Ἡ πανθαύμαστη αὐτὴ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, στὸν ναὸ τῆς ὁποίας μαζευτήκαμε γιὰ νὰ τὴν τιμήσουμε μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεό, ποὺ τόσο δοξάζει τοὺς ἁγίους Του, γεννήθηκε σ᾽ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ εἰδωλολάτρη καὶ διώκτη τῶν χριστιανῶν αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138). Οἱ γονεῖς της ἦταν ἐνάρετοι χριστιανοί, ὀνομαζόμενοι Ἀγάθωνας καὶ Πολιτεία, καὶ γιὰ καιρό, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν παιδί, παρακαλοῦσαν γι᾽ αὐτὸ θερμὰ τὸν Κύριο. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἐκπληρώνει τὸ θέλημα αὐτῶν, ποὺ Τὸν ἀγαποῦν καὶ Τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη, τοὺς χάρισε, ὡς καρπὸ προσευχῆς, μία θυγατέρα, τὴν ὁποία, ἐπειδὴ γεννήθηκε κατὰ τὴν ἡμέρα Παρασκευή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μας, ὀνόμασαν στὸ ἅγιο Βάπτισμα Παρασκευή.
Ἡ Παρασκευὴ κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς καὶ δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤδη ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία. Δὲν ἀγάπησε τὰ παιγνίδια καὶ τὶς παιδικὲς χαρὲς ἡ ἁγία. Μόνη χαρὰ καὶ ἐντρύφημά της ἦταν νὰ μελετᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι της, καὶ νὰ μετέχει στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ στὰ Μυστήρια στὴν Ἐκκλησία. Ἐδῶ νὰ τονίσουμε αὐτό, ποὺ λένε καὶ σύγχρονοι μεγάλοι Γέροντες καὶ φαίνεται στοὺς βίους πολλῶν ἁγίων, τὸ πόσο σπουδαῖο ρόλο διαδραματίζει ἡ ἁγία ζωὴ τῶν γονέων καὶ ἡ προσευχή τους, καὶ μάλιστα ὅταν κυοφορεῖται ἕνα παιδί, στὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας τὸ τέκνο τους, ἤδη «ἀπ᾽ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του».
Ὅταν ἦταν περίπου εἴκοσι ἐτῶν ἡ Παρασκευή, πέθαναν οἱ γονεῖς της. Τότε αὐτὴ μοίρασε τὰ πλούτη της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ γυναικεῖο μοναστήρι, γιὰ νὰ λατρεύει ἐκεῖ ἀπερίσπαστα τὸν ἀγαπημένο της Νυμφίο Χριστό. Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα ἐνάρετης μοναχικῆς ζωῆς, φλεγόμενη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς της, διψῶντας δηλαδὴ νὰ κηρύξει καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ σωθοῦν, ζήτησε εὐλογία ἀπὸ τὴν ἡγουμένη της καὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύει πόλεις καὶ χωριὰ ἐκεῖ στὴν Ἰταλία, σὰν ἄλλος ἀπόστολος, ἐπιστρέφοντας σὲ θεογνωσία πλῆθος εἰδωλολατρῶν. Βλέποντας τοῦτο οἱ Ἑβραῖοι σ᾽ ἐκεῖνα τὰ μέρη, φθόνησαν, καὶ τὴν κατάγγειλαν στὸν νέο αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο τὸν Εὐσεβῆ (138-161).
Ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε καὶ τὴ συνέλαβαν καὶ τὴν ὁδήγησαν μπροστά του. Βλέποντας τὸ θαυμαστό της κάλλος, ἕνα κάλλος ποὺ αὔξανε ἡ πνευματικὴ ὡραιότητα τῆς ἁγίας της ψυχῆς καὶ ἀκτινοβολοῦσε στὸ πρόσωπό της, ἔμεινε ἔκθαμβος, καὶ προσπάθησε μὲ κολακεῖες στὴν ἀρχὴ νὰ τὴ μεταστρέψει στὴ γνώμη καὶ τὴν πίστη του. Καὶ ὕστερα, τὴν ἀπείλησε νὰ τῆς δώσει φρικτὰ βασανιστήρια. Ἀλλ᾽ ἡ Παρασκευή, δυναμωμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν δειλίασε, ἀλλὰ μὲ ἀνδρεία ἤλεγξε τὸν τύραννο καὶ ἀρνήθηκε τὶς βδελυρές του προτάσεις. Γεμᾶτος θυμὸ αὐτός, ἄρχισε τὰ βασανιστήρια: Πρῶτα, πρόσταξε καὶ τῆς φόρεσαν πυρακτωμένη περικεφαλαία. Ὕστερα, τῆς ξερρίζωσαν τὰ στήθη καὶ τὴν ἔριξαν πληγωμένη στὴ φυλακή, μὲ μιὰ ἀσήκωτη πέτρα πάνω στὸ στῆθος της. Ἄγγελος ὅμως Κυρίου ἐμφανίστηκε, σήκωσε τὸν βαρὺ λίθο ἀπὸ ἐπάνω της καὶ θεράπευσε ἐντελῶς τὶς πληγές της.
Τὰ βασανιστήρια τῆς ἁγίας συνεχίσθηκαν τὴν ἑπόμενη: Τὴν ἔριξαν σ᾽ ἕνα καζάνι, ὅπου ἔκαιαν μέσα λάδι καὶ πίσσα. Ἀλλ᾽ ἡ δρόσος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴ διαφύλαξε καὶ πάλιν ἀβλαβῆ, σὲ σημεῖο ποὺ ἀπόρησε ὁ Ἀντωνῖνος καὶ νόμισε πὼς δέν ἔκαιαν τὰ φλογισμένα ἐκεῖνα ὑλικὰ μέσ᾽ τὸ καζάνι. Γι᾽ αὐτό, πλησίασε καὶ εἶπε στὴν ἁγία νὰ τὸν ραντίσει μ᾽ αὐτὰ στὸ πρόσωπο. Καὶ ὅταν τὸ ἔπραξε ἡ ἁγία, ἀμέσως τυφλώθηκε! Ἄρχισε τότε μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους νὰ φωνάζει καὶ νὰ ἱκετεύει τὴν ἁγία νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ νὰ πιστεύσει στὸν Θεό, ποὺ κήρυττε. Γεμάτη ἀνεξικακία ἡ Παρασκευὴ καὶ μιμούμενη τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, ποὺ προσευχόταν γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, εὐχήθηκε γιὰ τὸν ἀσεβῆ τύραννο, ποὺ ἀμέσως θεραπεύθηκε καὶ πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ ὅλη τὴ φρουρά του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπωνομάσθηκε ὁ Εὐσεβὴς (AntoninusPius).
Ἐλεύθερη πιὰ ἡ ἁγία, ἀφέθηκε νὰ κηρύττει τὸν Χριστὸ καὶ σ᾽ ἄλλες περιοχές, μέχρι ποὺ ξανασυνελήφθη ἀπὸ τὸν διοικητὴ μιᾶς πόλης, ὀνόματι Ἀσκληπιό. Παραδόθηκε ξανὰ καὶ σὲ ἄλλα φρικτὰ μαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαφυλάχθηκε καὶ πάλιν ἀβλαβὴς μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τέλος ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους θάνατο, λαμβάνοντας ἀπὸ τὸν στεφοδότη Χριστὸ τὰ ἀμάραντα στεφάνια τῆς παρθενίας, τῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ἐξαιρέτως ἔλαβε τὴν ἰδιαίτερη χάρη νὰ θεραπεύει ὀφθαλμικὲς παθήσεις.
«Τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις Μάρτυρος», λέει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Κι ἐμεῖς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πρέπει νὰ ἀναλογισθοῦμε τὶς ἀρετὲς τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καί, ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας μας, νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ τὶς μιμηθοῦμε. Νὰ ξεχωρήσουμε τρεῖς: Τὴν ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη της, τὴ θαυμαστὴ ἀγάπη της στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὴν ὁδήγησαν στὴν τρίτη, τὴν ἀνδρεία ὁμολογία τῆς Πίστης της.
Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ἐσχάτων χρόνων, ποὺ καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς τείνουν νὰ ἐκλείψουν: Ψυχράνθηκε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν στὸν Θεὸ καὶ στὸν πλησίον μας. Κυριαρχεῖ ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ ἀδιαφορία, ἠ ἀσπλαγχνία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἀνυποταξία στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπόρροια αὐτῶν, τὸ βύθισμα τῶν ἀνθρώπων στὴν προσπάθεια νὰ «χαροῦν» τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, τὶς σαρκικὲς ἡδονές, νομίζοντας πὼς ἔτσι θὰ γεμίσουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τους. Μά, οἱ σαρκικὲς ἡδονὲς μόνο ὀδύνες φέρνουν, ψυχικὲς καὶ σωματικές, καὶ θάνατο ψυχικό, καὶ πολλὲς φορές, κρίμασι Θεοῦ, καὶ σωματικό. Καὶ τέλος, στὶς μέρες μας κυριαρχεῖ ἡ ἔλλειψη διάθεσης νὰ ὁμολογοῦμε μὲ θάρρος τὴν Πίστη μας στὴν καθημερινὴ ζωή, σὰν νὰ ντρεπόμαστε ποὺ εἴμαστε χριστιανοί.
Ἀδελφοί, ἡ μεγαλομάρτυς Παρασκευὴ μᾶς καλεῖ, ἰδιαίτερα σήμερα, στὴ μνήμη της, νὰ μιμηθοῦμε τὸν βίο, τὰ ἔργα της. Νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, νὰ γίνουμε κήρυκες τῆς Πίστης μας σ᾽ αὐτούς, νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια. Ἔτσι, θὰ λάβουμε πλούσια τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων μας, καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν αἰώνια ζωή, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στὸν ὁποῖο ἀνήκει, μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τιμὴ καὶ προσκύνηση στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!