Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2012

Συναξαριστής 3 Μαίου


Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα

 


Ἡ κωμόπολη Παναπέα τῆς Αἰγύπτου ἦταν ἡ γενέτειρα τῶν δυὸ συζύγων, τοῦ Τιμοθέου καὶ τῆς Μαύρας.

Ὁ Τιμόθεος, μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς Μαύρας, ἔγινε ἱερέας καὶ ἐκτελοῦσε τὴν ἱερατική του διακονία μὲ θερμότατο ζῆλο. Αὐτό, ὅμως, προξένησε μεγάλη ἀνησυχία στοὺς εἰδωλολάτρες, καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν ἀδίστακτο εἰδωλολάτρη ἔπαρχο Ἀῤῥιανό.

Αὐτὸς ἀπείλησε καὶ διέταξε τὸν Τιμόθεο νὰ κάψει δημόσια τὰ ἱερά του βιβλία. Ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Τιμόθεος ἦταν ἀπάντηση πραγματικοῦ ἱερέα, μὲ αὐταπάρνηση. «Ἀδύνατο, εἶπε, εἶναι, ἔπαρχε, νὰ τὰ κάψω. Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα τὰ ἱερὰ πνευματικά μου ὄπλα καὶ ἐφόδια. Καὶ καθὼς ὁ στρατιώτης στὴ μάχη δὲν παραδίδει τὰ ὄπλα του στὸν ἐχθρό, διότι ἀλλιῶς θεωρεῖται νικημένος, λιποτάκτης, ἔτσι καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὰ παραδώσω. Δίνω τὴν ζωή μου, ἀλλὰ τὰ ἱερά μου βιβλία δὲν τὰ παραδίδω. Κάνε ὅ,τι νομίζεις».

Ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Ἀῤῥιανὸς διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Πράγματι, μὲ τροχὸ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ κόκαλα. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ἡ γυναῖκα του Μαύρα, μὲ πόνο στὴν καρδιά, ἀλλὰ καὶ εὐτυχία, τὸν συνάντησε, τοῦ ἔδωσε θάῤῥος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ὁμολόγησε τὴν πίστη της, μπροστὰ στὸν ἀδίστακτο ἔπαρχο.

Ὁπότε αὐτός, μανιασμένος, διέταξε καὶ τοὺς θανάτωσαν μὲ σταυρικὸ θάνατο. Ἔτσι, τὰ στεφάνια τοῦ γάμου τους μετατράπηκαν σὲ στεφάνια αἰώνιας δόξας.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαῦρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε, σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Δεῦτε πάντων φιλεόρτων συστήματα, ὕμνοις τὴν σεπτὴ ξυνωρίδα ἐγκωμιάσωμεν, Τιμόθεον τὸν μέγαν ἀθλητὴν, καὶ Μαῦραν Μαρτύρων καλλονήν, ὡς τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων εὐθαρσῶς ἀποσείσαντες. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τιμόθεον σήμερον σὺν τῇ συνάθλῳ πιστοί, συζύγῳ τιμήσωμεν, Μαύρᾳ τῇ νύμφῃ Χριστοῦ, τὴν τούτων γεραίροντες, εὔτολμον καρτερίαν. Οὗτοι γὰρ σταυρωθέντες, ἴχνεσι τοῦ σφαγέντος, ἠκολούθησαν πόθῳ, καὶ πάντων τὰς ἁμαρτίας, Σταυρῷ προσηλώσαντος.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.

Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γηθοσύνως σήμερον ἡ Ἐκκλησία, εὐφημεῖ γεραίρουσα τοὺς Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ· Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα, Τιμόθεον ἔνδοξον.

Ὁ Οἶκος 
Τὴν δυάδα Χριστοῦ ἀνυμνήσωμεν ὦ φιλέορτοι, τὸ θανεῖν γὰρ ὑπὲρ τὸ ζῇν διὰ Χριστὸν ἡρετίσαντο οἱ μακάριοι· τυράννων ἀπειλὰς μὴ πτοηθέντες, πυρὸς ὀδύνην, ἄρσεις τροχῶν, καὶ λεβήτων βράσματα ἀνδρικῶς καθυπέμειναν. Καὶ γενναίως τοῖς βασάνοις προσκαρτεροῦντες, συμφώνως τοῖς ἀνόμοις κατὰ Παῦλον ἔλεγον: Τίς ἡμᾶς χωρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης;Οὐ θλίψις, οὐ στενοχωρία, οὐκ ὀδύνη, ἀλλ’οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος· διὸ σταυροῦσιν ἐπὶ ξύλου Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα Τιμόθεον ἔνδοξον

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις ὦ πανθαύμαστε ξυνωρὶς, πανσέβαστον ζεῦγος, γενναιότατοι Ἀθληταί· Τιμόθεε Μάρτυς, σὺ τῇ σεπτῇ συνάθλῳ Μαύρᾳ τῇ στεῤῥοτάτῃ, ἡμῶν τὸ καύχημα. 

 
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος καὶ Ῥοδοπιανὸς ὁ Διάκονος

Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (302) καὶ γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ ὑπέμειναν πολλὲς βρισιὲς καὶ μαστιγώσεις ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τῆς πόλης Ἀφροδισίας της Καρίας (χώρα τῆς Μ. Ἀσίας, ποὺ καταλάμβανε τὴν νοτιοδυτικὴ γωνία της, ἀπέναντι τοῦ χώρου μεταξὺ τῶν νησιῶν Σάμου καὶ Ῥόδου). Τελικὰ λιθοβολήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἴδιους καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὴν ψυχή τους στὸν στεφανοδότη Θεό.

 
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Ἄργους καὶ Ναυπλίου

 


Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 9ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κων/πολη, καὶ οἱ γονεῖς του, ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, εἶχαν ἀσπασθεῖ τὸν μοναχικὸ βίο μαζὶ μὲ τὰ δυό τους παιδιὰ Παῦλο καὶ Διονύσιο. Ἀργότερα, τοὺς ἀκολούθησαν καὶ τὰ δυὸ μικρότερα, Πέτρος καὶ Πλάτων.

Ὁ Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Α´, ἐκτιμῶντας τὰ σπάνια πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Πέτρου, θέλησε νὰ τὸν κάνει ἐπίσκοπο Κορίνθου. Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε καὶ τότε ὁ Νικόλαος πρότεινε τὸν ἀδελφὸ αὐτοῦ Παῦλο, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο κατέβηκε στὴν Κόρινθο καὶ ὁ Πέτρος, ὅπου καὶ ἡσύχαζε.

Ἀλλ᾿ ὅταν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Ἄργους, οἱ Ἀργεῖοι καὶ οἱ Ναύπλιοι, ἦλθαν σ᾿ αὐτὸν - ποὺ ἡ φήμη τῆς πνευματικότητάς του εἶχε ἐξαπλωθεῖ σ᾿ ὅλη τὴν Πελοπόννησο - καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ ν᾿ ἀναλάβει τὴν ἐπισκοπή τους.

Ὁ Πέτρος δέχτηκε μὲ πολλὴ βία. Ὅταν ὅμως ἀνέλαβε, ἔγινε ὑπόδειγμα τέλειου πνευματικοῦ ποιμένα. Φάνηκε προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ χηρῶν, ἐλεήμων, δίνοντας μὲ ἁπλοχεριὰ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ πεινασμένους, ἐλευθέρωνε αἰχμαλώτους καὶ ἄλλα πολλά.

Ἔζησε 70 χρόνια καὶ πέθανε εἰρηνικὰ μετὰ τὸ 920.

Ἀξίζει ν᾿ ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ ἅγιος Πέτρος ἔκανε πολλὰ θαύματα μετὰ τὸ θάνατό του, διὰ τοῦ μύρου ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πέτρα ἄρρηκτος, τῆς Ἐκκλησίας, ποιμὴν ἄριστος, πόλεως Ἄργους, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα πανεύφημε. Ὡς οὒν πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος, παντοίων νόσων ἠμᾶς ἐλευθέρωσαν, Πέτρε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν αἰτούμενος, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος. 

 
Οἱ Ἅγιοι εἰκοσιεπτὰ Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀχμὲτ ὁ Κάλφας

Ἦταν μωαμεθανὸς στὸ θρήσκευμα καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν γραφέας τοῦ «δευτεράρη», ἐπικαλούμενος Πατσουρούνης.

Στὸ σπίτι του εἶχε σὰν ὑπηρέτρια κάποια χριστιανὴ Ῥωσίδα, στὴν ὁποία ἐπέτρεπε νὰ τελεῖ ἐλεύθερα τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στοὺς ναούς.

Ὁ ἴδιος βαπτίσθηκε κρυφὰ καὶ ἔγινε χριστιανός. Σὲ κάποια ἐπίσημη συζήτηση, ποὺ ἔγινε μὲ μορφωμένους μωαμεθανοὺς ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Τότε καταγγέλθηκε στὶς τουρκικὲς ἀρχές, συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίστηκε στὶς 3 Μαΐου 1682 στὸ Κεάτχανε Μπαξὲ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης.

Στὸ Μικρὸ Εὐχολόγιο, στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἀναφέρεται τὴν 24η Δεκεμβρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος ὁ Θαυματουργός, ἐπίσκοπος Τρίκκης

 


Ὑπάρχει κάποια σύγχυση σχετικῶς μὲ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα. Τὰ σχετικῶς ἐπικρατέστερα εἶναι, ὅτι ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα (995 μ.Χ.).

Μελέτησε ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀναδείχτηκε ἄριστος ἑρμηνευτὴς τῶν ἁγίων Γραφῶν. Συγχρόνως συνέγραψε Ἑρμηνεῖες στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὶς 14 Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ στὶς 7 Καθολικές.

Ἔτσι ἀφοῦ ἐκτιμήθηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του γιὰ τὸ ἄμεμπτο ἦθος του καὶ τὴν μεγάλη ἐξωτερική του μόρφωση προκρίθηκε γιὰ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Τρίκκης (στὴ Θεσσαλία), τὸν ὁποῖο ἐκόσμησε σὰν καλὸς Ποιμένας καὶ τοῦΑρχιποιμένα Χριστοῦ μαθητής, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ὁσίου Λουκᾶ

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τιμᾶται στὶς 7 Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Φιλόθεο, ἡγούμενο τῆς ὁμωνύμου μονῆς, ἀπὸ ὑπόγειο τάφο, σκαμμένο στὸ χῶμα.

Τὸ περιώνυμο γιὰ τὶς θαυματουργίες του ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε καὶ ἐναποτέθηκε σὲ λάρνακα, τοποθετημένη στὸ νεόκτιστο, φερώνυμό του ναό.

Ἡ Ἀκολουθία τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων προσδιορίζει τὸ γεγονὸς στὶς 3 Μαΐου, ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ἑπομένως ἡμέρα Πέμπτη.

Ὁ Μαν. Χατζηδάκης, στηριζόμενος στὰ δεδομένα τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἀνακομιδῆς, ἐπιλέγει καὶ προτείνει ὡς πιθανότερη χρονολογία τῆς ἀνακομιδῆς τὸ ἔτος 1011.

 
Ἡ Ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς καὶ θαυματουργή

 


Γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα τῆς Πελοποννήσου τὸ 291. Οἱ γονεῖς της ὀνομαζόταν Νικόλαος καὶ Δέσποινα, ἦταν εὐσεβεῖς χριστιανοὶ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ μέρη τῆς Ἰταλίας.

Ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν συνεχῶν καὶ σκληρῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν στὰ χρόνια ἐκεῖνα, κατέφυγαν στὴν Καλαμάτα καὶ ἐγκαταστάθηκαν σὲ κάποιο ἀγρόκτημα, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, διότι ὁ πατέρας της ἦταν γεωργός. Ἀπὸ μικρὴ ἡ Ξενία στόλιζε τὴν ψυχή της μὲ νηστεῖες, ἐγκράτεια, σιωπή, τακτικὴ προσευχή, σεμνότητα ὁμιλίας, δάκρυα καὶ ἀγρυπνίες.

Ἐπίσης βοηθοῦσε μὲ ὅλη της τὴν δύναμη τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά.

Ὁ ἔπαρχος τῆς Καλαμάτας Δομετιανός, ὅταν κάποτε τὴν συνάντησε τυχαία, θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της καὶ θέλησε νὰ τὴν κάνει γυναῖκα του. Ἀλλ᾿ ἡ Ξενία ἀρνήθηκε σθεναρὰ ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστη της καὶ νὰ γίνει γυναῖκα εἰδωλολάτρη ἄρχοντα.

Τότε ὁ Δομετιανὸς τὴν βασάνισε μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, καὶ ὅταν εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημά της, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε στὶς 3 Μαΐου τοῦ ἔτους 318 μ.Χ. Μετὰ τὸν θάνατό της ἡ Ἁγία - μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ - ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα.

(Ἡ Ἁγία αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστές).

 
Ὁ Ἅγιος Παμβὸς «καθολικὸς Γεωργίας»

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸ ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 88 καὶ γιορτάζεται στὴ Γεωργία τῆς Ῥωσίας τὴν 3η Μαΐου.

 
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ῥῶσος

 


Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στὴν πόλη Βασίλιεφ τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου, τὸ 1092 μ.Χ., ἀπὸ εὔπορους γονεῖς. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του, ὁ ἱερέας ποὺ τὸν βάπτιζε, εἶδε ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ θὰ ἀφιέρωνε ἀργότερα τὴν ζωή του στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ οἱ γονεῖς του ἀναγκάσθηκαν, μὲ διαταγὴ τοῦ ἡγεμόνα, νὰ μετοικήσουν μακριὰ σὲ ἄλλη πόλη, στὸ Κούρκ, στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νά λάμψει ἐκεῖ ὁ μικρὸς Θεοδόσιος μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή του. Σὲ αὐτὴ τὴν πόλη μεγάλωνε σωματικὰ ἀλλὰ αὐξανόταν καὶ πνευματικὰ στὴ σοφία καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μελετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια τὸν Θεῖο Λόγο καὶ πολὺ γρήγορα ἔγινε κάτοχος ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ σοφία του, τὴν ἀντίληψη καὶ τὴν ταχύτητα ἐκμαθήσεως. Καθημερινὰ ἐπισκεπτόταν τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ παρακολουθοῦσε μὲ ὅλη του τὴν προσοχὴ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ θάνατος τοῦ στέρησε τὸν πατέρα. Ἀπὸ τότε ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἔγινε περισσότερο ἀσκητικός. Πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ στὰ χωράφια καὶ ἔκανε τὸ καθετὶ μὲ βαθιὰ ταπείνωση. Στὴν καρδιά του ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ αἴσθηση τῆς πτώχιας καὶ τῆς ταπεινώσεως. Ἔτσι, σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀπεκδύεται τὰ ἀρχοντικά του ροῦχα, ἐνδύεται μὲ τὰ ἐνδύματα τῶν χωρικῶν, τοὺς ὁποίους βοηθᾶ σὲ κάθε εἴδους ἐργασίας. Ἡ συμπεριφορά του ἐξοργίζει τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία τὸν ἐπιπλήττει καὶ τὸν κτυπᾶ.

Κάποτε ὁ Θεοδόσιος πῆγε σὲ ἕνα σιδερὰ καὶ παρήγγειλε μία σιδερένια ζώνη. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε, τὴν πῆρε καὶ τὴν φόρεσε κατάσαρκα, χωρὶς νὰ τὴν βγάζει καθόλου ἀπὸ ἐπάνω του. Ἦταν στενή, ἕσφιγγε πολὺ τὸ σῶμα του καὶ προξενοῦσε πόνους, ποὺ τοὺς ὑπέμενε ὅμως καρτερικὰ σὰν νὰ μὴν συνέβαινε τίποτε.

Σὲ ἕνα ἑορταστικὸ γεῦμα, ποὺ θὰ δινόταν στὸ μέγαρο τοῦ ἄρχοντα καὶ θὰ παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ προύχοντες τῆς πόλεως, ἔπρεπε νὰ πάει καὶ ὁ Θεοδόσιος, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴ μητέρα του νὰ ἐνδυθεῖ τὴν καλή του στολή. Καθὼς τὴν φοροῦσε, δὲν μπόρεσε νὰ προφυλαχθεῖ καὶ τὸ διακριτικὸ μάτι τῆς μητέρας πρόσεξε πάνω στὴ φανέλα στίγματα ἀπὸ αἷμα. Πλησίασε νὰ ἐξετάσει καὶ μόλις διαπίστωσε πὼς ὀφειλόταν στὸ σφίξιμο τῆς σιδερένιας ζώνης, ἄναψε ἀπὸ τὸ κακό της. Ὃρμησε πάνω του μὲ μανία, ἄρχισε νὰ τὸν κτυπάει, τοῦ ξέσκισε τὴν φανέλα καὶ τοῦ ἀφαίρεσε τὴ ζώνη ὀργισμένη. Ἀλλὰ ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος νέος, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, ἐνδύθηκε τὰ ροῦχα του καὶ ξεκίνησε εἰρηνικά, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει στὸ γεῦμα.

Μία ἡμέρα ἄκουσε στὸ Εὐαγγέλιο τὸν Κύριο νὰ λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…». «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Ἐπίσης ἄκουσε κι ἄλλα: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πυρπολήθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ φωτισμένου ἀπὸ τὸν Κύριο Θεοδοσίου. Καὶ φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, συλλογιζόταν καθημερινὰ πῶς θὰ μποροῦσε, κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του, νὰ ἐνδυθεῖ τὸ ἅγιο μοναχικὸ σχῆμα.

Ἔτσι, ὁ Ὅσιος φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ ἀσκητέψει στὸ Κίεβο. Λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δὲν τὸν δέχεται κανένας. Βρίσκει ὅμως πνευματικὸ καταφύγιο κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ὁλόψυχα στὸν Θεὸ καὶ στὸν θεοφόρο Γέροντά του Ἀντώνιο. Ἐπιδόθηκε σὲ μεγάλες ἀσκήσεις καὶ βάσταζε μὲ χαρὰ τὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τὶς νύχτες τὶς ἀφιέρωνε στὴ δοξολογία τοῦ Κυρίου, ἀρνούμενος τὴν ξεκούραση τοῦ ὕπνου. Τὶς ἡμέρες, σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴ νηστεία καὶ τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία. Πάντοτε θυμόταν τὸ ψαλμικό: «Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου».

Μάταια ἡ μητέρα του τὸν ἀναζητοῦσε. Ὅταν ἐπιτέλους τὸν βρῆκε μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, τὸν παρακάλεσε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ μέχρι τὸ θάνατό της. Ὁ Ὅσιος τὴν παρακάλεσε νὰ γίνει μοναχὴ καὶ νὰ μείνει κάπου ἐκεῖ κοντά. Ἡ μητέρα του τελικὰ πείσθηκε καὶ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ μετάνοια τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου μέσα στὸ σπήλαιο, πολὺ γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν τροπαιοφόρο νικητὴ κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὅταν μάλιστα ἡ μητέρα του ξεπέρασε τὸν πόνο της καὶ ἔγινε μοναχή, τότε ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερες ἀσκήσεις, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Μέσα στὸ σπήλαιο μποροῦσε τότε νὰ δεῖ κανεὶς τρεῖς λαμπάδες ἀναμμένες, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία διέλυαν τὸ σκότος τῶν δαιμόνων: τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο, τὸν μακάριο Θεοδόσιο καὶ τὸν μεγάλο Νίκωνα.

Ὅταν ἀργότερα, τὸ 1062, ὁ ἡγεμόνας ὀργίσθηκε κατὰ τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν, ἐπειδὴ εἶχαν δεχθεῖ στὴ μονή, τὸν βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο Ἐφραίμ, ὁ μακάριος Νίκων ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει μὲ μερικοὺς ἀδελφούς. Πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν, στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τῆς Ἀζοφικῆς θάλασσας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι καὶ ἔμεινε μέχρι τὸ 1068. Τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, μὲ θέλημα Θεοῦ καὶ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ὡς ἱερέας τελοῦσε καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες ἐπάνω του τὴ φυσικὴ πραότητα, τὴν ἀταραξία τῶν λογισμῶν καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδίας. Ἦταν γεμάτος πνευματικὴ σοφία καὶ ἔτρεφε ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀδιάκριτα τοὺς ἀδελφούς, ποὺ μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο.

Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἀνέθεσε τὴν ἡγουμενία στὸν μακάριο Βαρλαὰμ καὶ ἀναχώρησε σὲ ἕνα ἥσυχο λόφο. Ἐκεῖ ἄνοιξε ἕνα ἄλλο σπήλαιο καὶ συνέχισε τὴν ἀσκητική του ζωή.

Ὁ ἡγούμενος Βαρλαὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ πῆραν τὴν εὐχὴ καὶ εὐλογία τοῦ Ὁσίου, συνέχισαν νὰ ζοῦν ὁσιακὰ καὶ ἐνάρετα στὸ πρῶτο σπήλαιο. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀδελφότητα σιγά-σιγὰ αὐξήθηκε καὶ ὁ χῶρος τοῦ σπηλαίου δὲν ἐπαρκοῦσε γιὰ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις της, ὁ εὐλαβέστατος Θεοδόσιος καὶ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, ἔκτισαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἕνα εὐρύχωρο ξύλινο ἐκκλησάκι, ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ συναθροίζονται σὲ αὐτὸ οἱ ἀδελφοὶ καὶ νὰ κάνουν τὶς Ἀκολουθίες.

Ἡ στενότητα τοῦ χώρου μέσα στὸ σπήλαιο καὶ οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως προξενοῦσαν στοὺς πατέρες μεγάλες θλίψεις καὶ ταλαιπωρίες, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς τὶς γνωρίζει καὶ ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἐκφράσει. Συντηροῦσαν τὸν ἑαυτό τους μὲ νερὸ καὶ λίγο ψωμὶ ἀπὸ σίκαλη. Φαγητὸ μαγειρεμένο ἔτρωγαν μόνο τὸ Σαββατοκύριακο καὶ ὄχι πάντα, γιατί ὁρισμένες φορὲς δὲν ὑπῆρχε, ὁπότε κατέφευγαν στὰ βρασμένα χόρτα. Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐργασίες, ἔπλεκαν καθημερινὰ καλάθια, τὰ πουλοῦσαν καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν, ἀγόραζαν σιτάρι. Τὴ νύχτα ἄλεθε ὁ καθένας τὸ μερίδιό του καὶ ἔπειτα συγκέντρωναν τὸ ἀλεύρι, γιὰ νά φτιάξουν ψωμί. Πρὶν ξημερώσει, συναθροίζονταν στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸν Ὄρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στὰ ἐργόχειρά τους, ποὺ προορίζονταν γιὰ πούλημα. Ἂν εἶχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν καὶ στὸν κῆπο. Ἔπειτα τελοῦσαν στὸ ναὸ τὶς Ὧρες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὴ συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τὶς ἐργασίες τους, ποὺ διαρκοῦσαν ὡς τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ἀποδείπνου. Ἔτσι μοχθοῦσαν κάθε ἡμέρα, ἀφοσιωμένοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ ἦταν τώρα καὶ ἱερέας, κατέπλησσε ὅλους τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀνδρεία, τὴν ἐργατικότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπακοή του. Ἦταν πρόθυμος νὰ τοὺς ἐξυπηρετεῖ ὅλους. Μετέφερε νερὸ ἢ ξύλα ἀπὸ τὸ δάσος. Ὁρισμένες φορές, ἐνῷ οἱ ἀδελφοὶ ἀναπαύονταν, μάζευε τὸ σιτάρι ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀλέσουν ἐκεῖνοι καὶ τὸ ἄλεθε ὁ ἴδιος, ἐργαζόμενος καὶ προσευχόμενος ὅλη τὴ νύχτα.

Ἀλλὰ συνέβη κάποτε νὰ προσκληθεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, ὁ ἡγούμενος τῆς ἀδελφότητας, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ μακάριος Βαρλαὰμ ἔφυγε γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ ἀδελφοὶ πῆγαν καὶ ζήτησαν ὁμόφωνα ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο νὰ τοποθετήσει ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος συμφώνησε. Μὲ τὴν εὐλογία του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος τῶν εἴκοσι ἀδελφῶν. Ὁ ἀξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, ἂν καὶ ἔγινε ἡγούμενος, δὲν ἀπέβαλε τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ἀλλὰ θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του καὶ γινόταν ἔσχατος καὶ ὑπηρέτης ὅλων. Στὸ καθετὶ παρεῖχε τὸν ἑαυτό του, τύπο καλῶν ἔργων. Στὴν ἐργασία καὶ στὸ ναὸ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πήγαινε καὶ τελευταῖος ποὺ ἔφευγε. Οἱ δεήσεις τοῦ δικαίου Θεοδοσίου ἔφεραν πολλὲς εὐλογίες καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀδελφότητας ἄνθιζε καὶ προόδευε. Σὰν τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε σὲ εὔφορη γῆ καὶ ἔφερε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο, ἔτσι μεγάλωσε σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἡ ἀδελφότητα καὶ ἔφθασε τοὺς ἑκατὸ ἀδελφούς. Καὶ ὅλοι προόδευαν μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή τους καὶ τὴν προσευχή.

Πιστὸς ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος στὶς παραδόσεις τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ζεῖ μία σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ συνεχὴ μετάνοια, προσευχὴ ἀλλὰ καὶ χαρά. Ἡ ὄψη του ἦταν πάντοτε φωτισμένη, ἱλαρὴ καὶ ἀντανακλοῦσε τὴν χαρὰ τοῦ Πάσχα. Ἀπὸ τὶς ἀρετές του ξεχώριζαν δύο: ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Ὁσίου στρεφόταν ὄχι μόνο πρὸς τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀδικοῦσαν ἢ ἔβλαπταν τὸ μοναστήρι. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς θαυματουργίας.

Ὁ εὐσεβὴς Στουδίτης μοναχὸς Μιχαήλ, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, βρισκόταν τότε κοντὰ στὴν ἀδελφότητα. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τὸν νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). Πληροφόρησε, λοιπόν, τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο γιὰ τὴ θεάρεστη ζωὴ τῶν Στουδιτῶν μοναχῶν, ζωὴ ποὺ ἀξιώθηκε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ζήσει. Οἱ πληροφορίες αὐτὲς ἄρεσαν πολὺ στὸν Ὅσιο. Χωρὶς καθυστέρηση, ἀποστέλλει κάποιον ἀδελφὸ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ βρεῖ τὸν μοναχὸ Ἐφραίμ, τὸν εὐνοῦχο, ποὺ τότε ἐπέστρεφε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ τοῦ ἀναθέσει τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο: νὰ ἐπισκεφθεῖ δηλαδὴ τὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, νὰ γνωρίσει ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἀκριβέστερο τρόπο τὴν τάξη καὶ τὸ Τυπικό της καὶ νὰ καταγράψει ὅλα μὲ κάθε λεπτομέρεια.

Πράγματι, ὁ μακάριος Ἐφραίμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, παρακολούθησε τὴν τάξη τῆς μονῆς, κατέγραψε μὲ ἀκρίβεια τὸ Τυπικὸ καὶ ἐπέστρεψε. Μόλις πῆρε στὰ χέρια του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τὸ κείμενο, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διαβασθεῖ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τότε ἡ Πετσέρσκαγια Λαύρα ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζει τὸ Στουδίτικο Τυπικό. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸ παρέλαβαν καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐφάρμοσε ὁ Ὅσιος. Ἔτσι, ὅλες οἱ Ρωσικὲς μονές, ποὺ προηγουμένως δὲν γνώριζαν τὸ καθαυτὸ μοναστηριακὸ τυπικό, τώρα ἔστρεφαν τὰ βλέμματα στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου καὶ τὴ θεωροῦσαν γιὰ τὸ καθετὶ ὡς πρότυπό τους.

Ὁ Ὅσιος νουθέτησε πάντοτε τοὺς μοναχοὺς λέγοντας: «Σᾶς ἱκετεύω, ἀδελφοί. Ἂς προοδεύσουμε στὴ νηστεία καὶ στὴν προσευχή, ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, ἂς ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὶς κακίες μας καὶ τοὺς δρόμους τοῦ πονηροῦ. Ἂς πλησιάζουμε τὸν Θεὸ μὲ στεναγμούς, μὲ δάκρυα, μὲ τὴ μετάνοια, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε νὰ ἀποσπάσουμε τὸ ἔλεός Του. Καὶ ἂς μισήσουμε τὸν παρόντα κόσμο, ἔχοντας πάντοτε στὴ σκέψη μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ποὺ ἀπαρνηθήκαμε τὸν κόσμο, ἂς ἀπαρνηθοῦμε καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἂς μισήσουμε τὸ ψέμα, ποὺ μᾶς ἑλκύει σὲ πράγματα ἐλεεινά, καὶ ἂς μὴν στραφοῦμε στὶς πρῶτες ἁμαρτίες μας. Πῶς θὰ ἀποφύγουμε τὴν αἰώνια κόλαση, ἂν τελειώσουμε τὴν ζωή μας μὲ ὀκνηρία καὶ χωρὶς μετάνοια; Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ χωρὶς αὐτὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κερδίσει. Εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια πατρίδα. Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἂς στερεώσουμε ἐπάνω του γερὰ τὰ βήματά μας. Στὴν ὁδὸ τῆς μετάνοιας δὲν πλησιάζει ὁ πονηρός, καὶ παρόλο ποὺ τώρα εἶναι τεθλιμμένη, ἀργότερα θὰ μᾶς γεμίσει χαρά. Προτοῦ πλησιάσουν οἱ ἔσχατες ἡμέρες, ἂς πάρουμε τὸ δρόμο αὐτό, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὰ μέλλοντα ἀγαθά».

Ὁ Ὅσιος, σὲ ἡλικία μόλις σαράντα πέντε ἐτῶν, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Κάλεσε τοὺς συνασκητές του καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του πατρικὲς συμβουλὲς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Τοὺς ὑπέδειξε νὰ ἐκτελοῦν μὲ προσοχὴ τὰ διακονήματά τους, νὰ ἐπιμελοῦνται ἰδιαίτερα τὸ ναὸ καὶ νὰ εἰσέρχονται σὲ αὐτὸν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καὶ ὑπακοὴ στοὺς μεγαλύτερους, νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἄσκηση καὶ τὴ νηστεία.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1074 μ.Χ. Πολλοὶ Χριστιανοί, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσει, σὰν νὰ τοὺς ἔσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς καὶ περίμεναν κλαίγοντας τὴν ὥρα τῆς ἐκφορᾶς. Οἱ ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ὁσίου, εἶχαν ἀσφαλισμένη τὴν πόρτα. Ὅσο ὑπῆρχε ὁ κόσμος αὐτός, οἱ ἀδελφοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὸν ἐνταφιασμό. Εὐτυχῶς ὅμως, κατὰ θεία βούληση, ὁ οὐρανὸς σκεπάσθηκε ξαφνικὰ μὲ σύννεφα καὶ μία δυνατὴ βροχὴ σκόρπισε τὰ πλήθη ποὺ περίμεναν. Ἔτσι οἱ ἀδελφοὶ μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴν ἐκφορά. Ἔφεραν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου στὸ σπήλαιο ποὺ ἀσκήτευε καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ μὲ τιμές.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀναστασία καὶ Χριστόδουλος Νεομάρτυρες

Οἱ ἐν Ἀχαΐᾳ (+ 1821).

 
Ὁ Ὅσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας

 


Ὁ Ἅγιος Μάμας (ἢ Μαμάϊ) ἔζησε κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Πατριάρχης τῆς Γεωργίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 744 μ.Χ.

 
Ὁ Ὅσιος Φίλιππος ὁ ἐν Βόρμς

Ὁ Ὅσιος ἦταν Ἀγγλοσάξονας στὴν καταγωγὴ καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Βὸρμς τῆς Γερμανίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 770 μ.Χ. 

 
Οἱ Ὅσιοι Μιχαὴλ καὶ Ἀρσένιος ἐκ Γεωργίας 

 


Οἱ Ὅσιοι Μιχαὴλ καὶ Ἀρσένιος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἔζησαν τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν σὲ μονὴ τοῦ ὄρους Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη. 

 
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ καὶ Λευκῆς Λίμνης

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ νησὶ Καμμένυϊ τῆς λίμνης Κουμπενσκόε, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Βολογκντά. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1416. 

 
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Μάρτυρας ἐκ Πολωνίας

Ἡ Μνήμη τοῦ Ἁγίου Γαβριὴλ τοῦ Μάρτυρα, τιμᾶται στὶς 20 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. 

 
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Μάρτυρας ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παῦλος ἔζησε κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. καὶ μαρτύρησε στὸ Βίλνγιους τῆς Ρωσίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς μοναρχίας τῶν Λιθουανῶν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...