Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2012

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ

πηγή
Μαρ­τυ­ρί­ες γιά τήν Ταυ­τό­τη­τα τν Βυ­ζαν­τι­νν καί τν Ρω­μην,
σέ λ­λη­νι­κές Πη­γέ­ς
Δη­μή­τρι­ος Κων­σταν­τέ­λο­ς
Ἡ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ καί ἡ ἀν­τί­λη­ψη πού ἔ­χει ἕ­να ἔ­θνος γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί τίς ἀ­ξί­ες του εἶ­ναι προ­ϊ­όν­τα τῆς μνή­μης πού δι­α­τη­ρεῖ ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α του καί τήν πο­λι­τι­στι­κή ἐμ­πει­ρί­α πού κα­τέ­χει καί ζεῖ.  
     Ἡ μνή­μη τοῦ ἀρ­χαί­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀ­πό τή Μυ­κη­να­ϊ­κή ἐ­πο­χή καί τούς μυ­θι­κούς χρό­νους ὡς τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἑλ­λη­νι­στι­κῶν χρό­νων καί τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἦ­ταν ζων­τα­νή καθ’ ὅ­λη τή βυ­ζαν­τι­νή χι­λι­ε­τί­α.Οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί δέν γνώ­ρι­σαν πο­τέ δι­α­κο­πή στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες θε­ω­ροῦν­ταν εἰ­δω­λο­λά­τρες μέν, πλήν ὅ­μως πρό­γο­νοι. Ἡ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν εἶ­χε δι­α­μορ­φω­θεῖ ἀ­πό τή με­λέ­τη τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν -τοῦ Ἡ­ρο­δό­του, τοῦ Θου­κυ­δί­δη, τοῦ Ξε­νο­φών­τα, τοῦ Πο­λυ­βί­ου, τοῦ Πλου­τάρ­χου, – τῶν ποι­η­τῶν καί φι­λο­σό­φων – του Ὁ­μή­ρου, τοῦ Σο­φο­κλῆ, τοῦ Σω­κρά­τη, τοῦ Πλά­τω­να, τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, τῶν ἰ­α­τρῶν καί ἐ­πι­στη­μό­νων -Ἱπ­πο­κρά­τη, Γα­λη­νού, Ἀ­ρί­σταρ­χου, Ἤ­ρω­να, Στρά­βω­να, Πτο­λε­μαί­ου καί ἄλ­λων, τῶν κλασ­σι­κῶν καί με­τα­γε­νε­στέ­ρων χρό­νων.  
     Ἡ εἰ­κό­να πού εἶ­χαν ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τοι­κοῦ­σαν στό ἑλ­λη­νό­φω­νο ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας γιά τόν ἑ­αυ­τό τούς ἦ­ταν μί­α σύν­θε­ση ἀ­πο­τε­λού­με­νη ἀ­πό τή γλώσ­σα πού μι­λοῦ­σαν, τή γραμ­μα­τεί­α πού με­λε­τοῦ­σαν, τήν παι­δεί­α πού δι­δά­σκον­ταν καί τήν ἑλ­λη­νι­κή χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α πού λά­τρευ­αν, στοι­χεῖ­α πού τούς συ­νέ­δε­αν ἀ­δι­ά­κο­πα μέ τούς ἀρ­χαί­ους προ­γό­νους τους.  
Γν­μες γ­κρι­των ­στο­ρι­κ­ν
     Ὑ­πό αὐ­τές τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ὁ δι­ά­ση­μος Οὖγ­γρος Ἑλ­λη­νι­στής Ἰ­ού­λι­ος Μο­ράβ­σικ γρά­φει ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νά μι­λᾶ­με γιά Ἑλ­λη­νο­λο­γί­α πα­ρά γιά Βυ­ζαν­τι­νο­λο­γί­α. Τό οὐ­σι­α­στι­κό «Ἑλ­λη­νο­λο­γί­α» πι­ό πε­ρι­ε­κτι­κά καί ἱ­στο­ρι­κῶς μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­κρι­βο­λο­γί­α ἐκ­φρά­ζει τόν χα­ρα­κτή­ρα καί τό ἦ­θος τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ κρά­τους καί πο­λι­τι­σμοῦ.[1]  
     Ἀλ­λά ὁ Μο­ράβ­σικ δέν ἦ­ταν ὁ μό­νος πού συ­νι­στοῦ­σε τήν ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος «Βυ­ζαν­τι­νο­λο­γί­α» μέ τό «Ἑλ­λη­νο­λο­γί­α» καί «Ἑλ­λη­νι­σμός τῶν μέ­σων αἰ­ώ­νων». Ὁ Γε­ώρ­γι­ος Ὀ­στρογ­κόρ­σκι, ἕ­νας ἀ­πό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους με­λε­τη­τές τῆς ὑ­πό συ­ζή­τη­ση πε­ρι­ό­δου, στό τέ­λος τοῦ πρώ­του μέ­ρους τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του γρά­φει ὅ­τι τώ­ρα μπο­ροῦ­με νά ὁ­μι­λοῦ­με γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Με­σαι­ω­νι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Καί ὁ Ρῶσ­σος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Καζ­ντᾶν σέ μί­α πο­λύ ση­μαν­τι­κή με­λέ­τη του μέ θέ­μα «Συ­νέ­χει­α καί Ἀ­συ­νέ­χει­α στή Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α» το­νί­ζει ὅ­τι ἡ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α ἦ­ταν ἑλ­λη­νι­κή, ἄν καί πε­ρι­εῖ­χε με­ρι­κές μει­ο­νό­τη­τες, Ἀρ­με­νί­ους, Ἰ­τα­λούς, Σλά­βους. Πε­ρι­ο­ρί­ζο­μαι σέ τρεῖς μαρ­τυ­ρί­ες μή Ἑλ­λή­νων ἱ­στο­ρι­κῶν καί φι­λο­λό­γων,[2] οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­πα­σχαν ἀ­πό ἑλ­λη­νι­κό πα­τρι­ω­τι­κό ἐ­θνι­κι­σμό, ὅ­πως θά χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ταν με­ρι­κοί ἀ­πό μᾶς ἄν θά λέ­γα­με τό ἴ­διο πράγ­μα.  
Ο ­ροι Ρω­μα­ος-Γραι­κό­ς
     Εἶ­ναι γνω­στό, βέ­βαι­α, ὅ­τι αὐ­τοί πού σέ σχο­λι­κά ἐγ­χει­ρί­δι­α ἄ­κρι­τα ὀ­νο­μά­ζον­ται «Βυ­ζαν­τι­νοί» αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ταν ὡς Ρω­μαῖ­οι, δη­λα­δή πο­λί­τες τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Καί τοῦ­το για­τί γι’ αὐ­τούς ἡΡω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α δέν κα­τα­στρά­φη­κε μέ τήν πτώ­ση τῆς Ρώ­μης. Τό δι­ά­ταγ­μα τοῦ Κα­ρα­κάλ­λου τό 212, δι­ά τοῦ ὁ­ποί­ου ὅ­λοι οἱ ἐ­λεύ­θε­ροι κά­τοι­κοι τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας πο­λι­το­γρα­φή­θη­καν ὡς Ρω­μαῖ­οι πο­λί­τες, εἶ­χε ἀ­πο­φα­σι­στι­κή ση­μα­σί­α γιά τή «ρω­μα­νο­ποί­η­ση» τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.  
     Ἀλ­λά, ἐ­νῶ οἱ πο­λί­τες τῆς νέ­ας αὐ­το­κρα­το­ρί­ας θε­ω­ροῦ­σαν τούς ἑ­αυ­τούς τους Ρω­μαί­ους, γι’ αὐ­τό καί Ρω­μηοί καί Ρω­μηο­σύ­νη, ἐ­πει­δή τό κρά­τος τους ἦ­ταν μί­α συ­νέ­χει­α τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, οἱ γει­το­νι­κοί καί ἄλ­λοι λα­οί [Λα­τί­νοι, Φράγ­κοι, Ρῶ­σοι, Ἀρ­μέ­νι­οι, Γε­ωρ­γι­α­νοί, Χά­ζα­ροι, Ἑ­βραῖ­οι] τούς ὀ­νό­μα­ζαν Γραι­κούς [Ἕλ­λη­νες] καί Γι­ου­νά­νι, Γι­α­βά­νι [Ἴ­ω­νες]. Ἐ­νῶ οἱ «Βυ­ζαν­τι­νοί» κα­λοῦ­σαν τό κρά­τος τους «Βα­σί­λει­ον τῶν Ρω­μαί­ων» οἱ ξέ­νοι λα­οί τό ὀ­νό­μα­ζαν Γραι­κί­α ἤ Γι­ου­νανι­στᾶν ἤ Γι­ο­βᾶν [Ἰ­ω­νί­α].  
     Τό ὄ­νο­μα «Γραι­κός», τό ὁ­ποῖ­ο κα­τά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, τόν Ἀ­πολ­λό­δω­ρο, τό Χρο­νι­κό της Πά­ρου καί ἄλ­λες ἀρ­χαῖ­ες πη­γές εἶ­ναι ἀρ­χαι­ό­τε­ρο τοῦ «Ἕλ­λη­νας»,[3] χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν πε­ρι­στα­σι­α­κά καί ἀ­πό τούςΒυ­ζαν­τι­νούς γιά λό­γους αὐ­το­γνω­σί­ας. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιά νά δη­λω­θεῖ ἡπαι­δεί­α, ἡ γλώσ­σα, ἡ πο­λι­τι­σμέ­νη πα­ρά­δο­ση. Μέ με­ρι­κέ­ς μό­νο ἐ­ξαι­ρέ­σεις, ὅ­λοι οἱ ξέ­νοι λα­οί χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τίς λέ­ξεις «Γραι­κοί» καί «Γραι­κί­α» γιά νά δη­λώ­σουν τόν Ἕλ­λη­να καί τήν Ἑλ­λά­δα, ἡ ὁ­ποί­α κατ’ αὐ­τούς ταυ­τι­ζό­ταν μέ τή Βαλ­κα­νι­κή χερ­σό­νη­σο καί τή Μι­κρα­σί­α.
     Κα­τά κα­νό­να, οἱ μή ἑλ­λη­νι­κές πη­γές ἀ­να­φε­ρό­με­νες στόν ἐ­θνι­κό ἑλ­λη­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα δέν κά­νουν δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ ἀρ­χαί­ων, μή χρι­στια­νῶν, καί χρι­στια­νῶν Ἑλ­λή­νων.  
     Ἡ μέ­γι­στη πλει­ο­νό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν ἴ­διων τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῆς ἀ­δι­ά­σπα­στης ἑ­νό­τη­τάς τους μέ τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες, εἰ­δω­λο­λά­τρες μέν, ὅ­πως προ­εί­πα­με, πλήν ὅ­μως προ­γό­νους.
     Ἄν καί με­τά τόν τέ­ταρ­το αἰ­ῶ­να τό ἐ­θνι­κό ὄ­νο­μα «Ἕλ­λην» εἶ­χε χά­σει τό ἀρ­χι­κό νό­η­μά του καί ταυ­τί­στη­κε μέ τό «εἰ­δω­λο­λά­τρες», τό «Γραι­κός» καί τό «Ἴ­ω­νας» ἐ­πε­βί­ω­σαν ὡς ἐ­θνι­κά καί συ­νώ­νυ­μα ὀ­νό­μα­τα καί χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τούς γει­το­νι­κούς λα­ούς, τῆς Δύ­σε­ως καί τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τοῦ Βορ­ρᾶ καί τοῦΝό­του.
     Ὁ Πρί­σκος, ἱ­στο­ρι­κός τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ­ώ­να, γρά­φει ὅ­τι, καθ’ ὄν χρό­νον ἦ­το ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πρέ­σβυς στήν Αὐ­λή τοῦ Ἀτ­τί­λα συ­νήν­τη­σε κά­ποιον ἐν­δε­δυ­μέ­νον Σκυ­θι­κά πού μι­λοῦ­σε Ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν ὁ Πρί­σκος τόν ρώ­τη­σε ποῦ εἶ­χε μά­θει τήν ἑλ­λη­νι­κή, ἐ­κεῖ­νος χα­μο­γέ­λα­σε καί εἶ­πε: «Εἶ­μαι Γραι­κός ἐκ γε­νε­τῆς».[4]  
 Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­τη­ς
     Δέν ἦ­ταν ἀ­σύ­νη­θες στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους Βυ­ζαν­τι­νούς συγ­γρα­φεῖς νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό «Γραι­κός»ἤ «Γραι­κοί» ἤ καί τό «Ἕλ­λη­νας» ἀ­κό­μη γιά νά ἀ­να­φερ­θοῦν στούς γη­γε­νεῖς της Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
     Ὀ­λί­γα μό­νο πα­ρα­δείγ­μα­τα. Σέ γράμ­μα του στό πνευ­μα­τι­κό του παι­δί Ναυ­κρά­τι­ο, ὁ Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της [759-826] ἐκ­φρά­ζει τή λύ­πη του γιά κά­ποιο μο­να­χό ὀ­νό­μα­τι Ὀ­ρέ­στη πού λι­πο­τά­κτη­σε στούς εἰ­κο­νο­μά­χους καί τόν ἐν­θαρ­ρύ­νει νά μεί­νει πι­στός στίς ἀρ­χές του «χά­ριν τῆς δό­ξης τοῦ Χριστοῦ ὑ­πέρ οὗ δο­νεῖ­ται ἡ τα­πει­νή Γραι­κί­α μά­λα».Ἡ Γραι­κί­α ἐ­δῶ, ἡ ὁ­ποί­α συν­τα­ράσ­σε­ται πο­λύ ἀ­πό τήν εἰ­κο­νο­μα­χί­α, εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φουν καί μή ἑλ­λη­νι­κές πη­γές τῆς ἰ­δί­ας ἐ­πο­χῆς.  
     Σέ πα­ρη­γο­ρη­τι­κή του ἐ­πι­στο­λή στήν ἡ­γου­μέ­νη Εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Μο­νῆς Κλου­βί­ου, ὁ Θε­ό­δω­ρος ὁ­μι­λεῖγιά στρα­τη­γί­ες καί δη­μα­γω­γί­ες «καί ἐν Ἀρ­με­νί­α καί ἐν Γραι­κί­α». Ἡ δυ­τι­κά τῆς «ἀφ’ ἡ­λί­ου ἀ­να­το­λῶν»Ἀρ­με­νί­ας, Γραι­κί­α, δέν εἶ­ναι ἄλ­λη εἰ ­μή ἡ Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οἱ γη­γε­νεῖς ἤ ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῆςΑὐ­το­κρα­το­ρί­ας ὀ­νο­μά­ζον­ται Γραι­κοί ἀ­πό τόν δι­ά­ση­μο ἡ­γού­με­νο τῆς Μο­νῆς Στου­δί­ου. Σέ ἐ­πι­στο­λή του στόν ἀ­ση­κρή­τη Στέ­φα­νο, ὁ Θε­ό­δω­ρος θρη­νεῖ τήν εἰ­κο­νο­μα­χι­κή πο­λι­τι­κή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τα τοῦ Δ’ [775-780] καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τίς δι­ώ­ξεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν εἰ­κο­νο­φί­λων, ποῦ ἐ­ξα­πέ­λυ­σε τό 780.  
     Ἀ­πο­κα­λεῖ τόν αὐ­το­κρά­το­ρα ἀν­τί­χρι­στο πρό τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί ἐκ­φω­νεῖ: «Ἀ­κού­σα­τε πάν­τα τά ἔ­θνη,ἐ­νω­τί­σα­σθε πάν­τες οἱ κα­τοι­κοῦν­τες τήν οἰ­κου­μέ­νην τί γέ­γο­νεν ἐν Γραι­κοῖς».[5] 
     Κα­τά τόν δέ­κα­το αἰ­ώ­να στήν πε­ρι­γρα­φή τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας καί ἀ­να­τα­ρα­χῆς πού προ­κά­λε­σε ἡ Σλα­βι­κήὁ­μά­δα ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Πα­τρῶν, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τος γρά­φει ὅ­τι οἱ Σλά­βοι κατ’ ἀρ­χήν λε­η­λά­τη­σαν τίς κα­τοι­κί­ες τῶν γει­τό­νων τους Γραι­κῶν καί κα­τό­πιν πῆ­γαν ἐ­ναν­τί­ον τῆς πό­λε­ως τῶν Πα­τρών.[6] 
 ν­να Κο­μνη­νή
     Τό «Ἕλ­λην» ὡς ἐ­θνι­κό ὄ­νο­μα καί ὄ­χι συ­νώ­νυ­μο τοῦ «εἰ­δω­λο­λά­τρης» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τήν Ἄν­να τήν Κο­μνη­νή [1083-1154] καί ἄλ­λους με­τα­γε­νέ­στε­ρους συγ­γρα­φεῖς. Ὅ­ταν γρά­φει γιά τό τό­ξο τσάγ­γρα ἡἌν­να το­νί­ζει ὅ­τι τό τό­ξο αὐ­τό εἶ­ναι ἄ­γνω­στο στούς Ἕλ­λη­νες καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς συγ­χρό­νους της Ἕλ­λη­νες κι ὄ­χι τούς ἀρ­χαί­ους. Ὅ­ταν ἡ Ἄν­να Κο­μνη­νή καυ­χᾶ­ται γιά τήν ἀρ­χαῖ­α κλασ­σι­κή της παι­δεί­α ὁ­μι­λεῖ ὡς γνή­σι­α ἀ­πό­γο­νος τῶν Ἑλ­λή­νων καί ὄ­χι ὡς ἀλ­λο­δα­πή πού δι­δά­χθη­κε τήν ἑλ­λη­νι­κή ὡς ξέ­νη γλώσ­σα. Γρά­φει γιά τήν πα­τρί­δα της. Ἐ­παι­νεῖ τήν ἑλ­λη­νι­κό­τα­τη προ­φο­ρά πού εἶ­χε ὁ Ἰ­ω­άν­νης Ἰ­τα­λός σάν νάεἶ­χε ἔλ­θει στήν «πα­τρί­δα μας» καί νά εἶ­χε ἐκ­μά­θει τήν ἑλ­λη­νι­κή ἀ­πό παι­δι­κῆς ἡ­λι­κί­ας.[7]  
 Μι­χα­ήλ Ψελ­λό­ς
     Ὁ Μι­χα­ήλ Ψελ­λός, ὁ «ὕ­πα­τος τῶν φι­λο­σό­φων», κα­τά τόν ἑν­δέ­κα­το αἰ­ώ­να [1018-1081] εἶ­χε ἑλ­λη­νι­κό­τα­τη συ­νεί­δη­ση. Ὅ­ταν κα­τα­κρί­νει τόν ἱ­στο­ρι­κό Ἡ­ρό­δο­το, δι­ό­τι ἔ­γρα­φε κο­λα­κευ­τι­κά λό­γι­α γιά τούς Πέρ­σες καί προ­σβλη­τι­κά γιά τούς Ἕλ­λη­νες, ὁ Ψελ­λός γρά­φει σάν νά προ­σε­βλή­θη ὁ ἴ­διος, ἀ­φοῦ ὁ Ἡ­ρό­δο­τος προ­σέ­βα­λε τούς προ­γό­νους του.[8] 
     Ὀ­λί­γες ἀ­κό­μη μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­πό ἑλ­λη­νι­κές πη­γές ἐ­παρ­κοῦν γιά νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τό ἔγ­κυ­ρο τῶν ἀ­πό­ψε­ών μας ὅ­τι τό «Γραι­κός» καί τό «Ἕλ­λην» ὡς ἐ­θνι­κά ὀ­νό­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τούς Βυ­ζαν­τι­νούς συγ­γρα­φεῖς ὅ­σες φο­ρές τό κα­λοῦ­σαν οἱ πε­ρι­στά­σεις.  
 Θε­ο­φά­νης  ­μο­λο­γη­τή­ς
     Ὁ Θε­ο­φά­νης ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής καί ὁ Πλή­θων ὁ Γε­μι­στός, ὁ πρῶ­τος τοῦ 8ου καί 9ου αἰ­ώ­να καί ὁ δεύ­τε­ρος τοῦ 14ου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συγ­κε­κρι­μέ­νοι στόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τοῦ ὄ­ρου «Γραι­κός» καί «Ἕλ­λη­νας». Ὁ Θε­ο­φά­νης, πού ἔ­γρα­ψε στίς ἀρ­χές τοῦ 9ου αἰ­ώ­να, δι­η­γεῖ­ται ὅ­τι ὅ­ταν πρε­σβεί­α ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λημε­τέ­βη στήν Αὐ­λή τοῦ Καρ­λο­μά­γνου γιά νά ζη­τή­σει τήν κό­ρη του Ἐ­ρυ­θρῶ ὡς σύ­ζυ­γο τοῦ Κων­σταν­τί­νου τοῦ 6ου ἄ­φη­σε πί­σω τόν δι­δά­σκα­λο καί μο­να­χό Ἐ­λισ­σαῖ­ο γιά νά δι­δά­ξει στήν Ἐ­ρυ­θρῶ τή γλώσ­σα καί τήν παι­δεί­α τῶν Γραι­κῶν καί τούς νό­μους τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Πο­λι­τεί­ας. Γιά τόν Θε­ο­φά­νη ὁ λα­ός, ἡ γλώσ­σα,ἡ παι­δεί­α εἶ­ναι Γραι­κοί καί Γραι­κι­κοί.[9] 
     Κα­τά τόν 12ο αἰ­ῶ­να οἱ ἀ­δελ­φοί Μι­χα­ήλ καί Νι­κή­τας Χω­νι­ᾶ­ται ἤ Ἀ­κο­μι­νά­τοι κά­μνουν εὐ­ρεί­α χρή­ση τῶν ὀ­νο­μά­των «Ἕλ­λη­νες» καί «Ἑλ­λάς», ἐ­νί­ο­τε δέ καί «Γραι­κοί», ὡς ἐ­θνι­κά ὀ­νό­μα­τα, ὄ­χι μό­νο μέ ἀ­να­φο­ρά στήν κλασ­σι­κή ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ἀλ­λά ὡς ὀ­νό­μα­τα τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς τους. Ὁ Νι­κή­τας γρά­φει γιά «Ἕλ­λη­νες ἄν­δρες» καί ὀ­νο­μά­ζει τίς πό­λεις πού κα­τα­κτή­θη­καν ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς «ὡς πό­λεις ὄ­λας ἑλ­λη­νί­δας». Ὁ δέ πρε­σβύ­τε­ρος ἀ­δελ­φός του Μι­χα­ήλ, πού ἔ­γι­νε καί ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν, θρη­νεῖ τήν πα­ρακ­μή τῶν Ἑλ­λή­νων λό­γω τῶν Λα­τι­νι­κῶν κα­τα­κτή­σε­ων μέ τίς Σταυ­ρο­φο­ρί­ες.[10] 
     Κα­τά τόν 13ο αἰ­ώ­να μέ­χρι τό τέ­λος τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας οἱ ὄ­ροι «Ἕλ­λη­νες» καί «Ἑλ­λάς» γί­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο κοι­νό­χρη­στοι. Ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ω­άν­νης Γ’ Βα­τά­τζης σέ ἐ­πι­στο­λή του στόν Πά­πα Γρη­γό­ρι­ο τόν ἑν­δέ­κα­το βλέ­πει τόν ἑ­αυ­τό του νά βα­σι­λεύ­ει σέ γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων καί ὅ­τι «ἐν τῷγέ­νει τῶν Ἑλ­λή­νων ἠ­μῶν ἡ σο­φί­α βα­σι­λεύ­ει καί ὡς ἐκ πη­γῆς ἐκ ταύ­της παν­τα­χοῦ ρα­νί­δες ἀ­νέ­βλυ­σαν».[11] 
     Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι, μέ βά­ση τή γλώσ­σα καί τήν παι­δεί­α, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ση­μαν­τι­κός φι­λό­σο­φος του Βυ­ζαν­τί­ου Γε­ώρ­γι­ος Πλή­θων Γε­μι­στός χα­ρα­κτη­ρί­ζει τούς κα­τοί­κους τῆς φθι­νού­σης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας «Ἕλ­λη­νες».[12] Μέ βά­ση λοι­πόν τή γλώσ­σα πού μι­λοῦ­σαν, τά γράμ­μα­τα πού δι­δά­σκον­ταν, τήν ἱ­στο­ρι­κή μνή­μη πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α πού κα­τεῖ­χαν οἱ γνή­σι­οι Βυ­ζαν­τι­νοί ἦσαν Γραι­κοί, Ἕλ­λη­νες καί Ρω­μη­οί, ὄ­ροι συ­νώ­νυ­μοι. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. - Byzantion, τόμ.25 (1965), σσ. 291-301. 
[2]. - George Ostrogorsky, History of the Byzantine State με­τά­φρ. στά Ἀγ­γλι­κά Joan Hussey (New Brunswick, N. J. 1969), σ. 86. Alexander Kazhdan and Antony Cutler, «Continuity and Discontinuity in Byzantine History», Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465.  
[3]. - Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Με­τε­ω­ρο­λο­γί­α 1:14. Ἀ­πολ­λό­δω­ρος, Βι­βλι­ο­θή­κη 1:49. Χρο­νι­κόν Πά­ρου Ἅ 6, 10-12, ἔπ. Felix Jacoby, Das Marbor Parium (Berlin, 1904), 4, βλ. ἰ­δι­α­τέ­ρως σσ. 36-38,138.  
[4]. - Πρί­σκος Πα­νί­της, Fragments, ἔπ. C. Muller, Fragmenta Historicum Graecorum, 4 (Paris 1868), σσ. 69-110, κυ­ρί­ως σ. 86.  
[5]. - Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λές 145, 458, 419, ἔκ­δο­σις Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae 2, τό­μοι (Walter de Gruyter: Berolini 1991) σσ. 261, 652,587.  
[6]. - Κων­σταν­τῖ­νος Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τος, Πρός τόν ἴ­διον υἱ­όν Ρω­μα­νόν, κεφ. 49. Ἔπ. Gy. Moravcsik καί με­τά­φρ. Β. J. Η. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest, 1949), σσ. 228-232.  
[7]. - Ἄν­να Κο­μνη­νή, Ἀ­λε­ξι­ά­δα, Βι­βλ. 10, κεφ. 8, Πρό­λο­γος 4-5, Βι­βλ. 5, κεφ. 5, Βι­βλ. 10, κεφ. 9.  
[8]. - Μι­χα­ήλ Ψελ­λός, Χρο­νο­γρα­φί­α, Κων­σταν­τῖ­νος IX. 24.  
[9]. - Θε­ο­φά­νης, Χρο­νο­γρα­φί­α AM 6274, ἔπ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455.  
[10]. - Νι­κή­τας Χω­νι­ά­της, Βα­σι­λεί­α Ἀν­δρο­νί­κου τοῦ Κο­μνη­νοῦ, ἔκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μι­χα­ήλ Ἀ­κο­μι­νά­τος Χω­νι­ά­της, Τά Σω­ζό­με­να, ἔκδ. Σπυ­ρί­δω­νος Π. Λάμ­πρου, 2 τόμ. (Ἀ­θή­ναις 1880), 1:100, 183,2:292.
[Ἀ­πό τό περ. 'Πεμ­πτου­σί­α' τεῦχ. 7, 8, 9 Δε­κέμ­βρι­ος 2001 - Νο­έμ­βρι­ος 2002] 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...