Το τέλος της ζωής του και το άφθαρτο σκήνωμα
Ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά πέθανε σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο. Μετά την Τουρκική επίθεση στα Στροφάδια τον δέκατο όγδοο αιώνα και την αποκοπή των χεριών του λειψάνου από τους επιτιθέμενους, το σώμα του Αγίου παρεδόθη όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.[1]
Η συγχώρησις του φονέως: Άγιος Διονύσιος ο Νέος,
ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης.
Τοιχογραφία από τον Άγιο Διονύσιο Αχαρνών,
αγιογράφος Αναστάσιος Σαργέντης
2. Δύο αποσπάσματα από την αφηγηματική
βιογραφία στο βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου
«Ο άφθορος Άγιος Διονύσιος»
1α. Απόσπασμα 1ο:
...Τα βήματα συνεχίστηκαν βίαια. Ενώ ταυτόχρονα, κάποιος ξεφώνιζε απεγνωσμένα:
-Άνοιξε καλόγερε, βοήθεια!
Παρατώντας το μάνταλο και ξανακατεβαίνοντας κατατρομαγμένος τα πέτρινα σκαλοπάτια, βρέθηκε… τρεμουλιάζοντας στην θολωτή πύλη. Στην μαντρόπορτα με τους χοντρούς πασσάλους.
Ποιός είσαι και τι ζητείς; σιγορώτησε.
Άνοιξε, λυπήσου με, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Σώσε με, κρύψε με, να συχωρεθούν οι γονέοι σου, αν δε ζουν.
Γιατί σε κυνηγούν;
- Άνοιξε και θα σου μολογήσω.
Τράβηξε τον πάσσαλο της ασφάλειας πέντε πόντους πρός τα πάνω, και το χοντρό από κυπαρισσόξυλο πορτόφυλλο, μισάνοιξε.
Τότε ώρμησε στον αυλόγυρο, ένας αξύριστος, αλλοσούσουμος, δίχως σκούφο με γουρλωμένα μάτια. Και μαλλιά σκαντζόχοιρα. Στα χέρια κρατούσε ένα ρόπαλο και σε πλάγια τσέπη του σουρτούκου του φάνταζε χοντρό μαχαίρι.
- Κρύψε με, όπου νάναι θα φανούν, ανάκραξε σπαρακτικά.
- Τι έκανες χριστιανέ; Γιατί σε κυνηγούν;
- Σκότωσα…
Κίτρινη πέτρα απόμεινε το πρόσωπο. Το φανάρι ξέφυγε από το δίχτυ, κύλησε χάμου. Και τα μάτια στον τσουχτερό χιοναγέρα έπηξαν.
- Δυστυχισμένε… Σε κέρδισε ο γκρεμός, ο Κάϊν;
- Κρύψε με, μη χασομεράς. Όπου νάναι θα φτάσουν. Κάποιος, αναμεσό τους, φώναξε ότι μονάχα από δω θε να διαβώ. Δεν έχει αλλού γιδόστρατο.
Κοντοστάθηκε στις τσουχτερές δροσοστάλες, αναποφάσιστος. Τα χέρια έτρεμαν. Το σάλι σερνόταν στο πλατύσκαλο και με τον χιοναγέρα κουκούλωνε το φανάρι.
Πάμε, πρόφεραν τα χείλη.
Πού;
Στο διπλανό κελλί. Δεξιά στο ανώγι.
Έσπρωξε την μαντρόπορτα μηχανικά.
Ώσαμε να μπουν, ώσαμε να καλοκλείσει, ώσπου ν’ ανάψει το λαδολύχναρο, ο φονιάς βρέθηκε χάμου. Στα πόδια του. Γονατιστός. Στο γιλέκι του φάνταζαν δύο πιτσιλιές αίμα.
Ἀπολυτίκιον: Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον: Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
Κάθισμα: Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.
Ὁ Οἶκος: Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον, καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος, ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον
Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.[5]
6. Ανακομιδή Λειψάνων του Αγίου Διονυσίου
του Ζακυνθινού στις 24 Αυγούστου.
Ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.
To εντυπωσιακά άφθαρτο λείψανο του Αγίου
Φωτό από την προετοιμασία της πανηγύρεως 2013
Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στην ομώνυμη Μονή Ζακύνθου.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους.
Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παναχράντου Άνδρου.
Γόνοιο βίου νῦν τυχοῦσα ἀφθάρτου,
Ζάκυνθε τέρπου, γηθοσύνως οὖν κάρτα.
Εἰκάδι ἧκε δέμας ἀκεσίμβροτον ἔν γε τετάρτῃ.
7. Οι επίσημες πανηγύρεις του Αγίου Διονυσίου
Δύο φορές το χρόνο οι Ζακυνθινοί τιμούν τον Προστάτη τους Άγιο Διονύσιο και μαζί τους όλοι οι ευλαβείς ορθόδοξοι προσηλώνοντας το νου στο Σεπτό Λείψανό του, το ανέγγιχτο από τη φθορά. Η πρώτη μέσα στο έτος πανήγυρις πραγματοποιείται στις 24 Αυγούστου, μνήμη της Μετακομιδής του Ιερού Σκηνώματος από τα νησιά Στροφάδες στη Ζάκυνθο, που συνέβη το 1717, και η δεύτερη στις 17 Δεκεμβρίου, οπότε τιμάται η μνήμη της Κοιμήσεως τού Αγίου Πατρός, που συνέβη το 1622.
Και οι δύο αυτές λειτουργικές συνάξεις λαμβάνουν ιδιαίτερη αίγλη κάθε χρόνο και διαρκούν τρεις μέρες η κάθε μία (23 – 26 Αυγούστου και 16 – 19 Δεκεμβρίου).
Εκτός από τη μεγαλοπρέπεια των Τελετών και Ακολουθιών, οι οποίες πραγματοποιούνται πάντοτε κατά το χαρακτηριστικό μουσικό εκκλησιαστικό ιδίωμα της Ζακύνθου, με την συμμετοχή πολλών Αρχιερέων, όλου του ιερού Κλήρου και χιλιάδων ευσεβούς λαού, κορυφαίες και εξαιρετικά συγκλονιστικές ώρες αποτελούν οι λιτανεύσεις του Ιερού Λειψάνου ανά την πόλη (απόγευμα της 24ης Αυγούστου και πρωί της 17ης Δεκεμβρίου), οπότε η καρδιά κάθε πιστού ριγά, τα μάτια δακρύζουν, τα γόνατα λυγίζουν ικετευτικά μπροστά στον Γέροντα του Αμμου, τον Πατέρα και παρηγορητή κάθε πονεμένου.
Ἀπολυτίκιον: Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ παντίμου Λειψάνου σου τὴν μετάθεσιν, ἀπὸ Στροφάδων εἰς Ζάκυνθον ἐορτάζοντας, Διονύσιε σοφὲ ἀνευφημοῦμεν σέ, σὺ γὰρ παρέχεις δι' αὐτοῦ, χάριν ἄφθονον ἀεί, τοὶς πίστει προσερχομένοις, τὴ θεϊκὴ χορηγία, ὡς τοῦ Χριστοῦ θεράπων γνήσιος.
Κοντάκιον: Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ σεπτοῦ Λειψάνου σου τῇ μεταθέσει, ἑορτὴν κροτοῦμέν σοι, πᾶς ὁ λαὸς ὁ τοῦ Θεοῦ, πανευσεβῶς εὐφημοῦντές σε, θαυματοφόρε σοφὲ Διονύσιε.