Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2012

Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ



Cur Deus Homo?

«Ἐγώ εἰμί τό ἄλφα καίι τό ὦ» (’ποκ. 1, 8)

1. Το χριστιανικό μήνυμα ήταν από την πρώτη του αρχή το μήνυμα της Σωτηρίας. Γι' αυτό και ο Κύριος μας εμφανιζόταν κατά κύριο λόγο σαν ο Σωτήρας που λυτρώνει το λαό Του από τα δεσμά της αμαρτίας και της φθοράς. Το ίδιο το γεγονός της ενανθρωπήσεως η πρωτο- χριστιανική θεολογία το ερμήνευε συνήθως μέσα στην προοπτική της απολυτρώσεως. Οι εσφαλ- μένες αντιλήψεις περί του Προσώπου του Χριστού, που έπρεπε να πολεμήση η Πρώτη Εκκλησία, κατεδικά- ζοντο και απεκρούοντο, ακριβώς επειδή έτειναν να υπονομεύσουν την αλήθεια του γεγονότος της ανθρώπινης λυτρώσεως. Ήταν από όλους παραδεκτό ότι το νόημα της Σωτηρίας δεν ήταν άλλο από το ότι η στενή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αποκαταστάθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι ο Λυτρωτής έπρεπε να ανήκη και στα δύο μέρη, να είναι δηλ. ταυτόχρονα θείος και ανθρώπινος, γιατί διαφορετικά η διακοπείσα κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα μπορούσε να αποκατασταθή. Αυτή ήταν η κύρια γραμμή των επιχειρημάτων όχι μόνο του Αγ. Γρηγορίου του Ναζιανζηνού κατά των Αρειανών στην αναίρεσι του Απολλιναρισμού, αλλά και άλλων συγγραφέων τοϋ Δ' και Ε' αι.: «Ὁ δε ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται» (1) . Η λυτρωτική όψις της ενανθρωπήσεως και η περιχώρησις των φύσεων τονίσθηκαν με έμφασι από τους Πατέρες. Σαν σκοπός και αποτέλεσμα της ενσαρκώσεως ωρίσθηκαν ακριβώς η Απολύτρωσις του ανθρώπου και η αποκατάστασίς του στην προπτωτική κατάστασι που χάθηκε με την πτώσι και την αμαρτία. Η αμαρτία του κόσμου καταργήθηκε και διώχθηκε από τον ενανθρωπήσαντα, που μόνο αυτός, όντας θείος συνάμα και ανθρώπινος, μπορούσε να κάνη κάτι τέτοιο. Από τ' άλλο μέρος, θάταν άδικο να ισχυρισθή κανείς ότι οι Πατέρες θεωρούσαν το λυτρωτικό αυτό σκοπό σαν τη μόνη αιτία Ένσαρκώσεως, έτσι που η Ενανθρώπησις να μπορούσε να μην είχε γίνει ποτέ, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος. Ουδέποτε έθεσαν οι Πατέρες το ερώτημα κατ' αυτόν τον τρόπο. Το θέμα του εσχάτου κινήτρου της ενανθρωπήσεως δεν συζητήθηκε ποτέ επίσημα στην Πατερική εποχή. Το πρόβλημα της σχέσεως του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας δεν το έθιξαν σαν πρόβλημα ούτε μια φορά οι Πατέρες, και δεν το επεξεργάσθηκαν συστηματικά. «Ίσως είναι αλήθεια να πη κανείς ότι η σκέψις για μια ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την πτώσι εναρμονίζεται με τη γενική κατεύθυνσι της Ελληνικής Θεολογίας. Μερικές πατερικές φράσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έγινε πραγματικά μια τέτοια σκέψις, εδώ ή εκεί, που ίσως και να συζητήθηκε» (2). Οι πατερικές αυτές φράσεις συγκεντρώθηκαν και εξετάσθηκαν αρκετές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού μπορούμε να παραπέμψουμε στους ίδιους αυτούς πατέρες, προκειμένου και περί του αντιθέτου. Δεν είναι αρκετό να μαζεύουμε χωρία βγάζοντας τα από τη συνάφεια τους και αγνοώντας το σκοπό, συχνά πολεμικό, για τον όποιο γράφθηκε καθένα απ' αυτά τα κείμενα. Πολλές από εκείνες τις «πατερικές φράσεις» είναι περικοπές περιπτωσιακές, που δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε παρά μόνο με μεγάλη περίσκεψι και προσοχή. Το σωστό τους νόημα εξακριβώνεται μόνο, αν τις διαβάσουμε στη συνάφεια τους, δηλ. μέσα στην προοπτική της σκέψεως του κάθε συγγραφέως.

2. Ο Rupert του Deutz (†1135) φαίνεται νάναι ο πρώτος απ' τους θεολόγους του Μεσαίωνος, που διετύπωσε το πρόβλημα περί του κινήτρου της ενανθρωπήσεως. ’ποψίς του ήταν ότι η Ένσάρκωσις ανήκε στο αρχικό σχέδιο της Δημιουργίας και επομένως ήταν ανεξάρτητη από την Πτώσι. Η ενσάρκωσις, κατά την ερμηνεία του, ήταν το αποκορύφωμα του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας, ένας αυτοσκοπός και όχι απλό φάρμακο της αποτυχίας του ανθρώπου (3). Ο Η onorius του Α utum (γ. 1152) είχε την ίδια γνώμη (4). Οι μεγάλοι δάσκαλοι του ΙΓ' αι. σαν τον Α lexandre του Η ales ή τον Αλβέρτο το Μέγα δέχονταν την ιδέα για μια Ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την Πτώσι σαν τη βολική λύσι του προβλήματος (5). Ο Duns Scotus (1266-1308) επεξεργάσθηκε αυτή την άποψι με μεγάλη επιμέλεια και συνέπεια λογική. Γι' αυτόν η E νσάρκωσις ξέχωρα από την Πτώσι δεν ήταν απλώς μια πολύ βολική υπόθεσις, αλλά πολύ περισσότερο μια απαραίτητη δογματική προϋπόθεσις. Η Ενανθρώπησις του Υιού του Θεού ήταν αυτός ο ίδιος ο σκοπός ολόκληρης της Δημιουργίας. Διαφορετικά, σκεφτόταν, αυτή η υπέρτατη πράξις του Θεού θάταν απλώς τυχαία και «περιπτωσιακή». « Ι tem, si lapsus esset causa praedestinationis Christi, sequeretur quod summum opus Dei esset occasionatum tantum, quia Gloria omnium non erit tanta intensive quanta erit Christi» και «quod tantum opus dimisisset Deus propter bonum factum Adae, puta, si non peccasset, videtur valde irrationabile». Όλο το πρόβλημα για τον Duns Scotus ήταν η σειρά του θείου « praedestinatio » σκοπού, δηλ. η σειρά των σκέψεων που ακολούθησε η θεία απόφασις περί της Δημιουργίας. Ο Ενανθρωπήσας Χριστός ήταν το πρώτο μέλημα της δημιουργικής βουλής του Θεού· όλα τα άλλα δημιουργήθηκαν χάριν Εκείνου. « Incarnatio Christi non fuit occasionaliter praesiva , sed sicut finis immediate videbatur a Deo ab aeterno , ita Christus in natura humana , cum sit propinquior fini , ceteris prius paedestinabatur loquendo de his quae praedestinatur ». Η σειρά αυτή των «σκοπών» και των «προβλέψεων» ήταν οπωσδήποτε λογική. Η κύρια έμφασις του Duns Scotus είναι στην άνευ όρων πρωτογενή απόφασι του Θεού περί της Ενσαρκώσεως, τοποθετημένη μέσα στην όλη προοπτική της Δημιουργίας (6). Ο Ακινάτος (1224 - 1274) επίσης συζήτησε το πρόβλημα σε μεγάλη έκτασι. Έβλεπε ότι όλο το βάρος των επιχειρημάτων ήταν υπέρ της γνώμης ότι « nihilominus Deus incarnates fuisset », ακόμη και ανεξάρτητα από την Πτώσι, παρέπεμπε μάλιστα στη φράσι του Αυγουστίνου: « alia sunt cogitanda in Christi incarnatione praeter absolutionem a peccato » ( De Trinitate Χ II Ι, 17). Δεν μπορούσε όμως ο Ακινάτος να βρη ούτε στη Γραφή ούτε στα συγγράμματα των Πατέρων καμμιά σίγουρη μαρτυρία για αυτήν την ανεξάρτητη από την Πτώσι Ενσάρκωσι, κι' έτσι, λοιπόν, έφτασε να πιστεύη ότι δεν θα είχε σαρκωθή ο Υιός του Θεού, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος: « quanquam Deus peccato non existente potuerit , incarnari , convenientius tamen dicitur quod , si homo non peccasset , Deus incarnates non fuisset , cum in S . Scriptura ubique Incarnationis ratio ex peccato primi hominis assignetur ». Το ανεξιχνίαστο αυτό μυστήριο της θείας βουλής δεν μπορεί να το κατανόηση ο άνθρωπος, παρά μονάχα αν τούτο μαρτυρείται σαφώς μέσα στην Αγία Γραφή, nisi quatenus in S . Scriptura traduntur , ή, όπως λέει αλλού ο Ακινάτος, nisi in quantum nobis innotescunt de auctoritate sanctorum , quibus Deus suam volutatem revelavit . Μονάχα ο Χριστός ξέρει τη σωστή απάντησι σ' αυτό το ερώτημα: quod hujus quaestionis veritatis solus Ille scire potest qui natus et oblatus est , quia voluit (7) . Ο Β onaventura (1221 - 1274) στα ίδια στρέφει την προσοχή μας. Αφού συγκρίνει τις δυο γνώμες, περί εξαρτήσεως ή μη της Πτώσεως - Ενσαρκώσεως, συμπεραίνει: « uterque etiam excitat animam ad devotionem secundum diversas considerationes : videtur autem primus modus magis consonari judicio rationis : secundus tamen , sicut apparet , plus consonant pietati fidei ». Πρέπει να βασισθή κανείς περισσότερο στις άμεσες μαρτυρίες της Γραφής, παρά στα επιχειρήματα της ανθρώπινης λογικής (8). Τον Dun Scotus γενικά ακολουθούσαν οι περισσότεροι Φραγκισκανοί Θεολόγοι, αλλά και πολλοί εκτός του τάγματος, όπως λόγου χάριν ο Dionysius Cathusianus, ο Gabriel Biel, ο John Wessel και στην εποχή της εν Τριδέντω Συνόδου, ο Giacomo Ν achianti, επίσκοπος της Chiozza ( Jacobus Ν aclantus ). Επίσης πολλοί από τους πρώτους Μεταρρυθμιστές σαν τον Α ndreas Osiander (9).

Η παραπάνω γνώμη πολεμήθηκε με πείσμα από άλλους, όχι μόνο αυστηρούς Θωμιστές, και γενικά όλο το πρόβλημα συζητήθηκε πάρα πολύ και από τους Καθολικούς και από τους Διαμαρτυρόμενους Θεολόγους του ΙΖ ' αι. (10). Μεταξύ των Καθολικών υπερμάχων της απολύτου Ενσαρκώσεως θα πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τους Francois de Sales και Μ alebranche. Ο Malebranche επέμενε σταθερά στη μεταφυσική αναγκαιότητα της Ενσαρκώσεως, εντελώς ανεξάρτητα από την Πτώσι· ει δ' άλλως, έλεγε, δεν θα υπήρχε επαρκής λόγος ή σκοπός για την πράξι αυτής της ίδιας της Δημιουργίας (11) . Η συζήτησις συνεχίζεται ακόμη ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς Θεολόγους, πολλές φορές με υπερβολική ζέσι και σθένος, χωρίς όμως το ζήτημα να κατασταλάζη κάπου οριστικά (12). Μεταξύ των Αγγλικανών τον περασμένο αιώνα, ο Επίσκοπος Westcott συνηγορούσε υπέρ του «απολύτου κινήτρου» στη θαυμάσια μελέτη του «Το Ευαγγέλιο της Δημιουργίας» (13). Ο αείμνηστος Πατήρ Sergius Bulgakov υποστήριζε σθεναρά τη γνώμη ότι η Ενανθρώπησις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτη απόφασις του Θεού, και προηγείται της καταστροφής της Πτώσεως (14).

3. Μέσα στην πορεία της μακραίωνης αυτής συζητήσεως έγινε μια αδιάκοπη έκκλησις στους Πατέρες. Είναι πολύ παράξενο εν τούτοις ότι το πιο σπουδαίο λήμμα μέσα στην ανθολογία των χωρίων παραθεωρήθηκε. Επειδή το ζήτημα του κινήτρου της Ενσαρκώσεως δεν εξετάσθηκε επίσημα στην εποχή των Πατέρων, τα περισσότερα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταγενέστερη συζήτησι δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν σωστά (15). Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) φαίνεται ο μόνος Πατήρ που ενδιαφέρθηκε άμεσα για το πρόβλημα, αν και δεν το τοποθετή όπως οι μετέπειτα θεολόγοι της Δύσεως. Διεκήρυξε ότι η Ενσάρκωσις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού στην πράξι της Δημιουργίας. Η φύσις της Ενανθρωπήσεως, της ενώσεως δηλ. της θείας μεγαλωσύνης με την ανθρώπινη αδυναμία, είναι οπωσδήποτε ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο, αλλά τουλάχιστο μπορούμε να συλλάβουμε ότι ο λόγος και ο σκοπός αυτού του υπέρτατου μυστηρίου ήταν, κατά τον Αγ. Μάξιμο, αυτή η ίδια η Ενσάρκωσις, και μαζί μ' αυτήν η δική μας ενσωμάτωσις στο Σώμα του Ενανθρωπήσαντος. Η φρασεολογία του Αγ. Μαξίμου είναι σαφής και καθαρή. Η «ξ' ερώτησις προς Θαλάσσιον» είναι ένα σχόλιο στο χωρίο Α' Πέτρου 1, 19-20: «ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μέν ἀπό καταβολῆς κόσμου». Ακολουθεί η ερώτησις, κι' ο Αγ. Μάξιμος, πρώτα συνοψίζει την αληθινή διδασκαλία περί του Προσώπου του Χριστού, και συνεχίζει: «τοῦτό ἐστί τό μακάριον, δι' ὅ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστί ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοοόμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὐ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν, τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων, πέρας. Καθ' ὅ εἰς τόν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ' αὐτοῦ πεποιημένων ἐστίν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό έστι τό πάντας συγγράφον τούς αἰώνας, καί τήν ὑπεράπειρον καί ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλήν ἐκφαίνον μυστήριον. Ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτός ὁ κατ' οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λόγος γενόμενος ἄνθρωπος. Καί αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τόν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό τέλος ἐν αὐτῷ δεῖξας, δι' ὅ τήν πρός τό εἶναι σαφῶς ἀρχήν ἔλαβον τά πεποιημένα. Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γάρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καί ἀοριστίας, καί μέτρου καί ἀμετρίας, καί πέρατος καί ἀπειρίας, καί κτιστοῦ καί κτίσεως, καί στάσεως καί κινήσεως. Ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε». Πρέπει να γίνη προσεκτική διάκρισις μεταξύ της αϊδιότητος του Λόγου εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος και της «οικονομίας» της Ενανθρωπήσεως Του. Η «πρόγνωσις» έχει ακριβώς σχέσι με την Ενσάρκωσι: «προεγνώσθη οὖν ὁ Χριστός, οὔχ ὅπερ ἦν κατά φύσιν δέ ἑαυτόν, ἀλλ' ὅπερ ἐφάνη κατ' οἰκονομίαν δι' ὑμᾶς γενόμενος ὕστερον» (Ρ G 90,621, 624). Ο «απόλυτος προορισμός» του Χριστού δηλώνεται με μεγάλη σαφήνεια (16). Αυτή η πεποίθησις βρίσκεται σε μεγάλη συμφωνία με τη γενική πορεία του θεολογικού συστήματος του Αγ. Μαξίμου· καταπιάνεται, μάλιστα, με το πρόβλημα σε πολλές περιπτώσεις στις απαντήσεις προς Θαλάσσιον και στο «Περί διαφόρων αποριών». Λόγου χάριν με αφορμή το χωρίο Εφεσίους 1,9 γράφει ο Αγ. Μάξιμος: «ἔδειξε καί ἡμᾶς ἐπί τούτου γεγενῆσθαι, καί ὑπό τῶν αἰώνων περί ἡμᾶς παντ' ἀγαθοῦ Θεοῦ σκοπόν» κτλ. (Περί διαφόρων αποριών, Ρ G 91, 1097). Από την ίδια του την καταβολή ο άνθρωπος προγεύεται στον εαυτό του «θείου τοῦ σκοποῦ τό μέγα μυστήριον», την έσχατη τελείωσι των πάντων εν τω Θεώ (Περί διαφόρων αποριών στ. 1305 εξ.). Όλη η ιστορία της Θείας Προγνώσεως διαιρείται κατά τον Αγ. Μάξιμο σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη κορυφώνεται στην Ενσάρκωσι του Λόγου, είναι η ιστορία της Θείας συγκαταβάσεως («ἐπί τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Η δεύτερη είναι η ιστορία της ανθρώπινης ανυψώσεως στη δόξα της Θεώσεως, μια προέκτασις, θα λέγαμε, της Ενσαρκώσεως σ' ολόκληρη τη Δημιουργία. «Διέλωμεν οὖν τῇ ἐπινοία τούς αἰώνας, καί ἀφορίσωμεν, τούς μέν, τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τούς δέ τῇ χάριτι τῆς ἀνθρωπίνης θεώσεως... καί συντόμως εἰπεῖν τῶν αἰώνων οἱ μέν τῆς τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους εἰσι καταβάσεως, ο! δε της ανθρώπων προς Θεό ν ΰπάρχουσιν αναβάσεως. "Η μᾶλλον, ἐπειδή καί ἀρχή, καί μεσότης, καί τέλος πάντων ἐστί τῶν αἰώνων, τῶν δέ παρελθόντων καί ὄντων, καί ἐσομένων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας γραφής 22, Ρ G 90, 317· πρβλ. Περί διαφόρων αποριών,Ρ G 91,1308 εξ.). Η εσχάτη τελείωσις, στα μάτια του Αγ. Μαξίμου, συνδέεται με την αρχική δημιουργική βουλή και το σκοπό του Θεού. Έτσι όλη του η θεώρησις είναι αυστηρά «Θεοκεντρική», αλλά και «Χριστοκεντρική» ταυτόχρονα. Τούτο όμως με κανένα τρόπο δεν συσκοτίζει τη θλιβερή πραγματικότητα της αμαρτίας, την έσχατη αθλιότητα της αμαρτωλής υπάρξεως. Τη μεγάλη έμφασι τοποθετεί ο Αγ. Μάξιμος επί της μεταστροφής και της καθάρσεως της ανθρωπίνης βουλήσεως, στον πόλεμο κατά των παθών και του κακού. Αλλά βλέπει αυτή την τραγωδία της Πτώσεως και της αποστασίας του κτίσματος μέσα στην ευρύτερη προοπτική του αρχικού σχεδίου της Δημιουργίας (17).

4. Ποιο είναι το βάρος της μαρτυρίας του Αγ. Μαξίμου; Ήταν κάτι παραπάνω από «προσωπική γνώμη»; Ποια είναι η αυθεντία τέτοιων «γνωμών»; Είναι ολοφάνερο ότι στο ερώτημα περί του πρώτου ή εσχάτου «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως δεν μπορεί να δοθή παρά «υποθετική» η «τακτοποιούσα τα πράγματα» απάντησις. ’λλωστε πολλές δογματικές ρήσεις είναι υποθετικές ή «θεολογούμενα» (18). Τουλάχιστον φαίνεται πως η «υπόθεσις» περί μιας Ενσαρκώσεως ανεξάρτητης από την Πτώσι είναι επιτρεπτή μέσα στο σύστημα της Ορθοδόξου θεολογίας και ταιριάζει αρκετά καλά στην Πατερική διδασκαλία γενικά. Η ικανοποιητική απάντησις στο ερώτημα του «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως μπορεί να δοθή μόνο σε συνάφεια με το γενικό περί της Δημιουργίας δόγμα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Επιστ. 101, προς Κληδόνιον, PG 37, 181, 184.

2. Επισκόπου B. F. Westcott, «The Gospel of Creation», στο έργο The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτη έκδοση, Macmillan 1892, σελ . 288.

3. Rupertus Tuitensis, De Gloria et honore Filii hominis super Matthaeum, lib. XIII, PL 168, ex. 1628: « Hic primum illud quaerere libet utrum iste Filius Dei, de quo hic sermo est, etiam si peccatum, propter quod omnes morimur, non intercessisset, homo fieret, an non. Nam de eo quod mortalis homo non fieret, quod mortale corpus non assumeret, nisi peccatum accidisset, propter quod et nos omnes facti summus mortales, nulli dubium est, nulli nisi infideli incognitum est. Illud quaerimus utrum hoc futurum, et humano generi aliquo modo necessarium erat, ut Deus homo fieret, caput et rex omnium, ut nunc est, et quid de hoc respondebitur». Κατόπιν ο Rupert αναφέρεται στον Αγ. Αυγουστίνο για τον αιώνιο προορισμό ( De Civitate Dei XIV 23). K αι συνεχίζει: Cum ergo de sanctis et electis omnibus dubium non sit, quod nanscituri forent omnes usque ad praefinitum numerum secundum propositum Dei, quo ante peccatum benedicens : « Crescite, ait, et multiplicamini », et absurdum sit putare, quod propter eos, ut nascerentur, peccatum necessarium fuerit, quod de isto capite, ex rege omnium electorum angelorum et hominum sentiendum, nisi quod et ipse maxime causam necessariam non habuerit ipsum peccatum, ut homo fieret ex hominibus delicias suae caritatis habiturus cum filiis hominum ». Πρβλ. επίσης De Glorificatione Trinitatis κλπ. lib III 20, PL 160 IX, στ. 72: « igitur probabillius hoc dicimus, quod non tam homo propter supplendum angelorum numerum quam et angeli et homines propter unum hominem Jesum Christum facti sunt, ut, quoniam unus idemque et Deis ex Deo natus erat, et homo nasciturus erat, haberet praeparatam ex utroque latere familiam... Antequam Deus quidquam faceret a princi p io, hoc erat in praeposito, ut Verbum Dei, Verbum Deus caro fierem, et in hominibus habitarem magna caritati et summa humilitate, quae verae deliciae sunt » ( αναφορά στο Παρ. 8,23).

4. Honorius Augustodensis, Libellus octo quaestionum de angelis et homine, cap. II, P L 172, στ. 1187-1188: «et ideo peccatum primi hominis non fuit, causa Christi incarnationis, sed potius fuit causa mortis et damnationis. Causa autem Christi incarnationis fuit praedestinatio humanae deificationis: ab aeterno quippe a Deo praedestinatum, ut homo deificaretur, dicente Domino: «Pater, dilexisti eos ante constitutionem mundi», subaudi, per me deificandos...opportuit ergo hune incarnari, ut homo posset deificari. Et ideo non sequitur, peccatum fuisse causam ejus incarnationis; sed hoc magis sequitur, peccatum non potuisse propositum Dei immutare de deificatione hominis. Siquidem auctoritas sacrae Scripturae et manifesta ratio declarat, Deum hominem assumpsisse etiam si homo nunquam peccasset».

5. Alexander Halensis, Summa theologica éd. ad. Claras Aquas, dist. III, qu. 3, m. 3. Albertus Magnus In III, 1 Sententiarum, dist. XX, art. 4, εκδ. Borgnet, τόμος 28, 361: «dicendum quod in hac quaestione solutio incerta est; sed quantum possum opinari, credo quod Filius Dei factus fuisset homo, etiamsi numquam fuisset peccatum».

6. Duns Scotus, Opus Oxoniense, III, dist. XIX, 8k8. Wadding, τόμος 7, σελ. 415 · πρβλ. Reportata Parisiensia, lib. III, dist. VII, qu. 4, schol. 2, εκδ. Wadding, τόμος 11, σελ. 451. «Dicotamen quod lapsus non sit causa praedestionis Christi, imo nec fuisset Ang e lus lapsus, nec homo, adhuc fuisset Christus sic praedestinatus; alii quam solus Christus. Illud probo, quia omnis ordinate voles primo vult finem, deinde immediatus illa, quae sunt fini immediatora; sed Deus est ordinatissime volens; igitur primo vult se, et pmnia intrinseca sibi: immediatus quantum ad extrinseca est anima Christi: igiturt ad quodcumque meritum et ante quodcumque demeritum, praevitum, praevidit Christum sibi esse uniendum in unitate suppositi... Primo est ordinatio et praedestinatio completa circa electos, quam aliquid fiat circa reprobos in actu secundo, ne aliquis gaudet ex perditione alterius. Quasi sibi sit lucrum : igitur ante lapsum praevisum, et ante omne demeritum, fuit totus processus praevisus de Christo...Dico igitur sic : primo Deus diligit se : secundo diligit se aliis, et iste est amor castus: tertio vult se diligi ab alio qui potest eum summe diligere, loquendo de amore alicuius extrinseci  : et quarto praevidit unionem illius narurae, quae debet eum summe dillige,etsi nullus cecidisset ;... et ideo in quanto instanti vidit mediatorem venientem, passurum, ac redemptum populum suum et non venisset ut mediator, ut passurus, ut redempturus, nisi, aliquis prius peccasset, neque fuisset gloria carni dilata, nisi fuisset redimenda sed statim fuisset totus Christus glorificatus ». Ο ίδιος τρόπος σκέψεως στο Opus Oxoniense, dist. VII, qu. 3 scholium 3, Wadding 202- Βλ. P. Raymond, Duns Scot, στο «Dictionnaire de la Th éologie Catholique " v. 4. 1890-1891, και το άρθρο του Le motif de l'Incarnation : Duns Scott et l'Ecole scotiste στο «Etudes Franciscaines» 1912. Επίσης R. Seeberg, Die Theologie des Johannes Duns Scotus, Leipzig 1900 p.250.

7. Summa Theologica, IIIa, qu. I, art. 3, στη S ente nt, dist. I, qu. I, art 3.

8. Bonaventura, IIII Sentent., dist, I, qu. 2 ed. Lugduni 1668, p. 10-12.

9. Πρβλ. A. Michelé, Incarnation στο Dictionnaire de la Théologie Catholique, v. 7. 1495 εξ. -J. Wessel, De causis Incarnationis lib. Ii, c. 7, παραπομπή από το G. Vilmann, Die Reformatoren vor der Reformation, v. 2, Gotha 1866, p. 398 εξ. - Περί Naclantus βλ. Westcott, ε. Α. Σελ. 31 εξ.-Andreas Osiander, An Filius Dei fuit Incarnatus, si peccatum non invervenisset in mundum? Item de imagine Dei quid sit? Ex certis et evidentibus S. Scripturae testimonis et non ex philosophicis et hunmanae rationis copitationibus derompta explicatio, Monte Regia Prussiae 1550. Βλέπε I. A. Dorner, Entwicklungsges chichte der Lehre von der Person Christi, 2 e ed.1853, v. 2. p. 438&584. Otto Ritschl, Dogmengeschichte des Protestantismus, v. 2. Leipzig 1912, p. 462. Ο Καλβίνος έκρινε με σθένος τον Osiander στην Institutio, lib. ΙΙ, cap. 12, 4-7, ed. Tholuk I. P. 304- 309.

10. Βλέπε λόγου χάρη την μακρά συζήτησι στο Dogmata Theologica του L. Thomassin (1619-1995), v. 3, De Incarnatione Verbi, lib. II., cap. 5, t. II, ed. Niva, Parisiis 1866, p. 189- 249. O Thomassin απορρίπτει την θεωρία του Scotus σαν «παραίσθησι», που βρίσκεται φανερά σε αντίφασι με την μαρτυρία των Γραφὠν και την διδασκαλία των Πατέρων. Πραθέτει ένα ν μακρό κατάλογο Πατερικών χωρίων, κυρίως από τον Αγ. Αυγουστίνο. Ο Bellarmin (1542- 1621) απορρίπτει αυτήν την ιδά σε μια φράσι:" si enim Adam stetisset in ea innocentia, in qua conditus fuerat, sine dubitatione ulla, Dei fillius passus non fuisset ; fortasse etiam carnem assumpisset, ut ipse etiam Calvinus docet ", De Christo, lib. V, cap. 10, editio prima Romana, Romae 1832, v. 1,. p. 432. O Petravius (1583- 1652) λίγο ενδιαφέρθηκε για την συζήτησι: « haec quaestio fuse magnaque contentione disputatur in scholis, sed nos, altercatione semota, quae in antiquire Theologia hoc loco nulla est, paucis illam explanabimus ". Δεν υπάρχει μαρτυρία υπέρ αυτής της απόψεως στην παράδοσι και ο Petavius κάνει μερικές παραπομπές με το αντίθετο αποτέλεσμα, Opus de Theologicis Dogmatibus, τομ. 4, DeIncarnatione, lib. II, cap. XVII, 7-12, ed. Venetiis 1757, p. 95-96. Για τους Διαμαρτυρομένους βλέπε μια σύντομη συζήτησι στο John Gerhard, Loci Theologici, Locus Quartus, De Persona et Officio Christi, cap. 7., με αξιόλογες αναφορές στην προηγούμενη γραμματεία και μια ενδιαφέρουσα παράθεσι πατερικών χωρίων, εκδ. Preus, Berolini 1863, v. 1., p. 513- 514, και πιο εκτεταμένη συζήτησι αυτού από τον J. A. Quenstedt, Theologia Didactico - Polemica, sive Systema Theologicum, Wittenbergae 1691, Pars III, Membrum I, Sectio I, Quastio I, p. 108- 116. Από το άλλο μέρος ο Suarez (1548- 1617) υπεστήριξε μια συμβιβαστική άποψι, όπου οι δύο αντιμαχόμενες γνώμες μπορούν να διατηρηθούν συγχρόνως. Βλέπε τα σχόλιά του στη Summa, IIIa, Disput. IV, section 12, και ολόκληρη η Disp. Va. - Opera Omnia, ed. Berton, Parisiis 1860, p. 186- 266.

11. François de Sales, Traité de l'amour de Dieu, livre 4, ch. 4 και 5 στο «Oeuvres», εκδ. πλήρης, τ. 4., Annecy 1894, σελ.. 99 εξ. και 102 εξ. -Malebranche, Entretiens sur la Métaphysique et sur la Religion, έκδοσις κριτική από τον Armand Cuvillier, Paris 1948, τομ. 2, Entrettien IX, 6, σ. 14 : «Qui assurément 1'Incarnation du Verbe est le premier et le principal des desseins de Dieu ; c'est ce qui justifie sa conduite ;». Traité de la Nature et de la Grâce, Rotterdam 1712, Discours I, I, σελ. 2- Seconde Eclaircissement, σελ. 302 εξ. Reflexions sur la prémotion Physique, Paris 1715, σελ. 300 : «Il suit évidemment ce me semble, de ce que je viens de dire, que le premier et principal dessein de Dieu dans la création est l'Incarnation du Verbe : puisque Jésus - Christ est le premier en toutes choses...et qu'ainsi, quand 1'homme n' auroit point péché, le Verbe se ne seroit incarné». Πρβλ. σελ. 211 passim. Για περισσότερες βλέπε : J. Vidgrain, Le Christianisme dans la philosophie de Malebranche, Paris 1923 σελ. 99 H. Gouhier, La Philosophie de Malebranche et son Expérience Religieuse, Paris 1926, σελ. 22. J. Maydieu, La Création du Monde et l' Incarnation du Verbe dans la Philosophie de Malebranche, στο «Bulletin de Littérature Ecclésiastique», Toulouse 1935. - Αξίζουμε ν ' αναφέρουμε ότι και ο Leibniz θεωρούσε την Ενανθρώπισι σαν απόλυτο σκοπό μέσα στη δημιουργία· βλέπε αναφορές από τα ανέκδοτά του στον J. Baruz, Leibniz et l'organisation religieuse de la Terre, Paris, Alcan 1097, σελ. 273 - 274.

12. Η άποψις του Scotus αντιπροσωπεύεται από ένα Φραγκισκανό πατέρα Χρυσόστομο σε δύο έργα : (Christus Alpha et Oméga, seu de Christi universali regno, Lille 1910 ( χωρίς το όνομα του σγυγγραφέα ) και Le Motif de l'Incarnation et des principaux thomistes contemporains, Tours 1921 ( απάντησις στους επικριτές ), όπου συγκεντρώνει μια εντυπωσιακή παράθεσι πατερικών κειμένων. Την θωμιστική άποψι έδωσε ο πατήρ E. Hogon, Le Mystère de l'Incarnation, Paris 1913, p. 63 κ. ε και ο πατήρ Pau1 Gallier, S, J., De Incarnatione et Redemptione, Parisiis 1926. Βλέπε και του πατρός Hilair de Paris, Cur Deus Homo? Dissertatio de motivo Incarnationis, Lyon 1867 ( περιλαμβάνει ανάλυσι πατερικών κειμένων από Θωμιστική άποψι ). Πρβλ. και την εισαγωγή από το βιβλίο του Dr. Aloysius Spindler, Cur Verbum caro factum. Das Motiv der Menschwerdung und des Verhältnis der Erlösung zur Menschwerdung Gottes in den christologischen Glaubenskämpfen des vierten und fünften christlichen Jahrhunderts, Paderborn 1938, (« Forschungen zur Christlichen Literatur - und Dogmengeschichte», hrsg. von A. Ehrhard und Dr. J. P. Kirsch, v. 18, τευχ. 2.

13. B λέπε σημ. 2.

14. Sergius Bulgakov, Agnetz Bozhij, Paris 1933, σελ. 191 εξ. ( Ρωσικά ). Γαλλική μετάφρασις, Du Verbe Incarné, Paris 1943.

15. O Dr. Spindler στο βιβλίο που αναφέρουμε στη σημείωσι 12 είναι ο μόνος μελετητής του προβλήματος, που χρησιμοποιεί την κατάλληλη ιστορική μέθοδο στη χρήσι κειμένων.

16. Πρβλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique : Maxime le Confesseur, Paris, Aubier, 1947, σελ. 204 - 205 : ο Πατήρ Balthasar αναφέρεται στην 50 Ερώτησι προς Θαλάσσιον και προσθέτει, ο Μάξιμος θα είχε πάρει το μέρος του Scotus στη συζήτησι των Σχολαστικών, αν και με καλύτερες προϋποθέσεις : Maxime du reste est totalement étranger au postulat de ce débat scholastique qui imagine la possibilité d' un autre ordre du monde sans péché et totalement irréel. Pour lui la «volonté préexistante» de Dieu est identique au monde des «idées» et de «possibles»: «l'ordre des essences et l'ordre des faits coïncident en ce point suprême ( στη Γερμανική έκδοσι, Kosmische Liturgie, σελ . 267 - 268). Βλέπε επίσης Dom Polycarp Sherwood, O. S. B., The Earlier Ambigua of Saint Maximus the Confessor and his réfutation of Origenism, Romae 1955 («Studia Anselmiana, τευχ. 26) κεφ. IV, Logos, σελ. 155 εξ .

17. Η καλύτερη έκθεσις της θεολογίας του Αγ. ΜΑξίμου είναι του S. Epiphanovich, ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής και η Βυζαντινή Θεολογία, Κίεβο 1915 (Ρωσικά)· πρβλ. και το κεφάλαιο περί του Μαξίμου στο βιβλίο μου, Οι Βυζαντινοί Πατέρες, Παρίσι 1933, σελ. 200-227 (Ρωσικά). Εκτός από το βιβλίο του πατρός von Balthasar, που εσημειώσαμε παραπάνω, μπορεί να συμβουλευθεί κανείς επωφελώς την «εισαγωγή» του DomPoly carp Sherwood στη μετάφρασί του « The Four Centuries on Charity » του Αγ. Μαξίμου, Ancient Christian Writers, Nr. 21, London και Westminster, Md., 1955.

18. Βλέπε τον ορισμό του Bolotov για τα «θεολογούμενα»: Thesen ü ber das « Filioque », πρώτη έκδοσις χωρίς το όνομα του συγγραφέα (« von einem Russichen Theologen »), στο « Revue Internationale de Th é ologie », τευχ. 24, Οκτ.- Δεκ. 1898, σ. 682: «Man kann mich fragen, was ich unter Theologumenon verstehe? Seinem Wesen nach ist es auch eine theologische Meinung, aber eine theologische Meinung derer welche für einen jeden «katholiken» mehr bedeuten als gewöhnliche Theologen; es sind die theologische Meinun-gen der hl.Vâter der einen ungeteilten Kirche ; es sind Meinungen der Männer unter denen auch die mit Recht οι διδάσκαλοι της Οικουμένης genannten sich befinden». Κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να απαιτήση κάτι περισσότερο από την « πιθανότητα » · κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ένα μπορούμε σαφώς να το αποφύγουμε με μια αυθεντική ή « δογματική » απόφασι της Εκκλησίας.


--------------------------

Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως

Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Aρτος Ζωής, Β΄ εκδ. Αθήνα 1989, σελ. 33-42, μτφρ. Σταμ. Χατζησταματίου

πηγή

Τετάρτη, Ιουνίου 20, 2012

Ἑλληνισμὸς καὶ Θεολογία π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ




Δέν θά ἦταν σωστό νά ποῦμε ὅτι ἡ ρωσσική θεολογία, στή δημιουργική της ἀνάπτυξη, εἶχε καταλάβει καί ἀφομοιώσει πλήρως ἤ ἀρκετά σέ βάθος τούς Πατέρες καί τό Βυζάντιο. Αὐτό, πρέπει ἀκόμα νά τό κάνη. Πρέπει νά περάση μέσα ἀπό τό αὐστηρό σχολεῖο τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτήρα στήν Ἐκκλησία- ἔχει ἐνσωματωθῆ σ’ αὐτήν τή δομή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Φυσικά ἐδῶ δέν ἐννοεῖται ὁ ἐθνικός Ἑλληνισμός τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς οὔτε ὁ ἑλληνικός φυλετισμός, ποὺ εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί χωρίς δικαίωση. Ἀσχολούμεθα μέ τή χριστιανική ἀρχαιότητα, μέ τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος. 

Στή λειτουργία, τό ἑλληνικό style τῆς «εὐσέβειας τῶν μυστηρίων» μπῆκε μέσα στόν ρυθμό τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, χωρίς νά ὑποστῆ κάποιο εἶδος μυστικοῦ «ἐπανεξελληνισμοῦ». Θά μποροῦσε κανείς, ποὺ εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε αὐθαίρετα νά «ἀφελληνίση» τίς λειτουργίες καί νά τίς μεταφέρη σ’ ἕνα πιό «μοντέρνο» style; Ἐπί πλέον, ὁ Ἑλληνισμός εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνας προσωρινός σταθμός στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίση νά σκέπτεται ὅτι οἱ «ἑλληνικές κατηγορίες» εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτό ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτός ἔχει βγῆ ἔξω ἀπ΄ τόν ρυθμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δέν μπορεῖ ἴσως νά εἶναι καθολική παρά μόνο μέσα στόν Ἑλληνισμό. 

Βέβαια, ὁ Ἑλληνισμός ἔχει διπλή σημασία. Ἕνα ἀντιχριστιανικό στοιχεῖο κυριαρχοῦσε στό ἀρχαῖο πνεῦμα. Μέχρι τώρα ὑπῆρξαν πολλοί ποὺ κατέφυγαν στόν Ἑλληνισμό μέ ὁλοφάνερο σκοπό νά σηκωθοῦν καί νά πολεμήσουν τόν Χριστιανισμό (ἁπλῶς θυμηθῆτε τόν Νίτσε!).

Ἀλλά ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία• τέτοια εἶναι ἡ ἱστορική σημασία τῆς πατερικῆς θεολογίας. Αὐτή ἡ «ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνεπήγετο μιὰ ἀνελέητη διάσπαση, τό κριτήριο τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός, μεταμορφωμένος καθώς ἦταν, εἶναι τελείως ἱστορικός. 

Ἡ πατερική θεολογία εἶναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ γεγονότα, τά γεγονότα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὅλα τά σφάλματα καί οἱ πειρασμοί ἑνός ἐξελληνισμοῦ ποὺ ἐπιδιώχθηκε ἀπερίσκεπτα -συνέβησαν ἐπανειλημμένα στόν ροῦ τῆς ἱστορίας- δέν μποροῦν ἴσως νά μειώσουν τή σπουδαιότητα αὐτοῦ του θεμελιώδους γεγονότος: τό «Εὐαγγέλιο» καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητα καί Ἑλληνισμός εἶναι διάφορες ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαιρέτου δεδομένου.

Σάββατο, Ιουνίου 16, 2012

Ἡ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία


Ζυγός συ Mάρκε τω βάρει τω των λίθων,
Tας χείρας ως πλάστιγγας εκκρεμών κάτω.
Βιογραφία
Ο Άγιος Μάρκος Ιερομάρτυρας επίσκοπος Απολλωνιάδος μαρτύρησε αφού τον κρέμασαν ανάποδα, έδεσαν στα χέρια του ογκόλιθους, και κατόπιν τον άφησαν να αιωρείται στο κενό.
Ζυγός συ Mάρκε τω βάρει τω των λίθων,
Tας χείρας ως πλάστιγγας εκκρεμών κάτω.
Βιογραφία
Ο Άγιος Μάρκος Ιερομάρτυρας επίσκοπος Απολλωνιάδος μαρτύρησε αφού τον κρέμασαν ανάποδα, έδεσαν στα χέρια του ογκόλιθους, και κατόπιν τον άφησαν να αιωρείται στο κενό.

Σὰν μέλος καὶ ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία βαπτίσθηκα καὶ ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πιστεύω γιὰ πολλοὺς λόγους: ἕνεκα προσωπικῆς πεποιθήσεως καὶ ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Πνεύματος, ποὺ πνέει στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίζω ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν καθολικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νὰ θεωρῶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ἐκκλησίες ὡς ἐλαττωματικές, καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μπορῶ νὰ προσδιορίσω αὐτὲς τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακὴ πεποίθηση, ἡ πεποίθησή μου ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Una Sancta («Μία Ἅγία...» ).

Ξέρω καλὰ ὅτι ἡ ἀξίωσή μου θὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς, Θὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι μιὰ ἐγωιστικὴ καὶ μάταιη ἀπαίτηση. Ξέρω, ἐπίσης, καλὰ ὅτι πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ πιστεύω ἀπόλυτα δὲν εἶναι πιστευτὰ ἀπὸ ἄλλους. Ὅμως, δὲν βλέπω κανένα λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει ἐγὼ ν’ ἀμφιβάλλω γι’ αὐτὰ ἤ νὰ μὴν πιστεύω ἐγὼ ὁ ἴδιος. Τὸ μόνο ὅμως ποὺ λογικά μοῦ ἐπιβάλλεται νὰ κάνω εἶναι νὰ διακηρύξω τὴν πίστη μου καὶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ φτωχές μου λέξεις νὰ μὴν ἀμαυρώσουν τὴν ἀλήθεια. Γιατί εἶμαι σίγουρος, ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φέρνει βεβαιότητα. Τοῦτο, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ κάθε τί μέσα στὶς πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρελθὸν ἤ τὸ παρὸν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ πράγματα προφανῶς ὑπόκεινται σὲ ἀλλαγές. Καί, φυσικά, πολλὰ πράγματα ἔχουν ἀνάγκη βελτιώσεως. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ τέλεια Ἐκκλησία.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ οἰκοδομηθεῖ μέσα στὴν ἱστορία. Κι ὅμως ἡ ὅλη καὶ ἡ πλήρης ἀλήθεια ἔχει ἤδη δοθεῖ καὶ ἀνατεθεῖ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀναθεώρηση καὶ νέα διατύπωση εἶναι πάντοτε δυνατή, καὶ ὁρισμένες φορές, μάλιστα, ἐπιβεβλημένη. Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ παρελθόντος τὸ ἀποδεικνύει. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μ’ αὐτὸν τὸ σκοπὸ συγκεντρώνονταν. Βέβαια, στὸ σύνολο, τὸ ταμεῖο τῆς Πίστεως φυλάχθηκε πιστά, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως κέρδισε σὲ ἀκρίβεια καὶ εὐστοχία διατυπώσεως. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ μυστηριακὴ δομὴ τοῦ Σώματος ἔχει διατηρηθεῖ σώα καὶ ἄθικτος. Καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο πάλι γνωρίζω ὅτι ἡ προσωπική μου αὐτὴ πεποίθηση εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπορριφθεῖ σὰν αὐταπάτη. Ἀλλὰ γιὰ μένα ἀποτελεῖ ἀκράδαντη πεποίθηση. Ἂν αὐτὸ ἤθελε θεωρηθεῖ πεισμονή, εἶναι ἡ πεισμονὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῶν τεκμηρίων.

Μπορῶ μόνο νὰ δῶ αὐτό, ποὺ πράγματι βλέπω. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κάνω τίποτ’ ἄλλο. Ἀλλὰ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ θέσω κανέναν «ἐκτὸς Ἐκκλησίας». Ἡ «κρίσις» ἔχει δοθεῖ στὸν Υἱό. Κανεὶς δὲν διορίσθηκε γιὰ νὰ προλαμβάνει τὴν κρίση Του. Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, ἔχει τὴ δική της ἐξουσία μέσα στὴν ἱστορία. Εἶναι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἡ ἐξουσία νὰ κηρύττει καὶ νὰ διαφυλάττει τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως καὶ τάξεως, ποὺ πρέπει νὰ θεωρεῖται σὰν κανόνας. Ὁτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου εἶναι «ἀνωμαλία». Ἀλλὰ ἡ «ἀνωμαλία» πρέπει νὰ θεραπεύεται καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ καταδικάζεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαίωση γιὰ τὴ συμμετοχὴ ἑνὸς Ὀρθοδόξου στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μὲ τὴ μαρτυρία του ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ κερδίσει ἀνθρώπινες ὑπάρξεις.


Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012


Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


 πρωτ. Γ. Φλορόφσκι

Ο αληθινός σκοπός της προσευχής είναι να έρθουμε σε επικοινωνία με τον Θεό. Η προσευχή δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας. Ο χριστιανός πρέπει να αισθάνεται προσωπικά την παρουσία του Θεού. Σκοπός της προσευχής είναι ακριβώς το να είμαστε πάντοτε με τον Θεό.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2012

Ο Άγιος Αντώνιος και η αναχωρητική ζωή του π.Γεωργίου Φλωρόφσκυ


Ιστορία του Μοναχισμού
Ο Άγιος Αντώνιος και η αναχωρητική ζωή
του Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου τουHarvard

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 166-189).
(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

Ο «Βίος τον Αντωνίου» (Vita Antonii) δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τη ζωή του Αγ. Αντωνίου, δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τις αρχές του μοναχισμού, αλλά είναι και η αρχαιότερη μοναστική βιογραφία που έχουμε. Κατά την παράδοση η συγγραφή της έχει αποδοθεί στον Αγ. Αθανάσιο. Αυτό είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Εντούτοις, δεν υπάρχει ακόμα σοβαρός λόγος για να αποκλείσουμε το να έχει γράψει ο Άγ. Αθανάσιος ένα αρχικό σχετικό κείμενο, η ένα μέρος ενός αρχικού κειμένου, στο οποίο άλλοι αργότερα έχουν ίσως κάνει προσθήκες. Οπωσδήποτε, δεν έχει τόση σπουδαιότητα το ποιος έγραψε αυτό το βιβλίο, όσο το περιεχόμενο του. Ο Αγ, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έγραψε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» μας δίνει την εικόνα, τη μορφή, το χαρακτήρα της πρώτης μοναστικής ζωής. Ο «Βίος» αποκαλύπτει ένα δυναμισμό στην πνευματική ζωή του μοναχισμού, μια μέθοδο που γεννά όλο και πιο βαθιά πνευματική ανάπτυξη η οποία τελικά καταλήγει στη μορφή μιας πνευματικής «πατρότητας».
Ο συγγραφέας γράφει ότι του ζήτησαν να «περιγράψει τον τρόπο ζωής του μακαρίου Αντωνίου». Αυτοί που του ζήτησαν αυτή την περιγραφή ήθελαν να μάθουν «αν αυτά που ειπώθηκαν γι’ αυτόν είναι αληθινά». Υπήρχε μια επιθυμία «να μιμηθούν» τον τρόπο ζωής του αγ. Αντωνίου και ο συγγραφέας συμφωνεί ότι «η ζωή του Αντωνίου είναι ένα επαρκές υπόδειγμα πειθαρχίας (discipline)» -πραγματικά η ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται στο «Βίο» για την «πειθαρχία» είναι η λέξη «άσκησις». Ο συγγραφέας τους συμβουλεύει να πιστέψουν αυτά που άκουσαν και τους ενθαρρύνει επιπλέον να ανακαλύψουν περισσότερα για τη ζωή του «αλλά σκεφθείτε μάλλον ότι σας έχουν πει μόνο λίγα πράγματα, γιατί οπωσδήποτε αυτοί δύσκολα μπορούσαν να σας έχουν δώσει λεπτομέρειες για τόσο σπουδαία γεγονότα. Και επειδή Εγώ, με δική σας παράκληση, έχω κληθεί να θυμηθώ μερικά γεγονότα σχετικά με αυτόν, και θα στείλω όσα μπορώ να πω σ' ένα γράμμα, μην αμελήσετε να ρωτήσετε εκείνους που αποπλέουν από εδώ: γιατί πιθανόν, όταν όλοι θα έχουν αφηγηθεί ό,τι γνωρίζουν γι’ αυτόν, η περιγραφή να μην είναι ανάλογη προς τα κατορθώματα του». Ο συγγραφέας γράφει ότι «είχε διακαή πόθο να μάθει οποιαδήποτε νεότερη πληροφορία» όταν έλαβε το αίτημα τους, και ήθελε να στείλει ορισμένους μοναχούς που είχαν γνωρίσει καλά τον Αντώνιο να ρωτήσουν για τη ζωή του. Αλλά η «εποχή για θαλασσινά ταξίδια έφθανε στο τέλος της» και ο συγγραφέας «βιαζόταν να γράψει … ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, αφού τον είχε δει πολλές φορές». Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι ήταν «ακόλουθος για πολύν καιρό» του Αντωνίου. Ο συγγραφέας είναι συνετός και συμβουλεύει ότι αυτοί θα έπρεπε να έχουν ως αντικειμενικό τους σκοπό την αλήθεια, «ώστε κανένας τους να μην δυσπιστήσει επειδή θα ακούει περισσότερα, ούτε πάλι να καταφρονήσει του ανδρός επειδή θα ακούει λιγότερα του δέοντος».
Η περιγραφή της πρώτης ζωής του Αντωνίου και ό,τι τον οδήγησε στη «δοκιμασία» του μεταφέρει μια ρεαλιστική εικόνα του ασκητισμού εκείνης της εποχής. «Ο Αντώνιος … ήταν εκ καταγωγής Αιγύπτιος. Οι γονείς του ήταν από καλή οικογένεια και είχαν σημαντική περιουσία (στην Κόμα της Μέσης Αιγύπτου, κατά τον Ιστορικό Σωζόμενον). Αφού οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, ο Αντώνιος ανατράφηκε στην ίδια πίστη». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος δεν αγαπούσε το σχολείο «δεν ανεχόταν να μάθει γράμματα». Ο λόγος που δίνεται είναι ασαφής «μη ενδιαφερόμενος να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά». Το κείμενο υπονοεί ότι ο Αντώνιος ήταν, τρόπον τινά, από τον χαρακτήρα του, επιρρεπής στη μοναξιά και την απομόνωση. Ο Αντώνιος παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες κανονικά «με τους γονείς του πήγαινε στον οίκο του Κυρίου, και ούτε σαν παιδί ήταν οκνηρός ούτε όταν μεγάλωσε τις καταφρονούσε». Ήταν «προσεκτικός» στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και «φύλαγε ό,τι διαβαζόταν μέσα στην καρδιά του». Τονίζεται ότι ήταν υπάκουος γιος. Ο συγγραφέας έχει άμεσα απεικονίσει τον χαρακτήρα του: είχε τάση προς απομόνωση, ενδιαφερόταν σοβαρά για τη θρησκεία του και ήταν υπάκουος. Η στάση του Αντωνίου έναντι της οικονομικής ανέσεως της οικογενείας του είναι σπουδαία «αν και ως παιδί μεγάλωσε μέσα σε αρκετή οικονομική άνεση, δεν ταλαιπώρησε τους γονείς του ζητώντας τους ποικίλα και πολυτελή φαγητά, ούτε αυτά ήταν γι’ αυτόν πηγή ευχαριστήσεως».
Ύστερα ήρθε ο θάνατος και των δυο γονιών. «Έμεινε μόνος με μια μικρή αδελφή: η ηλικία του ήταν περίπου δεκαοκτώ η είκοσι ετών, και έπεσε πάνω του η φροντίδα του σπιτιού και της αδελφής του. «Έξι μήνες ύστερα από το θάνατο των γονέων του ο Αντώνιος ήταν, ως συνήθως, στον οίκο του Κυρίου «συγκεντρωμένος στον εαυτό του και σκεπτόμενος». Σκεφτόταν «πως οι Απόστολοι άφησαν τα πάντα και ακολούθησαν το Σωτήρα (Ματθαίος 4:20), και πως οι πρώτοι Χριστιανοί πούλησαν τα υπάρχοντα τους και τα έφεραν και τα έθεσαν στα πόδια των Αποστόλων για να διανεμηθούν στους φτωχούς (Πράξεις 4:35)». «Αναλογιζόμενος αυτά τα πράγματα μπήκε στην Εκκλησία και συνέβη να διαβάζεται το ευαγγέλιο και άκουσε τον Κύριο να λέγει στον πλούσιο, αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντα σου και μοίρασε τα στους φτωχούς, και ακολούθησε με, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό' (Ματθαίος 19:21). Ο Αντώνιος, σαν να τον είχε βάλει ο Θεός να θυμηθεί τους αγίους, και σαν να είχε διαβαστεί η περικοπή γι’ αυτόν, βγήκε αμέσως από την Εκκλησία και έδωσε όλα τα κτήματα των προγόνων του στους χωρικούς -αυτά ήταν τριακόσια στρέμματα («άρουραι») «παραγωγικής και πολύ καλής γης». Ο συγγραφέας γράφει ότι το έκανε αυτό «ώστε αυτά να μην είναι πια βάρος σ' αυτόν και την αδελφή του». Μερικοί ερμηνεύουν αυτό με μια έννοια που υπάρχει στο γράμμα η στο πνεύμα του κειμένου ότι το έκανε αυτό για να αποφύγει τους φόρους. Ο Αντώνιος ύστερα μάζεψε τα υπόλοιπα «κινητά υπάρχοντα», τα πούλησε, και τα έδωσε στους φτωχούς, «κρατώντας λίγα για την αδελφή του».
Και πάλι στην Εκκλησία, ο Αντώνιος ακούει την ευαγγελική προτροπή «Μη μεριμνάτε λοιπόν για την αυριανή ημέρα» (Ματθαίος 6:34). «Φαίνεται ότι αυτό ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να δώσει, ό,τι είχε απομείνει στους φτωχούς και να ξεκινήσει για τη «δοκιμασία» του. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι υπήρχε ήδη ένας καθιερωμένος θεσμός για την άσκηση, ιδιαίτερα για τις παρθένες. «Αφού ανέθεσε την αδελφή του σε γνωστές και πιστές παρθένες, και βάζοντας την σ' ένα σπίτι για παρθένες «εις παρθενώνα» για να την μεγαλώσουν, ο ίδιος αφιερώθηκε εκείνο τον καιρό σε άσκηση έξω από το σπίτι του, αδιαφορώντας για τον εαυτό του και ασκώντας τον με υπομονή». Ο συγγραφέας ύστερα προσθέτει τη σημαντική δήλωση «επειδή δεν υπήρχαν τότε ακόμα τόσο πολλά μοναστήρια στην Αίγυπτο, και κανένας απολύτως μοναχός δεν ήταν γνωστός στην μακρινή έρημο». Το κείμενο καθίστα σαφές ότι υπήρχε ήδη μια ασκητική παράδοση για παρθένες και μια μη συστηματικά οργανωμένη μοναστική ζωή. «Όλοι όσοι ήθελαν να προσέξουν τον εαυτό τους ησκούντο μόνοι τους κοντά στο χωριό τους».
Ο Αντώνιος μιμήθηκε τη ζωή «ενός γέροντος» σ' ένα γειτονικό χωριό. Όποτε ο Αντώνιος άκουγε «για έναν καλό άνθρωπο οπουδήποτε, σαν σοφή μέλισσα, πήγαινε και τον αναζητούσε». Αν και η λέξη «όρκος» δεν χρησιμοποιείται (στο κείμενο) φανερά, είναι φανερό ότι ο Αντώνιος είχε ήδη πάρει αποφάσεις που εμπίπτουν μέσα στο πνεύμα του όρκου. Μια τέτοια απόφαση η ένας τέτοιος «όρκος» είναι ότι «επιβεβαίωσε την απόφαση του να μην γυρίσει στο πατρικό του σπίτι ούτε να θυμάται τους συγγενείς του, αλλά να διαθέσει όλη την επιθυμία και την ενέργεια του στην τελειοποίηση της ασκήσεώς του». Εκείνο που θα ευχαριστούσε το Λούθηρο και τον Καλβίνο, τουλάχιστον μερικώς, είναι ότι ο Αντώνιος «εργαζόταν με τα χέρια του, γιατί είχε ακούσει, αυτός που είναι οκνηρός, να μην τρώει» (Β΄ Θεσ. 3:10). Τα χρήματα που ο Αντώνιος έπαιρνε από την εργασία του τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει ψωμί, και τα υπόλοιπα «τα έδινε στους φτωχούς» (Ματθαίος 5:7). Την ώρα που ο Αντώνιος εργαζόταν, συνέχιζε την πνευματική ζωή της προσευχής: «Προσευχόταν συνεχώς, γιατί ήξερε ότι ο άνθρωπος έπρεπε αδιαλείπτως να προσεύχεται κατ' ιδίαν» (Α' Θεσ. 5:17).
Ύστερα στο κείμενο περιγράφεται το ιδεώδες της εν αγάπη πνευματικής αδελφότητας. Ο Αντώνιος «ηγαπάτο από όλους». Πρόσεχε τις ιδιαίτερες περιοχές «του ζήλου και της ασκήσεως» όπου άλλοι ήταν πιο προχωρημένοι από αυτόν. «Έβλεπε τη φιλανθρωπία του ενός· την ακατάπαυστη προσευχή του άλλου- μάθαινε την απαλλαγή κάποιου από την οργή και την αγαθότητα ενός αλλού. Πρόσεχε κάποιον καθώς αγρυπνούσε, και άλλον καθώς μελετούσε· τον έναν τον θαύμαζε για την υπομονή του, τον άλλον για τη νηστεία του και για το ότι κοιμόταν στο έδαφος· την πραότητα του ενός και τη μακροθυμία του άλλου τις παρατηρούσε με προσοχή, ενώ πρόσεχε την προς τον Χριστό ευσέβεια και την αμοιβαία αγάπη που εμψύχωνε όλους».
Το κείμενο του «Βίου του Αντωνίου» τονίζει επίσης ότι ο Αντώνιος θυμόταν τις Αγιογραφικές περικοπές που διαβάζονταν στην Εκκλησία «κανένα από όσα ήταν γραμμένα δεν άφηνε να πέσει στο έδαφος, αλλά τα θυμόταν όλα, κι ύστερα η μνήμη του, του χρησίμευε ως βιβλίο». Το κείμενο μιλά αλλού για το σεβασμό του προς το διάβασμα. Εκείνο που συχνά παραλείπεται από μερικούς σχολιαστές του Αντωνίου είναι η ζωή της προφορικής παραδόσεως. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πολύ συχνά σκλάβος του γραπτού κειμένου, ξεχνά πολύ συχνά ότι οι κοινωνίες ήκμαζαν κάποτε στηριζόμενες μόνο στον προφορικό λόγο. Οι άνθρωποι της αρχαιότητας μπορούσαν να απομνημονεύσουν τεράστια τμήματα του παραδοσιακού τους πνευματικού πολιτισμού. Είναι απλώς το φαινόμενο του γραπτού λόγου που επέτρεψε στο σύγχρονο άνθρωπο να υποδουλωθεί, τρόπον τινά, σ' αυτόν, να διαβάζει μάλλον ένα κείμενο παρά να το ακούει και να το απομνημονεύει. Ένας συγγραφέας γράφει ότι «ένας αριθμός Αγιογραφικών χωρίων ήταν γνωστός (στον Αντώνιο), αλλά για μια συνεχόμενη και βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής από αυτόν, η από αυτούς γενικά τους αναχωρητές, δεν έχουμε ίχνη». Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι ακριβής και βασίζεται πάνω στη σύγχρονη προσέγγιση της αναλύσεως της Αγίας Γραφής ως γραπτού λόγου. Ο Αντώνιος — και γενικά οι πρώτοι μοναχοί γνώριζε την περισσότερη, αν όχι όλη την Καινή Διαθήκη «από στήθους». Επιπλέον, η γνώση τους, για την Αγία Γραφή επεκτεινόταν και στην Παλιά Διαθήκη, μεγάλα τμήματα της οποίας απομνημόνευαν. Το ότι αυτός δεν ήταν ικανός να «συνδέει λογικά» τα διάφορα τμήματα της Αγίας Γραφής, είναι μια κρίση που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα και προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να δομεί ή να συνδέει λογικά υλικό που απομνημονεύεται «εν τη καρδία».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου για την οδό της «δοκιμασίας» του ήταν να «αγωνιστεί να ενώσει τις ιδιότητες του καθενός». Το ιδεώδες της ασκητικής αναζητήσεως είναι να προοδεύει χωρίς ζηλοτυπία για τους άλλους και χωρίς να προκαλεί τη ζηλοτυπία των άλλων. Αυτό το ιδεώδες αποτυπώνεται καθαρά μέσα στο «Βίο τον Αντωνίου». «Και αυτό το έκανε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίξει τα αισθήματα κανενός, και τους έκανε να χαίρονται γι’ αυτόν. Έτσι όλοι σ' εκείνο το χωριό και οι καλοί άνθρωποι με τους όποιους σχετιζόταν, όταν έβλεπαν ότι ήταν άνθρωπος αυτού του είδους, συνήθιζαν να τον ονομάζουν Αγαπημένο του Θεού ('θεοφιλή'). Και μερικοί τον υποδέχονταν σαν γιο, και άλλοι σαν αδελφό».
Ο «Βίος του Αντωνίου» αποκαλύπτει ότι η αντίθεση προς την ασκητική και μοναστική ζωή αρχίζει από τις εισηγήσεις του διαβόλου, ο οποίος αγωνίζεται πάντα να εμποδίσει αυτήν την οδό, αυτήν τη «δοκιμασία». Τα δαιμονικά μέσα με τα οποία επιχειρείται να εμποδιστεί αυτή η οδός μπορεί να είναι άλλοτε λεπτά και άλλοτε χονδροειδή, και πάντοτε υποβάλλουν στον υποψήφιο ασκητή την αμφιβολία για την ορθότητα της οδού, πάντοτε υποβάλλουν τη σκέψη ότι αυτή μπορεί να μην είναι λογική. Η προσπάθεια του διαβόλου είναι «να του ψιθυρίσει την ανάμνηση του πλούτου του, την φροντίδα για την αδελφή του, τις απαιτήσεις των συγγενών, την αγάπη του χρήματος, την αγάπη της δόξας, τις διάφορες ευχαριστήσεις του τραπεζίου και τις άλλες ανέσεις της ζωής». Και ύστερα έρχονται οι υπομνήσεις «της δυσκολίας της αρετής και των κόπων που αυτή απαιτεί, της αδυναμίας του σώματος, και του μάκρους της ζωής». Αυτό, διακηρύσσει ο «Βίος του Αντωνίου», δεν απέδωσε, ακριβώς εξαιτίας του «καθορισμένου σκοπού» του Αντωνίου.
Ύστερα ακολουθεί η περιγραφή του πνευματικού αγώνα του Αντωνίου κατά της προσπάθειας του διαβόλου να αποτρέψει τον Αντώνιο από την οδό της «δοκιμασίας» του φέρνοντας τον αντιμέτωπο με την αδυναμία της σάρκας, και με τον σεξουαλικό πειρασμό. «Γιατί αυτά είναι η πρώτη παγίδα για τους νέους αυτός επιτίθεται κατά του νέου, (του Αντωνίου), ενοχλώντας τον τη νύχτα και βασανίζοντας τον την ημέρα, έτσι ώστε ακόμα και οι θεατές είδαν τον αγώνα που γινόταν μεταξύ τους. Ο διάβολος του υπέβαλε αχρείες σκέψεις και ο Αντώνιος τις αντιμετώπιζε με προσευχές. Ο διάβολος του άναβε τη λαγνεία και ο Αντώνιος, κοκκινίζοντας από ντροπή, οχύρωνε το σώμα του με πίστη, προσευχές και νηστείες. Και μια νύχτα ο διάβολος … μεταβλήθηκε ακόμα και σε γυναίκα και μιμείτο όλα τα φερσίματα της μόνο και μόνο για να παγιδεύσει τον Αντώνιο. Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας γεμάτο το νου του με τον Χριστό και με την ευγένεια που εμπνέεται από το Χριστό, και σεβόμενος την πνευματικότητα της ψυχής του, έσβησε τον αναμμένο άνθρακα της απάτης του διαβόλου. Και πάλι ο εχθρός του υπέβαλε 'το λείον της ηδονής'. Αλλά ο Αντώνιος, γεμάτος θλίψη και οργή, έστρεψε τις σκέψεις του στο απειλούμενο πυρ και τον κατατρώγοντα σκώληκα … και πέρασε μέσα από τον πειρασμό αβλαβής». Το σχόλιο μέσα στο «Βίο του Αντωνίου» γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε του Αθανασίου. «Γιατί ο Κύριος εργαζόταν μαζί με τον Αντώνιο, ο Κύριος που για μας έγινε σαρξ και έδωσε στο σώμα τη νίκη κατά του διαβόλου, ώστε όλοι όσοι αληθινά πολεμούν να μπορούν να λένε: όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου (Α' Κορινθίους 15:10)». Εδώ ο «Βίος του Αντωνίου» όχι μόνο εκφράζει τη συνεργιστική οδό δηλώνοντας ότι «ο Κύριος συνεργούσε με τον Αντώνιο», αλλά το υποστηρίζει καθαρά αυτό από τον Απ. Παύλο, από ένα χωρίο που μίλα για την προτεραιότητα της χάριτος του Θεού. Αυτό το χωρίο δεν πρέπει να λησμονείται όταν κανείς συναντά τον πνευματικό αγώνα στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική πνευματικότητα. Η ουσία του οράματος, η ουσία του αγώνα, πάντα γνωρίζει για την πρωτοβουλία του Θεού και για την προτεραιότητα της χάριτος, ανεξάρτητα από το πόσο τα κείμενα μπορεί συχνά να τονίζουν την πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ο «Βίος του Αντωνίου» ύστερα περιγράφει πως παρουσιάστηκε ο διάβολος στον Αντώνιο ως παιδί -παίρνοντας ένα ορατό σχήμα «σύμφωνα με το νου του» και μιλώντας σ' αυτόν «με ανθρώπινη φωνή». «Είμαι ο φίλος της πορνείας και έχω πάρει μαζί μου για τους νέους διεγερτικά που οδηγούν σ’ αυτήν. Ονομάζομαι πνεύμα πορνείας». Οι λέξεις του κειμένου που σχολιάζουν τις προηγούμενες προτάσεις είναι σπουδαίες. Ο Αντώνιος έχει θριαμβεύσει κατά του διαβόλου στην πρώτη συμπλοκή που είχε μαζί του. Εν τούτοις το κείμενο εξηγεί: «Αυτή ήταν η πρώτη πάλη του Αντωνίου κατά του διαβόλου, ή μάλλον αυτή η νίκη ήταν του Σωτήρος εν τω Αντωνίω». Σ’ αυτήν τη δήλωση βρίσκεται η ουσία της βασικής και θεμελιώδους θεολογικής κατανοήσεως της πνευματικής «δοκιμασίας» στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική σκέψη. Το δεύτερο μέρος του σχολίου προστίθεται σχεδόν παρενθετικά. Πράγματι, σε πολλά κείμενα της ασκητικής και μοναστικής γραμματείας αυτό αργότερα θα παραλείπεται. Αλλά εάν παραλείπεται, παραλείπεται γιατί αυτό αποτελεί προφανή προϋπόθεση ολόκληρης της Χριστιανικής ζωής, ολόκληρης της πνευματικής «δοκιμασίας». Αυτός είναι ο αυθεντικός συνεργισμός της Ανατολικής και Βυζαντινής παραδόσεως και ο Αντώνιος «εργάζεται» και ο Θεός «εργάζεται», όμως είναι σαφές ότι όλα προέρχονται από τον Θεό, ότι ακόμα και στην πνευματική «δοκιμασία» του ανθρώπου το έργο, η ενέργεια, η δύναμη, και η νίκη προέρχονται από τον Κύριο μας, είναι στ' αλήθεια το έργο του Κυρίου μας. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το χωρίο Ρωμαίους 8:3-4.
Αλλά η «δοκιμασία» συνεχίζεται. Η πνευματική ζωή δεν σταματά ποτέ, όπως ολοφάνερα διευκρινίζεται από την Καινή Διαθήκη. «Αλλά ούτε ο Αντώνιος, αν και ο πονηρός δαίμονας είχε νικηθεί, σταμάτησε στο εξής την προσπάθεια του … , ούτε ο εχθρός, αν και ηττήθηκε, σταμάτησε να στήνει παγίδες στον Αντώνιου. Και πάλι ο συγγραφέας επικαλείται τη γνώση της Καινής Διαθήκης από τον Αντώνιο. «Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας μάθει από τις Γραφές (Εφεσίους 6:11) ότι οι μέθοδοι (αι μεθοδείαι) του διαβόλου είναι πολλές, συνέχιζε με ζήλο την άσκησή του, κατανοώντας ότι, αν και ο διάβολος δεν μπόρεσε να απατήσει την καρδιά του με την ηδονή του σώματος, θα προσπαθούσε να τον δελεάσει με άλλα μέσα». Ο Αντώνιος αποφάσισε να αυξήσει την καταστολή «του σώματος» για να το κρατήσει «σε υποταγή» (Α' Κορινθίους 9:27). «γι’ αυτό σχεδίαζε να συνηθίσει τον εαυτό του σ’ έναν αυστηρότερο τρόπο ζωής». Ο σκοπός αυτής της αυστηρότερης μορφής ασκήσεως είναι να εξασθενίσει το σώμα για να έλθει το αποτέλεσμα των λόγων του Αγ. Παύλου: «όταν ασθενώ, τότε είμαι ισχυρός» (Β΄ Κορινθίους 12:10). Ο Αντώνιος έλεγε ότι «ο τόνος της ψυχής τότε υγιαίνει όταν οι ηδονές του σώματος είναι ασθενείς».
Ο συγγραφέας λέγει ότι ο Αντώνιος είχε φθάσει «σ' αυτόν τον αληθινά θαυμάσιο σκοπό του» «ότι η πρόοδος στην αρετή, και η απάρνηση του κόσμου για χάρη της, δεν θα έπρεπε να μετρείται με το χρόνο, αλλά με τον πόθο και τη σταθερότητα του σκοπού», Ο Αντώνιος, σαν να ήταν στην «αρχή της ασκήσεως του», απέρριπτε σκέψεις του παρελθόντος και «αναλάμβανε μεγαλύτερους πόνους για την προκοπή του, επαναλαμβάνοντας συχνά τους λόγους του Παύλου: «ξεχνώντας τα περασμένα, και προχωρώντας προς τα εμπρός» (Φιλιπ. 3:14). Αν και η δεύτερη άποψη της σκέψεως του Απ. Παύλου στο στίχο 14 δεν περιέχεται στο «Βίο τον Αντωνίου», όμως προϋποτίθεται από το κείμενο: «Τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείο της επουράνιας κλήσεως του Θεού δια Ιησού Χριστού». Ο Απ. Παύλος ύστερα προσθέτει: «Όσοι λοιπόν είμαστε τέλειοι, ας σκεφτόμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο» («όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν»). Είναι σαφές ότι τέτοια κείμενα του Απ. Παύλου εκφράζουν έναν πνευματικό δυναμισμό, μια ανάπτυξη στην πνευματικότητα. Είναι ακόμα φανερό ότι το τέρμα είναι η «άνω κλήσις» — και αυτή η «άνω κλήσις» ή η «κλήσις άνωθεν» συνδέεται με την «τελείωση». Ο Αντώνιος, όπως φαίνεται, εφαρμόζει τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το στίχο 18:15 από την Α' Βασιλειών «Ζη ο Κύριος, μπροστά στον οποίο σήμερα στέκομαι». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του «σήμερα» για τη δυναμική πορεία της πνευματικής «δοκιμασίας». «Γιατί ο Αντώνιος παρατήρησε ότι, λέγοντας 'σήμερα' ο προφήτης [Ηλίας], δεν μετρούσε τον χρόνο που πέρασε, αλλά την κάθε μέρα την έπαιρνε ως αρχή, σαν να άρχιζε πάντα από την αρχή». Και πάλι η προτεραιότητα της θελήσεως του Θεού τοποθετείται στη σωστή της προοπτική: «αυτός πρόθυμα προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται κατάλληλος προ του Θεού, όντας καθαρός στην καρδιά και πάντα έτοιμος να υποταγεί στη βουλή του Θεού και στον Θεό μόνο». Και ο Αντώνιος βρήκε στον Ηλία ένα πρότυπο του ερημίτη: «Και αυτός συνήθιζε να λέγει ότι στη ζωή του μεγάλου Ηλία ο ερημίτης έπρεπε να βλέπει τη δική του ζωή σαν σε καθρέπτη».
Το επόμενο βήμα στο δρόμο της «δοκιμασίας» του Αντωνίου είναι η είσοδος του στα «μνήματα». Ο «εχθρός φοβήθηκε ότι σε λίγο χρόνο ο Αντώνιος θα γέμιζε την έρημο με την άσκησή» του. Το κείμενο ισχυρίζεται ότι ένα πλήθος δαιμόνων επιτέθηκε κατά του σώματος του Αντωνίου μέσα στα μνήματα και «τόσο πολύ τον καταπλήγωσε ώστε αυτός έπεσε στο έδαφος άφωνος από τον υπερβολικό πόνο». Εκείνο που ακολουθεί στο κείμενο είναι και πάλι η «πρόνοια του Θεού» η οποία προστατεύει εκείνους «που ελπίζουν στον Θεό». Να, και πάλι οι δυο θελήσεις, οι δυο δραστηριότητες, του Θεού και του ανθρώπου, που συμμετέχουν στην πορεία. Αυτή τη φορά η γλώσσα είναι η ίδια με εκείνη που θα εύρισκε κανείς στις Γραφές. Αν και καθεαυτήν η γλώσσα θα μπορούσε να υπονοεί ότι η ελπίδα του ανθρώπου προκαλεί τη δραστηριότητα του Θεού, τα συμφραζόμενα όπως τα συμφραζόμενα γενικώς της Γραφής- παραπέμπουν κάποιον στην προϋπόθεση της πρωτοβουλίας του Θεού. Η γλώσσα αντανακλά απλώς τον ανθρώπινο ρεαλισμό.
Ο Αντώνιος μεταφέρεται πίσω στην Εκκλησία σε κατάσταση σχεδόν πτώματος. Αλλά ανέλαβε αρκετά, ώστε να μπορέσει, με βοήθεια, να γυρίσει στα μνήματα για να αντιμετωπίσει πάλι τον εχθρό. Ο Αντώνιος αναφωνεί ότι δεν θα ξαναφύγει από «τα χτυπήματα τους» και παραθέτει από την Προς Ρωμαίους επιστολή 8:35 «τίποτα δεν θα με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού». Ο Αντώνιος ύστερα ψάλλει από τους Ψαλμούς (26:3) «Εάν παραταχθεί εναντίον μου ένα ολόκληρο στρατόπεδο, δεν θα φοβηθεί η καρδιά μου». Ο Αντώνιος προκαλεί τους δαίμονες, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με τη μορφή θηρίων και ερπετών», αναφωνώντας: «Γιατί η πίστη στον Κύριο μας είναι για μας σφραγίδα και τείχος ασφαλείας». Το κείμενο παρατηρεί ότι ο «Κύριος ήταν κοντά του». Ο Αντώνιος προκαλεί τον Θεό: «Που ήσουνα; Γιατί δεν εμφανίστηκες στην αρχή να σταματήσεις τους πόνους μου;» Το κείμενο αναφέρει ότι «η φωνή» του Θεού του μίλησε: «Αντώνιε, ήμουνα εδώ, αλλά περίμενα να δω το αγώνισμα σου. Αφού, λοιπόν, έχεις αντέξει… θα είμαι πάντα βοηθός σου, και θα κάνω γνωστό παντού το όνομά σου». Η απάντηση του Αντωνίου ήταν να σηκωθεί και να προσευχηθεί. «Έλαβε τόση δύναμη ώστε να αισθάνεται πως είχε περισσότερη τώρα δύναμη στο σώμα του από όση είχε προηγουμένως».
Το επόμενο βήμα του Αντωνίου στην οδό της «δοκιμασίας» του είναι να φύγει για την έρημο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντώνιος απαντά σχεδόν πάντα στην επίθεση του εχθρού παραθέτοντας χωρία από την Αγία Γραφή. Στην πρώτη του συμπλοκή στην έρημο παραπέμπει στο χωρίο Πράξεις 8:20. Ο Αντώνιος «όλο και πιο σταθερός στο σκοπό του», εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο, μέσα στο οποίο «αυτός κατέβηκε σαν σε άσυλο, και έμεινε μόνος μέσα, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω ή να βλέπει κάποιον που ερχόταν. Έτσι πέρασε πολύν καιρό ασκούμενος, και παίρνοντας άρτους, που τους έριχναν από πάνω προς τα κάτω δυο φορές το χρόνο». Όταν έρχονταν γνωστοί του, αντί να τον βρουν νεκρό, τον άκουγαν να ψάλλει από τους ψαλμούς. «Ας εγερθεί ο Θεός και ας διασκορπιστούν οι εχθροί του! Και ας φύγουν από μπροστά του αυτοί που τον μισούν! όπως χάνεται ο καπνός, ας χαθούν αυτοί! όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά, έτσι και οι κακοί ας χαθούν από το πρόσωπο του Θεού!» (Ψαλμοί 67:2-3). Και από τον Ψαλμό 117:10: «όλα τα έθνη με εκύκλωσαν, και με το όνομα του Θεού αμύνθηκα εναντίον τους».
Το αποτέλεσμα της «δοκιμασίας» του Αντωνίου ήταν γόνιμο. Αυτός έγινε «ο άτεκνος πατέρας πολυάριθμων απογόνων». Όπως ένας συγγραφέας έχει σωστά παρατηρήσει: «μετά τη μετάβαση από τη συνήθη ζωή στην κοινοβιακή ζωή, ύστερα από το πέρασμα από αυτήν σε όλο και πληρέστερο αναχωρητισμό, έως ότου αυτός ο ίδιος ο αναχωρητισμός αναπτυχθεί πλήρως σε πνευματική πατρότητα. Δεν υπάρχει τίποτε το στατικό σ’ αυτήν την ιδέα· αντίθετα το κάθε τι τείνει διαρκώς να υπερβεί ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί… . [αυτός είναι] ο καθαρά ευαγγελικός χαρακτήρας της κλήσεως του Αντωνίου». Όπως αναφέρει ο «Βίος του Αντωνίου», ο Αντώνιος «συνέχισε την εν απομονώσει άσκησή του επί είκοσι σχεδόν χρόνια». Ήλθε ο καιρός που εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να μιμηθούν την άσκησή του και οι γνωστοί του «άρχισαν να γκρεμίζουν και να βγάζουν την πόρτα με τη βία».
Η περιγραφή που ακολουθεί στο «Βίο του Αντωνίου» δείχνει ότι ο Αντώνιος είναι ένα πολύ καλά ισορροπημένο πνευματικό πρόσωπο. «Τότε για πρώτη φορά τον είδαν έξω από το φρούριο εκείνοι που ήλθαν να τον δουν. Και αυτοί, όταν τον είδαν, παραξενεύτηκαν για ό,τι είδαν, γιατί αυτός φορούσε το ίδιο ένδυμα όπως και πριν, και δεν ήταν ούτε παχύς, όπως ένας άνθρωπος που δεν ασκείται, ούτε ισχνός από τη νηστεία και τους αγώνες του με τους δαίμονες, αλλά ήταν όπως ακριβώς τον ήξεραν πριν από την απομόνωση του. Και πάλι, η ψυχή του ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, γιατί ούτε συστέλλετο σαν να ήταν θλιμμένη, ούτε αναπαυόταν με ευχαρίστηση, ούτε κατεχόταν από γέλιο η κατήφεια, γιατί δεν ενοχλείτο όταν έβλεπε το πλήθος, ούτε υπερευφραινόταν όταν τον χαιρετούσαν τόσο πολλοί. Αλλά ήταν απόλυτα ήρεμος, γιατί οδηγείτο από τη λογική και βρίσκόταν σε μια φυσιολογική κατάσταση. Για μέσου αυτού ο Κύριος θεράπευε τις σωματικές ασθένειες πολλών παρόντων, και καθάριζε άλλους από τα πονηρά πνεύματα. Και ο Θεός έδινε χάρη στον Αντώνιο όταν μιλούσε, ώστε να παρηγορεί πολλούς που ήταν λυπημένοι, και να συμφιλιώνει αμέσως αυτούς που διαφωνούσαν, προτρέποντας όλους να προτιμούν την αγάπη του Χριστού από ό,τιδήποτε μέσα στον κόσμο. Και ενώ τους παρότρυνε και τους συμβούλευε να θυμούνται τα μέλλοντα αγαθά, και την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον δικό του Υιό, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμαίους 8:32), έπειθε πολλούς να ακολουθήσουν την ερημική ζωή. Και έτσι συνέβη στο τέλος να εμφανιστούν κελιά ακόμα και στα βουνά, και η έρημος αποικίστηκε από μοναχούς, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τους συγγενείς τους, και κατέγραψαν τους εαυτούς τους στη βασιλεία των ουρανών».
«Όταν ο Αντώνιος μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπο, όλοι χαίρονταν. Σε μερικούς μεγάλωνε η αγάπη της αρετής, σε άλλους απομακρυνόταν η αδιαφορία, και σε άλλους σταματούσε η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Και όλοι επείθονταν να καταφρονούν τις επιθέσεις του Πονηρού, και θαύμαζαν για τη χάρη που δινόταν στον Αντώνιο από τον Κύριο για τη διάκριση των πνευμάτων. Έτσι τα κελιά τους ήταν στα βουνά, σαν ιερά σκηνώματα, γεμάτα από ιερούς ομίλους ανδρών οι οποίοι έψαλλαν Ψαλμούς, αγαπούσαν τη μελέτη, νήστευαν, προσεύχονταν, χαίρονταν με την ελπίδα των μελλόντων, ασκούνταν στην ελεημοσύνη, και είχαν αγάπη και αρμονία μεταξύ τους. Και πραγματικά, ήταν δυνατό, τρόπον τινά, να δει κανείς μια ιδιαίτερη χώρα, γεμάτη με ευσέβεια και δικαιοσύνη. Γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ο άδικων ούτε οι αδικούμενοι, ούτε οι επιπλήξεις του φοροσυλλέκτη. Αλλ' αντί αυτών υπήρχε ίνα πλήθος ασκητών, και ο κοινός σκοπός όλων τους ήταν να επιτύχουν την αρετή».
Ο Αντώνιος μιλά πολύ για την εμπειρία του με τους δαίμονες. Εντούτοις, θέτει ακόμα και την εμπειρία του μέσα σε σωστή ισορροπία όταν μιλά γι’ αυτήν στους άλλους. Τους προειδοποιεί να μην φοβούνται τους δαίμονες, για το πως να διακρίνουν αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο των δαιμονικών δυνάμεων, και να μην υποκύπτουν στον πειρασμό να «εκβάλλουν δαιμόνια». «δεν είναι πρέπον να καυχάται κανείς όταν εκβάλει δαιμόνια, ούτε να το παίρνει επάνω του όταν θεραπεύει ασθένειες. Ούτε είναι πρέπον εκείνος μόνο που εκβάλλει δαιμόνια να εκτιμάται πολύ, ενώ αυτός που δεν τα εκβάλλει να μην εκτιμάται καθόλου. Αλλά ο άνθρωπος ας μαθαίνει την άσκησή του καθενός και ή να την μιμείται, ή να την αμιλλάται, ή να την διορθώνει. Γιατί η επιτέλεση «σημείων» δεν είναι δικό μας έργο, αλλά έργο του Σωτήρος. Και αυτός έτσι έλεγε στους μαθητές του: 'Μη χαίρεστε για το ότι σας υποτάσσονται τα πνεύματα, αλλά να χαίρεστε γιατί τα ονόματα σας είναι γραμμένα στους ουρανούς' [Λουκάς 10:20}. Γιατί το γεγονός ότι τα ονόματα μας είναι γραμμένα στον ουρανό είναι μια απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, αλλά το να εκβάλλεις δαιμόνια είναι μια χάρη του Σωτήρος που σου δίνεται. Γι’ αυτό σ' αυτούς που καυχώνταν για τα 'σημεία' και όχι για την αρετή, και έλεγαν: 'Κύριε, στο όνομά σου δεν εκβάλαμε δαιμόνια, και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα;' [Ματθαίος 7:22], Εκείνος απάντησε, αλήθεια, σας λέγω, δεν σας γνωρίζω', γιατί ο Κύριος δεν γνωρίζει τας οδούς των κακών. Αλλά θα πρέπει πάντα να προσευχόμαστε, όπως σας είπα προηγουμένως, ώστε να λάβουμε τη δωρεά της διακρίσεως των πνευμάτων ώστε να μπορούμε, όπως γράφεται στην Α' Ιωάν. 4:1, να μην πιστεύουμε σε κάθε πνεύμα».
Υπάρχουν εμφανίσεις αγγέλων, κατά τον Αντώνιο, και αυτός συμβουλεύει πως να διακρίνουμε αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο δαιμονικών δυνάμεων. «Η οπτασία των αγίων δεν είναι τεταραγμένη». Ο Αντώνιος παραθέτει από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (12:19): «γιατί αυτοί δεν θα φιλονεικούν, ούτε θα φωνάζουν ούτε θα ακούει κανένας τη φωνή τους». «Αλλά αυτή έρχεται τόσο ήσυχα και απαλά ώστε αμέσως χαρά, ευχαρίστηση και θάρρος έρχονται στην ψυχή. Γιατί ο Κύριος, που είναι η χαρά μας, είναι μαζί τους, και η δύναμη του Θεού Πατέρα. Και οι σκέψεις της ψυχής παραμένουν γαλήνιες και ατάραχες, ώστε αυτή, φωτιζόμενη τρόπον τινά από αυτήν με ακτίνες, να βλέπει αυτούς που εμφανίζονται. Γιατί την διακατέχει η αγάπη για ό,τι είναι θεϊκό και για τα μέλλοντα, και θα ήθελε πολύ να ενωθεί πλήρως με αυτά αν μπορούσε να πάει μαζί τους. Αλλά αν, επειδή είναι άνθρωποι, μερικοί φοβούνται την οπτασία των καλών, εκείνοι που εμφανίζονται (στην οπτασία) αφαιρούν αμέσως το φόβο όπως έκανε ο Γαβριήλ στην περίπτωση του Ζαχαρία (Λουκάς 1:13)· και όπως έκανε ο Άγγελος (Ματθαίος 28:5) που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο ιερό μνημείο1 και όπως έκανε αυτός που είπε στους ποιμένες στο ευαγγέλιο, «Μη φοβάσθε» (Λουκάς 1:41). Γιατί ο φόβος σ’ αυτούς προξενήθηκε όχι από δειλία, αλλά από την αναγνώριση της παρουσίας ανωτέρων όντων. Τέτοια λοιπόν είναι η φύση των οπτασιών των αγίων».
Ο Αντώνιος έχει πολλά να πει για το φόβο, για το αβλαβές αποτέλεσμα του στον άνθρωπο, για την εκρίζωση του με τη σταθερή πίστη. «Και αυτό ας είναι μια ακόμα απόδειξη για σας: όσες φορές η ψυχή παραμένει φοβισμένη υπάρχει μια παρουσία των εχθρών. Γιατί οι δαίμονες δεν απομακρύνουν το φόβο της παρουσίας τους όπως έκανε ο μεγάλος αρχάγγελος Γαβριήλ για τη Μαρία και τον Ζαχαρία, και όπως έκανε αυτός που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο μνημείο. Άλλα μάλλον, όποτε βλέπουν φοβισμένους ανθρώπους, αυξάνουν τα απατηλά τους τεχνάσματα ώστε οι άνθρωποι να φοβηθούν περισσότερο. Και τελικά ορμούν εναντίον τους και τους κοροϊδεύουν λέγοντας, 'πέσετε κάτω και προσκυνείστε μας… '. Αλλά ο Κύριος δεν το ανέχεται να μας απατά ο διάβολος, γιατί τον επιπλήττει όσες φορές σχεδιάζει τέτοια απατηλά τεχνάσματα εναντίον του, λέγοντας, 'Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί είναι γραμμένο, πρέπει να προσκυνήσεις Κύριο, τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον να λατρεύσεις' - Ματθαίος 4:10. Γι’ αυτό, καταφρονείτε όλο και περισσότερο τον πανούργο (διάβολο), γιατί ό,τι ο Κύριος έχει πει, το είπε για μας, ώστε οι δαίμονες, ακούγοντας παρόμοια λόγια από μας, να τρέπονται σε φυγή δια του Κυρίου ο οποίος τους επιτίμησε μ' αυτά τα λόγια».
«Αλλά η επιδρομή και η 'τεταραγμένη φαντασία' των πονηρών πνευμάτων είναι φορτωμένες από σύγχυση, από θορύβους, από ήχους και κραυγές τέτοιες όπως η ταραχή που προξενούν οι αγροίκοι νεκροί ή οι ληστές. Από αυτά δημιουργείται φόβος στην καρδιά, ταραχή και σύγχυση σκέψεως, αθυμία, μίσος εναντίον εκείνων που ζουν μια ζωή ασκήσεως, αδιαφορία, θλίψη, ανάμνηση των συγγενών και φόβος θανάτου, και τέλος επιθυμία κακών πραγμάτων, αμέλεια για την αρετή και ακατάστατα ήθη. Γι’ αυτό, όποτε έχετε δει κάτι και είστε φοβισμένοι, αν ο φόβος σας αφαιρείται αμέσως και στη θέση του έρχεται ανείπωτη χαρά, φαιδρότης, θάρρος, ανανεωμένη δύναμη, ηρεμία σκέψεως και όλα εκείνα που πριν ανέφερα, τόλμη και αγάπη προς το Θεό πάρετε θάρρος και προσευχηθείτε. Γιατί η χαρά και η σταθερή κατάσταση της ψυχής δείχνουν την αγιότητα εκείνου που είναι παρών.
Έτσι χάρηκε ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, (Ιωάννης 8:56). Έτσι και ο Ιωάννης εσκίρτησε από χαρά στη φωνή της Μαρίας, της Θεοτόκου (Λουκάς 1:41). Αλλά αν με την εμφάνιση κάποιου υπάρχει σύγχυση, χτυπήματα απέξω, κοσμική επίδειξη, φόβοι θανάτου και άλλα που έχω ήδη μνημονεύσει, γνώριζε τότε ότι αυτό είναι μια επίθεση πονηρών πνευμάτων». Επανειλημμένα ο Αντώνιος τονίζει ότι «ο Κύριος είναι μαζί μας».
Ο «Βίος τον Αντωνίου» περιέχει πολλές διεισδυτικές, γνωστικές και αισθηματικά σταθερές συμβουλές. Αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή σε μερικές άλλες πλευρές του «Βίου». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος «ήταν ανεκτικός στη διάθεση και ταπεινός στο πνεύμα» και ότι «τηρούσε τον κανόνα της Εκκλησίας με πολλή αυστηρότητα, και ήθελε όλοι οι κληρικοί να τιμούνται πάνω από αυτόν. Γιατί δεν ντρεπόταν να σκύβει το κεφάλι του σε Επισκόπους και ιερείς, και αν ερχόταν κάποτε σ' αυτόν ένας διάκονος για βοήθεια συζητούσε μαζί του για το τι ήταν ωφέλιμο, αλλά του έδινε το προβάδισμα στην προσευχή, γιατί δεν ντρεπόταν να μαθαίνει από αυτόν … και επιπλέον η όψη του είχε μεγάλη και θαυμάσια χάρη. Αυτό το δώρο το είχε επίσης από τον Κύριο».
Ο «Βίος του Αντωνίου» περιγράφει τη στάση του Αντωνίου έναντι των Αρειανών. «Και κάποτε επίσης αυτός, όταν Οι Αρειανοί ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι οι γνώμες του Αντωνίου ήταν ίδιες με τις δικές τους, δυσαρεστήθηκε πολύ και έπνεε μένεα εναντίον τους. Ύστερα, όταν κλήθηκε από τους Επισκόπους και όλους τους αδελφούς, κατέβηκε από το όρος, και μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, κατήγγειλε τους Αρειανούς, λέγοντας ότι η αίρεση τους ήταν η τελευταία από όλες και πρόδρομος του αντίχριστου. Και δίδαξε στους ανθρώπους ότι ο Υιός του Θεού δεν ήταν ένα δημιούργημα, ούτε είχε έρθει στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά ότι αυτός ήταν ο Αιώνιος Λόγος και η Σοφία της Ουσίας του Πατρός. Και γι’ αυτό είναι ασέβεια να λέμε, ήταν μια εποχή που αυτός δεν υπήρχε, γιατί ο Λόγος συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό να μην έχετε επαφή με τους ασεβέστατους Αρειανούς. Γιατί δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι (Β΄ Κορινθίους 6:14)… Όταν αυτοί λένε ότι ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, είναι ένα δημιούργημα, δεν διαφέρουν καθόλου από τους ειδωλολάτρες, αφού αυτοί λατρεύουν αυτό που δημιουργήθηκε μάλλον παρά το Δημιουργό Θεό, τον Κύριο των πάντων».
Ο «Βίος του Αντωνίου» δίνει ενδιαφέρουσες συναντήσεις του Αντωνίου με τους Έλληνες, με τους οποίους συζητούσε με την βοήθεια διερμηνέως. Μια συζήτηση ήταν για την πίστη και τους αποδεικτικούς λόγους. Ο Αντώνιος έρωτα μερικούς «σοφούς» Έλληνες που είχαν έρθει σ' αυτόν ζητώντας «ένα λόγο για την πίστη μας στο Χριστό»: «Επειδή εσείς προτιμάτε να στηρίζεστε στους αποδεικτικούς λόγους, και επειδή εσείς, έχοντας αυτήν την τέχνη, θέλετε και εμείς να μη λατρεύουμε τον Θεό παρά μόνο ύστερα από τέτοια απόδειξη, πέστε μας πρώτα πως ακριβώς γνωρίζονται τα πράγματα γενικά και Ιδιαίτερα η γνώση του Θεού. Με αποδεικτικό λόγο ή με την ενέργεια της πίστεως; Και ποιο είναι καλύτερο, η πίστη που έρχεται δια της ενεργείας του Θεού, ή η δια λόγων απόδειξη; … Σ' αυτούς που έχουν την «δια πίστεως ενέργειαν», ο αποδεικτικός λόγος είναι άχρηστος, η ακόμα και περιττό . Γιατί ό,τι γνωρίζουμε με την πίστη αυτό προσπαθείτε να το αποδείξετε με τα λόγια, και συχνά δεν μπορείτε ούτε να εκφράσετε τι νοούμε. Έτσι η δια πίστεως ενέργεια είναι καλύτερη και ισχυρότερη από τους σοφιστικούς σας συλλογισμού,. Εμείς λοιπόν οι Χριστιανοί έχουμε το μυστήριο όχι με τη σοφία των Ελληνικών λόγων, αλλά με τη δύναμη της πίστεως που μας δίνεται πλούσια από τον Θεό δια του Ιησού Χριστού… Εμείς πείθουμε με την πίστη η οποία ολοφάνερα προηγείται της δια επιχειρημάτων αποδείξεως». Ο Αντώνιος ύστερα τους ζήτα να εκβάλουν τους δαίμονες «ιδού, υπάρχουν εδώ μερικοί που ενοχλούνται από τους δαίμονες». Μόλις ο Αντώνιος καθάρισε τους ανθρώπους από τους δαίμονες, οι φιλόσοφοι «εθαύμαζον». Και η απάντηση του Αντωνίου προς αυτούς είναι ουσιώδης: «Γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; δεν είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτά τα πράγματα, αλλά ο Χριστός που τα κάνει αυτά μέσω εκείνων που πιστεύουν σ' αυτόν … είναι η πίστη δια της αγάπης που ενεργείται μέσα μας προς τον Χριστό». Εδώ για άλλη μια φορά δίνεται η αυθεντική προοπτική, μια προοπτική που είναι πάντα παρούσα, πάντα τόσο σύμφυτα προφανής και γνωστή ώστε να γίνεται απλά μια προϋπόθεση για την ασκητική και μοναστική ζωή.
Ο συγγραφέας θεωρεί το θάνατο του Αντωνίου σπουδαίο. «Αξίζει εγώ να διηγηθώ και σεις να ακούσετε ποιο ήταν το τέλος του. Γιατί αυτό το δικό τον τέλος αξίζει να το μιμηθούμε. Κατά τη συνήθεια του, αυτός επισκέφτηκε τους μοναχούς που βρίσκονταν στο «έξω όρος». Έχοντας μάθει από την πρόνοια ότι το τέλος του πλησιάζει, είπε στους αδελφούς, 'Αυτή είναι η τελευταία μου επίσκεψη σε σας. Και θα εκπλαγώ αν ξαναειδωθούμε σ’ αυτήν τη ζωή'. Και όταν αυτοί το άκουσαν αυτό, έκλαιγαν, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον γέροντα. Αλλά αυτός, σαν να απέπλεε από ξένη πόλη για να γυρίσει στην πατρίδα του, μίλησε χαρούμενα, και τους παρότρυνε «να μην ολιγωρούν στους κόπους, να μην λιποψυχούν στην άσκησή τους, αλλά να ζουν σαν να πεθαίνουν κάθε μέρα». Και όπως τους είχε πριν πει, 'να φυλάγουν την ψυχήν από ρυπαρούς λογισμούς, να μιμούνται πρόθυμα τους αγίους, και να μην προσεγγίζουν τους Μελετιανούς σχισματικούς … ούτε να έχουν καμιά σχέση με τους Αρειανούς… Να τηρούν, τις παραδόσεις των πατέρων, και κυρίως την αγία πίστη στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, την οποία μάθατε από τις Γραφές, και την οποία Εγώ σας υπενθύμησα πολλές φορές'. Αλλά όταν οι αδελφοί τον παρακάλεσαν θερμά να μείνει μαζί τους και να πεθάνει εκεί, αυτός δεν το δέχτηκε για πολλούς μεν άλλους λόγους… Αφού αποχαιρέτησε τους μοναχούς στο έξω Όρος, ήρθε στο «μέσα όρος» όπου συνήθιζε να μένει. Και ύστερα από μερικούς μήνες ασθένησε. Και αφού κάλεσε αυτούς που ήταν εκεί…, τους είπε: Εγώ, όπως έχει γραφεί, πορεύομαι την οδόν των πατέρων, γιατί βλέπω να με καλεί ο Κύριος. Προσέχετε και μη χάσετε τη μακρόχρονη άσκησή σας, αλλά σαν να αρχίζετε τώρα, διατηρήσετε με ζήλο την προθυμία σας. Γιατί γνωρίζετε την επιβουλή των δαιμόνων, πόσο άγριοι αυτοί είναι, αλλά πόσο λίγη δύναμη έχουν. Γι’ αυτό μην τους φοβάστε, αλλά μάλλον αναπνέετε πάντοτε τον Χριστό και πιστεύετε σ' αυτόν. Ζήσετε σαν να πεθαίνετε καθημερινά. Προσέχετε τον εαυτό σας και να θυμάστε τις παραινέσεις που ακούσατε από μένα… γι’ αυτό να είστε πάντα όλο και προθυμότεροι να είστε οπαδοί πρώτα του Θεού και ύστερα όλων των αγίων, ώστε, μετά το θάνατο, να σας δεχτούν και αυτοί ως γνωστούς και φίλους 'εις τας αιωνίους σκηνάς' … . Θάψετε, λοιπόν, το σώμα μου και κρύψετε το κάτω από τη γη, και κάνετε αυτό που σας είπα, ώστε να μην γνωρίζει κανείς τον τόπο της ταφής μου παρά μόνον εσείς. Γιατί κατά την ανάσταση των νεκρών θα το ξαναπάρω άφθαρτο από τον Σωτήρα. Μοιράσετε τα ενδύματα μου. Στον Αθανάσιο τον επίσκοπο δώσετε μια μηλωτή (δέρμα προβάτου) και το ιμάτιο πάνω στο οποίο κοιμάμαι, το οποίο ο ίδιος μου το έδωσε καινούριο, αλλά το οποίο πάλιωσε μαζί μου. Στον Σεραπίωνα τον Επίσκοπο δώσετε την άλλη μηλωτή, και σεις κρατείστε το τρίχινο ένδυμα. Λοιπόν, σας αποχαιρετώ, παιδιά μου, γιατί ο Αντώνιος φεύγει, και δεν θα είναι πια μαζί σας'. Η όψη φαινόταν χαρούμενη πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες … η φήμη του έφθασε παντού … Γιατί ο Αντώνιος φημίστηκε όχι για τα συγγράμματα, ή για την κοσμική σοφία, ή για καμιά τέχνη, αλλά μόνο για την ευσέβεια του προς τον Θεό. Το ότι αυτό ήταν δώρο Θεού κανένας δεν θα το αρνηθεί… Διάβαζε λοιπόν αυτούς τους λόγους στους υπόλοιπους αδελφούς ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να μάθουν ποια έπρεπε να είναι η ζωή των μοναχών και να μπορέσουν να πιστέψουν ότι ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν».

Αρνητικές εκτιμήσεις του «Βίου του Αντωνίου»
Ο Harnack φέρνει τον «Βίο του Αντωνίου» ως παράδειγμα κειμένου που στερείται κάθε αξίας. «Αν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσω σκληρή γλώσσα, δεν θα δίσταζα να πω ότι κανένα βιβλίο δεν είχε ασκήσει πιο αποβλακωτική –verdummender- επίδραση στην Αίγυπτο, την Δυτική Ασία, και την Ευρώπη από το «Βίο τον Αντωνίου». Θα ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς πιο ειλικρινά στους δαίμονες από τους Χριστιανούς του δεύτερου αιώνα. Αλλά εκείνη η εποχή αγνοούσε ακόμα τα φανταστικά μ' αυτούς τεχνάσματα, που σχεδόν μετέτρεψαν τον Χριστιανικό κόσμο σε μια κοινωνία απατημένων απατεώνων (αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτα για τους Χριστιανούς από τον Πλωτίνο εξηπάτων και αυτοί ηπατημένοι»). Όταν σκεφτόμαστε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» γράφτηκε από έναν Αθανάσιο, τίποτε άλλο δεν μπορεί πια να μας εκπλήξει».
Ο Harnack επιβεβαιώνει τη μεγάλη επίδραση του «Βίου τον Αντωνίου», μια επίδραση που αυτός, φυσικά, θεωρεί ότι ήταν άκρως επιζήμια. Το σχόλιο του Nygren για την επίδραση του «Βίου του Αντωνίου» στηρίζεται στα γεγονότα, δεν είναι παράφορο όπως του Harnack. Εντούτοις καταφέρνει να το χρωματίσει αρνητικά. «Ο Αθανάσιος είναι ο μεγάλος συνήγορος της Παρθενίας -βρίσκει μια από τις καλύτερες αποδείξεις της θεότητας του Χριστού στο γεγονός ότι ο Χριστός πέτυχε όσο κανένας άλλος να κερδίσει τους ανθρώπους στην αρετή της Παρθενίας- και της μοναστικής ευσέβειας — ένα γεγονός ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της δομής της σκέψεως του. Ως συγγραφέας του «Βίου τον Αντωνίου», ο Αθανάσιος βοήθησε περισσότερο ίσως από κάθε άλλον να διαμορφωθεί το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού. Είναι σημαντικό ότι η ιστορία του ερημίτη Αντωνίου ήταν η αιτία της μεταστροφής του Αυγουστίνου». Ο Nygren βρίσκει στη διήγηση του Αυγουστίνου γι’ αυτήν στο έργο του De Confessione 8, 6, 15 την «τάση του Έρωτος». Ο Nygren συγκρίνει τη ζωή του ερημίτη με την οικοδομή ενός πύργου, ενδεικτικού του Ερωτικού τρόπου σκέψεως, και παραθέτει από το έργο του Holl «Gesammelte Aufsatze zur Kirchengeschichte» (II, σελ. 396), την εξής μαρτυρία: «στον αγώνα του μοναχού να πλησιάσει τον Θεό δίνεται μια αφελής, εξωτερική εξήγηση όταν ο Στυλίτης ανεβαίνει σ' ένα στύλο για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον ουρανό».
Ο Nygren προχώρησε από την επίδραση του Βίου του Αντωνίου πάνω στον Αγ. Αυγουστίνο στο Στυλίτη για να δηλώσει ότι κατά την εκτίμηση του «Βίου του Αντωνίου» από τον Άγ. Αυγουστίνο υπήρχε μια Ερωτική τάση, μια τάση που φυσικά δεν ήταν αυθεντικά Χριστιανική. Ένας άλλος Προτεστάντης συγγραφέας γράφει ότι ο Άγ. Αντώνιος «είναι ο πιο περίφημος, ο πιο γνήσιος, ο πιο σεβάσμιος εκπρόσωπος αυτής της αφύσικης και εκκεντρικής αγιότητας … Όλη η εποχή της Νικαίας τιμούσε τον Αντώνιο ως πρότυπο αγίου. Αυτό το γεγονός τονίζει πολύ χαρακτηριστικά την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη, την παλιά καθολική και την ευαγγελική Προτεσταντική αντίληψη της φύσεως της Χριστιανικής θρησκείας. Το ιδιάζον Χριστιανικό στοιχείο στη ζωή του Αντωνίου, ιδιαίτερα μετρούμενο με τα μέτρα του Παύλου, είναι πολύ μικρό».
Δυστυχώς το μέτρο με το οποίο κρίνουν αυτοί οι συγγραφείς τον Άγ. Αντώνιο και όλον τον αρχαίο Χριστιανισμό είναι ένα μέτρο εντελώς ξένο προς το μέτρο της αρχαίας Εκκλησίας, ένα μέτρο μιας τελείως διαφορετικής κατανοήσεως του Χριστιανισμού, που παρεισέφρυσε για πρώτη φορά μέσα στη ζωή του Χριστιανισμού με το Λούθηρο. Οι ορθολογιστές και οι υλιστές βρίσκουν επίσης το μοναχισμό αποκρουστικό. Τα σχόλια του Γίββωνος είναι πολύ γνωστά. «δεν υπάρχει ίσως καμιά φάση στην ηθική ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει βαθύτερο και πιο οδυνηρό ενδιαφέρον από αυτήν την ασκητική επιδημία. Ένας βδελυρός, διεστραμμένος και κάτισχνος μανιακός, χωρίς γνώση, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς φυσική στοργή, που ξοδεύει τη ζωή του μέσα σε μια μακροχρόνια ρουτίνα ενός αχρήστου και στυγερού αυτοβασανισμού, και που δειλιάζει μπροστά στα φρικαλέα φαντάσματα του παραληρούντος μυαλού του, είχε γίνει το ιδεώδες των εθνών που είχαν γνωρίσει τα κείμενα του Πλάτωνος και του Κικέρωνος και τις ζωές του Σωκράτη και του Κάτωνος».

Τα κείμενα του Αγ. Αντωνίου
Ο Αντώνιος είχε επίσης αλληλογραφία με μοναχούς, αυτοκράτορες, και ανθρώπους με υψηλά αξιώματα. Κανένα από τα γράμματα που έστειλε σε πολιτικά πρόσωπα, που τα υπαγόρευε στην Κοπτική γλώσσα, δεν σώζονται. Υπάρχουν επτά επιστολές, που απευθύνονται σε Αιγυπτιακά μοναστήρια. Ο Αγ. Ιερώνυμος είναι ο πρώτος που μνημονεύει αυτές τις επιστολές στο έργο του De νiris illustribus (88). Ο Αγ. Ιερώνυμος τις είχε διαβάσει σε Ελληνική μετάφραση. Η συλλογή έχει φθάσει ως εμάς σε μεταγενέστερες Λατινικές μεταφράσεις άλλων μεταφράσεων. Η πρώτη από τις επτά γνήσιες επιστολές επιζεί επίσης στα Συριακά. Στα Κοπτικά επιζεί η έβδομη, καθώς και το πρώτο μέρος της πέμπτης επιστολής και το τέλος της έκτης. Μια μετάφραση στη Γεωργιανή γλώσσα έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα.
Αυτό που είναι γνωστό ως ο «Κανόνας του Ay. Αντωνίου» δεν είναι γνήσιο. Ενώ σώζεται σε δυο Λατινικές μεταφράσεις, η ίδια η φύση του φανερώνει ότι συντέθηκε από αρκετά χέρια. Επίσης πολυάριθμα κηρύγματα έχουν αποδοθεί στον Αντώνιο. Είναι προφανές ότι έκανε κηρύγματα ή ομιλίες. Μια συλλογή είκοσι ομιλιών υπάρχει σε Λατινική μετάφραση, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι γνήσια - Sermones ad filios suos monachos. Ένα άλλο κήρυγμα, που διασώζεται επίσης στα Λατινικά, είναι επίσης νόθο - Sermo de vanitatemundi et resurrectione mortuorum (Κήρυγμα Περί της Ματαιότητος του κόσμου και της Αναστάσεως των Νεκρών)
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...