Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξη Παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξη Παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

Η γέννηση του Χριστού και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια

 Το Βήμα


Οι βυζαντινές παραστάσεις της Γέννησης του Χριστού τοποθετούν το νεογέννητο βρέφος και την Παναγία Μητέρα του μέσα σε ένα σπήλαιο, όπου απεικονίζονται επίσης δίπλα στο βρέφος και δύο εκπρόσωποι του ζωικού κόσμου, ένα βόδι και ένας όνος. Αν όμως διαβάσει κανείς τις διηγήσεις των δύο Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης που αφηγούνται τη Γέννηση (κατά Ματθαίον 2, 1-12 και κατά Λουκάν 2, 1-20), δεν θα δει πουθενά να γίνεται λόγος για σπήλαιο ούτε για βόδι και όνο. Δίκαια λοιπόν θα αναρωτηθεί: Από πού αντλούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι τα εικονογραφικά αυτά θέματα;

Τα δύο αυτά γνωστά μας εικονογραφικά στοιχεία προέρχονται από άλλα αρχαία κείμενα που δεν αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, από τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τι ακριβώς είναι αυτά; Είναι απαραίτητο να προτάξουμε μερικές εισαγωγικές πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τον στόχο αυτών των κειμένων και γενικότερα για τη θέση τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.

«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» ­ ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ­ ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «κανόνα» των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης αλλά διαβάζονται απλώς ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Σχετίζονται όμως με την Καινή Διαθήκη (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τους) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκτασή τους.

Ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας; Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της Εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα «κενά» της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο συνήθως διδακτικό ή απολογητικό.

Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα ­ όνομα που επικράτησε τελικά στην παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως τη λειτουργική ­ και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζουν έναν πιο σημαντικό ρόλο σε αυτά. Οι τρεις μάγοι, για παράδειγμα, που προσφέρουν δώρα στον νεογέννητο Χριστό φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, ο ανώνυμος εκατόνταρχος κατά τη σταύρωση του Ιησού ονομάζεται Λογγίνος, οι δύο ληστές Γίστας και Δισμάς, η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Επίσης γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των Αποστόλων, την περιγραφή του τέλους του κόσμου κ.ά.π.

Η απόκρυφη γραμματεία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων Αποκρύφων γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: άλλοτε καταδικάστηκαν από την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη παρουσιάζει πλούσια θεματική που η πηγή έμπνευσής της βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τις τοιχογραφίες σε ναούς της Καππαδοκίας, τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, τις τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Χιλανδαρίου (Αγίου Ορους), της Περιβλέπτου του Μιστρά, της Santa Maria Maggiore της Ρώμης κ.ά., που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας.

Η έρευνα των Αποκρύφων προωθείται σήμερα από μια επιστημονική εταιρεία που ιδρύθηκε πρόσφατα, την Εταιρεία για τη Μελέτη της Απόκρυφης Χριστιανικής Γραμματείας, με έδρα τη Λωζάννη και μέλη από πολλά άλλα πανεπιστήμια του κόσμου.

Η πορεία στη Βηθλεέμ, η φυγή στην Αίγυπτο και οι αγιογράφοι

Ένα από τα γνωστότερα και σημαντικότερα Απόκρυφα, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου (του 2ου αιώνα μ.Χ.), κάνει λόγο για το σπήλαιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, πληροφορία που αξιοποιούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι.

«Καθώς ο Ιωσήφ με την έγκυο Μαρία πορεύονται προς τη Βηθλεέμ για να απογραφούν κατόπιν του σχετικού διατάγματος του αυτοκράτορα Αυγούστου, ο Ιωσήφ αναλογίζεται: «Εγώ θα απογράψω τους υιούς μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει». Εστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθήσει και πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι. Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ισως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει; Το πρόσωπό σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό». Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιόν μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει». Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε τότε η Μαριάμ: «Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω; Ο τόπος είναι έρημος». Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο και την έβαλε μέσα…» (17, 1 – 18, 1).

Ακολουθεί μια πρωτότυπη και εξόχως ενδιαφέρουσα περιγραφή της αναστολής λειτουργίας του χρόνου και της κίνησης κατά την ώρα της γέννησης του Χριστού. Κατά την ιστορική στιγμή της γέννησης το Σύμπαν έκθαμβο σταμάτησε τη ροή και την κίνησή του, οι φωνές εσίγησαν, οι κινήσεις ανθρώπων και ζώων διακόπηκαν, τα πουλιά ακινητοποιήθηκαν στον αέρα, τα μέλη κάθε ζωντανού σώματος έμειναν μετέωρα στο σημείο όπου βρίσκονταν την ώρα εκείνη. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον Ιωσήφ: «Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη. Οσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολωνών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε ψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους» (18, 2). Οι μεταφράσεις των απόκρυφων αποσπασμάτων που παρατίθενται εδώ είναι από το βιβλίο του Ι. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα. Τόμ. Ι: Απόκρυφα Ευαγγέλια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.

Υστερα από τα αποσπάσματα του Πρωτευαγγελίου Ιακώβου που παραθέσαμε είναι φανερή η πηγή έμπνευσης των ζωγράφων αναφορικά με το σπήλαιο της Γέννησης. Τα δύο όμως ζώα στη γνωστή παράσταση της Γέννησης; Αυτά προέρχονται από ένα άλλο μεταγενέστερο Απόκρυφο, το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου (8ος αιώνας) που γράφει τα εξής: «Και την τρίτη ημέρα από τη γέννηση του κυρίου μας Ιησού Χριστού η μακαριοτάτη Μαρία βγήκε από τη σπηλιά και μπήκε σ’ έναν στάβλο, όπου απέθεσε σε φάτνη τον γιο της, τον οποίο προσκύνησαν το βόδι και ο όνος. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Ησαΐα: «Το βόδι γνώρισε τον αφέντη του και ο όνος τη φάτνη του κυρίου του». Τα ίδια λοιπόν τα ζωντανά, το βόδι και ο όνος έχοντας Αυτόν στη μέση αδιαλείπτως τον προσκυνούσαν. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Αββακούμ: «Εν μέσω δύο ζωντανών θα φανερωθείς». Στο ίδιο μέρος παρέμεινε ο Ιωσήφ με τη Μαρία για τρεις ημέρες» (14).

Το ίδιο κείμενο αφηγείται θαυμαστά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το ταξίδι του Ιησού με την κατά κόσμο οικογένειά του στην Αίγυπτο. Μιλάει για λιοντάρια, λύκους και λεοπαρδάλεις που συνοδεύουν την οικογένεια χωρίς να βλάψουν κανέναν, καθώς και για ένα φοινικόδενδρο που λυγίζει τα κλαδιά του, κατόπιν εντολής του μικρού Ιησού, ώστε να δροσιστεί η μητέρα του από τον καρπό του, πράξη για την οποία αμείβεται το δένδρο με τα ακόλουθα λόγια του βρέφους: «Αυτό το προνόμιο σου δίνω, φοίνικα, να μεταφερθεί από τους αγγέλους μου ένας από τους κλώνους σου και να φυτευθεί στον παράδεισο του Πατέρα μου. Και αυτή την ευλογία σού δίνω, ώστε σε όλους όσοι θα έχουν νικήσει σε κάποιον αγώνα, να λένε: κερδίσατε τον φοίνικα της νίκης» (21).

Οταν οι ταξιδιώτες έφθασαν στην Ερμούπολη της Αιγύπτου, μπήκαν για να καταλύσουν σε ένα ιερό που ονομαζόταν «Καπιτώλιο της Αιγύπτου» και στέγαζε 365 είδωλα. «Και συνέβη» αφηγείται το ίδιο κείμενο «όταν η Μαρία μαζί με το νήπιο εισήλθε στο ιερό, όλα τα είδωλα να γκρεμιστούν στο έδαφος… Οταν το ανήγγειλαν αυτό στον Αφροδίσιο, ηγεμόνα της πόλης εκείνης, ήρθε στο ιερό με όλο του το στράτευμα. Οι ιερείς όμως του ναού, μόλις είδαν τον Αφροδίσιο να έρχεται στο ιερό με όλο του το στράτευμα, νόμιζαν ότι θα τον δουν να παίρνει εκδίκηση από αυτούς εξαιτίας των οποίων οι θεοί είχαν καταρρεύσει. Και εκείνος κατά την είσοδό του στο ιερό, μόλις είδε όλα τα είδωλα να κείτονται πεσμένα με το πρόσωπό τους, πλησίασε τη Μαρία, η οποία έφερε στην αγκαλιά της τον Κύριο, και αφού τον προσκύνησε είπε σε όλο το στράτευμα και τους φίλους του: Αν αυτός δεν ήταν ο Θεός των δικών μας θεών, οι θεοί μας δεν θα είχαν πέσει πάνω στα πρόσωπά τους ενώπιόν του, ούτε θα κείτονταν σωριασμένοι στη θέα του. Αν λοιπόν όλοι μας δεν κάνουμε με μεγαλύτερη ευλάβεια αυτό που είδαμε να πράττουν οι θεοί μας, θα μπορούσαμε να επισείσουμε τον κίνδυνο της οργής του και όλοι να χαθούμε, όπως συνέβη στον Φαραώ, τον βασιλιά των Αιγυπτίων, ο οποίος καταποντίστηκε στη θάλασσα μαζί με όλο του το στράτευμα, επειδή δεν πίστεψε σε τόσο μεγάλες δυνάμεις. Τότε όλος ο λαός της πόλης αυτής πίστεψε στον Κύριο τον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού» (23-24).

Τα κείμενα αυτά μπορεί σε σύγκριση με τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης να υπολείπονται από πλευράς εμβάθυνσης στο μυστήριο της θείας οικονομίας, καθώς επίσης και από πλευράς ιστορικών στοιχείων και λυτρωτικού μηνύματος, είχαν όμως τη δική τους ιστορία στην περιφέρεια της ζωής της Εκκλησίας. Εθρεψαν πολλές γενιές απλών χριστιανών, αλλά και αναδυόμενα από την περιφέρεια στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής ενέπνευσαν υμνογράφους και ιδίως καλλιτέχνες και αγιογράφους.

Καιρός είναι πλέον η υποκρυπτόμενη ή φανερά εκφραζόμενη από πολλούς άποψη ότι τα Απόκρυφα περιέχουν συγκλονιστικές και ύποπτες για τη χριστιανική πίστη πληροφορίες, και γι’ αυτό η Εκκλησία και η θεολογία τα κρατούν μακριά από το αναγνωστικό κοινό, να δώσει τη θέση της σε μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών.

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ Οι διαφορές με τα «κανονικά» Ευαγγέλια

Συγκρίνοντας τις διηγήσεις των Αποκρύφων με αυτές των «κανονικών» Ευαγγελίων (κανονικών, με την τεχνική έννοια ότι ανήκουν στον «κανόνα» της Καινής Διαθήκης, όπως τον όρισε η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες) διαπιστώνουμε τα εξής:

1. Τα τέσσερα «κανονικά» Ευαγγέλια έχουν βέβαια το καθένα από αυτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τις ιδιαίτερα τονιζόμενες θεολογικές ιδέες του συγγραφέα του, στο σύνολό τους όμως απηχούν την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Με άλλα λόγια είναι έργα της Εκκλησίας και διαβάζονται στις λατρευτικές συνάξεις της. Τα Απόκρυφα, αντίθετα, είναι ατομικά έργα μη αναγνωρισμένα από το σύνολο του σώματος της Εκκλησίας, έστω κι αν επικράτησαν σε ορισμένες ομάδες και διαβάστηκαν για κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

2. Ενώ στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της Αγίας Γραφής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, και σε καμία περίπτωση αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μυστήριο της ενανθρώπισης, στα Απόκρυφα Ευαγγέλια παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ’ ανάγκη σε σχέση με τον Χριστό. Οι άγνωστοι συγγραφείς αυτών των κειμένων θεωρούν λίγες τις πληροφορίες των Ευαγγελίων και, αντλώντας από προφορικές παραδόσεις, όταν δεν στηρίζονται εξ ολοκλήρου στη φαντασία τους, «συμπληρώνουν» την εικόνα της Παναγίας.

3. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης διακρίνονται για τη λιτότητά τους και έχουν έναν δωρικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις των Αποκρύφων δεν αρκούνται σε απλές αναφορές ή εξιστορήσεις, κυρίως αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη, δίδοντας πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα και καταφεύγοντας σε λυρικές εξάρσεις. Θέλουν να πείσουν, με κάθε τρόπο και με στόχο κυρίως απολογητικό, για την υπερφυσική διάσταση των γεγονότων.

4. Το θεϊκό σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου αποτελεί τον πυρήνα και τον στόχο των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, ενώ η ιστορία, πραγματική ή φανταστική, και ο εντυπωσιασμός συνιστούν τον στόχο των Αποκρύφων. Πρέπει να προσθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά, τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα καινοδιαθηκικά, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης, καθώς και από πλευράς ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους. Έθρεψαν ωστόσο πολλές γενιές πιστών και ενέπνευσαν υμνογράφους και αγιογράφους της Εκκλησίας.

Ο κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος είναι καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

"Ν": Διευκρινίζουμε ότι, στην πραγματικότητα, απόκρυφα κείμενα είναι τα ιερά βιβλία του γνωστικισμού, που ήταν αποκρυφιστικός, δηλ. δεν μετέδιδε τη διδασκαλία του παρά μόνον στους "μυημένους" σε αυτόν. Τα χριστιανικά κείμενα που αναφέρονται σ' αυτό το άρθρο είναι ορθότερο να χαρακτηρίζονται ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα και όχι "απόκρυφα".

πηγή

Γιατί λέμε τα κάλαντα τις γιορτές

 5

κάλαντα

«Να τα πούμε;» Και ποιος δεν έχει πει αυτή τη φράση παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων; Γιατί, όμως, λέμε τα κάλαντα κάθε χρόνο τις γιορτές; Πως ξεκίνησε το έθιμο αυτό και τι συμβολίζει;

Τα κάλαντα, τα οποία στην ουσία είναι δημοιτικά τραγούδια με εκγωμιαστικούς στίχους, συχνά αναφέρονται ως εθιμικά τραγούδια, καθώς είναι ένα από εκείνα τα έθιμα που διατηρούν τη ζωντάνια τους ως τις μέρες μας.

Ο αρχικός τους ρόλος ήταν η αναγγελία του χαρμόσυνου μηνύματος της εορτής των Χριστουγέννων, αλλά και το καλωσόρισμα του νεόυ έτους.

Εικάζεται ότι η  προέλευση του εθίμου είναι διονυσιακή, αφού στις αρχαίες διονυσιακές γιορτές τα παιδιά συνήθιζαν να τραγουδούν για την καλή χρονιά, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί προβάτου, στοιχείο που συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα.Η λέξη κάλαντα, ετυμολογικά προέρχεται από τις Ρωμαϊκές καλένδες, δηλαδή τις πρώτες μέρες, του Ιανουαρίου, του πρώτου μήνα του χρόνου. Μάλιστα πριν τον 2ο αιώνα π.Χ. ο πρώτος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου ήταν ο Μάρτιος κι έτσι η πρωτοχρονιά γιορταζόταν τότε.Όσον αφορά την ενσωμάτωσή τους στη θρησκευτική παράδοση αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και αρχικά η Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο,αργότερα το αποδέχτηκε και το αφομοίωσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήξουν να αποκτήσουν και θρησκευτικό περιεχόμενο.Παράλληλα, καθιερώθηκε να λέμε τα κάλαντα όχι μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά πριν από όλες τις μεγάλες γιορτωές όπς τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, του Λαζάρου, των Βαΐων κλπ.


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2022

Το ξύλο στην παράδοση των Χριστουγέννων

 ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η χρήση υλικών στοιχείων στις θρησκείες, είτε ως σύμβολα, είτε ως μέσα τελετουργίας, είναι πανάρχαιη. Η ανάγκη του ανθρώπου να συμμετάσχει «ψυχή τε και σώματι», επιστρατεύοντας τις νοερές του δυνάμεις όσο και τα σωματικά του αισθητήρια, στην επικοινωνία του με το θείο, μετέβαλε τα στοιχεία της υλικής δημιουργίας σε γέφυρα τού αισθητού με τον αόρατο κόσμο.

Η διαδικασία αυτή είχε και μία βαθύτατα οικολογική συνέπεια που ήρθε ως ένα σημείο να αναπληρώσει την απώλεια της στενής σχέσης Θεού και ανθρώπων, όπως ήταν στον Παράδεισο: Ο σεβασμός στη φύση θα είχε εξαλειφθεί τραγικά μετά την αποκοπή από τον Δημιουργό της, ήρθε όμως η ιερότητα να ορθώσει, ως ένα σημείο, ασπίδα προστασίας της δημιουργίας εναντίον της ανθρώπινης απληστίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η αποιεροποίηση των σύγχρονων κοινωνιών ακολούθησε ευθέως ανάλογη πορεία με την οικολογική καταστροφή.

Η χριστιανική θρησκεία δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα υλικά στοιχεία όπως και τα βασικά παράγωγα του ανθρώπινου μόχθου (ψωμί, κρασί και λοιπά) εντάχθηκαν πλήρως στη λατρεία και ανέλαβαν να κάνουν αισθητές θεμελιώδεις δογματικές έννοιες (λ.χ. σώμα και αίμα Χριστού).

ΤΟ ΞΥΛΟ

Μεταξύ των φυσικών στοιχείων που συνδέονται με την θρησκεία και ιδιαίτερα τη χριστιανική, πολύ ενδιαφέρουσα θέση κατέχει το ξύλο. Καταρχάς, δεν είναι δύσκολο, να εντοπίσει κάνεις τις αιτίες:

Το ξύλο αποτελεί το κατεξοχήν στοιχείο του δάσους, τόσο πολύτιμο για την ψυχική και την σωματική ευεξία του ανθρώπου, γεγονός γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το ξύλο επίσης συνδέεται με την πολύτιμη φωτιά που αποτελεί τον βασικό παράγοντα εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακόμη, αποτελεί ένα εύκολα επεξεργάσιμο υλικό για άπειρες χρήσεις ενώ παράλληλα η αφή του δημιουργεί οικειότητα με το ανθρώπινο σώμα. Αυτό που δεν πρέπει να λησμονηθεί είναι πως το ξύλο, ακόμη και κομμένο, δίνει την αίσθηση ενός ζωντανού οργανισμού το οποίο χρειάζεται συντήρηση και περιποίηση, δηλαδή μόχθο, ο οποίος γίνεται αιτία δεσμού μεταξύ της ξύλινης κατασκευής και του ανθρώπου. Ως μαλακό υλικό, σχηματοποίησαν μαζί με τον πηλό τις πρώτες καλλιτεχνικές αναζητήσεις του ανθρώπου και έδωσαν στα πρώτα ανθρώπινα νοικοκυριά τα εργαλεία της καθημερινότητας.

Όσο για το χώρο της πίστης, μία νοητή γραμμή συνδέει το ξύλο του παραδείσου, τη ράβδο του Αάρον, την ράβδο εκ της ρίζης Ιεσσαί και το ζωηφόρο ξύλο του Σταυρού. Με άλλα λόγια, από σύμβολο της ασκήσεως της ελευθερίας μέσα στον παράδεισο, γίνεται μέσον φανερώσεως της θείας δυνάμεως, σύμβολο του νεογέννητου Μεσσία και τέλος το κατεξοχήν υλικό σύμβολο της ταπεινώσεως της θυσίας και της λυτρωτικής δυνάμεως του Θεανθρώπου.

ΤΟ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ιδιαίτερα η περίοδος των Χριστουγέννων έχει το στοιχείο του ξύλου ως βασικό πρωταγωνιστή σε έθιμα, παραδόσεις, συμβολισμούς και δοξασίες, πολλές από τις οποίες έχουν τις ρίζες τους σε προχριστιανικές εποχές.

Το χριστόξυλο που καιγόταν την παραμονή των Χριστουγέννων συμβόλιζε τη θαλπωρή που επιφυλάσσει το σπιτικό στο θείο βρέφος αλλά και συγχρόνως το διώξιμο των κακών πνευμάτων. Επρόκειτο για ξύλο από συγκεκριμένο δέντρο και θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο της χριστουγεννιάτικης βραδιάς. Πρόκειται για ξύλο που αντέχει περισσότερο στη φωτιά όπως η δρυς, το πουρνάρι η ελιά. Σκοπός είναι, κούτσουρα του ξύλου αυτού να καίνε όλο το δωδεκαήμερο. Το τζάκι που θα τα υποδεχόταν, θα έπρεπε πάντα να είναι σχολαστικά καθαρισμένο από τη βάση του μέχρι την καμινάδα.

Στενά συνδεδεμένο με το χριστοξύλο είναι «το πάντρεμα της φωτιάς» με ξύλα από ένα δέντρο με θηλυκή ονομασία και ένα με αρσενική. Σε περιοχές μάλιστα ετοποθετείτο και τρίτο ξύλο από οποιοδήποτε είδος που συμβόλιζε τον κουμπάρο. Σε κάθε περίπτωση, τα ξύλα σταυρώνονταν τρεις φορές με λίγο κόκκινο κρασί ή λάδι, ενώ στη φωτιά που γρήγορα φούντωνε, έριχναν ξηρούς καρπούς για καλή σοδειά. Όποιος αναλάμβανε να σκαλίσει τη φωτιά, έκανε και τις δικές του ευχές. Όσο για τα φύλλα της Δάφνης, τα πουρνάρια που τοποθετούνταν για να τσιρίζει η φωτιά σκοπό είχαν να διώξουν τα κακά πνεύματα και τους καλικάντζαρους. Ακόμη και η στάχτη μετά την χριστουγεννιάτικη πυρά, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, έπαιρνε μία ιερή αίγλη και σκορπιζόταν στα χωράφια για καλή σοδειά και στους στάβλους για την ευζωία των ζώων.

Το χριστόξυλο παρουσιάζεται και εκτός συνόρων. Στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, οι άνθρωποι ετοιμάζουν από νωρίς το πρωί το λεγόμενο μπάτνικ, το κούτσουρο που πρέπει να καίει όλη τη νύχτα και να διατηρήσει τη φωτιά. Οι άνδρες πρόσεχαν όταν το κόβουν μην αγγίξει τη γη, αλλά αμέσως το έπαιρναν στα χέρια και πανηγυρικά το μετέφεραν στο σπίτι. Συνήθως έκοβαν μεγάλη βελανιδιά, οξιά ή αχλαδιά, με σκληρό ξύλο και μεγάλη διάρκεια.

Σε άλλες περιοχές ο νοικοκύρης φέρνει το κούτσουρο πάνω στο δεξί του ώμο και το τοποθετεί στο τζάκι και λέει:

«Ήρθε ο νεαρός Θεός και υπερηφανεύεται και για τα μοσχαράκια, τα πουλάρια, τα αρνάκια, για τον καρπό του σίτου! Τύχη και κατανόηση!»

Με το μύρο αλειφόταν το μεγάλο ξύλο και κατά τη διαδικασία αυτή τραγουδιούνταν ειδικά τραγούδια που μιλούν για το δέντρο και το νεογέννητο Θεό, που θα κατέβει σε αυτή τη γη. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα έριχνε πάνω στο κούτσουρο σιτάρι. Το βράδυ θα αναβόταν το ξύλο στο τζάκι πανηγυρικά. Αν η φλόγα ήταν μεγάλη, θα είναι μεγάλη συγκομιδή. Αν η φωτιά διατηρείτο όλη τη νύχτα και το ξύλο καιγόταν ολόκληρο, αυτό ήταν καλό σημάδι. Και εδώ η στάχτη θεωρείται μαγική και την ανακάτευαν με το σπόρο του σιταριού την ώρα της σποράς, αλλά και για τη διατροφή των ζώων.

ΟΙ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ

Εορταστικές επισκέψεις γινόντουσαν με την βοήθεια αναμμένου πουρναριού πού έδειχναν στους γείτονες στο δρόμο και που συχνά παραλληλίζοντας με την πορεία των βοσκών και των μάγων προς το σπήλαιο. Στην Ήπειρο μάλιστα υπάρχει συνήθεια όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να πει «χρόνια πολλά», καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα που θα πάνε στο πατρικό του σπίτι για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι ή ότι άλλο δεντρί. Συχνά μάλιστα μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το πουρνάρι αναμμένο.

Στα Γιάννενα δεν κρατούν ολόκληρο το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους αλλά κρατούν στη χούφτα τους μία χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίζουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται:

«Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς».

Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δεν θα αφήσουν το όνομα το πατρικό να σβήσει.

ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ ΔΕΝΤΡΟ

Αν και οι Έλληνες είχαν από την αρχαιότητα τη συνήθεια να στολίζουν το ιερό δέντρο του Δία, την βελανιδιά, όπου κρεμούσαν φρούτα και καρπούς, το στολισμό του χριστουγεννιάτικου έλατου έφερε ο βασιλιάς Όθωνας, στολίζοντας το πρώτο δέντρο στα ανάκτορα το 1833. Στις μεγάλες πόλεις το έθιμο αυτό εκτόπισε όλα τα υπόλοιπα έθιμα της ελληνικής επαρχίας.

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Στην Ευρώπη πάμπολλα έθιμα και συνήθειες των Χριστουγέννων συνδέονται με το ξύλο. Ξύλινη ήταν ήδη από το μεσαίωνα οι αυλοί με τους οποίους λεγόντουσαν τα κάλαντα σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Ξύλινα επίσης ήταν πάντα και παραμένουν τα στολίδια των δέντρων.

Στη Γερμανία ακόμα τέσσερις βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, κατασκευάζεται ένα στεφάνι από κλαδιά ελάτου όπου πάνω του τοποθετούνται 4 κόκκινα κεριά. Καθένα από αυτά ανάβει καθώς ξεκινάει η επόμενη εβδομάδα μέχρι που τα Χριστούγεννα βρίσκουν και τα τέσσερα κεριά αναμμένα. Στα σπίτια, καθ΄ όλη την περίοδο των Χριστουγέννων, το χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελεί για τα παιδιά το κέντρο του σπιτιού, κάτω από το οποίο θα βρουν, είτε την ημέρα των Χριστουγέννων, είτε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα δώρα τους.

ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα παιδιά και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο περιγράφεται με γλαφυρό αλλά και μελαγχολικό τρόπο στο γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Τα έλατο», όπου, μετά τις γιορτές, το ξεραμένο δέντρο χάνει όλοι του τη λάμψη και περιμένει μαραμένο σε μία γωνιά:

«Τότε ένας άντρας ήρθε και έκοψε το δέντρο σε μικρά κομμάτια, μέχρι που έγιναν ένας μεγάλος σωρός στο έδαφος. Τα κομμάτια μπήκαν σ΄ ένα τζάκι και γρήγορα άρπαξαν φωτιά, ενώ το δέντρο αναστέναζε τόσο βαθιά, που κάθε αναστεναγμός ήταν σαν μία πιστολιά.

Ποπ, ποπ!

Τότε τα παιδιά, που έπαιζαν, ήρθαν και κάθισαν μπροστά στη φωτιά. Την κοιτούσαν και φώναζαν και αυτά:

Ποπ, ποπ!

Όμως, σε κάθε Ποπ! που ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός, το δέντρο σκεφτόταν μία καλοκαιρινή μέρα στο δάσος και το βράδυ του Χριστουγέννων. Μέχρι που στο τέλος κάηκε. Τα αγόρια συνέχισαν να παίζουν στον κήπο και το μικρότερο φόρεσε στο στήθος του το χρυσό αστέρι, με το οποίο είχε στολιστεί το δέντρο το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ύπαρξής του. Τώρα,όλα ήταν παρελθόν. Η ζωή του δέντρου ήταν παρελθόν και η ιστορία επίσης- γιατί όλες οι ιστορίες πρέπει κάποια στιγμή να φτάνουν στο τέλος τους».

ΠΗΓΗ

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022

Κυριακή της Τυρινής στην λαϊκή και ορθόδοξη παράδοση -τι εορτάζουμε

 





Σήμερα 6 Μαρτίου είναι η Κυριακή της Τυρινής, η οποία εορτάζεται ακριβώς 49 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα.

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής, είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26).

Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.

Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.

Στις εκκλησίες διαβάζεται, κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία, η περικοπή του Ευαγγελίου του Ματθαίου (κεφ. στ’, 14-21) που αναφέρεται στην αξία της συγχώρεσης και της νηστείας.

Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο κατανυκτικός εσπερινός της συγγνώμης, κατά τον οποίον ιερείς και πιστοί αλληλοασπάζονται, ζητώντας συγχώρεση ο ένας από τον άλλον, ενόψει της επερχόμενης Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών, ψαριών και ελαιολάδου, απαγορεύει όμως την κρεοφαγία.

Από τα κύρια παραδοσιακά φαγητά του τραπεζιού είναι τα μακαρόνια, που συσχετίζονται από τους λαογράφους με τη λατρεία των ψυχών κατά την περίοδο αυτήν.

Όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές (1881-1956), αρχικά η λέξη «μακαρώνια» σήμαινε τροπάρια μακαριστικά, αναπαύσιμους μακαρισμούς στις κηδείες ή στα περίδειπνα, στα οποία προσφέρονταν κυρίως ζυμαρικά.

Το δείπνο της ημέρας λαμβάνει τη μορφή συνεστίασης μεταξύ συγγενών και φίλων.

Στην Κύπρο, οι οικογένειες κάθε χωριού συγκεντρώνονται σε ένα ή δύο σπίτια και δειπνούν όλοι μαζί και διασκεδάζουν, ενώ στην Κάρπαθο παλαιότερα όλες οι οικογένειες δειπνούσαν στο σπίτι του προεστού του χωριού τους.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος, ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.



Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

Τα δώρα των Μάγων στον Χριστό και η μετέπειτα τύχη τους





Χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, ήταν τα δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι στη Μητέρα και στο Θείο Βρέφος, κατά την γέννησή του, ως προσφορά συμβολική και με νόημα διαχρονικό. Το χρυσάφι αναφέρεται στη βασιλική ιδιότητα του Χριστού, το λιβάνι στη θεϊκή και ιερατική και τα σμύρνα στην ανθρώπινη ιδιότητα του τιμώμενου. Αν και τα δώρα ήταν τρία, οι Μάγοι πιθανολογείται ότι ήταν περισσότεροι. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους κάπου από την Ανατολή και προσκύνησαν τον Χριστό λατρευτικά, ως αρχηγό της Εκκλησίας, παρόλο που οι ίδιοι ήταν εθνικοί (ειδωλολάτρες). Έφτασαν, δε για την προσκύνηση έναν χρόνο και πλέον μετά τη γέννηση του Χριστού.
Η συμμετοχή των Μάγων με τα δώρα στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού είναι γεμάτη συμβολισμούς και νοήματα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χριστιανοσύνη, καθώς, όπως αναφέρεται και στα ευαγγέλια (κυρίως στο κατά Ματθαίον), ο Χριστός προσκυνείται ως βασιλιάς και τιμάται ως Θεός, τη στιγμή που πολιτικοί άρχοντες (Ηρώδης) και πνευματικοί ηγέτες του Ισραήλ τον απορρίπτουν.
«Το γεγονός της έλευσης των Μάγων, με βάση ευαγγελικά στοιχεία (Μθ 2,16), πρέπει να συνέβη ένα έτος ή και περισσότερο μετά τη γέννηση του Χριστού. Οι μάγοι (από τη σανσκριτική Maha) ήταν σοφοί, ιατροί, μελετητές άστρων, ερμηνευτές ονείρων, ιερείς, εν γένει πεπαιδευμένοι άνδρες της εποχής.
Παρακολουθούσαν τις κινήσεις των άστρων και συμπέραναν τη γέννηση κάποιου άρχοντα ή σημαντικού προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση τη γέννηση του Χριστού. Δεν προσδιορίζεται ο τόπος προέλευσής τους. Λέγεται απλά ότι ήρθαν από την Ανατολή. Γι αυτό και κατά την παράδοση ως πατρίδα τους αναφέρεται άλλοτε η Περσία, άλλοτε η Χαλδαία, άλλοτε η Βαβυλώνα και άλλοτε η Αραβία.
Ούτε και ο αριθμός τους αναφέρεται. Ταυτίστηκαν όμως με τρεις, λόγω του αριθμού των δώρων που προσκόμισαν στο βρέφος Χριστό. Ίσως ήρθαν και περισσότεροι» αναφέρει ο πατέρας Ιωάννης Σκιαδαρέσης, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας με ειδίκευση στην Κ. Διαθήκη και ιερέας στην ενορία του Προφήτη Ηλία στην Άνω Ηλιούπολη.

Οι Μάγοι είχαν πιθανόν κάποια γνώση της Παλαιάς Διαθήκης και γνώριζαν τις Μεσσιανικές προφητείες για την έλευση του Χριστού. Αν και εθνικοί (ειδωλολάτρες) πραγματοποίησαν ένα κοπιώδες ταξίδι για να προσκυνήσουν τον Χριστό ως την «προσδοκία των εθνών». «Είναι σαφώς λατρευτική η προσκύνηση στον Χριστό και η προσφορά των δώρων τους στηριγμένη στην αρχαιότητα, όπως αρμόζει σε βασιλιά» λέει ο πατέρας Ιωάννης.
Όπως εξηγεί, η προσφορά των δώρων έχει συμβολική και διαχρονική σημασία. «Σε όλη αυτή την ιστορία της έλευσης των μάγων ο Χριστός αναγνωρίζεται και λατρεύεται από τους μάγους – εθνικούς, ενώ οι εκπρόσωποι της ανώτερης θρησκευτικής γνώσης δεν αποδίδουν καμιά τιμή. Έμμεσα ο Ματθαίος πολεμάει τη λατρεία των άστρων και την αστρολογία με την προβολή των μάγων ως ανθρώπων που προσκυνούν τον μόνο Κύριο και αναγνωρίζουν την εξουσία του, προσφέροντας δώρα. Ο Χριστός προβάλλεται ως ο προσκυνούμενος και προσδεχόμενος τα δώρα των τριών βασικών ιδιοτήτων του (Βασιλεύς-Θεός-Άνθρωπος)» λέει χαρακτηριστικά.
Τα δώρα στη Μονή Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους
Τα τρία δώρα, αν και δεν έχουν τη δύναμη και αξία πού έχει ο τίμιος σταυρός του Χριστού, ωστόσο φυλάσσονται και αυτά ως ακριβά κειμήλια.
Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, διαφυλάχθηκαν από την Παναγία και παραδόθηκαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία τα κράτησε μέχρι περίπου το 400 μ.Χ. Τότε, επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έμειναν μέχρι την άλωσή της από τους σταυροφόρους (1204). Για 60 χρόνια μετακομίσθηκαν στη Νίκαια για ασφάλεια, λόγω των Φράγκων κατακτητών. Μετά την απαλλαγή από τους σταυροφόρους τα δώρα επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και έμειναν εκεί μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους (1453).
Αμέσως μετά την άλωση η χριστιανή Μάρω, σύζυγος του Μουράτ (1421-1451), μητέρα του Μωάμεθ, τα μετέφερε στο Άγιον Όρος και τα δώρισε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Έκτοτε φυλάσσονται εκεί μαζί με το έγγραφο παράδοσής τους και αποτελούν σπουδαίο κτήμα της, ενώ συχνά τα δώρα κατέρχονται σε ενορίες για προσκύνηση από τους πιστούς.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

Πότε ξεκινήσαμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα

χριστούγεννα

Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γέννηση του Χριστού δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή και οι χριστιανοί την γιόρταζαν μαζί με τη βάφτιση στις 6 Ιανουαρίου. Μάλιστα σύμφωνα με την παράδοση πρώτος ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ εκφώνησε την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων.

Νωρίτερα πάντως το 354 μ.Χ μετά από πολλές αντιρρήσεις ορίστηκε στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α’ σαν ημέρα γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου για τον εξής λόγο: Η ημέρα ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους σαν ημέρα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα. Οι Ρωμαίοι επιστρέφοντας από πολέμους της Ανατολής έφεραν μαζί τους την λατρεία πολλών θεών. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.
Το Γενέθλιον του είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου που στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο Ουράνιο στερέωμα.
Αυτή ήταν ημέρα χαράς για τους Ρωμαίους διότι έφευγε το σκοτάδι και ερχόταν το φως. Ήταν μέρα τόσο γιορτινή και αγαπητή που καμία προτροπή των πατέρων της Εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων Χριστιανών.
Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την «υποκατάσταση». Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως.
Έτσι στις 25 Δεκέμβρη ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο με αποτέλεσμα η ημερομηνία να οριστεί ως η επίσημη ημερομηνία γέννησης του Χριστού.
Ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και από τη Δύση στην Ανατολή γύρω στο 376. Μάλιστα το 386 ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.
Πολύ αργότερα το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.
Τι πληροφορίες μας δίνουν τα Ευαγγέλια
Στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού προέρχονται από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου:
Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.)
Τη γέννηση του Ιησού «εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας» (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
Στα γεγονότα της «πρώτης» απογραφής, η οποία «εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2018

Η Εικόνα της Γέννησης στην Ανατολή και Δύση (Ανάλυση)

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: Η προσκύνηση των ποιμένων (περ. 1605-1610) από τον Ελ Γκρέκο


Εργασία της Σοφίας Ντρέκου

Περιεχόμενα: 
1. Εισαγωγή
2. Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου (κείμενο, Βίντεο)
3. Αγιογραφίες - Η Χριστού Γέννησις
4. Η δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού [Νικολάου Ζία]
5. Εικόνες Αναγέννησης (εικόνες)
6. Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας
7. Γ. Κόρδης: Η εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως
8. Πότε καθιερώθηκε η Γιορτή της Γέννησης
9. Παραπομπές, Βιβλιογραφία
10. Επιλεκτικά Βίντεο για την Αγιογραφία

1. Εισαγωγή

«Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν».
«Παραμονή της Γέννησης» 
(Πορεία, 1940) Ζωή Καρέλλη

Σ' αυτήν την εργασία θα δούμε την ιστορική πορεία της εικόνας Της Γέννησης Του Χριστού και το πόσο επηρεάστηκε η Ορθόδοξη Αγιογραφία από τα δυτικά πρότυπα, μέσα από το κείμενο του αειμνήστου Αγιογράφου Φωτίου Κόντογλου και θα συνεχίσουμε με την θεολογική ορθόδοξη ανάλυση του καθ. Νικολάου Ζία, ώστε να εντρυφήσουμε μέσα από τα κείμενα των και εικόνων, για το ποιά είναι η ορθή Εικόνα Της Γεννήσεως στην Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία και μας βάζει στο πνευματικό νόημα των Χριστουγέννων. Ένα ταξίδι εικονογραφίας και ιστορικής ανάλυσης αυτών.[1]

Αέναη επΑνάσταση_ Η Εικόνα της Γέννησης Του Χριστού στην Ανατολή και την Δύση (θεολογική ανάλυση) Σ. Ντρέκου
εικ. Σπήλαιο της Γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ (Ιεροσόλυμα)

2. Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου 

Η ορθόδοξη Εκκλησία μας κράτησε και διατήρησε την παράδοση της αγιογραφικής τέχνης αμόλευτη, όπως κράτησε και την παράδοση της υμνογραφίας, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής. Και λέγοντας αμόλευτη, θέλω να πω πως δεν την άφησε να ξεπέσει από τον πνευματικό χαρακτήρα της, ώστε να κάνει έργα σαρκικά και κοσμικά, όπως έγινε στη δυτική εκκλησία.

Η λεγομένη Αναγέννηση στην Ιταλία στάθηκε στ' αληθινά η αναγέννηση της ειδωλολατρίας, δηλαδή της λατρείας του σαρκικού ανθρώπου που δεν γνωρίζει τι είναι η πνευματική ωραιότητα. Οι τεχνίτες που δουλέψανε κατά την Αναγέννηση ήτανε οι πιο πολλοί άνθρωποι χωρίς θρησκευτικό αίσθημα, χωρίς πίστη, και παίρνανε τα θρησκευτικά θέματα σαν πρόφαση μοναχά για να επιδείξουνε τη μαστοριά τους στη φυσικότητα και στη σαρκική τέχνη. 

Κι' οι ίδιοι οι Ιταλιάνοι το παραδέχουνται αυτό για τους μεγάλους τεχνίτες τους, αφού έχουνε για θαυματουργές εικόνες μονάχα τις παλιές βυζαντινές που βρεθήκανε στον τόπο τους, ενώ θα γελάσουνε αν τους πει κανένας πως κάνανε εικόνες θαυματουργές (δηλαδή εικόνες για να τις προσκυνά ο Χριστιανός) ο Ραφαέλος, ο Τισιάνος, ο Αντρέας ντε Σάρτο, ο Βερονέζης, ο Τιντορέττος κι' οι άλλοι μαστόροι της Αναγέννησης. 

Λοιπόν, για να μιλήσει κανένας σωστά, αγιογραφία, δηλαδή θρησκευτική ζωγραφική με πνευματικότητα, δεν κάνανε στην Αναγέννηση, για τούτο και τα έργα που φτιάξανε οι τότε τεχνίτες είναι θεατρικά, επιδειχτικά, χωρίς μυστικισμό, αντιπνευματικά, μην έχοντα καμμιά σχέση με την απλή και ταπεινή θρησκεία του Χριστού. 


Μονή Δαφνίου, εντοίχιο ψηφιδωτό, 11ος αιώνας

Ενώ η ορθόδοξη αγιογραφία κράτησε την αρχαία πνευματική καθαρότητα ως τα τελευταία χρόνια. Αλλά και σε μας άρχισε να ξεπέφτει αυτή η τέχνη από το ύψος της πνευματικής απλότητας και να θέλει να κάνει και στις δικές μας εκκλησίες έργα κούφια και θεατρικά, γιατί η απιστία, η επίδειξη, κ' η μανία να μοιάσουμε τους άλλους στο κακό, μας τύφλωσε ολότελα.


Σε όσους δεν έχουνε θρησκεία μέσα στην καρδιά τους αρέσουνε αυτά τα σαρκικά και αντιπνευματικά έργα, γιατί η σάρκα θαυμάζει τη σάρκα και δεν θέλει να βλέπει πνευματικά πράγματα, κι' ούτε μπορεί να τα νοιώσει. Το ανάποδο γίνεται στους ανθρώπους που νοιώσανε τη γλυκύτητα της πίστης· αυτοί δεν βρίσκουνε καμιά ουσία στα έργα που γινήκανε και γίνουνται για να δείξουνε τη μάταιη μαστοριά του ενός και του άλλου ζωγράφου, που τα εξηγεί μία ματαιόδοξη δασκάλα που τη λένε «αισθητική».

Η Γέννηση του Χριστού ζωγραφίζεται στα βυζαντινά εικονίσματα με την πνευματική αγιότητα που είναι ιστορημένη μέσα στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή παριστάνεται σαν μυστήριο, ενώ η κοσμική ζωγραφική που είπαμε την ζωγραφίζει σαν μία σκηνοθεσία και τίποτα παραπάνω. Κυττάξετε καμμιά τέτοια ζωγραφιά, όπως είναι του Κορέτζιου είτε του Μουρίλλου, και θα νοιώσετε τι λέγω. Στις δικές μας τις εικόνες η Γέννηση παριστάνεται με απλόν και βαθύ τρόπο, χωρίς επιτηδευμένα στολίσματα και μάταιες αισθηματολογίες. Όλα είναι απλά και ταπεινά πλην μέσα στα απλά αυτά σχήματα υπάρχει εκείνο το θρησκευτικό πνεύμα που είναι άπιαστο για τους άθρησκους, γιατί είναι «ως πνοή αύρας λεπτής».

  • Ο τύπος της Γεννήσεως στους βυζαντινούς είναι τούτος

Η Γέννηση του Χριστού. 14ος αιώνας. 
Τοιχογραφία. Ναός της Περιβλέπτου στο Μυστρά

Στη μέση στέκεται ένα σπήλαιο σαν από κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μια φάτνη και μέσα βρίσκεται ένα μωρό φασκιωμένο, ο Χριστός, κι' από πάνω του τον αχνίζουνε με το χνώτο τους ένα βόδι κ' ένα γαϊδούρι είτε άλογο.

Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο τέκνο της απάνω σ' ένα στρωσίδι, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή. 

Στο απάνω μέρος από τα δεξιά είναι χορός Αγγέλων σε στάση δεήσεως, ενώ από τ' αριστερά ένας άλλος άγγελος με φτερά ανοιχτά, μιλά με τους τσομπάνηδες σαν να τους λέγει τη χαροποιά την είδηση. 

Στο κάτω μέρος από τα δεξιά παριστάνεται ο γέρο Ιωσήφ καθισμένος σ' ένα κοτρόνι και συλλογίζεται με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, κατά το Ευαγγέλιο που λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ' όσο δεν ήθελε να εκθέσει την Παναγία που γέννησε δίχως νάναι δικό του το παιδί. Μπροστά του στέκεται ένας γέρος τσομπάνης ακουμπισμένος στο ραβδί του, ντυμένος με προβιά, και του μιλά σα να θέλει να τον παρηγορήσει. 

Στα αριστερά είναι καθισμένη μία γρηά που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο γυμνό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμπήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα με το τσεμπέρι χύνει νερό για να κολυμπήσουνε το μωρό. Γύρω τους κι' απάνω στις ραχούλες βοσκάνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα και δυό τρία μαντρόσκυλα. Ένας τσομπάνης αρμέγει. 

Πίσω από τη σπηλιά φαίνουνται μέσα στα βουνά οι τρεις μάγοι καβαλλικεμένοι στ' άλογα, ο ένας σε άσπρο, ο άλλος σε μαύρο κι' ο άλλος σε κόκκινο.
Τοιχογραφία στη νότια πτέρυγα της Παντάνασσας Μυστρά
  • Η Παναγία ζωγραφίζεται και γονατιστή, μα αυτό θαρρώ πως φραγκοφέρνει.
Η σκηνή με τις γυναίκες που κολυμπάνε το βρέφος είναι παρμένη από τ' Απόκρυφα Ευαγγέλια. Είναι παράξενο πως οι βυζαντινοί ζωγράφοι που ήτανε ορθοδοξώτατοι, βάζουνε στις εικόνες τους σκηνές που δεν είναι γραμμένες στο Ευαγγέλιο, παίρνοντας τες από βιβλία που δεν είναι Κανονικά. 

Στο Μυστρά, στο Καχριέ Τζαμί κι' αλλού είναι ζωγραφισμένα επεισόδια από τη ζωή της Παναγίας παρμένα από το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Ιακώβου που δεν είναι Κανονικό. Αλλά τέτοια καθέκαστα είναι ζωγραφισμένα στα Εισόδια, στον Ευαγγελισμό, στην ζωή Ιωακείμ και Άννης κ.λπ.

Για τη Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στα Απόκρυφα πως σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, πήγε ο Ιωσήφ να βρει καμμιά μαμή, και βρήκε μία γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι' αυτή έπλυνε το παιδί. Σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες είναι γραμμένο και τόνομα της Σαλώμης. Στα πιο ωραία εικονίσματα η Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι της στο χέρι της, κ' η έκφρασή της είναι γλυκειά και μελαγχολική, ένα πράγμα πολύ κατανυκτικό. 

Σε λιγοστές εικόνες είδα ζωγραφισμένα μάτια απάνω στο σπήλαιο, σαν να είναι ζωντανό, όπως ζωγραφίζουνε πάλι σε σχέδιο αητού, τα σύννεφα που σηκώνουνε τους Αποστόλους στην Κοίμηση, στη Βάπτιση τον Ιορδάνη σαν γέρο και τη θάλασσα σαν νεράϊδα, τις πηγές του ποταμού σαν έναν πέτρινο άνθρωπο που βγαίνει από το στόμα του το νερό, κ.α. 


Ψηφιδωτό Ιεράς Μονής Οσίου Λουκά 11ος αιώνας


Η Ερμηνεία των Ζωγράφων του Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων, γράφει για τον τύπο της Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καί ἔσω εἰς τό δεξιόν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τό βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τήν φάτνην καί ἀριστερά ὁ Ιωσήφ(1) γονατιστός ἔχων τά χέρια ἐσταυρωμένα· καί ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ' ἕνα ἄλογον βλέποντα τόν Χριστόν καί ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καί βλέποντες μετά θάμβους τόν Χριστόν. Καί ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καί ποιμένες, ὁ ἕνας λαλών ἄϋλον καί ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετά φόβου. Καί ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετά βασιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καί δεικνύοντες ἀλλήλοις τόν ἀστέρα. Καί ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».


Γέννηση Χριστού, δεύτερο μισό 15ου αιώνα Βενετία


Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοί ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατά πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για οποίον νοιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Άλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριέ Τζαμί της Πόλης (αρχαία Μονή της Χώρας), της Υπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστήρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ' Άγιον Όρος, καθώς και του Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελάνου. 

Υπάρχουν κι' άλλες έμορφες Γεννήσεις σε αρχαία εξωκκλήσια, όλες στον ίδιο τύπο που ιστορήσαμε. Πλήθος Γεννήσεις στολίζουνε τα αρχαία χειρόγραφα, όπως είναι δυο που βρίσκουνται στο μοναστήρι των Ιβήρων.

Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυό σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Στα χρόνια του Διονυσίου (18ος αιώνας) είχε αρχίσει να φραγκεύει η αγιογραφία μας, γι' αυτό γράφει πως ο Ιωσήφ είναι γονατιστός, καθώς και άλλα πού δεν είναι της βυζαντινής αγιογραφίας.[2]


3.  Αγιογραφίες - Η Χριστού Γέννησις


Τοιχογραφία Φ. Κόντογλου, στο παρεκκλήσιο Αγ. Ειρήνης
οικ. Γ. Πεσεματζόγλου στη Κηφισιά του 1938

Εγκαυστική εικόνα από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά 7ος αι. μ.Χ.

Τοιχογραφία από το Πρωτάτο Αγίου Όρους 13ος αι. μ.Χ.

Έργο του Π.Βαμπούλη

Aπό τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό, Θεσσαλονίκη 1310-1320 μ.Χ.

Λαγουδερά, Παναγία της Αράκου Κύπρου 1192 μ.Χ.

Τοιχογραφία στη Ζωοδόχο Πηγή, Φ. Κόντογλου 1946

Ιερό Κοινόβιον Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμύλια Χαλκιδικής

Αντρέι Ρουμπλιόβ, 1405 μ.Χ.

Εικόνα από το Aγιογραφείο της Μονής Βατοπαιδίου

1884 μ.Χ. - Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Λαρίσης

Η γέννηση του Χριστού - Λυδία Γουριώτη

Ευαγγελιστάριο, 1120-30. Άγιο Όρος, Μονή Λαύρας


4. Η Εικόνα της Γεννήσεως, του Νίκου Ζία, Αρχαιολόγου**
*Η δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού

Συνεχίζουμε αγαπητοί αναγνώστες με την δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού, μέσα από την θεολογική ανάλυση του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχαιολόγου, Νικολάου Ζία.


Cimabue Maestà, 1280-1285, Uffizi Gallery, Florence

Γενικότερα η τέχνη που αναπτύχθηκε έξω από το χώρο της Ορθοδοξίας στη δυτική και βόρεια Ευρώπη διαμόρφωσε διαφορετική εικόνα ενώ αρχικά είχαμε τον ίδιο περίπου εικονογραφικό τύπο όπως π.χ. σε πίνακα (Φλωρεντία, συλλογή R. Longhi) που αποδίδεται στο Cimabue (13ος αι.). Στο Duccio (1255 - 1315) διαφαίνονται κάποιες τάσεις για αλλαγές.

Στη «Γέννηση» της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον το σπήλαιο αρχίζει να διαμορφώνεταισε σταύλο, ενώ τα άλλα εικονογραφικά στοιχεία (θέση του Ιωσήφ, λουτρό του βρέφους, ποιμένες, Αγγελοι) παραμένουν τα καθιερωμένα από την παράδοση. Στούς ζωγράφους του 15ου αι. η παραδοσιακή εικονογραφία έχει ξεχαστεί.

Το τοπίο γίνεται ειδυλλιακό και αγροτικό, ή μεσαιωνικό με πύργους, λότζιες, τοξοστοιχίες κ.λ.π. Παναγία είναι μιά όμορφη, νεαρή αρχοντοπούλα, και Ιησούς ένα χαριτωμένο παχουλό μωρό, γυμνό -παρά τη σαφή μνεία του Ευαγγελιστού Λουκά- που παίζει μακάρια με τα χεράκια του. Ο Ιωσήφ παίρνει θέση ισάξια πρός την Παναγία καθώς και οι δύο γονατίζουν δεξιά και αριστερά από το βρέφος.


Duccio, 1308/11, National Gallery of Art, Washington

Συχνά από όλη τη σύνθεση της Γεννήσεως ο ζωγράφος απομονώνει ένα επεισόδιο, όπως π.χ. την «Προσκύνηση του Βρέφους» που βλέπουμε σε πίνακα (Φλωρεντία πινακοθήκη Uffizi) του FilippoLippi (1406-1469) με όλα τα παραπάνω γνωρίσματα, ή την Προσκύνηση των Μάγων, όπου μερικές φορές μάλιστα το θέμα γίνεται μόνο αφορμή για να ζωγραφιστεί μια θεαματική παρέλαση της αριστοκρατίας όπως συμβαίνει στο γνωστό πίνακα τουGentile da Fabriano (π. 1370-1427) που βρίσκεται στο Uffizi της Φλωρεντίας και ακόμη περισσότερο στη τοιχογραφία του 1459 του Benozzo Gozzoli στο παρεκκλήσιο των Μεδίκων - Ρικάρντι στη Φλωρεντία.

Με ανάλογα έργα φεύγουμε από την πνευματική, αυστηρή έκφραση της πίστης όπως συνολικά -καθολικά- βιώνεται από την Εκκλησία και μπαίνουμε στο χώρο της προσωπικής -και κάποτε αυθαίρετης- ερμηνείας.

Παρ' όλες όμως αυτές τις αλλαγές, που παρατηρούνται, στους περισσότερους ζωγράφους του 14ου και 15ου αι. δεν λείπει εντελώς κάποια αίσθηση θαύματος, όπως όμως το αντικρίζουν μέσα από το συναισθηματισμό της ιππωσύνης, και της προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής.


Η προσκύνησις των Μάγων, F. Lippi, Uffizi Florence, 1496
  • «Η τέχνη τα απομακρυσμένα γεγονότα της «Γεννήσεως» τα φέρνει κοντά, έτσι που η θερμή κι ευεργετική δύναμή τους γίνεται πιο έντονη. Και σε σένα τον ίδιον πρέπει να γίνουν Χριστούγεννα, λένε οι καλλιτέχνες ομόφωνα, η αυλή σου, η κάμαρά σου είναι Βηθλεέμ, παντού αντιλαλεί το μήνυμα του αγγέλου, παντού πρέπει ποιμένες και μάγοι με στέρεα πίστη να σπεύσουν στο Βρέφος» γράφει δυτικός ιστορικός της τέχνης (Η.Lϋtzeler, Τα Χριστούγεννα στην Τέχνη, εκδ. Herder/Freiburg, σελ.3-4).
Η πορεία της δυτικής τέχνης δείχνει όλο και περισσότερο να εξανθρωπίζει το μυστηριακό γεγονός. Στη λεγόμενη «Μυστική Γέννηση» (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη) του Sandro Botticelli (1444-1510) η εκκοσμίκευση ολοκληρώνεται και η Γέννηση γίνεται παγανιστική γιορτή· ή έστω καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος εκφρασμένου στα πλαίσια της ουμανιστικής ομορφιάς, του μέτρου και της αρμονίας. 

Ο Ghirlandaio δεν διστάζει να ζωγραφίσει το γυμνό βρέφος μπροστά σε μια αρχαία σαρκοφάγο. (Η προσκύνηση των ποιμένων - 1485, Αγ. Τριάς Φλωρεντία).

Gentile da Fabriano, 1423

Στην εκλαϊκευμένη τέχνη που θα ακολουθήσει κατά τον 18ο και 19ο αι. και θα διαδοθεί στην Δύση αλλά και στην Ορθόδοξη Ανατολή, η παράσταση της Γεννήσεως έχει χάσει τελείως τον αποκαλυπτικό λειτουργικό της χαρακτήρα καθώς έχει δημιουργηθεί ο γλυκερά συναισθηματικός τύπος, της «Αγίας Οικογενείας» κατάλληλης για χριστοήθεια, αλλά μακριά από το αληθινό προορισμό μιάς πραγματικής εικόνας.

Την πορεία πρός τον εκδυτικισμό και την εκκοσμίκευση η τέχνη στο χώρο της Ορθοδοξίας την έκαμε με πολύ-πολύ αργά βήματα και σθεναρή αντίσταση, παρ᾿ όλο ότι βρισκόταν κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες λόγω της δουλείας του ελληνικού έθνους (Τουρκοκρατία, Ενετοκρατία κ.λ.π.). Σιγά-σιγά όμως μικρές εικονογραφικές παραλλαγές περνούσαν από την Δύση στην Ορθόδοξη τέχνη.

Στη τοιχογραφία π.χ. της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1548), που αποδίδεται στο ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο, η Παναγία είναι γονατιστή, προφανώς από δυτική επίδραση. Ανάλογη στάση έχει η Θεοτόκος σε τοιχογραφίες του Αγ. Όρους (Μ. Δοχειαρίου, Αγ. Νικόλαος Μ. Λαύρας, Μ. Ξενοφώντος κ.ά.).


Μυστική Γέννηση, Botticelli, 1500/1

Σε εικόνα του Ηλιού Μόσχου (1658) του Μουσείου Μπενάκη το Βρέφος είναι γυμνό και οι άγγελοι κρατούν ταινία με την επιγραφή «Δόξα εν υψίστοις Θεώ...».

Στον ίδιο αιώνα ο Θεόδωρος Πουλάκης ζωγραφίζει σχεδόν ισοδύναμους γονατιστούς τον Ιωσήφ και την Παναγία, ενώ ένα αιώνα πριν ο Μιχαήλ Δαμασκηνός ζωγράφισε την προσκύνηση των Μάγων (ναός Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου Κρήτης) ακολουθώντας πιστά δυτικά πρότυπα με πλήθος πολύχρωμα ντυμένων μορφών, αλόγων προοπτικά και διαγώνια ζωγραφισμένων, σε ζωή κίνηση κλπ. μόνος, σύνδεσμος με την παράδοση είναι το αγκαθερό βουνό και η τεχνική του αυγού.

Τον επόμενο αιώνα σε εικόνα του Στεφάνου Τζαγκαρόλα (Εθνική Πινακοθήκη) έχουμε μιά δυτική παράσταση μεταφρασμένη στη βυζαντινή τεχνική.

Κατάληξη της πορείας αυτής είναι ο εφτανησιώτικος νατουραλισμός, όπου η σύνθεση είναι εντελώς δυτική (π.χ. Προσκύνηση των Μάγων Μουσείου Ζακύνθου).

Τεχνική (ελαιογραφία), εικονογραφία, τεχνοτροπία, ενδυματολογία δέν έχουν καμμιά απολύτως σχέση με την παράδοση.



Benozzo Gozzoli, Medici Florence 1459

Στο απελευθερωμένο ελληνικό κράτος θα επικρατήσουν ανάλογες τάσεις με προοδευτικά αυξανόμενη την εκκοσμίκευση, ώσπου περί τα μέσα του αιώνα μας ο Φώτης Κόντογλου(1895-1965) θα ξαναϊστορήσει την Γέννηση με την παραδοσιακή τεχνική, τεχνοτροπία και πνευματικότητα. (Φορητή εικόνα στο δωδεκάορτο της Παναγίας - Μοναστηράκι Αθηνών του 1932, τοιχογραφίες στο παρεκκλήσιο Αγ. Ειρήνης οικ. Γ. Πεσεματζόγλου στη Κηφισιά του 1938, στον Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι του 1946 κ.ά.).

Η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο.


Domenico Ghirlandaio,1485, Cappella Sassetti, Basilica di Santa Trinita, Firenze

Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στην ίδια σύνθεση γεγονότων που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά (π.χ. ο Χριστός στην φάτνη και την ίδια ώρα στο λουτρό, οι Μάγοι που οδεύουν ακολουθώντας τον αστέρα και συγχρόνως προσκυνούν το Χριστό κλπ.), που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου πού τα αντιμετωπίζει όλα σαν παρόν.

Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμή «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) και συγκεκριμένο τόπο, δέν έπαυσε να είναι ο «πρό των αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός που «Όλος ήν εν τοίς κάτω και των άνω ουδόλως απήν» (Ακάθιστος Ύμνος).
Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και μέ αυτόν τον τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δεί τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός.

Tiziano Vecellio, 1540 National Gallery of Scotland

Τα εικονογραφικά στοιχεία που σημειώθηκαν πιο πάνω δεν θα αρκούσαν όμως να αποδώσουν το μήνυμα σωστά αν δεν είχαν την απαιτούμενη αισθητική μορφή. Η ελεύθερη σύνθεση, που δεν καθορίζεται από τούς δεσμευτικούς γεωμετρικούς νόμους της προοπτικής, η δισδιάστατη απόδοση των σωμάτων, ο εσωτερικός φωτισμός των μορφών, το καθαρό χρώμα είναι τα ζωγραφικά μέσα πού κάνουν την παράσταση αποκαλυπτική.Χρώμα, σχέδιο, σύνθεση γίνονται Θεολογία.

Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής, πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και χωρίς να μάς στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατώρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία.[3]

5. Εικόνες Αναγέννησης


Giotto. 1304-1306. Fresco Capella degli Scrovegni 

Raffaello Sanzio da Urbino 

Tindoretto

Paolo Veronese, 1573

adoration of the magi - Leonardo da Vinci 

Adoration of the Shepherds (Giorgone, 1505)

cuadro nacimiento de jesus, Lorenzo Lotto, 1523 


El Greco (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος)
Η Προσκύνηση των Ποιμένων (περ. 1605-1610)
από τον Ελ Γκρέκο. Μουσείο Prado, Μαδρίτη


6. Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας




Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας 
εξασφαλίζει την πυκνότητα 
της παρουσίασης των κυριότερων 
γεγονότων της Γέννησης 
Του Θεανθρώπου.

«Η Εικόνα της Γέννησις Του Χριστού» «...που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιάν άλλη αίσθηση του χρόνου πού τα αντιμετωπίζει όλα σάν παρόν.»

Στο χωροχρονικό συνεχές των τριών διαστάσεων όπου ο χρόνος εμφανίζεται ως τέταρτη η ευθεία έχει αρχή και τέλος το ίδιο σημείο.

Ο ήν ο ών και ο ερχόμενος ως αιτία και αποτέλεσμα εμπεριέχει την αναλυτική διαδικασία της ανάπτυξης του χωροχρονικού συνεχούς σε ροή και διαδοχή σημειακού αποτέλεσματος όπου η αρχή και το τέλος αντιστοιχούν σε διακριτά σημεία άρα και μετρήσιμα χρονικά σε ετερότητα θέσης.

Ο ήν ο ών και ο ερχόμενος ο Ιησούς Χριστός ενσαρκώνει την υπέρβαση του χρόνου λειτουργώντας μέσα στον χρόνο ως διαμορφωτής υποστάσεων αποδεκτών από την ενεργητική αλλοίωση του αισθητηριακού πλέγματος της ασκητικά εναρμονισμένης ανθρώπινης ύπαρξης !!![4]

Γιώργος Κόρδης: Η εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως
Εικονογράφος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός καθηγητής.



Πόσες άραγε λέξεις μπορούν να πυκνώσουν και να κρυφτούν ή να αποκαλυφθούν σε μια εικόνα; Μια, ίσως δύο, ίσως πολλές. Αυτό κανείς δεν το μαθαίνει, αφού η ανάγνωση μιας εικόνας  είναι αστείρευτη και ατέλειωτη ειδικά όταν πρόκειται για μια εικόνα του Βυζαντινού τρόπου. Κι ετούτο γιατί στον τρόπο αυτό όλα είναι οργανωμένα αλλιώς. Είναι δομημένα ώστε να ομιλούν, να διαλέγονται με την αίσθηση του θεατή και να μαρτυρούν. Για την αλήθεια, για μέλλοντα, για υποσχέσεις και οράματα ανείπωτης και άδολης χαράς.

Όσα παρουσιάζονται σε μιαν εικόνα βυζαντινή είναι μια αλλιώτικη δομή, που κομίζει μαρτυρία ενός κόσμου που είναι εδώ κι εκεί μαζί, που είναι τώρα και παντού. Μια εικόνα βυζαντινή είναι ανακεφαλαίωση του χρόνου και μια αγκαλιά που απλώνεται και κλείνει ή ελευθερώνει τον χώρο όλο.

Όλα τούτα βρίσκουν έκφραση, τέλεια σχεδόν, στην εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως, μια πολύ σύνθετη εικόνα, που έρχεται να ομιλήσει για το σπουδαιότερο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, τουλάχιστον για τους χριστιανούς: για την Γέννηση του Θεανθρώπου, για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, για τον ερχομό του Θεού του ίδιου στον κόσμο, όχι ως απλού επισκέπτη ή κομιστή αγγελιοφόρου μιας καλής είδησης, αλλά ως ενός κανονικού και πλήρους ανθρώπου που γεννήθηκε από γυναίκα εν τόπῳ και χρόνω, στην Βηθλεέμ, στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου.

Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία ενός ζωγράφου· να ομιλήσει δηλαδή για πράγματα ορατά και αόρατα αποκλειστικά με εικαστικά μέσα, με τα σχήματα με τα  χρώματα και τις σχέσεις τους.

Δύσκολο εγχείρημα. Πώς να χωρέσει μέσα στα σχήματα αυτά ένα τόσο μεγάλο μυστήριο; Πώς να γίνει οπτικό γεγονός το ότι το παιδί που γεννιέται είναι Θεός και άνθρωπος, το ότι δεν έχει κατά σάρκα πατέρα και το ότι είναι ο πνευματικός βασιλέας που θα σώσει τον άνθρωπο από την εξορία, όπου ο ίδιος έβαλε τον εαυτό του, επιλέγοντας την στερητική μοναξιά του εγωισμού;

Όλα ετούτα δεν περιγράφονται, γιατί ο Θεός δεν ορίζεται με σχήματα ούτε με λέξεις ούτε με άλλο μέσο, ούτε μπορεί να κλειστεί σε μορφή το είδος της σωτηρίας που φέρνει ο Θεός στον κόσμο. Κι ετούτο το ξέρουν οι ζωγράφοι μαΐστορες του Βυζαντίου. Αυτά είναι ξεκάθαρα από την εποχή της εικονομαχίας, όταν αποσαφηνίστηκε τι είναι η εικόνα παντός εικονιζομένου, τι εικονίζεται και τι όχι, και πώς λειτουργεί η εικόνα. Έτσι, αποκλείουν την απόπειρα να περιγράψουν τον Θεό ή αφηρημένες έννοιες και θεολογικές ιδέες.

Με τον ρεαλισμό και τη συμπυκνωμένη σοφία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού  λοιπόν, καταφεύγουν  σε κώδικες  της εποχής τους, όχι για να περιγράψουν αλλά για να σημάνουν, για να δείξουν μερικώς, ως εν εσόπτρῳ, όσα οφείλει η εικόνα να δηλώσει και στον πιστό και στον άπιστο θεατή που θα την αντικρίσει.

Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού ξεκινά με μια αφαίρεση γεμάτη νόημα και σημασία. Όλη η σκηνή μεταφέρεται σε ένα τοπίο ερημικό, και μάλιστα σε ένα βραχώδες σύμπλεγμα όπου κυριαρχεί ένα σπήλαιο. Η αφαίρεση αυτή γίνεται για να τονιστεί πως το παιδί που γεννιέται, έρχεται στη γη την ίδια κι όχι σε ένα συγκεκριμένο τόπο που έχει διακεκριμένα χαρακτηριστικά. Γεννιέται απλώς επάνω στη γη, που είναι όμως γεμάτη από παρουσίες: Άγγελοι, βοσκοί που βόσκουν τα ποίμνια τους και παίζουν τις φλογέρες τους, Μάγοι, ανατολίτες βασιλείς, οδηγημένοι από υπέρλαμπρο  αστέρι, που έρχονται να αποτίσουν φόρο τιμής στον νεογέννητο  βασιλέα, θεραπαινίδες που ετοιμάζονται να δώσουν  στο βρέφος τη χαρά της πρώτης του επαφής με το ζωογόνο ύδωρ -που δεν το έχει ανάγκη,  και κυρίως η Θεοτόκος που στέκεται δίπλα στην φάτνη με το νεογέννητο και ο μνήστωρ Ιωσήφ που παρίσταται με τον τρόπο του, παράπλευρα.

Αυτή είναι όλη η  παράσταση που συντίθεται εμπρός στα μάτια μας και διακηρύσσει πως ένας Θεός γεννιέται με τρόπο παράδοξο και μυστηριακό, ένας Θεός που θα σώσει τον κόσμο όλο.

Η μεγάλη δυσκολία των ζωγράφων ήταν να δείξουν πως το παιδί που γεννήθηκε από μητέρα γυναίκα δεν είναι ένας κοινός θνητός, αλλά κάτι άλλο που σχετίζεται με τον Θεό. Έπρεπε να δείξουν πως έρχεται από τον Θεό και δεν έχει κατά σάρκα πατέρα. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν οπτικά το νόημα του Ευαγγελίου, και θα κινδύνευαν να πέσουν σε Νεστοριανική αίρεση. Προκειμένου λοιπόν να δείξουν αυτή την αλήθεια, κατέφυγαν σε εικαστικούς κώδικες καθιερωμένους στην αρχαία τέχνη και διατηρημένους, καθώς φαίνεται, και στο Βυζάντιο. Όπως συνηθιζόταν παλιά στις γεννήσεις ημιθέων και αρχαίων θεών, ο πατέρας του νεογέννητου να εικονίζεται σε απόσταση από την σκηνή της γέννησης, και μάλιστα σε στάση αποστροφής προς το γεγονός, έτσι και στην σκηνή της Γέννησης του Χριστού, ο μνήστωρ Ιωσήφ ζωγραφίζεται πάντα παραδίπλα, με στραμμένη την πλάτη του ή σκεφτικός να συνομιλεί με βοσκό (στον οποίο κάποιοι βλέπουν τον διάβολο που σπέρνει στον άγιο αυτόν άνθρωπο λογισμούς πονηρούς). Όπως κι αν έχει όμως, το σημαντικό είναι πως με την σύνθεση αυτή των προσώπων οι ζωγράφοι έδειξαν πως το νεογέννητο παιδί δεν έχει κατά σάρκα πατέρα αλλά μονάχα μητέρα και συνεπώς έρχεται από τον Θεό.

Αλλά και με άλλο τρόπο οι ζωγράφοι επιχείρησαν και πέτυχαν να δείξουν το παράδοξο του τόκου και συνεπώς έμμεσα να βεβαιώσουν πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού κι όχι κοινός άνθρωπος: Απομάκρυναν από τη Θεοτόκο τις, καθιερωμένες σε όλες τις παραστάσεις γεννήσεων του αρχαίου κόσμου, θεραπαινίδες που παρίστανται και βοηθούν την λεχώνα γυναίκα.

Στην Γέννηση του Χριστού η Θεοτόκος, συνήθως ανακεκλιμένη κι όχι εξουθενωμένη από τον τοκετό, δεν μοιάζει να χρήζει βοηθείας, και  αυτό διότι ο τόκος της ήταν, σύμφωνα με την παράδοση και την πίστη της Εκκλησίας, αλόχευτος και ανώδυνος. Όπως κι αν έχει πάντως, με τα εικαστικά αυτά ευρήματα οι ζωγράφοι έδειξαν εμμέσως πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού και όχι απλώς γέννημα ανθρώπων.

Αλλά και η προσκύνηση των Μάγων σοφών της Ανατολής ανάλογα πράγματα δηλώνει. Είναι μια έμμεση αναγνώριση πως το παιδί που γεννήθηκε με τρόπο παράδοξο είναι ο αναμενόμενος μεσσίας, ο σωτήρας που περίμενε ο Ισραήλ, αυτός που θα σώσει το γένος των ανθρώπων. Προς τούτο και η πρώτη αναγνώριση της βασιλικής του ιδιότητας και του μεσσιανικού του ρόλου έρχεται έξωθεν, από αλλοεθνείς κι όχι από την φυλή του.

Πέρα όμως από τα θεολογικά μηνύματα που κομίζει η εικόνα της Γέννησης του Χριστού φέρνει και άλλα μηνύματα στους ανθρώπους. Όχι νοήματα και ιδέες, αλλά ποιότητες, που αφορούν τις αισθήσεις και αναφέρονται στην κατάσταση της καρδιάς.

Όπως είναι φτιαγμένη η εικόνα, όπως βέβαια και κάθε άλλη βυζαντινή εικόνα, τα εικονιζόμενα συμβάντα μοιάζουν να συνυπάρχουν στον χώρο και στον χρόνο και να αποτελούν μια ενότητα που δεν δικαιολογείται από την φυσική τάξη των πραγμάτων. Η εικόνα ενώνει σε κοινό πλαίσιο ιστορίες που συνέβησαν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της αναγκεμένης φύσης και διαδηλώνοντας πως όλα είναι σχετικά και μπορούν να ενώνονται μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, με τρόπο  μυστικό και ακατανόητο για την ανθρώπινη πεπερασμένη λογική.

Κι ύστερα, αυτά που εικονίζονται δεν υπάρχουν στον εικονικό αυτονομημένο ζωγραφικό χωρόχρονο, που ο ζωγράφος φτιάχνει στην επιφάνεια της εικόνας, όπως συμβαίνει στην δυτική τέχνη από την περίοδο της Αναγέννησης και ύστερα.

Ο βυζαντινός ζωγράφος, με σύστημα και γνώση, φέρνει τα εικονιζόμενα προς τον χωρόχρονο των θεατών και τα κάνει να μοιάζουν ως να  ζουν μεταξύ μας, να είναι κομμάτι της δικής μας πραγματικότητας. Η παροντοποίηση αυτή των εικονιζομένων κάνει τα πράγματα να υπάρχουν στον ενεστωτικό χωρόχρονο της Θείας Λειτουργίας και να συμφωνούν με όσα και η υμνολογία της Εκκλησίας ψάλλει εκείνες της μέρες: “ Χριστός γεννάται δοξάσατε…” (α’ Ωδή, Καταβασίες Χριστουγέννων)

Η παροντοποίηση των εικονιζομένων γράφει εικαστικά, το πώς των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία, οπτικοποιώντας την των πάντων εν Χριστῷ ενότητα.

8. Πότε καθιερώθηκε η Γιορτή της Γέννησης



Το 354 μ.Χ., ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντιρρήσεις, ορίστηκε στη Ρώμη σαν μέρα γιορτής της γέννησης η 25η Δεκεμβρίου για τούτο το λόγο: Η ήμερα αυτή ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους ως ήμερα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα, του «αήττητου θεού Ήλιου».

Είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι, επιστρέφοντας από τους πολέμους της Ανατολής, έφεραν μαζί τους τη λατρεία πολλών θεών της. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας, γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου, που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.

Το Γενέθλιόν του, η μέρα δηλαδή που γεννήθηκε, είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου, που γύρω στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο ουράνιο στερέωμα. Η μέρα αυτή για τους Ρωμαίους ήταν ημέρα ευφροσύνης. Έφευγαν τα σκοτάδια, ερχόταν το φως! Τη γιόρταζαν, λοιπόν, με μεγάλη λαμπρότητα και πολλά ξεφαντώματα.

Ήταν τόσο αγαπητή γιορτή και τόσο διαδεδομένη, ώστε καμιά συμβουλή, καμιά προτροπή και καμιά απειλή των πατέρων της εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να την εξαφανίσει ή τουλάχιστον να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων χριστιανών. Όμως, το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι!

Σαν τέτοιο οι πατέρες της εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την υποκατάσταση. Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ήμερα γέννησης του Χριστού, του νέου Ήλιου, που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας απ' τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως. Έτσι ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο και να που στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε πια τη γέννηση του Χριστού.[5]
8. Παραπομπές, Βιβλιογραφία:
[1] Εισαγωγή, Εργασία, Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου
[2] «Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου» 5 Μελετήματα για τον πεζογράφο και τον καλλιτέχνη Φ. Κόντογλου, εκδ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, εκδ. των «Κριτικών Φύλλων», Αθήνα 1975, σελ. 51-54.
[3] *Νίκου Ζία, «Η Εικόνα τής Γεννήσεως - “Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί...”», Συλλογικὸς Τόμος
Χριστούγεννα, ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», ἔκδ. ε', 1999, σελ. 187-207.
[**] «Ο αρχαιολόγος Νίκος Ζίας ανήκει σ' εκείνους τούς μετρημένους ανθρώπους πού
συνετέλεσαν αποφασιστικά στην προβολή τής βυζαντινής, μεταβυζαντινής και
νεοελληνικής Τέχνης στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Με τις μελέτες, μάλιστα, καὶ
τις παρουσιάσεις του από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, όπως και μ' αυτό το άρθρο
του στὸν τόμο μας, συνέβαλε ουσιαστικά στην κατανόηση τού τόσο σημαδιακού ρόλου τής Τέχνης στη ζωή τής Εκκλησίας» (αυτόθι, σελ. 210).
[4] «Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας» της Ιφιγένειας Γεωργιάδου ifigeneia-math.gr
[5] «Πότε καθιερώθηκε η Γιορτή της Γέννησης» Tης Αικατερίνης Τσοτάκου - Καρβέλη, Από το βιβλίο Λαογραφικό Ημερολόγιο, «Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους», Εκδόσεις Πατάκη, 1988.
[6] Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.
[7] Εικόνες από το διαδίκτυο, εταιρεία της Google

Δείτε σχετικά:



9. Επιλεκτικά Βίντεο για την Αγιογραφία
Κλικ στην εικόνα ή τον σύνδεσμο για να δείτε τα Video





Βίντεο: «Η Γέννηση στην Αγιογραφία» Ο Φώτης Κόντογλου παρουσιάζει την εικόνα της Γέννησης του Χριστού και μας αναφέρει ότι ο τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...