Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξη Παιδαγωγική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξη Παιδαγωγική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2016

Η προσευχή ως βίωμα γονέων και μέσο διαπαιδαγώγησης παιδιών


Η ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ

Ο Οσιος Πορφύριος υπήρξε για δεκαετίες πνευματικός πατέρας και οδηγός για χιλιάδες ανθρώπων όλων των ηλικιών, τάξεων και μορφώσεως.
Ήταν ο ασκητής που ασκήτευσε στο κέντρο των Αθηνών, κοντά στην ΄΄έρημο της Ομονοίας΄΄, όπως συνήθιζε να λέγει ο ίδιος. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που άνθρωποι με οικογενειακά προβλήματα κατέφευγαν στην συμβουλή του για θέματα σχέσεων των συζύγων, διαφορές γονέων-παιδιών, για την ανατροφή των παιδιών, για μία ευτυχισμένη οικογένεια.
Σε όλες τις περιπτώσεις ο π. Πορφύριος έθετε ως θεμέλιο και αρχή την καλλιέργεια ενός πνευματικού τρόπου ζωής για μία ευτυχισμένη οικογένεια. Καί το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η προσευχή. Υπενθύμιζε τον λόγο του Απ. Παύλου που χαρακτήριζε την οικογένεια ως μία ΄΄κατ’ οίκον εκκλησίαν΄΄ που οφείλει να προσεύχεται και να βιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.
Ο π. Πορφύριος έδιδε μεγάλη βαρύτητα στην πνευματική και συναισθηματική κατάσταση των γονέων, και ιδίως της μητέρας, ως παράγοντα για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου ήδη από την κοιλία της μητέρας, και την μετέπειτα ισόρροπη διάπλαση της παιδι-κης ψυχής. Συνήθιζε να λέει ότι η αγωγή των παιδιών αρχίζει από την ώρα της συλλήψεώς τους, καθώς »το έμβρυο ακούει και αισθάνεται μέσα στην κοιλιά της μητέρας.Αντιλαμβάνεται τις κινήσεις και τα συναισθήματά της. Νευριάζει η μάνα; Νευριάζει και αυτό. Ο,τι αισθάνεται η μητέρα (λύπη, πόνο, φόβο, άγχος κλπ.)τα ζεί και αυτό. Αν η μάνα δεν θέλει το έμβρυο, αν δεν το αγαπάει, αυτό το αισθάνεται και δημιουργούνται τραύματα στην ψυχούλα του, που το συνοδεύουν σε όλη του την ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει με τα άγια συναισθήματα της μάνας. Όταν έχει χαρά, ειρήνη, αγάπη στο έμβρυο, τα μεταδίδει σε αυτό». Γι’ αυτό συνιστούσε σε κάθε έγκυο κατά την περίοδο της κυήσεως να διαβάζει Ψαλμούς, να ψάλλει τροπάρια, να ζεί πνευματικά για δική της ωφέλεια αλλά και για να αποκτήσει το έμβρυο αγίες καταβολές. 
Τι συμβούλευε ο Αγιος Πορφύριος τους γονείς
Αλλά και αφότου γεννηθεί το παιδί, οι γονείς οφείλουν να δίνουν το άγιο παράδειγμα με την οικογενειακή τους ζωή. Το πρότυπο των γονέων μέσα στο σπίτι παίζει μεγάλο ρόλο στην διάπλαση των παιδικών χαρακτήρων. »Γιά την κακή συμπεριφορά των παιδιών φταίνε γενικά οι γονείς.Δεν τα σώζουν ούτε οι συμβουλές ούτε η πειθαρχία η η αυστηρότητα. Αν οι γονείς δεν ζούν ζωή αγία, αν δεν μιλούν με αγάπη, ο Διάβολος ταλαιπωρεί τους γονείς με τις αντιδράσεις των παιδιών». Η αγάπη, η ειρήνη, η συνεννόηση των γονέων είναι ασφάλεια για τα παιδιά.» Όταν τα παιδιά πληγώνο-νται από την κακή συμπεριφορά των γονέων, δημιουργείται μία κατάσταση που τραυματίζει την ψυχή των παιδιών, τους αφήνει ίχνη για όλη τους την ζωή. Η συμπεριφορά τους στην υπόλοιπή τους ζωή, οι σχέσεις με τους άλλους εξαρτώνται άμεσα από τα βιώματα της παιδικής ηλικίας. Μεγαλώνουν, μορφώνονται, αλλά κατά βάθος δεν αλλάζουν».
Ο γέροντας εντόπιζε την αιτία των προβλημάτων των παιδιών στην ευθύνη των γονέων για την μετέπειτα πνευματική τους κατάσταση. Θεωρούσε μάλιστα την προσευχή των γονέων ως το αποτελεσματικότερο παιδαγωγικό μέσο που διαθέτουν οι γονείς. »Η διόρθωση των παιδιών γίνεται με τον εξαγιασμό των γονέων. Η αγιότητα αυτών βοηθάει τα παιδιά που θέλουν κοντά τους ανθρώπους αγίους, με αγάπη, που δεν θα τα φοβερίζουν αλλά θα δίνουν άγιο παράδειγμα με την προσευχή. Οι γονείς να προσεύχεσθε σιωπηλά στον Χριστό και να αγκαλιάζετε τα παιδιά σας. Καί όταν κάνουν αταξίες, να τα διαπαιδαγωγείτε, αλλά να μην τα πιέζετε. Κυρίως να προσεύχεσθε. Το παιδί θέλει κοντά του να αισθανθεί το πνευματικό χάδι της προσευχής, διότι νοιώθει ασφάλεια, όταν η μητέρα με την επίμονη και θερμή της προσευχή αγκαλιάζει το παιδί της. Προσευχή λοιπόν χρειάζεται και όχι πολλά λόγια και μαλώματα. Αυτά πάνε στο μυαλό και τα αυτιά των παιδιών, ενώ η προσευχή και το καλό γονεικό παράδειγμα αγγίζει κατευθείαν την παιδική ψυχή».
Ο γέροντας Πορφύριος σε πολλούς γονείς που τον επισκέ-πτονταν τόνιζε με έμφαση τα πολλαπλά οφέλη της προσευχής για την χριστιανική αγωγή των παιδιών. »Όλα από την προσευχή, την σιωπή και την αγάπη γίνονται. Η εν Χριστώ αγάπη των γονέων επιδρά σωστικά στα παιδιά. Όταν θα επιδράσει η Θεία Χάρη στις ψυχές των γονέων, η ίδια Χάρη του Θεού θα φωτίσει εν συνεχεία και τις παιδικές ψυχές. Να προσεύχεσθε λοιπόν και να μιλάτε στα παιδιά σας με αγάπη. Στο πρόσωπο των παιδιών σας να βλέπετε τον Θεό και να τους δίνετε την αγάπη του Θεού. Να μάθετε στα παιδιά να προσεύχονται, βλέποντας εσάς τους ίδιους να προσεύχεσθε. Αυτό είναι το μυστικό, να είσθε άγιοι, να εμπνέετε, να ακτινοβολείτε στα παιδιά σας το προσωπικό σας παράδειγμα πίστεως και ευσεβείας. Όταν οι γονείς είναι άγιοι και το μεταδώσουν αυτό στα παιδιά και τους δώσουν αγωγή εν Κυρίω, τότε τα παιδιά, ο,τι κακές επιρροές και να έχουν από το περιβάλλον τους, δεν θα επηρεάζονται εύκολα, γιατί θα έχουν μέσα τους τον Χριστό».
Παράλληλα με την προσευχή, οι γονείς οφείλουν να ενστα-λάξουν στις παιδικές ψυχές και άλλες αρετές, όπως την ταπείνωση και την υπακοή στο θέλημα του Θεού, την εμπιστοσύνη στην Προ-νοια του Θεού. Ο εγωισμός, κύριο γνώρισμα του πονηρού, απομα-κρύνει τα παιδιά από την Χάρη και την ευλογία του Θεού και δεν τα αφήνει να συνηθίσουν στην ζωή του χριστιανού που προϋποθέτει ταπείνωση και θυσιαστική αγάπη, ιδιότητες που είναι απαραίτητες για τις μελλοντικές τους σχέσεις και την οικοδόμηση μίας υγιούς οικογενείας. Το πρώτο εργαστήρι των αρετών είναι η οικογένεια. Από τους γονείς πρώτα και από τους πατέρες της Εκκλησίας στην συνέχεια τα παιδιά θα μάθουν πως να καταπολεμούν τις κακίες, τον εγωισμό, που τον υποκινεί ο πονηρός και αποτελεί ψυχικό πάθος και πηγή ασθενειών και νευρώσεων, και να μαθητεύσουν στο πνεύμα της αγάπης, που αγκαλιάζει και σκεπάζει τις ανθρώπινες αδυναμίες, και πως με την ενίσχυση της προσευχής θεμελιώνονται υγιείς ενδοοικογενειακές σχέσεις.
Τα υψηλά αυτά μαθήματα της »παιδαγωγικής του Θεού» έρχεται να μας τα διδάξει ο γέροντας Πορφύριος και εξαρτάται από τον καθένα μας πως θα ωφεληθούμε από τις σοφές διδαχές του, για να βελτιώσουμε τις οικογένειές μας και να τις οικοδομήσουμε πάνω στον θεμέλιο λίθο που είναι ο Χριστός.
Πηγή: Πνευματικές νουθεσίες Γέροντος Πορφυρίου(1906-1991)

Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2015

Ἡ τηλεόραση, σκέψεις γιὰ τὰ παιδιὰ


 



Ἡ τηλεόραση προκαλεῖ πολλὲς συγκρούσεις στὸ σπίτι, ἰδίως μεταξὺ γονέων καὶ παιδιῶν. Ἀναμφίβολα τὰ προγράμματά της συχνὰ προκαλοῦν τρόμο ἢ εἶναι βλάσφημα ἢ αἰσχρὰ ἢ βίαια καὶ τέτοια προγράμματα ἔχουν βλαβερὲς συνέπειες. Ἀκόμη, ὅταν τὴ συνηθίσει κανεὶς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κάνει χωρὶς αὐτήν. Δυστυχῶς σπανίζουν τὰ προγράμματα ποὺ ξεκουράζουν, πληροφοροῦν ἢ εἶναι ἐποικοδομητικά. Ἡ πιθανότητα νὰ μὴν ὑπάρχει καθόλου τηλεόραση στὸ σπίτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν μπορεῖ ἡ οἰκογένεια νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ ἀποτελεῖ ἐξαίρεση στὸν κανόνα. Δύο ἄκρα πρέπει νὰ ἀποφεύγονται: ἢ νὰ ἀπομονώνονται πάρα πολὺ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς συνομηλίκους τους ἢ νὰ ζητοῦν τὴν τηλεόραση ἀσταμάτητα. Ἂν δὲν ὑπάρχει τηλεόραση στὸ σπίτι, θὰ πρέπει νὰ ἀντισταθμίζονται τὰ ἀναντίρρητα κοινωνικὰ πλεονεκτήματα ποὺ προσφέρει αὐτή. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν μαζὶ μ΄ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι περνοῦν πολλὲς ὧρες καθημερινὰ μπροστὰ στὴ μικρὴ ὀθόνη καὶ τοὺς ἀρέσει νὰ συζητοῦν γιὰ τὰ προγράμματα, χωρὶς νὰ αἰσθάνονται ὑπερηφάνεια οὔτε νὰ ἔχουν συμπλέγματα κατωτερότητας. Εἶναι πολὺ εὐκολότερο νὰ περάσεις χωρὶς τηλεόραση, ὅταν τὰ παιδιὰ εἶναι μικρὰ καὶ δὲν πηγαίνουν ἀκόμα στὸ σχολεῖο ἢ ὅταν μεγαλώσουν καὶ συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς οἰκογένειας νὰ μὴν ἔχει τηλεόραση.

Ὅταν ὑπάρχει τηλεόραση θὰ πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ ὄχι νὰ τὴν καταδυναστεύει. Γιὰ τὰ πολὺ μικρὰ παιδιὰ (προσχολικῆς ἡλικίας) εἶναι εὔκολο νὰ μειώσουμε στὸ ἐλάχιστο τὸ χρόνο ποὺ περνοῦν μπροστὰ στὴν τηλεόραση καὶ νὰ κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ἐπιλογὴ τῶν προγραμμάτων. Τὰ παιδιὰ δὲν πρέπει νὰ συνηθίζουν στὴν παθητικὴ ψυχαγωγία ποὺ τοὺς προσφέρεται ἕτοιμη. Αὐτὴ ἄλλωστε εἶναι καὶ ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη πλευρὰ τῆς τηλεοράσεως: συνηθίζει ἐκείνους ποὺ τὴν παρακολουθοῦν νὰ δέχονται παθητικὰ εἰκόνες, ἤχους καὶ τελικὰ ἰδέες. Οἱ γονεῖς παιδιῶν προσχολικῆς ἡλικίας θὰ πρέπει νὰ ἀφιερώνουν ὧρες παίζοντας καὶ κάνοντας ἐργασίες μὲ τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ τὰ συνηθίσουν σὲ δραστηριότητες, ὅπως τὸ διάβασμα, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν ὑπομονὴ καὶ προσπάθεια ἢ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλο πρόσωπο. Ἡ τηλεόραση δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς φύλακας τῶν παιδιῶν• δὲν τὴν ἀνοίγουμε γιὰ νὰ ἡσυχάσουν τὰ παιδιά, οὔτε γιὰ νὰ μείνουν στὸ σπίτι. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ ὁ πειρασμὸς νὰ καθίσουν μπροστὰ στὴν τηλεόραση μειώνεται, ἂν ἔχουν ἄλλες δραστηριότητες γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ χρόνο τους καὶ νὰ διοχετεύσουν τὴν ἐνεργητικότητά τους. Στόχος μας πρέπει νὰ εἶναι νὰ μάθουν τὰ παιδιά, καθὼς μεγαλώνουν, νὰ κάνουν μόνα τους τὴν ἐπιλογὴ τῶν προγραμμάτων, νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν τηλεόραση γιὰ νὰ δοῦν ἕνα συγκεκριμένο πρόγραμμα καὶ μετὰ νὰ τὴν κλείνουν. Μ΄ ἄλλα λόγια δὲν βλέπει κανεὶς τηλεόραση γιὰ νὰ περνᾶ ἡ ὥρα.

Ἐπίσης ἡ παρακολούθηση τῆς τηλεοράσεως πρέπει νὰ εἶναι μία οἰκογενειακὴ δραστηριότητα. Οἱ γονεῖς ὀφείλουν νὰ βλέπουν μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τοὺς ἀκόμα κι ἐκεῖνα τὰ προγράμματα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν εἶναι καλά, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ θεώρησαν καλὸ νὰ μὴν τὰ ἀπαγορεύσουν. Ὀφείλουν νὰ συζητοῦν τὰ προγράμματα μὲ τὰ παιδιά τους σὲ μία κατάλληλη στιγμὴ - ἴσως πολὺ ἀργότερα - καὶ νὰ καλλιεργοῦν στὰ παιδιὰ ἕνα ὑγιὲς κριτικὸ αἰσθητήριο. Τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ μάθουν ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τους. Κατὰ τὴ διάρκεια κάποιων συζητήσεών μου μὲ ὁρισμένα πολὺ μικρὰ παιδιά, μοῦ εἶπαν ὅτι ἔχουν καταλάβει πὼς οἱ ταινίες τρόμου προκαλοῦν ἐφιάλτες. Ἄλλα πάλι, μεγαλύτερα, ἔνοιωσαν, μετὰ ἀπὸ μία αἰσχρὴ ταινία, πόσο μεγάλη βλάβη προξενεῖ ἡ πορνογραφία. Τέλος, ἄλλα συμφώνησαν ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ προσευχηθεῖ κανεὶς μετὰ τὴν παρακολούθηση μερικῶν προγραμμάτων. Μποροῦμε νὰ τοὺς ἐξηγήσουμε ὅτι οἱ εἰκόνες μένουν τυπωμένες στὸ μυαλὸ καὶ μποροῦν νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν, ἀκόμα καὶ πολὺ ἀργότερα. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε νὰ ἐκφράζουμε τὸ θαυμασμό μας καὶ νὰ ἐπαινοῦμε τὰ καλὰ προγράμματα• καὶ πρέπει, βέβαια, νὰ ἔχουμε ὑπ΄ ὄψιν τὴ φυσικὴ διαφορὰ στὶς προτιμήσεις μεταξὺ παιδιῶν καὶ ἐνηλίκων.

Μερικὲς φορὲς τὰ παιδιὰ ποὺ θέλουν νὰ παραστήσουν τὸ μεγάλο στοὺς φίλους τους, δὲν καταλαβαίνουν ὅτι τὸ νὰ βλέπεις ὅλα ὅσα προβάλλονται στὴν τηλεόραση καὶ τὸν κινηματογράφο ἢ νὰ διαβάζεις τὰ πάντα χωρὶς νὰ σκανδαλισθεῖς δὲν εἶναι δεῖγμα ὡριμότητος. Ἂν ἡ μόνη μας ἀντίδραση ποὺ ἀφήνουμε νὰ φανεῖ, ὅταν βλέπουμε ἀκατάλληλες σκηνές, εἶναι ἡ ἀπόρριψη ἢ ἡ ἀπαγόρευση, ἴσως αὐτὸ κάνει τὰ παιδιά μας νὰ δείχνουν περισσότερο ἐνδιαφέρον γιὰ τέτοια πράγματα. Ἐπίσης θὰ τὰ βοηθοῦσε, ἂν τοὺς δίναμε νὰ καταλάβουν ὅτι μπορεῖ κάλλιστα νὰ μὴν ἀρέσουν σ΄ ἕναν ἐνήλικο οἱ ταινίες καὶ τὰ βιβλία τῶν ὁποίων ἡ ποιότητα εἶναι συζητήσιμη.

Θυμᾶμαι μία συζήτηση ὅπου ἕνας ἐνήλικας εἶπε ὅτι φοβόταν νὰ δεῖ μία ταινία τρόμου· τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ἄκουσαν ἄρχισαν νὰ παραδέχονται, τουλάχιστον μεταξύ τους, ὅτι, πράγματι, κι αὐτὰ φοβόνταν λιγάκι... Στὰ μεγαλύτερα παιδιὰ μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι ἀπορρίπτουμε ὁρισμένες τολμηρὲς σκηνές, ὄχι ἐπειδὴ ἀφοροῦν κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι βρώμικο κὰθ΄ ἑαυτὸ ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑποβιβάζουν μία αὐθεντικὴ σχέση ἀγάπης. Αὐτὴ ἡ ἀνοιχτὴ στάση ἀπέναντι στοὺς ἐφήβους εἶναι ἀποδοτικότερη ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ λογοκρισία - καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι μερικὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀντλήσει κέρδος ἀπὸ πηγὲς ποὺ οὔτε κἄν φανταζόμαστε. Εἶναι προτιμότερο οἱ γονεῖς νὰ προσεύχονται κρυφὰ γιὰ τὰ παιδιά τους νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ ὁτιδήποτε κάνουν, παρὰ νὰ ἐλέγχουν ὅλες τους τὶς δραστηριότητες.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει ἕναν πατέρα, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ πείσει τὸ γιό του νὰ μὴν παρακολουθήσει ἕνα ἄσεμνο θέαμα, νὰ τοῦ μιλήσει ἔτσι: «Ὢ τέκνον, ἀνελευθέρων τὰ θεάματα ἐκεῖνα (...). Ὑπόσχου μηδὲν ἀκούσειν ἄσχημον μηδὲ ἐρεῖν, καὶ ἄπιθι· ἀλλ΄ οὐ δυνατὸν ἐκεῖ μηδὲν ἀκοῦσαι αἰσχρόν. Ἀνάξια τῶν σῶν ὀφθαλμῶν τὰ γινόμενα». Καὶ προσθέτει: «Ἅμα καὶ καταφιλῶμεν αὐτὸν λέγοντες καὶ περιβάλλωμεν ταῖς χερσὶν καὶ ἐπισφίγγωμεν, ὥστε τὸν πόθον δεικνύειν. Τούτοις ἅπασιν αὐτὸν μαλάττωμεν». (Παιδί μου, τὰ θεάματα ἐκεῖνα (...) δὲν εἶναι γιὰ ἀνθρώπους ἐλεύθερους. Δός μου τὴν ὑπόσχεσή σου ὅτι δὲ θ΄ ἀκούσεις ἐκεῖ ἄσχημο λόγο καὶ ὅτι δὲ θὰ πεῖς, καὶ πήγαινε· ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀκούσεις ἐκεῖ αἰσχρὸ λόγο. Εἶναι ἀνάξια γιὰ τὰ μάτια σου τὰ ὅσα γίνονται ἐκεῖ. Συγχρόνως μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ θὰ τοῦ λέμε νὰ τὸ φιλοῦμε καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάζουμε καὶ νὰ τὸ σφίγγουμε στὴν ἀγκαλιά μας, δείχνοντάς του ἔτσι τὴν ἀγάπη μας. Μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ τὸ μαλακώνουμε).


 Πηγή

Κυριακή, Ιουλίου 06, 2014

Σέ ποιόν τύπο γονιοῦ ἀνήκεις;

mana-cἩ ἀγωγή τῶν παιδιῶν εἶναι τέχνη, ἴσως ἡ πιό σημαντική ἀπό ὅλες τίς ἀνθρώπινες τέχνες. Ὅπως ὁ γλύπτης μορφοποιεῖ μέ τό ταλέντο του ἕνα ἄμορφο ὑλικό καί μᾶς παραδίδει ἕνα ἀριστουργηματικό ἔργο τέχνης, ἔτσι κι ὁ γονιός καλεῖται νά δώσει σχῆμα καί μορφή σέ μία ἄπλαστη ψυχή, αὐτή τοῦ παιδιοῦ. Ἡ διαδικασία τῆς ρύθμισης τῆς ψυχῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου πού ἀνέτειλε στή ζωή καί ἡ διάπλαση τῆς διάνοιάς του εἶναι ἐπίπονη καί μακροχρόνια. Κάθε στιγμή στήν καθημερινότητα ἀνακύπτουν προβλήματα. Ἡ γνώση τῶν προβλημάτων, τῶν δυσκολιῶν καί τῶν τεχνικῶν πού τά ἐπιλύουν μπορεῖ νά βοηθήσει τούς «πελαγωμένους» γονεῖς.
Οἱ ἀναπτυξιακοί ψυχολόγοι ἔχουν κατατάξει τούς γονεῖς σέ τέσσερις γενικούς τύπους-ὁμάδες: τούς αὐταρχικούς γονεῖς, τούς ἐλαστικούς, τούς ἀδιάφορους καί τούς αὐθεντικούς. Ἡ πλειονότητα τῶν γονιῶν κλείνει πρός ἕνα εἶδος, ἄν καί θά μποροῦσε σέ κάποια δεδομένη στιγμή νά χρησιμοποιηθεῖ κάθε τύπος γονιοῦ στήν ἀγωγή τοῦ παιδιοῦ. Αὐτό ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ ἀλλά καί τοῦ γονιοῦ.
Αὐταρχικοί γονεῖς
Ἔχουν ὑψηλές προσδοκίες γιά τά παιδιά τους, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἱκανότητές τους. Σπάνια ἐκδηλώνουν τήν ἀγάπη τους στά παιδιά. Θέτουν πολύ αὐστηρούς κανόνες καί ἀπαιτοῦν ἀπό τά παιδιά τους νά τούς ἀκολουθοῦν, χωρίς οἱ ἴδιοι νά δίνουν καμιά ἐξήγηση. Χρησιμοποιοῦν ὡς μέσο ἐπιβολῆς τήν τιμωρία καί ὄχι τήν πειθώ ἤ τήν πειθαρχία. Ὁ ἔπαινος καί ἡ ἐνθάρρυνση ἀπουσιάζουν σχεδόν παντελῶς ἀπό τήν ἀγωγή τους. Δέν δίνουν τή δυνατότητα ἐπιλογῆς. Οἱ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις στά παιδιά εἶναι πολλές. Ἐκδηλώνουν ἐπιθετική συμπεριφορά κυρίως ἐκτός σπιτιοῦ. Ἄλλοτε πάλι εἶναι ὑπερβολικά συνεσταλμένα, ἔχουν χαμηλή αὐτοεκτίμηση, παρουσιάζουν δυσκολίες στήν κοινωνικοποίησή τους· δέν ἐνθαρρύνονται νά ἐξερευνοῦν, νά ἐνεργοῦν ἀνεξάρτητα, νά θέτουν τά δικά τους ὅρια καί πρότυπα, δέν ἔχουν αὐτοπειθαρχία.
Ἐλαστικοί γονεῖς
Θέλουν τό παιδί τους νά ἔχει τά πάντα. Τοῦ δίνουν πολλή ἀγάπη ἀλλά ὄχι καθοδήγηση. Δέν ἀπαιτοῦν πειθαρχία. Οἱ κανόνες εἶναι λίγοι καί σπάνια ἐφαρμόζονται. Ἔχουν λίγες ἀπαιτήσεις ἀπό τά παιδιά καί δέν θέτουν ὅρια καί περιορισμούς. Συχνά συμπεριφέρονται περισσότερο ὡς φίλοι παρά ὡς γονεῖς καί καταφεύγουν σέ δωροδοκία, παιχνίδια, δῶρα, γλυκά, γιά νά ἐξασφαλίσουν ἀπό τό παιδί τους μία ἐπιθυμητή γι’ αὐτούς συμπεριφορά. Τά παιδιά πού ἀνατρέφονται ἀπό ἐλαστικούς γονεῖς παρουσιάζουν ἔλλειψη αὐτοπειθαρχίας, ἔχουν φτωχές κοινωνικές δεξιότητες καί μπορεῖ νά αἰσθάνονται ἀνασφαλῆ λόγῳ ἔλλειψης ὁρίων καί καθοδήγησης. Ἐκδηλώνουν ἐπίσης παρορμητική καί ἐπαναστατική συμπεριφορά.
Ἀδιάφοροι γονεῖς
Δέν εἶναι οὔτε πολύ αὐστηροί οὔτε πολύ χαλαροί· ἁπλῶς δέν συμμετέχουν. Εἶναι συναισθηματικά ἀπόμακροι ἀπό τά παιδιά τους. Τά ἐποπτεύουν ἐλάχιστα ἕως καθόλου. Ἐκδηλώνουν ἐλάχιστη στοργή καί ἔχουν λίγες προσδοκίες ἤ ἀπαιτήσεις ἀπό τά παιδιά τους. Μερικές φορές ὁ ἕνας γονιός εἶναι ἀμέτοχος, γιατί πιστεύει ὅτι ὁ ἄλλος ἔχει τή φροντίδα τῶν γονικῶν καθηκόντων καί δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀσχοληθεῖ καί ὁ ἴδιος μέ τά παιδιά. Πολύ συχνά τούς ἀπασχολοῦν τά δικά τους προσωπικά καί ἐπαγγελματικά προβλήματα, ὥστε ἀδυνατοῦν νά ἀσχοληθοῦν μέ τά παιδιά τους. Τά παιδιά πού μεγαλώνουν σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον παρουσιάζουν χαμηλή αὐτοεκτίμηση καί αὐτοπεποίθηση, μεγαλύτερη ἐγκληματικότητα κατά τήν ἐφηβεία. Νιώθουν φόβο, ἄγχος ἤ στρές καί ἔχουν χαμηλές ἐπιδόσεις καί αὐξημένο κίνδυνο κατάχρησης οὐσιῶν.
Αὐθεντικοί γονεῖς
Θεσπίζουν κανόνες καί κατευθυντήριες γραμμές -τό μοντέλο αὐτό τῆς ἀνατροφῆς εἶναι συμβατό μέ τή χριστιανική τους ἰδιότητα- πού θά ἀκολουθήσουν τά παιδιά τους. Οἱ αὐθεντικοί γονεῖς ἀνταποκρίνονται στίς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν τους. «Παρακολουθοῦν ἐκ τοῦ σύνεγγυς τά παιδιά τους καί προβάλλουν σαφῆ πρότυπα συμπεριφορᾶς. Οἱ πειθαρχικές μέθοδοι εἶναι ὑποστηρικτικές καί ὄχι κατασταλτικές. Ἐμπνέουν στά παιδιά τους αὐτοπεποίθηση καί τά καθιστοῦν κοινωνικῶς ὑπεύθυνα, αὐτοελεγχόμενα καί συνεργάσιμα» (Diana Baumrind). Θέτουν ὅρια καί περιορισμούς στά παιδιά τους, ἐπισημαίνουν τίς συνέπειες τῶν ἐνεργειῶν τους, ἐκδηλώνουν αἰσθήματα στοργῆς καί ἀγάπης ἀπέναντί τους καί τούς ἐπιτρέπουν νά ἐκφράζουν ἐλεύθερα τίς ἀπόψεις καί τίς ἐπιλογές τους. Ἐφαρμόζουν στά παιδιά τους δίκαιη καί συνεπῆ πειθαρχία.
Παιδιά πού ἀνατρέφονται σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον εἶναι πιό ἱκανά καί εὐτυχισμένα καί μέ περισσότερο χαρούμενη διάθεση ἔναντι τῶν παιδιῶν πού ζοῦν σέ ἄλλα περιβάλλοντα. Ἐπιπλέον μποροῦν νά ἐλέγχουν καί νά ρυθμίζουν καλύτερα τόν συναισθηματικό τους κόσμο, ἔχουν αὐτοπεποίθηση καί ἀναπτύσσουν καλές κοινωνικές δεξιότητες. Ἐπειδή οἱ γονεῖς λειτουργοῦν ὡς πρότυπα γιά τά παιδιά, εἶναι πολύ πιθανό αὐτά νά ἐσωτερικεύουν τίς συμπεριφορές τους. Οἱ γονεῖς ἐπιτρέπουν στά παιδιά νά δροῦν ἀνεξάρτητα καί αὐτό τά καθιστᾶ ἱκανά νά διευθετοῦν τίς ὑποθέσεις τους ἀπό μόνα τους, βοηθώντας τα νά ἀποκτήσουν αὐτοεκτίμηση καί ἐμπιστοσύνη στίς ἱκανότητές τους.
Ἡ προσφορά αὐτοῦ τοῦ τύπου γονιῶν στά παιδιά τους εἶναι ἀνυπολόγιστη. Τή θέση αὐτή ἐνισχύει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ μία πολύ παραστατική εἰκόνα: «Καί οἱ κυβερνῆτες τῶν πλοίων σέ περίπτωση πού πνέει σφοδρός ἄνεμος, ἄν ἀνοίξουν τά πανιά πέρα ἀπό τό κανονικό, ἀνατρέπουν τό σκάφος· ἄν ὅμως τά ἀνοίξουν κανονικά ὅπως πρέπει, τά ὁδηγοῦν μέ μεγάλη ἀσφάλεια» (Εἰς Ὀλυμπιάδα, Ἐπιστ. Γ΄).
Ἀθ. Γκάτζιος

Κυριακή, Μαρτίου 23, 2014

Ποιμένας, πένθος και παιδιά ,Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά



Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά

Όλοι οι άνθρωποι άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου ή ακόμα χειρότερα με την πραγματικότητα ενός θανάτου.  Συνήθως, «ο άνθρωπος απωθεί την ιδέα αυτή γιατί θέλει να προστατεύσει τις εγκόσμιες αξίες, τις οποίες δεν έχει το θάρρος να εγκαταλείψει, μολονότι η ιδέα του θανάτου έχει ήδη αποκαλύψει τη μηδαμινότητά του»[1]. Η ψυχολογική ανησυχία του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη, όταν βλέπει κάποιο δικό του να χάνεται και συχνά να σβήνει μέσα σε αγωνία και πόνους. Ο θάνατος και κατ’ επέκτασιν ο φόβος του θανάτου εισήλθε στην ζωή μας κατά παραχώρησιν Θεού από την πτώση και μετά. 

Στη σημερινή εποχή όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν τη βοήθεια των ποιμένων, στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, και ζητούν από την Εκκλησία να σκύψει επάνω στις ανάγκες τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος καταβάλλει προσπάθεια  να αποφύγει επιμελώς κάθε σκέψη ή συζήτηση σχετική με το θάνατο και καλλιεργεί την αντίληψη για αποσιώπηση και όχι για μνήμη του θανάτου. Γι’ αυτό και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Εκκλησία είναι ζωτικής σημασίας. Η κατανόηση της θλίψης, η συμπαράσταση και η παρηγοριά των θλιμμένων ήταν πάντοτε μια από τις κύριες επιδιώξεις των πραγματικών ποιμένων[2]. Επομένως, κρίνεται αναγκαία η ποιμαντική προετοιμασία και υποστήριξη τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο που οδεύει προς το θάνατο όσο  και για τους οικείους του και κυρίως για  τα παιδιά της οικογένειας. Γι’ αυτό ο ποιμένας καλό είναι να είναι ενημερωμένος και να πληροί κάποιες προϋποθέσεις[3]. Πάνω από ικανότητες και επιστημονικές γνώσεις χρειάζεται η αγάπη και η πίστη, που πρέπει να δείξει, για να προσεγγίσει την ψυχή των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών.


Ιδιαίτερα ο χειρισμός των ανθρώπων που πενθούν χρειάζεται μια ξεχωριστή αντιμετώπιση. Ένα πλήθος παραγόντων, όπως η ηλικία του ατόμου, ο ρόλος του, η βιαιότητα του θανάτου, η άδικη πλευρά του χαμού του, καθιστούν τη διεργασία του πένθους λιγότερο ή περισσότερο δύσκολη. Ο κάθε άνθρωπος το βιώνει με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό τρόπο εκφράζει τον πόνο του[4]. Πολλοί αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου με έντονη άρνηση, στη συνέχεια με κλάμα και λυγμούς. Υπάρχουν, βέβαια, οι περιπτώσεις ατόμων που δείχνουν μια στωικότητα και ψυχραιμία στο πένθος, αλλά επειδή η συμπεριφορά τους δεν έχει τα εμφανή στοιχεία δακρύων και λυγμών, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως περιπτώσεις ψυχρής αδιαφορίας[5].  Ιδιαίτερα οι περισσότεροι γονείς, αν χάσουν το παιδί τους, στο πρώτο στάδιο του πένθους, δεν μπορούν να δεχτούν το γεγονός ότι το παιδί τους πέθανε (άρνηση). Ελπίζουν ότι θα συμβεί κάτι μαγικό, θέλουν απελπισμένα να πιστέψουν ότι όλα είναι μόνο ένας εφιάλτης[6]. Μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη να κάνουν μόνοι τους μακρινούς περιπάτους. Το συναίσθημα της μοναξιάς, έρχεται στα συγγενικά πρόσωπα λίγες μέρες ή λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο και ακολουθείται από έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης, άγχους, απόρριψης και συχνά απόγνωσης[7].  Άλλοι πάλι θέλουν να έχουν γύρω τους πολύ κόσμο. Ο ρόλος του ποιμένα στη θεραπεία της θλίψης εξαρτάται πάρα πολύ από τη σχέση που είχε με το θλιμμένο πριν από το θάνατο[8].        

Όπως αντιλαμβανόμαστε η παρουσία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του ποιμένα είναι καθοριστική για την ανακούφιση των ταραγμένων ψυχών. Ιδιαίτερα ο κόσμος επιβάλλεται να κατανοήσει πόσο μεγάλη βοήθεια μπορεί να έχει από την επαφή του με τον κατεξοχήν «θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων» τον Ιησού Χριστό, μέσω των ποιμένων. Με την παρουσία του μπορεί να συμβολίζει τη βαθιά ελπίδα που δεν εκφράζεται πάντοτε με λόγια, ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του στις κρίσιμες στιγμές της ζωής τους.

Γι’ αυτό ο ποιμένας επιβάλλεται να είναι προετοιμασμένος και να μην καταλαμβάνεται από φόβο καθώς η ζωή του είναι ένας διαρκής αγώνας για τη νίκη κατά του θανάτου. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Κύριος νίκησε το θάνατο με την ανάστασή του οφείλει να περιφρονεί το θάνατο και να τον διακρίνει μια αισιοδοξία[9]. Τούτο αποδεικνύεται και στον Κατηχητικό Λόγο στην αναστάσιμη ακολουθία «που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη το νίκος. Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι»[10]. Ο Χριστός αναστάς «συνανέστησε τον Αδάμ παγγενεί»[11] και «ωδοποίησε την ανάστασιν πάση σαρκί»[12]∙ «ώσπερ γάρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται»[13]. Ο θάνατος επομένως, δεν συνιστά το τέλος του ανθρώπου, αφού υπάρχει η προοπτική της αιωνιότητας ως δώρο του Θεού[14].

Για τον ποιμένα οι άγιοι της Εκκλησίας μας θα πρέπει να αποτελούν πρότυπα στον επίγειο βίο τους που τους προσφέρουν παραμυθία και ανακουφίζοντάς τους γιατί είναι εκείνοι που «έφτασαν με θάρρος και χαρά στη στιγμή του θανάτου τους. Οι βίοι τους μάς διδάσκουν ότι με τον αγώνα για κάθαρση από τα πάθη και ομοίωση με τον Θεό μπορεί κανείς να περιφρονήσει τον θάνατο και ενωμένος με τον Κύριο της ζωής και του θανάτου να οδεύσει προς την αιωνιότητα, θεωρώντας το τέλος της βιολογικής του ζωής, ως την απαρχή μιας καινούριας, της αιωνίας»[15]. Μέσα στην κοινωνία της αγάπης της εκκλησίας ο λόγος του ποιμένα λειτουργεί θεραπευτικά και ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία και ταραχή, γιατί η δύναμη και η χαρά της σωτηρίας με την Ανάσταση είναι καταλυτικά. Επομένως η παρουσία του στους πενθούντες είναι καθοριστική για την παραμυθία και την παρηγοριά. Οι πρώτες στιγμές βέβαια δεν είναι κατάλληλες για διδασκαλία.

Συνήθως τα παιδιά αντιδρούν διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία τους, την ψυχοσυναισθηματική τους ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσαν με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονιών τους. Έτσι, άλλα παιδιά απομονώνονται, έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, επιθετικότητα, πόνους στην κοιλιά, κεφαλαλγίες κ.λ.π.[16] Στην ηλικία των 3 έως 5 ετών η έννοια του θανάτου δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί από τα παιδιά. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν την αίσθηση ότι ο νεκρός κοιμάται συνέχεια και συχνά ρωτούν αν τρώει ή πονάει. Μπορούν να εκφράσουν τη λύπη τους, αν οι μεγάλοι τους το επιτρέψουν. Αν, δηλαδή, κάνουν το παιδί να νιώσει ότι η λύπη του είναι φυσιολογική και ότι τα συναισθήματα υπάρχουν για να τα εκφράζουμε.  Η λύπη των παιδιών δεν καταργεί το γέλιο και το παιχνίδι τους. Είναι πολύ συχνό μετά από το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου να παίζουν παιχνίδια όπου παριστάνουν τους πεθαμένους. Μπορεί να έχουν περιόδους υπερκινητικότητας ή κατάπτωσης[17].


Ενώ παλαιότερα οι άνθρωποι είχαν εμπειρίες θανάτου βλέποντας συγγενικά πρόσωπα, στην εποχή μας η κοινωνική ζωή οργανώνεται  κατά τέτοιο τρόπο που αποκρύβει το θάνατο. Σήμερα πολλοί ενήλικες θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από  το κεφάλαιο «Λύπη» στη ζωή τους φτάνοντας στο σημείο να μην τα επιτρέπουν να παραστούν  στην κηδεία του παππού ή της γιαγιάς. Με αποτέλεσμα να μην έχουν εμπειρία θανάτου, που ευνοεί την εμπειρία και τη μνήμη του[18].  Αυτή η τακτική όμως είναι λανθασμένη  γιατί  ο θάνατος γίνεται γι’ αυτά ένα θέμα ταμπού[19]. Παραθεωρείται  τελείως η ανάγκη διαπαιδαγώγησης για το θάνατο. Το φαινόμενο αυτό τροφοδοτεί αρρωστημένες καταστάσεις και έχει  ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις δημιουργώντας σοβαρότατα ψυχικά τραύματα στα παιδιά, όταν αποκλείονται από την κηδεία και τη διαδικασία θανάτου προσφιλών τους προσώπων. Η μνήμη θανάτου δεν θα πρέπει να βιώνεται ως «πεισιθάνατη μάθηση θανάτου, αλλά ως πέρασμα σε μία άλλη ζωή»[20]. Γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία και διαπαιδαγώγηση.

Ο πιστός με την εσωτερική όραση προχωρεί από τα βλεπόμενα στα μη βλεπόμενα. Βλέπει το νεκρό, αλλά βλέπει και την αφθαρσία και την αθανασία που θα ντυθεί το φθαρτό. Πίσω από το θάνατο οραματίζεται την ανάσταση. Ο πόνος και τα δάκρυα είναι ήρεμα γιατί αναμιγνύονται με την ελπίδα[21]. Εξάλλου ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει: «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[22]. Λυπήσου, μας λέει, όχι όμως σαν ειδωλολάτρης, που δεν πιστεύει στην Ανάσταση και δεν ελπίζει στη μέλλουσα ζωή.

Το παιδί για να αφομοιώσει την έννοια του θανάτου πρέπει να φτάσει στην ηλικία των εφτά - οχτώ ετών, όταν δηλαδή θα έχει συνειδητοποιήσει δύο απαραίτητες έννοιες: της ολότητας και της μη αναστρεψιμότητας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως μέχρι την ηλικία αυτή το παιδί δεν αντιλαμβάνεται την απουσία οικείων προσώπων ή δεν πρέπει να γνωρίζει τι συμβαίνει, καθώς μέρα με τη μέρα πληθαίνουν τα αναπάντητα ερωτήματα: «Πού είναι;» «Γιατί λείπει;» «Γιατί δε μου τηλεφωνεί;» «Πότε θα γυρίσει;»[23]. Τα παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών νιώθουν έντονο άγχος. Φοβούνται μήπως πεθάνουν τα ίδια ή άλλα κοντινά τους πρόσωπα.

Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μέχρι και την ηλικία των 11-12 χρόνων ο θρήνος είναι μικρής διάρκειας, επειδή η αντοχή τους στον ψυχικό πόνο είναι μικρότερη[24]. Έρευνες όμως έχουν δείξει ότι παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, που έχουν χάσει έναν από τους γονείς τους, το 40% εμφανίζει κατάθλιψη βαριάς μορφής. Τα αγόρια στην εφηβική ηλικία εκδηλώνουν μια αντικοινωνική συμπεριφορά, που κάποιες φορές συνοδεύεται από επιθετικότητα προς τον ίδιο τους τον εαυτό ή τους άλλους. Μπορεί δηλαδή να αρχίσουν τα ναρκωτικά, να έχουν τάσεις αυτοκτονίας ή απομόνωσης. Πολλές φορές, στην ηλικία των 12 με 13 ετών, το παιδί μπορεί να προσκολληθεί στο γονέα που απέμεινε, από φόβο μη χάσει κι αυτόν[25]. Πολλοί γονείς φτάνουν στο σημείο να μην ανακοινώνουν στο παιδί το θάνατο αγαπημένων του προσώπων.  Έτσι όμως, όχι μόνο δεν προστατεύουμε το παιδί, αλλά το εκθέτουμε στον κίνδυνο της αποκάλυψης από τρίτους, χωρίς καμία προετοιμασία, και εκτός αυτού κλονίζεται η μεταξύ μας εμπιστοσύνη και η ασφάλεια του παιδιού. Τα παιδιά υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό όταν αντιλαμβάνονται πως κάτι συμβαίνει και μένουν απέξω. Ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να κρυφτούμε από το θάνατο. Είναι ένα μέρος της ζωής[26].

            Το να συμμετέχει το παιδί στο τελετουργικό του πένθους δε βλάπτει, αφού πρώτα εκτιμήσουμε τη σχέση του παιδιού με το άτομο που πέθανε, την ευαισθησία και την ηλικία του. Η συμμετοχή του θα του επιτρέψει να αναπαραστήσει το θάνατο μέσα στη δική του πραγματικότητα, χωρίς να τον φαντάζεται σαν κάτι τρομερό[27]. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά χρειάζονται τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με τα συναισθήματα λύπης και θυμού, να θέσουν ερωτήσεις και να αποκτήσουν τις δικές τους εμπειρίες. Και οι πλέον κατάλληλοι γι’ αυτό το ρόλο είναι τόσο οι γονείς όσο και ο ποιμένας της ενορίας τους[28]. Επειδή οι γονείς δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις για πολλά θέματα μια συζήτηση με τον ιερέα είναι μια «θαυμάσια ευκαιρία για μια κοινή αναζήτηση του Σκοπού, του Γιατί και του Πώς του θανάτου, και για την απόκτηση εκατέρωθεν πληροφοριών[29]. Εάν θέλει να βοηθήσει πραγματικά θα πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στα παιδιά να πουν την ιστορία τους με δικό τους τρόπο και με τις δικές τους λέξεις, γιατί έτσι θα μπορέσουν να εκφράσουν τα συναισθήματα που τα βαραίνουν και να ξαλαφρώσουν. Δεν υπάρχει λόγος να υποκρίνεται κανείς ότι δεν πονάει ή ότι η απώλεια δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο πραγματικά είναι[30]. Κατά τον παπά Φιλόθεο Φάρο πραγματικά ορφανό δεν είναι το παιδί που ο γονιός έχει πεθάνει, αλλά το παιδί που ο γονιός του έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί και δεν ζει μέσα στις καρδιές των υπόλοιπων μελών της οικογένειας[31].

            Ένα σημείο που δεν μπορούν να κατανοήσουν τα παιδιά είναι η αντίφαση που δημιουργείται ανάμεσα στην τελετουργία της ταφής και στην πίστη για τη μεταθανάτια ζωή. Ο ποιμένας θα εξηγήσει στο παιδί ότι το σώμα μπαίνει μέσα στη γη, επιστρέφει σ’ αυτήν και αποσυντίθεται, η ψυχή όμως πάει στον ουρανό, κοντά στον καλό Θεούλη. Επίσης, επιβάλλεται να πείσει τους ενήλικες να εκφράζουν τα συναισθήματά τους διότι η απόκρυψη ή η υπεκφυγή απλά επιτείνει τη σύγχυσή τους[32]. Αυτό που καταδικάζεται και που το καταδικάζει αυστηρότατα και ο θείος Χρυσόστομος είναι το πένθος το οποίο υπερβαίνει το μέτρο, και μάλιστα τους κοπετούς και τα μοιρολόγια. Τα χαρακτηρίζει «ασχημοσύνην», «επίδειξιν», «κενοδοξία». Ο πιστός καλείται να πενθεί «κατά ψυχήν ηρέμα» στο σπίτι του. Η κόσμια και συγκρατημένη αυτή στάση είναι απόδειξη αληθινής «συμπαθείας» προς τον απερχόμενο∙ ωφελεί δε και αυτόν που πενθεί[33]. Εξάλλου ο θνήσκων μετέβη στην άλλη ζωή, όπου δεν υπάρχει κανείς κόπος. Εκεί «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός». Εκεί υπάρχει «ευφροσύνη αιώνιος»[34].

            Ο ποιμένας, επιβάλλεται να δείξει ότι συμπάσχει μαζί τους «σαν ένα δείγμα συμμετοχής και ενδιαφέροντος που πηγάζει από την αγάπη του. Είναι εύλογος και ο πόνος και η θλίψη και τα δάκρυα. Χρειάζεται κατανόηση και παραδοχή ότι ο πόνος είναι φυσικός και μάλιστα θα πρέπει να φαίνεται ότι αγγίζει και τον ίδιο» [35] . Επιβάλλεται να διδάξει στους ενήλικες ότι το νεκροταφείο δεν είναι ένας τόπος στον οποίο ανατριχιάζει κανείς και επιβάλλεται μόνο να ψιθυρίζει και να περνά με προσοχή. Γι’ αυτό καλό είναι να πηγαίνουν κατά διαστήματα στο νεκροταφείο σε μέρες που δεν έχει πολύ κόσμο και να δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία να κινηθούν στο χώρο και να αναπτύξουν το δικό τους τρόπο αντιμετώπισης του νεκροταφείου. Σ’ αυτές τις επισκέψεις ο ιερέας μπορεί πρόθυμα να εξηγήσει στα παιδιά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ταφή των νεκρών, καθώς και γενικότερα πράγματα για την κουλτούρα του θανάτου[36]. Καλό είναι όταν τα παιδιά επισκέπτονται έναν τάφο, να αφήσουν κάτι πάνω στον τάφο (όπως για παράδειγμα λουλούδια) και να ενθαρρυνθούν  να μιλήσουν με το νεκρό, ώστε να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να κάνουν ερωτήσεις[37].


            Η ανακούφιση και ο τερματισμός του πένθους έρχονται αργά ή γρήγορα σε συνάρτηση με τις δομές της προσωπικότητας των συγγενών που επιβιώνουν. Κάθε κοινωνία ορίζει συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για το πένθος. Εάν οι συγγενείς διακόψουν το πένθος πολύ πιο νωρίς από τα προβλεπόμενα, η συμπεριφορά τους θα χαρακτηρισθεί ασεβής, απρεπής και προσβλητική για τη μνήμη του εκλιπόντος. Εάν, πάλι, η περίοδος πένθους επιμηκυνθεί πολύ πιο πέρα από τα προβλεπόμενα, τότε το άτομο που πενθεί με αυτόν τον τρόπο, θα θεωρηθεί ανώριμο, συναισθηματικά ασταθές και ίσως να έχει ανάγκη κάποια έστω βραχύχρονης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης[38].

            Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι ποιμένες επιβάλλεται να προετοιμάζουν και να διδάσκουν το μυστήριο του θανάτου στους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους σε ανύποπτο χρόνο δίνοντας τους τη δυνατότητα να βιώσουν το γεγονός του θανάτου όχι «ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». «Η  μνήμη θανάτου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προετοιμασία για την όσο το δυνατό ανώδυνη και εύκολη συνάντηση με το σημείο της μεταβάσεώς μας από αυτή στην άλλη ζωή»[39]. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ιερέας να περπατήσει μαζί με αυτόν που υποφέρει και να τον βοηθήσει στη διαδικασία διαχείρισης της θλίψης και του πένθους με όποιο τρόπο δύναται.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασκητή Θ., & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
Βάντσου Χρ., Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990.
Γκίκα, Α., πρωτ. Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001.
Καππάτου, Α., Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999.
 Κεσελόπουλου, Α. Γ.,  Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003.
Κουτσοσταμάτη, Σ., Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008.
Μαντζαρίδη, Γ. Ι., Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
Μελέτη, Γ.Β., Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991.
Παππά, Β., Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009.
Παππά, Β., «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», στο περ. Γρηγόριος Παλαμάς τεύχ. 820  (2008) 103-120.
Πιπερόπουλου, Γ., Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008.
π. Φάρου, Φ., Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
BaumH., Η Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. ΘυμάριΑθήνα 2003.
Olson R., An introduction to existentialism, N. York 1962.

Βασιλική Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Θεσσαλονίκη 2014



[1]               Βλ. Olson RobertAn introduction to existentialism, N. York 1962,  p. 196.
[2]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993, σ. 91.
[3]               Ο ποιμένας επιβάλλεται να έχει ικανότητα λόγου, να είναι κοινωνικός, να μην έχει αισθήματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, να έχει αυτοέλεγχο. Βλ. Βάντσου Χρήστου, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 47-55.
[4]               Bλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007, σ. 119.
[5]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008, σ. 71.
[6]               Βλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 120.
[7]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σσ. 71-72.
[8]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 281.
[9]               Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 6, 9.
[10]             Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος, PG 59, 724.
[11]             Παρακλητική, Ήχος Α΄, Σαββάτω εσπέρας, απόστιχα.
[12]             Μ. Βασιλείου, Θεία Λειτουργία, ευχή αναφοράς.
[13]             Α΄ Κορ. 15, 22.
[14]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 120.
[15]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 10. Επίσης βλ. Β. Παππά, Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009, σ.σ. 23, 28. Β. Παππά, «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», περ. Γρηγόριος Παλαμάς (2008), τεύχ. 820.
[16]               Α. Καππάτου, Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999, σ. 324.
[17]             Σ. Κουτσοσταμάτη, Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σ. 341-342.
[18]             Βλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
[19]             Heike BaumΗ Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[20]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, ό.π., σ. 138, 139-140.
[21]             Βλ. Γ.Β. Μελέτη, Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991, σ. 91.
[22]             Α΄ Θεσ. δ΄ 13.
[23]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122. 
[24]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 324.
[25]             Σ. Κουτσοσταμάτη, ό.π. σ. 342.
[26]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122.
[27]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 325.
[28]             Heike BaumΗ Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[29]             Heike Baum, ό.πσ. 11.
[30]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 289.
[31]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 369.
[32]             Heike Baum, ό.πσ. 18.
[33]             Ι. Χρυσοστόμου, Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον Ομ. 5, 2 PG 48, 1019∙ Του Ιδίου, Εις Φιλιπ. Ομ. 3, 4 PG 62, 203.
[34]             Ησ. λε΄ 10.
[35]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 17.
[36]             Heike Baum, ό.π. σ. 38.
[37]             Heike Baum, ό.π. σ. 39.
[38]             Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σ. 72.
[39]             Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 45.
πηγή

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

Πῶς μποροῦμε νά μιλήσουμε στά παιδιά γιά τό Θεό;



Ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ Παναούσης

Ἀλήθεια, πῶς θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε στά παiδιά γιά τό Θεό; Πόσο ἐφικτό γίνεται αὐτό ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε μεγάλα πνευματικά κενά ἀλλά καί οἱ σημερινές ἀπαιτήσεις τῶν παιδιῶν ἔχουν γίνει πιεστικές; Στούς καιρούς μᾶς περισσεύουν οἱ ἀντιρρήσεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ μεταλλαγμένες μορφές ἀθεΐας ἐμφανίζονται συνεχῶς. Παράλληλά τα ἀμείλικτα ἐρωτήματα τῶν παιδιῶν μᾶς ζητοῦν ἀπαντήσεις, σημερινές καί ἄμεσες. Ποῦ εἶναι ὅ Θεός ὅταν τό κακό κραυγάζει θριαμβευτικά, ὅταν ὅ πόνος, ἤ ἀρρώστια, ὅ θάνατος χτυποῦν βάναυσα καί ἀνελέητα; Ποῦ εἶναι ὅ Θεός στήν ὀρφάνια ἤ στήν ἔσχατη φτώχεια; Σ’ αὐτό τόν ὀρυμαγδό ἀμφισβητήσεων καί ἀντιρρήσεων μόνο ἤ ἐμπειρική βίωση ἀπό μέρους μᾶς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μπορεῖ νά ἀπαντήσει.

Ἀπό τήν ἀρχή παρουσιάζεται ἕνα πρακτικό πρόβλημα. Στήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί τήν ὀρθόδοξη Θεολογία μιλοῦμε γιά ἕνα Θεό ποῦ εἶναι Τριαδικός. Πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε πῶς αὐτά ποῦ κατανοοῦμε ἤ προσπαθοῦμε νά κατανοήσουμε ἐμεῖς, δέν εἶναι αὐτονόητα στό παιδί. Γι’ αὐτό καί χρειάζεται στό ξεκίνημα νά χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα ποῦ «ἁπλοποιοῦν» τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἕνα χαρακτηριστικό εἶναι τό θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος μέ τό κεραμίδι στήν Ἅ’ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Πρίν ξεκινήσουμε νά ἀποκαλύπτουμε τό μεγάλο μυστήριο τοῦ Θεοϋ στήν παιδική ψυχή πρέπει νά δημιουργήσουμε τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Δηλαδή, ὅπως ὅταν γεννήθηκε, οἱ παραστάσεις γύρω του ἀλλά καί ἤ συνεχής στοργή καί φροντίδα τό ἔπεισαν γιά τό ποιοί εἶναι οἱ γονεῖς του ποῦ δίπλα τους αἰσθάνεται ἀσφάλεια καί σιγουριά, ἔτσι πρέπει νά τό πείσουμε νά δέχεται τό Θεό σάν παρουσία, σάν αἴσθηση ζωντανή, νά πιστεύει σ’ Ἐκεῖνον καί νά ἐκδηλώνει τήν πίστη του μέ συγκεκριμένο τρόπο. Οἱ εἰκόνες, τό καντήλι, τό θυμίαμα, ἤ ἄσκηση τῆς νηστείας, ἤ προσπάθεια ἐφαρμογῆς τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν ἀπό μέρους τῆς οἰκογένειας δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα τήν ὁποία τό παιδί ἀποδέχεται ὡς φυσικό του περιβάλλον καί στή συνέχεια ἀκολουθεῖ. Ἔτσι γίνεται εὐκολότερη ἀργότερα ἤ προσέγγιση τῶν πνευματικῶν δεδομένων. Κοντολογίς ἤ πνευματική ἀτμόσφαιρα ποῦ ὑπάρχει στό σπίτι, κηρύττει σιωπώσα καί ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἀπόδειξη πῶς ἤ πίστη στό Θεό δέν εἶναι ἔργο ἀπροσδιόριστο χειρῶν ἀνθρώπων ἀλλά πραγματικότητα ποῦ .μπορεῖ νά βιωθεῖ.
Ἤ ὁποιαδήποτε στάση μᾶς – πρέπει νά γνωρίζουμε – μπορεῖ νά «χρεώσει» τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Μερικές φορές ἐφευρίσκοντας τρόπους γιά νά διαπαιδαγωγήσουμε τά παιδιά μας, ἐπιστρατεύουμε καί τό Θεό σάν συνήγορο τῶν δικῶν μᾶς ἀποφάσεων. Χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή, ὥστε νά μήν χρησιμοποιοῦμε τήν παρουσία τοῦ Θεοϋ κατ’ ἐπιλογήν καί κυρίως στίς ὀφειλές τῶν ἄλλων σέ μᾶς. “Αν π.χ. ὑποστηρίζουμε κάτι ἔξωφθαλμα ἄδικο καί χρησιμοποιοῦμε καί τό Θεό γι’ αὐτό, τότε πρέπει νά γνωρίζουμε τῶς τό παιδί θά ἀπορρίψει καί ἐμᾶς καί τό δίκιο μας.Εἶναι νομίζουμε λάθος νά μιλοῦμε γιά τό Θεό μέ ἔννοιες ποῦ τό παιδί δέν κατανοεῖ. Δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε λέξεις ποῦ δέν ἔχουν ἀντικρυσμα στήν παιδική ψυχή. Θά μπορούσαμε “πλάθοντας” τό Θεό νά τοῦ μιλήσουμε μέ ὅπλο τίς καινοδιαθηακές ἤ παλαιοδιαθηκικές ἱστορίες γιά τήν ἀγάπη Του, τήν εἰρήνη Του ποῦ ἁπλόχερα σκορπίζει σ’ ἐκείνους ποῦ τόν πιστεύουν καί Τόν ἀγαποῦν. Εἶναι εὐκολότερη ἤ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ὅταν μιλᾶμε γιά τά «χαρακτηριστικά Του.Καλά θά εἶναι νά ἀκολουθοῦμε τό μεγάλωμα τοῦ παιδιοῦ καί νά τοῦ ἀποκαλύπτουμε τίς ἀλήθειες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως κατά τή δεκτικότητά του.
Ὁ νέος αὐτός ρόλος ποῦ ἀναλαμβάνουμε, δηλαδή αὐτή ἤ ἔμπειριά της διδασκαλίας ἤ τῆς μικρας κατηχήσεως θά μᾶς φέρει συχνά ἀντιμέτωπους μέ τίς πραγματικά μεγάλες πνευματικές ἐλλείψεις ἤ καί τήν τελεία μᾶς ἄγνοια πάνω στά πνευματικά ζητήματα.
“Ας φροντίσουμε μιλώντας γιά τό Θεό νά γνωρίσουμε τί ἀκριβῶς πρέπει νά ποῦμε στά παιδιά μήπως βρεθοῦμε σέ δρόμους μή ὀρθόδοξους.
“Ας ἀναζητήσουμε τό ἀπόσταγμα τῆς πατερικῆς σοφίας ποῦ ἀποτελεῖ τή σωστική κιβωτό. Σχεδόν ταυτόχρονα μπορεῖ ν’ ἀρχίσει λίγο στήν ἀρχή, ἐντονότερα στή συνέχεια ἤ ἀμφισβήτηση γιά τήν ἀλήθεια ἤ ἀκόμη θ’ ἀναπτυχθοῦν σκέψεις ὡς πρός τήν ὀρθή πίστη ἄλλων θρησκειῶν. Στίς μέρες μᾶς μάλιστα ποῦ ὅ συγκρητισμός καταργεῖ τίς ἰδιαιτερότητες καί τίς ταυτότητες τῶν τόπων καί τῶν προσώπων χρειάζεται νά καταβληθεῖ πολύς κόπος ὥστε τό παιδί μας νά πεισθεῖ πῶς ἤ πίστη ποῦ τοῦ διδάξουμε εἶναι πραγματικά ἤ σωστή.
Εἶναι πολύ σημαντικό ἤ διδασκαλία μας νά συνοδεύεται ἀπό τιμία συνεχῆ προσπάθειά μας νά μάθει τό παιδί πῶς οἵ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματικά ἐφαρμόσιμες. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς καλά γιατί χρειάζεται ἤ πράξη νά προηγεῖται τῆς θεωρίας.
Ἤ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἀπό μέρους τοῦ παιδιοῦ ὀέ κάποια ἡλικία ἔρχεται ὄχι τόσο ἀπό τήν προσωπική του ἐπανάσταση, ὅσο γιατί ἀδυνατεῖ νά σηκώσει τό «βάρος» τῆς μαρτυρίας τοῦ Χριστοϋ στό σχολεῖο ἤ στήν κοινωνία γενικότερα. Δέν μπορεῖ νά σηκώνει «μόνο» του τίς εἰρωνεῖες τῶν φίλων καί συμμαθητῶν του. καί τότε μοιάζει μέ τούς πολλούς. Τότε, ἴσως, εἶναι ὥρα νά ‘ποϋμε στό παιδί μας πῶς ἤ ἀγάπη μας σέ κάποιον δέν εἶναι θεωρητική ἀλλά ἔχει ἀξία ὅταν γιά ἐκεῖνον ποῦ ἀγαπᾶς θυσιάζεσαι. Αὐτό δηλαδή ποῦ δίδαξε ὅ Κύριος «αὐτή ἐστίν ἤ ἐντολή ἤ ἔμη, Ἴνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἤγαπησα ὑμᾶς. μείζονα ταύτης σγάπην οὐδείς ἔχει, ‘ἴνα τίς τήν ψυχήν αὐτοῦ θῆ ὑπέρ τῶν φίλων .αὐτοῦ» (Ἴω. ἴε’ 12, 13). Εἶναι ἀνάγκη νά μιλήσουμε γιά τήν ἄναγκή της μαρτυρίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Χρίστου ποῦ συχνά γίνεται μαρτύριο.
Τήν πιό σκληρή μάχη καλεῖται νά δώσει ὅ παιδαγωγός στά ἀμείλικτα ἐρωτήματα τοῦ παιδιοῦ: γιατί τό κακό στόν κόσμο; Γιατί πεθαίνουν οἵ ἄνθρωποι; γιατί πονοῦν;
Κι ὅμως ἀποτελεῖ βασικό ζήτημα ὁλόκληρής της ἀνθρώπινης ζωῆς, σέ ὅλους τους καιρούς. Μέ πολλή ὑπομονή καί διάκριση θά ξεκινήσουμε ἀπό τό θέμα τῆς Ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ ἄνθρωπος, πλασμένος ἀπό τό Θεό, ἀπολάμβανε τόν πλοῦτο τῶν δωρεῶν τοῦ ζώντας στόν Παράδεισο. Ὅ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καί ἀθάνατο.
Τί θά ἦταν ὅ ἄνθρωπος χωρίς τήν ἐλευθερία καί τήν ἀθανασία; Μέ τήν ἁμαρτία ὅ ἄνθρωπος χάνει μόνος του τήν ἐλευθερία, αἴχμαλωτιζεται. Δέν τοῦ τή στερεῖ ὅ Θεός. Ἔκτοτε τό κακό σάν παγκόσμια ἐπιδημία ἐξαπλώνεται στή γῆ ὡς ἀκριβό τίμημα αὐτῆς τῆς κακῆς χρήσης τῆς Ἐλευθερίας.
Ἄφοϋ τέλος καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά μας, ἅς ἀναθέσουμε μέ τήν προσευχή μᾶς τά παιδιά στό Θεό, γιά νά ἐπιλέξει Ἐκεῖνος τόν τρόπο ποῦ θά μιλήσει στήν καρδιά τους
Περιοδικό «Πειραική Ἐκκλησία» τ.Ἰούνιος 2001
Ἀρχιμανδρίτου Ἐφραίμ Παναούση
το είδαμε εδώ..

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...