Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι μία ἐξαίρετη πνευματικὴ ὁδὸς ἀπόλυτης ἀφιερώσεως τοῦ πιστοῦ στὴ βίωση τῆς ὅλης «πολιτείας» τοῦ Χριστοῦ τόσο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς «παρακοῆς» τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ὅσο καὶ γιὰ τὴν κατόρθωση τῆς προσωπικῆς του κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴ μίμηση τῆς «ὑπακοῆς» τοῦ δεύτερου Ἀδάμ. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ τὸ αἴτημα τῆς ἀσκήσεως εἶναι μία αὐθεντικὴ ἔκφραση τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας καὶ ἐκδηλώθηκε ἤδη ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους κατὰ διαφόρους τρόπους, οἱ ὁποῖοι τόνιζαν εἴτε τὰ προσωπικὰ χαρίσματα ὁρισμένων πιστῶν ἢ καὶ εὐρύτερες ἀναζητήσεις γιὰ μία ὑψηλότερη πνευματικὴ τελείωση. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὸν ἔλεγχο τοῦ σαρκικοῦ καὶ τοῦ γενικώτερου κοσμικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖο διεισέδυε σταδιακὰ στοὺς κόλπους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν ἐντυπωσιακὴ αὔξηση τῶν πιστῶν, προκάλεσε ὄχι μόνο τὴν ἀνάπτυξη σὲ αὐτὲς τῶν τάξεων τῶν ἐγκρατῶν (παρθένοι, παρθενεύουσες, χῆρες, κ.λπ.), ἀλλὰ καὶ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους (εὐνουχισμός, ἀγαμία, ἀντινομισμὸς, συνείσακτοι, ἀκτημοσύνη, ἐπιζήτηση τοῦ μαρτυρίου κ.λπ.).
Ἡ κρίση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἦταν αἰσθητὴ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἤδη τοῦ Β' αἰώνα ὡς συνέπεια τόσο τῶν διωγμῶν, ὅσο καὶ τῆς δράσεως τῶν αἱρέσεων (Γνωστικισμοῦ, Μοντανισμοῦ, Ἰουδαϊζόντων), ἐπηρέασε δὲ βαθύτατα τὴν ἀσκητικὴ πνευματικότητα τῶν πιστῶν. Τὸ ζήτημα τῆς μετανοίας τῶν ἀρνητῶν τῆς πίστεως κατὰ τοὺς διωγμοὺς ( πεπτωκότες, lapsi ) καὶ τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπιείκεια, ἀλλὰ ἐρέθισε τὴ διαλεκτικὴ μεταξύ τῆς αὐστηρότητας καὶ τῆς χαλαρώσεως τοῦ πνευματικοῦ βίου μὲ κριτήριο τὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἀποστολικοῦ βίου. Ἀπὸ τὰ μέσα ἤδη τοῦ Γ΄ αἰώνα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ζηλωτὲς τῆς ἀποστολικῆς αὐστηρότητας ἐγκατέλειπαν τὶς τοπικές τους κοινότητες καὶ κατέφευγαν στὶς πλησίον ἢ καὶ σὲ ἀπομεμακρυσμένες ἐρημικὲς περιοχὲς γιὰ μία ἀπερίσπαστη ἐπίδοση στὰ πνευματικὰ ἀγωνίσματα τῆς ἀσκήσεως (Ἀναχωρητισμός).
Ἡ φυγὴ λοιπὸν ἀπὸ τὶς πόλεις, ἐνῶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν κατακρίθηκε ὡς ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν κόσμο, στὴν ἀναχωρητικὴ ἄσκηση, ἀντιθέτως, ἐγκωμιάσθηκε ὡς ἄρνηση τοῦ κόσμου γιὰ τὸν Χριστό. Ὑπόδειγμα τῶν ἀναχωρητῶν ἢ ἐρημιτῶν ἦταν ἡ ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ, ἡ ὁποία τοὺς ἐνέπνεε ὄχι μόνο γιὰ νὰ ὑποτάξουν τοὺς προσωπικούς τους πειρασμούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κατορθώσουν τὴ μίμηση τῆς «πολιτείας» τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὸν Ἀναχωρητισμὸ τῶν ἐρημιτῶν γεννήθηκε ὁ Μοναχισμὸς ὡς μία αὐθεντικὴ μίμηση τῆς «πολιτείας» ἢ τοῦ «ὑποδείγματος» τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ βίωση ἤδη ἀπὸ τὸν παρόντα βίο τῆς προπτωτικῆς ἐμπειρίας τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν θεό.
Ὁ Μ. Ἀντώνιος (250-355), ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι σύγχρονοί του μεγάλοι ἐρημίτες τῆς Αἰγύπτου (Ἀμμώνιος, Μακάριος κ. ἄ.), ὑπῆρξαν τὰ σύμβολα ὄχι μόνο τῆς μεταβάσεως ἀπὸ τὸν Ἀναχωρητισμὸ πρὸς τὸν Μοναχισμό, ἀλλὰ καὶ τῆς διαδόσεως τῶν δύο μορφῶν τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς κοινότητες τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Ἡ συγγραφὴ τοῦ Βίου τοῦ Μ. Ἀντωνίου, τοῦ «καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου», ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ διδάσκαλο τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως Μ. Ἀθανάσιο ΡG 25, 835-976) ἀποτελοῦσε τὴν πιὸ ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ καταξίωση τοῦ Μοναχισμοῦ. Ὁ Παχώμιος, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ 346, εἰσήγαγε τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ἀσκήσεως, μέσα στὸ ὁποῖο ἔβρισκαν τὶς ἀναγκαῖες λύσεις τὰ ἤδη διαπιστωμένα προβλήματα τόσο γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀσκήσεως, ὅσο καὶ γιὰ τὴ συντήρηση τῶν ἀσκητῶν.
Στὸ Κοινοβιακὸ σύστημα προβλεπόταν πράγματι ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία, κοινὴ προσευχὴ καὶ συμμετοχὴ στὴν ἐργασία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἀναγκῶν τῶν ἀσκητῶν τοῦ Κοινοβίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν διασκορπισμένοι στὰ κελλιὰ καὶ στὶς λαῦρες τῶν ἐρήμων τῆς Αἰγύπτου. Οἱ ἀρχὲς γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος καταγράφηκαν σὲ μία πρώτη μορφὴ Κανόνα, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ συμπληρώθηκε καὶ βελτιώθηκε μὲ βάση τὴν ἐμπειρία. Ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ Κανόνα τοῦ Κοινοβίου ἦταν ὁ ἡγούμενος. Τὸ σύστημα λοιπὸν τῶν Λαυρῶν καὶ τὸ Κοινοβιακὸ σύστημα ἐξέφραζαν τὴν προοπτικὴ τόσο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν κοινῶν ἀναγκῶν τῶν ἐρημιτῶν ἢ ἀναχωρητῶν, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀναγκαία μετοχή τους στὴ μυστηριακὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἡ διαλεκτικὴ αὐτὴ τοῦ Δ' αἰώνα γιὰ τὴ μέθοδο τῆς ἀσκήσεως καὶ γιὰ τὴ σχέση της μὲ τὸν καθ' ὅλου πνευματικὸ βίο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἕνα οὐσιαστικὸ στοιχεῖο στὴν ὅλη ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ ἀναφορὰ τῶν μοναστικῶν ὑποσχέσεων τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἀγαμίας καὶ τῆς ἀκτημοσύνης πρὸς τὸν Ἱδρυτὴ καὶ τελειωτὴ τῆς πίστεως Ἰησοῦ Χριστὸ ἀποτελοῦσε μία προσωπικὴ ὁμολογία τῶν ἀσκητῶν γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀρραβώνα τους μὲ τὸν Κύριο καὶ καθόριζε τὴν προσωπική τους εὐθύνη γιὰ τὴν αὐθεντικὴ μίμηση τοῦ ὑποδείγματός του. Ἔτσι, ἡ ὁμολογία τῶν μοναστικῶν ὑποσχέσεων ἀξιολογήθηκε πάντοτε στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς ἀνάλογη πρὸς τὴν ὁμολογία τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. Ἦταν πράγματι μία προσωπικὴ ὑπόσχεση πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴ μίμηση τῆς «πολιτείας» τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὶς ποικίλες ἐκφράσεις τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας, γι’ αὐτὸ καί, ἐνῶ δέσμευε τὸν μοναχὸ μόνο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐγκωμιαζόταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς μία ἐξαίρετη ἔκφραση τῆς σχέσεώς της μὲ τὸν κόσμο.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὑπῆρξε πρωτοπόρος στὴν ἀναγνώριση τῆς πολύτιμης γιὰ τὸν καθ' ὅλου ἐκκλησιαστικὸ βίο ἀσκητικῆς ἐμπειρίας, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θεώρησε ὑπερβολὴ νὰ τονίση ὅτι οἱ ἀμοιβὲς τῶν ἀσκητῶν εἶναι ἀνάλογες ἢ καὶ μείζονες ἀπὸ τὶς ἀμοιβὲς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως (ΡG 26, 1173), ἐνῶ ὁ λατίνος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Ἱερώνυμος χαρακτήριζε τὸν μοναχικὸ βίο « καθημερινὸν μαρτύριον » ( quotidianum martyrium ), ἔστω καὶ χωρὶς συγκριτικὴ ἀξιολόγηση πρὸς τὸ μαρτύριο τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. Συνεπῶς, τὸ μαρτύριο τῶν δακρύων τῆς μετανοίας θεωρήθηκε ὡς μία αὐθεντικὴ συνέχεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος γιὰ τὴ συνεχῆ ὁμολογία τῆς πίστεως. Βεβαίως, στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἦταν σαφὴς ἡ ὑπεροχὴ τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος ἔναντi το[y μαρτυρίου τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ ἀκτινοβολία τῶν ἀσκητῶν σὲ ὅλες τὶς μορφὲς ἀσκήσεως, παρὰ τὰ ἐπὶ μέρους ζητήματα, ἦταν πλέον κατὰ τὰ τέλη τοῦ Δ' αἰώνα καθολικὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
πηγή