὐσία τοῦ δόγματος», ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν δογματικῶν, ἠθικῶν καὶ λειτουργικῶν παραμορφώσεων τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὡς «νόμιμης ποικιλομορφίας», ἡ προβολὴ τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐξουσίας ὡς Πρωτείου δῆθεν διακονίας.
Πέραν τούτου ὁ εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος λαὸς βομβαρδίζεται ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως μὲ μηνύματα «καταλλαγῆς» καὶ μὲ εἰκόνες «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀμβλύνεται τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ ποὺ μέχρι τώρα λειτουργοῦσε ὡς ἰσχυρὸ ἀνάχωμα στὶς κοσμοκρατορικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ παπισμοῦ. Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου γίνονται ἀνεπίτρεπτες καὶ κατὰ παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπροσευχὲς καὶ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, μέχρι τοῦ ἀπαραδέκτου λειτουργικοῦ ἀσπασμοῦ ἐν μέσῃ Ὀρθοδόξῳ Λειτουργία καὶ τῆς «εὐλογίας» τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου ὑπὸ τοῦ Πάπα.
Ἐπιστέγασμα καὶ κορύφωσι τῶν κανονικῶν παραβάσεων ἀπετέλεσε ἡ κατὰ τὸν παρελθόντα μήνα Μάϊον, Κυριακὴν τῆς Σαμαρείτιδος, ἀναπάντεχος μυστηριακὴ διακοινωνία (intercommunion) τοῦ ρουμάνου ἐπισκόπου Βανάτου κ. Νικολάου μετὰ τῶν ἐν Ῥουμανίᾳ Οὐνιτῶν, γεγονὸς ποὺ προεκάλεσε τὴν ἔντονη διαμαρτυρία τῶν ἐν Ῥουμανίᾳ καὶ Ἁγίω Ὄρει ῥουμάνων μοναχῶν πρὸς τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥουμανίας καὶ τὴν σοβαρότατη ἀνησυχία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων γιὰ τὸν στόχο, στὸν ὁποῖο ἀπέβλεπε ἡ σκανδαλώδης αὐτὴ πράξις.
Ἐν τέλει μὲ κείμενα ὅπως τῆς Ῥαβέννας (2007), γεμάτα με σκόπιμες ἀσάφειες καὶ θεολογικὲς σοφιστεῖες, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικῶν κινεῖται ἤδη πρὸς μία οὐνιτικοῦ τύπου ἀναγνώρισι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συνέντευξις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper, προέδρου τοῦ παπικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν προώθησι τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, τὴν ὁποία σχολιάζει τὸ γαλλόφωνο περιοδικὸ S.O.P.: «Στὴν Δύσι γνωρίσαμε τὴν ἀνάπτυξι ποὺ κατέληξε στὴν Β´ Βατικάνειο σύνοδο μὲ τὸν καθορισμὸ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα, μία ἀνάπτυξι τὴν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δέχθηκαν ποτέ. Χρειάζεται συζήτησις πῶς νὰ ἑρμηνεύσουμε αὐτὲς τὶς διαφορετικὲς ἐξελίξεις (ποὺ ἐπῆλθαν) πάνω στὰ θεμέλια της πρώτης χιλιετίας. Θὰ πρέπει ἀκόμη νὰ σκεφθοῦμε, εἶπε (ὁ Kasper), γιὰ τὸ πῶς θὰ λειτουργήσῃ τὸ πρωτεῖον τοῦ Ρώμης, ἐνῷ πρέπει νὰ γίνη σαφὲς ὅτι ὑπάρχουν ἤδη ῾δυὸ Κώδικες τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου᾿ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας: ἕνας γιὰ τὴν λατινικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἄλλος γιὰ τὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ρώμη. Συμφώνως πρὸς τοὺς κώδικες αὐτούς, τὸ πρωτεῖο ἀσκεῖται μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὸν (ποὺ ἰσχύει) γιὰ τὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες. Δὲν θέλουμε νὰ ἐπιβάλουμε στοὺς Ὀρθοδόξους τὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας, πρέπει νὰ βρεθῆ ἕνας νέος τύπος πρωτείου γιὰ τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πρόσθεσε».
Εἶναι βεβαίως ἀξιομνημόνευτη καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ ρώσου ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ ἐπὶ τῶν δηλώσεων αὐτῶν, ὅπως τὴν δημοσιεύει στὸ σχόλιό του τὸ ἴδιο περιοδικὸ S.O.P.: «῾Σὲ ποιὸ νέο τύπο, ἀναφέρεται;᾿, διερωτήθηκε ὁ ρῶσος θεολόγος, καὶ ὑπενόησε ὅτι θὰ μποροῦσε βεβαίως νὰ ἀναφέρεται σὲ ῾αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπάρχει στὶς ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ρώμη᾿, δηλαδὴ στὴν Οὐνία. «Μὲ ἄλλα λόγια, μία ἀκόμη φορὰ μᾶς προτείνεται τὸ ἐνδεχόμενο νὰ δεχθοῦμε μία οὐνιτικὴ θέασι τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης», θεωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων. «Ἐὰν αὐτὸ εἶναι τὸ ῾βήμα προόδου᾿, πολὺ φοβοῦμαι ὅτι μία παρόμοια πρόοδος δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ἐμπνεύση τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τὴν Οὐνία ὡς ἀντίφασι τῆς ἑρμηνείας τους γιὰ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ ὡς προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας». «Τὸ 1993, στὸ Balamand, Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι εἶχαν καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Οὐνία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελῇ τύπο ἑνότητος καὶ τώρα, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα, ὁ πρόεδρος τοῦ Ποντιφικικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μᾶς προκαλεῖ νὰ δεχθοῦμε τὴν οὐνιτικὴ ἑρμηνεία τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου», πρόσθεσε, καὶ συνεπέρανε: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία νέα Οὐνία. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μία στρατηγικὴ συνεργασία ποὺ θὰ ἀποκλείῃ κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ. Ἔχουμε ἀκόμη ἀνάγκη νὰ συνεχίσουμε τὸν θεολογικὸ διάλογο, ὄχι γιὰ νὰ μεταμορφώσουμε τοὺς Ὀρθοδόξους σε οὐνίτες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ ἐκκλησιολογικὰ σημεῖα ἀσυμφωνίας μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων᾿» [Περιοδικὸ S.O.P., τεῦχ. 327 (Ἀπρίλιος 2008), σελ. 7-9. βλ. καὶ τὶς παρόμοιες δηλώσεις τοῦ Walter Kasper στὸ ἄρθρο τοῦ Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper..., ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 281-289, διότι δείχνουν τὴν σταθερὴ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ].
Εἶναι παρήγορο ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις ἀντιδρᾶ σὲ κίβδηλες ἑρμηνεῖες τοῦ Πρωτείου, τὸ ὁποῖο ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ ἀσκεῖται ὑπὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως ἐδήλωσε τὸ 1973 μὲ κάθε σαφήνεια καὶ ἐπισημότητα ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Δημήτριος καὶ σχολιάζει ἐπιτυχῶς ὁ καθηγητὴς Εὐάγγελος Θεοδώρου (Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Πρόσφατες ἐπισημάνσεις τοῦ Καρδιναλίου Walter Kasper..., ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 287-288).
Ἡ χειροτονία τοῦ νέου οὐνίτου ἐπισκόπου στὴν Ἀθήνα ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπλέον ἰσχυρὸ κόλαφο τοῦ Βατικανοῦ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγκεκριμένα ἐδῶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη συλλογικὴ ἀντίδρασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (μνημονεύουμε ἰδιαιτέρως τὸ Μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν) [Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία: ἡ καταδίκη της, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσ/νίκη 1993. Κων/νου Κωτσιοπούλου, Ἡ Οὐνία στὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἔκδ. Βρυέννιος 1993. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἔχουν καταγραφῆ ὡς κλασικὰ πλέον κείμενα ἡ Ἐγκύκλιος κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ οἱ τρεῖς ἐπιστολὲς πρὸς τὸν οὐνίτη ἐπίσκοπο Θεοδωρουπόλεως Γεώργιο Χαλαβατζῆ, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (βλ. Φύσις καὶ χαρακτὴρ τῆς Οὐνίας, ἔκδ. Φοίνικος (ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Ἀναπλάσεως), Ἀθήνησι 1928))] γιὰ τὶς δραστηριότητες τῶν οὐνιτῶν, συνάντησε τὴν τυπικὴ ἀπαξιωτικὴ ἀπάντησι τοῦ Βατικανοῦ: τὴν ἀνεπιφύλακτη ὑποστήριξι τῆς Οὐνίας. Τίθεται ἑπομένως ὀξύτερα τὸ ἐρώτημα: Τί νόημα ἔχει ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, ὅταν ἡ Οὐνία ἐπικροτεῖται, ἐπευλογεῖται καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανό;
Οἱ Ὀρθόδοξοι ποιμένες, οἱ ὁποῖοι διαθέτουν εὐαίσθητο δογματικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κριτήριο, ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐμπαίζεται καὶ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα κινδυνεύει, ὅταν οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι γίνωνται κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις. Ὁ εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος λαὸς ἐπίσης ἀνησυχεῖ, ὅταν διαπιστώνη ὅτι μετὰ ἀπὸ ἐκατονταετία ἐπαφῶν καὶ τριακονταετία σχεδὸν ἐπισήμων Διαλόγων ἡ προοπτικὴ δὲν εἶναι νὰ ἐπανεύρουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν κοινωνία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοὺς προσφέρωνται διαβεβαιώσεις ὀρθοδοξίας.
Εἶναι κατανοητὸ ὅτι δὲν πρόκειται ὁ εὐσεβὴς λαὸς νὰ συμφωνήσῃ μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτή. Ὑπομένει ἄχρι καιροῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνουν πρόωρα σχίσματα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ δεχθῇ συνοδικὴ ἐπιβεβαίωσι τῶν ἀντικανονικῶς γινομένων. Πολλῶ μᾶλλον δὲν προτίθεται νὰ ἀνεχθῇ ὑποχωρήσεις σὲ δογματικὰ ζητήματα καὶ συνοδικὴ ἐπισφράγισί τους. Κριτήριο ἀπαρασάλευτο Ὀρθοδοξίας διακρατεῖ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν κανονικὴ τάξι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁσάκις βλέπει νὰ προσβάλλωνται οἱ δυὸ αὐτοὶ στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας του, στενοχωρεῖται, ὀδυνᾶται καὶ ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ διαφυλάξῃ τὴν Ἐκκλησία Του, νὰ ἀναδείξῃ τοὺς ἐπισκόπους του φύλακας τῶν θείων δογμάτων καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ ἀπεύχεται νὰ φθάσῃ ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ χρειασθῇ νὰ τεθοῦν ἐκτὸς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας οἱ ἀθετοῦντες τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Διότι, κατὰ τὴν ἀπόφανσιν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔχει τὴν συνείδησιν ὅτι «παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν πότε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα…, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 920 [1000]).
του π. Γεωργίου Καψάνη,
Ἅγιον Ὅρος, 16/29 Ἰουνίου 2008, Κυριακὴ Β´ Ματθαίου
Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίω Ὄρει διαλαμψάντων Πατέρων ἡμῶν, Ἱεραρχῶν, Ὁσίων, Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν.

Περιοδικό «Παρακαταθήκη», τεύχος 60, Μάιος – Ιούνιος 2008
***
Η ιστοσελίδα www.zoiforos.grέχει τη μεγάλη τιμή και χαρά, με τις ευλογίες του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου Καψάνη Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους και όλων των πατέρων της Ιεράς Μονής, να παρουσιάσει στο διαδίκτυο κατ΄ αποκλειστικότητα, όλο το εκδοτικό έργο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους που αφορά το θεολογικό διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Αντιχαλκηδονίους.
***
Διαβάστε παρακάτω σε μορφή .pdf το κείμενο:
«Ουνία: Η μέθοδος του παποκεντρικού οικουμενισμού»
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους

Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Άγιον Όρος 2008

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...