Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουλίου 31, 2012

Η μορφή της Παναγίας στην ποίηση του Κωστή Παλαμά.


πηγή


Του Κώστα Παπαδημητρίου
Σε λίγες μέρες θα έρθη ο Δεκαπενταύγουστος και ολόκληρος ο Χριστιανικός κόσμος θα πλημμυρίση τις εκκλησιές και τα μοναστήρια, για να γιορτάση τη Μάνα της Χριστιανοσύνης, την Παναγία. Χιλιάδες πρόσωπα προσκυνητών, βουβά, χλωμά, συλλογισμένα, καταπονημένα, βασανισμένα, θα σηκώσουν ευλαβικά το βλέμμα τους ν’ ατενίσουν το χαμόγελο Εκείνης, που χύνει βάλσαμο και παρηγοριά σ’ όλων τις καρδιές.
Η κατανυκτική αγάπη του λαού μας, ιδιαίτερα προς την Παναγία, η λατρεία και η αφοσίωση του Έλληνα προς την Θεοτόκο, είναι ανάλογη προς την άπειρη στοργή που ξεχειλίζει από τα μάτια Εκείνης προς όλον τον κόσμο. Και δεν χρειάζονται υψηλονόητοι και βαθυστόχαστοι θρησκευτικοί στοχασμοί για να νιώση κάποιος τη θαλπωρή της ματιάς Της, όταν σε κοιτάζη. Το γονάτισμα του απλοϊκού προσκυνητή μπροστά στην εικόνα Της είναι η πιο γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του.
Αυτό το γονάτισμα και η αφοσίωση του ελληνικού λαού στην εικόνα της Παναγίας είναι φαινόμενο που πάει πέρα από την θρησκευτική πίστη, πέρα από το δόγμα. Η Παναγία σκλαβώνει με το βλέμμα Της και τους άπιστους ακόμα. Μια ματιά ρίχνει, υψώνει το χέρι Της, σαν για να σ’ ευλογήση και νιώθεις μέσα σου την παρουσία του Θεού. Αισθάνεσαι ένα ψυχικό τίναγμα, μια μυστική συγκίνηση που σε πλημμυρίζει με ανείπωτη χάρη. Σε κοιτάζει από την εικόνα Της η Μεγαλόχαρη και η ματιά Της σε γεμίζει καρτερία, ελπίδα και στοργή.
Την εικόνα και τη ματιά της Παναγίας ύμνησαν οι λογοτέχνες. Και όχι μόνον οι αληθινοί πιστοί, αυτοί που έμειναν άγγιχτοι από τις επιστημονικές αμφιβολίες του υλισμού, μα και εκείνοι οι κομματιασμένοι από αμφιβολίες και αντιφάσεις. Ανάμεσα στους δεύτερους και αυτός ο μεγάλος ελληνολάτρης ποιητής Κωστής Παλαμάς, αυτός ο διχασμένος, ο εγκεφαλικός, που, όπως τον κατηγόρησαν, του έλειπε η λυρική αίσθηση της μεταφυσικής. Κι όμως ο Παλαμάς βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ μέσα στα άδυτα της ψυχής του και προσπαθούσε να συλλάβη κάποια κρυφά μιλήματα που έβγαιναν από μέσα του.
Ο ίδιος παραδέχεται τον δυαδισμό του σε ελληνολάτρη και χριστιανό. Αποκαλυπτικός είναι στο ποίημά του «Απόκριση» στην «Ασάλευτη ζωή» (κεφ. ΣΤ` «Άπαντα» τομ. 10 σελ. 451). Εκεί εξηγεί την όλη πνευματική του πορεία που σημαδεύτηκε από μια διαρκή και επίπονη πάλη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά του. Γράφει: «Ο ποιητής μου είναι, η πιο σωστά φαίνεται, να είναι Ελληνολάτρης, μα η λατρεία του πιο πολύ του νου θρησκεία αποτέλεσμα και σημάδι μιας μόρφωσης. Η καημένη του καρδιά του λέει κάτι άλλο: ….Του λέει η συνείδησή του πως δεν είναι άδολη εθνική, πως ίσα με την ευωδιά του ρόδου τον μεθά και το λιβάνι, πως μαζί με την Παρθένα την Αθηνά, που συχνά πυκνά έρχεται στην άκρη του κοντυλιού του, η Παναγία η Αθηνιώτισσα του παρουσιάζεται και την τραγουδά πιο γκαρδιακά και ειλικρινέστερα….» Το ίδιο εννοεί και στη «Φοινικιά», σε αυτό το αριστουργηματικό ποίημα της «Ασάλευτης ζωής»..
«…Ήρθε και κλείστη μέσα μου, ποιός να το πιστέψει, μια κολασμένη και μια θεία, η Σκέψη, η Σκέψη…»

Και αυτός, λοιπόν, ο δύσπιστος και κριματισμένος άνθρωπος-ποιητής γυρεύει τακτικά και εναγώνια την λυτρωτική σκέψη. Σε πολλές στιγμές, σε ώρες συνειδησιακής κρίσης, εκφράζει τη γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του, ατενίζει τον ουρανό και δέεται με πόνο ψυχής. Στα «Κασσιανικά» του ποιήματα, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος, αποκαλύπτει παραστατικά το σπαραγμό της ψυχής του, το παράδερμά του από την κλίση του προς την αμαρτία και αυτοτιμωρούμενος σκαλίζει τα τραύματα του ηθικού του κόσμου. Τότε είναι που βλέπει αόρατο ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του να τον ευλογή:
« Κι απάνω απ’ το κεφάλι μου αόρατο ένα χέρι
κάποιο μεγάλο χέρι μ’ ευλογούσε…» ( «Εκατό φωνές»)

Εύγλωττα εξομολογητικοί είναι και οι στίχοι του σε μια μύχια προσευχή του προς την Παναγία στο ποίημά του «Μυστική παράκληση», που είναι μια δραματική, καθαρά θρησκευτική έκφραση της ψυχής του. Να μερικοί στίχοι του:
«Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
……………………….
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ’ στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ’ αφήσεις…..

Η Παναγία για τον Παλαμά είναι στήριγμα, καταφυγή και παρηγοριά. Η γλυκειά και ταπεινή μορφή της είναι γι’ αυτόν λιμάνι εξαγνισμού, πρόσωπο ιερό, που εμπνέει ελπίδα και ανακούφιση στον μικρό και τον αδύνατο. Συνεχίζει στην «Μυστική Προσευχή» του:
«….Α! δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα……»

Πόσο εξομολογητικός και πόσο δραματικά ενδοσκοπούμενος δείχνεται και στη θερμή ικεσία του στην Παναγία στο ποίημά του «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη μεταθανάτια συλλογή του, που την εξέδωσε ο γιος του Λέανδρος με τίτλο: «Βραδινή φωτιά»:
«…Και τα γόνατά της ν’ αγκαλιάσω
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ο,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ο,τι ντρέπομαι να πω κι ο,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ο,τι σκληρό με τυραννά κι ο,τι θέλω να’ μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες…»

Κατανυκτικός ύμνος στην Παναγία είναι και οι παρακάτω στίχοι του όπου εξυμνεί τη στοργική και ελπιδοφόρα ματιά της. Κοιτάζει από την εικόνα της η Μεγαλόχαρη την παρέλαση του ανθρώπινου πόνου και η ματιά της μεταδίδει καρτερία και ελπίδα:
«Η σκέπη και του ανθρώπου εσύ, τ’ αγγέλου εσύ και η δόξα,
με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ’ τόνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ’ανάβλεμμά σου,
μ’ ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα
δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!…»

Αλλά και στη «Φλογέρα του Βασιλιά» ζωγραφίζει ζωντανά την πιο αγνή και αυθεντική μορφή της και την επίδρασή της στους προσκυνητές:
«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ’ τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν…»

Και σε πολλά άλλα σημεία του ογκωδεστάτου έργου του ο Παλαμάς, όταν βρίσκεται μπροστά στην αγία μορφή της μεγάλης Κυράς, εγκαταλείπει τις αμφιβολίες του. Η μορφή της του γαληνεύει την ψυχή και οι στίχοι του στάζουν κατάνυξη και τρυφερότητα.
ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι π.Δημήτριος Στανιλοάε


Ἡ νεώτερη ἐπιστήμη ἀπέδειξε τή λογικότητα τῆς ὕλης. Τά ἄτομα δέν θεωροῦνται πιά, ὅπως συνέβαινε στήν ἀρχαιότητα, ἄμορφα κομμάτια χωρίς καμιά ἐσωτερική ὀργάνωση, ἀλλά ἑνότητες ἐνεργητικές, ἀπαρτιζόμενες ἀπό ἄλλες ὑποδεέστερες μονάδες πού βρίσκονται σέ κινήσεις ἀμοιβαίων σχέσεων. Ἄν οἱ ὄγκοι καί οἱ ἐκτάσεις χάσουν τή σταθερή ἀμοιβαιότητα σχέσεων κατά τίς κινήσεις τους, δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ ὑλική μάζα, οὔτε κἄν ἐνέργεια, πού νἄναι σέ θέση νά παράγει τίς σταθερές ὑλικές ἑνότητες.

Παραμένει, ὡστόσο, ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα: σέ τί συνίστανται οἱ πλαστικοί, αἰσθητοί καί ἐνεργητικοί αὐτοί τρόποι ὕπαρξης, στούς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ λογικότητα πού συντηρεῖ τούς ὄγκους, τίς σταθερές καί περίπλοκες ἐκτάσεις τους, καί τίς συνεχεῖς κινήσεις; Οἱ τρόποι αὐτοί δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς μηδέν κι ὡστόσο δέν ὑπάρχουν ἀπό μόνοι τους, παραμένουν ἕνα μυστήριο πιό δυσεξέταστο καί δυσερμήνευτο ἀπ’ ὅτι κι αὐτή ἡ ἴδια ἡ λογικότητα.

Ταυτόχρονα, ἡ λογικότητα πού ἐκδηλώνεται στήν αἰσθητή πλαστικότητα δέν μπορεῖ νάχει τήν ἀφετηρία της παρά μόνο στή δύναμη κάποιου προσώπου ἀνώτερου ἀπ' αὐτήν, καί τοῦτο, γιατί μόνο τό πρόσωπο εἶναι ἀφ' ἑνός λογικό, ἀφ' ἑτέρου πάντα νέο στή λογικότητά του.


Γι' αὐτό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν δίκιο ὅταν βεβαιώνουν πώς τά πράγματα ἔχουν τή βάση τῆς σύστασής τους σ’ ἕνα σύστημα προϋπαρχόντων λόγων πού περιέχονται στό ὑπέρτατο πρόσωπο, τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ λόγοι αὐτοί ἐκδηλώνονται ὄχι μόνο στή σταθερή καί ἰδιαίτερα πολύπλοκη ὀργάνωση τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί στίς ἄπειρα ποικίλες ἔννοιές τους. Διότι τό κάθε πράγμα ἔχει μία ἔννοια διάφορη τοῦ ἄλλου. Αὐτή δέ τήν ἔννοια τήν ἐκφράζουμε μ' ἕνα λόγο, ἤ μ' ἕνα ἑνιαῖο σύνολο λόγων, μέ τούς ὁποίους διαστέλλουμε τό ἕνα πράγμα ἀπό τό ἄλλο, κατά τήν κοινοποίησή του σέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Ἑπομένως, ὁ λόγος εἶναι ἡ ἔννοια τῶν πραγμάτων ποὺ κοινοποιεῖται μεταξύ τῶν προσώπων. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό δισήμαντο τοῦ ἑλληνικοῦ ὅρου "Λόγος", τόν ὁποῖο μεταχειρίζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προσδιορίσουν τόσο τήν ὀντολογική βάση ὅσο καί τήν ἔννοια τῶν πραγμάτων. Τά πράγματατα, λοιπόν, εἶναι αἰσθητές πραγματικότητες μέσα στίς ὁποῖες ἐκδηλώνονται λόγοι ὀργανοποιημένοι, καί ἔννοιες πού ἐκφράζονται μέ τούς λόγους.

Πράγματα καί πρόσωπα εἶναι λόγοι ἑνός δημιουργικοῦ Προσώπου. Οἱ ὀργανοποιημένοι λόγοι τῶν πραγμάτων φανερώνουν τήν ὑπεροχή τους ἔναντι τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ αὐτά δέν ὑπάρχουν λόγω μιᾶς τυχαίας συγκέντρωσης τῶν στοιχείων πού τά συνιστοῦν. Κάποιο ἑνιαῖο καί λογικό σύστημα ὑπεροχικῆς δυνάμεως προσδιορίζει μέ ἀδιάκοπη συνέχεια τή σύσταση τῶν πραγμάτων, χρησιμοποιώντας τους αὐτούς, κι' ὡστόσο διάφορους τρόπους, σχηματίζοντας καί συμπυκνώνοντας τά αὐτά στοιχεῖα. Ἔτσι τά πράγματα εἶναι πλαστικές εἰκόνες τῶν λόγων.

Ἀλλά τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, στά ὁποῖα ἀπευθύνεται τό δημιουργικό Πρόσωπο μέ τά πράγματα πού δημιούργησε, δέν εἶναι μόνον οἱ εἰκόνες κάποιων λόγων, ἀλλά οἱ εἰκόνες τοῦ ἴδιου τοῦ δημιουργικοῦ Προσώπου, ἔτσι ὥστε τό Πρόσωπο ἐκεῖνο νάχει τή δυνατότητα ν' ἀπευθυνθεῖ σ' αὐτά, καί νάχει μαζί τους διάλογο γιά τούς λόγους τῶν δημιουργηθέντων πραγμάτων. Τοῦτο σημαίνει πώς στό δημιουργημένο πρόσωπο, παρά τήν ἰδιαίτερα πολύπλοκη σύστασή του, ὑπάρχει καί κάποια συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν πραγμάτων, καθώς καί ἐλευθερία γιά νά μπορεῖ τό πρόσωπο τοῦτο, νά συμπεριφέρεται ἐλεύθερα κατά τόν διάλογον. Ἐπίσης, αὐτό σημαίνει πώς τό δημιουργημένο πρόσωπο δέν εἶναι μόνο ἡ πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀντικειμενικοῦ καί ἀσύνειδου, ἀλλά ἔχει καί κάποιο λόγο ἐνσυνείδητο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά παρέμβει στά πράγματα τά ὀργανωμένα ἀπό τούς λόγους ἤ στήν ἴδια τήν ὀργάνωση ἤ λογικότητα.

Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου βεβαιώνει ὅτι τό σύστημα τῶν λόγων τῶν πραγμάτων δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀντικειμενικό καί ἀπρόσωπο, ἀλλά ὅτι οἱ λόγοι φέρονται ἀπό κάποιο ὑποκείμενο πού ἔχει ἐντός του τήν ἐλευθερία καί τό ὁποῖο, ὡς ἀνώτατο Ὑποκείμενο, εἶναι ἡ πηγή καί τό στήριγμα τῆς λογικότητας κάθε πλαστικῆς τάξης τῶν πραγμάτων καί τῶν προσώπων. Ἄλλωστε, ἀπό τό γεγονός τοῦτο, ὅτι δηλαδή στόν κόσμο ὑπάρχει κάποια λογικότητα, προκύπτει ἀναγκαστικά ὅτι ὑπάρχει κάποιο ὑποκείμενο, ἤ ὑποστήριγμα, ἤ ὑπόσταση, πού ἔχει συνείδηση αὐτῆς τῆς λογικότητας. Μία λογικότητα χωρίς ὑποκείμενο πού νά τή συνειδητοποιεῖ καί χωρίς μιὰ τελική ὑπόσταση θἄταν παραλογισμός, ἀφοῦ δέν θάχε κανείς γνώση γι' αὐτή καί τό νόημά της. Γιά ποιόν λοιπόν λόγο θά ὑπῆρχε τότε κάποιο νόημα ἤ κάποια λογικότητα; Και πῶς θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ; Συχνά λέγεται πώς ἡ ὀργάνωση τοῦ κόσμου εἶναι προϊόν τύχης. Μία κίνηση ὅμως, πού ὁδηγεῖ πάντα σέ κάποια λογική ὀργάνωση, ἔχει ἐντός της καί κάποια λογικότητα. Ἄν ὁ παρών κόσμος παρουσιάζει, σέ ὁποιοδήποτε μέτρο, τήν ὄψη κάποιας τύχης, τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή ὁ κόσμος αὐτός δέν ἔφθασε ἀκόμη στόν πλήρη του λογικό στόχο.

Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς λογικότητας τοῦ παρόντος κόσμου, ἄν καί ἐλλιπὴς, ἀποδεικνύει ὅτι τούτη ἡ λογικότητα πρέπει νάχει τήν ἀρχή καί τό τέλος της σέ μία πλήρη καί τελική λογικότητα. Ἄν ὑπάρχει κάποια λογικότητα στόν κόσμο, τούτη πρέπει νά ἔχει ὑπεράνω αὐτῆς μιὰ πλήρη λογικότητα, ἐκείνη πού βρίσκεται στήν κορυφή κάθε λογικότητας. Κάθε λόγος διψᾶ γιά τήν τελική λογικότητα. Μέ τή δίψα του αὐτή, ὁ κάθε λόγος ἀναφέρεται σέ κάποια λογικότητα πού βρίσκεται ἤδη στό τέρμα της ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Ἀκόμα, ἡ τέλεια αὐτή προαιώνια λογικότητα δέν μπορεῖ παρά νάναι τό προσόν κάποιου προσώπου. Μέ τήν ἰδιότητα αὐτή καί μόνον προσελκύει πρός αὐτήν κάθε λογικότητα τοῦ κόσμου. Κάθε λογικότητα, ὡς οὐσιῶδες ἀρχικό καί τελικό συμπλήρωμα ἔχει τή γνώση, ἡ ὁποία εἶναι τό ἰδιαίτερο προσόν τοῦ προσώπου. Χωρίς τή γνώση ἡ λογικότητα στερεῖται παντός νοήματος -καί μάλιστα εἶναι ἄλογος.

Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων, στήν πληρότητά τους, πρέπει νά 'ναι γνωστοί σέ κάποιο ἀπόλυτα ἐνσυνείδητο πρόσωπο, πού ἔχει πλήρη συνείδησή τους, ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Οἱ λόγοι, συνεπῶς, εἶναι τό περιεχόμενο κάποιας ὑπέρτατης συνείδησης. Εἶναι οἱ ἀκτίνες ἑνός τέλειου φωτός ἤ μιᾶς συνείδησης πού εἶναι καθαυτή τό ὑπέρτατο νόημα καί πού θέλει νὰ ’ναι περισσότερο γνωστή διά μέσου τῶν πραγμάτων μέ τά ὁποῖα ἐκδηλώνεται. Κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, κάθε δραστηριότητα πάνω στά πράγματα, κάθε καλλιτεχνία θὰ ’ταν ἐντελῶς ἄσκοπη στή περίπτωση πού ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν θα ’χε κάποιο πραγματικό νόημα. Καί τοῦτο θά συνέβαινε ἄν ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν εἶχε τήν ἀρχή καί τό ἐπίκεντρό της σέ μιὰ χωρίς τέλος συνείδηση καί γνώση, κι ἄν τό ἑνιαῖο καί πολύπλοκο νόημά της δέν ἀπευθυνόταν σέ δημιουργημένες προσωπικές συνειδήσεις.

Ἡ παρηγοριά δέ μέ τήν ἰδέα πώς αὐτή τούτη ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀνύπαρκτης λογικότητας προσδίδει κάποιο ἐπαρκές νόημα στή ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δέν εἶναι μιά παρηγοριά ἱκανοποιητική. Ἡ ἀναζήτηση κάποιου πράγματος μέ τή συνείδηση ὅτι δέν θά βρεθεῖ ποτέ καταντάει παραλογισμός. Ἄν, ἄφ τέρου, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀναγκάζεται καί ἐπιζητεῖ κάποιο νόημα, τοῦτο σημαίνει πώς ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κραυγάζει γι' αὐτό τό νόημα, ἤ πώς δημιουργήθηκε γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐφεύρεση ἑνός νοήματος. Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πρός τήν πραγματοποίηση αὐτοῦ του σκοποῦ, στό βαθμό πού προχωρεῖ πρός τή συνειδητοποίηση ἑνός νοήματος, τοῦ ὁποίου ἔχει ἀπόλυτη γνώση ἡ ὑπερτάτη συνείδηση. Στήν περίπτωση πού θά ὑπῆρχε ἕνα τέτοιο πλῆρες νόημα καί μία τέτοια συνείδηση πού τό γνωρίζει ἀπόλυτα, τότε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο θάταν μία ὕπαρξη ἐνάντια στήν πραγματικότητα, διότι θ' ἀναζητοῦσε κάτι πού δέν ὑπάρχει. Θάταν μιά ὕπαρξη στερημένη νοήματος, τό ἀνθρώπινο φαινόμενο θά στερεῖτο νοήματος περισσότερο ἀπ'ὅλα τά φαινόμενα τοῦ κόσμου. Στήν περίπτωση αὐτή καί τά πράγματα θάταν ἐντελῶς παράλογα.

Ἄλλωστε, ἡ ἐντύπωση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος μέσα στήν πραγματικότητα, καί ἡ προσπάθεια δικαιολογίας τῆς φαινομενικῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, εἶναι πράξεις τοῦ προσώπου καί ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ συνείδηση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος προϋποθέτει τή συνείδηση τοῦ νοήματος. Τά παρά πάνω προϋποθέτουν ἕνα πρόσωπο πού ἀπασχολεῖται μέ τό πρόβλημα τοῦ νοήματος, δηλαδή μία πραγματικότητα πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς σκέψης τοῦ νοήματος καί τῆς ἀναζήτησης τοῦ νοήματος. Ἡ φαινομενική αὐτή ἀπουσία τοῦ νοήματος ἀπαιτεῖ μία συνείδηση πού νά τήν ἐπιβεβαιώνει, καί μάλιστα ἕνα πρόσωπο ἀπασχολούμενο μέ τοῦτο. Ἀπ' αὐτό προκύπτει ὅτι τό πρόσωπο ἀναγκάζεται νά δώσει κάποιο νόημα καί στή φαινομενιική ἀπουσία νοήματος. Τοῦτο σημαίνει πώς ἡ συνείδηση τοῦ νοήματος εἶναι βαθύτερη ἀπό τό φαινόμενο τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Ἡ συνείδηση δέν θά μποροῦσε νά συλληφθεῖ ἀπό τή φαντασία χωρίς τήν ἀπασχόλησή της μέ τό νόημα. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος ἀπό τό πρόσωπο ταυτίζεται μέ τήν κατάφαση τοῦ νοήματος, καί ἡ ἴδια ἀποτελεῖ καί τή βάση τῆς θέσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Μόνη ἡ συνείδηση τοῦ προσώπου ἔχει τή δυνατότητα καί τῆς κατάφασης τοῦ νοήματος, καί τῆς ἄρνησης τοῦ νοήματος.

Ἴσως κάποτε, στήν τάση ἐπιβεβαίωσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, τό πρόσωπο συναισθάνεται ὅτι τό νόημα τῆς ὕπαρξης εἶναι βαθύτερο καί περιπλοκότερο ἀπό κάθε νόημα, πάντα πολύ ἁπλό, πού τό ἀντιλαμβανόμαστε στόν ἀτελεύτητο δρόμο μας πρός τήν ἐπίγνωση τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νοήματος.

Ἐνεργητικά, τό νόημα τῆς ὑπέρτατης προσωπικῆς πραγματικότητας, ὡς πηγῆς ὁποιουδήποτε νοήματος, βρίσκεται στή βαθύτητα ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν τόσο πολύπλοκη σύνθεσή του, τά πολλαπλά συναισθήματα, τάσεις καί σκέψεις του. Ὅταν πρόκειται κανείς νά ἐκφράσει τό ὁλικό νόημα τοῦ Προσώπου αὐτοῦ ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι κανένα ἀπό τά ἐκφραζόμενα νοήματα δέν ἀποδίδει πιστά τό Πρόσωπο αὐτό, ἤ ὅτι τό περί οὗ ὁ λόγος πρόσωπο δέν ἔχει κανένα ἐκφραζόμενο νόημα. Καί ὅλο καί περισσότερο συναισθανόμαστε, ὅτι τό κάθε νόημα πού μποροῦμε νά σκεφθοῦμε μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση μίας ἀπουσίας νοήματος τῆς ἰδιαίτερα πλούσιας καί πλύπλοκης ὑπέρτατης ὕπαρξης. Πράγματι, σέ σχέση μέ τά νοήματα πού ἔχουμε σκεφθεῖ, κάθε νόημα αὐτῆς εἶναι καθ' ......ὑπεροχήν ἀπουσία τοῦ νοήματος, ὅπως λέει ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.

Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ σχέση στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὡς συμπαγές καί ἐνσυνείδητον ὑποκείμενον πρός τήν καθολική καί ἐνσυνείδητη λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων; Ὑπάρχει ὁ πειρασμός νά θεωρηθεῖ ὁ ὑποκειμενικός λόγος ἤ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση ὡς τυχαῖος, πεπερασμένος καί σπάνιος αὐτοφωτισμός τῆς ἀντικειμενικῆς καί καθολικῆς λογικότητας τοῦ κόσμου.

Ἤδη μνημονεύσαμε, πώς μέσα στήν ἀδιάκοπη λογικότητα πού φέρεται πρός τό ἀπόλυτο τέρμα τοῦ κόσμου, τίποτα δέν παρουσιάζεται ὡς τυχαῖο. Τά πάντα στόν κόσμο ὑπάρχουν σύμφωνα μέ τό πρότυπο καί τή δύναμη κάποιας ὑπεροχικῆς λογικότητας, Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ τόν ὑποκειμενικό του λόγο σέ ὀντολογική σχέση πρός τήν ἀντικειμενική λογικότητα, μπορεῖ νά πραγματωθεῖ τυχαία, ἀλλά πραγματώνεται σύμφωνα πρός κάποιον ὑπεροχικό τύπο ἑνός συνειδητοῦ προσωπικοῦ λόγου. Τοῦτος πρέπει νά ἔχει ἐντός του τούς τύπους ὅλων τῶν ἀντικειμενικῶν λόγων τῶν ἀπροσώπων πραγμάτων, δεδομένου ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς εἰκών τοῦ ὑπερτάτου προσώπου, κατέχει τήν οὐσία καί τήν ἀντικειμενική λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων καί βρίσκεται σέ συνέχεια ὕπαρξης μέ τή λογικότητα τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο χαράζει τό χαρακτήρα τοῦ δικοῦ του προσώπου.

Ἄρα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει, ἐκτός τῆς ἀντικειμενικῆς λογικότητας τῶν ἄλλων στοιχείων τοῦ κόσμου, τόν ὑποκειμενικό λόγο στενά συνδεδεμένο μ' ἐκείνη ἀλλά καί ταυτόχρονα διακεκριμένον ἀπ' αὐτή. Ὁ αὐτοσυνείδητος λόγος, ὁ λόγος πού βλέπει τόν Ἑαυτό του, καί οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοί, ἄν καί εἶναι στενά συνδεδεμένοι. Ὁ πρῶτος ἀποκαλύπτει, δικαιολογεῖ, συμπληρώνει καί δίνει κάποιο νόημα στήν ἀσύνειδη λογικότητα τῶν πραγμάτων, καθιστάμενος ἔρεισμά της, ὡς εἰκών τό δηνιουργικού καί συντηρητικοῦ Λόγου της. Ὁ λόγος αὐτός ἀνήκει σέ διαφορετικό ἐπίπεδο ἀπό κεῖνον τῆς ἀντικειμενικῆς ἀσύνειδης λογικότητας./ Ἀλλά τοῦτος συνδέεται μέ τό ἐπίπεδό του τελευταίου, ἐπειδή ὁ τελευταῖος ἔχει κάποια ὀργάνωση προσδιορισμ;νή στήν κατανόησή του ἀπό τόν ὑποκειμενικό λόγο, καί μπορεῖ νά συμβάλλει στήν ἐξέλιξη τοῦ ὑποκειμενικοῦ λόγου γιά τήν πλήρη αὐτοσεινήδησή του καί γιά τήν κοινωνία του μέ τό ἀνώτατο Πρόσωπο.

Ἡ διαφορά καί ἡ σχέση ἀνάμεσα στά δύο ἐπίπεδα εἶναι ἡ ἴδια ὅπως, γενικά, ἐκείνη ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί τό ἀντικείμενο. Δέν πρέπει ν' ἀπορριφθεῖ οὔτε ἡ διαφορά οὔτε ὁ δεσμός ἀνάμεσά τους. Ἐπειδή, τόσο ἡ διαφορά ὅσο καί ὁ δεσμός εἶναι πραγματικά καί ἡ ἄρνηση τῆς μίας εἶναι ἡ ἄρνηση καί τοῦ δεύτερου, ἀποτελοῦν μιὰ κάποια ἑνότητα. Ἀλλά ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων ἐξηγεῖται μέσω τοῦ προσώπου καί ὑπάρχει γιά τό πρόσωπο. Τό δέ πρόσωπο ἐπιζητεῖ μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων τή σχέση μ' ἕνα ἄλλο πρόσωπο, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐπίσης πέρα καί πάνω ἀπό τήν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἕνας κόσμος τῶν ἀντικειμένων, χωρίς ἕνα πρόσωπο πού νάναι σέ θέση νά τόν καταλάβει, καί χωρίς ἕνα ἄλλο πρόσωπο στό ὁποῖο νά μεταδώσει τήν κατανόηση τοῦ κόσμου αὐτοῦ, θάταν μιὰ ἀναποκάλυπτη λογικότητα, ἀναξιοποίητη καί χωρίς νόημα. Γιατί ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων εἶναι μέσον διάβασης ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στό ἄλλο, χωρίς τοῦτα νά ταυτίζονται. Καί ἕνα πρόσωπο χωρίς τό περιεχόμενο τῶν λόγων τῶν ἀντικειμένων θα’ταν ἕνας κενός ὑποκειμενισμός, θα’ταν κάτι τό ἀπόλυτα ὑποκειμενικό, χαμένο μέσα στόν ἑαυτό του, χωρίς τή δυνατότητα σχέσης μέ ἄλλα πρόσωπα. Ὁ ὑποκειμενικός λόγος, ἤ τό προσωπικό ὑποκείμενο, δέν μπορεῖ νάναι προϊόν τῶν πραγμάτων, ἐπειδή πάντα μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων ἐπιζητεῖται ἡ σχέση ἑνός προσώπου μέ τά ἄλλα πρόσωπα. Ἡ τάξη τῶν ἀντικειμένων προϋποθέτει τήν τάξη τῆς προσωπικῆς ἤ τῆς διαπροσωπικῆς συνείδησης. Ἀλλά, οὔτε τό δικό μας σύμπαν τῶν ἀντικειμένων εἶναι ἀνθρώπινο προϊόν. Ὁ ἄνθρωπος παράγει πράγματα ἀπό ἄλλα πράγματα πού ἤδη ὑπάρχουν. Παράγει ἰδέες καὶ μορφές μέ βάση τ' ἀντικείμενα καί τίς ἤδη ὑπάρχουσες μορφές, ἐφ' ὅσον τοῦτα ὑπάρχουν, γιά νά προσδιορίζει τίς σχέσεις μέ τ’ ἄλλα πρόσωπα.

Ἡ λογικότητα τῶν πραγμάτων (ἡ ἀντικειμενική) δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτή ἡ ἴδια λόγος ὑποκειμενικός, ἐπειδή θα’πρεπε ἤδη νά ὑπάρχει ἕνας τέτοιος λόγος ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου νά μετατραπεῖ ὁ ἀντικειμενικός λόγος σέ λόγο ὑποκειμενικό. Οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο μπορεῖ νά μετατρέψει ἕνα πράγμα ἤ ἕναν ἀντικειμενικό λόγο σέ πρόσωπο ἤ λόγο ὑποκειμενικό. Μόνο ἐκ προσώπου καί κατ' εἰκόνα αὐτοῦ γίνεται ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπό τή μία τάξη στήν ἄλλη,

Κάποιος ὑποκειμενικός λόγος, πού θά μποροῦσε νά παραχθεῖ ἀπό κάποιον ἀντικειμενικό θά ἦταν δυνατόν καί ν' ἀφανίζεται ἀπό τόν ἀντικειμενικό λόγο καί τελικά τό πᾶν θά μετατρεπόταν στό παράλογο τῆς ἔλλειψης συνείδησης καί σχέσεων ἀνάμεσα σέ συνειδήσεις. Στήν περίπτωση αὐτή θα’λειπε ἀπό τήν λογικότητα ἡ πιό οὐσιώδης της πλευρά, καί μάλιστα, τό φῶς πού μπορεῖ νά τήν φωταγωγεῖ διαρκῶς, αἰώνια καί τέλεια. Καί ἄν τό φῶς αὐτό τῆς συνείδησης δέν ἀνήκει οὐσιαστικά στή λογικότητα, οὔτε ἡ λογικότητα, οὔτε ἡ συνείδηση μποροῦν νά ὑπάρχουν. Τοῦτα πρέπει αἰώνια να’ναι κατά τρόπο ἀνάλογο μαζί, κανένα νά μή γίνεται μεγαλύτερο ἀπό τό ἄλλο. 

Ἡ θεϊκή οὐσία καί τά θεῖα πρόσωπα συνυπάρχουν αἰώνια. Βέβαια ἡ οὐσία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τούς λόγους, ἀλλά ἡ ἐξήγηση εἶναι ἡ βάση τῶν λόγων. Καί ἡ ἀρχή ἑνός τέτοιου δεσμοῦ καί μιᾶς τέτοιας διάκρισης στό σχέδιο τῆς κτίσης βρίσκεται στό ἀνώτατο πρόσωπο τοῦ θείου Λόγου. Αὐτός εἶναι τό Ὑποκείμενο ἤ ὁ προσωπικός Λόγος, ἀσύγκριτα ἀνώτερός τοῦ δικοῦ μας λόγου. Ἀλλά σάν τέτοιος, Αὐτός εἶναι καί τό ἔρεισμα τῶν λόγων πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῶν πραγμάτων. Τά πράγματα εἶναι οἱ εἰκόνες τῶν λόγων τοῦ Λόγου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκών Του ὡς ὑποκειμένου ἐρείσματος τῶν λόγων αὐτῶν. Ὁ λόγος δημιουργεῖ ἐλευθέρως τὰ πράγματα μέ μία δυναμική πράξη παρενθέτοντας τούς λόγους Του σέ κάποια κίνηση ἀπό τήν ὁποία προκύπτουν οἱ πλαστικές εἰκόνες τους. Ὁ Ἴδιος δίνει καί στόν ἄνθρωπο τήν ὕπαρξη, χωρίς νά τό κάνει αὐτό μέ τήν πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀλλά προβάλλοντας στήν ὕπαρξη τήν ζωντανή εἰκόνα Του ὡς Ὑποκειμένου, γιά νά ἔχει ἡ εἰκόνα αὐτή ἐντός της ἐν ἔργῳ καί ἐν δυνάμει τούς ἀντικειμενικούς λόγους, ὅπως τούς ἔχει ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Λόγος, ἤ να’χει μέσα στή σύστασή της κάποια ὀντολογική σχέση πρός αὐτούς. Ὁ θεῖος Λόγος προβάλλει τήν εἰκόνα Του ὡς ὑποκείμενο γιά νά μπορεῖ νά βλέπει καί νά φέρει καί ἡ ἴδια, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἐντός της ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τούς λόγους Του, πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῆς Ὕλης. Ὁ θεῖος Λόγος θέλει νὰ ’χει κάποιον συνομιλητή μέ τόν ὁποῖο νά μπορεῖ νά στοχαστεῖ τούς λόγους Του καί νά ἐπικοινωνεῖ μέσω αὐτῶν μαζί του. Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς πραγματική εἰκόνα Του ὑποκείμενη, ἡ ὁποία φέρει μαζί της τούς λόγους καί παραχωρεῖ καί στόν ἄνθρωπο τίς εἰκόνες τῶν Λόγων του, μιλώντας μαζί του μέσω αὐτῶν, καί καλώντας τον νά τίς δεῖ καί νά τίς κατανοήσει, γιά νά κατανοήσει μέσῳ αὐτῶν ὅ,τι Αὐτός ὁ ἴδιος σκέπτεται καί γιά ν' ἀνεβάσει ἔτσι τόν ἄνθρωπο στήν καλλίτερη καί βαθύτερη γνωριμία Του καί σ' ἐπικοινωνία σκέψης καί ἀγάπης μ' Αὐτόν.

Ἔτσι, ὅπως ὁ Λόγος ὡς ὑποκείμενος, εἶναι "ὑπόσταση" τῶν λόγων Του καί ἔμμεσα τῶν πραγμάτων, διότι αὐτά δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν παρά μόνο μέσα σ' Αὐτόν ὡς ἔρεισμα, μέ τόν ἴδιον τρόπο Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς "ὑπόσταση" ἤ ὡς ἔρεισμα τῶν πραγμάτων, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά μεταβάλλει τά πράγματα μέσα στό πλαίσιο τῶν λόγων τους, χωρίς βέβαια νά γίνει ἡ τελευταία ἀρχή τους. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο μέ τρόπο ἀνάλογο, σέ τελευταία ἀνάλυση, μ' ἐκεῖνον πού ὑπάρχει μέσα στό Λόγο. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέ τίς ρίζες του στό ἀόριστο βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὑπάρχει στό ἀόριστο βάθος τοῦ Λόγου. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προχωράει ἀτελεύτητα στή γνώση τοῦ κόσμου, προοδεύοντας, ὡς ἐκ τούτου, καί στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τοῦ θείου Λόγου.

Ὁ κόσμος ὑπάρχει στό θεῖο Λόγο μέ δύο τρόπους: ἄμεσα καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀφ' ἑτέρου ὁ Λόγος εἶναι στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίσης στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: Ὁ Θεός θέλει νά εἶναι Αὐτός γιά τήν ψυχή, ὅτι εἶναι ἡ ψυχή γιά τό σῶμα (Καί γιά ὅσα βρίσκονται σέ σχέση μέ τό σῶμα -δική μου σημείωση). Ὁ δημιουργός θέλει νά φανερωθεῖ μέσα ἀπ' ὅλα εὑρισκόμενος μέσα σέ ὅλα κατά τρόπο κατάλληλο, διά τῆς ἀνθρωπότητος. Θέλει νά εἶναι τό πᾶν ἐν πᾶσι, περισυλλέγοντας τά πάντα καί δίδοντας εἰς τά πάντα τήν ἐν αὐτῷ ὑπόσταση. "Καί γένηται τά πάντα ἐν πᾶσιν αὐτός ὁ Θεός πάντα περιλαβὼν καί ἐνυποστήσας ἑαυτῷ". "Γι' αὐτό τό σκοπό δημιούργησε τόν ἄνθρωπο". (P.G. 91, 1092. Βλ Φιλοσοφικά καί Θεολογικά Ἐρωτήματα, Ἀθήνα 1978 , σ.σ.198-9).

Καί γι' αὐτό τό σκοπό ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει τόν κόσμο ὅπως ὁ Λόγος, προσδέχεται ὅμως τόν κόσμο ἐντός του, καί βρίσκεται σέ ὀντολογικό σύνδεσμο μαζί του, μάλιστα ἔχει δεχθεῖ τή δύναμη νά ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός ἕνωση ὅλο καί πιό στενότερη μαζί του καί μέ τό Λόγο, σέ συνεργασία μέ τό Λόγο, ἤ ὁ Λόγος ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός τόν ἑαυτό Του μέ βάση τό σύνδεσμό Του μέ τόν ἄνθρωπο, σ' ἕνωση ὅλο καί στενότερη μέ τόν Ἑαυτό του διά τοῦ ἀνθρώπου καί σέ συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀπό αὐτά προκύπτει ὅτι ἡ μεγάλη εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου διά τόν κόσμο, ὡς μέσον αὐξήσεώς του, σημαίνει τήν αὔξηση μέσα στό Θεό.

Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τοῦτο εἶναι ἡ ἀπόδειξή του ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός του, καί τοῦ ὅτι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν κόσμο εἶναι ἀπό τὸ Θεό, ἀλλά καί ἀπόδειξή του ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ ἀπό τήν ἀρχή μέ τό Θεό μέσῳ τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, τοῦ ὅτι ὁ κόσμος φτάνει στόν ὕψιστο βαθμό του, ἤ στό μεγαλύτερό του βάθος, ἀπ' τό ὁποῖο μπορεῖ νά προχωρήσει πρός τό Θεό, μέσα στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή βρίσκεται ἀπ' τήν ἀρχή, ἤδη, φορτωμένος μέ κάποια εὐθύνη γιά τόν κόσμο. Ἀλλ' αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος δυνάμει προϋπάρχει τοῦ κόσμου, ὑπονοεῖται μέσα στό σχέδιό του ἤ μέσα στό Λόγο πού προχωρεῖ στή δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὁ Λόγος, δυνάμει, εἶχε μπροστά Του τόν ἄνθρωπο ὅταν ἄρχιζε τή δημιουργία τοῦ κόσμου, διότι δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο ἤ γιά τόν διάλογο καί τή συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο, καί μάλιστα γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέσῳ τοῦ κόσμου, πρός τό Θεό. Ὁ Λόγος κατά κάποιον τρόπο προσφέρει στόν ἄνθρωπο τόν κόσμο ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται παρών στή σκέψη τοῦ Λόγου σάν τό μελλοντικό ὑποκείμενο γιά τό ὁποῖο δημιουργεῖ τόν κόσμο ἤ ὡς συν-ὑποκείμενο, ὡς σύντροφός Του μέσῳ τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ κόσμος δημιουργεῖται ὡς μέσον διαλόγου μαζί του.

Στό Λόγο, ὡς ὑπόσταση βασική τοῦ δημιουργηθέντος κόσμου ἤ καλλίτερα στίς σχέσεις τοῦ Λόγου μετά τοῦ κόσμου, βρίσκεται δυνάμει καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπόσταση ἤ ἡ συνέταιρος ὑπόσταση τοῦ Λόγου μέσω τοῦ κόσμου. Ἤ μέσα στή θεία ὑπόσταση τοῦ κόσμου εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ κόσμου, ἡ πραγματική καί διαλογική εἰκόνα τῆς πρώτης καί θεμελιώδους ὑπόστασης τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καί δημιουργός του κόσμου. Γι' αὐτό δημιουργεῖται ὅταν ὁ κόσμος εἶναι ἤδη τετελεσμένος στίς ὀντολογικές του συστάσεις.

Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση προέρχεται, γιά νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπό τόν ἴδιο τό Λόγο καί τόν κόσμο, ὄχι μόνον ἀπό τόν κόσμο, διότι εἶναι ἀνώτερος τοῦ κόσμου, οὔτε μόνο ἀπό τό Λόγο, διότι προέρχεται ὀντολογικά συνδεδεμένος μέ τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τή στενή σχέση τοῦ Λόγου μέ τόν κόσμο τήν ὁποία ἱδρύει ὁ Λόγος χάρη στήν πράξη τῆς δημιουργίας. Ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση παίρνοντας τή θέση ἑνός "ἐγώ" ὡς πρός τόν κόσμο, θέση πού ἔχει καί ὁ Λόγος, εἶναι ταυτόχρονα ἕνα "ἐσύ" γιά τό Λόγο καί ὁ Λόγος ἕνα "ἐσύ" γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ἔτσι συνδέονται τά πρόσωπα στόν ἐλεύθερο διάλογο.

Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος δέν παράγεται ὅπως ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά καλεῖται νά ὑπάρξει διά τοῦ Λόγου. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο εἶναι, ἄς ποῦμε, μία διαλογική πράξη, μία ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τοῦ Λόγου. Μιλώντας στόν Ἑαυτό του ὅπως πρός τό "ἐσύ", ὁ Λόγος παραχωρεῖ πραγματική ὕπαρξη σ' αὐτό τό "ἐσύ". Ἀφοῦ κατασκεύασε τόν ὕψιστο βιολογικό ὀργανισμό, ὁ Λόγος, μιλώντας ἐντός του, τυπώνει ταυτόχρονα τή σφραγίδα τῆς ὑπόστασής Του ἐπάνω σ' αὐτόν, καί ὁ ἄνθρωπος ἀπαντώντας ἀναδύεται ὡς πρόσωπον.

Ὁ Λόγος ἐνεφύσησε στό πρόσωπο τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου τή ζωή του ὡς πνευματική σχέση μαζί Του καί ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε μέσω τοῦ προσώπου του τήν ἀπάντησή του. Ὁ Λόγος προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μία ὕπαρξη ἀδιάρρηκτης σχέσης μαζί Του καί μετά τοῦ κόσμου, διότι καί βρίσκεται καί θά βρεθεῖ μέσα σ' αὐτή τή σχέση ὅλο καί περισσότερο καί κατ' ἀπόλυτο τρόπο μέσω τῆς σάρκωσής Του καί τῆς θέωσης τοῦ κόσμου στήν αἰώνια ζωή. Μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἀκριβέστερα, μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου σὰ βάση γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Λόγος ἔθεσε τίς προϋποθέσεις τῆς ἐνανθρώπησής Του καί τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Ὁ ἄνθρωπος ὄντας ἡ λογική καί ἐνσυνείδητη ὑπόσταση (ἤ ἔρεισμα) εἰκόνα τῆς θείας ὑπόστασης, εἶναι προικισμένος μέ τή νοερή ψυχή. Τά πράγματα δέν ἔχουν ψυχή, διότι δέν ἔχουν ἕναν ὑποκειμενικό καί αὐτοσεινήδητο λόγον, ἀλλά μόνο ἀντικειμενικό καί ἀσύνειδο. Τά πράγματα ἀνήκουν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτείνεται καί πάνω στά πράγματα. Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων δέν ἔχουν ἔρεισμα, ἤ ὑπόσταση ἀπό μόνοι τους. Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως τά πρότυπα ἤ οἱ βάσεις τους ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ προσώπου τοῦ θείου Λόγου. Μόνο ἕνα ὑποκείμενο πού ἔχει συνείδηση ὅτι ἐμπεριέχει τούς ἀντικειμενικούς λόγους τῶν πραγμάτων ἔχει ψυχή, καί εἶναι ὁ σταθερός κομιστής τους, ὅμοια μέ τό θεῖο προσωπικό Λόγο.

Τά ζῶα ἐκτός ἀπό τή λογικότητά τους, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἀντικειμενικά στήν πλαστικότητα καί τήν αἰσθητικότητά τους ἔχουν καί κάποια αἰσθητικότητα ὑποκειμενική, εἴτε ἁπλά βιολογική ψυχή. Ἀλλά ἡ αἰσθητικότητα αὐτή φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο ἀπό τή σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ἐφ' ὅσον ἔχουν ὡς ἔρεισμα καί κέντρο τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐκ τούτου, ἀνάμεσα σ' αὐτά καί τόν ἄνθρωπο ἐμφανίζονται σχέσεις συμπαθείας, κι αὐτό ἐπειδή τά αἰσθήματά τους συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στ' ἀνθρώπινα αἰσθήματα ἤ ἐπειδή τά ἀνθρώπινα αἰσθήματα, καί μέσα ἀπ' αὐτά ὁρισμένες ἀκτίνες τῆς συνείδησης τῆς ἀνθρώπινης νοερῆς ψυχῆς. ἐπεκτείνονται σ' αὐτά.

Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλοῦσε γιά κάποια κλίμακα τῆς ὕπαρξης, ἡ ὁποία κατεβαίνει ἀπό τό δημιουργημένο πνεῦμα στά ζῶα, στά φυτά, καί στά μεταλλεύματα. Τοῦτο δέν σημαίνει κάποιον ἐξευτελισμό νεοπλατωνικό τῆς οὐσίας, ἀλλά κατάφαση τῆς πληρότητας τῆς ὕπαρξης μέσα στό πρόσωπο ἀμέσως μόλις αὐτή ἀποκτήσει συνείδηση. Οἱ ἀντικειμενικές πραγματικότητες κάθε βαθμοῦ (τά πράγματα, τά φυτά, τά ζῶα) δέν ἔχουν κάποια σταθερότητα ὑποκειμενική, καί κάποιο πλῆρες νόημα ἐντός τους, ἐπειδή ἡ λογικότητά τους δέν εἶναι γι' αὐτά, ἀλλά γιά τίς ἐνσυνείδητες ὑπάρξεις. Ἄν ἡ λογικότητά τους θα’ταν γι' αὐτή τήν ἴδια, θα’ταν παράλογη. Αὐτά ἔχουν τήν ὑποστατική τους βάση στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά καί ἡ λογικότητά τους εἶναι σέ σχέση μέ τό πρόσωπο, ἀφοῦ μόνο στό πρόσωπο βρίσκεται τό νόημά τους ἤ ἡ συμπλήρωση τῆς λογικότητας τῆς ὕπαρξής τους.

Ὥστε ὁ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν κόσμο ἐντός του "ἐν ἔργῳ" καί "ἐν δυνάμει", ἀλλάζοντας αὐτή τή σχέση συνεχῶς "ἐν ἔργῳ", διότι ἔχει ἐντός του τήν ἀπόλυτη λογικότητα. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στή θέση αὐτή ὄχι ὡς πρόσωπο ξεχωριστό ἀλλά "ἐν κοινωνίᾳ" μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ λογικότητα τῆς ὕπαρξης σημαίνει καί κάποια ἁρμονία τῶν μερῶν τοῦ συνόλου στό ὁποῖο ἀνήκει, καί ἁρμονία τῶν συνειδήσεων, δηλαδή ἀγάπη. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζουν συγχρόνως τόν κόσμο καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους σύμφωνα μέ τίς συμβουλές τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἑνιαίου τῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία ἔχει τό βάθος της στό θεῖο ἄπειρο ἀπό τό ὁποῖο ἔρχονται καί στό ὁποῖο συγκροτοῦνται ὅλοι καί ὅλες. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζονται βαθμηδόν στή συνεργασία αὐτή, καί τελειοποιοῦνται καί ἑνώνονται μέσα στήν ἀγάπη καί, ὡς ἐκ τούτου, ὅλο καί περισσότερο κάνουν τόν κόσμο ἀνάμεσά τους διαφανῆ καί συνάμα κάνουν διαφανές τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, πού φέγγει μέσῳ ὅλων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Καί τοῦτο συμβαίνει ὄχι μέσῳ κάποιου θεωρητικοῦ φωτισμοῦ τῶν πραγμάτων, ἀλλά μέσῳ τῆς ἰδιαίτερης χρήσης τῶν πραγμάτων ὡς δώρων. "Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα". Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μέ μία τέτοια χρήση τῶν πραγμάτων καί τῶν ἑαυτῶν τους οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν στήν κατανόηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἑαυτῶν τους καί στήν ἀμοιβαία τους προσέγγιση καθώς καί στήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ καί στήν προσέγγισή Του μέ ἀγάπη, ὡς πρός τόν Δωρητή τῶν ὑπάρξεών τους

Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ κόσμος βαθμηδόν ἀνθρωποποιεῖται, θεοποιεῖται καί προσωποποιεῖται, γίνεται μέσον διαφανές ἀνάμεσα στά πρόσωπα ἤ γίνεται μία πραγματικότητα κοινή ὅλο καί περισσότερο ἐσωτερική, πού φέρει γιά κάθε ἕνα τοὺς ἀγαπητούς χαρακτῆρες τῶν ἄλλων, ὅπως αἰσθάνονται καί τώρα ἐκεῖνοι πού ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους.

Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἐγωϊσμός, στόν ὁποῖο ἔπεσε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀποτελεῖ μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἑνοποίηση καί μεταμόρφωση τοῦ κόσμου μέσα στήν κοινωνία τῶν προσώπων ὁ Λόγος πού ἔχει ἐντός του τούς λόγους τῶν πραγμάτων καί δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ κάποια ὅμοια ἱκανότητα, γίνεται ἄνθρωπος ἤ ἄμεση ὑπόσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί μέσῳ αὐτῆς ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχει ἔτσι καί ὡς ἄνθρωπος τόν κόσμο μέσα του ἀπόλυτα φωτιζόμενον ἐντός Του. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποκαθιστᾶ καί τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἕνωση πρός τόν Ἑαυτό του στήν ἰδιότητα τῶν συνυποστάσεων τοῦ κόσμου, ἀφοῦ αὐτοί μέσῳ τῆς πίστης συμφυτεύονται ἐκ νέου σ' Αὐτόν ὡς θεία Ὑπόσταση, δηλαδή συμφυτεύονται στήν τελική δική τους καί τοῦ κόσμου ὀντολογική ὑπόσταση· ἀλλά μέσα σ' Αὐτόν ἑνώνονται καί μέ τήν κεντρική ἀνθρώπινη ὑπόσταση.

Ἑνώνονται μ' Αὐτόν καί ἀνάμεσά τους μέ δύο τρόπους. Συνενώνονται, πρῶτα, μαζί Του καί ἀνάμεσά τους ὡς κοσμοφόροι. Ἐν Χριστῷ ὁ κόσμος γίνεται ξανά --καί γίνεται περισσότερο ἀπ' ὅτι στή ἀρχή-- ἐσωτερικός σέ ὅλους ὅσους ζοῦν μέσα σ' Αὐτόν καί, μεταμορφούμενος ἀπό τήν θεότητά Του, γίνεται διαφανής γιά τόν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἄν, ὕστερα, μόνον ἡ προσωπική συνείδηση προβάλλει πάνω στόν κόσμο τό φῶς τοῦ νοήματος, ἀναμφίβολα μόνον ἀπό τό πρόσωπο τοῦ τά πάντα γνωρίζοντος σαρκωθέντος Λόγου προβάλλεται καί πάνω στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, πού βρίσκονται σέ κοινωνία, τό ἀπόλυτο φῶς ὅσον ἀφορᾶ στήν ὕπαρξή τους καί στήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου.

Τό πρόσωπο εἶναι ἀτέλειωτος καί ἀνεξάντλητος πυρήνας πού προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει καί ὅταν ἐπικοινωνήσει ἀκτινοβολεῖ ἀπ’ αὐτό ἕνα φῶς πάντοτε νέο καί ἀτέλειωτο, ἐφ' ὅσον βρίσκεται σέ σχέση ὀντολογική μέ τό Θεῖο Πρόσωπο, τήν ἀπέραντη πηγή τοῦ φωτός. Ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου ἔχει τή βάση της στήν ὑπέρτατη ἄφθαρτη ἑνότητα τοῦ Λόγου, καί ὄχι μέσα στά ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα διαλύονται μέ τόν θάνατο, ὅπως καί τά πράγματα ἔχουν τήν ἑνότητά τους ὄχι στά στοιχεῖα πού τά ἀποτελοῦν, ἀλλά στούς λόγους τοῦ Λόγου. Ἄν τά πράγματα φωτίζουν μέ τά νοήματά τους τίς ἑνότητες πού τά ἀντιπροσωπεύουν, τόσο περισσότερο τά πρόσωπα φωτίζουν τίς μοναδικές τους ὑπάρξεις καί τά πράγματα, ὄχι μόνο μέ τά νοήματά τους, ἀλλά καί μέ τή συνείδηση πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά ὅλους τοὺς ἄλλους. Τά νοήματα γίνονται φωτεινά μόνο γιά τά ἐνσυνείδητα μάτια πού τά βλέπουν. Σέ μιὰ τυφλή κόρη, ὅσο κι ἄν αὐτή εἶναι ὄμορφη, λείπει τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τῆς ὀμορφιᾶς, τό ἐνσυνείδητο φῶς τῶν ματιῶν της.

Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του γιά ὅλα τά νοήματα εἶναι τό πιό φωτεινό ἀπ' ὅλες τίς πραγματικότητες. Καί εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός ὅλων τῶν νοημάτων καί ὅλων τῶν συνειδήσεων καθώς καί ὅλων τῶν ὁρατῶν καί πνευματικῶν καλλονῶν. Ἄν δέ, μόνο τό πρόσωπο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων λαβαίνοντας συνείδηση τῶν νοημάτων τους, πολύ περισσότερο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων τό πρόσωπο τοῦ Λόγου.

Ἰδού, λοιπόν, γιατί μέσα στήν πνευματικότητα καί τή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό φῶς εἶναι τόσο δοξασμένο ἡ δέ πηγή τοῦ φωτός ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ 'Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καί πρίν ἀπ' ὅλους ὁ 'Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος τόνισαν τή σημασία τοῦ θείου φωτός στόν πνευματικό βίο, μέ βάση τούς ψαλμούς καί τά ἔργα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννη, ἡ δέ ὀρθόδοξη Λειτουργία μιλάει συχνά γιά τή θέα τοῦ θείου φωτός, ὡς τήν ὑπέρτατη ἀφορμή τῆς πνευματικῆς καί αἰώνιας χαρᾶς.

Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του, μέ τήν ἀγάπη τοῦ χωρίς σκιά ἐγωϊσμοῦ, μέ τό ὑπέρτατο νόημα τῆς ὕπαρξης τήν ὁποία ἔχει καί τήν ὁποία μεταδίδει στούς πάντες μαζί μέ τή ζωή του. Μέσα στό πρόσωπό Του ὑπάρχουν "οἱ λόγοι" τῶν πάντων. Μέσα στόν ἀναστημένο Χριστό οἱ πάντες καί τά πάντα πλημμυρίζουν ξανά μέ φῶς, διότι τό σῶμα του ἔγινε διαφανές γιά τή θεότητά του καί γιά τούς λόγους τῶν πάντων.
πηγή

Συναξαριστής 31 Ιουλίου


Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος ὁ δίκαιος

Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Βασίλειος καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου, ἡ δὲ μητέρα του, Εὐδοκία. Τὸ γιό τους Εὐδόκιμο ἀνέθρεψαν ὅσο γίνεται σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ Εὐδόκιμος δὲν ἄργησε νὰ φέρει καρπούς.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἀκόμα ἡλικία, μιμήθηκε τοὺς γονεῖς του στὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, μοιράζοντας μὲ ἁπλοχεριὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὴν ἀνακούφιση κάθε εἴδους δυστυχισμένων, προπάντων δὲ ὀρφανῶν καὶ ἀπροστάτευτων ἀπόρων χηρῶν.

Ὅταν ὁ Εὐδόκιμος μεγάλωσε, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλο (829) στρατοπεδάρχης στὴν Καππαδοκία καὶ ἔπειτα στὰ χορσιανὰ σύνορα. Καὶ στὴ θέση του αὐτή, ὁ Εὐδόκιμος ὑπῆρξε πάντοτε ταπεινόφρων, δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ στὸ 33ο ἔτος τῆς ἡλικίας του πέθανε, καὶ ἡ εἴδηση αὐτὴ ἔφερε μεγάλη λύπη στὶς ἀναρίθμητες ψυχὲς ποὺ εἶχε εὐεργετήσει.

Ὅμως ἡ δίκαια ψυχὴ τοῦ Εὐδοκίμου συναριθμήθηκε ἐκεῖ, ὅπου «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Δηλαδὴ ἐκεῖ, ὅπου οἱ δίκαιοι θὰ δοξαστοῦν καὶ θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο, στὴ βασιλεία τοῦ οὐρανίου Πατέρα τους. Ὅποιος, λοιπόν, ἔχει αὐτιὰ καὶ ἀκούει μὲ ἐνδιαφέρον καὶ ἐγκολπώνεται τὴν ἀλήθεια, ἂς ἀκούει.

Ἀπολυτίκιο
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς οὐρανίους σκηνάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου Ἅγιε· σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα. Διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθήναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Εὐδοκιμήσας ἀγαθαῖς ἐργασίαις, ἐδοκιμάσθης ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, τοῖς πειρασμοῖς Εὐδόκιμε ἀοίδιμε· ὅθεν μετὰ θάνατον, ἀναβλύζεις πλουσίως, θαύματα ὡς νάματα, καὶ νοσήματα παύεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ ἐκδυσωπῶν, ὅπως πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας

Κηδευτὴς τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ματθ. κζ´ 57, 59).

 

 
Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες οἱ Ρωμαῖοι

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 

 
Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου στὶς Βλαχέρναις καὶ Προεόρτια (παραμονὴ) Προόδου (ἐξόδου) Τιμίου Σταυροῦ

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ γράφει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος σταυρός, περιήγετο ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναοὺς πρὸς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν καὶ πάλιν ἀπετίθετο εἰς τὸ σκευοφυλάκιον.

Εἰς τοὺς κώδικας τὰ τοῦ τιμίου σταυροῦ προεόρτια ἀναγράφονται καὶ ἄρχονται ἀπὸ τῆς πρώτης Αὐγούστου, ἡ δὲ κατὰ τὴν προεόρτιον ταύτην ἀνάμνησιν ὑμνογραφία εἶναι πλούσια καὶ κεῖται ἀνέκδοτος εἰς πολλοὺς Κώδικας· καὶ ἵνα μόνον εἰς τοὺς κατ᾿ αὐτὴν συντεθέντας Κανόνας περιορισθῶ, σημειῶ Κανόνα τοῦ Θεοφάνους (ἐν τοῖς Κώδ. 368 φ. 3636,1568 φ. 3α Παρισίων καὶ Ω 147 Λαύρας), τοῦ Γεωργίου Νικομήδειας (ἐν τοῖς Κώδ. 1567 φ. 240 6,13φ 351 α Παρισίων καὶ Θ 32 φ. 344α, Δ 12 φ. 273α, 1135 φ. 333α καὶ Ω 147 φ. 368α Λαύρας), ἕτερον τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Νικομήδειας φέροντα ἀκροστιχίδα «Σταυρῷ γεγηθῶς ἐξάδω θεῖον μέλος Γεώργιος» (ἐν τῷ Παρισινῷ Κώδ. 13 φ. 352 6 καὶ τῷ τῆς Λαύρας Θ 33 φ. 5). Εἰς τοὺς αὐτοὺς δὲ Κώδικας καὶ ἄλλους Στιχηρὰ πολλά, Ἰδιόμελα, Καθίσματα κλπ».

 

 
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου

Βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 14 Νοεμβρίου. Τὸ Ἅγιο λείψανό του μετακομίστηκε ἀπὸ τὴν Ἱεράπολη στὴν Πάφο τῆς Κύπρου, καὶ συγκεκριμένα σ᾿ ἕνα χωριὸ κοντὰ σ᾿ αὐτή, Ἀρσινόη ἢ Ἀρσὸς λεγόμενο.

Ἐκεῖ οἰκοδομήθηκε Ναὸς στὸ ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα. Στὸ Ναὸ αὐτὸ κατέθεσαν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Ἁγίου, ποὺ μέχρι καὶ σήμερα ἐπιτελεῖ θαύματα, σ᾿ ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη.

 

 
Ἀνώνυμος Κρητικὸς Νεομάρτυς

Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Εἴκοσι χρονῶν βρέθηκε στὴ δούλεψη ἑνὸς Τούρκου στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου.

Κάποια νύκτα, ὁ Τοῦρκος αὐτός, θέλησε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὸν νεαρό. Τότε ὁ εὐσεβὴς νέος ἀρνήθηκε καὶ πάνω στὴν ἀπελπισία του μαχαίρωσε τὸν Τοῦρκο μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸς νὰ πεθάνει. Τὴν ἑπομένη μέρα οἱ φίλοι τοῦ σκοτωμένου Τούρκου, μόλις ἄκουσαν τὸ γεγονός, συνέλαβαν τὸν νεαρὸ χριστιανὸ καὶ τὸν πῆγαν στὸν δικαστή. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μαρτυρία σὲ βάρος του τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο. Μετὰ δυὸ μέρες ὅμως, τὸν συνέλαβαν πάλι καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, ὁμολόγησε ὅλη τὴν ἀλήθεια.

Τότε ὁ δικαστὴς τοῦ πρότεινε, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του, ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μουσουλμάνος. Ὁ Νεομάρτυρας ἀπέῤῥιψε τὴν πρόταση τοῦ δικαστῆ καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε πὼς γεννήθηκε, εἶναι καὶ θέλει νὰ πεθάνει χριστιανός. Τότε μία ἀπὸ τὶς μέρες τοῦ Ἰουλίου τὸ 1811, τὸν θανάτωσαν μὲ ἀπαγχονισμό.

Δυὸ μέρες ἔμεινε τὸ τίμιο λείψανό του στὴν κρεμάλα, κατόπιν τὸ κατέβασαν καὶ τὸ ἔχωσαν στὴν ἄμμο.

Ἡ ἄλλη ὄψη ἑνὸς πολέμου - Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης (+)






Διάλογος μέ τόν σοφό ἁγιορείτη Γέροντα π. Θεόκλητο Διονυσιάτη (+2006)


- Σεβαστέ Γέροντα, τά δραματουργούμενα στήν Σερβία ἔχουν ἀποσπάσει τήν προσοχή τῆς παγκοσμίου κοινῆς γνώμης. Οἱ πάντες σκέπτονται, κρίνουν, ἀξιολογοῦν, προβληματίζονται διαφόρως καί χαρακτηρίζουν ποικίλως τούς βομβαρδισμούς τῆς Σερβίας. Πολλοί μιλᾶνε γιά περίεργες στρατηγικές καί ἀνακατατάξεις, καί δέν ξέρει κανείς τί τελικῶς νά πιστεύση μέσα σέ μία τόσο συγκεχυμένη κατάστασι... Γνωρίζοντας ὅτι οἱ θέσεις σας ἐρείδονται πάντοτε ἐπί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, σᾶς παρακαλῶ νά μᾶς μεταφέρετε τήν γνώμη σας.

- Πράγματι, ὅσα συμβαίνουν στήν Σερβία, ἀποτελοῦν ἕνα ἰδιόμορφο πόλεμο, περίεργο, τερατώδη, ἀπρόκλητο, μονομερῆ μέ θῦμα τήν Ὀρθόδοξη Σερβία. Πέραν ἀπό τίς σκοτεινές προθέσεις τῆς Ἀμερικῆς καί τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης καί πέραν ἀπό τά φαινόμενα καί τήν ὁρατή πλευρά τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, τί φρονεῖς ἀδελφέ, δέν ὑπάρχει ὁ Θεός;



- Τό ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, οὐδεμία ἀμφιβολία. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ζητεῖται, εἶναι πῶς τά βλέπει ὁ Θεός, πῶς τά ἀνέχεται...

- Ἐμεῖς δέν γνωρίζομε, πῶς βλέπει ὁ Θεός καί πῶς ἀνέχεται αὐτά. Μᾶς διδάσκει, ὅμως, ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, ἐπειδή ὁ Θεός ἔχει ἀπονείμει τό μέγα ἀξίωμα τῆς ἐλευθερίας στά λογικά ὄντα (ἀνθρώπους, Ἀγγέλους καί δαίμονες) σέβεται τήν ἐλευθερία τους, μέχρι τοῦ σημείου, ὅμως, ἐκείνου, πού δέν παραβιάζει τά ὅρια πού θέτει ὁ Θεός, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ δικαιοσύνη Του. Ἑπομένως, ἔτσι βλέπει ὁ Θεός καί ἔτσι ἀνέχεται ὄσα οἱ ἄνθρωποι πράττουν, γιά τά ὁποῖα θά λογοδοτήσουν ἀναλόγως, ἀφοῦ ὅλα κατατείνουν στήν ὁλοκλήρωσι τῶν προαιωνίων σχεδίων Του.



- Καί ἐν προκειμένῳ, Γέροντα, ποιό σκοπό ὑπηρετοῦν ὅσα φρικαλέα γίνονται στήν περιοχή τῆς Σερβίας;

- Πρῶτα ἀπ΄ ὅλα ἐκδηλώνουν τό ἐλεύθερο βούλημά τους, οἱ ἄνθρωποι. Τό ὅτι δέν τό ἐμποδίζει ὁ Θεός, σημαίνει ὅτι ὑπηρετεῖ τό θεῖον θέλημά Του, πού εἶναι ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας των, ἀλλά καί πραγματοῦται ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἁγάπη καί ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.



- Δηλαδή, ἅγιε Γέροντα, οἱ πύραυλοι, πού καταστρέφουν καί σκοτώνουν ἀνθρώπους, μαζί μέ τήν ἐνεργουμένη ἐλευθερία τῶν Ἀμερικανῶν καί τῶν Εὐρωπαίων, συντελοῦν στήν πραγμάτωσι τῆς Ἀληθείας, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ;

- Ἀδελφέ, βεβαίως, οἱ πύραυλοι δέν στέλλονται, γιά νά πραγματώσουν τήν Ἀλήθεια, τήν Ἀγάπη καί τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλ΄ ὁ Θεός, ἐν τῇ πανσοφίᾳ Του, τούς ἐκμεταλλεύεται γιά τήν πραγμάτωσι αὐτή, προκαλώντας μετάνοια τῶν χριστιανῶν, τιμωρώντας ἤ συμψηφίζοντας ἁμαρτίες δεκαετιῶν ἄθεης καί ἀντίχριστης ζωῆς, σώζοντας ψυχές, πού ὡρίμασαν στήν ἀρετή, ἀνακόπτοντας τούς ἀμετανοήτως ἁμαρτάνοντες, ἀλλά καί προκαλώντας τόν φόβο σέ ὅλους τούς λαούς, ἀφοῦ ὁ φόβος Κυρίου εἶναι «ἀρχή σοφίας». Θά ἐπαναλάβω ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τούς πολέμους, ἀλλ΄ ἀφοῦ γίνονται, τρυγᾶ ὀφέλη ὁ Θεός τῆς Εἰρήνης.

Γιά τόν Θεό, οἱ σωματικοί θάνατοι δέν ἀποτελοῦν συμφορά, ἀλλ΄ οἱ αἰώνιοι θάνατοι τῆς ψυχῆς. Θυμήσου, ἀδελφέ, τήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ποιός κατέστρεψε τά πλήθη τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Κατακλυσμό, μέ τήν φωτιά καί τό θειάφι στήν Πεντάπολι (Σόδομα καί Γόμορρα); Καί ὅπως λέγουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πανάγαθος Θεός ἐπιτρέπει πολλές φορές, μέ παιδαγωγικό σκοπό, μυρίους θανάτους καί τιμωρίες στό ἀνθρώπινο γένος, κινούμενος ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του. Γιατί; Γιά νά σώση τό ἀθάνατο μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τήν ψυχή, ἀφοῦ ὁ Χριστός λέγει «μή φοβῆσθε ἀπό τῶν ἀποκτεινόντων τό σῶμα...», ἀφοῦ δέν βλάπτεται ἡ ψυχή. Ἑπομένως, δέν εἶναι τόσο μεγάλη συμφορά ὁ σωματικός θάνατος, ὅπως φρονοῦν οἱ σαρκολάτρες. Ἀληθινή τραγωδία εἶναι, ὅταν χάνεται μία ψυχή ἀμετανόητη.



- Λοιπόν, τό συμπέρασμα ποιό εἶναι, σεβαστέ Γέροντα; Καί ἄν ὑπάρχουν εὐθύνες, ποιοί εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι;

- Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον οἱ πόλεμοι εἶναι σχεδόν ἀναπόφευκτοι καί φονεύουν σώματα, οἱ χριστιανοί πρέπει νά εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι γιά τόν θάνατο, βίαιο ἤ φυσικό, διά μετανοίας καί ἐξομολογήσεως. Ὡς πρός τίς εὐθύνες, βεβαίως ὑπάρχουν, ὅπως καί ὑπεύθυνοι. Ρίξε ἕνα βλέμμα στούς Μακκαβαίους καί στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καί ἐνωρίτερα στόν Μωϋσῆ. Ἐκεῖ θά διαπιστώσης ὅτι ἄλλοτε ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά ὑφίσταται τόσα δεινά ἀπό τούς πολεμίους, ὁ ἐκλεκτός λαός Του, ὅταν ἁμάρτανε, καί ἄλλοτε, ὅταν ὁ λαός τηροῦσε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά τρέπη σέ ἄτακτη φυγή ὁλόκληρα στρατεύματα· πότε μέ λευκοφόρους ἱππεῖς, μέ χρυσοχάλινα ἄλογα καί πότε μέ τήν δειλία, πού προκαλοῦσε ὁ Θεός.

Τά ίδια συμβαίνουν καί τώρα καί σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτάνοντες καί μή μετανοοῦντες χριστιανοί· ὅπως, ἰδίως, ἐμεῖς οἱ ἕλληνες, πόσα ἔχουμε ὑποστῆ ἀνά τούς αἰῶνες γιά τίς ἁμαρτίες μας, οἱ ὁποῖες «ἔθνη ἐλαττονοῦσι»; Γι΄ αὐτό ἑνός ἔχομε χρεία: τῆς κατά Χριστόν συνεποῦς ζωῆς· ὁπότε ὁλοταχῶς, ὡς μονάδες καί ὡς ἔθνος, στροφή πρός ἔργα μετανοίας καί ἑνώσεώς μας μέ τόν Χριστό, ὥστε νά μή φοβώμεθα οὔτε τούς βορειοαμερικανούς, οὔτε τήν ἑνωμένη Εὐρώπη, ἀλλά νά προσευχώμεθα νά τούς φωτίση ὁ Θεός, διά νά καταλάβουν τήν ἄβυσσο τῆς βαρβαρότητος, πού ἔπεσαν καί κηλίδωσαν τόν ψευδοπολιτισμό των...

Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1907-2000) - Έρχονται δεινά




    Ο γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1907-2000) ασκήτεψε στο χωριό Ακούμια του Νομού Ρεθύμνου. Γέροντας χαρισματούχος και διορατικός,χαρακτηρίστηκε από τον γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη ως "Διαμάντι της Κρήτης". Χιλιάδες ήταν αυτοί που τον επισκέφτηκαν στο μοναστήρι του, εκατοντάδες όμως ήταν και τα πνευματικά του παιδιά, μεταξύ των οποίων γιατροί, εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί, ακόμα και κληρικοί. Ειδικά από τα Χανιά που είχε πάρα πολλά πνευματικοπαίδια και διάνυαν περί των 100 χιλιομέτρων για να ακούσουν τα απλοϊκά αλλά και θεοσόφιστα λόγια του, αλλά και να πάρουν συμβουλές και δύναμη για τον ακατάπαυστο προσωπικό τους αγώνα. Η ανιδιοτελής αγάπη του στον συνάνθρωπο, η διορατικότητά του, αλλά και οι πολλές του θαυματουργικές επεμβάσεις (ακόμα και εν ζωή), ήταν αίτια να αγαπηθεί τόσα θερμά από όλους τους Κρητικούς, και να αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς του κρητικού ασκητισμού.
«Έρχονται δεινά που θα τα δείτε πολύ σύντομα. Είμαστε στην παράταση, οι  ταυτότητες (ηλεκτρονικές της Ε.Ε.) έπρεπε να έχουν ήδη βγει...!»
ΑΚΟΥΜΙΑ - ΡΕΘΥΜΝΟ - ΚΡΗΤΗ





Βρες τον εαυτό σου!


Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

"ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού"

(Μάρκ.ιε΄, 43-47)

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθα από τον παππού μου και τη γιαγιά μου, στο χωριό. Ο παππούς με δίδαξε το θαυμασμό για τη Δημιουργία του Θεού, την αγάπη για το ωραίο στη Φύση και τη συμπόνια για κάθε αισθανόμενο ον.

Η γιαγιά μου είχε την έμφυτη γνώση για τη φυσιογνωμία, το χαρακτήρα, το βίο και την πολιτεία του ανθρώπου. Με μόνες τις γνώσεις της τρίτης τάξης του δημοτικού μπορούσε άνετα να νιώθει την εκκλησιαστική γλώσσα, γνωρίζοντας τα βασικά στοιχεία της.




(Ένα έγκλημα που γίνεται στις μέρες μας είναι η προσπάθεια να καταργήσουν τη γραπτή γλώσσα και να την αντικαταστήσουν με την προφορική! Οι ίδιοι προσπαθούν να καταργήσουν την εκκλησιαστική γλώσσα δύο χιλιάδων ετών με την προφορική γλώσσα της καθημερινότητας. Η γραπτή γλώσσα είναι η πατρίδα. Λαοί που δεν έχουν γραπτή γλώσσα, ούτε πατρίδα έχουν. “Ετοιμάσου να κατακτήσεις ένα λαό που ξέχασε την ετυμολογία της γλώσσας του.” (Κινεζική παροιμία). Κοινωνικά σύνολα χωρίς γραπτή γλώσσα π.χ. οι γύφτοι, παραμένουν καθηλωμένοι πνευματικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά, χιλιάδες χρόνια!)

Οι δυο αυτοί ευλογημένοι άνθρωποι, ο Θεός να αναπαύει τις ψυχές τους, γνώριζαν από την πείρα τους την ουσία του ανθρώπου, χάρις στην οποία κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και σαν μοναδικός είναι ο ίδιος ο σκοπός για τον εαυτό του και κανείς δεν μπορεί να τον χρησιμοποιήσει ως μέσον.

Η εμπειρία τους από την συμμετοχή τους στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας τους δίδαξε ότι δίχως τη μνήμη του Θεού δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Με τη μνήμη του Θεού ένιωθαν σεβασμό για τον άνθρωπο και δεν κατέκριναν ούτε ήταν μνησίκακοι.

Η μεγαλύτερη αμαρτία για τους παππούδες μου ήταν η άγνοια. Ως άμαθο (αστόχαστο) εννοούσαν αυτόν που δεν έχει στόχο και που δεν έχει βρει ένα νόημα στο ζωή του και υποφέρει από το κενό που νιώθει μέσα στην ψυχή του. Γνώριζαν ότι ήταν φοβερό να νιώθεις το μεγάλο κενό μέσα στην ψυχή σου. Αστόχαστος ήταν αυτός που δεν βρήκε τον εαυτό του. Πίστευαν ότι αυτός που βρήκε τον εαυτό του δεν θα συναντήσει εμπόδια στη ζωή του ή τα ίδια τα εμπόδια θα μετατραπούν σε ευκολίες. Αυτό σημαίνουν τα λόγια, νύχτα πιο φωτεινή από μέρα!

Η γιαγιά είχε χάσει τον πατέρα της, τον αδελφό της και έξι αδελφές και έμεινε μόνη με τη μητέρα της, την προμάμμη μου που την συμβούλευε να βαστάξει τη λύπη της με γενναιότητα. Ήταν γυναίκες με ανδρείες ψυχές. Η ανδρεία χάθηκε στην εποχή αυτή της θηλυπρέπειας και της αναζήτησης της διασκέδασης για να γεμίσει κανείς το κενό στην ψυχή του.

Νοσταλγώ τη ζωή μου στο χωριό κι αν μπορούσα θα επέστρεφα σ΄ αυτό, αντί να αφήνω τα μηχανάκια να με βασανίζουν με το φοβερό θόρυβό τους, που είναι το πρόσωπο του θηρίου!
Η ζωή στις σύγχρονες πόλεις είναι ζωή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δείτε τα μεγάφωνα της προπαγάνδας και της τρομοκρατίας στους δέκτες σας της τηλοψίας. Η ελευθερία είναι ψευδαίσθηση. Οι γέροι λίγα βήματα προ του τάφου δεν βρήκαν ακόμα τον εαυτό τους.

Ξέρω κάποιον που την πρώτη μέρα στη φυλακή οργάνωσε τη ζωή του, σαν να ήταν οι μέρες του στη φυλακή η εκπλήρωση κάποιας αποστολής. Και πριν από όλα έβαλε υποχρεώσεις στον εαυτό του, ορίζοντας την ώρα για το εγερτήριο, για την προσευχή, για την σωματική άσκηση κ.α.

Ο λόγος που γράφω αυτές τις γραμμές είναι για τη δυσκολία του υπερβολικού βάρους. Το υπερβολικό βάρος είναι πράγματι ένα εμπόδιο, αλλά δεν είναι το σπουδαίο ο στόχος της απώλειάς του. Ο σπουδαίος στόχος είναι να βρει κανείς τον εαυτό του κι η απώλεια του βάρους θα έρθει από μόνη της. Εκείνο που προέχει είναι η προσωπική μας σχέση με τον Ιησού, η αγάπη του Ιησού πάνω από όλα. Κανείς άλλος δεν είναι μαζί μας στο όποιο πεπρωμένο μας. “Οι φίλοι μου και οι πλησίον μακρόθεν έστησαν”.

Ο συγγραφέας του βιβλίου Η γλώσσα του προσώπου, εκδόσεων Έσοπτρον, παραθέτει τα λόγια αυτά του Τον Ράσκιν:
Να παρακολουθείς το καλαμπόκι να μεγαλώνει
τα μπουμπούκια ν΄ ανθίζουν
και τους καρπούς να ωριμάζουν.
Να ανασαίνεις βαρειά πάνω απ΄ το υνί ή το φτιάρι
να διαβάζεις, να σκέφτεσαι,
να αγαπάς, να ελπίζεις, να προσεύχεσαι: 
Αυτά είναι μόνο που μας χαρίζουν την ευτυχία.
Οι άνθρωποι πάντα είχαν τη δυνατότητα να τα κάνουν
και ποτέ δεν μπορούν να κάνουν περισσότερα.
Η ευημερία ή η ατυχία του κόσμου
εξαρτάται από το αν γνωρίζουμε και διδάσκουμε
αυτά τα απλά πράγματα.

Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, Ορθόδοξος κρίση και φόβος Θεού

“Με έκαναν να σιχαθώ τον Θεό που δε φταίει σε τίποτα”


“Με έκαναν να σιχαθώ τον Θεό που δε φταίει σε τίποτα”

Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από την εκπομπή “Αθέατα Περάσματα-Θεέ μου, είσαι όλος μια αγκαλιά” του π.Ανδρέα Κονάνου.
Τώρα δεν ψάχνουμε ενόχους. Ψάχνουμε να σκεφτεί ο καθένας μέσα του αν έχει κάνει μία τέτοια ζημιά στους γύρω μας, μόνο και μόνο για να βοηθηθούμε και να επανορθώσουμε. Δε θέλουμε να πυροβολήσουμε κανέναν. Στράφηκα σε έναν μαθητή και μου είπε τα εξής: “Τι να πω; Μα δεν είναι ζωή αυτή. Με το ζόρι να νηστεύω, με το ζόρι να πηγαίνω εκκλησία, με το ζόρι να προσεύχομαι. Όλα με το ζόρι!”.

Και σηκώνει ένας το χέρι, “Να πω και κάτι άλλο εγώ;” Τον είδα αναμαλλιασμένο και φοβήθηκα τι θα ακούσω. του λέω “Για πες. Θα μιλήσεις ευγενικά, όμως, έτσι;” “Ναι. Ακούστε. Με έκαναν να σιχαθώ και να βαρεθώ όλα αυτά και να αντιπαθήσω και να χάσω την πίστη μου και να μη θέλω το Θεό.” Και συμπληρώνει ο ίδιος κάτι φοβερό: “Που, ο Χριστός είναι το ωραιότερο πρόσωπο! Είναι ο καλύτερος! Που δεν φταίει σε τίποτε αυτός.

Αλλά έτσι που με μεγάλωσαν… Μ’ αυτά που μου έλεγαν και με τον τρόπο που με δίδασκαν, με έκαναν να τα αντιπαθήσω όλα!” Εγώ άκουγα βουβός και αμήχανος, με δέος και ντροπή που τα παιδιά καθρέπτιζαν έτσι ειλικρινά την επαφή με τον κόσμο των μεγάλων.

Πόσο με εντυπωσίασε αυτή η φράση του παιδιού: “Ο Χριστός είναι ο καλύτερος. Είπε τα πιο ωραία πράγματα. Είναι ο πιο καλός. Τι φταίει ο Χριστός; Δεν φταίει ο Χριστός!” Αλλά όταν εμείς, οι οποίοι έχουμε την επιγραφή του Χριστού στη ζωή μας διαστρεβλώνουμε την εικόνα του στα παιδιά, τι περιμένουμε; Όλοι μας νομίζουν αληθινούς χριστιανούς. Με νομίζει ο άλλος πρότυπο χριστιανού.

Κι ό,τι πω θα νομίζει ο άλλος που με βλέπει ότι είναι λόγος της Εκκλησίας. Κι αν είναι λάθος; Θα καλλιεργήσω μέσα σου μια λάθος εικόνα για την Εκκλησία. Αυτό δε γίνεται πάντα; Μας λένε κάτι οι μεγαλύτεροι είτε αυτοί είναι οι γονείς, οι ιερείς, κι οι θεολόγοι μας, άνθρωποι τους οποίους θεωρούμε συνήθως πρότυπο στη ζωή μας.

Νομίζουμε ότι μας διδάσκουν τη σωστή άποψη για το Θεό και ότι σχεδόν είναι το στόμα του Θεού. Ό,τι μας πουν αυτοί το πιστεύουμε ότι είναι και η γνώμη της Εκκλησίας, η έγκυρη, η σίγουρη, η ασφαλής που δεν σηκώνει αντίρρηση. Κι αν αυτό που μας λένε είναι λάθος; Τότε χαλάει όλη η πίστη που χτίζουμε μέσα μας. Και στην περίπτωση του παιδιού χαλάει όλος ο λογισμός.

Καλαβρύτων προς Oικουμενικό:Επανορθώστε την αδικία στα Ιεροσόλυμα

                                                             
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Ειρηναίος να αποκατασταθεί αμέσως, ζητά με σημερινό του ἀρθρο, ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αμβρόσιος.
Πιο συγκεκριμένα εξηγεί:

Η καθαίρεση του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων από τόν Πατριαρχικό του Θρόνο εκκλησιολογικά πάσχει! Ένας Ιεράρχης, ο οιοσδήποτε Επίσκοπος της πιο μικρής εκκλησιαστικής Κοινότητος, εφ΄όσον έχει κανονική εκλογή, δεν στερείται και δεν εκπίπτει του Θρόνου του παρά μόνον έπειτα από δικαστικές διεργασίες. Δηλ. απαγγέλλεται κατηγορία, διενεργούνται ανακρίσεις, απολογείται, δικάζεται και καταδικάζεται από δωδεκαμελή τουλάχιστον Σύνοδο Ιεραρχών. Κατά της Πρωτοδίκου καταδικαστικής Αποφάσεως έχει τό δικαίωμα να ασκήσει Έφεση!

Δικάζεται λοιπόν και από Δευτεροβάθμιο, πολυπληθέστερο, Συνοδικό Δικαστήριο και τότε μόνον στερείται του Θρόνου του ή και της Αρχιερωσύνης, όταν η καταδικαστική Απόφαση του εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καταστεί τελεσίδικος!

Στην περίπτωση του Μακαριωτάτου Πατριάρχου κ. Ειρηναίου ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ δεν έγινε! Με μιά ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ Απόφαση της Πατριαρχικής Συνόδου των Ιεροσολύμων, όπισθεν της οποίας εκρύπτετο η καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου καί άρα συνετελέσθη μία αντικανονική ανάμειξη παραγόντων ξένης εκκλησιαστικής Δικαιοδοσίας, ο Μακαριώτατος Πατριάρχης κ. Ειρηναίος εξέπεσε του Θρόνου Του, με μια δεύτερη δε ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ και πάλι ΑΠΟΦΑΣΗ στερήθηκε και της Αρχιερωσύνης Του! Για μας είναι και παραμένει ο κανονικός και νόμιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων! Ας το ακούσουν αυτό όλοι οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών καί ας έχουν το κρίμα επάνω τους εν ημέρα κρίσεως, βεβαιότατα δε και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (και Αρχιεπίσκοπος των ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ της Ελλάδος (;;;;;) κατά τήν ιδικήν Του διατύπωση στην Κοζάνη).

Έκτοτε ο Μακαριώτατος κ. Ειρηναίος, μη αναγνωρίζων και μη αποδεχθείς την αντικανονική και παράνομη Απόφαση, παραμένει έγκλειστος στο διαμέρισμά Του και με τον τρόπο αυτό σιωπηλώς διαμαρτύρεται για την αδικία.

Ποιός άραγε έχει τήν ευθύνη για όλα αυτά; Μα ποιός άλλος από τόν Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, ο Οποίος θέλει να ασκεί τό ρόλο του Χωροφύλακα της Ορθοδοξίας! _______Μια απο τις κατηγορίες, στις οποίες στηρίχθηκαν οι κατήγοροι του Μακαριωτάτου κ. Ειρηναίου ήταν, ότι πωλούσε την ακίνητη περιουσία του Πατριαρχείου στούς Εβραίους καί ότι επίσης διέπραξε διαχειριστικές-οικονομικές καταχρήσεις και ατασθαλίες. Να όμως που ήλθε η ώρα να καταπέσουν όλα αυτά σαν χάρτινος πύργος! Καθώς πληροφορούμεθα από τό Blog "ieriplektani.blogspot.gr", τό Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. δηλ. της Ελλάδος, με την από 14ης Μαΐου 2012 Απόφασή του (τμήμα Β΄) αποφάνθηκε, ότι "δεν υφίσταται αστική ή και ποινική ευθύνη του Πατριάρχη Ειρηναίου κατά τόν έλεγχο που διεξήχθη για τα πεπραγμένα του"!!!!

Απ εδώ και πέρα προκύπτουν μεγάλες ευθύνες για τον Παναγιώτατο Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, επειδή δε στην Ορθοδοξία ΔΕΝ αναγνωρίζεται το ΑΛΑΘΗΤΟ σε πρόσωπα, καλείται να αναγνωρίσει αμέσως τό λάθος Του καί να επανορθώσει την αδικία. "Το πλανάσθαι είναι ανθρώπινον. Το εμμένειν όμως εις την πλάνην είναι διαμονικόν!"

 Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αποφάνθηκε, ότι ο Μακαριώτατος κ. Ειρηναίος κρινόμενος είτε ως Πατριάρχης Ιεροσολύμων, είτε ως Έξαρχος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Αθήνα, είτε ως Αρχιεπίσκοπος Ιεραπόλεως ΔΕΝ ΒΑΡΥΝΕΤΑΙ με οικονομικές ασθαλίες!


Ως ταπεινός και ελάχιστος Επίσκοπος στο χώρο της Οικουμενικής Ορθοδοξίας απευθυνόμαστε στον Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και Τον παρακαλούμε ικετευτικά νά επανορθώσει την αδικία, διότι "ο τρώσας και ιάσεται". Από τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλο, ο Οποίος κατέλαβε τον Πατριαρχικό Θρόνο κατά τρόπο αντικανονικό, συνεπώς δε και παράνομο, περιμένουμε να αντιληφθή το λάθος Του και να διευκολύνει την αποκατάσταση της κανονικής Τάξεως στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων.

Άλλωστε και ο Μακαριώτατος κ. Θεόφιλος κατηγορείται τώρα πιά με τις ίδιες κατηγορίες, ότι δηλ. έχει πουλήσει περιουσιακά στοιχεία του Πατριαρχείου στούς Εβραίους! 

Από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ζητάμε να υποστηρίξει το διάβημά μας, διάβημα ενός "διά Χριστόν σαλού" Ιεράρχη Της, καθ' όσον το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων είναι ακόμη Ελληνικό Πατριαρχείο.  Τέλος, από τον πληγωμένο και Μάρτυρα της Ορθοδοξίας Πατριάρχη κ. Ειρηναίο ζητάμε ικετευτικά να συγχωρήσει τους αδικήσαντες Αυτόν και με την απλόχερη αγάπη Του να φέρει την ειρήνη στην Εκκλησία της Αγίας Γης. Στα Ιεροσόλυμα η Εκκλησία μας είναι βαθειά πληγωμένη. Καιρός νά επουλωθούν τα τραύματα για να δοξασθή το όνομα του Κυρίου μας.

Από την "Ιερή Πλεκτάνη"μεταφέρουμε εδώ κείμενα χωρίς σχολιασμό. Τούτο όμως δεν πρέπει να εκληφθή, ότι συμφωνούμε με διατυπούμενες κρίσεις καί επικρίσεις εκκλησιαστικών Προσώπων.
Με αγάπη για την Εκκλησία και την Αλήθεια.

Καλάβρυτα, 30 Ιουλίου 2012

+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...