ΤΙ ΘΑ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ὅταν ἡ οἰκογένεια εἶναι ὑγιής πνευματικά, τότε εἰκονίζει τήν Ἐκκλησία. Τότε εἶναι, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία» ἤ, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι «Ἐκκλησία μικρά». Τότε, μέσα σ’ αὐτήν τήν οἰκογένεια-Ἐκκλησία τό παιδάκι πολύ εὔκολα ἀναπτύσσει τό θρησκευτικό του συναίσθημα, τήν θρησκευτικότητά του καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
«Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου»[1], μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς ἀκόμη Διαθήκης. Ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι τό νά φοβᾶται, δηλαδή νά σέβεται, ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί νά Τόν ἀγαπᾶ, τηρώντας τίς Ἐντολές Του.
Εἶναι πολύ βασικό νά διδαχθεῖ τό παιδάκι ἀπό μικρό νά φοβᾶται τόν Θεό, δηλαδή νά Τόν σέβεται ὡς Δημιουργό καί Πατέρα του· νά θυμᾶται ὅτι ὅλα Ἐκεῖνος τά γνωρίζει, τά βλέπει, τά παρακολουθεῖ, ὅτι εἶναι ὁ «πανταχοῦ Παρών καί τά πάντα πληρῶν».
Ὁ Θεός, βεβαίως, δέν τιμωρεῖ οὔτε ἐκδικεῖται γιά τήν ἀπρεπή συμπεριφορά μας πρός Αὐτόν. «Ὄχι, ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ», τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι, ἂς ποῦμε: Ἐδῶ νερό, ἐκεῖ φωτιά. Εἶμαι ἐλεύθερος νὰ διαλέξω. Βάζω τὸ χέρι μου στὸ νερό, δροσίζομαι, τὸ βάζω στὴ φωτιά, καίγομαι»[2].
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἄπειρη Καλωσύνη. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν λογαριάζει τόν Θεό καί τίς Ἐντολές Του, ὁ «ἀθεόφοβος» ἄνθρωπος, αὐτός εἶναι πού ζημιώνεται πάρα πολύ. Ζημιώνεται λόγῳ τῆς ἀπομάκρυνσής του ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο.
Δυστυχῶς, ἔχω τήν αἴσθηση, ὅτι πολλά παιδιά σήμερα δέν φοβοῦνται τόν Θεό. Δέν Τόν φοβοῦνται, δέν Τόν σέβονται, διότι οἱ γονεῖς τους δέν τούς ἐνέπνευσαν αὐτόν τόν σεβασμό-φόβο.
Οἱ γονεῖς πρέπει νά μιλοῦν στά παιδιά γιά τόν Θεό μέ σωστό τρόπο. Μέ σεβασμό καί ἀγάπη νά ἀναφέρουν τό Ὄνομά Του. Δέν ἐπιτρέπεται νά λέγουν, λόγου χάριν, ἀνέκδοτα γιά τόν Θεό, γιά τόν Ἀπόστολο Πέτρο, γιά τόν Παράδεισο κι ὅλα αὐτά πού κυκλοφοροῦν ὡς «χριστιανικό» χιοῦμορ, διότι γκρεμίζουν ἔτσι μέσα στό παιδί τους αὐτόν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Ἀναφέρω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἕνα παράδειγμα καλῆς διδασκαλίας: Θυμᾶμαι μιά μητέρα, πού μιλοῦσε στό μικρό της παιδάκι γιά τόν Χριστό, γιά τό ἀκάνθινο στεφάνι Του, τοῦ ἔδειχνε τήν εἰκόνα Του καί ἔκλαιγε. Ἐνέπνευσε ἔτσι στό παιδί της αὐτόν τόν φόβο, αὐτήν τήν ἀγάπη, στόν Θεό. Τό δίδαξε τόν σεβασμό στό Θεῖο Πρόσωπο καί στό Ἅγιο Πάθος Του· τοῦ μετέδωσε τήν δική της εὐγνωμοσύνη γιά ὅλα ὅσα ὑπέφερε ὁ Θεός γιά μᾶς.
Δέν εἶναι τόσο σημαντικό τό τί θά πεῖ ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα στό παιδί, ἀλλά τό τί θά τοῦ μεταγγίσουν μέ τήν ὅλη τους παρουσία καί ζωή, τί βιώματα θά τοῦ ἐμπνεύσουν, τόσο ἡ μητέρα ὅσο καί ὁ πατέρας. Γι' αυτό, θά πρέπει συνεχῶς νά ἁγιάζονται.
«Γίνετε ἅγιοι», ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀπευθυνόμενος στούς γονεῖς, «καί δέν θά ἔχετε κανένα πρόβλημα μέ τά παιδιά σας»[3].
Στό παιδί ὁ γονιός μεταγγίζει αὐτό πού ζεῖ.
Ἄν ἐσύ, πατέρα ἤ μητέρα, δέν ζεῖς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, δέν ζεῖς τήν γνήσια θρησκευτική ζωή, δέν μπορεῖς νά τήν μεταγγίσεις... Δέν ἔχεις τί νά μεταγγίσεις...
Μπορεῖ νά τοῦ πεῖς:
-Πήγαινε στήν Ἐκκλησία...
Θά σοῦ κάνει ὑπακοή μέχρι τά δέκα-ἔντεκα καί μετά θά σοῦ πεῖ:
-Ἀφοῦ ἐσύ δέν πᾶς, καί ἐγώ δέν πάω. Ἤ, ἀφοῦ ἐσύ πᾶς, ἀλλά εἶσαι ἔτσι ὅπως εἶσαι (δηλαδή πηγαίνεις τυπικά, χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν κοσμική ζωή καί τόν παλαιό ἄνθρωπο τῶν παθῶν), ἐγώ δέν θέλω νά γίνω ἔτσι ὅπως εἶσαι ἐσύ, γι' αὐτό δέν μοῦ χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν τά παιδιά βλέπουνε αὐτή τήν ἀσυνέπεια στή ζωή τῶν γονιῶν τους, δέν οἰκοδομοῦνται πνευματικά. Διαπιστώνουν ὅτι ἐσύ, πού ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτό σου «θρησκευόμενο», εἶσαι ἕνας ὑποκριτής: Ἀπ΄τή μιά λές ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπ’ τήν ἄλλη δέν μοιάζεις καθόλου στόν Χριστό. Δέν εἶσαι οὔτε πρᾶος, οὔτε ταπεινός, οὔτε ὑπάκουος στόν/στήν σύζυγό σου οὔτε τίποτα ἔχεις ἀπό αὐτά πού ζητᾶ ὁ Χριστός...
Ἀπ΄τήν μιά χτίζεις ἐξωτερικά μία τυπική θρησκευτικότητα καί ἀπ' τήν ἄλλη ἡ ζωή σου καί ἡ ψυχή σου δέν ἀλλάζει καθόλου. Εἶσαι ἕνας ἀμετανόητος Φαρισαῖος.
Τό παιδί, πού τά βλέπει πολύ καλά ὅλα αὐτά, ἔχει τήν ἐπαναστατικότητα καί τήν εἰλικρίνεια, καί σοῦ τό λέει πολλές φορές κατάμουτρα:
-Δέν θέλω νά γίνω σάν ἐσένα. Ἡ Ἐκκλησία βλέπω ὅτι δέν σ’ ἄλλαξε πρός τό καλλίτερο, μᾶλλον σ΄ ἔμαθε νά ζεῖς μιά διπλῆ ζωή. Λοιπόν, δέν μοῦ χρειάζεται αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Βεβαίως, δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία ἀλλά ἡ δική μας ραθυμία καί ἀπροθυμία νά μετανοήσουμε εἰλικρινά....
Βλέπετε πῶς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι, σκανδαλίζουμε καί ἀπομακρύνουμε τά παιδιά ἀπ΄ τήν Ἐκκλησία.
Οἱ γονεῖς, ἑπομένως, πολλές φορές ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, γιατί οἱ ἴδιοι δέν ζοῦνε τόν Χριστό. Δέν Τόν ζοῦν διότι δέν θέλουν νά Τόν ζήσουν. Δέν δίνονται ὁλοκληρωτικά καί ἀπόλυτα σ’ Αὐτόν, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς τό ζητάει μέ τήν πρώτη Ἐντολή:
«Ν’ ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεό σου μ’ ὅλη σου, τήν ψυχή, μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν διάνοια, μ’ ὅλη σου τήν δύναμη». Ὅταν τό κάνουν, τότε δημιουργοῦν αὐτό τό εὔκρατο κλίμα, στό ὁποῖο εὐδοκιμεῖ ἡ ἁγιότητα τόσο τῶν ἰδίων ὅσο καί τῶν νεαρῶν βλαστῶν τους.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Παροιμίες 9, 10.
[2]Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη: Κοντὰ στὸ γέροντα Πορφύριο. Ἔκδοση Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου: «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος». Ἀθῆναι 1995 σελ. 383 (στό βιβλίο: Γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ , «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ» , ἐπιμ. Κ. Καρακόλη)
[3] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι» Ἐκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, Κρήτη, 2003, σελ. 420.
Ὅταν ἡ οἰκογένεια εἶναι ὑγιής πνευματικά, τότε εἰκονίζει τήν Ἐκκλησία. Τότε εἶναι, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία» ἤ, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι «Ἐκκλησία μικρά». Τότε, μέσα σ’ αὐτήν τήν οἰκογένεια-Ἐκκλησία τό παιδάκι πολύ εὔκολα ἀναπτύσσει τό θρησκευτικό του συναίσθημα, τήν θρησκευτικότητά του καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
«Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου»[1], μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς ἀκόμη Διαθήκης. Ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι τό νά φοβᾶται, δηλαδή νά σέβεται, ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί νά Τόν ἀγαπᾶ, τηρώντας τίς Ἐντολές Του.
Εἶναι πολύ βασικό νά διδαχθεῖ τό παιδάκι ἀπό μικρό νά φοβᾶται τόν Θεό, δηλαδή νά Τόν σέβεται ὡς Δημιουργό καί Πατέρα του· νά θυμᾶται ὅτι ὅλα Ἐκεῖνος τά γνωρίζει, τά βλέπει, τά παρακολουθεῖ, ὅτι εἶναι ὁ «πανταχοῦ Παρών καί τά πάντα πληρῶν».
Ὁ Θεός, βεβαίως, δέν τιμωρεῖ οὔτε ἐκδικεῖται γιά τήν ἀπρεπή συμπεριφορά μας πρός Αὐτόν. «Ὄχι, ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ», τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι, ἂς ποῦμε: Ἐδῶ νερό, ἐκεῖ φωτιά. Εἶμαι ἐλεύθερος νὰ διαλέξω. Βάζω τὸ χέρι μου στὸ νερό, δροσίζομαι, τὸ βάζω στὴ φωτιά, καίγομαι»[2].
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἄπειρη Καλωσύνη. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν λογαριάζει τόν Θεό καί τίς Ἐντολές Του, ὁ «ἀθεόφοβος» ἄνθρωπος, αὐτός εἶναι πού ζημιώνεται πάρα πολύ. Ζημιώνεται λόγῳ τῆς ἀπομάκρυνσής του ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο.
Δυστυχῶς, ἔχω τήν αἴσθηση, ὅτι πολλά παιδιά σήμερα δέν φοβοῦνται τόν Θεό. Δέν Τόν φοβοῦνται, δέν Τόν σέβονται, διότι οἱ γονεῖς τους δέν τούς ἐνέπνευσαν αὐτόν τόν σεβασμό-φόβο.
Οἱ γονεῖς πρέπει νά μιλοῦν στά παιδιά γιά τόν Θεό μέ σωστό τρόπο. Μέ σεβασμό καί ἀγάπη νά ἀναφέρουν τό Ὄνομά Του. Δέν ἐπιτρέπεται νά λέγουν, λόγου χάριν, ἀνέκδοτα γιά τόν Θεό, γιά τόν Ἀπόστολο Πέτρο, γιά τόν Παράδεισο κι ὅλα αὐτά πού κυκλοφοροῦν ὡς «χριστιανικό» χιοῦμορ, διότι γκρεμίζουν ἔτσι μέσα στό παιδί τους αὐτόν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Ἀναφέρω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἕνα παράδειγμα καλῆς διδασκαλίας: Θυμᾶμαι μιά μητέρα, πού μιλοῦσε στό μικρό της παιδάκι γιά τόν Χριστό, γιά τό ἀκάνθινο στεφάνι Του, τοῦ ἔδειχνε τήν εἰκόνα Του καί ἔκλαιγε. Ἐνέπνευσε ἔτσι στό παιδί της αὐτόν τόν φόβο, αὐτήν τήν ἀγάπη, στόν Θεό. Τό δίδαξε τόν σεβασμό στό Θεῖο Πρόσωπο καί στό Ἅγιο Πάθος Του· τοῦ μετέδωσε τήν δική της εὐγνωμοσύνη γιά ὅλα ὅσα ὑπέφερε ὁ Θεός γιά μᾶς.
Δέν εἶναι τόσο σημαντικό τό τί θά πεῖ ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα στό παιδί, ἀλλά τό τί θά τοῦ μεταγγίσουν μέ τήν ὅλη τους παρουσία καί ζωή, τί βιώματα θά τοῦ ἐμπνεύσουν, τόσο ἡ μητέρα ὅσο καί ὁ πατέρας. Γι' αυτό, θά πρέπει συνεχῶς νά ἁγιάζονται.
«Γίνετε ἅγιοι», ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀπευθυνόμενος στούς γονεῖς, «καί δέν θά ἔχετε κανένα πρόβλημα μέ τά παιδιά σας»[3].
Στό παιδί ὁ γονιός μεταγγίζει αὐτό πού ζεῖ.
Ἄν ἐσύ, πατέρα ἤ μητέρα, δέν ζεῖς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, δέν ζεῖς τήν γνήσια θρησκευτική ζωή, δέν μπορεῖς νά τήν μεταγγίσεις... Δέν ἔχεις τί νά μεταγγίσεις...
Μπορεῖ νά τοῦ πεῖς:
-Πήγαινε στήν Ἐκκλησία...
Θά σοῦ κάνει ὑπακοή μέχρι τά δέκα-ἔντεκα καί μετά θά σοῦ πεῖ:
-Ἀφοῦ ἐσύ δέν πᾶς, καί ἐγώ δέν πάω. Ἤ, ἀφοῦ ἐσύ πᾶς, ἀλλά εἶσαι ἔτσι ὅπως εἶσαι (δηλαδή πηγαίνεις τυπικά, χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν κοσμική ζωή καί τόν παλαιό ἄνθρωπο τῶν παθῶν), ἐγώ δέν θέλω νά γίνω ἔτσι ὅπως εἶσαι ἐσύ, γι' αὐτό δέν μοῦ χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν τά παιδιά βλέπουνε αὐτή τήν ἀσυνέπεια στή ζωή τῶν γονιῶν τους, δέν οἰκοδομοῦνται πνευματικά. Διαπιστώνουν ὅτι ἐσύ, πού ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτό σου «θρησκευόμενο», εἶσαι ἕνας ὑποκριτής: Ἀπ΄τή μιά λές ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπ’ τήν ἄλλη δέν μοιάζεις καθόλου στόν Χριστό. Δέν εἶσαι οὔτε πρᾶος, οὔτε ταπεινός, οὔτε ὑπάκουος στόν/στήν σύζυγό σου οὔτε τίποτα ἔχεις ἀπό αὐτά πού ζητᾶ ὁ Χριστός...
Ἀπ΄τήν μιά χτίζεις ἐξωτερικά μία τυπική θρησκευτικότητα καί ἀπ' τήν ἄλλη ἡ ζωή σου καί ἡ ψυχή σου δέν ἀλλάζει καθόλου. Εἶσαι ἕνας ἀμετανόητος Φαρισαῖος.
Τό παιδί, πού τά βλέπει πολύ καλά ὅλα αὐτά, ἔχει τήν ἐπαναστατικότητα καί τήν εἰλικρίνεια, καί σοῦ τό λέει πολλές φορές κατάμουτρα:
-Δέν θέλω νά γίνω σάν ἐσένα. Ἡ Ἐκκλησία βλέπω ὅτι δέν σ’ ἄλλαξε πρός τό καλλίτερο, μᾶλλον σ΄ ἔμαθε νά ζεῖς μιά διπλῆ ζωή. Λοιπόν, δέν μοῦ χρειάζεται αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Βεβαίως, δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία ἀλλά ἡ δική μας ραθυμία καί ἀπροθυμία νά μετανοήσουμε εἰλικρινά....
Βλέπετε πῶς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι, σκανδαλίζουμε καί ἀπομακρύνουμε τά παιδιά ἀπ΄ τήν Ἐκκλησία.
Οἱ γονεῖς, ἑπομένως, πολλές φορές ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, γιατί οἱ ἴδιοι δέν ζοῦνε τόν Χριστό. Δέν Τόν ζοῦν διότι δέν θέλουν νά Τόν ζήσουν. Δέν δίνονται ὁλοκληρωτικά καί ἀπόλυτα σ’ Αὐτόν, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς τό ζητάει μέ τήν πρώτη Ἐντολή:
«Ν’ ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεό σου μ’ ὅλη σου, τήν ψυχή, μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν διάνοια, μ’ ὅλη σου τήν δύναμη». Ὅταν τό κάνουν, τότε δημιουργοῦν αὐτό τό εὔκρατο κλίμα, στό ὁποῖο εὐδοκιμεῖ ἡ ἁγιότητα τόσο τῶν ἰδίων ὅσο καί τῶν νεαρῶν βλαστῶν τους.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Παροιμίες 9, 10.
[2]Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη: Κοντὰ στὸ γέροντα Πορφύριο. Ἔκδοση Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου: «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος». Ἀθῆναι 1995 σελ. 383 (στό βιβλίο: Γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ , «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ» , ἐπιμ. Κ. Καρακόλη)
[3] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι» Ἐκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, Κρήτη, 2003, σελ. 420.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά