Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ήθη έθιμα και Παραδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ήθη έθιμα και Παραδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Δεκέμβρης ο Σαρανταήμερος ή Χριστιαννάρτς

 

Για τους Ρωμαίους ο Δεκέμβριος ήταν ο δέκατος μήνας – Decem – μιας και το έτος τους άρχιζε τον Μάρτιο. Μετά την επικράτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου έγινε δωδέκατος μήνας. Στις 22 Δεκεμβρίου έχουμε τη μικρότερη ημέρα του χρόνου. Ο μήνας Δεκέμβριος ήταν ο αντίστοιχος προς τον Ποσειδεώνα του Αττικού ημερολογίου. Το μήνα αυτό οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερωμένο στη λατρεία του Κρόνου Saturnus προς τιμή του οποίου γιόρταζαν τα Σατουρνάλια. Πίστευαν ότι στις 25 του μήνα ο Ήλιος αναγεννιόταν και αποκτούσε νέες δυνάμεις.dicember

Η Εκκλησία μας έχοντας ως βάση το γεγονός αυτό το οποίο είχε βαθιές ρίζες στη λαϊκή συνείδηση το αντικατέστησε με μία μεγάλη χριστιανική γιορτή. Αυτή ήταν σαφώς η γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ο οποίος είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης. Λόγω της γιορτής αυτής ονομάστηκε στον Πόντο, Χριστιαννάρτς.

Στην Ινέπολη ονομαζόταν Σαρανταήμερος, στην Κερασούντα και την Τρίπολη λεγόταν Χριστιεννάρης, στα Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα και Χαλδία Χριστιεννάρτς, ενώ επίσης σε Σάντα και Χαλδία καλείτο και Χριστιαννάρτς.

Στη Ροδόπολη λεγόταν Χριστουγεννάρτς. Μάλιστα τα Χριστούγεννα στον Πόντο έκαιγαν στο τζάκι ένα κούτσουρο για τρείς ημέρες που το ονόμαζαν χριστοκούριν.

Για το μήνα Δεκέμβριο των Ελλήνων στον Πόντο και γενικότερα για θέματα Ποντιακού Πολιτισμού: http://kotsari

πηγή εδώ

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΕ … ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΑΥΡΙΟ "ΛΕΝΕ" ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ – ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ !!


Τα κάλαντα
Τα κάλαντα είναι ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.

Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;».
Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου.
Χρόνια Πολλά».
Ο νοικοκύρης τα ανταμοίβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε
μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.
Κάλαντα λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.
Καταγωγή της λέξης κάλαντα
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα.
Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα.
Βρήκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου.
Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές.
Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».






















ΠΗΓΗ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Από που πήρε το όνομά της η Τσικνοπέμπτη -Τι γιορτάζουμε




Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατίνης) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή… όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατινής) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός ή τσίκνα είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της αυτή η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Την Τσικνοπέμπτη, που βρίσκεται στο μέσο του Τριωδίου, ξεκινούν ουσιαστικά οι εκδηλώσεις της Αποκριάς, οι οποίες κορυφώνονται με τα Κούλουμα την Καθαρά Δευτέρα.Ανάλογες γιορτές υπάρχουν στη Γερμανία (Schmutziger Donnerstag = Λιπαρή Πέμπτη) και στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ (Mardi Gras = Λιπαρή Τρίτη), που συνδυάζονται με καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Το έθιμο της Τσικνοπέμπτης ανά την Ελλάδα
Στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας τελούνται τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσια ή αλλιώς Κουτσομπολιά ή Πέτε Γόλια.Η πετεγολέτσα, το πετεγουλιό όπως το λένε οι Κερκυραίοι, δεν είναι άλλο από το γνωστότατο κουτσομπολιό. Η πετεγολέτσα πραγματοποιείται το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στην Πιάτσα, κοντά στην τοποθεσία “Κουκουνάρα”, της πόλης της Κέρκυρας.
Στην Πάτρα έχουμε το έθιμο της Κουλουρούς. Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα πως ο Ναύαρχος Ουίλσον είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και πως έρχεται να την παντρευτεί. Για αυτό ντύνεται νύφη και με τη συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει να προϋπαντήσει τον καλό της στο λιμάνι. Γύρω της οι Πατρινοί διασκεδάζουν με τα καμώματά της.
Στις Σέρρες ανάβονται μεγάλες φωτιές στις αλάνες, στις οποίες αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Στο τέλος κάποιος από την παρέα με χιούμορ αναλαμβάνει τα «προξενιά», ανακατεύοντας ταυτόχρονα τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή καψαλίζουν την κότα που θα φαγωθεί την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω). Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν φαγώσιμα δώρα. Ο αρραβωνιαστικός στέλνει στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον κούρκο, και εκείνη στέλνει μπακλαβά και μια κότα γεμιστή. Όλα αυτά πραγματοποιούν την παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».
Στο Ηράκλειο της Κρήτης, μικροί και μεγάλοι περιδιαβαίνουν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Ευρυτανία: H Τσικνοπέμπτη στα χωριά των Αγράφων
Η «Τσικνοπέμπτη» στα χωριά των Αγράφων ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό».Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή».Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του καζανιού έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια). Σε καζάνι έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα και τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε δοχεία πήλινα και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες.Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ένα άλλο έθιμο είναι και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες είναι το τραγανό και πολύ νόστιμο υπόλειμμα του χοιρινού λίπους μαζί με κρέας αφού έχει αφαιρεθεί από το καζάνι η «λίγδα», το καθαρό λίπος δηλαδή.Το λίπος του γουρουνιού , τη «λίπα», όπως την έλεγαν, την έκοβαν μικρά κομματάκια και την έλιωναν στη φωτιά. Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος έμεναν στο καζάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας. Ήταν οι περίφημες « τσιγαρίδες», το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων.Μετά το ψήσιμο στα καζάνια άρχιζε το τσιμπούσι με άφθονο κρασί αλλά και χορό.Το υπόλοιπο λίπος το στράγγιζαν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πίτες ,τηγανίτες και μπουκουβάλα ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού.
Η συγκεκριμένη ημέρα ήταν ιδιαίτερη ανάμεσα στις ημέρες του Τριωδίου γιατί την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ


Είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.

Οι καλικάντζαροι, έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρι, πριόνια κ.λ.π. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε "χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του". Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή.
Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού. 
Είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως «Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), «καρκάντζαλοι», «καρκάντζαροι», «λυκοκάντζαροι», «καλκατζόνια», «καλκάνια», «καλιτσάντεροι», «σκαλικαντζέρια», «σκαντζάρια», «τζόγιες», «καλοκυράδες», «βερβελούδες», «κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Οι καλικάντζαροι δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «παγανοί», «αερικά», «ξωτικά», «παρωρίτες», «τσιλικρωτά», «καλιοντζήδες», «πλανήταροι», «κατσιάδες», «κάηδες», «καλισπούδηδες», «καημπίλιδες», «σιβότες» και «σιφώτες», «χρυσαφεντάδες»
και που γενικά εμφανίζονται και συμπεριφέρονται ως καλικάντζαροι.

Σύμφωνα με μια θεωρία οι καλικάντζαροι προήλθαν από τους κανθάρους. Κάνθαροι ή καλικάντζαροι κατ' ευφημισμό ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι μεταμφιεσμένοι και άλλα στοιχεία κυρίως παλαιά, προστέθηκαν και μεταπλάστηκαν στα σημερινά δαιμόνια τους καλικάντζαρους.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει την άποψη πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες δηλ. τις ψυχές των νεκρών. Σύμφωνα με άλλους οι καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους.
Υπάρχει κι άλλη άποψη. Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ' αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως. Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες, να επιφαίνονται πάνω στη γη. Εμφανίζονται δηλαδή οι νεκρικές ψυχές σαν Δαίμονες.

Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Είναι κακομούτσουνοι και σιχαμένοι. Καθένας από τους καλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους.
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, μαυριδεροί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, με τρίχες σε όλο τους το σώμα, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια τράγου ή γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι  αλλά και σαν «μικροί σατανάδες», άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.

Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Είναι κακά και πονηρά όντα και δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατρουλήδες κ.λ.π.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν.
Αλίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά κυρίως έξω απ' το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων. Τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται απ' έξω απ' το χωριό και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Έρχονται τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, απ΄ όπου μπορούν να μαγαρίσουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, σκορπούν το αλεύρι ή την τέφρα από το τζάκι που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Γι’ αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά οι καλικάντζαροι τη φοβούνται πολύ. Αν καμιά φορά μπει κάποιος καλικάντζαρος στο σπίτι οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά. Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!

Προκειμένου βέβαια οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα!
Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ' αυτήν βάνουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά απ' τ' αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι καλικάντζαροι, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα. 
Όταν οι νοικοκυρές έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους καλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπεφτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη μυρωδιά. Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι σκέπαζαν το χοιρινό με σπαραγγιά. Το σπαράγγι όταν είναι τρυφερό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως μεγαλώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι' αυτό σκέπαζαν το χοιρινό για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια. Γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, ή όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει.

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Α) Πράξεις χριστιανικής λατρείας: Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Ακόμη η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Β) Επωδές: όπως ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν.
Γ) Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, χαϊμαλιά πίσω απ’ την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί.

Την ημέρα των Φώτων ο παπάς περνάει και αγιάζει τα σπίτια. Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν κατά τον αγιασμό των σπιτιών φωνάζουν σε ρυθμό:

«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!»

Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.)
Πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι καλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2017

Φεβρουάριος – Έθιμα του Τριωδίου


ethima_feb_titlos copy
Ο μήνας Φεβρουάριος είναι ο τελευταίος μήνας του χειμώνα. Σηματοδοτεί το τέλος της χειμερινής περιόδου και ταυτόχρονα παίρνει το ρόλο του αγγελιοφόρου», που μας ανακοινώνει ότι σε λίγο θα έρθει η άνοιξη. Λέγεται από τον λαό μας και Φλεβάρης, γιατί τα υπόγεια νερά («φλέβες της γης»), αναβλύζουν εκείνη την περίοδο λόγω των πολλών βροχών.
Όμως, ο Φεβρουάριος είναι και ο μήνας που αρχίζει η περίοδος του Τριωδίου, των τριών αυτών εβδομάδων κατά τις οποίες οι χριστιανοί προετοιμάζονται για τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Κατά την έναρξη του Τριωδίου, θα ακούσουμε στην εκκλησία την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου και θα θυμηθούμε μέσω του Ευαγγελίου την αξία της ταπείνωσης και τις συνέπειες της έπαρσης. Αυτή η εβδομάδα, που τελειώνει με την Κυριακή του Ασώτου, της γνωστής αυτής παραβολής, λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, διότι παλιά «προφωνούσαν», δηλαδή διαλαλούσαν εκείνη την περίοδο ότι αρχίζουν οι Απόκριες.
0_tsiknopemptiΗ δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου, διότι αποτελεί την τελευταία εβδομάδα πριν τη Τεσσαρακοστή, κατά την οποία επιτρέπεται το κρέας. Σ΄ αυτήν τη βδομάδα λοιπόν, ανήκει και η Τσικνοπέμπτη, η οποία πήρε το όνομά της από τη λέξη «τσίκνα», δηλαδή τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος και από την ημέρα Πέμπτη. Σε κάποιες περιοχές ονομάζουν τη 0_xoirosfagiaβδομάδα πριν την Τσικνοπέμπτη «σφαγαριά», γιατί λίγες μέρες πριν αρχίζει η διαδικασία σφαγής των γουρουνιών, τα λεγόμενα «χοιροσφάγια». Κάθε οικογένεια έτρεφε για έναν χρόνο ένα γουρούνι, το οποίο θα αποτελούσε το φαγητό της Τσικνοπέμπτης. Στις Σέρρες, το γλέντι μετά το φαγητό συνεχίζεται, καθώς οι πιο τολμηροί νέοι πηδάνε ανάμεσα από τις φλόγες που είχε ψηθεί το κρέας.
Στην Πάτρα, υπάρχει το έθιμο της «κουλούρας». Η παράδοση λέει ότι μια κοπέλα, η Γιαννούλα η Κουλουρού, είχε διαδώσει ότι ένας ναύαρχος ονόματι Ουίλσον, ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και θα πήγαινε η ίδια στο λιμάνι ντυμένη νύφη να τον υποδεχτεί. Εκείνη τη μέρα, γίνεται αναπαράσταση αυτής της ιστορίας, καθώς η «νύφη» κατεβαίνει στο λιμάνι, συνοδευόμενη από φίλους και γείτονες, οι οποίοι χορεύουν και διασκεδάζουν. Στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, πραγματοποιείται το έθιμο των «Κουτσομπολιών», ή «Πετεγολέτσα», το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Στην Πιάτσα της πόλης, στήνεται ένα μικρό θεατρικό, όπου οι ντόπιοι υποδύονται τους κουτσομπόληδες και ψιθυρίζουν ο ένας στο αυτί του άλλου, διάφορες ιστορίες.
0_tyriniΗ τρίτη εβδομάδα ονομάζεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή απαγορεύεται το κρέας και καταναλώνονται μόνο γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα πιο παλιά χρόνια υπήρχε η παράδοση, την Κυριακή της τελευταίας αυτής βδομάδας να μαζεύονται όλες οι οικογένειες σε κάποιο συγγενικό σπίτι, συνήθως των πιο ηλικιωμένων, για να φάνε όλοι μαζί και να διασκεδάσουν και να χορέψουν ως το ξημέρωμα. Το κατεξοχήν φαγητό εκείνης της ημέρας ήταν τα μακαρόνια, τα οποία τα έφτιαχναν οι νοικοκυρές με μεγάλη προσοχή και επιδεξιότητα. Το βράδυ οι ανύπαντρες κοπέλες έπαιρναν ένα μακαρόνι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν αυτόν που θα παντρευτούν.
Το τραπέζι εκείνης της μέρας ήταν κάποτε πολύ σημαντικό για την οικογένεια. Οι πιο 0_syxgorisiηλικιωμένοι σήκωναν το φαγητό ψηλά και έλεγαν: «άξια η τάβλα μας (το τραπέζι μας), άξια και τιμημένη!». Το τραπέζι δεν έπρεπε να συμμαζευτεί παρά μόνο το επόμενο πρωί αλλιώς θεωρούνταν γρουσουζιά. Όμως η πιο σημαντική λεπτομέρεια αυτής της παράδοσης ήταν ότι πριν αρχίσει το φαγητό, οι συγγενείς ζητούσαν συγχώρεση από τους πιο ηλικιωμένους κι αλληλοσυγχωρούνταν, ώστε να αρχίσουν τη Σαρακοστή με καθαρή καρδιά και ήσυχη συνείδηση. Η διαδικασία αυτή έδινε δύναμη στους χριστιανούς για την περίοδο της νηστείας που θα ακολουθούσε.
0_Katanyxi_proseyxiΓενικότερα, το Τριώδιο αποτελεί περίοδο προετοιμασίας για τη Τεσσαρακοστή. Μέσα από τις κοινές τους συνήθειες, τα έθιμα, αλλά και την κοινή τους πίστη, οι χριστιανοί παίρνουν κουράγιο και δύναμη, έρχονται πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, ανακουφίζονται ψυχικά από τον λόγο του Ευαγγελίου και περιμένουν πιο γαλήνιοι και πιο «καθαροί» την Ανάσταση του Κυρίου.
Παρακάτω, μπορείς να ακούσεις μια παραδοσιακή μελωδία που έχει τις ρίζες της στο χωριό Μέλανες της Νάξου. Παίζεται τη Δευτέρα της εβδομάδας της Τυρινής, γι΄ αυτό και οι κάτοικοι του χωριού ονόμασαν το κομμάτι αυτό «Τυρινή Δευτέρα».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2017

Τὰ Θεοφάνεια στὴν ἱστορία, τὴν τέχνη, τὴν παράδοση





Μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἢ Ἐπιφανείων καὶ Φώτων, κλείνει καὶ ὁ κύκλος τοῦ λεγομένου Δωδεκαημέρου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἄλλες ἐνδιαμέσους ἑορτές.

Ὁ κύκλος αὐτὸς τῶν ἑορτῶν, εἶναι αὐτούσιος Χριστιανικὸς διότι ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα προέρχεται καὶ σχετίζεται ἐν μέρει μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ ἑορτασμό, μὲ διαφορετικὴ ὅμως ἔννοια. Καὶ τὸ μὲν Ἑβραϊκὸ Πάσχα συσχετίζεται μὲ τὴν διέλευση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, δηλ. ἀπὸ τὴ δουλεία πρὸς τὴν ἐλευθερία, τὸ δὲ Χριστιανικὸ Πάσχα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δηλ. «ἐκ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανὸν διαβίβασιν τῶν πιστῶν ὑπὸ τοῦ Ἀναστάντος», κατὰ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν κατ’ ἀρχὰς ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ συνεορτάζονταν καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση τὴν ἴδια ἡμέρα, ὁ δὲ διαχωρισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336-352 μ.Χ.). Αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς ἐπικράτησε ἔκτοτε καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μὲ διάφορη ὅμως τυπικὴ διάταξη καὶ ἑορταστικὴ ὑμνολογία.

Ἐπεκράτησε δὲ νὰ ἀποκαλεῖται καὶ ἑορτὴ τῶν Φώτων καὶ τοῦτο διότι οἱ Κατηχούμενοι βαπτίζονται ὁμαδικῶς, καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία, τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων στοὺς ποταμούς, τὴν θάλασσα, τὶς κολυμβῆθρες καὶ πολλοὶ κατὰ προτίμηση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ὅπως ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα ἐπέφερε τὸν φωτισμὸ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, κρατοῦσαν συμβολικῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες γιὰ τὸ φωτισμό τους. Κατηχούμενοι λέγονταν ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ τὸν χριστιανισμὸ καὶ παρακολουθοῦσαν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν καὶ σὲ αὐτές.

Κατ’ ἀντίθεση μὲ τὰ Χριστούγεννα τὰ ὁποῖα καὶ δανειστήκαμε ἀπὸ τὴ Δύση, τὰ Θεοφάνεια εἶναι καθαρὸς ἑλληνικὸς ἑορτασμὸς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους τῆς ἐκκλησίας μας.

Πρωτοεμφανίστηκε στὴν Αἴγυπτο μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν, καλλιεργήθηκε ἐν συνέχειᾳ στὴν Παλαιστίνη, ἀνεπτύχθη στὴν χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ διαδόθηκε ἐν συνέχειᾳ καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων πῆρε πολὺ μεγάλη καὶ δικαίως ἑορταστικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ ἐνδιάμεση ἑορταστικὴ κόπωση ποὺ ἐπακολούθησε μέχρι τὰ Θεοφάνεια, ὑποτίμησε κάπως τὸν ἑορτασμό τους.



Τὰ Θεοφάνεια στὴν Ἁγιογραφία

Ὁ εἰκονογραφικὸς ἑορτασμὸς τῶν Θεοφανείων παρὰ τὴν ἑλληνική τους προέλευση μὲ ὅλους τοὺς συμβολισμούς τους, διασώζεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη διατύπωσή τους ὄχι στὴν Ἀνατολὴ ἀλλὰ στὴ Δύση καὶ μάλιστα στὴ Ρώμη στὶς Κατακόμβες τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, στὴ Ραβέννα ὅπως ἡ εἰκόνα τοῦ Βαπτιστηρίου της καὶ ἀλλοῦ.

Στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ τὸ θέμα τῆς εἰκονογραφίας τῆς βαπτίσεως μὲ κάποια πληρότητα, μᾶς δίνει ὁ Διονύσιος ἐκ Φουρνὰ Εὐρυτανίας (1670-1746), στὸ περίφημο βιβλίο του «Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων».

Ὁ Διονύσιος, ἀξιόλογος ζωγράφος καὶ ἐφάμιλλος τοῦ Πανσέληνου, μαθήτευσε τὴ ζωγραφικὴ στὸ Ἅγιο Ὄρος ὅπου καὶ διασώζονται θαυμάσια ἔργα του καθὼς καὶ στοὺς Ναοὺς τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδος Φουρνᾶ Εὐρυτανίας.



Ὁ ἑορτασμὸς στὸ Βυζάντιο

Στὸ Βυζάντιο τὴν πρωτεύουσα τῆς Μεσαιωνικῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὰ Θεοφάνεια ἑορτάζονταν μὲ ἐξαιρετικὴ λαμπρότητα.

Ὁ ἑορτασμὸς ἄρχιζε ἀπὸ τὴν παραμονὴ ὁπότε καὶ γινόταν ὁ καθαγιασμὸς τῶν ὑδάτων στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα, τῶν Αὐλικῶν καὶ τῆς Συγκλήτου.

Ὁ Αὐτοκράτωρ ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ ὁλόλευκα καὶ χρυσὰ πολυτιμότατα ἐνδύματα, εἰδικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων.

Γιὰ τὴν παρέλαση τῆς ἑπομένης, ὁ ἔπαρχος (Κυβερνήτης) τῆς πόλεως φρόντιζε γιὰ τὸν καθαρισμό, τὸν διάκοσμο καὶ τὸ στρώσιμο τῶν δρόμων μὲ πριονίδι, πευκόκλαδα, δάφνες καὶ μυρσίνες, καθὼς καὶ τὸ στρώσιμο μὲ τάπητες γιὰ τὴ μετάβαση ἐν πομπῇ τοῦ αὐτοκράτορα στὸν Ἱ. Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας.

Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὁ λαὸς ἐπευφημοῦσε λέγοντας τὸ «Πολυχρόνιον ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὴν Βασιλείαν», οἱ δὲ Πράσινοι καὶ Βένετοι ἔψαλλαν ἐπίκαιρα τροπάρια. Ὁ Αὐτοκράτωρ μετὰ τὴ Λειτουργία καὶ τὴν ἐπιστροφή, παρέθετε μεγάλο καὶ ἐπίσημο γεῦμα στὴν αἴθουσα τῶν «Δεκαεννέα Ἀκκουβίτων» (τράπεζα ἐπισήμων).



Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς
Τὸ θέμα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου δὲν ἐνέπνευσε μόνο τὴν Τέχνη (Ζωγραφικὴ) ἀλλὰ καὶ τὴν ὑμνολογία. Ἀπὸ τὴν θαυμάσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῶν Μ. Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὰ Τροπάρια τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σοφρωνίου (†638) εἶναι ἕνα ἐξαίρετο δεῖγμα τῆς θείας ἐμπνεύσεως.

Ἦχος πλ. δ΄. «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα. Δεῦτε λάβετε πάντες, πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα φόβου Θεοῦ τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ».

«Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις καὶ ρήγνυται ὁ Ἰορδάνης, καὶ τῶν ἰδίων ναμάτων, ἐπέχει τὸ ρεῦμα, Δεσπότην ὁρῶν ρυπτόμενον».

«Πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου· ἦλθες Κύριε μορφὴν δούλου λαβῶν, βάπτισμα αὐτῶν ὁ μὴ γνοὺς ἁμαρτίαν».

Ἀπὸ τὰ ὑψιπετέστερα ἀκούσματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γνωστὸ Ἀπολυτίκιο «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…», εἶναι καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†754), ἡ ὁποία ἀπαγγέλεται μεγαλοφώνως κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὑδάτων.

«Τριὰς ὑπερούσιε, ὑπεράγαθε, ὑπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ἀόρατε, ἀκατάλυπτε, δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν καὶ τῶν λογικῶν φύσεων, ἡ ἔμφυτος ἀγαθότης, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, τὸ φωτίζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, λάμψον κἀμοὶ τῷ ἀναξίῳ δούλῳ σου· φώτισόν μου τῆς διανοίας τὰ ὄμματα, ὅπως ἀνυμνῆσαι τολμήσω τὴν ἄμετρον εὐεργεσίαν καὶ δύναμιν…».

Καὶ ἐπισφραγίζεται ἡ ὅλη ἀκολουθία μὲ τὸ κοινωνικό.

«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ Σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις».



Τὰ Θεοφάνεια στὴ Λαογραφία

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ μερικῶς ἀναφέρθηκε, ἀξιόλογα εἶναι καὶ τὰ διάφορα καὶ κατὰ περιοχὴ Κάλαντα τῶν Φώτων.

Τὰ παλαιότερα γνωστὰ ποὺ διασώθηκαν σὲ ἕνα χειρόγραφο τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι τὰ κατωτέρω:

Σήμερον ἡ κτίσις φωτίζεται

Καὶ πανηγυρίζει εὐφραίνεται.

Ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὁ Πρόδρομος

ἦρθε νὰ βαπτίσει τὸν Κύριον κ.τ.λ.

……………………

Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν.

Δέξασθε λουτήραν βαπτίσματος.

Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ Κύριος.

Δώῃ σας ὑγείαν νὰ χαίρεσθε κ.τλ.

Οἱ ἀναμνήσεις τῶν παλαιῶν χρόνων εἶναι ἄπειρες καθὼς καὶ τὰ ἔθιμα, διαφέρουν στὶς λεπτομέρειες καὶ ἔχουν τὴν ἴδια κεντρικὴ ἄποψη.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ὅτι στὶς Βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ἑλλάδος, στὴ Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσᾶ, Θεσσαλία καὶ Ἁλμυρό, συνήθιζαν νὰ μασκαρεύονται τὰ Φῶτα ἀπὸ τὴν παραμονὴ καὶ νὰ λένε τὰ Κάλαντα τῆς ἑορτῆς.

Οἱ μασκαράδες ὑποδύονται πάντα τοὺς ἴδιους ρόλους: τὸν γαμπρό, τὴν νύμφη, τὴν πενθερά, τὸν γιατρό, τὸν Ἀράπη καὶ ἄλλους. Πρῶτα πηγαίνουν στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του καὶ τοῦ λένε τὰ Κάλαντα:

Αὔριο τὰ Φῶτα καὶ ὁ Φωτισμὸς

καὶ χαρὰ μεγάλη τ’ ἀφέντη μας…

Ὕστερα ἀκολουθεῖ ὁ ἔπαινος πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέως καὶ ὁ ἔπαινος πρὸς τὴν παπαδιά.

Μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, σχετίζεται καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν σπιτιῶν, τῶν ὑποστατικῶν, τῶν ἀγρῶν καὶ ὅλης τῆς φύσεως γιὰ τὸν καθαρμὸ ἀπὸ τοὺς Καλλικαντζαραίους ποὺ εἶναι φαντασιώσεις τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ ἐμφανίζονται τὸ δωδεκαήμερο. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Καλλικαντζαραίους ὀφείλεται σὲ παλαιὰ εἰδωλολατρικὴ δεισιδαιμονία καὶ ἐξ αὐτῆς ἐπικράτησε ἡ ἰδέα ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔμπαιναν στὰ σπίτια καὶ προκαλοῦσαν σοβαρὲς καταστροφές. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις, οἱ Καλλικάντζαροι φοβοῦνται μόνον τὸν Ἁγιασμὸ καὶ στὸ ἄκουσμά του συγκεντρώνονται φωνάζοντας ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον «Φύγετε νὰ φύγουμε κι ἔφτασε ὁ Τρουλόπαπας μὲ τὴν ἁγιαστούρα του καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του!». Κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο καταδιωκόμενοι κατακρημνίζονταν στὰ Τάρταρα καὶ ἐλευθερώνονταν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ φύση ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ ἐπιρροή τους. Αὐτὴ ἡ δεισιδαιμονία τὰ τελευταῖα χρόνια σχεδὸν ἐξέλιπε.


Σήμερα τα φώτα κι ο Φωτισμός Και χαρά μεγάλη κι αγιασμός…

Πανελλήνια

Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά
.

Πανελλήνια

Σήμερα τα Φώτα και φωτισμός,
και χαρά μεγάλη στον αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
είναι η Μαρία η Δέσποινα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί,
και να παραδώσεις Χριστού ψυχή.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς
να καταπατήσω τα είδωλα.

Πανελλήνια

Σήμερα είναι τα Φώτα και οι Φωτεινές
και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η κυρά μας η Παναγιά.
Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά,
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
σπάργα - σπαργανίζει Θεού παιδί.
Του αφέντη Αϊ Γιάννη παρακαλεί,
για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη.
Για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη,
ν’ αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά.
Ν’ αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλή μέρα καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη.
Πέντε κρατάνε τ’ άλογο και δέκα την ασκάλα,
και δεκαοχτώ παρακαλούν βρ’ αφέντη μ’ καβαλίκα.
Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις,
κι όπου πατήσει τ’ άλογο πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πετροπήγαδα, κι αυλές μαρμαρωμένες.
Πολλά είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε και στην κυρά μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου τα παιδάκια σου, τα μοσχομυρισμένα,
η Παναγιά σού τα ‘δωσε κι ο Θεός να στα χαρίσει.
Να κάνεις γάμους και χαρές, ξεφάντωσες μεγάλες,
να στήσεις κι άσπρο φλάμπουρο στη μέση στην αυλή σου,
να χαίρονται οι φίλοι σου, να σκάζουν οι εχτροί σου.

Μακεδονίας

Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί
και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ - Γιάννη παρακαλεί:
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ν΄ ανέβω πάνω στον ουρανό,
Να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί.
Ν΄ αγιαστούν οι κάμποι και τα νερά,
Ν΄ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
σφάξαμε τον πετεινό, είδαμε τα Φώτα,
δώστε μας το μπαξίσι μας, να πάμε σ' άλλη πόρτα

Πόντου

Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θεόν ομολόγησαν.
Έλεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε.
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.
Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε.
Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο.
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.
Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο κτίστης δεδόξαστα δι' αυτό το μέγα μυστήριον.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.
Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε.

Σαντορίνης

Περικαλώ σας δώστε μου άδεια ν’ αρχινίσω,
τα φωτοκάλαντα να πω να σας καλησπερίσω.
Χίλια καλησπερίσματα φέρνω στην αφεντιά σας,
και του καιρού σας αύριο να ’χετε την υγειά σας.
Αν ίσως και ορίζετε κι είναι με θέλησή σας,
τα φωτοκάλαντα να πω στην πόρτα την δική σας.
Μηνύματα χαρμόσυνα ήρθαμε να σας πούμε,
πως ο Χριστός βαφτίζεται και πρέπει να χαρούμε.
Πως ήταν Θεοφάνεια ανθρώπου σωτηρία,
που καθαρίζουν τας ψυχάς από τας αμαρτίας.
Δεν είναι τούτη εορτή οσάν την περασμένη,
είναι μεγάλη και τρανή και δοξολογημένη.
Γιατί κατέβει ο Χριστός διά φιλανθρωπία,
ήρθες Χριστέ να βαπτιστείς χωρίς να έχεις χρεία.
Σπήλαιον πενιχρότατον και φάτνη των προβάτων,
ήρθες Χριστέ να γεννηθείς ως θαύμα των θαυμάτων.
Με σπάργανα σε τύλιξε η Δέσποινα η κυρία,
υμνούμεν, προσκυνούμεν σε υπέρμαχε Μαρία.
Στις 25 Δεκεμβρίου ήλθες και εγεννήθεις
και εις την πρώτην του μηνός σαρκός περιτομήθεις.
Ο μήνας έχει σήμερον έξι Ιανουαρίου
και όλοι εορτάζουμε τα Φώτα του Κυρίου.
Γιατί κατέβει ο Χριστός τούτο να τελειώσει,
την αμαρτία του Αδάμ να σβήσει και να λειώσει.
Σήμερα είναι των Φωτών π’ αγιάζουνε τον κόσμο,
και οι παπάδες περπατούν με το σταυρό στο δρόμο.
Και μες στα σπίτια μπαίνουσι και λεν τον Ιορδάνη,
βοήθεια να τον έχουμε τον Άγιο Ιωάννη.
Σαν μπήκε μες στον ποταμό ζητά τον Ιωάννη,
να τον βαπτίσει γλήγορα στο Άγιο ποτάμι.
Έλα Προφήτα γλήγορα διά να με βαπτίσεις,
και στην Αγία μου κορφή την χείρα σου ν’ αφήσεις.
Δεν είμαι άξιος Χριστέ εγώ να σε βαφτίσω,
και στην Αγία σου κορφή τη χείρα μου ν’ αφήσω.
Μάλιστα εγώ χρειάζομαι να βαφτιστώ από σένα,
ευλόγησε με δέσποτα, συγχώρεσε και μένα.
Σαν μπήκε μες στον ποταμό διά να τον βαπτίσει,
ο Ιορδάνης στράφηκε πίσω για να γυρίσει.
Άγγελοι και αρχάγγελοι εκεί περιπατούσαν
σκυμμένα τα κεφάλια τους και τον επροσκυνούσαν.
Και μέγα θαύμα έγινε όπου δεν έχει ταίρι
οι ουρανοί ανοίξανε και βγήκε περιστέρι.
Το Άγιο πνεύμα ήτονε διά να μαρτυρήσει
Υιός Θεού βαπτίζεται σ’ Ανατολή και Δύση.
Και τα νερά ευλόγησε, τις βρύσες, τα πηγάδια,
της οικουμένης τα δεντρά, κάμπους, βουνά, λαγκάδια.
Σήμερον ο αόρατος του ουρανού ο κτίστης,
στον Ιορδάνη ποταμό ήρθε και εβαπτίσθει.
Σήμερα ο μέγας Πρόδρομος Υιός του Ζαχαρίου,
τον Ιησού εβάπτισε τα Άγια του Αγίου.
Η θάλασσα ημέρωσε όπου ήταν αγριεμένη,
σαν μπήκε εις τον ποταμό ευρέθει μερωμένη.
Για τούτο μέχρι σήμερα οι ναύτες το κρατούνε,
σαν βαφτιστούνε τα νερά στο πέλαγος να μπούνε.
Αχ και να είμαστε κι εμείς στον Άγιο Ιορδάνη,
να ελουζόμαστε και εμείς στο Άγιο ποτάμι.
Μας λέγει το Ευαγγέλιο και του Χριστού το στόμα,
όποιος δεν λάβει βάπτισμα χάνει ψυχή και σώμα.
Του χρόνου να ’χουμε την γεια να ’ρθούμε να σας βρούμε,
χαρούμενους, καλόκαρδους να σας τα ξ α ν α π ο ύ μ ε.

Κεφαλληνίας

Μικρός μικρός στη Βηθλεέμ σπηλαίω εντός ετέθη,
και τώρα άνδρας τέλειος στον Ιορδάνη τρέχει,
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος,
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος,
και με τη ζώνη του Χριστού ήταν περιζωσμένος.
Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση,
κι απ’ όλα τα ονόματα (εδώ μπαίνει το όνομα του νοικοκύρη του σπιτιού) μου αρέσει,
και πάλι ματακοίταξα κι είδα ένα δυο στεφάνια,
και με το καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.

Κάσου

Δεν είναι τούτη η γιορτή ωσάν την περασμένη,
μόνον η μέρα η φρικτή η δοξολογημένη,
που οι παπάδες πορπατούν με το σταυρό στο χέρι,
και μπαίνουν μες τα σπήλαια και λεν τον Ιορδάνη.
Βοήθεια να έχετε τον Μέγαν Ιωάννη.
Κάτου στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφον,
εκεί δένδρον εν ύπηρχε, δένδρον εξεφυτρώθη,
στη μέση κάθετ’ ο Χριστός, στην άκρα η Παναγία,
και τα περικλωνάρια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι.

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2016

Tσικνοπέμπτη - Ηθη και έθιμα

Τσικνοπέμπτη είναι η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας (της κρεατινής) των Αποκρεών. Ο εορτασμός αυτής της ημέρας είναι ένα έθιμο που δεν γνωρίζουμε από πού προέρχεται. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι το ψήσιμο «τσίκνισμα» του κρέατος στα κάρβουνα. Από το τσίκνισμα έχει πάρει και το όνομα της η ημέρα. Η συγκεκριμένη ημέρα ήταν ιδιαίτερη ανάμεσα στις ημέρες του Τριωδίου γιατί την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.
Πέρα από το ψήσιμο του κρέατος, κάθε τόπος έχει τα δικά του έθιμα για τον εορτασμό της Τσικνοπέμπτης. Ακολούθως θα αναφέρουμε κάποια από αυτά:
Στην Αρκαδία η Τσικνοπέμπτη είναι μέρα κρεατοφαγίας (μέχρι σκασμού), οικογενειακής συγκέντρωσης και διασκέδασης.
Στην Κοζάνη το περίφημο «τσίκνισμα» πραγματοποιούνταν μέσα από την τσίκνα που αναδύονταν από το αρτυμένο φαΐ, συνήθως κρέας (το οποίο σημειωτέων αποκαλείται «φαΐ» στο τοπικό ιδίωμα π.χ. «Κυριακή σήμερα έχουμε φαΐ μι πατάτσις στου φούρνου». Το να κάψει μια νοικοκυρά το φαγητό εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη πολυτέλεια.
Στις Σέρρες ανάβονται μεγάλες φωτιές στις αλάνες, στις οποίες αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Στο τέλος κάποιος από την παρέα με χιούμορ, αναλαμβάνει τα «προξενιά» ανακατεύοντας ταυτόχρονα τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή καψαλίζουν την κότα που θα φαγωθεί την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω). Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν δώρα φαγώσιμα. Ο αρραβωνιαστικός στέλνει στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον κούρκο, και εκείνη στέλνει μπακλαβά και μια κότα γεμιστή. Όλα αυτά πραγματοποιούν την παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».
Στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας, τελούνται τα «Κορφιάτικα Πετεγολέτσια» ή αλλιώς «Κουτσομπολιά» ή «Πέτε Γόλια». Δηλαδή, σύμφωνα με το έθιμο βγαίνουν οι γυναίκες στα παράθυρα των καντουνιών και κουτσομπολεύουν στην ντοπιολαλιά τους. Για να κλείσει το έθιμο ακολουθούν καντάδες.
Στο χωριό Κλήμα της Σκοπέλου, οι κάτοικοι αφού φάνε και τραγουδήσουν στα σπίτια τους, βγαίνουν στις γειτονιές και χορεύοντας συγκεντρώνονται στο Πεύκο όπου και συνεχίζουν το γλέντι μέχρι το πρωί.
Σε όλη την περιφέρεια της Πελοποννήσου την Τσικνοπέμπτη σφάζουν χοιρινά από τα οποία φτιάχνουν διάφορες λιχουδιές. Πηχτή, τσιγαρίδες, λουκάνικα, γουρναλοιφή και παστό είναι μερικά από αυτά.
Στην Πάτρα έχουμε το έθιμο της Κουλουρούς. Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα πως ο Ναύαρχος Ουίλσων είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και πως έρχεται να την παντρευτεί. Για αυτό ντύνεται νύφη και με την συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει να προϋπαντήσει τον καλό της στο λιμάνι. Γύρω της οι Πατρινοί διασκεδάζουν με τα καμώματα της.
Στην Αμαλιάδα η «Τσικνοπέφτη» ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό». Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια). Σε «λεβέτι» έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα και τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό». Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε «λαγήνες» (δοχεία πήλινα) και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες. Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ονομαστό φαγητό από «παστό» ήταν οι «καγιανάδες»- οι «αλιμοκαγιανάδες», με κρεμμύδι κι αυγά. Διαδικασία εβδομάδας γιορταστική, με λιχουδιές λογιών – λογιών, κρασί, τραγούδι. Κι «έχει ο Θεός», αφού έδωσε για να έχει κι ο Χριστιανός για όλη τη χρονιά, όλα τα καλά. Και γουρναλοιφή, και τσιγαρίδες και λουκάνικα, και παστό και πυτιά, και γουρνοσάπουνο, και γουρνοτσάρουχα, αλλά και την καπνοσακούλα από τη φούσκα. Για τούτο πρέπουν τις μέρες αυτές γιορτάσια και χαρές. Και «μεγάλη να ‘ναι η χάρη Του». Στη υγειά μας, λοιπόν, με «καράτζαφλο» με συκώτι με ψιλό κρεμύδι, με «οματιές» και κρασί… και πειράγματα… Η μάνα Γη μας τρέφει καλά… καιρός χαράς, καιρός να ξεχαστούμε… τώρα… κι αυτή την εβδομάδα την εβδομάδα της «απολυτής», της «προφωνήσιμης» ή «προφωνής».
You might also like:

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...