Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαρτίου 09, 2014

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Ο μύθος για τον αφορισμό και την κηδεία του Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας

Ανδρέα Νανάκη, Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου
και Βιάννου 
*

Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης είναι το θέμα της ανακοίνωσής μου, για το οποίο έχουν γραφεί πολλά και πάμπολλα. Θα προσπαθήσω όμως να καταθέσω τα γενόμενα με ακρίβεια και αντικειμενικότητα.
          Το πρόβλημα βέβαια των σχέσεων του Καζαντζάκη με την Εκκλησία και ειδικότερα τα θρυλούμενα περί αφορισμού του και μη ενταφιασμού του από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι επιμέρους ζήτημα των σχέσεων που είχε ο μεγάλος διανοούμενος και στοχαστής με το Θεό, την πίστη και την Εκκλησία. Βέβαια οι μύθοι αυτοί βοηθήθηκαν και από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής και από τη δυσπιστία συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων προς την Εκκλησία, κυρίως εκ του γεγονότος ότι στη δυτική Ευρώπη το Βατικανό στήριξε τα λαϊκά κόμματα. Την ίδια όμως στιγμή η Εκκλησία ζούσε δύσκολες ημέρες στην τότε Σοβιετική Ένωση και στα Κράτη του συμφώνου της Βαρσοβίας.
Στη δημιουργία, διαμόρφωση και διάδοση του μύθου για την απουσία της Εκκλησίας από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη επέδρασαν και τα πρόσωπα. Συγκεκριμένα ο Αθηνών Θεόκλητος εκλήθη να αντιμετωπίσει την έλευση της σορού του Καζαντζάκη στην Αθήνα, για τον οποίο σίγουρα δεν υπήρξε κανένας αφορισμός από την Εκκλησία. Είχε όμως εισηγηθεί η Εκκλησία της Ελλάδος στην πολιτεία, όταν το 1954 εκδόθηκε ο τελευταίος πειρασμός, να απαγορευθεί η κυκλοφορία των βιβλίων του. Η εντύπωση ότι ο Καζαντζάκης δεν ενταφιάστηκε από την Εκκλησία, προέκυψε από το γεγονός ότι ο Αθηνών Θεόκλητος, που είχε εκλεγεί τον Αύγουστο του 1957, δεν επέτρεψε να εισέλθει η σορός του Καζαντζάκη σε ναό, όταν αφίχθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Κυριακής 4 Νοεμβρίου 1957. Το γεγονός αυτό σημαντικότατο, και αναμφίβολα υποτιμητικό για ένα διανοούμενο και στοχαστή που σ’ όλη του τη ζωή αναζητούσε το Θεό, έρχεται να προστεθεί στην απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του, σε μια εποχή που ένθεν και ένθεν, οι φορείς της εξουσίας στο Δυτικό κόσμο και στην Ανατολική Ευρώπη απαγορεύουν την κυκλοφορία σε βιβλία πολλών στοχαστών και διανοουμένων.
          Για την εξόδιο, τη νεκρώσιμη δηλαδή ακολουθία του Καζαντζάκη τα δεδομένα είναι σαφέστατα. Έγινε κανονικά στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο με όλα τα προβλεπόμενα από την ορθόδοξη Εκκλησία και μάλιστα προεξήρχε ο Κρήτης Ευγένιος μετά του πρωτοσυγκέλου του.
          Τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της εποχής του θανάτου του Καζαντζάκη μπορούμε επίσης με σαφήνεια να τα προσεγγίσομε και να τα αναλύσομε εν πολλοίς με αντικειμενικότητα.
          Στη μετανεωτερικότητα του 21ου αιώνα όλοι συμφωνούμε για το κλίμα της πόλωσης, του φανατισμού και της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης που σφράγιζε εκείνη την εποχή, τη συνέχεια του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. Οι ιδεολογικές πολώσεις, οι διαχωρισμοί, τα συρματοπλέγματα και τα τείχη, δοκίμαζαν με διακυμάνσεις όχι μόνο την ελληνική, αλλά και σύνολη την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Χώριζαν, φανάτιζαν το κοινωνικό σύνολο, τους διανοούμενους, τους στοχαστές, τους επιστήμονες, τους πολιτικούς και δίχαζαν τους απλούς ανθρώπους σε καλούς και κακούς, σε άσπρους και μαύρους. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να κατανοήσομε την γενικότερη πολεμική που ασκήθηκε από μια μερίδα στον Καζαντζάκη. Αρχή του προβλήματος μπορούμε να θεωρήσομε το 1954 όταν ο πάπας αναγράφει το βιβλίο του Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός»στα απαγορευμένα βιβλία. Ο Καζαντζάκης τηλεγραφεί στο Βατικανό με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού: «Ad tuumDominetribual appelo» (Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση ώ Κύριε!)
          Ενώ όμως μπορούμε να απαντήσομε στα της κηδείας το Νίκου Καζαντζάκη και να προσεγγίσομε την κοινωνία της εποχής, το μείζον και αναπάντητο ερώτημα είναι η σχέση του Καζαντζάκη με το Θεό, με την πίστη , με την Εκκλησία. Ο δάσκαλός μου ο μακαριστός Νίκος Ματσούκας στο έργο του «Η Ελληνική παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη, Θεσσαλονίκη 1989» θα γράψει «Για το Θεό, όσο ξέρω δεν υπάρχει άλλος Νεοέλληνας συγγραφέας που να κάνει τόσο πολύ λόγο όσο ο Καζαντζάκης. Και σε κάθε του γράμμα λέει και ξαναλέει το Θεό, που τον επικαλείται ακόμη και δοξολογικά»[1]. Την ίδια άποψη έχει και ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος: «Από τους σύγχρονους Έλληνες λόγιους και ποιητές, ο θρησκευτικότερος είναι ο Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρει το Θεό»[2]. Ο Καζαντζάκης διαβάζει συναξάρια, θεολογικά και ασκητικά έργα της βυζαντινής παράδοσης, τον απασχολεί η μεταφυσική, αναζητά το Θεό και τελικά καταλήγει με τη θέλησή του στο martinego του Ηρακλείου, και πάλι με τη θέλησή του υψώνεται ένας ξύλινος σταυρός πάνω από τον τάφο του και χαράζεται το επίγραμμά του: «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος» .
          Ο Πρεβελάκης θα γράψει ότι αυτά τα δύο «δεν ομογνωμονούν»[3]. Η σχέση όμως Θεού και ανθρώπου είναι μυστήριο. Δεν είναι στο θέμα της ανακοίνωσής μου, ούτε όμως και στις προθέσεις μου να εισέλθω σ’ αυτό το μυστήριο που συγκλόνιζε τον Καζαντζάκη σ’ όλη του τη ζωή.
          Γνωρίζω όμως ότι η πίστη είναι βίωμα. Αποκάλυψη. Εμπειρία προσωπική. «Ὀψόμεθα τῷ Θεῷ καθώς ἐστιν»[4] όπως γράφει Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ στο ομώνυμο βιβλίο του. Ο Καζαντζάκης μελετά, αναζητά το Θεό και προσπαθεί να Τον γνωρίσει ως στοχαστής και διανοούμενος. Δεν του είναι αδιάφορος ο Θεός και δεν Τον έχει διαγράψει. Δεν έχει όμως απαντήσει, δεν έχει λύσει και δεν έχει ξεκαθαρίσει αυτό το προσωπικό πρόβλημα που κατά κανόνα νοησιαρχικά τον βασανίζει. Αυτό είναι το δράμα του. Ο Κορδάτος, ο Βάρναλης, ο Μάρκος Αυγέρης, η Λιλή Ζωγράφου κι’  άλλοι διανοούμενοι της εποχής του και μεταγενέστεροι έχουν απαντήσει για τη σχέση τους με το Θεό, αλλά και δεν αρέσκονται μ’ αυτή τη διαρκή ενασχόληση του Καζαντζάκη με το Θεό. Τους ενοχλούσε αυτό το γεγονός.
Ο Καζαντζάκης δεν έκλεισε ποτέ το κεφάλαιο του Θεού στη ζωή του. Δεν μπόρεσε να διαγράψει το Θεό. Σ’ αυτό βοήθησε και η παράδοση της Κρήτης. Ο πολιτισμός της. Η παρακαταθήκη που παραδίδεται από γενιά σε γενιά. Συνεπώς ο Καζαντζάκης ανάστημα της πολιτιστικής παράδοσης και της πνευματικής παρακαταθήκης, όπως τη γνωρίζει και τη βιώνει στη γενέτειρά του, την Κρήτη, έχει τη δωρεά της ρωμαλέας δυσεύρετης και δημιουργικής σκέψης με την οποία αναζητά διαρκώς και διακαώς το Θεό. Όμως όλα αυτά γίνονται από και με το κοφτερό μυαλό του.
          Επιμένω ότι, ο Καζαντζάκης αναζητά το Θεό με το μυαλό του, στοχάζεται, σκέπτεται και συλλογάται περί Θεού[5]. Όπως οι περισσότεροι διανοούμενοι, σκέπτονται, συλλογιούνται και αμφισβητούν. Ακόμα και ο Σεφέρης που έλαβε το Νόμπελ και δεν έζησε αυτή την έντονη αμφισβήτηση και αναζήτηση του Θεού, γράφει στις δοκιμές του: «Συχνά όταν πηγαίνω στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μου είναι δύσκολο ν’ αποφασίσω αν ο Θεός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνις» [6].
          Δεν μπήκε όμως ο Καζαντζάκης στην πορεία να προσκαλέσει τη χάρη του Θεού των Πατέρων ημών και με την προσευχή να ελκύσει το έλεος του τριαδικού Θεού μέσα από τη λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας. Βέβαια αυτή η ιδεολογική προσέγγιση του Θεού, είναι χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής εποχής. Ένα ερώτημά μου προς τους μελετητές του Καζαντζάκη είναι αν αναφέρεται στα έργα του, στην προσευχή και στη δυναμική σχέση που δημιουργείται μεταξύ Θεού και προσευχομένου ανθρώπου, διότι εισερχόμεθα πλέον στην εν Χριστώ πορεία της σχέσης Θεού και ανθρώπου, όπου κυριαρχεί η δωρεά της ταπείνωσης, της απλότητας και της αγάπης. Άλλωστε «ο Θεός αγάπη εστι», κι έτσι πορευόμεθα προς τον επιφανέντα Θεό των Πατέρων ημών.
          Μέσα στις ιδεολογικές περιχαρακώσεις και αντιπαλότητες των μέσων του 20ού αιώνα και την έντονη ιδεολογικοποίηση του εκκλησιαστικού λόγου, με συνέπεια να παύει να είναι εκκλησιαστικός και ορθόδοξος, το Βατικανό αποφασίζει την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου του «Ο τελευταίος πειρασμός».  Ήδη το 1948 γράφει το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Το 1947 στο Παρίσι εκδίδεται «Ο Ζορμπάς».
          Μια διευκρίνιση χρήσιμη για τη συνέχεια:
          Στην Ελληνική επικράτεια έχομε δύο εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Του Οικουμενικού Πατριαρχείου όπου υπάγονται η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, το Άγιον Όρος και οι Νέες Χώρες και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, με την Πελοπόννησο, τη Στερεά, τη Θεσσαλία και τα Επτάνησα.
          Το 1953 έχομε την πρώτη κίνηση εναντίον του Καζαντζάκη για το έργο του Καπετάν Μιχάλης. Συγκεκριμένα στις 12 Νοεμβρίου 1953 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος θα γράψει εγκωμιαστικό άρθρο για τον Καπετάν Μιχάλη. «Εδώ κινείται μια ολόκληρη μικρή πολιτεία και κινείται σύμμετρα, με θαυμαστή και ισόρροπη κατανομή ενδιαφέροντος, δημιουργεί την ατμόσφαιρα της ομαδικής ψυχής χωρίς να παραλείπει τα επιμέρους»[7].
          Η Εστία απαντάει στο κείμενο του Χουρμούζιου και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ζήτησε την απαγόρευση των βιβλίων. Το ζήτημα απασχόλησε τη Βουλή. Οι Κ. Μητσοτάκης, Βουλοδήμος και Τζατζάνης υποβάλουν επερώτηση στη Βουλή και ο υπουργός Εσωτερικών καλείται «να καθορίσει ποία μέτρα σκέπτεται να λάβει η Κυβέρνησις δια την αντιμετώπισιν μιας καταστάσεως, η οποία όπως τονίζεται παραβλάπτει τον πολιτισμό της Χώρας»[8]. Οι αρχηγοί των Φιλελευθέρων Γ. Παπανδρέου και του Δημοκρατικού κόμματος Σβώλος υπογραμμίζουν τις οδυνηρές συνέπειες που θα είχε τυχούσα δίωξη του Καζαντζάκη.
          Μετά την απαγόρευση του «Τελευταίου πειρασμού» από το Βατικανό, διαβάζομε στην Ελευθερία (11-5-1954) ότι η Ιερά  Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος "θα ασχοληθεί εις μίαν των προσεχών αυτής συνεδριάσεων με το νέον βιβλίον του Νίκου Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός». Σχετικώς πληροφορούμεθα ότι υπεβλήθη ήδη εις την ιερά Σύνοδον έκθεσις του Μητροπολίτου Χίου, (πρόκειται για τον Παντελεήμονα Φωστίνη), δια το βιβλίον του Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης…» Ο Μητροπολίτης Χίου παραθέτει εις την έκθεσίν του αποσπάσματα από το βιβλίον τα οποία φρονεί ότι προσβάλλουν τον κλήρον και την Εκκλησίαν και κηρύσσουν αθεΐαν".
          Το επόμενο έτος 1955 στις 16 Φεβρουαρίου διαβάζομε στο Βήμα ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε ότι δεν θα έπρεπε να κυκλοφορήσουν εις την Ελλάδα τα δύο βιβλία του Ν. Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός» και «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Βέβαια το όλο ζήτημα προσλαμβάνει και τοπικιστικό χαρακτήρα. Αλλιώς πώς να εξηγήσομε ότι ο εκ Χανίων Νίκος Τωμαδάκης στο σπουδαστήριο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών «ενώπιον συγκεντρώσεως εκ διανοουμένων, θεολόγων και ικανών αρχιερέων… ανέλυσε το Χριστός ξανασταυρώνεται… το οποίον επέκρινε δριμύτατα και δια το εθνικόν του πνεύμα αλλ’ ιδίως δια το πνεύμα της αυτοκαταστροφής από το οποίον διαπνέεται»[9].
          Την επομένη 17 Φεβρουαρίου διαβάζομε επίσης εις το Βήμα ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος «απέστειλε χθες έγγραφον προς το υπουργείον Δικαιοσύνης δια του οποίου ζητεί όπως δυνάμει του άρθρου 14 του Συντάγματος και του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας απαγορευθεί η κυκλοφορία των βιβλίων του Ν. Καζαντζάκη»[10]. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία η απόφασις της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να παραπέμψει «τον φάκελον της όλης υποθέσεως εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον» διότι «ο Καζαντζάκης κατάγεται εκ Κρήτης και η Εκκλησία της γενέτειράς του υπάγεται στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και διότι διαμένει στη Μητρόπολη Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας η οποία επίσης υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου»[11]. Κατ’ ουσία η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι ομονοούσα, γι’ αυτό παραπέμπει το θέμα στο Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ελεύθερο από τις σκοπιμότητες και τις πιέσεις μιας εθνοκρατικής Εκκλησίας δεν ασχολήθηκε με τον Καζαντζάκη. Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη το 1961. Όταν ρωτήθηκε για το Νίκο Καζαντζάκη απήντησε ότι «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική βιβλιοθήκη»[12]. Συνεπώς είναι σαφέστατο ότι ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από Εκκλησία.
Για την απόφαση που η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος λαμβάνει και εισηγείται στην πολιτεία να μη κυκλοφορούν τα βιβλία του Καζαντζάκη αξίζει να συνεκτιμήσομε: Το 1956 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών είναι ο 82χρονος Σπυρίδων, μια ισχυρή προσωπικότητα που αναδείχθηκε από την εθναρχούσα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Αθηνών, με σοβαρά προβλήματα υγείας τελευτά σε ένα χρόνο, το Μάρτιο του 1957. Η ασθένεια και το προχωρημένο της ηλικίας του Αθηνών Σπυρίδωνος ο οποίος δεν δίστασε το 1951 να ζητήσει με επίσημη δήλωσή του, να μην εκτελεσθεί η θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη, πιστεύω ότι οδήγησε τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σ’ αυτή την αντικαζαντζική απόφαση. Η σχέση Σπυρίδωνος και Εκκλησίας δεν υπήρξε ποτέ ιδεολογικό ζήτημα. Το παράλληλο συναντάμε στους Αθηνών Δαμασκηνό, Χρυσόστομο Χατζησταύρου και Σεραφείμ. Ανάστημα της Εθναρχούσας Εκκλησίας και της Φαναριώτικης παράδοσης ο Σπυρίδων υπό άλλας συνθήκας θα οδηγούσε άλλως τα πράγματα. Θα προσπαθήσω όμως να δω και τα πρακτικά της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υποθέτω, θα έλεγα είμαι σίγουρος, ότι ο γηραιός και ασθενής Σπυρίδων για να εκτονώσει κάποιους ιεράρχες εισηγείται στην πολιτεία την απαγόρευση των βιβλίων, γνωρίζοντας ότι η Κυβέρνηση δεν θα λάβει ένα τέτοιο πολιτικό κόστος και την ίδια στιγμή παραπέμπει διπλωματικότατα το ζήτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
          Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ασχολείται με το ζήτημα και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, όπως είπαμε, κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη το 1961 σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου θα απαντήσει: «Τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική βιβλιοθήκη».
Στις 26 Οκτωβρίου 1957 ο Καζαντζάκης αφήνει την τελευταία του πνοή στο Φράυμπουργκ. Την Κυριακή 4 Νοεμβρίου το βράδυ έφθασε η σορός του Καζαντζάκη στην Αθήνα.
          Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γ. Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη. Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος δεν τόλμησε το αυτονόητο, φοβούμενος όχι αδίκως, τις αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων που τελικά έδρασαν και στο Ηράκλειο πλησίον του Αγίου Μηνά κατά την κηδεία του Καζαντζάκη. Αποτέλεσμα ήταν η σορός του Καζαντζάκη να παραμείνει στο νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος και του ιερέα. Κι εδώ όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη  συγκυρία που έχει σχέση με τα πρόσωπα και τα γενόμενα. Ο Αθηνών Θεόκλητος εξελέγη στις 12 Αυγούστου 1957, διαδεχόμενος το Δωρόθεο ο οποίος μετά το Σπυρίδωνα παρέμεινε ένα περίπου χρόνο Αρχιεπίσκοπος, εκδημήσας στις 26 Ιουλίου 1957. Δυόμισι δηλαδή μήνες πριν το θάνατο του Καζαντζάκη, έχει εκλεγεί ο Αθηνών Θεόκλητος με 31 ψήφους σε σύνολο 58. Μείον δηλαδή 27 ψήφους. Θα 'λεγε κανείς ότι κακές συγκυρίες δεν ευνοούν τον Καζαντζάκη και προσδιορίζουν τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος προς το πρόσωπό του. Ο Κρήτης Ευγένιος Ψαλιδάκης θα αποτελέσει τον από μηχανής Θεό, αν θέλομε όρο της αρχαίας τραγωδίας, που θα αποκαταστήσει τα πράγματα, θα τελέσει ο ίδιος την κηδεία με τον πρωτοσύγκελό του και με συμμετοχή πολλών κληρικών.
          Τα δύο αυτά γεγονότα: Πρώτον η απόφαση της Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να ζητήσει από την πολιτεία την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Καζαντζάκη , ενώ την ίδια στιγμή έπεμπε το σχετικό φάκελο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεύτερον η άρνηση του μόλις εκλεγέντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεόκλητου να εναποτεθεί η σορός του Καζαντζάκη σε ναό των Αθηνών, δημιούργησαν το μύθο ότι ο Καζαντζάκης αφορίστηκε από την Εκκλησία και δεν του έγινε νεκρώσιμη ακολουθία. Τα γεγονότα βέβαια οδηγήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση από τη δυσπιστία συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων προς την Εκκλησία, για ευνόητους λόγους, ενώ την ίδια στιγμή οι χριστιανικές οργανώσεις με επικεφαλής τον μετέπειτα Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη, εστρέφοντο εναντίον του Ευγενίου που τέλεσε την κηδεία.
Βέβαια οι μύθοι πλάθονται, θεριεύουν και συνοδεύουν ξεχωριστές προσωπικότητες, μεγάλες μορφές και τέτοιος ήταν ο Καζαντζάκης, ο οποίος δεν αφορίστηκε από την Εκκλησία κι’  ενταφιάστηκε κατά τους κανόνες και την τάξη της ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα δύο όμως αυτά γεγονότα ακόμα και σήμερα με τέτοια εξέλιξη στα μέσα ενημέρωσης, δεν στάθηκαν ικανά να διαλύσουν το πέπλο του μύθου για τον αφορισμό και τον ενταφιασμό του Καζαντζάκη.
          Η σορός του Καζαντζάκη έφτασε στη γενέτειρά του το Ηράκλειο της Κρήτης, τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου. Τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά έως τις 11 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ξεκίνησε η νεκρώσιμη ακολουθία προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Ψαλιδάκη. Στην εξόδιο ακολουθία παρίστατο ο Υπουργός Παιδείας Γεροκωστόπουλος, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γ. Παπανδρέου, ο Κ. Μητσοτάκης. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Θ. Κακρίδης.
          Ο Κρήτης Ευγένιος ήτο φυσικό να προεξάρχει της εξοδίου ακολουθίας του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ίδιος ως χαρακτήρας ήτο μετριοπαθής και συναινετικός, οι δε σχέσεις του με τον επικεφαλής των εκκλησιαστικών σωματείων Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Ξένο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων επί δικτατορίας, δεν ήταν οι καλύτερες. Υπάρχει μάλιστα και εκκλησιαστικό επιτίμιο από τον Ευγένιο προς τον τότε αρχιμανδρίτη Νικόλαο καταχωρημένο στον κώδικα της Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης.
Ο μακαριστός Ευγένιος έπραξε το αυτονόητο. Κήδευσε τη μεγαλύτερη προσωπικότητα ή ένα από τα μεγαλύτερα αναστήματα που στη διαχρονική της πορεία έχει αναδείξει η πόλη του Ηρακλείου και η Κρήτη, παρόλο που δεν έλειψαν οι αντιδράσεις. Γύρω από τον Άγιο Μηνά έκαιγαν εφημερίδες και φωνασκούσαν φανατικοί και ακραίοι θρησκευόμενοι και κατά την ώρα της κηδείας. Η δε «Σπίθα» του τότε  Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου έγραψε μεταξύ άλλων: «Και όμως, τον υβριστήν, τον μυκτηριστήν, τον βλάσφημον τούτον (…) η Ελλάς (…) εκήδευσεν εν πομπή και παρατάξει (…)». «Κατά την κηδείαν παρέστησαν ο Υπουργός των Θρησκευμάτων και Παιδείας, ένας εκ των αρχηγών της αντιπολιτεύσεως, συναρχηγός μεγάλου και ιστορικού κόμματος της Πατρίδος, βουλευταί, πρόεδροι και δήμαρχοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχναι, καθηγηταί, ο Πρύτανις του εν Θεσ/κη Παν/μίου κ. Κακριδής, σπουδασταί της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, οι οποίοι εκράτουν εις τας χείρας των αντί Ευαγγελίων τα βιβλία του Κ., το δε θλιβερώτερον εξ όλων εις την κηδείαν παρέστη και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Κρήτης κ. Ευγένιος. Ούτος αν και προειδοποιήθη  εξ Αθηνών περί της αλγεινής εντυπώσεως, την οποίαν θα εδημιούργει  παρά τω ευσεβεί λαώ η δια εκκλησιαστικής ακολουθίας κήδευσις του δεινού υβριστού της αμωμήτου ημών πίστεως, δεν ηθέλησε δυστυχώς να μιμηθή το παράδειγμα του Μ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Θεοκλήτου, όστις ηρνήθη να τεθή εντός ναού της πρωτευούσης, έστω και ολίγας ώρας, ο νεκρός του Κ., αλλ’ υπεχώρησεν ίσως εις πίεσιν κοσμικών παραγόντων και παρέστη. Να ψάλλη ευχάς επικηδείους εις ποίον; Εις ένα Αντίχριστον. Εύγε άγιε Κρήτης! Εξ αφορμής της παρουσίας του Σεβ. Μητροπολίτου  Κρήτης εις την κηδείαν του αντιχρίστου, ηκούσαμεν πιστόν της Εκκλησίας τέκνον να λέγη: Πόσον επεθύμουν να ήμην Μητροπολίτης Κρήτης μίαν και μόνον ημέραν, την ημέραν της κηδείας του Κ. δια να κλείσω όλους τους ναούς της πόλεως, δια ν’ απαγορεύσω εις όλους τους ιερείς να παρακολουθήσουν την κηδείαν, δια να είπω προς τους επιμένοντας: πηγαίνετέ τον, κύριοί μου, εις τζαμί, εις Χάβραν, εις στοάν Μασονικήν, πηγαίνετέ τον όπου θέλετε, αλλ’ εις ναόν Ορθόδοξον δεν θα επιτρέψω,…», «Δια την συμμετοχήν σας αυτήν και μόνον, κ. Πρύτανι, εις κηδείαν ενός τοιούτου ασεβούς, του οποίου τα συγγράμματα κατεδίκασεν η Εκκλησία ημών, ο Π. Μητροπολίτης Θεσ/κης κ. Παντελεήμων διαμαρτυρόμενος δεν πρέπει να πατήση εις το Πανεπιστήμιον, σού πρυτανεύοντος, ούτε να επιτρέψει την είσοδόν σου εις ναόν Ορθόδοξον κατά την εορτήν των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι εάν έζων σήμερον θα αφώριζον και θα εξέβαλλον των Ιερών Ναών  όλους τους συνευδοκούντας και επαινούντας τα συγγράμματα ενός απίστου και βλασφήμου συγγραφέως.»[13].
Βέβαια γκρίζοι λύκοι, φανατικοί και διχαστικοί, υπάρχουν παντού και πάντοτε. Το ζητούμενο είναι πόσο το συλλογικό σώμα της κοινωνίας βοηθάει και ενισχύει τέτοιες συμπεριφορές, πεποιθήσεις και εκφράσεις ή σέβεται, επιτρέπει και διασφαλίζει την ελεύθερη έκφραση των συνειδήσεων, των πολιτισμών, των θρησκειών και των συμβόλων τους μέσα πλέον στην κοινωνία των πολιτών. Ο Αντώνης Σανουδάκης σε ανακοίνωσή του το 1997 στα σαραντάχρονα της εκδημίας του Καζαντζάκη, μας διασώζει μια σημαντική πληροφορία που όχι μόνο την έχω διασταυρώσει και από άλλες πηγές, αλλά υπήρξα και αυτήκοος μάρτυράς της, μεταγενέστερα περί το 1972. Ο μακαριστός Ευγένιος επικοινώνησε τηλεφωνικά όπως ήταν φυσικό με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και μάλιστα από τον ίδιο τον Πατριάρχη Αθηναγόρα ζήτησε άδεια συμμετοχής για να προεξάρχει της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ο Πατριάρχης με τη γνωστή διπλωματική φαναριώτικη γλώσσα του απάντησε για τα της νεκρωσίμου ακολουθίας του Καζαντζάκη, «στα πράγματα αυτά την ευθύνη έχει ο οικείος επίσκοπος».
Στην ακολουθία συμμετείχε και ο πρωτοσύγκελος Φιλόθεος Βουζουνεράκης, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ιεροσητείας. Ο δε Κακρίδης ήτο ο μόνος πρύτανης που παρίστατο στην κηδεία.
          Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τη σορό του Καζαντζάκη συνόδευσε στο Μαρτινέγκο ο στρατιωτικός ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης. Όπως συμβαίνει κατά κανόνα, ένας ιερέας συνοδεύει με πετραχήλι στον τάφο το νεκρό.
          Στον π. Σταύρο Καρπαθιωτάκη με το αιτιολογικό ότι απουσίασε από την υπηρεσία του χωρίς άδεια επεβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ημερών.
          Συνεπώς ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από την Εκκλησία και ετάφη κανονικά, προεξάρχοντος μάλιστα της νεκρωσίμου ακολουθίας του Κρήτης Ευγενίου. Τα περί αντιθέτου λεγόμενα αποτελούν μύθο, δημιουργηθέντα κυρίως από κάποιους κύκλους θρησκευομένων και αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν ένα αφορισμένο Καζαντζάκη. Είναι όμως βέβαιο ότι οι μύθοι συνοδεύουν μεγάλες μορφές και τέτοιος υπήρξε ο διανοούμενος, ο στοχαστής διαχρονικός συγγραφέας της Κρήτης, Νίκος Καζαντζάκης.
  
*Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης.



[1] Ν. Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη, Θεσσαλονίκη 19892, σ.55.              
[2] Γ. Στεφανάκης, Αναφορά στον Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σ.229.
[3] Π. Πρεβελάκη, Ο Καζαντζάκης: Σχεδίασμα εσωτερικής βιογραφίας, στο Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα 19842, σ. 84.
[4] Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τω Θεώ καθώς εστιν, Έσσεξ 19963, Ι. Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας.
[5] Πήτερ Μπην, Οκτώ κεφάλαια για το Νίκο Καζαντζάκη, επιμέλεια Σ.Ν. Φιλιππίδης, Αθήνα 2007, σ. 106-177.
[6] Ν. Ματσούκα, ό.π., σ.15.
[7] Καθημερινή, 12 Νοεμβρίου 1953.
[8] Γ. Στεφανάκη, ό.π., σ. 236-237.
[9] Βήμα, 16 Φεβρουαρίου 1955.
[10] Ό.π, 17 Φεβρουαρίου 1955.
[11] Ό.π.
[12] Ε. Κατσουλάκη, Η Σταύρωση του Νίκου Καζαντζάκη, Από το διαδικτυακό τόπο της εφημερίδας GreekNewshttp:www.greeknewsonline.com/modules.php?name=News&file=print&sid=850
[13] Σπίθα, Η κηδεία ενός αντιχρίστου, Νοέμβριος 1957, αριθ. φύλ. 199. Παραθέτομε το κείμενο για να προσεγγίσομε το κλίμα της εποχής.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...