Κοντάκιον τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου,
Ἦχος πλ. δ´. Αὐτόμελον.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ
τὰ νικητήρια,
τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν
εὐχαριστήρια,
εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις
σου Θεοτόκε.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος
ἀπροσμάχητον,
ἀπροσμάχητον,
Ἐκ παντοίων με κινδύνων
ἐλευθέρωσον,
ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι·
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Πρὸς τὴν Παναγία,
πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο
πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο
Στρατηγό, ἀποτείνεται
τὸ θαυμάσιο
τὸ θαυμάσιο
βυζαντινὸ τροπάρι
«Τὴ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ»,
ποὺ στὴν πραγματικότητα
εἶναι ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ
ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου.
Καὶ σὰν ἐθνικό μας
ὕμνο ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσει
καὶ ἢ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα
τοῦ 21, ἂν οἱ λόγιοι καὶ οἱ
πολιτικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τὴν ὀξυδέρκεια νὰ
καταλάβουν τὴ σημασία ποὺ παίρνει ἡ Παράδοση στὴ
ζωὴ τῶν ἐθνῶν καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα
νὰ ἑνώνεται ἠθικὰ καὶ ἱστορικὰ μὲ τὸ ἀπελευθερωμένο
Ἔθνος, δίχως τὴν ἔνδοξη καὶ μεγαλόπρεπη περίοδο τῆς
Βυζαντινῆς χιλιετίας ποὺ μεσολάβησε καὶ σφυρηλάτησε τὴ
νέα μας Ἑλληνοχριστιανικὴ συνείδηση. Δῆτε ὅμως.
Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ μεταεπαναστατικὸ κράτος τὸ ἔκαμε
μόνος του ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Ἔτσι κάθε φορὰ ποὺ....
ἕνα μεγάλο γεγονὸς τρικυμίζει τὴν ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ
τροπάρι αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ σμίγει μὲ
τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα κάθε
φορὰ ποὺ ἕνα ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται
μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς
ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴ θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς Ἀνέστη».