Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2012

Περι ανθρώπου ήγουν, περι της ορθοδόξου κοσμολογίας και ανθρωπολογίας εκθεσις συνοπτική






1. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν κόσµο (ὀρθόδοξη κοσµολογία) καί τόν ἄν­ θρωπο (ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία) στηρίζεται στίς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τή δηµιουργία τοῦ κόσµου καί τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκονται στό 1ο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση (κεφ. 1­3). Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦµε ὅτι ἡ ὀρθόδο­ ξη κοσµολογία καί ἀνθρωπολογία ἀποτελοῦν µία ἑρµηνευτική ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτῶν ἁγιογραφικῶν διηγήσεων. Συνεπῶς, εἶναι ἀδύν ατο νά κατανοήσουµε τήν κοσµολογία καί τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας,  χωρίς τή γνώση αὐτῶν τῶν δύο ἁγιογραφικῶν διηγήσεων.

2. Μελετώντας τήν ἁγιογραφική διήγηση τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, θά δοῦµε τίς ἑξῆς βασικές θεολογικές ἀπόψεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ὕπαρξή του:

A) Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ  ΤΟ  ΑΝΩΤΕΡΟ ΚΑΙ  ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.  Σύµφωνα µέ τή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἄνθρωπος δηµιουργήθηκε ἀπό τό Θεό µέ ἕναν ἰδιαίτερο καί ξεχωριστό τρόπο. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς δηµιουρ­ γίας τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται µέσα στή σχετική διήγηση ἀπό δύο σηµεῖα.  1ον  ὁ ἄνθρωπος δηµιουργεῖται χρονικά τελευταῖος καί 2ον ἐνῶ γιά ὅλα τά ἄλλα δηµιουργήατα ὁ Θεός «λέει» νά γίνουν καί «γίνονται» (π.χ. «…καί εἶπεν ὁ Θεός, γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς…» Γέν. 1,3 κ.ο.κ.) εἰδικά γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἐµφανίζεται στό Γέν. 1,26, νά προαναγγέλλει τή δηµιουργία του µέ ἕνα µοναδικό τρόπο, λέγον τας: «…καί εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωµεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡµετέραν καί καθ’ ὁµοίωσιν…» (παράφραση: «…Καί εἶπε ὁ Θεός, ἀφοῦ φτιάξαµε ὅλα τά ἄλλα δηµιουρ­γήµατα, ἐλᾶτε τώρα νά φτιάξουµε Ὅλοι µαζί τό τελευταῖο καί τελειότερο δηµιούρ­ γηµά Μας, τόν ἄνθρωπο, σύµφωνα µέ τήν εἰκόνα τή δική Μας καί ἔτσι πού νά µπο­ ρεῖ νά γίνει ὅµοιος µέ Ἐµᾶς...»). Αὐτός ὁ ἰδιαίτερος τρόπος τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀν­ θρώπου σέ σχέση µέ τά ὑπόλοιπα δηµιουργήµατα µᾶς δείχνει ὅτι: α) ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἀνώτερο καί τελειότερο δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ καί β) ὅλα τά ἄλλα δηµι­ ουργήµατα, ἔµψυχα καί ἄψυχα, ἔγιναν γιά νά διακονήσουν, τό καθένα µέ τό δικό του τρόπο, τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

B) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ «ΔΙΦΥΗΣ». Στό Γέν. 2,7 περιγράφεται µέ ἔντονα ἀν­ θρωποµορφικές εἰκόνες ἡ δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου: «…καί ἐπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ  ἄνθρωπος εἰς ψυχήν  ζῶσαν…» (παράφραση: «…καί δηµιούργησε πρῶτα ὁ Θεός τό ὑλικό σῶµα τοῦ ἀνθρώπου, χρησιµοποιώντας ὡς βασική ὕλη τό χῶµα τῆς γῆς, µετά φύσηξε πάνω στό πρόσωπό του τήν πνοή τῆς ζωῆς καί τότε ὁ ἄνθρωπος πῆρε ζωή καί ἄρχισε νά ὑπάρχει…»). Τό βαθύτερο νόηµα τῆς διήγησης εἶναι ὅτι ὁ  ἄνθρωπος δηµιουργήθηκε ἀπό  τό Θεό «διφυής». Συνδυάζει, δηλαδή, στήν ὕπαρξή του δύο διαφορετικές «φύσεις». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἀπό τή µία µεριά, «ὑλικός», γιατί ἔχει ὑλικό σῶµα (ἐξ’ οὗ καί τό ὄνοµα «Ἀδάµ», πού σηµαίνει «χοϊκός», φτιαγµένος ἀπό χῶµα, χωµατένιος), ἀλλά, ταυτόχρονα, εἶναι καί «πνευµατικός», γιατί ἔχει «νοερά φύση» ἤ «ψυχή», κατά τήν ἀντίστοιχη ὁρολογία τῆς ἀρ­ χαιοελληνικῆς φιλοσοφίας. Μέ τό ὑλικό του σῶµα ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει µέ τά ζῶα καί µέ τά φυτά, ἐνῶ µέ τήν «νοερά φύση» του συγγενεύει µέ τούς ἀγγέλους καί τό Θεό. Κατά τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δύο αὐτές «φύσεις»:  1ον  ἀποτε­ λοῦν, ὡς ἕνα ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο ὑπαρκτικό ὅλον, τά βασικά συστατικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, δέν εἶναι µόνο τό σῶµα ἤ µόνο ἡ ψυχή, ἀλλά ἡ ψυχή καί τό σῶµα ἑνωµένα ἀδιαίρετα µεταξύ τους. Καί 2ον δέν ἔχουν µεταξύ τους καµία ἱεράρχηση ἤ ἀντίθεση. Δέν µποροῦµε, δηλαδή, νά ποῦµε οὔτε ὅ­ τι ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶµα ἤ ὅτι τό σῶµα εἶναι κατώτερο ἀπό τήν ψυχή, οὔτε, πάλι, ὅτι τό σῶµα καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δύο ἀντίθετα ἤ ἀντιµαχόµε­ να στοιχεῖα, ὅπως ὑποστήριζε ἡ ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία, ἀποδεχόµενη τίς βασι­ κές ἀρχές τοῦ  φιλοσοφικοῦ δυαλισµοῦ, πού κυριαρχοῦσε στούς φιλοσοφικοθρη­ σκευτικούς κύκλους τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων καί, κατά κανόνα, ἀντιµετώπιζε τήν ψυχή ὡς τό «καλό» καί τό σῶµα ὡς τό «κακό» στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.


Γ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ «ΚΑΤ΄ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ΄ ΟΜΟΙΩ- ΣΙΝ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ.  Αὐτό εἶναι, ἀναµφισβήτητα, τό κρισιµότερο σηµεῖο τῆς ἁγιογρα­ φικῆς διήγησης γιά τή δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Τό καίριο, λοιπόν, ἐρώτηµα εἶναι: Τί σηµαίνουν οἱ ὅροι «κατ’ εἰκόνα» καί «κάθ΄ ὁµοίωσιν»; Κατά πρῶτο λόγο, πρέπει νά διευκρινίσουµε ὅτι στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν ὑπάρχει µόνο µί­ α ἑρµηνεία. Οἱ Πατέρες, στήν προσπάθειά τους νά ἑρµηνεύσουν τούς δύο αὐτούς ὅ­ ρους, χρησιµοποιοῦν διάφορες προσεγγίσεις, ἀνάλογα µέ τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν καί τό εὐρύτερο κλίµα τῆς ἐποχῆς τους. Συµβαίνει, µάλιστα, συχνά ὁ ἴδιος Πατέρας νά χρησιµοποιεῖ στά διάφορα ἔργα του περισσότερες ἀπό µία ἑρµηνεῖες τῶν δύο αὐτῶν ὅρων. Ὅλες αὐτές οἱ ἑρµηνεῖες εἶναι σωστές (= ὀρθοδοξοῦν) καί, στήν πραγµατικότητα, ἀλληλοσυµπληρώνονται. Δέν µποροῦµε, δηλαδή, νά ποῦµε ὅτι µόνο µία ἀπό αὐτές εἶναι σωστή, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι λανθασµένες, ἀλλά ὅλες µαζί µας βοηθοῦν νά κατανοήσουµε, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν καί ἀναγκαῖο γιά τή σωτηρία µας, τό ἀληθινό νόηµα τῶν δύο κρίσιµων αὐτῶν ὅρων. Οἱ σπουδαιότε­ ρες ἀπό τίς ἑρµηνευτικές προσεγγίσεις τῶν Πατέρων εἶναι, βασικά, τρεῖς (3) καί ἔχουν, ἐν συντοµία, ὡς ἑξῆς:

1η ἑρμηνεία: Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει ὅλα τά χαρίσµατα πού ὁ Θεός ἔδωσε µόνο στόν ἄνθρωπο καί σέ κανένα ἄλλο δηµιούργηµα. Ἀνάµεσα, ὅµως, σέ αὐτά τά χαρίσµατα δεσπόζουν τό «λογικό», ἡ ἱκανότητα, δηλαδή, τοῦ ἀν­ θρώπου νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό, τό σωστό ἀπό τό λάθος, καί τό «αὐτεξού­ σιον», ἡ δυνατότητα, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα ἀνάµεσα στό κα­ λό καί τό κακό, τό σωστό καί τό λάθος, συνείδηση τῶν ὁποίων ἀποκτᾶ διά τῆς χρή­ σεως τοῦ «λογικοῦ». Ὁ ἄκτιστος Θεός κατέχει ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα σέ τέλειο καί ἀπόλυτο βαθµό. Εἶναι, δηλαδή, «λογικός» καί «αὐτεξούσιος» µέ τήν ὀντολογική, καί ὄχι µέ τήν ἠθική, ἔννοια τοῦ ὅρου, ἐνῶ ὁ κτιστός ἄνθρωπος «ἀντιγράφοντας», λαµ­ βάνοντας, δηλαδή, ὡς δῶρα ἀπό τό Θεό, αὐτά τά θεϊκά χαρίσµατα, «εἰκονίζει» ὡς ἕ­ να βαθµό –µέ ἀτελῆ, βέβαια, καί σχετικό τρόπο– τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ’ ὁµοίωσιν» στό ποσοστό, πού ἀσκεῖ τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» του ὡς «ἀγάπη». Στό ποσοστό, δηλαδή, πού χρησιµοποιεῖ τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» του γιά νά ἐπιλέγει καί νά διαπράττει τό καλό, τό σωστό. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἐλεήµων. Ὡς ἐκ τούτου, ἀσκεῖ πάντα τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» Του ὡς «ἀγάπη» καί εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον τό νά ἀσκήσει τό «λογικό» Του καί τήν «ἐλευθερία» Του µέ ἄλλο τρόπο.

Γιατί, ὅµως, ὁ Θεός «ἐκ φύσεως» ἀσκεῖ πάντα τήν «ἐλευθερία» Του ὡς «ἀγάπη»; Μήπως, τελικά, δέν εἶναι «ἐλεύθερος», ἀφοῦ δέν µπορεῖ νά ἐπιλέξει τό κακό, καί πῶς µπορεῖ νά συµβιβαστεῖ ἡ «ἐλευθερία» Του µέ τόν ἀποκλεισµό τῆς ἐπιλογῆς τοῦ κακοῦ; Γιά νά κατανοήσουµε βαθύτερα τήν ἔννοια τῆς «ἐλευθερίας» στή χριστιανι­ κή διδασκαλία, πρέπει στό σηµεῖο αὐτό νά θέσουµε ἕνα ἀκόµη παράλληλο ἐρώτηµα: Εἶναι ἴδια ἡ «ἐλευθερία» τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου; Μποροῦµε, νά ἀναπτύξουµε συνοπτικά τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑξῆς: α) ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα «ἐλεύθερος» καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ ὕπαρξή Του δέν ὑπόκειται σέ καµία ἀναγ­ καιότητα. Ἡ «ἐλευθερία» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση τῆς ἄχρονης πρόταξης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ­Πατρός ἔναντι της Θείας Οὐσίας. Πιό ἁπλά, ὁ Θεός­Πατήρ «πρῶτα» ὁρίζει τά τῆς Οὐσίας Του, ἀποφασίζει, δηλαδή, ἐ­ λεύθερα, ὅτι θέλει νά ὑπάρξει ὡς µία Οὐσία, πού θά ἔχει τίς φυσικές ἰδιότητες τῆς ἀγάπης, τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς ταπείνωσης, τῆς µακαριότητας κ.τ.λ. καί ὅτι φορεῖς αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων θά εἶναι οἱ Φυσικές Ἐνέργειες τῆς Οὐσίας Του καί «ὕστερα» ὑπάρχει. «Ταυτόχρονα» ὁ Θεός­Πατήρ «πρῶτα» ὁρίζει τά τῆς Ὕπαρξής Του, δηλαδή, ἀποφασίζει ἐλεύθερα ὅτι θέλει, νά ὑπάρξει ὡς Ἁγία Τριάδα, καί «ὕστερα» γεννᾶ τόν Υἱό, καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦµα, µεταδίδοντάς Τους τό πλήρωµα τῆς Θείας Οὐσίας καί τῶν Ἐνεργειῶν της. Τό ἰδιάζον στήν περίπτωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «κινήσεις» γίνονται «ἀχρόνως» καί, συνεπῶς, τό
«πρῶτα», τό «ὕστερα» καί τό «ταυτόχρονα», πού ἐµεῖς ὡς κτιστοί ἄνθρωποι ἀναγκαζόµαστε, νά χρησιµοποιήσουµε, προκειµένου νά ἐκφράσουµε µέ κτιστές ἀνθρώ­ πινες λέξεις τό µυστήριο τῆς ἄναρχης ὕπαρξης, τῆς Ἁγίας Τριάδας, δέν ἔχουν ἀπό λυτη, ἀλλά σχετική («σηµαντική») σηµασία. Συµπέρασµα: Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁ­ γίας Τριάδας εἶναι ἡ ἔκφραση καί ἡ ἀπόδειξη τῆς ἐλευθερίας Της. Αὐτή τή μορφή «ἐλευθερίας», πού ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση τῆς ἄχρονης πρόταξης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ­Πατρός ἔναντί της Θείας Οὐσίας καί ἐκφράζεται ὡς ὁ ἀπόλυτα ἐλεύθερος αὐτοπροσδιορισμός τοῦ Ὄντος, χαρακτηρίζουμε ὡς «ὀντο λογική ἐλευθερία» ἤ «διά αὐτοπροσδιορισμοῦ ἐλευθερία». β) Ὅσον ἀφορᾶ, ὅµως, τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τά πράγµατα ἀντιστρέφονται, ἀφοῦ σέ αὐτήν ἔχουµε πρόταξη τῆς οὐσίας ἔναντί του προσώπου, µέ ἀποτέλεσµα τήν ὀντολογική ἀ­ νελευθερία της. Πιό ἁπλά, ὁ ἄνθρωπος δέν ὁρίζει µόνος του οὔτε τά τῆς οὐσίας του, οὔτε τά τῆς ὕπαρξής του. Κανείς, δηλαδή, ἄνθρωπος δέν ἀποφασίζει γιά τό ἄν θά ὑ­ πάρξει ἤ ὄχι, κανείς ἄνθρωπος δέν ὁρίζει τό χῶρο καί τό χρόνο τῆς γέννησής του, τό φύλο καί τή σωµατική του διάπλαση, τούς γονεῖς καί τά ψυχοσωµατικά του χαρα­ κτηριστικά κ.ο.κ.
 Συµπέρασµα: ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει «ἐλεύθερα» (µέ τήν ὀντολογική ἔννοια τό ὄρου «ἐλευθερία»), ὁ Θεός τῆς παραχώρησε τό δικαίωµα τῆς «δι´ ἀσκήσεως ἐλευθερίας», δηλαδή τῆς ἐλευθερίας πού ἐκφρά­ ζεται ὄχι ὡς αὐτοπροσδιορισµός τοῦ ὄντος, ἀλλά ὡς ἐπιλογή ἀνάµεσα στό καλό καί τό κακό, τό σωστό καί τό λάθος, τή ζωή καί τό θάνατο. Αὐτή τή μορφή «ἐλε υθερί ας», πού ἀποτελεῖ ὑπαρξιακή διάσταση τῆς πρόταξης τῆς οὐσίας ἔναντι του
προσώπου καί ἐκφράζεται ὡς ἐπιλογή ἀνάμεσα στό καλό καί τό  κακό, χαρα­ κτηρίζουμε ὡς «ἠθική ἐλευθερία» ἤ «δι´  ἀσκήσεως  ἐλευθερία». Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Θεός εἶναι «ἐλεύθερος» µέ τήν ὀντολογική καί ὄχι µέ τήν ἠθική ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐλευθερία», δέν τίθεται θέµα ἐπιλογῆς ἐκ µέρους Του ἀνάµεσα στό καλό καί στό κακό, ἀλλά, ἐλεύθερος ὤν, ἐπιλέγει πάντα τό καλό, γιατί ὁ Ἴδιος προκαθόρισε ὅτι θέλει νά ὑπάρχει ὡς «ἀγάπη».

2η ἑρμηνεία:  Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά «µετέχει» στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, νά ἑνώνεται, δηλαδή, µέ τό Θε­ ό, νά ἔρχεται σέ πραγµατική κοινωνία µαζί Του καί, δυνάµει αὐτῆς τῆς µετοχῆς, νά προσοικειώνεται τίς φυσικές ἰδιότητες τῆς Θείας φύσης, νά γίνεται, δηλαδή, ἀθάνα­ τος καί εὐτυχισµένος, «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χρησιµοποιεῖ αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση στά ἔργα του «Κατά εἰδώλων» καί «Περί τῆς ἐνανθρω­ πήσεως τοῦ Λόγου». Εἰδικότερα, γιά νά περιγράψει µέ τρόπο προσιτό στή στοιχειώ­ δη ἀντίληψη τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, χρησιµοποιεῖ τό παράδειγµα τοῦ «καθρέφτη» (ἔσοπτρον). Ὅπως, δηλαδή, ὁ καθρέφτης ἔχει τήν ἱκανότητα νά µε­ τέχει στό ἡλιακό φῶς καί νά τό ἀντανακλᾶ, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, πρίν ἀπό τό προ­ πατορικό ἁµάρτηµα, εἶχε τή δυνατότητα νά µετέχει στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας καί νά τό ἀντανακλᾶ. Καί ὅπως ὁ καθρέφτης πού ἀντανακλᾶ τό ἡλιακό φῶς γίνε­ ται «ὅµοιος» µέ τόν ἥλιο (ἄν, δηλαδή, τόν δεῖ κανείς τήν ὥρα τῆς ἀντανάκλασης, εἶναι σάν νά βλέπει τόν ἴδιο τόν ἥλιο), ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντανακλώντας τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, γινόταν «ὅµοιος» µέ τό Θεό («θεός κατά χάριν» ἤ «θεός κατά µέθεξιν») καί µέ αὐτό τόν τρόπο ἔφτανε στό «καθ’ ὁµοίωσιν», γινόταν, δηλαδή, «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Καί ὅπως, τέλος, ὁ καθρέφτης πού ἀντανακλᾶ τό ἡλιακό φῶς δέν γίνεται στήν πραγµατικότητα ἥλιος (δέν ἔχουµε, δηλαδή, «τροπή» τοῦ καθρέφτη σέ ἥλιο), ἀλλά, ἁπλῶς µοιάζει µέ τόν ἥλιο, ἐπειδή προσοικειώνεται τίς φυσικές του ἰδι­ ότητες, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, µετέχοντας στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, δέν γίνε­ ται στήν πραγµατικότητα «Θεός», (δέν ἔχουµε, δηλαδή, «τροπή» τῆς ἀνθρώπινης φύσης), ἀλλά παραµένει ἄνθρωπος, ἄν καί «εἰκονίζει» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἄν καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Παρόµοια µέ τήν εἰκόνα τοῦ καθρέφτη εἶναι καί ἡ εἰκό­ να τῶν «νοερῶν ὀφθαλµῶν», πού χρησιµοποιεῖται ἀπό ἄλλους Πατέρες. Σύµφωνα µέ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο εἰδῶν «ὀφθαλµούς». Ἔχει τά µάτια τοῦ σώµατος, µέ τά ὁποῖα βλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου καί τό φυσικό κόσµο, ἀλλά ἔχει καί τά «πνευµατικά µάτια» τῆς ψυχῆς, µέ τά ὁποῖα βλέπει τό Θεό. Ἔτσι, πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ «διφυής» ἄνθρωπος εἶχε δύο εἴδη «ὅρασης». Ἔβλεπε τό φυσικό κόσµο µέ τά ὑλικά µάτια τοῦ σώµατος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔβλεπε µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τό Θεό, δηλαδή, τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας. Ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά «θεωρεῖ», πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τόν Θεό τόν καθιστοῦσε ἀθάνατο καί εὐτυχισµένο, τοῦ χάριζε τό «καθ’ ὁµοίωσιν», τόν ἔκανε, δηλαδή, «ὅµοιο» µέ τό Θεό, πού εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀθάνατος καί εὐτυχισµένος. Τήν προσοικείωση, τέλος, τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύ­ σης ἀπό τόν ἄνθρωπο µᾶς διδάσκει στήν πατερική γραµµατεία καί ἡ εἰκόνα τοῦ πυ­ ρωµένου σίδερου. Ὅπως, δηλαδή, τό σίδερο τή στιγµή πού ἑνώνεται µέ τή φωτιά προσοικειώνεται τίς φυσικές της ἰδιότητες, γίνεται φωτεινό καί θερµό, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού ἑνώνεται µέ τό Θεό γίνεται «ὅµοιος» µέ Αὐτόν, ὑπάρχει «καθ’ ὁµοί­ ωσιν» τοῦ Θεοῦ.

3η ἑρμηνεία.  Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» ἀναφέρεται στή δοµή ὕ­ παρξης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία «εἰκονίζει» τόν τρόπο ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἀναλυτικότερα, σύµφωνα µέ τή χριστιανική θεολογία (ὀντολογία), ὁ ἕνας Θεός ὑπάρχει ὡς ἐρωτική κοινωνία «ὁµοούσιων» Προσώπων, δηλαδή, ὡς Ἁγία Τριά δα. Ὅταν λέµε ὅτι τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι «ὁµοούσια», ἐννοοῦµε ὅτι ἔχουν ἀπόλυτη ἑνότητα Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ Θεία Οὐσία και οι Ἐνέργειές Της «ἀνήκουν» ταυτόχρονα ὁλόκληρες καί στά Τρία Πρόσωπα, ἐνῶ τό καθένα ἀπό Αὐτά εἶναι ἀπό µόνο Του ὁλόκληρος ὁ Θεός. Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν ἑνότητα Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἔχουν καί ἑνότητα θελήματος.  Ἡ ἑνότητα τοῦ θελήματός Τους ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση και την ἀπόδειξη τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης πού τά ἐνώνει. Πιό ἁπλά, τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας συνδέονται µεταξύ τους µέ σχέσεις τόσο τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, γι’αὐτό και στίς σχέσεις Τους µέ τόν κόσµο ἐµφανίζονται σάν νά ἔχουν ἕνα θέληµα. Ἡ ἑνότητα τοῦ θελή ματος τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριά δας μέσα στήν Ἁγία Γραφή φαίνεται ἀπό τό  ὅτι  ὁμιλοῦν καί τά Τρία μαζί «ὡς ἐξ ἑνός στόματος», μέ μία, δηλαδή, φωνή, σάν νά εἶναι ἕνα Πρόσωπο. Ποιό, γιά παράδειγµα, ἀπό τά Τρία Πρόσωπα λέει τή φράση: «…ποιήσωµεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡµετέραν καί καθ’ ὁµοίωσιν…»; Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τό Ἕνα ἀπό αὐτά ὁµιλεῖ, ἐνῶ τά ἄλλα Δύο ἀκοῦνε. Στήν πραγµατικότητα, ὅµως, ὁµιλοῦν καί τά Τρία Πρόσωπα µαζί, σάν νά ἔχουν µία γνώµη καί µία φωνή.

Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τήν 3η ἑρµηνεία τοῦ «κατ΄ εἰκόνα» ἡ δοµή ὕπαρξης τῆς ἀν­ θρώπινης φύσης «εἰκονίζει» τή δοµή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, γιατί καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑπάρχει ὡς κοινωνία «ὁµοούσιων» προσώπων: Τρισυπόστατη καί Ὁµοούσια εἶναι ἡ Θεία Φύση, ἐνῶ µυριυπόστατη καί ὁµοούσια εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, καί αὐτά πού ἔζησαν καί αὐτά πού ζοῦν καί αὐτά πού θά ζήσουν στό µέλλον, µετέχουµε στήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση, ἔχουµε, δηλαδή, σῶµα ὑλικό καί λογική ψυχή. Μέ βάση τήν ἑρµηνεία αὐτή, µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι τά ἀν­ θρώπινα πρόσωπα, οἱ ἄνθρωποι, θά ἔφταναν στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ἄν µποροῦσαν νά ἑνωθοῦν µεταξύ τους µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καί µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὥστε νά ἀποκτήσουν ἑνότητα τοῦ θελήµατός τους. Πιό ἁπλά, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι νά συν­ δεθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε νά εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, νά ἔχουν, δηλαδή, ἕνα θέληµα, ὅπως ἀκριβῶς τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι καί τό βα­ θύτερο  νόηµα τῆς  ἐντολῆς τοῦ  Θεοῦ:  «…ἀγαπήσεις τόν  πλησίον σου  ὡς  σεαυ­ τόν…». Ὅταν, δηλαδή, ὁ Θεός µᾶς ζητᾶ νά ἀγαπήσουµε τό συνάνθρωπό µας σάν τόν ἑαυτό µας, µᾶς ζητᾶ, στήν πραγµατικότητα, νά ἑνωθοῦµε µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Δ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ» (ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ) ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Στό Γέν. 2,15 λέγεται: «…καί ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔ­ πλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσω ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτόν…». Οἱ Πατέρες ἑρµηνεύουν τό συγκεκριµένο χωρίο δίνοντας ἔµφαση στήν παραχώρηση τῆς «κυριότητας» τοῦ φυσικοῦ κόσµου στόν ἄνθρωπο. Ἡ προσέγγιση αὐτή ἐξαρτᾶ­ ται ἀπό τήν 1η ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα» (βλπ. ἀνωτέρω) καί, σύµφωνα µέ αὐτήν, ἕνα ἀπό τά χαρίσµατα πού ἔδωσε ὁ Θεός µόνο στόν ἄνθρωπο ­ἐκτός ἀπό τό «λογι­ κό» καί τήν «ἐλευθερία»­ εἶναι καί τό «ἄρχειν», ἡ ἐξουσία, δηλαδή, νά διαχειρίζεται τό φυσικό κόσµο. Εἰδικότερα, ὁ Θεός, ὡς δηµιουργός τοῦ φυσικοῦ κόσµου, εἶναι καί ὁ πραγµατικός «Κύριος» (ἰδιοκτήτης) τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ὁ Θεός, ὅµως, παραχώ­ ρησε στόν ἄνθρωπο τό δικαίωµα νά ἐξουσιάζει καί νά διαχειρίζεται τό φυσικό κό­ σµο σάν νά εἶναι δικός του. Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος, λαµβάνοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐ­ ξουσία τοῦ «ἄρχειν» (τοῦ «ἐξουσιάζειν», τοῦ «κυριεύειν») ἐπί τῶν δηµιουργηµάτων Του, κατέστη «οἰκονόµος» (διαχειριστής) τῆς δηµιουργίας τοῦ Θεοῦ, «εἰκονίζοντας» ἔτσι, τρόπον τινά, τόν πραγµατικό «Κύριο» του κόσµου, πού εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρω­ πος ἀναδεικνύεται σέ «καλό οἰκονόµο», φτάνει στό «καθ’ ὁµοίωσιν», ὅταν φροντί­ ζει γιά τή διατήρηση τῆς ἁρµονικῆς λειτουργίας τοῦ κόσµου καί τῆς ζωῆς πού φιλο­ ξενεῖται σέ αὐτόν, ἐνῶ, ταυτόχρονα, εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τόν τρό­ πο ἄσκησης τῆς «οἰκονοµίας» του. Ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ φυσικοῦ κό­ σµου περιγράφεται στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης µέ τήν ὀνοµατοδοσία τῶν ζώων ἀπό τόν Ἀδάµ (Γέν. 2,19­20). Ἡ «οἰκονοµία» τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ φυσικοῦ κό­ σµου ἀποτελεῖ τήν «ἐργασία» του. Συνεπῶς, ἡ ἐργασία δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς «πτώσης», ἀλλά ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ µονή διαφορά εἶναι ὅτι µετά τήν «πτώση» µπαίνει µέσα στήν ἐργασία, ὡς συνέπεια τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», τοῦ χωρισµοῦ, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, ὁ κόπος καί ὁ µόχθος (Γέν. 3,17­20). (Θά ἐ­ πανέλθουµε, ὅµως, στό θέµα λίγο ἀργότερα, ὅταν θά ἀναπτύξουµε τά ζητήµατα πού ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τήν κτίση).

Ε)ΗΓΥΝΑΙΚΑΕΙΝΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗΜΕΤΟΝ ΑΝΔΡΑ.  Στούς στίχους Γέν. 2,18­24 πε ριέχεται ἡ διήγηση τῆς δηµιουργίας τῆς γυναίκας. Σύµφωνα µέ αὐτή, ὁ Θεός διαπι­ στώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλό νά εἶναι «µόνος» του καί ἀποφασίζει νά τοῦ δηµιουργήσει ἕνα «βοηθό» πού νά τοῦ µοιάζει (στίχ. 2,18). Στή συνέχεια, ὁ Θεός ρί­ χνει τόν Ἀδάµ σέ βαθύ ὕπνο, ἀφαιρεῖ ἕνα ἀπό τά πλευρά του, πλάθει πάνω σέ αὐτό τή γυναίκα καί τήν ὁδηγεῖ σέ αὐτόν (στίχ. 3,21­22). Ὁ Ἀδάµ χαίρεται πολύ, βλέποντας τή γυναίκα (Γέν. 3,23­24). Μέσα ἀπό τά ἔντονα ἀνθρωποµορφικά στοιχεῖα τῆς δι­ ήγησης τονίζεται ἡ ἰσότητα τῶν δύο φύλων, ἀφοῦ ἡ γυναίκα φαίνεται νά πλάθεται ἀπό τό ἴδιο ὑλικό µέ τόν ἄνδρα, ἐνῶ µέ ρητό τρόπο τονίζεται στή διήγηση ὅτι ἡ γυ­ ναίκα πλάστηκε «ὅµοια» µέ τόν ἄνδρα («…ποιήσωµεν αὐτῶ βοηθόν κατ’ αὐτόν…» Γέν. 3,18. Παράφραση: «…Ἐλᾶτε νά τοῦ φτιάξουµε Ὅλοι µαζί ἕνα βοηθό ὅµοιο µέ αὐτόν…»). Ἀπό τή συνάφεια τοῦ ὅλου κειµένου συνάγεται µέ ἀσφάλεια ὅτι ὁ ἄν­ δρας καί ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιµοι, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπό τό Θεό τά ἴδια χαρίσµατα καί τίς ἴδιες δυνατότητες. Θά ἦταν, µᾶλλον, ἑρµηνευτικά σωστό νά προεκτείνουµε τήν ἔννοια τῆς ἰσότητας σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἐπειδή ἀπό αὐτό συγκεκριµένο ζευγάρι τῶν πρωτοπλάστων θά γεννηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τῶν ἀνθρώπων καί ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς, µποροῦµε, κατά λογική συνέπεια, νά ὑποθέσουµε ὅτι ἡ διήγηση
µᾶς διδάσκει καί τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως, δηλαδή, δέν µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι κατώτερη ἤ λιγότερο ἄνθρωπος ἀπό τόν ἄνδρα, ἔτσι δέν µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ µαῦρος ἄνθρωπος εἶναι κατώτερος ἤ λιγότερο ἄνθρω­ πος ἀπό τό λευκό ἤ ὅτι ὁ Τοῦρκος καί ὁ Ἄραβας εἶναι κατώτεροι ἤ λιγότερο ἄνθρω­ ποι σέ σχέση µέ τόν Ἕλληνα ἤ τόν Ἑβραῖο.
Κατά τήν ἑρµηνεία, τέλος, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς «βοήθειας» πού καλεῖται νά προσφέρει ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα δέν ἀναφέρεται στήν ἐπιβίωση (µία τέτοια βοήθεια, ἄλλωστε, θά µποροῦσαν νά τήν προσφέρουν καί τά ζῶα) ἤ στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, ἀλλά στήν ἐπίτευξη τοῦ ἑνός καί µοναδικοῦ σκο­ ποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πού εἶναι ἡ ἕνωσή της µέ τό Θεό, ἡ µετοχή της, δηλα­ δή, στίς Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἡ θέωση. Πιό ἁπλά, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα θά ἀλληλοβοηθοῦνται, ὥστε καί οἱ δύο µαζί νά φτάσουν ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» στό
«καθ’ ὁµοίωσιν».

3. Κατά τή χριστιανική διδασκαλία ἡ σχέση ἀνθρώπου καί κτίσεως στηρίζε­ ται στή θεμελιώδη ἀντίληψη ὅτι  ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ «οἰκονόμος» τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁµιλοῦν γιά αὐτό τό σηµεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλί­ ας, τονίζουν:  1ον  τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό Θεό γιά τόν τρόπο ἄσκη­ σης τῆς «οἰκονοµίας» του.Ὑποστηρίζουν, δηλαδή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, θά δώ­ σει λόγο στό Θεό γιά τόν τρόπο µέ τόν ὁποῖο µεταχειρίζεται τό φυσικό κόσµο. Καί
2ον  τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα στό φυσικό κόσµο, ἀφοῦ αὐτός συµπαρέσυρε στήν «πτώση» ὅλα τά ἄλογα δηµιουργήµατα. Θεωροῦν, δηλαδή, τόν ἄνθρωπο ὑπεύθυνο γιά τόν πόνο καί τή δυστυχία πού ὑφίσταν­ται τά ἄλογα δηµιουργήµατα, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς του ἀποστασίας ἀπό τό Θεό. Ἐφόσον, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἁρµονική λειτουργία τοῦ κόσµου καί τήν παρουσία τοῦ «κακοῦ» στήν ἄλογη κτίση, αὐτός πρέπει νά ἀναλάβει καί τό βάρος τῆς ἐπίλυσης αὐτοῦ τοῦ προβλήµατος καί, ἐπειδή, ὁ ἄνθρωπος δέν µποροῦσε νά λύσει τό πρόβληµα µέ τίς δικές του δυνάµεις, ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος γιά νά δώ­ σει λύση σέ αὐτό. Οἱ Πατέρες, πάντως, ἄν καί ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώ­ που µέ τό φυσικό κόσµο, δέν ἀναπτύσσουν ἐκτενῶς αὐτό τό ζήτηµα, γιατί, προφα­ νῶς, στήν ἐποχή τους ὑπῆρχαν ἄλλα ζητήµατα, πού τά θεωροῦσαν σηµαντικότερα.

Παρόλα αὐτά, τίς τελευταῖες δεκαετίες – ἐξ αἰτίας, κυρίως, τῆς ὄξυνσης τῶν περιβαλλοντικῶν προβληµάτων καί τῆς ἀνάπτυξης τῶν διάφορων ἀνά τόν κόσµο οἰκο­ λογικῶν κινηµάτων – διαµορφώθηκε µέσα στούς σύγχρονους θεολογικούς κύκλους ἡ ἀντίληψη ὅτι πρέπει νά διατυπωθεῖ µία ἐκτενέστερη ἐκδοχή τῆς χριστιανικῆς δι­ δασκαλίας γιά τό ζήτηµα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο, ἡ ὁποία θά προσφερθεῖ στό σύγχρονο ἄνθρωπο ὡς ἡ θεολογική ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας πάνω στά σύγχρονα οἰκολογικά προβλήµατα. Ἔτσι, πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, ἐ­ πώνυµοι καί ἀνώνυµοι, ἀσχολήθηκαν ἐκτενῶς τά τελευταῖα χρόνια µέ τό θέµα αὐ­ τό. Γράφτηκε ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀπό θεολογικά κείµενα καί, γενικά, τό ὅλο ζήτηµα ἦλθε ἀπό τό περιθώριο στό ἐπίκεντρο του ἐνδιαφέροντος. Πρίν, µάλιστα, ἀπό λί­ γα χρόνια, τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ὅρισε τήν 1η Σεπτεµβρίου ὡς ἐκκλησιαστι­ κή ἑορτή ἀφιερωµένη στήν προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἐνέκρινε εἰ­ δική ἀκολουθία γιά τή νέα αὐτή ἑορτή.

Ὁρισµένες ἀπό τίς θέσεις πού διατυπώθηκαν στά νεότερα ἔργα τῶν σύγχρονων θεολόγων εἶναι, πραγµατικά, ἀξιόλογες καί, σέ γενικές γραµµές, συµβατές µέ τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐνῶ, κατά ἀντίστροφη ἔννοια, κάποιες ἄλλες εἶναι λανθασµένες, ὑπερβολικές ἤ καί θεολογικά ἀστήρικτες. Ἐπιλέγουµε µόνο µία ἀπό τίς πρῶτες (ἀναφέρεται στό βιβλίο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ: «Τό ἀλφαβητάρι τῆς πίστης»), ὄχι, φυσικά, γιά νά ἐξαντλήσουµε τό θέµα, ἀλλά γιά νά δώσουµε ἕνα χα­ ρακτηριστικό παράδειγµα. Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται σέ καλό «οἰκονόµο» τοῦ φυσικοῦ κόσµου, ὅταν τόν µεταχειρίζεται ὡς «πράγµα», δηλαδή, ὡς πεπραγµένο ἑνός προσωπικοῦ δηµιουργοῦ, µέ τόν Ὁποῖο συνδέεται µέ σχέσεις ἀ­ γάπης καί ὄχι ὡς «χρῆµα», δηλαδή, ὡς χρηστικό ἀντικείµενο, ἡ ἀξία τοῦ ὁποίου ἐ­ ξαντλεῖται στήν ἐγωιστική καί ἀτοµοκεντρική του ἐκµετάλλευση. Στό ἐν λόγῳ ἔργο αὐτή ἡ θεολογική θέση ἀναπτύσσεται παραστατικά µέ τό ἑξῆς πραγµατικά ἐπιτυ­ χηµένο παράδειγµα: Ἄν κάποιος ἄνθρωπος γράφει χρησιµοποιώντας ἕνα στυλό πού τό ἀγόρασε ἀπό ἕνα βιβλιοπωλεῖο, µόνο καί µόνο γιά νά ἐξυπηρετήσει τήν ἐργασία τῆς συγγραφῆς, τότε µέ µεγάλη εὐκολία πετᾶ τό στυλό του, ὅταν αὐτό γιά ὁ­ ποιοδήποτε λόγο χαλάει καί, στή συνέχεια, τό ἀντικαθιστᾶ µέ ἕνα ἄλλο, χωρίς νά ἔχει αὐτή ἡ ἀντικατάσταση κάποια ὑπαρξιακή διάσταση. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖ τό στυλό του, ὡς «χρῆµα», δηλαδή ὡς ἕνα χρηστικό ἀντι­ κείµενο, ἡ «ἀξία» τοῦ ὁποίου ἐξαντλεῖται στήν παροχή µίας πρακτικῆς καί ἀντικειµενικά µετρήσιµης «ὠφέλειας». Ἄν, ὅµως, τό στυλό πού χρησιµοποιεῖ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος εἶναι «δῶρο» ἤ «ἐνθύµιο» ἑνός ἀγαπηµένου προσώπου, τότε ἡ ἀπώλειά του δέν ἀξιολογεῖται µέ βάση τή χρηστική του ἀξία, ἀλλά µέ βάση τό µέγεθος τῆς ἀγά­ πης πού µᾶς συνδέει µέ τό πρόσωπο πού κάποτε µᾶς τό πρόσφερε. Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, ἡ ἀπώλεια τοῦ στυλό ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἀπώλειας ἑνός  χρηστικοῦ ἀντικειµένου καί ἀποκτᾶ ὑπαρξιακές διαστάσεις, ἀφοῦ συνεπάγεται ἀ­ ναπόφευκτα ὀδύνη, ἀνάλογη µέ τό µέγεθος τῆς ἀγάπης µας πρός τό πρόσωπο τοῦ δωρητῆ του (σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἴδιος ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖ τό στυλό του ὡς «πράγµα», δηλαδή, ὄχι ὡς ἕνα ἁπλό χρηστικό ἀντικείµενο, ἀλλά ὡς τήν «ὑλική» προέκταση ἑνός ἀγαπηµένου προσώπου). Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τή νεότερη διάκρι­ ση καταλήγουµε στό συµπέρασµα ὅτι: ἡ πραγµατική αἰτία τῶν οἰκολογικῶν καί πε­ ριβαλλοντικῶν προβληµάτων βρίσκεται στό τρόπο µέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βιώνει τή σχέση του µέ τό φυσικό κόσµο. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος  ἀγνοεῖ ὅτι 1ον  δέν  εἶναι «κύριος», ἀλλά  «οἰκονόµος» τοῦ κόσµου, καί 2ον  ὅτι ἡ «ἐξουσία» του ἐπί  τοῦ κόσµου ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Θεοῦ καί, ταυτόχρονα, τήν ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του  πρός αὐτόν, ἀντιµετωπίζει τόν κόσµο ὡς «χρῆµα» καί ὄχι  ὡς «πράγµα», µέ τραγικό ἀποτέλεσµα τήν καταστροφή του. Ἄν, ὅµως, ὁ ἄνθρωπος ἀναγνώριζε τήν «κυριότητα» τοῦ Θεοῦ ἐπί  τοῦ κόσµου καί συνδεόταν µέ Αὐτόν µέ σχέσεις ἀγάπης, τότε, αὐτόµατα, θά ἄλλαζε καί ὁ τρόπος χρήσης τοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο καί αὐτή ἡ ἀλλαγή θά εἶχε ὡς συνέπεια τήν εἰρηνική ἐπίλυση τῶν σύγχρονων περιβαλλοντικῶν καί οἰκολογικῶν προβληµάτων.
Στό ἴδιο ἔργο ἡ θεολογική αὐτή προσέγγιση συνδυάζεται µέ µία νεότερη, ἀλλά ἀπόλυτα συµβατή µέ τήν πατερική διδασκαλία, θεώρηση τοῦ ὅρου: «ἄσκηση». Σύµφωνα µέ αὐτή, ἡ βαθύτερη ἔννοια τῆς χριστιανικῆς «ἄσκησης» (ἀσκητικότητα, ἀσκητικό ἦθος) ἀναφέρεται στόν ὀρθό τρόπο χρήσης τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, ἡ χριστιανική διδασκαλία θέτει ὡς ἀσφαλές «ὅριο» τῆς καλῆς «οἰκονοµίας» τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἀνάγκη του γιά ἐπιβίωση. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, µπορεῖ νά χρησιµοποιεῖ τό φυσικό κόσµο, µόνο µέχρι ἐκεῖνο τό «ὅριο» πού εἶναι πραγµατικά ἀναγκαῖο γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ἐπιβίωσης τοῦ βιολογικοῦ ὑποστρώµατος τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅταν, ὅµως, ὁ ἄνθρωπος, συνει­ δητά ἤ ἀσυνείδητα, ὑπερβαίνει αὐτό τό «ὅριο» (ὅταν, δηλαδή, τρώει, πίνει, ξοδεύει, σπαταλᾶ τόν ἐνεργειακό πλοῦτο τῆς γῆς, καί, γενικά, «καταναλώνει» περισσότερα ἀπό ὅσα πραγµατικά χρειάζεται γιά νά ἐπιβιώσει), καθίσταται «κακός οἰκονόµος» τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ἡ ἐπιστροφή µας σέ αὐτό τό «ἀσκητικό» ἦθος καί ὁ σεβασµός τοῦ βασικοῦ «ὁρίου», πού αὐτό θέτει ὡς πρός τή χρήση τοῦ κόσµου, ἀποτελεῖ, δυ­ στυχῶς, γιά τήν ἐποχή µας, ὄχι ἁπλῶς µία «ἠθική πρόταση», γιά τήν ὀρθότητα τῆς ὁποίας µποροῦν οἱ τυχόν ἐνδιαφερόµενοι νά συµφωνοῦν ἤ νά διαφωνοῦν, ἀλλά, κυριολεκτικά, θέµα ζωῆς καί θανάτου.

Θά µπορούσαµε, τέλος, νά προσθέσουµε στά ἀνωτέρω τήν ἑξῆς σηµαντική παρα­ τήρηση: στό Γέν. 1,31 ἀναγράφεται: «… καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν, καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωί, ἡµέρα ἕκτη…». (Παράφραση:«…καί ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε ὁ Θεός τό ἔργο τῆς δηµιουργίας Του, εἶδε γιά δεύτερη φο­ ρά τά δηµιουργήµατά Του, καί, ἀφοῦ τά ἔλεγξε γιά δεύτερη φορά, δέν βρῆκε σέ αὐ τά κανένα λάθος ἤ κάτι πού ἐπιδεχόταν βελτίωση, ἀλλά διαπίστωσε ὅτι ὅλα ἔγιναν τέλεια…»). Μέ αὐτή τή φράση ἡ Ἁγία Γραφή ἐπιβεβαιώνει τήν τελειότητα τῆς δηµιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ φράση, ὅµως, αὐτή ἀποκτᾶ ἐξαιρετική σηµασία στίς µέρες µας. Παρουσιάζοντας, δηλαδή, ἡ Ἁγία Γραφή τό Θεό νά ἐλέγχει γιά δεύτερη φορά τό δηµιουργικό Του ἔργο πρίν ἀπό τή ὁριστική του ὁλοκλήρωση, ὅπως, ἀκριβῶς, ὁ µαθητής ρίχνει µία τελευταία µατιά στό γραπτό του πρίν τό παραδώσει στόν καθηγητή, θέλει νά µᾶς διδάξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καί νά ψάξει µέσα σέ αὐτό, δέν µπο­ ρεῖ νά βρεῖ κανένα «λάθος» ἤ «ἀτέλεια», γιατί µία τέτοια «ἀνακάλυψη» προϋποθέ­ τει τό ἐνδεχόµενο, νά ἀποδειχθεῖ σοφότερος ἀπό τό Θεό (πράγµα ἄτοπο). Συνεπῶς, γιά τή χριστιανική κοσµολογία οἱ  γενετικές παρεµβάσεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης (γενετική) στά δηµιουργήµατα τοῦ Θεοῦ (µεταλλαγµένα ζῶα καί τρό­ φιµα) εἶναι ἠθικά ἀπαράδεκτες καί καταδικάζονται ὡς τό  ὕψιστο σηµεῖο «ὕ­ βρεως» στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀφοῦ πίσω ἀπό αὐτές κρύβεται ἡ ἀµφισβήτη­ ση τῆς τελειότητας τοῦ δηµιουργικοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ καί ἡ πίστη ὅτι  ὁ κτιστός ἄνθρωπος µπορεῖ νά βρεῖ  καί νά διορθώσει τίς, τυχόν, «ἀτέλειες» τῆς δηµιουρ­ γίας ἤ νά βελτιώσει τίς,  τυχόν,  «ἀδυναµίες» της, ἐπεµβαίνοντας,  κυρίως,  στό γονιδίωµα τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν.

4. Οἱ  συνέπειες τῆς «πτ ώσης» στίς σχέσεις Θεοῦ­ἀνθρώπου καί ἄνδρα­γυναίκας περιγράφονται περιληπτικά στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Γέν. 3,16­19). Οἱ Πατέρες ἀναπτύσσουν ἐκτενῶς τή σχετική διδασκαλία τῆς Γραφῆς ὡς ἑξῆς:

Α) ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ­ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Ἡ βασική συνέπεια τῆς «πτώσης» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας του µέ τό Θεό, τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὀνοµάζουν «πνευµατικό θάνατο». Ἀναλυτικότερα, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀθάνα­ τος καί εὐτυχισµένος. Δηµιουργήθηκε, ὅµως, ἀπό τό Θεό ἀθάνατος καί εὐτυχισµέ­ νος, γιατί τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἐξασφάλιζε τή δυνατότητα µετοχῆς στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (2η ἑρµηνεία), χάρη στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσοικειωνόταν τήν ἀθανα­ σία καί τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ καί µέ αὐτό τόν τρόπο γινόταν «ὅµοιος» µέ Αὐτόν, ἔ­ φτανε, δηλαδή, στό «καθ’ ὁµοίωσιν». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος λάµβανε ὡς «δωρεά» ἀπό τό Θεό τήν ἀθανασία καί τήν εὐτυχία. Μέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό διακόπηκε καί ἔτσι µπῆκε µέσα στή ζωή µας, ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς διακοπῆς, ὁ «πνευµατικός θάνατος». Γιά νά ἐπανέλθουµε στίς ἤδη γνω­ στές παραστατικές εἰκόνες, θά µπορούσαµε νά ποῦµε: α) ὅτι µέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ «καθρέφτης» (ἔσοπτρον) τοῦ «κατ’ εἰκόνα» µουντζουρώθηκε καί ἐξ αἰτί­ας αὐτοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἠµαυθρώθη», δηλαδή, «σκοτεινίασε» καί ἀδυνατεῖ, πλέον, νά ἀντανακλᾶ τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, καί β) ὅτι µέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα οἱ «νοεροί ὀφθαλµοί» τῆς ἀνθρώπινης φύσης τυφλώθηκαν καί γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἄνθρωπος µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα βλέπει µόνο µέ τά µάτια τοῦ σώµατος τό φυσικό κόσµο, ἐνῶ ἀδυνατεῖ νά δεῖ µέ τά πνευµατικά µάτια τῆς ψυ­ χῆς τοῦ τό Θεό. Ἡ ἀδυναµία τοῦ ἀνθ ρώπου νά µετέχει στό «Θεῖον Εἶναι», στήν ὕπαρξη, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, ὀνοµάζεται, ὅπως ἤδη εἴπαµε, «πνευµατικός θάνα­τος» καί, στήν πραγµατικότητα, ἡ ἀδυναµία αὐτή ἀποτελεῖ τή µοναδική συνέ­ πεια τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀφοῦ ὅλες οἱ  ἄλλες συνέπειες, κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, πηγάζουν ἀπό αὐτή τή συνέπεια καί ἀποτελοῦν, τρόπον τινά, ἁπλές ἀντανακλάσεις αὐτῆς τῆς µίας καί µοναδικῆς συνέπειας.
Ἐπειδή, λοιπόν, µπῆκε στή ζωή µας ὁ «πνευµατικός θάνατος», ἀκολούθησαν, ὡς ὑπαρξιακές ἐκδηλώσεις τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», καί ὅλες οἱ ἄλλες µορφές τοῦ
«κακοῦ». Μέ τό θεολογικό ὅρο «κακό» ἐννοοῦµε ὁτιδήποτε µᾶς προξενεῖ πόνο στήν ψυχή καί τό σῶµα καί κάνει τή ζωή µᾶς δυστυχισµένη. Ὅλοι ἔχουµε ἐµπειρία τῆς παρουσίας τοῦ «κακοῦ» στή ζωή µας. Θά συναντήσουµε τό «κακό»: α) µέσα στόν ἑ­ αυτό µας (π.χ. ἀσθένεια ψυχική καί σωµατική, γηρατειά, σωµατικός θάνατος, πάθη  καί ἀδυναµίες κτλ.), β) µέσα στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες (π.χ. πόλεµος, κοινωνική ἀδικία, ἐκµετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο κτλ). Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες ὀνοµάζεται, συνήθως, «κοινωνικό κακό» καί γ) µέσα στό φυσικό περιβάλλον (π.χ. σεισµοί, πυρκαγιές, πληµµύρες καί, γενικά, οἱ λεγόµενες φυσικές καταστροφές). Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» στό φυσικό περιβάλ­ λον ὀνοµάζεται, συνήθως, «φυσικό κακό». Ὅσον ἀφορᾶ τήν προέλευσή του, τό «κα­ κό» δέν εἶναι δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει, δηλαδή, πραγµατική ὕπαρξη, εἶναι «µή ὄν», καί ὁ Θεός δέν εὐθύνεται γιά αὐτό. Τό «κακό» ὑπάρχει µόνο ὡς ἡ διακοπή τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό, δηλαδή, ὡς ἡ ἀπουσία τοῦ «καλοῦ». Τό «κακό» εἶναι, γιά τήν ἀκρίβεια, αὐτό πού ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι βιώνουµε ὡς ἀπουσία τοῦ «κα­ λοῦ», ὡς διακοπή τῆς κοινωνίας µας µέ τό Θεό. Ἡ διακοπή τῆς σχέσης προέρχεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού ὡς «αὐτεξούσιος» θέλησε νά γίνει «θεός» χωρίς τό Θεό. Συ­ νεπῶς, τό «κακό» ὑπάρχει στή ζωή µας ὄχι ὡς δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς ἡ συνέπεια τῆς διακοπῆς τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ  τό  Θεό,  ὡς ὁ «πικρός καρπός» τῆς κακῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας µας.

Θά µπορούσαµε, συνεπῶς, νά ἀπαριθµήσουµε περιληπτικά τίς εὐρύτερες συνέπειες τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου» (εἴσοδος τοῦ «κακοῦ» στή ζωή µας) ὡς ἑξῆς:

α) Μπῆκε στή ζωή µας ἡ «ἄγνοια» τοῦ Θεοῦ καί ἐξ αἰτίας τῆς γεννήθηκε ἡ εἰδωλολατρία καί οἱ διάφορες θρησκεῖες. Ἐπειδή µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά «ἀντανακλάσει» τό Ἄκτιστος Φῶς τῆς θεότητας ἤ νά «δεῖ» µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τό Θεό, ἄρχισε νά «συνθέτει» τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ µέ τή δύναµη τῆς φαντασίας του ἤ µέ τή διανοητική δύναµη τοῦ µυαλοῦ του. Αὐτή ἡ προσπάθεια ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο στή δηµιουργία τῶν πρωτόγονων εἰδωλο­
λατρικῶν θρησκειῶν καί, ἀργότερα, ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τοῦ κόσµου.

β) Μπῆκε στή ζωή µας τό  λεγόµενο «κοινωνικό κακό», ἡ σύγκρουση, δηλα­ δή,  τοῦ ἀνθρώπου µέ τό  συνάνθρωπό του. Μετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων δέν κυριαρχεῖ πλέον ἡ ἀγάπη, ἀλλά ὁ ἐγωισµός καί τό ἀτο­µικιστικό συµφέρον, πού ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ συγκρούσεις καί ἐπιφέρουν ὅλες τίς µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ» (πόλεµος, ἀδικία, ἐκµετάλλευση). Σηµειωτέον, τέλος, ὅτι ὅλες οἱ µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ» ὀφείλονται στόν «κατακερ­µατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης (βλ. κατωτέρω)

γ)  Μπῆκε στή ζωή µας τό  λεγόµενο «φυσικό κακό», ἡ σύγκρουση, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου µέ  τίς δυνάµεις τῆς φύσης. Μετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα τά ζῶα καί οἱ δυνάµεις τῆς φύσης γίνονται ἐπιθετικές πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν τόν ἀ­ ναγνωρίζουν, πλέον, ὡς «κύριό» τους, δέν ὑποτάσσονται σέ αὐτόν, ὅπως συνέβαινε πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, καί ἀπειλοῦν τή ζωή καί τήν ὕπαρξή του.

δ) Μπῆκε στή ζωή µας ὁ κόπος καί ὁ µόχθος τῆς ἐργασίας. Πρίν ἀπό τό πρoπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος «ἐργαζόταν», ἀλλά χωρίς κόπο καί µόχθο. Αὐτά µπῆκαν στή ζωή µας ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος.

ε) Μπῆκε στή ζωή µας ὁ σωµατικός θάνατος, τά γηρατειά, οἱ ψυχικές καί σωµατικές ἀσθένειες, ὁ  ψυχικός καί σωµατικός πόνος.  Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα µας εἶναι αὐτή πού, κυρίως καί κατ΄ ἐξοχήν, µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα καθιστά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γεµάτη ἀπό πόνο καί δυστυχία.

Β) ΣΧΕΣΗ ΑΝΔΡΑ­ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Ἡ σχέση ἄνδρα­γυναίκας µετά ἀπό τό προπατο­ ρικό ἁµάρτηµα περιγράφεται στό Γέν. 3,16 («…Καί τῇ γυναικί εἶπεν…καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει…». Παράφραση: «…Καί στή γυναίκα εἶπε ὁ Θεός…καί ἐσύ θά ζεῖς ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ὑποταγµένη στόν ἄν­ δρα σου καί αὐτός θά σέ ἐξουσιάζει….»). Μέ τή φράση αὐτή περιγράφεται συνοπτι­ κά µέσα στή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ εἴσοδος τοῦ λεγόµενου «κοινωνικοῦ κα­ κοῦ» στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ σχέση ἄνδρα­γυναίκας ἀποτελεῖ
µία περιληπτική ἀναφορά στήν εἴσοδό του «κοινωνικοῦ κακοῦ» στή ζωή µας, πρέπει νά ἐντάξουµε τή µελέτη τοῦ ὅλου ζητήµατος µέσα στά εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἑρµηνείας τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ».

Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν Πατέρων στηρίζεται στήν 3η ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκό­ να» καί, σέ γενικές γραµµές, ἔχει ὡς ἑξῆς: Εἴδαµε ἤδη ὅτι, µέ βάση αὐτή τήν ἑρµη­ νεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», ἡ ἀνθρώπινη φύση «εἰκονίζει» τή Θεία Φύση, γιατί «ἀντι­ γράφει» τή δοµή τῆς ὕπαρξής Της: Τρισυπόστατη καί Ὁµοούσια ἡ Θεία Φύση ­ µυρι­ υπόστατη καί ὁµοούσια ἡ ἀνθρώπινη φύση. Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τήν ἑρµηνευτι­ κή προσέγγιση, ὁ ἄνθρωπος θά ἔφτανε στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ὅταν ὅλα τά ἀνθρώπι­ να πρόσωπα θά ἑνώνονταν µεταξύ τους µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καί µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὥστε νά ἀποκτή­ σουν ἑνότητα τοῦ θελήµατός τους. Πιό ἁπλά, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τό νά συνδεθοῦν ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυ­ της ἀγάπης, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, νά ἔχουν, δηλα­ δή, ἕνα θέληµα, ὅπως συµβαίνει µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Μέ τό  προπατορικό ἁµάρτηµα, ὅµως, ἡ ἀνθρώπινη φύση «κατακερµατίστηκε» («κοµµατιάστηκε»). Αὐτό σηµαίνει, ὅτι µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρω­ πος ὑπάρχει, πλέον, ὡς «ἄτοµο» καί ὄχι ὡς «πρόσωπο». Βιώνει, δηλαδή, ἀτοµικά τήν εὐτυχία ἤ τή δυστυχία του, ἐνῶ ἡ εὐτυχία ἤ ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τόν ἀφήνει ὑπαρξιακά ἀδιάφορο. Θά µπορούσαµε, ἴσως, νά κατανοήσουµε καλύτε­ ρα τή σχετική διδασκαλία τῶν Πατέρων µέσα ἀπό ἕνα παραστατικό παράδειγµα: Κάποιος ἄνθρωπος πληροφορεῖται ὅτι ἔγινε ἕνα θανατηφόρο τροχαῖο ἀτύχηµα. Δύ­ ο ἄνθρωποι πέθαναν, ἐνῶ ἐπέστρεφαν στό σπίτι τους µετά ἀπό τήν ἐργασία τους. Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ πατέρας του καί ὁ ἄλλος ἕνας ἄγνωστος συνάδελφός του. Ὁ ἄνθρωπος πού πληροφορεῖται τό γεγονός ἀντιδρᾶ τελείως διαφορετικά στήν εἴδηση τοῦ θανάτου τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώπων. Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του τόν γεµίζει µέ ἀνείπωτη ὀδύνη καί θλίψη, ἐνῶ ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ἄγνω­ στου συναδέλφου τοῦ πατέρα του ἐξαντλεῖ στήν καλύτερη περίπτωση τή λύπη του στά ὅρια µιᾶς τυπικῆς συµπάθειας. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ ἄνθρωπος αὐτός λει­ τουργεῖ ὡς «πρόσωπο». Συµµετέχει, δηλαδή, ὑπαρξιακά στό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του καί βιώνει τήν ὀδύνη του σάν προσωπική του ὀδύνη. Στήν δεύτερη, ὄµως, περίπτωση λειτουργεῖ ὡς «ἄτοµο». Δέν συµµετέχει, δηλαδή, ὑπαρξιακά στό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ συναδέλφου τοῦ πατέρα του καί δέν βιώνει τήν ὀδύνη του σάν προσωπική του ὀδύνη. Σύµφωνα, λοιπόν, µ έ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος αὐτός θά ἔπρεπε νά βιώσει τό θάνατο καί τῶν δύο ἐκείνων ἀνθρώ­πων ὡς «πρόσωπο». Νά νοιώθει, δηλαδή, γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ὅλο τόν Ἀδάµ, τήν ὀδύνη καί τή θλίψη, πού ἐνοίωσε γιά τό θάνατο τοῦ πατέρα του.

Τό  γεγονός ὅτι δέν  συµβαίνει ἔτσι, ὀφείλεται στόν «κατακερµατισµό»  τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στήν ἀδυναµίας µας, δηλαδή, νά ὑπάρξουµε ὡς «πρόσωπα» µετά ἀπό τήν «πτώση»µας.

Ἄν θέλαµε νά ἐµβαθύνουµε, θά µπορούσαµε νά προσθέσουµε καί τά ἑξῆς σηµαντικά: Μετά τήν «πτώση», ἀκόµη καί στίς περιπτώσεις πού ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νά ὑπάρχει ὡς «πρόσωπο» (ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, πού πληρο­ φορήθηκε τό θάνατο τοῦ πατέρα του), αὐτό πού πραγµατικά ἀγαπᾶµε δέν εἶναι τό ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά ἡ σχέση πού τό συνδέει µαζί µας καί, σέ τελική ἀ­ νάλυση, µέσα ἀπό αὐτή τή σχέση ἀγαπᾶµε καί πάλι µόνο τόν ἑαυτό µας. Συνεπῶς, ἀκόµη καί σέ αὐτή τήν περίπτωση δέν βιώνουµε τήν ἀληθινή «προσωπική» ὕπαρξη, ἀλλά µόνο µία στρεβλή ἐκδοχή της, µία ἐγωιστική ἀγάπη, µία ἀγάπη ἐγκλωβισµέ­ νη µέσα στά στενά ὅρια τῆς «ἀτοµικῆς» ὕπαρξης. Γιά παράδειγµα, ἡ µητέρα δέν ἀ­ γαπάει τό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά τή σχέση πού τή συνδέει µαζί του. Δέν ἀ­ γαπάει, δηλαδή, τό παιδί της γιατί εἶναι αὐτό πού εἶναι, ἀλλά γιατί εἶναι τό «δικό» της παιδί. Κατά ἀντίστροφη ἔννοια, τά ἄλλα παιδιά δέν µπορεῖ νά τά ἀγαπήσει µέ τόν ἴδιο τρόπο, ὄχι γιατί ὡς πρόσωπα δέν ἀξίζουν αὐτή τήν ἀγάπη, ἀλλά µόνο καί
µόνο γιατί δέν εἶναι «δικά» της παιδιά.

Κατά τούς Πατέρες, τό ἀσφαλές γνώρισµα τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, πού ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει µέ τίς δικές του δυνάµεις, ἀλλά δίνεται ἀπό τό  Θεό  ὡς «δωρεά» στούς «ἀξίους» διά τῆς «θεώσεως», δηλαδή, ὡς ἡ προσοικείωση τῆς φυσικῆς ἰδιότητας τῆς ἀγάπης εἶναι: 1ον ὅτι ἀγκαλιάζει ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ὅλο τόν Ἀδάµ, καί ὄχι µόνο αὐτά πού συνδέονται
µαζί µας µέ ὁποιαδήποτε προσωπική σχέση, καί 2ον  ὅτι  ἐπεκτείνεται ὁπωσδήποτε καί στούς «ἐχθρούς» (ἀγκαλιάζει,  δηλαδή, καί τά ἀνθρώπινα πρόσωπα πού µᾶς µισοῦν, µᾶς βλάπτουν, µᾶς θλίβουν, µᾶς ἀδικοῦν κτλ). Οἱ ἅγιοι σπλα­ χνίζονται ἀκόµη καί τούς δαίµονες καί προσεύχονται γιά τή σωτηρία τους, πα­ ρότι ξέρουν ὅτι,  τελικά, κανείς ἀπό αὐτούς δέν θά µετανοήσει καί δέν  θά σωθεῖ. Μέ βάση, λοιπόν, τά ἀνωτέρω µποροῦµε νά καταλήξουµε στό ἑξῆς συµπέρασµα:
Ἐνῶ πρίν τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα ὑπῆρχαν ὡς «πρόσωπα», συνδέονταν, δηλαδή, µέ σχέσεις ἀληθινῆς ἀγάπης, πού, ναί µέν δέν ἦταν ἐξ ἀρχῆς τέλειες καί ἀπόλυτες, ἀλλά θά γίνονταν –ἄν ἔκαναν σωστή χρήση τῆς ἐλευ­θερίας τους–  µέ κάποιο τρόπο τέλειες καί ἀπόλυτες, µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα καί τόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ µία ἀπό τίς ἀντανακλάσεις τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», ὑπάρχουν ὡς «ἄτοµα», µέ ἀ­ ποτέλεσµα νά κυριαρχοῦν στίς σχέσεις τούς ὁ ἐγωισµός καί τό ἀτοµικιστικό συµφέ­ ρον, πού, µέ τή σειρά τους, εὐθύνονται γιά ὅλες τίς «συγκρούσεις» µεταξύ τῶν ἀν­ θρώπων καί, κατά λογική συνέπεια, γιά ὅλες τίς µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ».


5. Τό ζήτηµα τῆς ἑρµηνείας τῶν βιβλικῶν δεδοµένων πού σχετίζονται µέ τή δηµιουργία καί τήν «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει, σέ πολύ µεγάλο βαθµό, ἤδη, παρουσιαστεῖ µέ περιληπτικό τρόπο στίς προηγούµενες ἑνότητες τῆς ἐργασίας µας. Αὐτή, ἐξάλλου, ἡ ἑρµηνεία εἶναι καί ὁ ἑνοποιός σύνδεσµος ὄλων τῶν ἐπιµέρους ἐρωτηµάτων της. Θά ὁλοκληρώσουµε , λοιπόν, τό  ἔργο µας κάνοντας µία τρόπον τινά ἀνακεφαλαίωση τῶν ὅσων εἴδαµε µέχρι τώρα.

Ἡ ἑρµηνεία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στηρίζεται, κατά βάση, στό Γέν. 1,26 καί στίς τρεῖς βασικές ἑρµηνεῖες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἔννοια τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί τοῦ «κάθ΄ ὁµοίωσιν» (βλπ. ἀνωτέρω, σελ. 2­5). Σύµφωνα µέ αὐτές:

α) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἔλαβε ἀπό Αὐτόν κατά τή δηµιουργία του µοναδικά χαρίσµατα πού «ἀντιγράφουν» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Εἴδαµε, ὅτι ἀνάµεσα σέ ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα δεσπόζουν, ὡς πρός τήν ἀξία, τό λογικό καί ἡ ἐλευθε­ ρία (ἠθική ἐλευθερία), ἐνῶ στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο γίνεται εἰ­ δική ἀναφορά καί σέ ἕνα τρίτο χάρισµα, τό «ἄρχειν» (ἤ κυριεύειν, ἤ ἐξουσιάζειν), δυνάµει τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος κατέστη «οἰκονόµος» τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ. Μέ βά­ ση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτά­ νει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν» ὅταν χρησιµοποιεῖ ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα ὡς «ἀγάπη», ἐ­ πιλέγοντας, δηλαδή, µέ τό «λογικό» καί πράττοντας µέ τήν «ἐλευθερία» τό «καλό», τό «ἀγαθό». Μέ τή σωστή χρήση τῶν δώρων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό, ὁ Ὁποῖος, κατά τή µαρτυρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, «…ἀγάπη ἐστι…» (Α΄ Ἰωάν. 4,16). Δέν πρέπει, ὅµως, νά ξεχνᾶµε ὅτι ἡ «ἀγάπη» τοῦ Θεοῦ δέν ἐκ­ φράζεται µέ «ἠθική ἐλευθερία», ὅπως στήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, ὅπου ἔχουµε πρόταξη τῆς οὐσίας ἔναντι του προσώπου καί, κατ΄ ἐπέκταση, ἀνελεύθερη ὕπαρξη, ἀλλά µέ «ὀντολογική ἐλευθερία», ἡ ὁποία στηρίζεται στήν πρόταξη τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ­Πατρός ἔναντι της Θείας Φύσης, ἐκφράζεται µέ τόν αὐτοπροσδιορισµό τοῦ Ὄντος καί, κατ΄ ἐπέκταση, συνεπάγεται τήν ἀληθινή ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης. Οἱ Πατέρες, µάλιστα, ὅταν χρησιµοποιοῦν αὐτό τό ἑρµηνευτικό σχῆµα, τονίζουν ὅτι κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο φτάνει στήν πραγµατοποίηση τοῦ «καθ’ ὁµοίωσιν» σέ διαφορετικό ποσοστό ἀπό τά ἄλλα, ἀνάλογα µέ τό κατά πόσο τό συγκεκριµένο ἀν­ θρώπινο πρόσωπο χρησιµοποίησε τά χαρίσµατα τοῦ «κατ΄ εἰκόνα» ὡς «ἀγάπη» ἤ ὄ­ χι. Μέ βάση αὐτή τήν παρατήρηση µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τά τελευ­ ταῖα λόγια του Χριστοῦ στή γνωστή σέ ὅλους µας παραβολή τοῦ σπορέως: «…ἄλλα δέ ἔπεσεν ἐπί τήν γῆν τήν καλήν καί ἐδίδου καρπόν, ὅ µέν ἑκατόν, ὅ δέ ἑξήκοντα, ὅ δέ τριάκοντα…» (Μτθ. 13,8).

β) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἔλαβε κατά τή δηµιουργία του τή δυνατό­ τητα νά «µετέχει» σε Αὐτόν, δηλαδή, νά «ἑνώνεται» µαζί Του, νά «κοινωνεῖ» µέ Αὐτόν καί νά προσοικειώνεται τίς φυσικές Του ἰδιότητες. Οἱ Πατέρες χρησιµοποιοῦν ἔντονα παραστατικές εἰκόνες γιά νά µᾶς περιγράψουν τήν προσοικείωση τῶν φυσι­ κῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅπως, π.χ. τήν εἰκόνα τοῦ «καθρέφτη» πού ἀντανακλᾶ τό φῶς τοῦ ἥλιου, τήν εἰκόνα τῶν «νοερῶν ὀφθαλµῶν» πού µετέ­ χουν στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, τήν εἰκόνα τοῦ πυρωµένου σίδερου πού προι­ κειώνεται τῆς φυσικές ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν» ὅταν «µε­ τέχει» στήν ἄκτιστη καί αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἑνώνεται, δηλαδή, πραγµατικά µέ τό Θεό, φτάνει στή «θέωση», ἔχει «κοινωνία» µέ τό Θεό, καί, ἐξ΄ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἕνωσης, προσοικειώνεται τίς φυσικές Του ἰδιότητες («µεταµορφώνεται») καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό («θεός κατά χάριν», «θεός κατά µέθεξιν», «θεός χρηµατίζει τῇ πρός τόν Θεόν ἐγγύτητι», «φῶς χρηµατίζει δεύτερον»). Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, πάντως, τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο φτάνει στό «κάθ΄ ὁµοίωσιν» σέ διαφορετικό ποσοστό ἀπό τά ἄλλα. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τά λόγια του εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: «…Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσµέν καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόµεθα. Οἴδαµεν δέ, ὅτι ἐάν φανερωθῆ, ὅ­µοιοι Αὐτῶ ἐσόµεθα, ὅτι ὀψόµεθα Αὐτόν καθώς ἐστι…» (Α΄ Ἰωάν. 3,2).

γ) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀντιγράφει τή δοµή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει, δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Ἁγία Τριάδα, ὡς κοι­ νωνία «ὁµοούσιων» προσώπων. Ἡ ἑρµηνεία αὐτή χρησιµοποιήθηκε στίς µέρες µας, κυρίως, ἀπό τόν γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ καί ἀναπτύχθηκε ἐκτενέστατα στά ἔργα του και κυρίως στά: «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» καί «Ὀψόµεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι». Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ὅταν συνδέεται µέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς συνανθρώπους του (µέ ὅλο τόν Ἀδάµ) µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγά­ πης, ὑπερβαίνοντας, ἔτσι, τόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τό «ἀ­ τοµικόν εἶναι», πού αὐτός, ὡς συνέπεια τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου» καί τῆς ἀποκο­ πῆς µας ἀπό τό Θεό, µᾶς ἐπέβαλλε, καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό, στήν αἰώνια ὕ­ παρξη τοῦ Ὁποίου ἡ τέλεια καί ἀπόλυτη ἀγάπη εἶναι αὐτή πού συνδέει τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση, ὅπως ἤ­ δη ἀναφέραµε, µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τόσο τό νόηµα τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη: «… Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν…» (πρβλ. Λουκ. 10,27), ὅσο καί τό σχόλιο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀνεκτίµητη ἀξία τῆς συγκεκριµένης ἐντολῆς στήν Και­ νή Διαθήκη: «…ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόµος καί οἱ προφῆται κρέµανται…». (βλπ. Μτθ. 22,34­40). Ὁ γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τέλος, τονίζει ἰδιαί­τερα ὅτι «τό ὑποστατικόν εἶναι», ἡ ἱκανότητα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπάρχει ὡς «πρόσωπο», τοῦ δόθηκε ἀπό τό Θεό, µέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο τοῦ «κατ’ εἰκόνα», «δυνάµει», ὡς ἀνενεργής, δηλαδή, δυνατότητα, ἐνῶ ὁ πραγµατικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι, µέσα ἀπό τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Χριστό­Θεό («θέωση»), αὐτή ἡ δυνατότητα νά «ἐνεργοποιηθεῖ», νά γίνει, δηλαδή, πραγµατικότητα, ὥ­ στε νά ὑπάρξει «ἐνεργείᾳ», πράγµα πού γίνεται στή ζωή τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι προ­ σεύχονται µέ ἀπερίγραπτη ὀδύνη γιά τή σωτηρία ὅλου τό ἀνθρώπινου γένους.

ΤΕΛΟΣ  ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ

Μπερκουτάκης Μιχαήλ Θεολόγος – ἐκπαιδευτικός Πύργος Ἠλείας, 26/12/2011

Υ.Γ. Τό  ἀνωτέρω κείµενο ἀποτελεῖ µία µικρή συµβολή στόν ἀγώνα γιά τή βαθύτερη κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί ἀποσκοπεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς πνευµατικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ λαοῦ µας. Οἱ θεολογικές του θέσεις ἀπηχοῦν µόνο τίς προσωπικές ἀπόψεις τοῦ συντάκτη του καί δέν ἔχουν λάβει καµία ἐπίσηµη ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση. Παρακαλοῦνται οἱ φίλοι ἀναγνῶστες νά δεχθοῦν µέσα ἀπό αὐτό, ὡς «φιλάδελφον προσφοράν», ὅ,τι ἀποτελεῖ γνήσια ἔκφραση τῆς Θεολογίας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, καί τῶν Ἁγίων, καί νά δικαιολογήσουν τά τυχόν λάθη καί τίς ἐλλείψεις του.


Επιτρεπεται η ηλεκτρονικη και εντυπη αναπαραγωγη του κειμενου, με την  προϋποθεση οτι: α) θα διατιθεται στους ενδιαφερομενους δωρεαν και β) θα αναγραφεται ως πηγη προελευσης του η ιστοσελιδα
«ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ» (http://www.egolpion.com/)

μεταφορά από...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...