Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 12, 2013

Συναξαριστής της 12ης Μαίου


Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐπίσκοπος Κύπρου

 


Μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα φτωχόσπιτο, στὸ χωριὸ Βησαυδούκη (ἢ Βησανδούκ), κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης (310 μ.Χ.). Οἱ Ἰουδαῖοι γονεῖς του ἦταν φτωχοὶ γεωργοί. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του ὁ Ἐπιφάνιος προσελκύεται στὸ χριστιανισμὸ ἀπὸ δυὸ περίφημους γιὰ τὶς γνώσεις καὶ τὸν ἀσκητισμὸ μοναχούς, τὸ Λουκιανὸ καὶ τὸν Ἱλαρίωνα.

Ἔπειτα, πηγαίνει στὴν ἔρημο καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς πνευματικότερους ἀσκητὲς τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ καταρτίζεται στὴν ἀρετὴ καὶ ἐμπλουτίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ μυαλό του μὲ θεολογικὲς γνώσεις. Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἀνέδειξε τὸν Ἔπιφανιο ἐπίσκοπο Κωνσταντίας στὴν Κύπρο. Ἀπὸ τότε, ἀγωνίστηκε μὲ θερμότερο ζῆλο γιὰ τὴν ἀνόθευτη καὶ γνήσια διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος.

Καταπολέμησε ὅλες τὶς αἱρετικὲς πλάνες τῆς ἐποχῆς του, καὶ ἰδιαίτερα τὶς ἐσφαλμένες δοξασίες τοῦ Ὠριγένη. Συνεχῶς κήρυττε στὸ ποίμνιό του νὰ εἶναι προσεκτικὸ στοὺς ψευδοδιδασκάλους, χρησιμοποιώντας τὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λέει: «Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον». Ἀγαπητοί, μὴ δίνετε ἐμπιστοσύνη στὸν καθένα ποὺ σᾶς λέει ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ἐξετάζετε καὶ διακρίνετε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμφανίζονται ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἂν πράγματι προέρχονται αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Θεό. Διότι πολλοὶ ψευδοπροφῆτες βγῆκαν στὸν κόσμο.

Ό Ἐπιφάνιος πέθανε ἐν πλῷ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ εἶχε πάει γιὰ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις πρὸς τὴν Κωνσταντία, στὶς 12 Μαΐου τοῦ 403, μετὰ ἀπὸ ἀρχιερωσύνη 36 χρόνων, καὶ ἀφοῦ ἄφησε ἀρκετὰ ἀντιαιρετικὰ συγγράμματα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.

 
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

 


Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 640. Πατέρας του ἦταν ὁ πατρίκιος Ἰουστινιανός, ποὺ τὸν ἀνέθρεψε μὲ μεγάλη εὐσέβεια. Εἴκοσι χρονῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, ἀφοῦ τὸν συμπεριέλαβε μεταξὺ αὐτῶν ποὺ σκότωσαν τὸν πατέρα του. Τὸν Γερμανὸ ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτός, φημισμένος γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, ἐκλέχθηκε μητροπολίτης Κυζίκου, στὸ 37ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἀργότερα ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος, μὲ τὴν γνώμη τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου καὶ τὴν ψῆφο τῆς συγκλήτου, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο (715). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ἀφιέρωσε ὅλες του τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς δυνάμεις, διδάσκοντας καὶ νουθετῶντας μὲ τὰ συνεχῆ κηρύγματά του τὸ λαό.

Κατόπιν, ὅταν ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος, τοῦ εἶπε νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὰ ἀσεβῆ διατάγματά του, αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε, ἀλλὰ παρότρυνε καὶ τὸ λαὸ σὲ ἀντίσταση. Ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ παραιτηθεῖ, ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα.

Ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα πατρικό του κτῆμα, τὰ Πλατάνια, καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀῤῥώστια, πέθανε σὲ ἡλικία 100 ἐτῶν στὶς 12 Μαΐου τὸ 740.Ἡ ταφή του ἔγινε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῖς δόγμασιν, ἐκπαιδευθεὶς εὐκλεῶς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σύμμορφος γὰρ ὑπάρχων, τῆς εἰκόνος τοῦ Λόγου, λύεις Εἰκονομάχων, τὴν ἀντίθεον πλάνην· διό σε Ἱεράρχα Γερμανέ, Χριστὸς ἐδόξασε

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἰκονόμος ἄριστος, τῶν δωρεῶν τοῦ Σωτῆρος, ὡς εἰκὼν θεόγραφος, τῶν ἀρετῶν πέλων Πάτερ, ἔλαμψας, ἐν Ἱεράρχαις ἀμέμπτῳ βίῳ· ἔδειξας, τὴν τῶν Εἰκόνων τιμὴν προσφόρως· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ, Γερμανὲ ἔνδοξε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ τῆς χάριτος ὑπουργός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφόστολος θεοειδής· χαίροις ὁ τρανώσας, τὴν τῶν Εἰκόνων δόξαν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Γερμανὲ ἔνδοξε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.

 
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀργύριος

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα.

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 647, μαζὶ μὲ τὸν Ἔπιφανιο Κύπρου καὶ Γερμανὸ Ἀρχιεπίσκοπο (βλ. Τιμοθέου Θέμελη, Ἀρχιεπισκόπου Ἰορδανοῦ,

Τὰ Μηναῖα ἀπὸ τοῦ 11ου μέχρι 13ου αἰῶνα, Ἀλεξάνδρεια 1931, σελ. 33).

Ἐπίσης καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. IX Κρυπτοφέρης ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του.

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλάχος

Γεννήθηκε στὴ Βλαχία καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὲς γένος. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν, τὸν νεομάρτυρα αὐτὸν ἅρπαξαν οἱ Τάταροι, ποὺ εἶχαν εἰσβάλει στὴ Βλαχία γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μίχνα Βοεβόνδα Τζιβᾶν μπέη.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ νέου αὐτοῦ καὶ τὸν ἔδεσε σ᾿ ἕνα δένδρο γιὰ νὰ τὸν βιάσει. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, βρῆκε τὴν εὐκαιρία, σκότωσε τὸν στρατιώτη αὐτὸ καὶ ἀπέφυγε τὸν βιασμό. Συνελήφθη ὅμως ἀπὸ ἄλλους Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ὁδήγησε τὸν Ἰωάννη στὸν βεζίρη, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε τὸν παρέδωσε στὴ γυναῖκα αὐτή, γιὰ νὰ τὸν μεταχειρισθεῖ ὅπως ἤθελε. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ δὲν μπόρεσε μὲ κολακεῖες νὰ τὸν διαφθείρει καὶ νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο.

Μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, στὰ ὅποια ἦταν παροῦσα καὶ ἡ ἀκόλαστη αὐτὴ γυναῖκα, ποὺ προέτρεπε συνεχῶς τὸν μάρτυρα νὰ ὑποκύψει στὶς ἐπιθυμίες της, ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἀποδείχτηκε ἀληθινὸ διαμάντι στὴν πίστη καὶ στὴν εὐσέβεια, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἀπαγχονισμὸ στὶς 12 Μαΐου 1662 στὸ Παρμὰκ Καπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.

 
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Θεοφόρος ποὺ ἀσκήτευσε στὰ Κύθηρα

Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ῥωμανοῦ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Κορώνη τῆς Πελοποννήσου. Ἡ μητέρα του προηγούμενα ἦταν στεῖρα καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τῆς χάρισε παιδὶ τὸ ὀνόμασε Θεόδωρο.

Ὁ Θεόδωρος λοιπὸν διδάχτηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του στὸν τότε ἐπίσκοπο Κορώνης, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκανε ἀναγνώστη. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος μπῆκε ὑπὸ τὴν προστασία ἑνὸς ἱερέα τοῦ Ναυπλίου, ποὺ ἦταν φίλος τῶν γονέων τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δυὸ παιδιά.

Ὁ ἐπίσκοπος Ἄργους, βλέποντας τὶς ἀρετές του, τὸν χειροτόνησε Διάκονο. Ἀργότερα ὁ Θεόδωρος πῆγε στὴ Ῥώμη καὶ προσκύνησε τοὺς τόπους τῶν Μαρτύρων. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.

Ἔπειτα, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῆς οἰκογένειάς του νὰ μείνει κοντά της, ὁ Θεόδωρος, ποθῶντας τὰ ἀνώτερα πνευματικὰ ἀγαθά, ἦλθε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ πολὺ ἀσκητικὴ καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ἔκανε καὶ ἀρκετὰ θαύματα.

(Στοὺς Συναξαριστὲς ὁ Ἅγιος αὐτὸς δὲν ἀναφέρεται, τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1747 στὴ Βενετία, τὸ 1841 στὴ Σμύρνη καὶ τὸ 1899 καὶ 1961 στὴν Ἀθήνα).

 
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἵεροσολυμιτικὸ Κανονάριο δυὸ φορὲς (12 Μαΐου καὶ 7 Νοεμβρίου).

 
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ἐπίσκοπος Κύπρου
 

 
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης
 

 
Εὕρεσις Ἱερῶν Λειψάνων (1961) τῆς Ἁγίας Παρθενομάρτυρος Εἰρήνης ἐν Καρυαῖς Λέσβου
 

 
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ 

 


Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Δαβὶδ Ζομπνινόβσκι, γεννήθηκε περὶ τὸ 1570 στὴν πόλη Ρζέβ. Ὑπῆρξε μοναχὸς καὶ μετὰ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Οὐσπένσκι στὴ Στάριτσα. Τὴ λεγόμενη Σκοτεινὴ περίοδο ἦταν ὁ πιὸ πιστὸς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Ἐρμογένους, Πατριάρχου Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1610 ὁ Ὅσιος Διονύσιος γίνεται Ἀρχιμανδρίτης τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας. Μὲ τὴν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στὸ μοναστήρι νοσοκομεῖα γιὰ ἀρρώστους, τραυματισμένους καὶ ἄστεγους τοῦ πολέμου μετὰ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Πωλονο – Λιθουανικοῦ στρατοῦ. Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τρεφόταν μὲ ψωμὶ ἀπὸ βρώμη καὶ νερό, γιὰ νὰ διαθέσει τὸ ψωμὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ σίκαλη στοὺς ἀρρώστους. Τὸ 1611 – 1612 μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τὸν Ἀβραὰμ Πολίτσιν († τὸ 1625), ἔγραφε ἐπιστολὲς μὲ ἔκκληση νὰ ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνούς. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καὶ στοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιταχύνουν τὴν ἐκστρατεία τους στὴ Μόσχα.

Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καὶ τὰ καθημερινὰ πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ πρόσφεραν, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ξεχωριστὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ διόρθωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὸ 1616 ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ ὁποία βασιζόταν στὴ σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καὶ διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτὲς βρῆκαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς καὶ σὲ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1612 ἕως τὸ 1619. Ὃμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὰ λάθη αὐτά, στὴ Σύνοδο τοῦ 1618, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιο Διονύσιο γιὰ αἵρεση. Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τὰ ἱερουργικά του δικαιώματα. Τὸν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ μονὴ Νοβοσπάσκιϊ, ὅπου ὑπέφερε ἀπὸ ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ’ (1608 – 1644) καὶ τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619 – 1633), ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ αἰχμαλωσία, διέκοψαν τὴν φυλάκισή του καὶ ἀθωώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1633 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόϊιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρα.

 
Οἱ Ἅγιοι Χιλιάδες Μάρτυρες εἰς Μπούτοβο τῆς Ρωσίας

Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μόσχα, ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούκοβο καὶ ἀνέρχονται σὲ χιλιάδες, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. 

 
Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονὲζ

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Μεντβέντεφ, γεννήθηκε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1792 μ.Χ. στὴν πόλη Λύσκοβο τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γεωργιανοῦ πρίγκιπα Γεωργίου. Γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁ Ἅγιος εἰσῆλθε τὸ 1818 μ.Χ. στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σάρωφ καὶ τὸ 1822 μ.Χ. στὴ μονὴ Βυσοκογκόρσκιυ τοῦ Ἀρζαμᾶς, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τὸ 1831 μ.Χ. καλεῖται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὶς ἀρετές του.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1877 μ.Χ.. Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τὸ 1997 μ.Χ.

 
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε τὸ 1853 στὴν πόλη Γιελὲτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, εὐλόγησε τὸν υἱό του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τὸ παιδί του στὴν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικὸς Στάρετς δὲν ἀποχωρίσθηκε τὴν εἰκόνα αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καὶ ἄλλα μικρότερα τέκνα, τὰ ὁποῖα πέθαναν πρόωρα ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.

Ὁ μικρὸς Νικόλαος εἶχε θερμὴ καρδιακὴ σχέση μὲ τὴν μητέρα του. Οἱ προσευχές της καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀνατροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸν προστάτευαν ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ συμφορές. Σιγὰ – σιγὰ μεγάλωνε καὶ ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καὶ εὐλαβής, ἔξυπνος καὶ φιλομαθής. Λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νὰ φοιτήσει ὄχι στὸ δημόσιο σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὅπου φοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει, νὰ γράφει, νὰ μετράει καὶ νὰ μελετᾶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἔγινε ἕνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στὸ κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε πιὰ παντελῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια στὸ σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του μελετοῦσε πνευματικὰ βιβλία καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Τὸν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Γιελὲτς μία σχεδὸν ἑκατοντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα Θεοδώρα, πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνκ († 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελὲτς εἶχαν τὴν εὐλαβὴ συνήθεια νὰ τὴν συμβουλεύονται σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, ποὺ πληροφορήθηκε ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τὸν ἔστειλε σὲ αὐτὴν νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὸ γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στὴν Ὄπτινα στὸν Στάρετς Ἱλαρίωνα καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πεῖ τί θὰ κάνεις». Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ὄπτινα, ποὺ βρισκόταν σχετικὰ κοντὰ στὴ γενέτειρά του καὶ ἦταν τότε ἤδη ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία.

Ὁ Στάρετς Ἱλαρίων τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε καὶ μίλησε μαζί του γιὰ δύο ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνομιλία ἡ ζωὴ τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τὴν πραγματική του κλίση.

Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μὲ πολλὴ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Στάρετς, ἐπαναλάμβανε τὸ ἀποστολικὸ παράγγελμα: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. Ἳνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες. Ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. (Νὰ πειθαρχεῖτε καὶ νὰ ὑπακούετε στοὺς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. Ὥστε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν μὲ χαρὰ καὶ ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιζήμιο γιὰ σᾶς)».

Στὶς 3 Ἀπριλίου 1876 ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετὰ ἕνδεκα χρόνια, στὶς 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου († 29 Νοεμβρίου).

Ἡ εἴσοδός του στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σὲ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στοὺς ὤμους μου».

Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τὴν πνευματικὴ κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τὴν ἀναξιότητά του.

Οἱ Γέροντες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν πνευματικὴ προκοπή του, ἀποφάσισαν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο, ποὺ ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καὶ εἰς πρεσβύτερον στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος δίδασκε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή, περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δίδασκε πῶς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἱκετεύεις τὸν Θεὸ λέγοντας «Πατέρα μου καὶ Κύριε τῆς ψυχῆς μου, ἐλέησόν με», ὁ Θεὸς καθαρίζει τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει νύμφη Κυρίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος δίδασκε σὲ ὅλους τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, ὅταν πλησίαζε ἡ σοβιετικὴ λαίλαπα, τόνιζε στὰ πνευματικά του παιδιά: «σὲ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες εἶναι καιρὸς γιὰ προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας σας νὰ λέτε συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὰ χείλη, μετὰ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὕστερα θὰ εἰσχωρήσει μέσα στὴν καρδιά σας».

Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα ὅλες τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦταν πιὰ μετρημένες. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά. Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος σνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ τοῦ Κοζὲλκ καὶ καταδικάσθηκε χωρὶς δίκη σὲ θάνατο διὰ τουφεκισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώθηκε στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔζησε ὡς ἐξόριστος σὲ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο. Ἀργότερα, μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορίζεται πιὸ μακριά, στὸ χωριὸ Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνκ. Ἐκεῖ δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τὸν συμβουλευόταν διὰ μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶχε δωρίσει στὸν Ὅσιο τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν λόγο του.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαία. Χιλιάδες πιστοὶ ἄρχισαν νὰ συρρέουν συνεχῶς ἀπὸ διάφορες πόλεις στὸ Χόλμισι.
Τὸ 1935, κλέφτες ἔσκαψαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιὰ πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φέρετρο, ἔσπασαν τὸ κάλυμμα καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, παράτησαν τὸ ἀνοιχτὸ φέρετρο μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σὲ ἕνα δένδρο. Μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες, ποὺ δούλευαν δίπλα στὰ ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στὸ κοιμητήριο καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴν ταφή του. Τὸ δέρμα του εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ κεριοῦ καὶ τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα καὶ μαλακά. Μία γυναῖκα ἔφερε λευκὸ μεταξωτὸ ὕφασμα καὶ κάλυψε τὸ πρόσωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τὸ φέρετρο καὶ ἐνταφίασαν τὸν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στὶς 16 Ἰουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Ὄπτινα.

 
 Οἱ Ἅγιοι 30.000 Μάρτυρες ἐκ Γεωργίας

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Νεομάρτυρες ἤσαν Γεωργιανοὶ ἱερεῖς, 300 στρατιῶτες, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν περιοχὴ Ντουντικβάτι (=ἀποκεφαλισμός) καὶ Παπάτι (=λόφος τῶν ἱερέων). Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μαρτύρησαν συνολικὰ γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ 30.000 Λάζοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...