Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βάσίλειος Μουστάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βάσίλειος Μουστάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 08, 2016

Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος

Ο Απόστολος κι Ευαγγελιστής Ιωάννης καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ήταν αγράμματος, όπως κι οι άλλοι Απόστολοι, άλλα από ευκατάστατη οικογένεια. Γιατί ο πατέρας του ο Ζεβεδαίος, είχε τράτες, όπου δουλεύανε πολλοί μισθωτοί. Σ’ αυτές δουλεύανε και τα δυο του παιδιά, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης. Όσο για τη μητέρα του Ιωάννη, τη Σαλώμη, αύτη ήταν εξαδέλφη της Παναγίας, και από τα Ευαγγέλια γνωρίζουμε πως διακονούσε τον Χριστό, πηγαίνοντας πίσω του μ’ άλλες ευσεβείς γυναίκες.
Όταν ο Πρόδρομος άρχισε να κηρύττει στην έρημο του Ιορδάνη τον ερχομό του Χριστού, ο Ιωάννης με τον Ανδρέα, τον αδελφό του Πέτρου, που ήτανε κι αυτοί ψαράδες, πήγανε κοντά του κι έγιναν μαθηταί του.
Μια μέρα, λίγο καιρό μετά τη Βάπτιση, ο Πρόδρομος έδειξε σ’ αυτούς τον Ιησού, που περπατούσε αντίκρυ, κι είπε:
- Να ο αμνός του Θεού. Τότε εκείνοι σίμωσαν τον Χριστό και σαν Αυτός τούς είδε, ρώτησε:
Τί ζητάτε;
Ο Ανδρέας κι ο Ιωάννης του είπανε:
Ραβί (δηλ. Διδάσκαλε), πού μένεις;
-Ελάτε να δείτε, αποκρίθηκε Ο Χριστός.
Ήρθαν στο σπίτι που έμενε και καθίσανε ως το βράδυ, ακούοντας από το θεϊκό στόμα για πρώτη φορά τα λόγια της ζωής.
Ύστερα από δυο μήνες, ο Υιός του Θεού κάλεσε κοντά του τον Ανδρέα και τον Πέτρο κι ευθύς κατόπιν τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Αυτό έγινε στο γιαλό τής λίμνης Γεννησαρέτ. Τα δυο ζευγάρια των αδελφών παρατήσανε βάρκες και δίχτυα και από κείνη την ώρα προσκολληθήκαμε στον Χριστό. Αλλάξανε τέχνη, κατά το λόγο που τους είπε, και από ψαράδες ψαριών, έγιναν ψαράδες ανθρώπων.
Ανάμεσα στους Αποστόλους ο Ιωάννης ήτανε ο πιό νέος. Αφοσιώθηκε στον Ιησού μ’ ενθουσιασμό.
Είχε στην αρχή χαρακτήρα αψύ. Με τον πύρινο ζήλο και τα παράφορα αισθήματα που φανέρωνε, θύμιζε συχνά τον πρώτο δάσκαλο που είχε, τον Πρόδρομο.
Κάποτε, πού ο Χριστός κι οι Απόστολοι βαδίζανε για τα Ιεροσόλυμα και δεν τους δεχθήκανε καλά σ’ ένα χωριό της Σαμάρειας, απ’ όπου είχανε περάσει, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης θυμώσανε και του είπανε να κάνει να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους αφιλόξενους εκείνους ανθρώπους.
Ό Χριστός τότε τους μάλωσε, λέγοντας πως δεν ήξεραν σε τι πνεύμα υπηρετούσαν, δηλαδή στο πνεύμα της αγάπης και της ανεξικακίας.
Άλλοτε πάλι, λίγο πριν από το θείο Πάθος, η Σαλώμη ζήτησε από τον Ιησού με την αλόγιαστη περηφάνια της μάνας, να βάλει τους γιούς της έναν στα δεξιά κι έναν στ’ αριστερά του, σαν θα ερχόταν στη Βασιλεία του.
Τη Βασιλεία αυτήν όλοι ακόμα γύρω από τον Χριστό την θεωρούσανε όχι μονάχα ουράνια, μα και επίγεια. Πιστεύανε πως ο Ιησούς θ’ ανέβαινε στον θρόνο του Δαβίδ, διώχνοντας τους Ρωμαίους από τα ιερά χώματα της Ιουδαίας. Μα ο Χριστός, καθώς ψάλλει ο υμνωδός της Εκκλησίας, αντί καθέδρας, χάρισε στον Ιωάννη το ίδιο του το στήθος.
Και πραγματικά αυτός ήτανε «ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς». Κανένας από τους άλλους Αποστόλους δεν συνδέθηκε τόσο στενά με τον Κύριο. Καθότανε πάντα πλάι στον Διδάσκαλο και συχνά έγερνε το κεφάλι στο στήθος του Χριστού.
Picture 027
Κάποιες ώρες που ο Υιός του Θεού χωρίζονταν από τους άλλους μαθητές για να προσευχηθεί μόνος με τον Πατέρα του, τον συντρόφευαν μονάχα τρεις απ’ αυτούς· ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης. Αυτοί ήταν σαν ένα τρίγωνο, που μέσα του ο Χριστός περνούσε τις πιο επίσημες στιγμές του βίου του, όπως λ. χ. σαν μεταμορφώθηκε πάνω στο Θαβώρ ή σαν προσευχήθηκε με αγωνία μέσα στον Κήπο των Ελαιών. Από τις κορφές αυτού του τριγώνου η πιό κοντινή στον Ιησού ήταν ο Ιωάννης. Τη δικιά του καρδιά πρώτη συναντούσανε τα λόγια κι οι αναστεναγμοί του Χριστού.
Όταν πιάσανε τον Χριστό κι οι άλλοι μαθηταί σκορπίσανε σαν τα πρόβατα, που τους πήρανε τον τσομπάνη, μονάχα ο Ιωάννης κι ο Πέτρος τον ακλουθήσανε ως την αυλή του αρχιερέα Άννα. Εκεί ο Πέτρος δείλιασε και τον αρνήθηκε μπροστά στην παιδίσκη. Μα ο Ιωάννης έμεινε πιστός. Ήταν, βέβαια, γνωστός στο περιβάλλον του αρχιερέα, όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο, μα ίσα – ίσα γι’ αυτόν το λόγο κινδύνευε να εκτεθεί περισσότερο γιατί μπορούσε να κινήσει εναντίον του την έχθρα. Μα αυτά όλα δεν τα λογάριασε. Κι όταν ο Χριστός υψώθηκε πάνω στο σταυρό, ο Ιωάννης μαζί με την Παναγία του παραστάθηκε τις τελευταίες στιγμές. Ο Ιησούς, λίγο πριν εκπνεύσει, του εμπιστεύθηκε τη μητέρα του.
Στην Αποκαθήλωση βοήθησε κι αυτός τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, κι έβαλε άλλη μια φορά κλαίοντας το μέτωπο πάνω στο τρυπημένο από τη λόγχη στήθος του Χριστού.
Αλλά και μετά την Ανάσταση, σαν την ανάγγειλαν οι Μυροφόρες στους Αποστόλους, πρώτος αυτός έφτασε στον άδειο τάφο, τρέχοντας πιο γρήγορα από τον ηλικιωμένο Πέτρο.
Αναγνώρισε επίσης αυτός τον Κύριο, όταν εκείνος φάνηκε στην ακρογιαλιά της Τιβεριάδας.
Ύστερα από την Πεντηκοστή, που το Άγιο Πνεύμα έπεσε όμοιο με πύρινες γλώσσες πάνω στους Αποστόλους, ο Πέτρος κι ο Ιωάννης γίνονται οι στύλοι, που στηρίζουνε τη νεαρή Εκκλησία του Χριστού.
Κανένας δεν έχει το κύρος το δικό τους.
Ο Χριστός είχε δώσει στον Ιάκωβο και τον Ιωάννη το παρανόμι «Βοανεργές» που θέλει να πει στα εβραϊκά «Υιοί Βροντής». Και πραγματικά, ο Ιωάννης στάθηκε αληθινή βροντή στο κήρυγμα του.
Αυτό φαίνεται στο Ευαγγέλιο, στις Επιστολές και στην Αποκάλυψη που έγραψε.
Για την αποστολική του δράση, η παράδοση μας λέγει αρκετά πράγματα. Στα 69 μ. Χ. έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ήλθε στην Έφεσο. Η Παναγία είχε κοιμηθεί. Την είχε πάντα κοντά του σαν στοργικό παιδί, υπακούοντας στην εντολή, που πήρε από το Χριστό, όταν Εκείνος βρισκόταν πάνω στο σταυρό.
Μετά την ένδοξη μετάσταση της Θεομήτορος, ο Ιωάννης δεν είχε πια κανένα λόγο να μένη στα Ιεροσόλυμα. Στην Έφεσο που την είχε κάνει χριστιανική ο απόστολος Παύλος, κάθισε πολύ καιρό, στηρίζοντας με το λόγο του τα πρόβατα του Χριστού και διηγούμενος όσα θυμότανε από το Σωτήρα.
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ο φοβητσιάρης Δομιτιανός. Αυτός, ακούοντας πως ο Ιησούς θα βασίλευε στην οικουμένη, φαντάσθηκε, όπως άλλοτε ο Ηρώδης, πως θάτανε ένας κοσμικός βασιλιάς, και τρέμοντας μη χάση το θρόνο, έβαλε να βρούνε και να οδηγήσουν στη Ρώμη αλυσοδεμένους όλους τους συγγενείς του Χριστού. Έτσι φέρανε εκεί τα εγγόνια του αδελφόθεου Ιούδα, που γλυτώσανε το θάνατο, δείχνοντας τα ροζιασμένα από τη δουλειά χέρια τους, γιατί βέβαια ο Δομιτιανός δεν περίμενε να δει πρίγκιπες σε τέτοια κατάπτωση κοινωνική. Τότε πιάσανε και τον Ιωάννη. Τον πήγανε στη Ρώμη κι αυτόν και μετά από μια σύντομη δίκη, τον καταδικάσανε σε θάνατο.
Πρώτα τον μαστίγωσαν, καθώς ήτανε συνήθεια, κι ύστερα τον ρίξανε μέσα σε ζεματιστό λάδι. Μα δεν έπαθε τίποτα. Ο δικαστής τον κράτησε αρκετό καιρό στη φυλακή, μην ξέροντας πως να συμπεριφερθεί.
Στο μεταξύ όμως οι φόβοι του αυτοκράτορα λιγοστέψανε κι ο θυμός του μαλάκωσε. Έτσι μετατρέψανε την ποινή του Αποστόλου σε εξορία και τον στείλανε στην Πάτμο να δουλεύει στα μεταλλεία.
Εκεί ο Ιωάννης βρέθηκε ανάμεσα σε κακοποιούς, που θ’ αποτελούσαν τους συντρόφους της από δω και πέρα ζωής του. Μα δεν στενοχωρήθηκε γι’ αυτό. Μήπως ο Χριστός δεν έλεγε συχνά, πως δεν είχε έλθει στον κόσμο για τους δικαίους, παρά για τους αμαρτωλούς; Μέσα σ’ αυτό το σκληρό περιβάλλον όχι μονάχα δεν υπέφερε ψυχικά ο τρυφερότερος μαθητής του Κυρίου, μα, απεναντίας, βρήκε την ευκαιρία να βυθιστεί περισσότερο σε ιερούς στοχασμούς.
Εκεί, μια Κυριακή, οραματίστηκε το τέλος του Κόσμου, που το περιέγραψε μέσα στην Αποκάλυψη. Λένε πως είδε αυτή την οπτασία μέσα σε κάποια σπηλιά, όπου είχε αποτραβηχτεί, και που τη δείχνουν ακόμα και σήμερα. Την Αποκάλυψη την έγραψε ο μαθητής του Ιωάννη ο Πρόχορος, ακούοντας τον Απόστολο που βρισκότανε σε έκσταση.
Σαν πέθανε ο Δομιτιανός, τον διαδέχθηκε ο Νέρβας, που απελευθέρωσε τον Ιωάννη. Τότε ο Απόστολος γύρισε στην Έφεσο. Εκεί έγραψε το Ευαγγέλιο. Αιτία στάθηκε κάποιος Κήρινθος, που υποστήριζε πως ο Ιησούς δεν
ήταν Θεός. Ο Ιωάννης τότε σύντριψε την
κακοδοξία του   αιρετικού  αυτού με τ’ αστραπόβροντα του Ευαγγελίου του, όπου τονίζει με θεοκίνητη γλώσσα τη θεϊκή φύση του Χρίστου.
Τα χρόνια διαβαίνανε στο μεταξύ. Ο Ιωάννης είχε πια περάσει τον αιώνα. Υπέργηρος, δεν είχε τώρα άλλο κήρυγμα, παρά αυτά τα λόγια: «Τεκνία, αγαπάτε αλλήλους».
Οι μαθηταί του, ακούοντας να επαναλαμβάνει όλο την ίδια φράση, τον ρωτήσανε μια μέρα γιατί δεν έλεγε και τίποτ’ άλλο, Κι’ εκείνος αποκρίθηκε:
Αυτή είναι η μεγάλη εντολή του Κυρίου. Αυτή αρκεί.
Διηγούνται και το παρακάτω περιστατικό από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Αποστόλου.
Όταν είχε πρωτοπάει στην Έφεσο, ανάμεσα στους μαθητές που έκαμε, ήτανε κι’ ένα μικρό παιδί, που ο Απόστολος Ιωάννης τ’ αγαπούσε πολύ και μ’ εξαιρετική φροντίδα καλλιεργούσε τη ψυχή του. Ο μικρός αυτός φάνταζε σαν άγγελος κι ήταν χάρμα αληθινό για τον Ιωάννη, που έβλεπε στο πρόσωπο του ένα διαλεχτό δημιούργημα της χάριτος, ένα αγνότατο λουλούδι του επίγειου παραδείσου, που είναι η Εκκλησία.
Γυρίζοντας από την εξορία, τον πληροφορήσανε πως το πνευματικό παιδί του αυτό είχε πάρει τον κακό δρόμο κι είχε γίνει ένας τρομερός ληστής, που ρήμαζε τα πάντα γύρω, σκορπίζοντας τον φόνο και την αδικία. Ο Ιωάννης λυπήθηκε βαθιά, μα δεν δοκίμασε απελπισία. Καβαλίκεψε ένα μουλάρι, κι έφερε γύρω τα βουνά, αναζητώντας το χαμένο πρόβατο σαν τον καλό Ποιμένα της παραβολής. Τέλος κατόρθωσε να συναντήσει το νέο. Εκείνος μόλις αντίκρισε τον ασπρομάλλη Απόστολο, έπεσε στα πόδια του μετανοιωμένος και κλαίοντας πικρά. Και τον ακολούθησε σαν αρνάκι.
Αναφέρεται επίσης και τούτο το περιστατικό: Ο γηραιός Απόστολος είχε μια ημερωμένη πέρδικα και συνήθιζε κάποτε – κάποτε να παίζει μαζί της και να περνά την ώρα του. Κάποιος κυνηγός απόρησε βλέποντας ένα τόσο τέλειο άνθρωπο να χάνει έτσι τον καιρό. Μα ο Απόστολος του είπε χαμογελώντας:
Κι εσύ δεν έχεις πάντα τεντωμένο το τόξο σου, γιατί θα χαλούσε. Κι ο πιό άγιος πρέπει να χαλαρώνει που και που τη ψυχή του. Αυτό δεν βλάφτει.
Ο Ιωάννης προαισθάνθηκε το θάνατο, σαν έφτασε η στιγμή να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο. Έβαλε και σκάψανε το λάκκο του, έστρωσε σ’ αυτόν τον μανδύα του, ξαπλώθηκε μέσα και σφάλισε τα μάτια, παραδίνοντας τήν αγιασμένη ψυχή του στον Χριστό.

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014

Ὁ Ἐπίσκοπος καὶ τὰ κάρβουνα




Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς διδακτικὸ γεγονός. Ὅταν ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Πατέρας τοῦ γ' αἰῶνος ἦταν ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας, ἔλαβε κάποτε πρόσκληση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς πόλεως τοῦ Πόντου Κόμανα, ποὺ ἡ ἐπισκοπική της ἕδρα ἦταν κενή, νὰ πάει ἐκεῖ, γιὰ νὰ βοηθήσει μὲ τὸ κύρος του καὶ τὴ σοφία του στὴν ἐκλογὴ κατάλληλου ἱεράρχη. Ὁ Γρηγόριος ἀνταποκρίθηκε μὲ προθυμία, φθάνοντας στὰ Κόμανα, διεπίστωσε ὅτι οἱ ἐκεῖ πιστοὶ εἶχαν δίκιο ποὺ τὸν κάλεσαν. Γιατί, μὲ τὴν προσεκτικὴ ἐξέταση ποὺ ἔκανε, εἶδε ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς χριστιανοὺς τῶν Κομάνων, ποὺ τὰ ὀνόματα τους πήγαιναν κι ἔρχονταν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σὰν κατάλληλα γιὰ τὴν πλήρωση τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας, δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὴν καταλάβει. Ὅλοι εἶχαν, ἄλλος λιγώτερα κι ἄλλος περισσότερα, κάποια ἐλαττώματα, ποὺ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο, τὴν ἐγκατάστασή τους, σὰν ἐκπροσώπων τοῦ Κυρίου, ὅπως μὲ τὴν καίρια λιτότητά του χαρακτηρίζει τὴν ἐπισκοπικὴ ἰδιότητα ἕνας ἀρχαϊκὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.

Τί ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Γρηγόριος; Ποῦ θὰ ἔβρισκε τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ταιρίαζε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα; Ἦταν βέβαιος, ὅτι μία ὁλόκληρη Ἐκκλησία, ἀνάμεσα στὰ μέλη της, διέθετε ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Ἦταν ὅμως κάποιος ποὺ δὲν ἄνηκε στὴ λαμπρὴ ἐπιφάνεια ἀλλὰ στὸν ἄχροο σωρό. Ἦταν ἕνας θησαυρὸς κρυμμένος ποὺ θὰ ἔπρεπε ν' ἀναζητηθεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἴσως δὲ καὶ μὲ τὴν ἀκουσία βοήθεια τοῦ Διαβόλου.

Καὶ πράγματι, αὐτὸ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀφοῦ παραμέρισε τὰ ἐντυπωσιακὰ ὀνόματα, εἶπε στοὺς πιστοὺς τῶν Κομάνων:

— Ὁ ἐπίσκοπος ποὺ θέλει ὁ Θεὸς γιὰ σᾶς, δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς σας. Βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν ἀφανῆ λαό. Πρέπει λοιπὸν νὰ ψάξουμε νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε.

Ὁ λόγος ἔκανε αἴσθηση. Ὁπότε πετάγεται στὴ μέση ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς τοῦ Ἁγίου, ἀσφαλῶς ἄνθρωπος μὲ ἐλαφρὸ τὸ ἕρμα τῆς πίστεως μέσα του καὶ λέει:

— Μήπως αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε εἶναι ὁ καρβουνιάρης Ἀλέξανδρος;

Ἦταν ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κομάνων, ποὺ τελευταῖο ἀπ' ὅλα θὰ ἐρχόταν στὸν νοῦ. Κι ἐκεῖνος ποὺ τὸ ὀνομάτισε, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ εἰρωνευθεῖ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, μὴ καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ πιὸ καλὸς γιὰ ἐπίσκοπος μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας ἄσημος χριστιανός. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ λόγος, ποὺ τὸν εἶχε κινήσει τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀποδείχθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγο στοιχεῖο τῆς θείας προνοίας.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε ὅτι δὲν πρόσεξε τὴν εἰρωνεία ἐκείνου τοῦ λόγου. Ἀπάντησε στὸ πείραγμα μὲ πνευματοφόρο διάκριση, φώναξε τὸν καταμαυρισμένο ἀπὸ τὴν καρβουνόσκονη Ἀλέξανδρο καὶ τὸν ἐξομολόγησε. Κι εἶδε, μὲ τὴν ἐξαγόρευση, ὅτι ὁ λερωμένος ὑλικὰ ἐκεῖνος χριστιανὸς ἦταν τὸ φωτεινὸ καὶ κατακάθαρο πετράδι, ποὺ ἀποζητοῦσε γιὰ νὰ στολίσει μ’ αὐτὸ τὸν θρόνο τῶν Κομάνων.

Ὁ Ἀλέξανδρος, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, εἶπε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὅτι δὲν εἶχε διαλέξει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καρβουνιάρη γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιατί ἔτσι θὰ γλίτωνε ἀπὸ τὸν κίνδυνο μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, ποὺ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς τὴ στηλίτευσε στὸ πρόσωπο τῶν Φαρισαίων: τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν μιὰ ψυχὴ καταυγασμένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἔμψυχο ταμεῖο της, ἕνας κρυφὸς Ἅγιος, ἕνα φῶς σκεπασμένο. Τὸν ἀπεκάλυψε λοιπὸν στοὺς πιστοὺς τῶν Κομάνων ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κι ἔστησε αὐτὸ τὸ φῶς «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου.

Σὰν ἔγινε ἀρχιποίμην ὁ Ἀλέξανδρος, ἔφτιαξε ἕνα λόγο, ἄξεστο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ρητορικῆς, ἀλλὰ γεμάτον ἀπὸ πνευματικότητα καὶ τὸν διάβασε στοὺς πιστούς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ πατέρας τους κι ὁδηγητής τους στὶς νομὲς τῆς σωτηρίας. Καὶ πάνω στὶς γραμμὲς αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου πολιτεύθηκε, φανερώνοντας ἔξοχα ποιμαντικὰ χαρίσματα: ἀδαμάντινη ὀρθοδοξία, ἀγάπη ἀπεριόριστη κι ἀκοίμητη, σύνεση πολλή. Ἔστεψε δὲ τὸν βίο του μὲ τὸ μαρτύριο κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Δεκίου.

Ποιὸ εἶναι τὸ μάθημα ποὺ παίρνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῶν ἀρχαίων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας; Ὅτι τὸ κύριο καὶ μέγιστο τῶν προσόντων, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἱερωσύνη, εἶναι ἡ ἁγιότης. Κι ὅτι τὸ κύριο καὶ μέγιστο γνώρισμα τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀπωθητικὴ κίνηση τῆς ψυχῆς μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη δόξα.

Ὁ καρβουνιάρης τῶν Κομάνων εἶναι ἕνα ὑπέροχο πρότυπο, ποὺ ἡ ἀκτινοβολία του ἔχει ἀνεκτίμητη ἐποικοδομητικότητα. Ἕνα πρότυπο, ποὺ ποικίλες ἐκδόσεις του βλέπουμε στοὺς βίους τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ ὅλων τῶν ἀξίων κληρικῶν κάθε χριστιανικῆς γενεᾶς. Τί βλέπουμε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις; Τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὴ φυγόκεντρο τάση μπροστὰ στὸ ὑψηλότατο καὶ φρικτότατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ποὺ προκαλεῖ δέος σὲ κάθε ταπεινὴ κι ἄρα ἀληθινὰ χριστιανικὴ ψυχή. Ὁ Θεὸς τέτοιες ψυχὲς θέλει γιὰ τὶς τάξεις τῶν λειτουργῶν του, τὶς κάτω ἀγγελικὲς τάξεις, ποὺ τὶς ζηλεύουν οἱ Ἄνω, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2012

Θεολογία καὶ Ἀφαίρεση στὴν Ποίηση




Ἡ Ποίηση εἶναι μία ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες περιοχὲς τῆς Τέχνης, τῆς δημιουργικῆς ἱκανότητος ποὺ ἔχει τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα στὸν χῶρο τοῦ Ὡραίου. Ὡστόσο ὁ ὅρος, στὴν τρέχουσα γλώσσα, χρησιμοποιεῖται συχνὰ γιὰ νὰ δηλώση ὅλη αὐτὴ τὴν ἱκανότητα καὶ ἀπόδοση, ἀκόμη καὶ ὅταν πρόκειται γιὰ ἄλλους χώρους ὅπου τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δημιουργεῖ τὸ Ὡραῖο. Ἔτσι λέμε: αὐτὸ τὸ ἀρχιτεκτόνημα ἤ αὐτὴ ἡ ἱστορία ἤ αὐτὸ τὸ σκάφος εἶναι ποίημα.

Ὁ ὅρος Ποίηση ἔχει τὴν ἴδια προέλευση μὲ τὴ λέξη ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ παίρνει γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὴ θεία δημιουργία. Ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γέν. α' 1). Ὁ Θεὸς εἶπε: « Ποιήσωμεν ἄνθρωπον » (Γέν. α' 26). «Αὐτοῦ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ » (Ἐφεσ. β' 10 ), βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Μὲ τὴν ταυτότητα τῶν ὅρων, συμφωνεῖ καὶ μία βαθειὰ πραγματικότης, ὡς πρὸς τὰ ὑποκείμενα τῆς ποιητικῆς ἐνέργειας. Ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ποιητὴς ἑνὸς κόσμου « καλοῦ λίαν » ( Γέν. α' 31), ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος - ποιητὴς εἶναι δημιουργὸς ἑνὸς κόσμου, ἀπὸ φθόγγους, αἰσθήματα καὶ νοήματα, «καλοῦ λίαν », ἑνὸς κόσμου ὑψηλῆς ὡραιότητος. Ἡ ποιητικὴ λειτουργία ἔχει μέσα της τὴ φλόγα τοῦ θεϊκοῦ στοιχείου. Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς ἔχτισε τὸν κόσμο ὄχι σὰν μονὰς ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ σὰν κοινωνία προσώπων ( Ἁγία Τριὰς ), ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη Ποίηση εἶναι δημιούργημα βαθειὰ προσωπικό, ἀλλὰ καὶ κοινωνικό. Ὁ ποιητὴς δὲν μονολογεῖ. Κάνει διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Κάθε ὀμορφιά, στὴ χτίση, εἶναι μιὰ ἀνακοίνωση γιὰ διαλεχτὲς ψυχές, κατὰ τὸ τοῦ Παύλου : «Τὰ ἀόρατα αὐτοῦ ( τοῦ Θεοῦ ) ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται » (Ρωμ. α' 20. Πρβλ. καὶ τὸ ψαλμικό: « Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα », ιη' 1). Ἔτσι καὶ στὴν ἀνθρώπινη Ποίηση.

Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ἡ ἀνακοίνωση αὐτὴ εἶναι διττοῦ προορισμοῦ: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, προσφορὰ αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει στὴν χτίση, αὐτοῦ ποὺ αἰσθάνθηκε ὁ ποιητής∙ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πάτημα γιὰ τὴν ψυχή, ποὺ δέχεται τὴν ἀνακοίνωση, ὥστε νὰ αἰσθανθῆ καὶ νὰ βιώση κάτι δικό της, προσωπικὰ δικό της, μπροστὰ στὴν προσφορὰ ἐκείνη. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ δικαίωση - αἰσθητική, ἠθική, θρησκευτική - τῆς Ποιήσεως ποὺ ἔχει ἀφαίρεση. Ὅσο πιὸ ἐλλειπτικὴ καὶ πιὸ ἀφηρημένη εἶναι ἡ Ποίηση, τόσο καὶ πιὸ ἀνακοινώσιμη.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει νὰ μεταδώση στὸν πλησίον του μιὰν ἀλήθεια καὶ μιὰν αἴσθηση πραγματικὰ δική του ( Ματθ. κγ' 8,10 ). Ὁ καθένας εἶναι αὐτουργὸς τοῦ ἐσωτερικοῦ του πλούτου, πλούτου πνευματικῶν γνώσεων καὶ αἰσθητικῶν ἀξιῶν. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔχει αὐτὴ τὴ γονιμοποιὸ ἱκανότητα, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀλήθεια, μὲ ὅση δύναμη καὶ ἂν μιλήσουν γύρω του, δὲν βρίσκουν ἠχὼ μέσα του. Ἡ Ποίηση, λοιπόν, ὅπως καὶ ἡ θεία Ἀποκάλυψη, στηρίζεται κυρίως στὴν ἀφαίρεση, στὴν ἐλλειπτικότητα, γιὰ νὰ δώση στὸν κάθε δέχτη της τὴν εὐκαιρία καὶ τὴ λαβὴ νὰ φωτισθῆ καὶ νὰ κατανυγῆ, νὰ δημιουργήση μέσα του.

Γιὰ τὸν ποιητή, πλάσμα πάντα ἄπλερο καὶ σκιασμένο ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς ὕλης, ἡ ἐπίτευξη τῆς τελειότητος στὴ μορφὴ εἶναι ἕνας ἀγών, ἕνα ἀέναο ἄγχος. Γράφοντας τὴν Ποίηση ποὺ κλείνει μέσα του, σκοντάφτει στὴ σκληρότητα τοῦ λόγου, στὴν ἀκαμψία τῆς ὕλης. Ἡ τελειότης, ἡ ἀναμφισβήτητα πνευματικὴ ἀπόδοσή του εἶναι πολλὲς φορὲς ἄπιαστη. Ἡ ἀφαίρεση, ποὺ τὰ ἐγγυᾶται αὐτά, δὲν εἶναι πάντα τοῦ χεριοῦ του καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὴν ἰδανικὴ σιωπή. Ἔτσι παραμένει μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν ποιητὴ ἤ τὸν ἀναγνώστη του, — χωρὶς νὰ ἔχη γίνει στίχος — τὸ ὡραιότερο, τὸ ἀναντίρρητα τέλειο.

Τὰ ἄφθαστα ποιητικὰ ἔργα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ εἴτε τὰ ὁραματίσθηκαν οἱ μεγάλοι δημιουργοὶ χωρὶς νὰ κατορθώσουν νὰ τὰ πραγματοποιήσουν, εἴτε τὰ ἔνοιωσαν οἱ « παθητικὲς » μεγαλοφυΐες, καθὼς χαίρονταν τὰ ἀτελῆ πραγματοποιημένα ἔργα (*). Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δημιουργία, ποὺ δὲν ὑπάρχει στὶς σελίδες τῆς Γραμματολογίας, εἶναι μία θεανδρική πραγματικότης ἀκατάγραφη καὶ ἀνιστόρητη, ἡ ἀληθινὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος.

Γιὰ τὸν ποιητῆ τῆς αὔριον, ἡ λειτουργία του πιθανότατα νὰ ἔχη μιὰ διαφορὰ θέσης σὲ σχέση μὲ τὸν ποιητὴ τῆς χθές. Ἡ ἀνθρωπότης σήμερα βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδικότητα, ὅπου ὁ μύθος, τὸ σύμβολο καὶ ἡ ὀνειρικὴ αἴσθηση ὄχι μονάχα στὴ μεταφυσικὴ βίωση, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἔχουν τὴ σφραγίδα τους στὴν Τέχνη καὶ στὸν Στοχασμό. Ὁ ποιητὴς ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα μπορεῖ νὰ στέκεται ἔξω ἀπὸ τὸν μύθο, τὸ σύμβολο καὶ τὴν ὀνειρικὴ αἴσθηση, χρησιμοποιώντας τα σὰν μέσα καὶ ὄχι σὰν ὑλικό τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς.

Ἡ ἀφαίρεση ὅμως, ἀκόμα καὶ σὲ ἕνα κόσμο τόσο ὀρθολογιστικό, ὅπως θὰ εἶναι ὁ αὐριανός, ἤ μᾶλλον πιὸ πολὺ σ' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν κόσμο, πρέπει νὰ εἶναι κάτι τὸ ἀπαραίτητο, στὴ μορφὴ καὶ στὴν οὐσία τῆς Ποιήσεως. Γιατί ἡ ἀφαίρεση εἶναι στοιχεῖο sine qua nom τοῦ μυστικοῦ βάθους καὶ τῆς σκοπιμότητος, ὅπως εἴπαμε παρὰ πάνω, μεταδοτικῆς μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀφορμῆς καὶ τῆς λαβῆς καὶ ὄχι κυριολεκτικὰ μεταδοτικῆς. Τὸ μυστικὸ βάθος εἶναι μία αἰώνια ἀπαίτηση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, μία ἀνάγκη ὀντολογική. Ὁ ὀρθολογισμός, ὄχι ὁ ἀφελὴς καὶ τόσο περιοριστικὸς στὰ ἀναγωγικά του σχήματα, ποὺ γνωρίστηκε ἀπὸ τὴ Διαφώτιση, τὴν Ἐμπειριοκρατία καὶ τὸν Ὑλισμό, ἀλλὰ ὁ ὀρθολογισμὸς τῆς ὡριμότητος ποὺ ἀρχίζει τώρα νὰ δίνη τοὺς πρώτους της καρπούς, ἀνοίγει ἀκριβῶς πρὸς τὴ μεταφυσικὴ πραγματικότητα τοὺς ὁρίζοντές του καὶ δίνει στὴν Ποίηση ἕνα πνεῦμα λυτρωμένο ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία ἐνατένιση ἔξωθεν.

Αὐτὴ ἡ καινούργια θέση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου θὰ πρέπει νὰ μεταβάλη τὴ μορφή, ἀλλὰ χωρὶς ἄλλο, δὲν θὰ θίξη τὴν οὐσία. Θὰ τὴ διασώση καὶ θὰ τὴν προβάλη ἀπὸ καινούργιους ἐκφραστικοὺς δρόμους, ἴσως πολὺ διαφορετικούς, ἀλλὰ πάντα προικισμένους μὲ τὴν ἀφαίρεση. Ἡ ἀφαίρεση εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ γνήσιο μυστικὸ βάθος καὶ μὲ τὴν ὡριμότητα τῆς διάνοιας. Τὸ βάθος ἐκεῖνο, ὅπως ὑπῆρξε, πρέπει καὶ τώρα νὰ ὑπάρχη. Ἀλλὰ τὸ καινούργιο, ἡ ὡριμότης τῆς διάνοιας, θὰ ἐξωβελίση τὴν ἀφαίρεση; Ὄχι, θὰ πρέπει νὰ τὴν κάνη πιὸ ἀπαραίτητη.
 

(*) Ἡ φιλαυτία εἶναι τάχα πάντα ἱκανὴ νὰ δώση στὸν δημιουργὸ τὴν ποιότητα φιλαρέσκειας ποὺ τοῦ ἀξίζει; Ὑποπτεύεται κανεὶς ὅτι αὐτὸ δὲν συμβαίνει πάντα. Ὑπάρχουν δημιουργοί, ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ποὺ οἱ ἴδιοι καμαρώνουν στὸ ἔργο τους. Κι αὐτὴ ἡ ἀξία τους εἶναι ἐξ ἀντικειμένου πραγματική, γιατί ἕνα ἔργο τέχνης ὑπάρχει ὡς πρὸς τὸ μέτρο, ποὺ καρποφορεῖ αἰσθητικὰ στοὺς ἄλλους
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...