Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2025

Ομιλία εις τα άχραντα πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

 Ομιλία εις τα άχραντα πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Τά ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν τόσο μεγάλη σημασία γιά τήν πίστη μας καί γιά τήν πνευματική μας ζωή πού εἶναι ἀπαραίτητο νά τά μελετᾶμε συνεχῶς.

 

            Ἐπιγραμματικά λέμε, ὅτι ἕνας ἀπό τούς πιό βαθεῖς νεώτερους μελετητές ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου τό ὁποῖο ἔχει ἑρμηνεύσει βαθυστόχαστα, εὐλαβέστατος ἄνθρωπος(1)  λέει: «Τό πιό μεγάλο πρᾶγμα στόν κόσμο εἶναι ὁ Χριστός καί στό Χριστό τό πιό μεγάλο εἶναι τά Πάθη Του».

            Ὅταν τό σκεφθῆ κανείς αὐτό, καταλαβαίνει πόσο πρέπει νά κάνει ἀντικείμενο μελέτης του, τά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀρχίζομε τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τό βράδυ, ψάλλομε ἕνα ὡραῖο τροπάριο πού λέγει:

            «Τά πάθη τά σεπτά ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά ἀνατέλλει τῷ κόσμω». Δηλαδή τά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ  Χριστοῦ εἶναι φῶτα σωστικά γιά τόν κόσμο. Καί ἡ ἔναρξή τους, καί ἡ ἔναρξη τοῦ ἑορτασμοῦ τους πρέπει νά παραλληλίζεται μέ ἀνατολή ἡλίου. Ὅπως ὁ ἥλιος ἀνατέλλει, φωτίζει καί ζωογονεῖ ἔτσι καί ἡ ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φωτίζει καί ζωογονεῖ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.

            Στά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νά κάνουμε διάκριση δύο πραγμάτων:

            Τῶν σωματικῶν Του παθῶν καί τῶν ψυχικῶν Του παθῶν.

            Καί τά μέν σωματικά πάθη τά παρακολουθοῦμε ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποίαν συνελήφθη, ἐδέθη, ἐδικάσθη καί ἄρχισε τό φραγγέλωμα, ἡ τιμωρία καί ὁ σταυρός.

            Τά ψυχικά Του πάθη, καί τό τονίζομε αὐτό γιατί φυσικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί ψυχή καί ἔχει σωματικά καί ψυχικά πάθη, τά πρακολουθοῦμε βέβαια σέ ὅλη τήν πορεία, τῶν ἀχράντων παθῶν, ἀλλά σάν σέ μιά περίληψη, κάπως συνοπτικά καί πιό ἐποπτικά τά βλέπομε στήν προσευχή πού ἔκανε στήν Γεθσημανῆ.

            Μᾶς λέγει λοιπόν τό ἅγιο Εὐαγγέλιο σ᾿ αὐτή τήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ, τήν ὁποία θά ἐπιμείνομε νά ἀναλύσομε κάπως σήμερα γιά νά δοῦμε τόν πόνο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε τά Πάθη Του καί γιατί τά ἀντιμετώπισε ἔτσι.

            Τό ἅγιο Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει, ὅτι ἀφοῦ ἐτέλεσε ὁ Κύριος τό Μυστικό Δεῖπνο, πῆρε τούς μαθητάς Του καί πῆγε εἰς τόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ ἦταν ἕνα χωράφι πού εἶχε ἐλιές, ἕνας ἐλαιώνας. Δέν ξέρομε σέ ποιόν ἀνῆκε, τί σχέση εἶχε, τί ἰδιαίτερο τοῦ εὕρισκε ὁ Κύριος. Ἀλλά ἔχομε τή σαφή πληροφορία, ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος ἀγαποῦσε πάρα πολύ αὐτό τό χωράφι καί πήγαινε συχνά ὅταν βρισκόταν στήν Ἱερουσαλήμ ἐκεῖ γιά νά προσευχηθῆ.

            Τό ὅτι ὁ Κύριος μας πού ἦταν Θεός καί συνεπῶς ὑπέρτερος, ὑπεράνω τῶν παθῶν, ἀγαποῦσε ἕνα χωράφι μέ ὡρισμένες πέτρες καί ὁρισμένα δένδρα  κάπως διαφορετικά καί ἤθελε νά πηγαίνει ἐκεῖ καί ὄχι καί κάπου ἀλλοῦ γιά νά προσεύχεται, ὅταν εἶχε τή δυνατότητα, αὐτό μᾶς δείχνει πώς κάθε προτίμηση δέν εἶναι ἁμαρτωλή. Ὑπάρχουν μερικές προτιμήσεις πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε σέ πρόσωπα εἴτε σέ πράγματα οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπολύτως σωστές, φυσιολογικές στόν ἐνάρετο ἄνθρωπο τό νικητή τῶν παθῶν καί ἡγιασμένο.

            Μέ αὐτό τόν τρόπο καί ὁ Κύριος μας ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν ἄχραντη Μητέρα Του, Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ἅγιο πανεύφημο ἀπόστολο Πέτρο, τούς ὁποίους ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα καί περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους μαθητάς Του. Ὄχι σέ ποσό ἀγάπης ἀλλά σέ ποιόν ἀγάπης. Δηλαδή μέ λίγο περισσότερη ἀνθρώπινη ζεστασιά. Μέ λίγο περισσότερο συναισθηματισμό.

            Κατά τόν ἴδιο τρόπο λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαποῦσε ἔτσι ἰδιαιτέρως καί τόν κῆπο αὐτό τῆς Γεθσημανῆ.

            Ἀφοῦ λοιπόν ἔφθασε εἰς τόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ εἶπε σ᾿ ὅλους τούς μαθητάς Του: «Κάτσετε ἐδῶ, μέχρι πού νά πάω νά προσευχηθῶ». Συνηθισμένα πράγματα γιά τούς μαθητές· τό ἀπεδέχθησαν καί ἐκάθησαν. Παρέλαβε μαζί Του τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Τούς τρεῖς μαθητές τούς ὁποίους καί ἀγαποῦσε περισσότερο καί εἶχαν περισσότερες καί μεγαλύτερες πνευματικές ἀρετές. Καί τούς λέει: «Καθεῖστε ἐδῶ καί μείνετε ἄγρυπνοι. Μή κοιμηθῆτε. Γρηγορεῖτε. Μήν ἀφῆστε τόν ἑαυτό σας νά ἀποκοιμηθεῖ». Ἦταν ἤδη πολύ βαθειά νύχτα. «Μέχρι πού νά πάω παραπέρα νά προσευχηθῶ».          

            Λέγοντας τους αὐτά τά λόγια ὁ Κύριος λέγει τό ἅγιον Εὐαγγέλιο «ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καί ἀδημονεῖν». Δέν τούς τά εἶπε οὔτε μέ γαλήνη, οὔτε μέ εἰρήνη. Ἡ λέξη «ἐκθαμβεῖσθαι» σημαίνει εἶχε τήν αἴσθηση, εἶχε τήν ἔκφραση, ἑνός ἀνθρώπου πού αἰσθάνεται σάν νά τἄχει χαμένα. Σάν νά τοῦ ἦρθε κατάπληξη. Σάν νά παρουσιάστηκε μπροστά του κάτι τόσο τρομερό πού τόν ἔκανε νά τά χάσει ἐντελῶς. Ἔπαψε τό μυαλό του θά λέγαμε νά λειτουργεῖ. Ἔπαψε νά μπορεῖ νά σκέπτεται. Κάτι τέτοιο σημαίνει ἡ λέξη «ἐκθαμβεῖσθαι». Καί τό «ἀδημονεῖν» σημαίνει αὐτό πού λέμε ἐμεῖς «τόν ἐκυρίευσε ἄγχος». Αἰσθανόταν ψυχικά πάρα πολύ δύσκολα.

            Αὐτά τά πράγματα διαβάστε τά· εἶναι πάρα πολύ ἁπλά καί δικαιολογημένα. Νά αἰσθανθοῦμε καί ἐμεῖς ἄγχος, νά ἐκθαμβηθοῦμε, νά καταπλαγοῦμε, νά τά χάσομε. Νά μείνομε ἀποσβολωμένοι καί ἀπολιθωμένοι ἀπό κάτι πού εἴδαμε καί νά μᾶς πιάσει τό τρομερό ἄγχος καί ἀγωνία. Εἶναι πάρα πολύ φυσιολογικό γιά μᾶς. Καί πολύ κατανοητό. Γιά τό Κύριο μας ὅμως εἶναι κάτι τό πολύ ἀπαράδεκτο. Γιατί; Γιατί εἶναι Θεός. Καί Θεός τί σημαίνει; Κύριος. Τί ἀκόμα σημαίνει; Φωτισμένος. Καθαρός. Δυνατός. Καί σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο δημιουργεῖται τό ἐρώτημα:

            -Καλά, πῶς ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός φθάνει στό σημεῖο νά ἐκθαμβεῖται καί νά ἀδημονεῖ; Γι᾿ αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ περικοπή αὐτή τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου ἀλλά καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πρέπει καί ἐμεῖς νά τή μελετήσουμε γιά νά ἰδοῦμε πῶς ὁ Κύριός μας ἀντιμετώπισε τό πάθος.

            «Περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».

            Ὅταν τό λέει ἕνας ἄνθρωπος, «περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» συνήθως μεγαλοποιεῖ τόν πόνο του. Κάθε ἄνθρωπος συνηθίζει τό δικό του πόνο νά τόν βλέπει βουνό καί τῶν ἄλλων ἀανθρώπων τόν πόνο νά τόν βλέπει κουνούπι, μυρμήγκι. Γιατί; Γιατί τό δικό του πόνο κάθε στιγμή τόν αἰσθάνεται καί πονᾶ. Τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τόν πόνο δέν τόν αἰσθάνεται, δέν τόν καταλαβαίνει, ἔστω καί ἄν ἀκόμα ἔχει περάσει ἀνάλογο πόνο. Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε πιέζει τόν ἑαυτό του γιά νά αἰσθανθεῖ γιά τόν ἄλλο συμπόνια.

            Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν Θεός καί ὅποιος μελετήσει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο βλέπει ὅτι πουθενά δέν τά ἔλεγε τά λόγια Του παραπανιστά ἀλλά μετά πάσης ἀκριβείας. Ὅταν λοιπόν λέγει «περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» ἐκφράζει τήν ἀλήθεια καί θέλει νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι αὐτή τή στιγμή, ἡ λύπη μου, ὁ ἐσωτερικός μου ψυχικός πόνος εἶναι τόσο μεγάλος ὥστε θά ἔπρεπε κανονικά σάν ἄνθρωπος -ἄν ἤμουνα ἄνθρωπος ἁπλός- καί αἰσθανόμουνα αὐτή τή λύπη πού αἰσθάνομαι τώρα, θά ἔπρεπε νά παγώσω, νά ξεψυχήσω, νά πεθάνω, μόνο ἀπό αὐτή τή λύπη.

            Καί ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια ὁ Κύριος πῆγε παραπέρα σέ μιά ἀπόσταση ἀπό τούς τρεῖς μαθητές Του καί λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο «ἔπιπτεν ἐπί τῆς γῆς». Τό «ἔπιπτεν ἐπί τῆς γῆς» πού χρησιμοποιεῖ χρόνο παρατατικό δηλαδή χρόνο τῆς συνέχειας -ὄχι μιά φορά ἔπεσε καί ἐστάθη- ἀλλά ἔπιπτε συνεχῶς, σημαίνει πώς ὁ Χριστός ἔκανε ἐκεῖνα πού μερικές φορές μερικοί ἔξυπνοι χριστιανοί κοροϊδεύουν: Ἔκανε μετάνοιες.

            Καί τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρσιτός στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ σ᾿ αὐτή τήν πνευματική κατάσταση, σ᾿ αὐτή τήν πνευματική κατάσταση ἔκανε στρωτές μετάνοιες, δείχνει, πόσο μεγάλη σημασία ἔχουν γιά τήν πνευματική ζωή, τοῦ ἀνθρώπου οἱ στρωτές μετάνοιες. Καί καλό εἶναι σάν ταπεινοί δοῦλοι Του καί ὀπαδοί Του καί ἐμεῖς ὅταν βρισκόμαστε σέ ὁποιαδήποτε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας πνευματική καί κυρίως ὅταν βρισκόμαστε σέ κατάσταση θλίψεως καί πόνου, νά μή ζητᾶμε τή δύναμη καί τήν παρηγοριά σέ ἄλλα μέσα τά ὁποῖα εἶναι χωρίς ἀποτέλεσμα καί χωρίς δύναμη, «λάκκοι συντετριμμένοι» ἀλλά στό μέσον καί τό ὅπλο πού χρησιμοποίησε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καί τό ὁποῖο ἀκριβῶς γιά νά τό χρησιμοποιήσει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός σημαίνει πώς εἶναι τό καλύτερο καί τό δραστικότερο φάρμακο.

            Καί προσηύχετο κάνοντας λοιπόν μετάνοιες ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, προσηύχετο καί ἔλεγε: «Πάτερ, πάντα δυνατά Σοι». Πατέρα μου ὅλα γιά σένα εἶναι δυνατά. «Παρένεγκε τό ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ ἐμοῦ». Πάρ᾿ το αὐτό τό ποτήρι ἀπό ἐμένα. «Ἀλλά οὐ τι ἐγώ θέλω ἀλλ’ εἰ τι Σύ». Ὅμως ὄχι τί θέλω ἐγώ ἀλλά τί θέλεις Σύ. Νά μή γίνει αὐτό πού θέλω ἐγώ, ἀλλά νά γίνει αὐτό πού θέλεις Ἐσύ.

            Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶχε ἔρθει στόν κόσμο γιά νά σώσει τόν κόσμο. Καί σάν Θεός πού ἦταν ἤξερε ποῖο ἦταν τό σχέδιο Του. Τό σχέδιο τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τό ἔμαθε ἐκείνη τή στιγμή. Τό ἤξερε. Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τό πρόσωπο τό δικό μας, πού ἀρχίζει ἀπό τήν πλήρη ἄγνοια, μωρό. Πού ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό λέμε «μωρό» ἐπειδή εἶναι τελείως μωρό. Δέν ξέρει τίποτα δηλαδή καί σιγά-σιγά μαθαίνει, μορφώνεται, συνετίζεται, σοφίζεται.

            Ἀλλά ὁ Κύριος ἤξερε τά πάντα, ὄχι ἀπό τή στιγμή τῆς γεννήσεώς του ἀλλά πρό αἰώνων. Γιατί ὑπῆρχε πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί συνεπῶς καί τό ὅτι ἀφοῦ θά ἐρχόταν στή γῆ θά ὑπέφερε σάν ἄνθρωπος, ὅλα ὅσα ὑπέφερε γιά τήν σωτηρία μας, τά ἤξερε πάρα πολύ καλά. Καί τά ἤξερε μέχρι τίς λεπτομέρειες καί μέ ἀκρίβεια.

            Τί σημαίνει τώρα αὐτή ἡ προσευχή «Πάτερ εἰ δυνατόν;» ὅλα εἶναι γιά σένα δυνατά; Δηλαδή ἀφοῦ τώρα τοῦ ἔλεγε ὅλα εἶναι δυνατά, δέν εἶναι τάχα δυνατό νά ἀλλάξει καί ἕνα σχέδιο καί τελικά νά σώσουμε αὐτόν τόν ταλαίπωρο τόν κόσμο, κάπως διαφορετικά; Πρέπει ὁπωσδήποτε νά συμβεῖ καί αὐτό. «Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ».

            Αὐτά τά λόγια, μένουν γιά τούς ἀνθρώπους μυστήριο κλειδωμένο μέ πολλά κλειδιά ἐάν δέν προσέξουν τό ἑξῆς, πού εἶναι καί ἕνα ἀπό τά βασικώτερα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας δηλαδή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ θεία φύση εἶναι ὁλόκληρη καί ἐξ᾿ αἰτίας τοῦ ὅτι ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση οὔτε ἐμειώθη, οὔτε ἐστένεψε, οὔτε ἐκενώθη, οὔτε ἄδειασε, οὔτε μίκρυνε, οὔτε τίποτε. Καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα Του δηλαδή καί ἡ ψυχή Του, ἀπό τό ὅτι ἑνώθηκε μέ τήν θεία φύση, δέν ἄλλαξε ἀπολύτως τίποτε. Ἦταν σῶμα καί ἔμεινε σῶμα. Μέ τίς ἴδιες ἀπολύτως δυνατότητες. Καί ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία καθαρά ἀνθρωπίνη ψυχή, μέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἀνθρώπινα πάθη ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἀνθρώπινα πάθη. Καί οἱ Πατέρες ἐτόνιζαν πάντοτε ὅτι στά ἀνθρώπινα πάθη ὑπάγονται ὁ φόβος, ἡ δειλία καί ἡ ἀγωνία. Ὁ φόβος, ἡ δειλία καί ἡ ἀγωνία δέν εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἁμαρτίες. Ἀλλά εἶναι ἁπλῶς ψυχικά, ἀδιάβλητα, δηλαδή ἀναμάρτητα πάθη.

            Αὐτά τά ψυχικά, ἀδιάβλητα, ἀναμάρτητα πάθη ἐνήργησαν μέσα στό Χριστό ἐκείνη τή στιγμή μέ τόν πιό δυνατό τρόπο καί τόν ἔκαναν νά αἰσθανθῆ ὅλη τή βαθειά ταραχή, πού εἴπαμε προηγουμένως. Αἰσθάνθηκε αὐτή τήν ταραχή ὁ Κύριος, γιατί σάν Θεός γνώριζε ὅλα ὅσα θά συνέβαιναν. Σάν ἀνθρωπίνη «ψυχικά», ἡ ψυχή Του αἰσθάνόταν τήν ἐντελῶς φυσική γιά τόν ἄνθρωπο ἀπέχθεια γιά τόν πόνο. Αἰσθανόταν τή δειλία τοῦ θανάτου. Καί αἰσθανόταν γιά ὅλα αὐτά ἀγωνία.

            Γιά νά τό καταλάβομε αὐτό, ἄς θυμηθοῦμε, ὅτι γιά τόν ἄνθρωπο τό πιό γλυκό πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλπίδα  τῆς ζωῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλπίζει ὅτι ἔχει μπροστά  του ζωή καί ὅτι ἀπό κάποια ἀρρώστια κάτι κακό πού τοῦ συνέβη ὑπάρχει ἐλπίδα νά θεραπευθῆ καί νά γίνει καλά, αἰσθάνεται μία ἄνεση καί ἀνακούφιση. Ἀπό τή στιγμή πού θά τοῦ φύγει τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐλπίδα, ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ ζωή του γίνεται τόσο πικρή καί τόσο μαύρη ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὥστε δέν ὑπάρχει χειρότερη δυστυχία καί ταλαιπωρία. Μπορεῖ νά τό καταλάβει ἕνας ἄνθρωπος μόνο ἄν ἔτυχε νά γνωρίσει ἄνθρωπο πού εἶχε βεβαιότητα στήν ἀρρώστια του ὅτι βαδίζει μέ μαθηματική ἀκρίβεια πρός τόν θάνατο. Τότε καταλαβαίνει κανείς τί πικρό πρᾶγμα πού εἶναι νά φύγει ἡ ἐλπίδα.

            Ὁ Κύριος ὅμως δέν εἶχε ἁπλῶς βεβαιότητα ὅτι βαδίζει πρός τόν θάνατο ἀλλά καί βεβαιότητα γιά τί μορφῆς θά ἦταν ὁ θάνατος αὐτός. Καί τί βασανιστήρια ψυχικά καί σωματικά θά περνοῦσε. Μέσα σ᾿ αὐτή λοιπόν τήν κατάσταση ὁ Κύριός μας αἰσθανόμενος αὐτή τήν ἀγωνία ἔλεγε: «Πάτερ παρένεγκε τό ποτήριον τοῦτο ἀλλά νά γίνει ὄχι ὅ,τι  θέλω ἐγώ,  ἀλλά ὅ,τι  σύ». Αὐτό τό γεγονός, μᾶς δείχνει πώς πρέπει καί ἐμεῖς νά σκεφτόμαστε.

            Εἶναι ἀπολύτως φυσικό καί ἀπολύτως διακαιολογημένο νά ζητᾶμε νά παρέλθει κάθε εἴδους πειρασμός. Ἀλλά πρέπει πάντοτε, αὐτό νά τό ζητᾶμε ὄχι ἐπειδή τό θέλομε ἐμεῖς, «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ». Γιατί; Τί θέλει νά μᾶς πεῖ μέ αὐτό ὁ Κύριος. Ὑπεράνω ὅλων στόν ἄνθρωπο, μᾶς λέγει, δέν εἶναι ἡ ζωή, ὁ πόνος, ἡ χαρά, ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ἡ ταύτιση τοῦ θελήματός μας μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σάν ἄνθρωπος εἶχε δικό του θέλημα καί τό ἐξέφρασε. «Πάτερ πάντα δυνατά Σοι». Ἄν εἶναι δυνατόν ἄλλαξε σχέδιο. Κάνε καί σέ Μένα ἕνα χατῆρι. «Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾿ ὡς Σύ». Ὅμως γιά μένα ὑπέρτατο δέν εἶναι ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ. Ἀλλά εἶναι ἡ ταύτιση μέ τό θέλημά Σου.

            Ἐκεῖνο πού θέλουμε ἐμεῖς εἶναι ἀνθρώπινο καί ἐπίγειο. Θά μᾶς προσθέσει λίγη χαρά καί λίγη εὐτυχία ἐπίγεια, προσωρινή. Γιά πόσο χρονικό διάστημα; Κανείς δέν ξέρει. Γιατί κάθε τι τό ἐπίγειο μπορεῖ νά εἶναι καί διαρκείας ὡρισμένων ἐτῶν, ἀλλά μπορεῖ νά περιοριστεῖ καί σέ μία μικρή στιγμή. Ἡ ταύτιση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τοῦ δίνει κάτι τό αἰώνιο. Γιατί; Γιατί τόν κάνει ὅμοιο μέ τόν Θεό. «Γίνεσθε τέλειοι ὅτι ὁ Πατήρ ὑμῶν τέλειος ἐστίν». «Γίνεσθε ἅγιοι καθώς καί ὀ Πατήρ ὑμῶν ἅγιος ἐστιν». Καί «γίνεσθε οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐπουράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Πρέπει νά γίνομε κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖο γίνεται μέ ἕνα καί μοναδικό τρόπο. Μέ τήν ταύτιση τοῦ θελήματός μας μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ.

            Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, εἶναι καλό νά πεῖ κανείς καί τήν ἑξῆς παρατήρηση.

            Πολλοί ἄνθρωποι καί σήμερα καί κάθε ἐποχή ζητοῦν νά γίνει ἡ ἐπίγεια ζωή «βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Δηλαδή τί νά γίνει; Νά γίνει συνεχής χαρά καί ἀπόλαυση καί διασκέδαση ἡ ἐπίγεια ζωή τους. Ἡ ζωή τους ἐπάνω στή γῆ. Καί ἐν ὀνόματι τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς μεταβολῆς, μετατροπῆς τῆς ἐπίγειας ζωῆς σέ βασιλεία οὐρανῶν, σέ βασιλεία Θεοῦ περιφρονοῦν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν δηλαδή τήν ταύτιση τοῦ θελήματός τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι μία ἀπό τίς χειρότερες πλάνες στήν ὁποία μπορεῖ νά περιπέσει ἕνας ἄνθρωπος.       

            Ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ Κύριος μας ἀρκετή ὥρα, «ἔρχεται πρός τούς μαθητάς Του καί εὑρίσκει αὐτούς καθεύδοντας». Τούς εἶπε προηγουμένως «Γρηγορεῖτε», μείνετε ἄγρυπνοι. Γιατί; Ἤθελε νά αἰσθάνεται, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ἄνθρωπος, πώς κάποιος εἶναι κοντά Του. Θυμηθεῖτε τί εἴμαστε ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι. Στή σκέψη ὅτι κάποιος ἀγρυπνεῖ καί ὅταν βήξομε ἤ ἀναστενάξομε λέει: Τί ἔχεις; Τί θέλεις; Μᾶς δίνει πολύ μεγάλη παρηγοριά. Καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς  Χριστός ἀπό τόν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο καί γιά τόν ἴδιο σκοπό, παρεκάλεσε τούς τρεῖς μαθητές του νά μείνουνε ἄγρυπνοι κοντά Του. Γιά νά βρεῖ τή στιγμή πού θά τό αἰσθανόταν, κοντά τους, λίγη παρηγοριά.

            Καί πραγματικά μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο προσεύχεται, προσεύχεται, προσεύχεται κάνοντας μετάνοιες μέ τό δραστικό ὅπλο καί τήν πιό δυνατή προσευχή πού εἶναι οἱ μετάνοιες καί δέ βρίσκει καμμιά παρηγοριά. Στήν προσευχή δέ βρίσκει γαλήνη γιατί τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἐσωτερική του ταραχή ἀπό ἐκεῖνα πού θά ἤρχοντο. Καί πηγαίνει πρός τούς μαθητές γιά νά βρεῖ σ᾿ αὐτούς λίγη παρηγοριά καί εὑρίσκει αὐτούς καθεύδοντας.

            Ἡ πρώτη ἀπογοήτευση, γιά τήν ὁποία στό ὡραῖο βιβλίο «Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ» ὁ Τζοβάνι Παπίνι λέγει: «Δέν ἔφτανε τό Χριστό ὅλη ἡ θλίψη τῶν παθῶν, εἶχε καί τόν ὕπνο τῶν μαθητῶν Του καί τήν ἀπογοήτευση ὄχι ἀπό τούς ἀνθρώπους πού πῆγε νά σώσει, ἀλλά ἀπό τούς φίλους Του. Ὄχι ἀπό τούς Ἰουδαίους καί τούς εἰδωλολάτρες καί τούς ἁμαρτωλούς, πού πῆγε νά σώσει ἀλλά ἀπό τούς πιό ἐπιστηθίους φίλους Του Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη».

            Καί συνήθως, ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τούς φίλους εἶναι πιό πικρή ἀπό κάθε πόνο. Καί λέγει στόν Πέτρο, στόν πρῶτο, τόν ἀρχηγό τῶν μαθητῶν τόν πιό ζηλωτή καί τόν πιό δυναμικό καί τόν πιό θερμό στήν πίστη: «Σίμων καθεύδεις; Οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ;» Κοιμᾶσαι παιδί μου, οὔτε μιά ὥρα δέν ἄντεξες νά ἀγρυπνήσεις μαζί μου;

            Ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, πῶς κάθε φορά πού ὑπάρχει ἀγωνία γιά τήν σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου ὁ Χριστός ἀγωνιᾶ, ὅπως ἀγωνιοῦσε στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Καί σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση πρέπει μερικοί νά γρηγοροῦν καί νά προσεύχονται. Ξέρετε τί θλίψη καί τί ἀπογοήτευση εἶναι (ἡ ἀδιαφορία ἑνός ἀνθρώπου στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ;) Πρέπει νά γρηγοροῦμε γιά τόν Χριστό. Καί νά προσευχόμεθα γιά τήν σωτηρία κάποιου ἀδελφοῦ μας. Καί ἐμεῖς καί τό περιβάλλον μας. Ἐπιτρέπεται νά «μήν ἰσχύομεν οὔτε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι» καί νά περιορίζομε τήν προσευχή μας, ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε φωτισμό Θεοῦ; Ὅπως λέγει τό ἅγιον Εὐαγγέλιο σέ ὅποιον ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. Γιατί ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ ἔχουν καί εὐθύνη. Καί ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ ἔχει εὐθύνη. Πρέπει λοιπόν νά «ἰσχύωμεν» καί νά προσευχόμεθα γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί σέ εἴμαστε σέ ἀγωνία γι' αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη τήν προσευχή μας γιά τή σωτηρία τους.

            «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν».

            Καί μή φαντάζεσθε λέει ὁ Κύριος πώς ἡ προσευχή σας εἶναι μόνο γιά τούς ἄλλους. Σύμφωνα μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁ χειρότερος πειρασμός ξέρετε ποιός εἶναι; Ἤ μᾶλλον ἕνας καί μοναδικός εἶναι ὁ πειρασμός στόν ἄνθρωπο. Ὅταν βρίσκεται σέ δίλλημα μεταξύ θελήματος Θεοῦ καί θελήματος δικοῦ του καί δέν λέγει στόν Πατέρα τόν ἐπουράνιο: «Πάντα δυνατά σοι. Εἰ δυνατόν παρένεγκε τό ποτήριον τοῦτο. Ἀλλά ὄχι ὅ,τι  θέλω ἐγώ ἀλλά ὅ,τι  Σύ». Ἀλλά χωρίς νά λέει τίποτε παίρνει τή δική του ἀπόφαση, μόνος του, ὅπως τήν πῆρε ἡ Εὔα στόν Παράδεισο, πού δέν ἐρώτησε καθόλου τό Θεό οὔτε μέ προσευχή οὔτε μέ κανένα ἄλλο τρόπο γιά τό πιό εἶναι τό θέλημά Του.

            Πειρασμός λοιπόν εἶναι ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προτιμάει τήν ἁμαρτία ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προτιμάει κάτι τό διαφορετικό ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ προτίμηση ὅμως γίνεται ἐπειδή μέσα του ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται ἕνα τρομακτικό σεισμό πού ἄν δέν γκρεμίζει ἐντελῶς τουλάχιστον προκαλεῖ φοβερές ρωγμές τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς του.

            Γρηγορεῖτε, λοιπόν, λέγει ὁ Κύριος καί προσεύχεσθε, ἄν θέλετε νά μείνετε πιστοί. Μή φαντάζεσθε ὅτι βρεθήκατε πιστοί καί θά μείνετε ἔστω καί ἄν εἴσαστε σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία τήν γεροντική. Πάντοτε ὑπάρχει δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά ξεφύγει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν, τό μέν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δέ σάρξ ἀσθενής».

            Ἄν ὁ Κύριος σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, αἰσθάνθηκε τόσο πολύ τήν πίεση τῶν ἐξωτερικῶν παραγόντων πού θά τόν ὁδηγοῦσαν στά πάθη Του, τόσο δυνατή, ὥστε νά πεῖ: «Πάτερ πάντα δυνατά σοι. Πάτερ ὅλα εἶναι γιά Σένα δυνατά». Ἔ, λοιπόν, ἄν εἶναι δυνατόν διόρθωσε καί κάτι.… Ἄν ἔτσι εἶπε ὁ παντοδύναμος Χριστός, γιά φαντασθεῖτε, σέ τί κλύδωνα μπορεῖ νά βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος. Καί ἄν ὁ Χριστός σ᾿αὐτή τήν κατάσταση, ἔκανε μετάνοιες, ὄχι ἁπλά γονάτισε καί εἶπε λίγα λόγια, ἀλλά «ἔπιπτεν ἐπί τῆς γῆς», καί πάλι δέν εὕρισκε ἡσυχία καί πῆγε στούς μαθητές νά τόν παρηγορήσουν, φαντασθεῖτε πόσο ἕνας ἄνθρωπος ἀδύνατος ἔχει ἀνάγκη τήν προσευχή. Καί ἔχει ἀκόμη ἀνάγκη τί νά κάνει;

            Νά διδάσκεται ἀπό τήν μελέτη τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὅτι πρέπει νά μήν ἀποκάμνει καί νά μήν κουράζεται ὅταν ἡ προσευχή του δέν τοῦ δίνει οὔτε παρηγοριά, οὔτε τοῦ διορθώνει τήν κατάσταση καί οὔτε φαίνεται ὁ Θεός νά δίνει καμμιά σημασία στήν προσευχή του καί νά τήν ἀκούει.

            Ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε αὐτά τά λόγια «ἀπελθών προσηύξατο τόν αὐτόν λόγον εἰπών». Καί πῆγε πάλι καί συνέχισε τίς μετάνοιες. Εἶπε τά ἴδια λόγια καί μετά «πάλιν ἐλθών» δεύτερη φορά ὁ Χριστός δέ βρῆκε παρηγοριά στήν προσευχή καί γύρισε πάλι στούς μαθητές Του νά βρῆ παρηγοριά. Ἀλλά τούς ξαναβρῆκε νά κοιμοῦνται. «Ἦσαν γάρ οἱ ὀφθαλμοί αὐτῶν βεβαρημένοι». Καί ὅταν οἱ μαθητές τόν εἶδαν πάλι μπροστά τους, τούς ξύπνησε δηλαδή, ξύπνησαν λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο «οὐκ οἴδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ». Αἰσθάνθησαν τόση ντροπή πού δέν ἤξεραν πιά τί νά ἀποκριθοῦν, τί νά ἀπαντήσουν.

            Μπροστά στόν πόνο Του, αἰσθανόντουσταν οἱ μαθητές ἁπλῶς ὅτι σάν ἄνθρωποι δέν μποροῦν οὔτε νά συμμετάσχουν, ἀλλά οὔτε καί νά τοῦ προσφέρουν καμμιά ψυχική ὠφέλεια. Ἐκείνη ἡ συνηθισμένη καί σέ μᾶς κατάσταση. Πού βλέπομε τόν ἄλλο, μᾶς διηγεῖται τόν πόνο του καί προσπαθοῦμε μέ τά πιό κρύα λόγια νά τοῦ ποῦμε κάτι.

            Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Κύριος ξαναγύρισε καί συνέχισε τήν προσευχή Του.

            Ἡ τρίτη προσευχή γιά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό ἦταν πιό δύσκολη. Τόση προσευχή στήν ἀρχή καί ὁ Κύριος δέν εὑρῆκε παρηγοριά. Γύρισε στούς μαθητές Του καί δέν εὑρῆκε παρηγοριά καί ξαναγύρισε στήν προσευχή καί λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο «ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τῆς γῆς».

            Ἐρώτημα: Κάναμε καμμιά φορά προσευχή καί ἱδρώσαμε; Ἀστεῖα λέμε. Αἰσθανθήκαμε ποτέ ἀγωνία καί ἱδρώσαμε; Πάλι ἀστεῖα λέμε.

            Ἄν λοιπόν οὔτε σέ προσευχή αἰσθανθήκαμε νά ἱδρώσομε, οὔτε ἀπό ἀγωνία ἱδρώσαμε ποτέ, πρέπει ποτέ νά ἔχομε θάρρος καί τόλμη νά ποῦμε ὅτι βρεθήκαμε σέ ἀληθινή θλίψη; Σέ τόση θλίψη ὥστε νά μή μποροῦμε νά τήν ξεπεράσομε; Καί σέ τέτοια ἀγωνία, πού νά δικαιολογούμεθα ὅτι δέν ἀνταποκριθήκαμε, καί δέν τήν περάσαμε νικηφόρα. «Ἐγένετο», λέει τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἱδρώς τοῦ Κυρίου «ὡσεί θρόμβοι αἵματος». Ὅταν λέγει θρόμβοι αἵματος, τό λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, γιατί ὁ ἱδρώς βγαίνει καί ἔ... τό πολύ-πολύ εἶναι σάν δροσιά ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, τό πολύ-πολύ νά γίνει σταγόνες. Οἱ θρόμβοι τοῦ αἵματος βγαίνουν ἀπό πηγή καί εἶναι ἐκεῖνο πού πετάγεται ἀπότομα.

            Καί τώρα τό ἐρώτημα: Σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, νά γίνει καί ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος καί δέν ἔχει δύναμη καί εὑρέθηκε κάτι μπροστά του πού τόν ἔκανε νά λυπηθεῖ, νά ὑποστεῖ ἀγωνία, νά τά χάση νά ταραχθῆ, εἶναι λογικό. Ἀλλά ὁ Κύριος, τό εἴπαμε καί τό ξανατονίζουμε, εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός.

            Γιά φαντασθεῖτε, νά ἔρχεται σέ ἕνα ἰσοζύγιο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως . Νά κρατάει ὁ Θεός ὁ ἴδιος. Καί πάλι νά μή κρατιέται. Φαντασθεῖτε πόσο μεγάλος πρέπει νά ἦταν ὁ πόνος καί ἡ ἀγωνία πού ἔκανε τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό νά φτάσει στήν κατάσταση νά γίνει «ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος». Καί σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, «ὤφθη αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐνισχύων αὐτόν». Ἦρθε νά ἀναπληρώσει τίς ἐλλείψεις τῶν ἀνθρώπων ὁ ἄγγελος καί νά τόν ἐνισχύσει ψυχικά σάν ἄνθρωπο. Νά τόν ἐνισχύσει νά αἰσθανθεῖ τήν παρηγοριά κάποιου ἀπό τά πλάσματά Του τήν ὁποία ζητοῦσε.

            Ὅταν κανείς σκεφθεῖ ποιός ἦταν ὁ Χριστός καί ἀπό ποῦ ἔπαιρνε ἐνίσχυση, κυριολεκτικά τά χάνει. Γιατί ὁ Θεός, ὁ Χριστός, παρηγορεῖται ἀπό τόν ἄγγελο. Συνέβη δηλαδή ἁπλούστατα ἐκεῖνο πού συμβαίνει καί σ᾿ ἐμᾶς: Ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος πεπειραμένος, δυνατός μέ γνώσεις, σοφία, σέ μία δύσκολη στιγμή του, πού εἶναι πικραμένος, ἀπό ποιόν ἐνισχύεται; Ἀπό ἕνα μωρό παιδάκι πού πηγαίνει δίπλα του καί τόν χαϊδεύει καί τοῦ λέει: «Μπαμπά τί ἔχεις; Ἐγώ σέ ἀγαπάω».

            Τί μᾶς δείχνει καί αὐτό; Μᾶς δείχνει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, πόσο τέλεια ἦταν ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀκόμα μᾶς δείχνει πόσο ἀπαραίτητη εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη. Καί πόσο ἀπαραίτητη εἶναι καί γιά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό -ἦταν καί εἶναι- ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη. Γιατί λέμε ἦταν καί εἶναι; Γιατί ὁ Χριστός δέν ἔπαυσε νά εἶναι καί ἄνθρωπος. Ὅπως εἶχε τότε ψυχή ἔτσι ἔχει καί τώρα. Καί τό μόνο πού ἔχει ἀλλάξει στήν ψυχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό ὅτι δέν εἶναι πιά δεσμευμένη, ὅπως ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἁγίων καί σέ τελειότερο βαθμό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά ἐπίγεια, ὅπως ἦταν τότε.

            Ἀλλά ἐξακολουθεῖ νά ἔχει συναισθήματα. Τί ζητοῦσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός; Ζητοῦσε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἔλεγε: «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾿ ὡς σύ». Νίκησε ὅλες τίς ἐπιταγές καί τίς ἀξιώσεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καί τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Οὔτε τούς πόνους πού θά δοκίμαζε καί τό θάνατο ὑπολόγιζε, οὔτε τόν πόνο, τήν ἀδημονία, τήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς ὑπολόγιζε. Ὅσο δυνατοί καί ἄν ἦταν οἱ πόνοι, τόσο δυνατοί πού ἦταν. Ἀλλά τί ἔλεγε; «Πάτερ, ὅλα γιά Σένα εἶναι δυνατά, ἄν εἶναι δυνατόν ἄλλαξε σχέδιο νά τόν σώσουμε τόν κόσμο μέ κάπως διαφορετικό τρόπο, ἀλλά ὄχι ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ ἐκεῖνο πού θέλεις Ἐσύ».

            Τί τοῦ ἔλεγε τοῦ Πατέρα; Ἅμα θέλεις Θεέ μου λές μιά κουβέντα. Νά καταργηθῆ ἡ ἔννοια ἁμαρτία. Νά καταργηθεῖ ἡ κόλαση. Νά καταργηθεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο καί νά ὁδηγηθεῖ ὁ κόσμος  ὅλος στήν Βασιλεία τήν ἐπουράνιο. Ἀνεξάρτητα ἀπό τίς πράξεις του. Ἤ νά βροῦμε κάποιον ἄλλο τρόπο νά φωτισθεῖ. Ἄν εἶναι δυνατόν. Ἀλλά ὄχι ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ. Ἐκεῖνο πού θέλεις Ἐσύ. Ὄχι τό εὐκολώτερο, ἀλλά τό καλύτερο. Ὅλα δυνατά ἀλλά ὄχι τό εὐκολώτερο, τό καλύτερο.

            Τό καλύτερο ἦταν ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐκφράζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ὄxι ὅ,τι θέλω Ἐγώ, ἀλλά ὅ,τι θέλεις Ἐσύ». Ἡ ταύτιση τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πού τήν ταύτιση τοῦ θελήματός του, τοῦ δικοῦ του θελήματος μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ, τήν κάνει σέ τέλειο βαθμό, γίνεται τέλειος καί ἅγιος. Ὅσο πιό πολύ, τόσο πιό μεγάλος ἅγιος καί τόσο πιό πολύ φῶς τοῦ κόσμου. Πρῶτο φῶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δεύτερα φῶτα ἐκεῖνοι πού ταυτίζουν τό θέλημα τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐλεοῦνται καί σώζονται.

            Καί κατά τό μέτρο πού ἀποχωρίζονται ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι πάρα πολύ φυσικό νά λέμε: «Ἀφοῦ δέν τόν θέλεις τόν Θεό καί δέν θέλεις νά ταυτίσεις τό θέλημά σου μέ τό θέλημά Του τό τόσο ἅγιο, τί καλό περιμένεις;». Μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἁγιότερο πρᾶγμα στόν κόσμο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀγάπη, θυσία, ταπείνωση, καθαρότης, ἁγνότης; Μπορεῖ; Ἀφοῦ λοιπόν ἐσύ δέν θέλεις, γιατί ἔχεις παράπονο ἄν ὁ Θεός δέν σέ θέλει; Καί τελικά δέν εἶναι εὐεργεσία, τό ὅτι στό λέει ὁ Θεός ὅτι δέν σέ θέλει,  γιατί σέ φέρνει στήν ἀνάγκη νά διαλέξεις τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό δικό σου, τό διεστραμμένο καί ἁμαρτωλό;

            Καί ἀφοῦ λοιπόν ἔγιναν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ἦλθε γιά τρίτη φορά καί τούς βρῆκε πάλι τούς μαθητές κοιμισμένους, καί τίς τρεῖς φορές κοιμόντουσαν καί τούς λέγει: «Καθεύδετε τό λοιπόν καί ἀναπαύεσθε· ἀπέχει ἐλήλυθεν ἡ ὥρα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται». Σέ δυό λεπτά ἔφτασε ὁ Ἰούδας μαζί μέ τούς στρατιῶτες καί τόν συνέλαβαν γιά νά ἀρχίσουν τά ἄχραντα πάθη.

            Κάποια φορά εἶχαν πάει σ᾿ ἕνα μεγάλο ἀσκητή πού λεγόταν Στέφανος τρεῖς καλόγηροι νά τόν ρωτήσουν γιά διάφορα πνευματικά θέματα. Ἀλλά ξεκίνησαν ρωτώντας γιά τήν γιά θέματα πού δέν εἶχαν νά κάνουν μέ τήν πνευματική ζωή. Ὁ ἅγιος Στέφανος καθόταν ἀπέναντί τους σιωπηλός. Κάποια στιγμή τοῦ λένε:

            -Δέν μᾶς δίνεις πάτερ μιά συμβουλή τί πρέπει νά κάνομε γιά νά σωθοῦμε;

            Τούς λέει ὁ ἅγιος Στέφανος:

            -Μέ συγχωρεῖτε. Δέν σᾶς ἀπαντοῦσα γιατί μέχρι τώρα δέν ἄκουσα τίποτα.

            Πολλά τοῦ λέγανε ὅπως εἴπαμε καί λίγα τούς ἀπαντοῦσε καί τούς εἶπε δέν ἄκουσα τίποτα. Ἐπειδή ὅλα τους τά ἄλλα λόγια, ἦταν «περί ἀνέμων καί ὑδάτων». Ἦταν συνηθισμένη κουβέντα, ἁβροσφροσύνη.

            -Μέ συγχωρεῖτε, δέν ἄκουσα τίποτε μέχρι τώρα. Τώρα ὅμως «πού μέ ρωτήσατε» νά σᾶς πῶ. Ἐγώ ὅλη μου τή ζωή μελετῶ τό Σταυρό καί τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

            Καί ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια, ξανάκλεισε τό στόμα του καί δέν τό ξανάνοιξε καθόλου. Δέν τούς εἶπε οὔτε μιά λέξη.

            Καταλαβαίνομε τί θέλει νά πεῖ;

            -Ἐγώ σέ ὅλη μου τή ζωή μελετῶ τό Σταυρό καί τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

            Τί ἦταν αὐτός; Καλόγηρος. Τί ἔκανε σέ ὅλη του του τή ζωή;

            Προσευχόταν καί σέ ὅλη του τή ζωή ἔκανε αὐτοέλεγχο. Ἐξέταζε πράξεις, σκέψεις καί συναισθήματα. Γιά νά βλέπει, ἄν ταυτίζονται καθόλου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί λέει: «Μελετῶ σέ ὅλη μου τή ζωή τό Σταυρό καί τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

            Σχολεῖο πνευματικῆς ζωῆς, σχολεῖο ὀρθοφροσύνης γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ. Θά προσθέσομε, καί γιά τόν ἅγιο ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά τόν ἁμαρτωλό.

            Γιά τόν πιστό ἁγιωσύνης καί γιά τόν ἄπιστο ἀνθρωπιᾶς τό μεγαλύτερο σχολεῖο εἶναι ἡ μελέτη τοῦ Σταυροῦ καί τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι πού δέν μελετοῦν τά πάθη καί τό Σταυρό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ὑστεροῦν ἁπλά σέ πίστη ἀλλά καί ζημιώνονται πολύ.

            Σάν ἀστεῖο ἄς ποῦμε τό ἑξῆς: Ἐμεῖς εἴμαστε Ρωμηοί. Καί οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι Φράγκοι. Οἱ Ρωμηοί μαζί μέ τούς Ἑβραίους σταύρωσαν τό Χριστό τότε. Ρωμαῖοι καί Ἑβραῖοι.

            Κάποια φορά λοιπόν ἕνας ἅγιος πραγματικά ἐπίσκοπος στά μέρη τῆς Φραγκιᾶς, ἔκανε κήρυγμα μπροστά σ᾿ ἕνα βασιλέα τῶν Φράγκων καί σέ πολύ λαό καί στρατό. Ἦταν ἀκόμα εἰδωλολάτρες. Τούς ἐξιστοροῦσε τά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά μιά στιγμή πετάχτηκε ὁ βασιλιᾶς τῶν Φράγκων ἐπάνω καί λέει.

            - Ἄν ἤμουνα ἐγώ ἐκεῖ δέν θά τούς ἄφηνα ποτέ, νά κάνουν τέτοια πράγματα στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.

            Τό ἴδιο εἶχε εἰπεῖ καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ὅταν ὁ Χριστός προέλεγε ὅτι βαδίζει πρός τά πάθη ὁ Πέτρος ἔπεσε ἐπάνω του καί τοῦ ἔλεγε:

            - Κύριέ μου, ποτέ τέτοιο πρᾶγμα δέν ἐπιτρέπεται.

            Καί ὅταν πῆγαν νά τόν δέσουν, τό Χριστό, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔβγαλε τό χατζάρι του καί ἔκανε χρήση. Σάν ἅγιος ἄνθρωπος πού ἦταν δέν ἔκανε καμιά τρομερή χρήση. Δέν κατόρθωσε νά κόψη τίποτα περισσότερο, οὔτε σβέρκο ἔκοψε, οὔτε λαιμό. Ἕνα αὐτί ἔκοψε. Γιατί δέν τό κράταγε ἡ καρδιά του νά κόψη τίποτε περισσότερο. Μόνο ἕνα αὐτί ἔκοψε.

            Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου πού θυμώνει καί προσπαθεῖ νά ξεσπάσει στό ἀνωδυνότερο. Γιατί δέν τό ἀντέχει ἡ καρδιά του, νά ξεσπάσει στό βαρύ. Καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι γεμᾶτος ἀπό κακία καί ὅταν τόν καταλάβει ἡ κακία του δέν σταματάει καί δέν δένεται μέ τίποτα.

            Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔκοψε τό αὐτί, ὁ Χριστός εἶπε:

            Βάλτο αὐτό ἐκεῖ στή θήκη του καί κάτσε φρόνιμα. Γιατί ἐγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τή προστασία σου. Ἤ νομίζεις ὅτι δέν μποροῦσα νά παρακαλέσω τόν Πατέρα καί νά κατεβάσει δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων γιά νά μέ ὑπερασπίσουν; Ἀλλά τά παθαίνω, θά τά ὑπομείνω ὅλα αὐτά κατά ὑπακοή πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

            Συνεπῶς δέν ἦταν θέμα ἄν μποροῦσε ὁ Κύριος νά ἀλλάξει σχέδιο. Ἄν ἐπρόκειτο νά ἀλλάξει νά μήν ὑποστεῖ τό πάθος θά ἄκουγε ὁ Πατέρας του ὁ ἐπουράνιος, στόν ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός «πάντα σοί δυνατά, ὅλα εἶναι γιά Σένα δυνατά, ἐάν θέλεις ἄλλαξε τό σχέδιο. Βρές ἄλλο τρόπο σωτηρίας». Ἀφοῦ λοιπόν, γιά τόν Κύριο ἦταν ἀπαραίτητο τό Πάθος «δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τή ἡμετέραν σωτηρίαν», ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητα  «δι᾿ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν» καί ἐκείνα πού συμβαίνουν στή ζωή μας. Τά δικά μας πάθη, ὁ δικός μας πόνος, οἱ δικές μας τρικυμίες. Καί πρέπει νά περνᾶνε ὄχι μέ ἀνθρώπινο τρόπο, ἀλλά μέ θεοπρεπῆ τρόπο δηλαδή  μέ προσευχή ὅπως ἔκανε ὁ Χριστός καί μέ μετάνοια.

            Καί μέ τήν παράκληση, τά λόγια δηλαδή πού ἔλεγε ὁ Χριστός: «ὅλα γιά Σένα εἶναι δυνατά, ἀλλά ὑπεράνω ὅλων προέχει ὄχι τό πόσο γρήγορα θά ἀπαλλαγῶ ἐγώ ἀπό τό κακό πού μέ βρῆκε, ἀλλά τό πῶς καί σέ τί μέτρο, πόσο θά κατορθώσω νά ταυτίσω τό θέλημά μου μέ τό θέλημα τοῦ ἐπουρανίου Πατρός».

            Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τονίζεται καί ἑορτάζεται μέ τόση μεγαλοπρέπεια, γιά νά εἶναι  γιά ὅλους μας σχολεῖο. Σχολεῖο πού ἔζησε ὁ Χριστός, μαθήτευσαν τόσοι ἅγιοι καί μαζί μέ τούς ἄλλους μοναχούς καί ὁ ἅγιος Στέφανος.

            Ἄς γίνει καί γιά μᾶς «μεγάλο σχολεῖο» ὁ ἑορτασμός τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος γιά νά γίνει καί πιό λαμπρός ὁ ἑορτασμός τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως. Ἀμήν.-

Υποσημείωσεις:

1.  ὁ περίφημος Γάλλος ἱεροκήρυξ Σουετώ

Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

 

ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Ἔγινε στή Φιλιππιάδα στίς  13/4/1981

πηγή

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς

 




Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς




Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

Οἱ νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας





Ἡ νηστεία εἶναι, ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη. Ἡ πιὸ παλαιὰ ἀπὸ ὅλες. Τὴν ἔδωκε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παράδεισο.

Τὸ νόημά της εἶναι: Μὲ ὅπλο τὴν νηστεία νὰ συνηθίσωμε στὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Χριστός, ἐτόνισε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Εἶπε: «Τὸ γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Δηλ. μὲ τὴν νηστεία πολεμᾶμε τὸν διάβολο καὶ τὸν νικᾶμε. Ὅταν δὲν νηστεύωμε, μᾶς νικάει.



α. Πῶς νηστεύουμε;

Νηστεία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν εἶναι ἡ πλήρης ἀποχὴ ἀπὸ κάθε τροφή, ἀλλὰ ἡ ἀποφυγὴ ὡρισμένων τροφῶν μὲ βάση εἰδικὲς διατάξεις, ποὺ καθορίζουν, πότε τρῶμε καὶ πότε νηστεύομε· πότε τρῶμε εἰς δόξαν Θεοῦ· καὶ πότε νηστεύομε εἰς δόξαν Θεοῦ.

Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται λόγος γιά:

* ξηροφαγία (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες ὠμές, χωρὶς λάδι)·

* νηστεία (= τρῶμε φαγητὸ νερόβραστο ἀπὸ φυτικὲς οὐσίες· χωρὶς λάδι)·

* κατάλυση ἰχθύος (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες καὶ ψάρια- φαγητὸ παρασκευασμένο μὲ φυτικὰ ἔλαια)

* κατάλυση σὲ αὐγὰ καὶ γάλα καὶ ὅλα τὰ προϊόντα τους·

* κατάλυση «εἰς πάντα» (= τρῶμε κάθε εἴδους φυτικὴ καὶ ζωικὴ τροφή· ἀκόμη καὶ κρέας).

Ἡ διάκριση τῶν φαγητῶν στὶς πέντες αὐτὲς κατηγορίες ἔγινε, προφανῶς, μὲ βάση τὴν ἡδύτητα (= νοστιμάδα) τῶν φαγητῶν. Δηλαδή: κριτήριο, μὲ τὸ ὁποῖο κατενεμήθησαν τὰ φαγητὰ στὶς πέντε αὐτὲς κατηγορίες, εἶναι ἡ νοστιμάδα τους.

Εἶναι φανερὸ ὅτι:

* τὰ πιὸ νόστιμα φαγητὰ γίνονται μὲ κρέας·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ ποὺ γίνονται μὲ αὐγά, τυρί, βούτυρο, γάλα καὶ τὰ προϊόντα τους·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ μὲ ψάρια·

* λιγότερο νόστιμα εἶναι τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ ὄσπρια μὲ λάδι·

* ἀκόμη λιγώτερο νόστιμα εἶναι τὰ φαγητὰ τὰ ἀλάδωτα·

* καὶ ἀκόμη πιὸ λίγο νόστιμα τὰ ὠμὰ φυτικὰ φαγητά. Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται κάθε φορὰ ἀπὸ ὡρισμένα φαγητά. Τηρώντας τὶς νηστεῖες, μαθαίνει: νὰ μὴν εἶναι «κοιλιόδουλος», νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὸ τί κάθε φορὰ θὰ φάει· ἀλλὰ «Θεόδουλος», νὰ ποθεῖ νὰ πλουτίζει σὲ χαρίσματα καὶ ἀρετές.

Ἡ χρήση ἐλαίου στὸ φαγητὸ δὲν ἀποτελεῖ νηστεία. Γι᾿ αὐτό, τὶς ἡμέρες ποὺ τρῶμε λάδι, ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιὰ κατάλυση. Ἀντίθετα, ὅταν τὸ τυπικὸ προβλέπει φαγητὸ ἀλάδωτο καὶ ξηροφαγία, ποτὲ δὲν γίνεται λόγος γιὰ κατάλυση.

Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ρυθμισθῇ καλὰ ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ μὴ γίνωνται ὑπερβολές, καθώρισε, τί πρέπει νὰ τρῶμε τὴν κάθε ἡμέρα καὶ ἐποχή. Ἔτσι ἔχομε:



β. Ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας:

Εἶναι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ ὅλου του χρόνου καὶ ἰδιαίτερα τῶν περιόδων νηστείας (σαρακοστῶν). Νηστεία σημαίνει φαγητὸ χωρὶς λάδι.

Τὴν Παρασκευὴ νηστεύομε, ἐπειδὴ Παρασκευὴ ἐσταυρώθη ὁ Κύριος· σταυρώνομε μὲ τὴν νηστεία μας τὸν κακὸ ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει τοὺς ἀναξίους, ὅπως ἐλέησε τὸν ἐσταυρωμένο εὐγνώμονα λῃστή.

Τὴν Τετάρτη ,γιὰ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἕνας φίλος του Τὸν πρόδωσε ἡμέρα Τετάρτη, καὶ νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς, παρ᾿ ὅτι εἴμαστε φίλοι του, εἶναι φυσικό, ἂν δὲν προσέχωμε καὶ δὲν ἀγωνιζώμεθα, νὰ Τὸν προδώσωμε.

Ὅταν τὶς ἡμέρες, ποὺ ἔχομε χρέος νὰ κάνωμε αὐστηρὴ νηστεία, συμπέσει κάποια ἑορτή, γίνεται «κατάλυση», δηλ. χαλάρωση τῆς νηστείας: ἂν εἶναι ἑορτὴ ἁγίου τρῶμε λάδι· ἂν εἶναι ἑορτὴ τῆς Παναγίας ἢ τοῦ Προδρόμου τρῶμε ψάρι.

Οἱ ἡμέρες Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο καὶ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρες καταλύσιμες, δήλ. τρῶμε ἀπ᾿ ὅλα ὅτι θέλομε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς περιόδους νηστειῶν.

Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ γίνει αὐστηρὴ νηστεία, δηλ. χωρὶς λάδι. Ὅλο τὸν χρόνο ἕνα μόνο Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, δηλ. τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι σωματικὰ στὸν τάφο καὶ ἡ ψυχή Του ἔχει κατεβῇ στὸν ᾅδη νὰ ἀναστήσει τὸν προπάτορα Ἀδάμ.



γ. Σαρακοστὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή:

Ἀρχίζει τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ τελειώνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ πιὸ αὐστηρὴ νηστεία ὅλου τοῦ χρόνου. Γίνεται πρὸς τιμὴν τοΰ Χριστοῦ καὶ ἰδίως τοῦ Πάθους Του γιὰ μᾶς. Κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ γίνονται οἱ ἑξῆς καταλύσεις:

Ὅποια μέρα καὶ ἂν πέσει τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τρῶμε ψάρι· καὶ τῶν ἁγίων 40 Μαρτύρων τρῶμε λάδι. Τὸ ἴδιο καὶ στὶς 26 Μαρτίου ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.

2. Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων:

Ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι καὶ 24 Δεκεμβρίου. Κατὰ τὴν νηστεία αὐτὴ τρῶμε ψάρι (ὅλες τὶς ἡμέρες πλὴν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς) ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὶς 12 Δεκεμβρίου (τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος). Συνηθίζουν οἱ Χριστιανοὶ πολὺ ἀξιέπαινα καὶ δὲν τρῶνε ψάρι τὴν πρώτη ἑβδομάδα, γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας.

3. Ἡ νηστεία τῆς Παναγίας:

Ἀπὸ 1 Αὐγούστου μέχρι καὶ 14 Αὐγούστου. Νηστεύομε πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ καὶ ἡ Παναγία ἐνήστεψε 15 ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν Κοίμησή της γιὰ τὴν ψυχή της. Ἂν ἐκείνη ἐνήστεψε γιὰ τὴν ψυχή της, τί πρέπει νὰ κάνωμε ἐμεῖς; Ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρή. Ψάρι τρῶμε μόνο τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρός μας (6 Αὐγούστου).

4. Ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:

Ἀπὸ τὴν Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἅγιων Πάντων μέχρι τὶς 28 Ἰουνίου. Συνήθως ἡ νηστεία αὐτὴ εἶναι πολὺ μικρή. Νηστεύομε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τρῶμε, ἂν θέλωμε, ψάρι μέχρι τὶς 24 Ἰουνίου (Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου). Ἀπὸ 25 μέχρι 28 Ἰουνίου νηστεύομε αὐστηρότερα πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἂν ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας (15 Αὐγούστου) καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου (29 Ἰουνίου) πέσουν ἡμέρα Τετάρτη καὶ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι. Ἂν πέσουν ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τρῶμε ἀπὸ ὅλα.



δ. Αὐστηρὴ νηστεία κάνομε καὶ στὶς ἑξῆς ἡμέρες:

* 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Θεοφανείων). Νηστεύομε γιὰ νὰ πιοῦμε τὴν ἑπομένη τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό, ὄχι βέβαια ὅπως ἡ Θεία Κοινωνία.

* 14 Σεπτεμβρίου (Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ), γιατὶ εἶναι κάτι τὸ ἀνάλογο μὲ τὴν Μεγάλη Παρασκευή.

* 29 Αὐγούστου (ἀποτομὴ τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου) σὲ ἔνδειξη πένθους γιὰ τὴν ἄδικη θανάτωση τοῦ ἁγιωτέρου ἀνθρώπου τῆς παγκόσμιας ἱστορίας· (ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Πρόδρομο εἶναι μόνο ἡ Παναγία).

Ἂν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες τύχουν Σάββατο ἢ Κυριακή, τρῶμε λάδι. Εἴπαμε: ἕνα Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, τὸ Μ. Σάββατο. Καὶ καμμιὰ Κυριακή. Γιατὶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἑορτὴ χαρμόσυνη: ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Περίοδοι Ἀπολυτές



Ἡ Ἐκκλησία δὲν καθώρισε μόνο περιόδους νηστείας. Καθώρισε καὶ περιόδους «ἀπολυτές», ποὺ τρῶμε ἀπὸ ὅλα ὅλες τὶς ἡμέρες, καὶ τὴν Τετάρτη, καὶ τὴν Παρασκευή. Τέτοιες περίοδοι εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Τὸ Δωδεκαήμερο, δηλ. ἀπὸ 25 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 6 Ἰανουαρίου μὲ ἐξαίρεση τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ νηστεύομε, γιὰ νὰ πιοῦμε τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό.

2. Ἡ Διακαινήσιμος, δηλ. ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα.

3. Ἡ ἑβδομάδα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ (μέχρι τῶν ἁγίων Πάντων).

4. Οἱ τρεῖς ἑβδομάδες ποῦ προηγοῦνται τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (Ἀπόκριες). Κατὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἑβδομάδες ἔχομε μιὰ ποικιλία διατάξεων, ποῦ εἶναι οἱ ἑξῆς:

* Τὴν πρώτη ἑβδομάδα (τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου) τρῶμε ὅλες τὶς ἡμέρες ἀπὸ ὅλα.

* Τὴν δεύτερη ἑβδομάδα (ἀπὸ τοῦ Ἀσώτου μέχρι τῶν Ἀπόκρεω) τρῶμε ἀπὸ ὅλα, ἀλλὰ νηστεύομε τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ χωρὶς λάδι.

* Τὴν τρίτη ἑβδομάδα, τῆς Τυρινῆς, τρῶμε ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἐκτὸς ἀπὸ κρέας, ὅλες τὶς ἡμέρες, τρῶμε καὶ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή.

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Στὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10) Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις


Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις


Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού μᾶς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. Ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει ἀκόμη καί ἄνθρωπο ἀπό πέτρα, εἶναι νά φεύγει ἀπό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς αἰτία, ἕνας νέος ἄνθρωπος. Ἕνα παιδί, ἄς ποῦμε, τότε πού τό καμάρωνε ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του.

Ἄν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, ὁ θάνατος ἀκόμη καί ἑνός ἑκατόχρονου, θά μᾶς συγκλόνιζε.

Θά μᾶς ἔβαζε τήν σκέψη:

Πῶς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Ποῦ στέκω; Τελειώνουν ἐδῶ τά πάντα ἤ ὑπάρχει αἰώνια ζωή;

Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ἀρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ἔξω. Θέλει νά βρεῖ μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση γιά τόν ἑαυτό του...

Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν ἔχομε περάσει ὅλοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ὅταν βλέπομε ἀνάλογες ὀδυνηρές καταστάσεις, κουνᾶμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ αὐτόν πού τίς ἀντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρᾶτα τόν ἄνθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».

Ποιό εἶναι τό «σωστά»;

Θά τό ποῦμε μέ βάση τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί ἀκούσαμε;


Ἀξίζει τόν κόπο;


Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ζακχαῖος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ἀξίωμα, ἄκουσε ὅτι περνᾶ ἀπό τόν τόπο του ὁ Χριστός.

Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα, ἀκόμη καί νεκρούς ἀνάσταινε. Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι κήρυττε τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε μάλιστα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά περιμένει νά βρεθεῖ κοντά Του στήν αἰώνια ζωή.

Ὅλα αὐτά τόν εἶχαν προβληματίσει τόν Ζακχαῖο. Εἶχε ἀναστατωθεῖ.

Δίκηο εἶχε!

Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, ὅτι κινδυνεύει ἀντί νά πάει στό φῶς, νά πάει στό σκοτάδι. Ἀντί νά πάει στήν αἰώνια χαρά, νά βρεθεῖ στήν αἰώνια κόλαση.

Καί μέσα στήν ταραχή του, ὁ Ζακχαῖος πῆρε μιά ἀπόφαση ἤ μᾶλλον ἔκανε μιά σκέψη διαφορετική:

–Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; Ἀξίζει τόν κόπο νά ἀνησυχῶ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ἄν τό ἀποφασίσω καί ἀλλάξω τρόπο ζωῆς, τί θά γίνουν οἱ διασκεδάσεις μου; Οἱ χαρές μου; Ἡ ζωή μου, πού ὅπως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, ὅπως καί ἄν τά οἰκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;

Θά πρέπει ὅλα αὐτά νά τά ἀφήσω στήν ἄκρη;

Μά εὔκολα τά ἀφήνει κανείς;

Ἄρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Ἀπό τήν μιά κάτι τόν ἔτρωγε μέσα του. «Δέν πᾶς καλά» τοῦ ἔλεγε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔκανε τήν σκέψη: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει νά δεῖ τόν Χριστό, «τίς ἐστίν»;

Νά τόν δεῖ καί νά συμπεράνει ἀπό τό παρουσιαστικό του! Ἀπό τήν ὄψη του. Νά διαπιστώσει, ἄν τά λόγια του καί ὅλα ἐκεῖνα πού λένε ὅτι κάνει, εἶναι ἀληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά τήν ἐπίγεια πορεία του.

Πῆγε λοιπόν νά τόν δεῖ, μά ἐπειδή ἦταν κοντός ἀνέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.

Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅλοι μας εἴμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δοῦμε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.

Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ἐξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί ἐκ τῶν προτέρων εἴμαστε ἀρνητικά τοποθετημένοι ἀπέναντί Του. Γι’ αὐτό, θέλομε νά βρεθοῦμε ἀπό πάνω. Πιό ψηλά. Ἀφοῦ θά τόν κρίνομε γιά νά τόν ἀπορρίψομε...

Κάπως ἔτσι σκεπτόταν ὁ Ζακχαῖος ὅταν ἀνέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ὄψη. Καί ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δεῖ καί νά κρίνει: «ἀξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ἀξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -ἄσε κάποιους εὐσεβεῖς νά τίς λένε ἁμαρτίες- γιά νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό»;

Βαθύς προβληματισμός, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί νομίζομε ὅτι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ φαιά οὐσία μας, εἶναι πολύ πολύτιμη καί ἀρκεῖ γιά ὅλα.

Ἔτσι πῆγε καί ὁ Ζακχαῖος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει ἥσυχος. Νά πάψει ἡ ταραχή.


Ἡ στάση τοῦ πατέρα μας


Κάποτε ἕνα παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα τοῦ πατέρα του καί πῆγε καί τοῦ ἔκλεψε κάτι λίγα.

Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τό ἔφαγε ἡ συνείδησή του. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τόν πατέρα του ἀναστατωνόταν. Δέν εἶχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δεῖ στό πρόσωπο. Ἔσκυβε κάτω καί ἔφευγε γιά ἀλλοῦ.

Ἤθελε νά τοῦ τό πεῖ, μά πῶς νά ἀνοίξει τό στόμα του; Πῶς νά τοῦ πεῖ: «πατέρα, ξέρεις, σέ ἔκλεψα». Αἰσθανόταν ὅτι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες ἁλυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, ἔκανε τήν σκέψη, ὅτι δέν μπορεῖ πιά νά ζεῖ ἔτσι στό ἴδιο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αὐτό τό μαρτύριο.

Πῆρε λοιπόν ἕνα χαρτί, καί ἔγραψε αὐτό πού ἤθελε νά τοῦ πεῖ. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, ἔσκυψε τό κεφάλι καί τοῦ ἔδωσε τό χαρτάκι πού ἐξιστοροῦσε τήν ἁμαρτία του.

Ἐνῶ ὁ πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εἶχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, ἀλλά σήκωνε τό μάτι νά δεῖ τί θά κάνει. Ὅταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εἶδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετᾶ στό τζάκι.

Μετά ἀγκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγεῖτο τό παιδί ὅταν μεγάλωσε:

«Ἐκείνη τήν στιγμή, ἀγάπησα τόν πατέρα μου. Ἐκείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ἦταν γιά μένα ὁ πατέρας μου. Καί τόν ἔβαλα στήν καρδιά μου. Αὐτό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει ἀγάπη. Τότε ἄρχισα νά ἀγαπῶ τόν πατέρα μου σωστά».


Σταθερότητα στό καλό


Νά λοιπόν ὁ Ζακχαῖος πάνω στή συκομουριά. Ὁ Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;

Κάτι καλύτερο ἀπό τόν πατέρα πού ἀναφέραμε.

Στέκεται ἀπό κάτω καί τοῦ λέει:

«Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθῶ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».

Κατέβηκε ἀμέσως ὁ Ζακχαῖος καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, ἔκανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. Ἴδια φάρα. Πλούσιοι καί ἁμαρτωλοί.

Ὅλοι τους νά τρῶνε μέ τόν Χριστό.

Κάποιοι, ἄρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρῆκε νά πάει ὁ εὐλογημένος. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τόν παρᾶ καί τήν ἁμαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό ἄνθρωπο»;

Ὁ Ζακχαῖος, ἦταν ἐνδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:

-Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πῆρα, θά αὐξηθοῦν οἱ δουλειές μου καί συνεπῶς καί τά χρήματά μου. Θά ἀνεβεῖ τό κοινωνικό μου ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἕνας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός ἦλθε σπίτι μου.


Καλά τά κατάφερα.


Μά αὐτό πού θά τό ἔκαναν πολλοί καί θά σταματοῦσαν ἀπότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά ἔσβυναν τό φῶς πού τούς ἔρριξε ὁ Θεός γιά νά βροῦν τό δρόμο τό σωστό, ὁ Ζακχαῖος δέν τό ἔκανε. Δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τοῦ Χριστοῦ· διαπιστώνοντας ὅτι ὄντως ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο, ὅτι ἔψαξε νά τόν βρεῖ, τοῦ εἶπε:

-Κύριε, τό ξέρω. Ἄσχημα βάδιζα, καί ἄσχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. Ἄν τυχόν κανένα τόν ἔβλαψα, τοῦ τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί ἀπό τώρα κοντά Σου.

Ἀπάντησε ὁ Χριστός:

-Μή φοβᾶσαι. «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία στό σπίτι σου. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι ὥρα θυσίας, ἐπειδή θυσίασες κάποια πράγματα, ἀλλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.

Τί γεμίζει; Ἀπό αἰώνια ζωή, ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.

Τί μεγαλύτερο ἀπό τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή;

Αὐτά πού ἔχομε, ὅλα, θά τελειώσουν.

Ἔφαγες, ἤπιες; Θά τελειώσει.

Χόρτασες; Θά τελειώσει.

Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.

Ἔκανες ἁμαρτίες; Ζημιά ἔχεις.

Μάζεψες ἄδικα; Ζημιά ἔχεις.

Τά ἔχεις νόμιμα καί ἀπό τόν κόπο σου; Καί αὐτά θά τελειώσουν μιά μέρα.

Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τῶν παιδιῶν σου· τοῦ κόσμου.

Κάνε τα πλοῦτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ἀξιολογεῖς τά ἐπίγεια, μέ τά καλά σου ἔργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τῶν γύρω σου μέ φρόνημα ἀληθινό, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τό θέλημα Του τό ἅγιο.


Λύσεις μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου


Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἔγινε ἀπόστολος. Καί ἀρχιερέας σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Λύτρωση, πλοῦτος οὐράνιος ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τή Βασιλεία Του.

Καί σ’ ἐμᾶς, δίνει πολλές ἀφορμές ὁ Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πῶς βαδίζομε.

Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;

Ἐρωτήματα πού πρέπει νά μᾶς βασανίζουν· ἀλλά νά τά λύνομε, ὄχι μέ τό φῶς τοῦ μυαλοῦ μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ ὑπολογισμούς, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ.

Τό μυαλό μας, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ γεμίζει σκοτάδι. Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό φῶς πνευματικό, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μποροῦμε νά κάνομε στόν ἑαυτό μας, εἶναι νά μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Καί ἀκόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε ὅλο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».

Τί συμβαίνει τότε;

Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τά λάθη του, ἐνῶ πρίν δέν τά ἔβλεπε καί θέλει νά ἐπιστρέψει.

Πότε ἐπιστρέφει ἀληθινά;

Ὅταν πεῖ: «σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Φαγητό μου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Εἶπε ὁ Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εἶσθε πεινασμένοι.

Τί ἄλλο πρέπει νά κάνει;

Νά ζητήσει νά ξεφορτωθεῖ τό βάρος του.

-Κύριε, τά πετάω ἀπό πάνω μου τά ἁμαρτήματά μου.

Πῶς; Μέ τήν ἐξομολόγηση.

Ἔτσι μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προβληματισμός γίνεται ὠφέλιμος καί δέν γυρίζει, αὐτός πού μετανοεῖ, μετά ἕνα μήνα πάλι στά ἴδια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά ἔχομε ταραχή στήν ταραχή. Ἔστω καί ἄν νομίζεις ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι γλέντι καί τραγούδι.

Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, ἄν δέν βρεῖς λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά ἀκουμπήσεις νά στηριχθεῖς;.....


Ἡ προθέρμανση


Ἕνα παιδάκι βρῆκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ ἕνα ξυλάκι γιά νά βγεῖ ἀπό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά ὅσο τήν ἐνοχλοῦσε ἐκείνη μαζευόταν πιό πολύ.

Τοῦ λέει ὁ πατέρας του:

-Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθεῖ λίγο στόν ἥλιο καί μόνη της θά περπατήσει. Ἔτσι ἔκανε τό παιδί καί ἡ χελώνα ἄρχισε νά περπατᾶ.

Καί ἐμεῖς χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πῶς γίνεται;

Εἶσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν ἀγάπη σου. Εἶσαι μητέρα; Κάνε τό ἴδιο.

Εἶσαι μεγάλος; Σπουδαῖος;

Γνώριζε ὅτι γιά τόν Χριστό εἶσαι παιδάκι! Καί γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν μητέρα μας, εἶσαι παιδί. Τρέξε στήν ἀγκαλιά τους, γιά νά αἰσθανθεῖς τήν ζεστασιά τῆς ψυχῆς καί νά ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.

Τότε θά ἔρθει ἡ σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οἰκογένειά σου.

Αὐτόν τόν προβληματισμό μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ζακχαῖος.

Γιατί καί αὐτός ἐπειδή προβληματίστηκε σωστά, ἄφησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.

Μᾶς διδάσκει ἀκόμη, ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθοῦμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί ἐμᾶς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φῶς Του.

Τί νά εὐχηθοῦμε;

Μιά καί τό σπουδαιότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο στόν κόσμο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νά τήν ἀναζητοῦμε διαρκῶς.

Καί νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει ἀπό τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...