Τοῦ ἁγίου Δημητρίου
26 Ὀκτωβρίου
26 Ὀκτωβρίου
H ΑΓΙΟΤΗΣ
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ λάμπει στὸν πνευματικὸ οὐρανό της σὰν ἄστρο πρώτου μεγέθους. Λάμπει μὲ τὴ ζωή του τὴν ἁγία, μὲ τὴ διδασκαλία του τὴ φωτεινή, μὲ τὰ θαύματά του τὰ μεγάλα, μὲ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Εἶνε ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ ποῦμε γιὰ τὸν βίο του, ἂς δοῦμε γενικῶς τί εἶνε ἅγιος.
* * *
Ἅγιος, στὴν ὡραία ἀρχαία ἑλληνική μας γλῶσσα, σημαίνει καθαρός.
Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὴν καθαριότητα, διότι πλάστηκε καθαρὸς καὶ γιὰ τὸ καθαρό. Γι᾽ αὐτὸ τὰ θέλει ὅλα καθαρά. Τὸ γάλα ἁγνό, παστεριωμένο. Τὸ κρασὶ ἄμεικτο, ὄχι νερωμένο. Τὸ φαγητὸ ἀνέπαφο, ὑγιεινό. Τὸ σπίτι νὰ λάμπῃ. Τὰ ἔπιπλα νὰ ἀστράφτουν. Τὸ κορμί του πλυμένο, τὸ κεφάλι του λουσμένο, τὰ χέρια του σαπουνισμένα. Γι᾽ αὐτὸ κάνει συχνὰ μπάνιο, κι ὅταν βγαίνῃ ἀπ᾽ τὸ λουτρὸ αἰσθάνεται εὐφορία.
Ἐνῷ ὅμως ὅλα τὰ θέλει καθαρά, ἕνα, τὸ πιὸ σπουδαῖο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τὸ ἀφήνει ἀκάθαρτο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ ψυχή του, αὐτὸ ποὺ μένει καὶ ἀθάνατο. Μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν ψυχή· «ὄζει» (Ἰωάν. 11,39).
Στὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς διήγημα. «Ἕνας ἀσκητὴς παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώσῃ πολλὰ μυστήρια. Καὶ βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλί του νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν, εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ ἐπήγαινεν, σμίγει μὲ ἕνα ἄγγελον, μὰ δὲν τὸν ἐγνώρισεν ὁ ἀσκητής· ἐνόμισε πὼς ἦτο ἄνθρωπος. Εἰς τὸν δρόμον ἀπαντοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο· ἔπιασεν ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει, ἀπαντοῦν ἕνα βόδι ψόφιο, ὅπου ἐβρώμα· πάλιν πιάνει ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει, ἀπαντοῦν ἕνα σκύλον ψόφιον· πιάνει ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του ὁ ἄγγελος τίποτε. Κοντὰ ὁποὺ ἤθελον νὰ φθάσουν εἰς τὴν χώραν, εὑρίσκουν μίαν κόρην πολὺ ὡραίαν, μὲ στολίδια καὶ φορέματα πολύτιμα. Τότε ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴν μύτην του. Βλέποντας ὁ ἀσκητὴς τοῦ λέγει· Τί εἶσαι σύ, ἄγγελος, ἄνθρωπος ἢ διάβολος; Ἀπαντήσαμεν τὸ ψόφιο ἄλογο ὁποὺ ἐβρωμοῦσε, δὲν ἔπιασες τὴ μύτη· ὁμοίως καὶ τὸ βόδι καὶ τὸν σκύλον, καὶ δὲν εἶδα νὰ πιάσῃς τὴν μύτη σου· καὶ τώρα, ὁποὺ ἀπαντήσαμε τέτοιαν ὡραίαν κόρην, ἔπιασες τὴν μύτη σου; Τότε φανερώνεται ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ λέγει, πὼς κανένα πρᾶγμα δὲν βρωμᾷ τοῦ Θεοῦ περισσότερον ὡσὰν τὴν ὑπερηφάνειαν. Καὶ λέγοντας τὸν λόγον ἔγινεν ἄφαντος ὁ ἄγγελος. Εὐθὺς ἐγύρισεν ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἔκλαιε διὰ τὰς ἁμαρτίας του παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴ τὸν ῥίψῃ εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ κολασθῇ» (ἡμ. βιβλ. σ. 305-6). Καὶ σήμερα γιὰ καλλυντικὰ ξοδεύονται τεράστια ποσά, γιὰ νὰ εὐωδιάζῃ τὸ σῶμα· ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει ἀκάθαρτη.
Τί θὰ πῇ λοιπὸν ἅγιος; Ὅπως καθαρίζεις τὸ σῶμα, ἔτσι νὰ καθαρίζῃς καὶ τὴν ψυχή, νὰ κάνῃς λουτρό, μπάνιο πνευματικό. «Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου», λέει ὁ Δαυΐδ, «καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. 50,4). Τὸ πρῶτο στοιχεῖο τῆς ἁγιότητος εἶνε νὰ συναισθανθῇς ὅτι εἶσαι ἀκάθαρτος – ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ πῇς· Θέλω νὰ καθαριστῶ, θέλω νὰ γίνω ἅγιος, ὅ,τι κι ἂν μοῦ στοιχίσῃ. Οἱ θνητοὶ εἴμαστε ὅλοι ἀκάθαρτοι. «Κανείς δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ ῥύπο, ἔστω κι ζήσῃ μόνο μία μέρα ἐπάνω στὴ γῆ» (Ἰὼβ 14,4-5). Ὁ μόνος καθαρός, ἀμόλυντος, ἀναμάρτητος, εἶνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ μόνο αὐτὸς διὰ τοῦ τιμίου του αἵματος μπορεῖ νὰ καθαρίσῃ καὶ ἐμᾶς. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7). Ἔτσι ἁγιάζεται ὁ ἁμαρτωλός. Ἅγιος δηλαδὴ δὲν εἶνε ὁ ἀναμάρτητος· ἅγιος εἶνε αὐτὸς ποὺ μετανοεῖ καὶ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ μὲ πίστι στὸ Χριστὸ ἀγωνίζεται νὰ νικήσῃ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα του.
Ἡ ἁγιότης δὲν περιορίζεται σὲ ὡρισμένο τόπο, σὲ ἕνα μοναστήρι ἢ ἀσκητήριο· εὐδοκιμεῖ παντοῦ. Μπορεῖ νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ νὰ κολαστῇς· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσα στὴν πιὸ διεφθαρμένη κοινωνία, καὶ νὰ ἁγιάσῃς. Δὲν εἶνε τόσο ὁ τόπος ποὺ σὲ ἁγιάζει· κυρίως εἶνε ὁ τρόπος καὶ ἡ πίστι στὸ Χριστό.
Οὔτε σὲ κάποιο ἐπάγγελμα περιορίζεται ἡ ἁγιότης. Ἅγιος δὲν γίνεται μόνο ὁ καλόγερος, ὁ παπᾶς, ὁ δεσπότης· ἅγιοι ἀναδεικνύονται σὲ ὅλα τὰ τίμια ἐπαγγέλματα. Καὶ ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.
Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὴν καθαριότητα, διότι πλάστηκε καθαρὸς καὶ γιὰ τὸ καθαρό. Γι᾽ αὐτὸ τὰ θέλει ὅλα καθαρά. Τὸ γάλα ἁγνό, παστεριωμένο. Τὸ κρασὶ ἄμεικτο, ὄχι νερωμένο. Τὸ φαγητὸ ἀνέπαφο, ὑγιεινό. Τὸ σπίτι νὰ λάμπῃ. Τὰ ἔπιπλα νὰ ἀστράφτουν. Τὸ κορμί του πλυμένο, τὸ κεφάλι του λουσμένο, τὰ χέρια του σαπουνισμένα. Γι᾽ αὐτὸ κάνει συχνὰ μπάνιο, κι ὅταν βγαίνῃ ἀπ᾽ τὸ λουτρὸ αἰσθάνεται εὐφορία.
Ἐνῷ ὅμως ὅλα τὰ θέλει καθαρά, ἕνα, τὸ πιὸ σπουδαῖο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τὸ ἀφήνει ἀκάθαρτο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ ψυχή του, αὐτὸ ποὺ μένει καὶ ἀθάνατο. Μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν ψυχή· «ὄζει» (Ἰωάν. 11,39).
Στὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς διήγημα. «Ἕνας ἀσκητὴς παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώσῃ πολλὰ μυστήρια. Καὶ βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλί του νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν, εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ ἐπήγαινεν, σμίγει μὲ ἕνα ἄγγελον, μὰ δὲν τὸν ἐγνώρισεν ὁ ἀσκητής· ἐνόμισε πὼς ἦτο ἄνθρωπος. Εἰς τὸν δρόμον ἀπαντοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο· ἔπιασεν ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει, ἀπαντοῦν ἕνα βόδι ψόφιο, ὅπου ἐβρώμα· πάλιν πιάνει ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει, ἀπαντοῦν ἕνα σκύλον ψόφιον· πιάνει ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του ὁ ἄγγελος τίποτε. Κοντὰ ὁποὺ ἤθελον νὰ φθάσουν εἰς τὴν χώραν, εὑρίσκουν μίαν κόρην πολὺ ὡραίαν, μὲ στολίδια καὶ φορέματα πολύτιμα. Τότε ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴν μύτην του. Βλέποντας ὁ ἀσκητὴς τοῦ λέγει· Τί εἶσαι σύ, ἄγγελος, ἄνθρωπος ἢ διάβολος; Ἀπαντήσαμεν τὸ ψόφιο ἄλογο ὁποὺ ἐβρωμοῦσε, δὲν ἔπιασες τὴ μύτη· ὁμοίως καὶ τὸ βόδι καὶ τὸν σκύλον, καὶ δὲν εἶδα νὰ πιάσῃς τὴν μύτη σου· καὶ τώρα, ὁποὺ ἀπαντήσαμε τέτοιαν ὡραίαν κόρην, ἔπιασες τὴν μύτη σου; Τότε φανερώνεται ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ λέγει, πὼς κανένα πρᾶγμα δὲν βρωμᾷ τοῦ Θεοῦ περισσότερον ὡσὰν τὴν ὑπερηφάνειαν. Καὶ λέγοντας τὸν λόγον ἔγινεν ἄφαντος ὁ ἄγγελος. Εὐθὺς ἐγύρισεν ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἔκλαιε διὰ τὰς ἁμαρτίας του παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴ τὸν ῥίψῃ εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ κολασθῇ» (ἡμ. βιβλ. σ. 305-6). Καὶ σήμερα γιὰ καλλυντικὰ ξοδεύονται τεράστια ποσά, γιὰ νὰ εὐωδιάζῃ τὸ σῶμα· ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει ἀκάθαρτη.
Τί θὰ πῇ λοιπὸν ἅγιος; Ὅπως καθαρίζεις τὸ σῶμα, ἔτσι νὰ καθαρίζῃς καὶ τὴν ψυχή, νὰ κάνῃς λουτρό, μπάνιο πνευματικό. «Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου», λέει ὁ Δαυΐδ, «καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. 50,4). Τὸ πρῶτο στοιχεῖο τῆς ἁγιότητος εἶνε νὰ συναισθανθῇς ὅτι εἶσαι ἀκάθαρτος – ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ πῇς· Θέλω νὰ καθαριστῶ, θέλω νὰ γίνω ἅγιος, ὅ,τι κι ἂν μοῦ στοιχίσῃ. Οἱ θνητοὶ εἴμαστε ὅλοι ἀκάθαρτοι. «Κανείς δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ ῥύπο, ἔστω κι ζήσῃ μόνο μία μέρα ἐπάνω στὴ γῆ» (Ἰὼβ 14,4-5). Ὁ μόνος καθαρός, ἀμόλυντος, ἀναμάρτητος, εἶνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ μόνο αὐτὸς διὰ τοῦ τιμίου του αἵματος μπορεῖ νὰ καθαρίσῃ καὶ ἐμᾶς. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7). Ἔτσι ἁγιάζεται ὁ ἁμαρτωλός. Ἅγιος δηλαδὴ δὲν εἶνε ὁ ἀναμάρτητος· ἅγιος εἶνε αὐτὸς ποὺ μετανοεῖ καὶ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ μὲ πίστι στὸ Χριστὸ ἀγωνίζεται νὰ νικήσῃ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα του.
Ἡ ἁγιότης δὲν περιορίζεται σὲ ὡρισμένο τόπο, σὲ ἕνα μοναστήρι ἢ ἀσκητήριο· εὐδοκιμεῖ παντοῦ. Μπορεῖ νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ νὰ κολαστῇς· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσα στὴν πιὸ διεφθαρμένη κοινωνία, καὶ νὰ ἁγιάσῃς. Δὲν εἶνε τόσο ὁ τόπος ποὺ σὲ ἁγιάζει· κυρίως εἶνε ὁ τρόπος καὶ ἡ πίστι στὸ Χριστό.
Οὔτε σὲ κάποιο ἐπάγγελμα περιορίζεται ἡ ἁγιότης. Ἅγιος δὲν γίνεται μόνο ὁ καλόγερος, ὁ παπᾶς, ὁ δεσπότης· ἅγιοι ἀναδεικνύονται σὲ ὅλα τὰ τίμια ἐπαγγέλματα. Καὶ ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.
* * *
Τί ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος; καλόγερος, διᾶκος, παπᾶς, πατριάρχης; Ὄχι. Μέσα στὸν κόσμο ἔζησε καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πλέον δυσμενεῖς συνθῆκες ἁγίασε. Ἁγίασε, διότι εἶχε ἀγάπη, πόθο μεγάλο καὶ πίστι στὸ Θεό.
Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ. Ἦταν νέος, ἀθλητικὸς στὸ παράστημα καὶ γενναῖος. Κατετάγη στὸ ῥωμαϊκὸ στρατὸ καὶ ἀνέβηκε τὴν στρατιωτικὴ ἱεραρχία· ἔφθασε νὰ γίνῃ μέχρι στρατηγὸς καὶ δούξ. Ἦταν τὸ καύχημα ὅλων γιὰ τὴν ἀνδρεία του.
Τὸ μεγάλο ὅμως μυστικὸ ποὺ ἔκρυβε στὴν καρδιά του εἶνε ὅτι, σὲ ἐποχὴ εἰδωλολατρική, αὐτὸς ἦταν Χριστιανός. Κήρυττε μάλιστα τὴν πίστι του καὶ κατηχοῦσε παιδιὰ καὶ νέους στὸ Χριστό. Ὁ Μαξιμιανὸς τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τοῦ εἶχε δώσει παράσημα. Ἀλλὰ κάποιοι φθονεροὶ πῆγαν καὶ εἶπαν· Βασιλιᾶ, αὐτὸν τιμᾷς; αὐτὸς εἶνε Χριστιανός. Τὸ νὰ εἶνε τότε κάποιος Χριστιανὸς ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Τὸν καλεῖ λοιπὸν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ τοῦ λέει· ―Θέλω νὰ μοῦ πῇς, εἶσαι Χριστιανός; Ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος Δημήτριος· ―Ναί, εἶμαι Χριστιανός.
Τώρα τὸ νὰ πῇς ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς δὲν στοιχίζει τίποτα· ὅλοι εἶνε Χριστιανοὶ στὴν ταυτότητα. Τότε σοῦ στοίχιζε τὸ κεφάλι! Καὶ θά ᾽ρθῃ πάλι ὥρα, ποὺ ὁ σατανᾶς θὰ κοσκινίσῃ τὸν κόσμο· καὶ θὰ εἶνε ζήτημα, ὅταν ἔρθῃ ἐκείνη ἡ ὥρα, μέσα ἀπὸ 25 – 30 χιλιάδες ἂν μείνουν 5 πιστοί! Δὲν ὑπάρχει σήμερα τὸ φρόνημα ἐκεῖνο τοῦ Μακρυγιάννη ποὺ ἔλεγε «Πεθαίνω γιὰ τὴν πίστι!». Σκάρτοι εἴμαστε. Συχωρέστε με ποὺ ἐκφράζομαι ἔτσι. Μιλῶ μ᾽ αὐτὴ τὴ σκληρὴ γλῶσσα, γιατὶ ξέρω τὴν κοινωνία.
―Ναί, εἶμαι Χριστιανός, εἶπε ὁ ἅγιος Δημήτριος. ―Θὰ σὲ καθαιρέσω, λέει ὁ αὐτοκράτωρ. ―Καθαίρεσέ με. Καὶ τοῦ ξηλώνουν τὰ γαλόνια, τὸν κάνουν ἁπλὸ στρατιώτη, καὶ τὸν ῥίχνουν δεμένο στὴ φυλακή.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα. Τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ νεαρὸς Χριστιανὸς Νέστωρ καὶ τοῦ ζήτησε τὴν εὐχή του, γιὰ νὰ μονομαχήσῃ μὲ τὸν εἰδωλολάτρη γίγαντα Λυαῖο, ποὺ προκαλοῦσε ἐπὶ ἡμέρες στὸ στάδιο τοὺς Χριστιανούς. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸν εὐλόγησε, τὸν εὐχήθηκε καὶ τοῦ εἶπε προφητικῶς· «Καὶ Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις». Καὶ πράγματι στὸ στάδιο, μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, φωνάζει «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!», ὁρμᾷ, ῥίχνει κάτω τὸν Λυαῖο καὶ τὸν φονεύει.
Αὐτὸ ἐξώργισε τὸν Μαξιμιανό. Δίνει διαταγὴ καὶ θανατώνουν μαρτυρικῶς τὸν Νέστορα καὶ κατόπιν τὸν Δημήτριο. Ἔτσι σήμερα ἑορτάζει ὁ διδάσκαλος, ὁ ἅγιος Δημήτριος, καὶ αὔριο ἑορτάζει ὁ μαθητής, ὁ ἅγιος Νέστωρ.
Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ. Ἦταν νέος, ἀθλητικὸς στὸ παράστημα καὶ γενναῖος. Κατετάγη στὸ ῥωμαϊκὸ στρατὸ καὶ ἀνέβηκε τὴν στρατιωτικὴ ἱεραρχία· ἔφθασε νὰ γίνῃ μέχρι στρατηγὸς καὶ δούξ. Ἦταν τὸ καύχημα ὅλων γιὰ τὴν ἀνδρεία του.
Τὸ μεγάλο ὅμως μυστικὸ ποὺ ἔκρυβε στὴν καρδιά του εἶνε ὅτι, σὲ ἐποχὴ εἰδωλολατρική, αὐτὸς ἦταν Χριστιανός. Κήρυττε μάλιστα τὴν πίστι του καὶ κατηχοῦσε παιδιὰ καὶ νέους στὸ Χριστό. Ὁ Μαξιμιανὸς τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τοῦ εἶχε δώσει παράσημα. Ἀλλὰ κάποιοι φθονεροὶ πῆγαν καὶ εἶπαν· Βασιλιᾶ, αὐτὸν τιμᾷς; αὐτὸς εἶνε Χριστιανός. Τὸ νὰ εἶνε τότε κάποιος Χριστιανὸς ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Τὸν καλεῖ λοιπὸν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ τοῦ λέει· ―Θέλω νὰ μοῦ πῇς, εἶσαι Χριστιανός; Ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος Δημήτριος· ―Ναί, εἶμαι Χριστιανός.
Τώρα τὸ νὰ πῇς ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς δὲν στοιχίζει τίποτα· ὅλοι εἶνε Χριστιανοὶ στὴν ταυτότητα. Τότε σοῦ στοίχιζε τὸ κεφάλι! Καὶ θά ᾽ρθῃ πάλι ὥρα, ποὺ ὁ σατανᾶς θὰ κοσκινίσῃ τὸν κόσμο· καὶ θὰ εἶνε ζήτημα, ὅταν ἔρθῃ ἐκείνη ἡ ὥρα, μέσα ἀπὸ 25 – 30 χιλιάδες ἂν μείνουν 5 πιστοί! Δὲν ὑπάρχει σήμερα τὸ φρόνημα ἐκεῖνο τοῦ Μακρυγιάννη ποὺ ἔλεγε «Πεθαίνω γιὰ τὴν πίστι!». Σκάρτοι εἴμαστε. Συχωρέστε με ποὺ ἐκφράζομαι ἔτσι. Μιλῶ μ᾽ αὐτὴ τὴ σκληρὴ γλῶσσα, γιατὶ ξέρω τὴν κοινωνία.
―Ναί, εἶμαι Χριστιανός, εἶπε ὁ ἅγιος Δημήτριος. ―Θὰ σὲ καθαιρέσω, λέει ὁ αὐτοκράτωρ. ―Καθαίρεσέ με. Καὶ τοῦ ξηλώνουν τὰ γαλόνια, τὸν κάνουν ἁπλὸ στρατιώτη, καὶ τὸν ῥίχνουν δεμένο στὴ φυλακή.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα. Τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ νεαρὸς Χριστιανὸς Νέστωρ καὶ τοῦ ζήτησε τὴν εὐχή του, γιὰ νὰ μονομαχήσῃ μὲ τὸν εἰδωλολάτρη γίγαντα Λυαῖο, ποὺ προκαλοῦσε ἐπὶ ἡμέρες στὸ στάδιο τοὺς Χριστιανούς. Ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸν εὐλόγησε, τὸν εὐχήθηκε καὶ τοῦ εἶπε προφητικῶς· «Καὶ Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις». Καὶ πράγματι στὸ στάδιο, μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, φωνάζει «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!», ὁρμᾷ, ῥίχνει κάτω τὸν Λυαῖο καὶ τὸν φονεύει.
Αὐτὸ ἐξώργισε τὸν Μαξιμιανό. Δίνει διαταγὴ καὶ θανατώνουν μαρτυρικῶς τὸν Νέστορα καὶ κατόπιν τὸν Δημήτριο. Ἔτσι σήμερα ἑορτάζει ὁ διδάσκαλος, ὁ ἅγιος Δημήτριος, καὶ αὔριο ἑορτάζει ὁ μαθητής, ὁ ἅγιος Νέστωρ.
* * *
Μερικοὶ λένε· Παραμύθια εἶν᾽ αὐτὰ γιὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Ἐμεῖς ὅμως λέμε, ὅτι οὔτε σήμερα λείπουν τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου. Καὶ στὶς μέρες μας ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε νέο θαῦμα.
Ἤμουν πέντε χρονῶν παιδὶ στὸ χωριό μου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 καὶ χτύπησαν οἱ καμπάνες. ―Μάνα, λέω, γιατί χτυπᾶνε σήμερα οἱ καμπάνες; Δακρυσμένη ἡ μητέρα μου λέει· ―Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ θαῦμα του. ―Ποιό θαῦμα; ―Πήραμε τὴ Θεσσαλονίκη τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα τῆς μνήμης του!… Τί ἦταν ἡ Τουρκία μὲ τὴν Ἑλλάδα; Ἕνας Λυαῖος μὲ ἕνα Νέστορα. Καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Λυαῖος νικήθηκε. Καὶ ὅταν μπήκανε μέσα στὴν πόλι τὰ στρατεύματά μας, ἐψάλη στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου δοξολογία καὶ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Νά τὸ θαῦμα.
Ὁ Χριστιανὸς ὅμως ἔχει πάντα ἕναν ἄλλο πόλεμο, πιὸ ἰσχυρό. Μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἄλλος «Λυαῖος», ποὺ πρέπει νὰ τὸν νικήσουμε. Εἶνε τὰ πάθη μας. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος νίκησε τοὺς Πέρσες, ἀλλὰ νικήθηκε ἀπὸ ἕνα πάθος. Καὶ ὁ καθένας μας κινδυνεύει ἀπὸ τὰ δικά του πάθη. Ἂν ἐξετάσετε θὰ βρῆτε αὐτὸν τὸν «Λυαῖο». Εἶνε ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ ἐκδίκησι, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία, ὅλα τὰ κακά. Ἐμπρός λοιπόν! Ἂν νικηθοῦν τὰ πάθη, αὐτὸ θὰ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ἡ πραγματικὴ «ἀλλαγὴ» ποὺ ζητοῦν πολλοί.
Ἀληθινὴ ἀλλαγὴ ἕνας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ φέρῃ· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Πλησίασέ τον, ἀγάπησέ τον, πίστεψέ τον, πέσε στὰ πόδια του, προσκύνησέ τον. Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ ἀξίζει νὰ λατρεύεται παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἤμουν πέντε χρονῶν παιδὶ στὸ χωριό μου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 καὶ χτύπησαν οἱ καμπάνες. ―Μάνα, λέω, γιατί χτυπᾶνε σήμερα οἱ καμπάνες; Δακρυσμένη ἡ μητέρα μου λέει· ―Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ θαῦμα του. ―Ποιό θαῦμα; ―Πήραμε τὴ Θεσσαλονίκη τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα τῆς μνήμης του!… Τί ἦταν ἡ Τουρκία μὲ τὴν Ἑλλάδα; Ἕνας Λυαῖος μὲ ἕνα Νέστορα. Καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Λυαῖος νικήθηκε. Καὶ ὅταν μπήκανε μέσα στὴν πόλι τὰ στρατεύματά μας, ἐψάλη στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου δοξολογία καὶ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Νά τὸ θαῦμα.
Ὁ Χριστιανὸς ὅμως ἔχει πάντα ἕναν ἄλλο πόλεμο, πιὸ ἰσχυρό. Μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἄλλος «Λυαῖος», ποὺ πρέπει νὰ τὸν νικήσουμε. Εἶνε τὰ πάθη μας. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος νίκησε τοὺς Πέρσες, ἀλλὰ νικήθηκε ἀπὸ ἕνα πάθος. Καὶ ὁ καθένας μας κινδυνεύει ἀπὸ τὰ δικά του πάθη. Ἂν ἐξετάσετε θὰ βρῆτε αὐτὸν τὸν «Λυαῖο». Εἶνε ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ ἐκδίκησι, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία, ὅλα τὰ κακά. Ἐμπρός λοιπόν! Ἂν νικηθοῦν τὰ πάθη, αὐτὸ θὰ εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ἡ πραγματικὴ «ἀλλαγὴ» ποὺ ζητοῦν πολλοί.
Ἀληθινὴ ἀλλαγὴ ἕνας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ φέρῃ· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Πλησίασέ τον, ἀγάπησέ τον, πίστεψέ τον, πέσε στὰ πόδια του, προσκύνησέ τον. Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ ἀξίζει νὰ λατρεύεται παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸν ιερό ναὸ του Ἁγίου Δημητρίου Καρυοχωρίου – Ἑορδαίας 26-10-1988)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά