Όμως σε αυτή τη νέα φάση που διανύει η ανθρωπότητα ο προγνώστης Θεός δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά του στο έλεος της επίγειας ζωής του, αλλά έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της θείας οικονομίας ώστε να λυτρωθεί και να σωθεί ο κόσμος. Η παρουσία του Θεού στον κόσμο διατρέχει όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας και αποβλέπει στη θεραπεία της τραυματισμένης σχέσης και την επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση. Στο πρόσωπο των εκλεκτών δούλων του προφητών και δικαίων (αυτών που με τη ζωή τους δόξασαν το όνομά του και απέκτησαν απαράμιλλη παρρησία, αφού έδειξαν υπακοή και πίστη στο Θεό) αποκαλύπτεται το σχέδιο της θείας οικονομίας, ενισχύεται η ελπίδα της λύτρωσης και αναγγέλλεται η σωτηρία του ανθρώπου, που καλείται να μετέχει αυτοπροαίρετα σε αυτό το έργο.
Στη νέα αυτή πορεία ο δημιουργός προσφέρει ως εφόδιο αρχικά τον παλαιό νόμο και όταν φθάνει το πλήρωμα του χρόνου που ο ίδιος έχει ορίσει, προσλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (ταυτόχρονα παραμένει τέλειος Θεός) για να την ανακαινίσει και μαζί της να ανακαινιστεί όλη η κτίση. Με την ενανθρώπισή του δίνει το νέο νόμο και με τη σταυρική του θυσία που είναι η κορύφωση της κενωτικής του αγάπης, δείχνει το πρότυπο του βίου που προσελκύει τη θεία Χάρη. Με την ανάστασή του εξαγορεύει το θάνατο και με την ανάληψή του προσάγει την ανθρώπινη φύση «εκ δεξιών του Πατρός»[17] στον ιερό της τόπο. Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει ότι έχει μέλλον έξω από τα όρια αυτής της ζωής και ότι δια μέσω του Χριστού διέρχεται όλα τα νοητά και αισθητά για να φθάσει σε κοινωνία με το Θεό.
Η επίγνωση του ανθρώπου ότι «έχει το είναι δεδανεισμένον»[18] δηλαδή ότι η αιτία της υπάρξεώς του βρίσκεται στο Θεό και η προσδοκία της μετοχής στη βασιλεία του Θεού που φανερώθηκε με την παρουσία του Χριστού μέσα στον κόσμο, είναι οι βασικές αρχές που ορίζουν το σκοπό, νοηματοδοτούν τον πνευματικό αγώνα, και ουσιώνουν την εσχατολογική προοπτική της επίγειας ζωής του. Τα παραπάνω συνιστούν πνευματική αυτοάμυνα στις μεταβολές και ανατροπές της ζωής, όποια και αν είναι η όψη τους, με την έννοια ότι ο χριστιανός δε ζει μόνο στο παρόν, αλλά αντλεί τη δύναμή του με τη σκέψη στραμμένη στο μέλλον αλλά και στο παρελθόν.
Ποια είναι όμως η ταυτότητα της ουσίας του ανθρώπου δηλαδή του είναι του; Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένη φύση φέρουσα πνοή Θεού[19] και συνιστά ενυπόστατη ψυχοσωματική ενότητα. Για την αξία της ψυχής μας μιλάει ο ίδιος ο Χριστός «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;»[20] και την αξία του σώματος μας την αποκαλύπτει ο απ. Παύλος «ή ούκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ού έχετε από Θεού, και ούκ εστέ εαυτών;»[21]. Ψυχή και σώμα είναι τα θεμελιώδη δοσμένα συστατικά της ζωής του ανθρώπινου φορέα τους στον οποίο ανήκουν και υπάρχουν.
Ποια είναι όμως η λειτουργική τους σχέση; Στην πατερική διδασκαλία δεν συναντούμε κάποιο πρόταγμα της ψυχής έναντι του σώματος αλλά τονίζεται κατηγορηματικά η άρρηκτη σύνδεση και συνάφειά τους· είναι τα δομικά στοιχεία που δίνουν(τόσο η ψυχή όσο και το σώμα) οντότητα στο ανθρώπινο είναι[22]. Τη θέση αυτή διατυπώνει εναργώς ο Γρηγόριος Παλαμάς με τον ακόλουθο ορισμό «μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον»[23]. Τότε μόνο υπάρχει άνθρωπος όταν υπάρχουν και τα δύο. Οι πατέρες σε ότι αφορά τις δυνάμεις της ψυχής χρησιμοποιούν την τριμερή διαίρεσή της κατά το πλατωνικό σχήμα, χωρίς όμως να κινούνται αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της πλατωνικής ορολογίας και σκέψης.
Έτσι μπορεί να έχουμε αντίστοιχα ψυχή λογική, ψυχή άλογη, ψυχή επιθυμητική και σώμα, ή τον προσδιορισμό ότι η ψυχή έχει πολλά μέλη «Ώσπερ τα μέλη του σώματος πολλά όντα εις άνθρωπος λέγεται, ούτως και μέλη της ψυχής εισί πολλά, νους, συνείδησις, θέλημα,….»[24]. Για τους πατέρες η ψυχή δε νοείται απλά ως ενέργεια·[25] είναι λεπτοφυής ύλη (γι’ αυτό αόρατη και αφανής) και κυρίως ουσία, είναι το θεοειδές συστατικό που μας δίνει τη δυνατότητα να κινηθούμε εκούσια και να φθάσουμε κατά Χάρη στην αθανασία και ομοίωση με το Θεό. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η ορθόδοξη διδασκαλία καταδικάζει τις δοξασίες που μιλούν για προΰπαρξη της ψυχής όπως και τα δόγματα περί μετενσάρκωσης, δέχεται όμως την συνέχεια της ύπαρξής της μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα στο γεγονός του θανάτου.
Η ύπαρξη του ανθρώπου και η ζωή της ψυχής αρχίζει από άκρας συλλήψεως του εμβρύου. «Από την πρώτη δηλαδή στιγμή το έμβρυο έχει ζωή και είναι άνθρωπος, διότι λαμβάνει το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος»[26]. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο και έρχεται στον παρόντα κόσμο για μία και μοναδική φορά. Οποιοσδήποτε υπαινιγμός για μεταβίωση ή για μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη εναλλαγή γεννήσεων και θανάτων απορρίπτεται κατηγορηματικά. Ο άνθρωπος όπως και ο κόσμος κινείται σε γραμμική τροχιά και όχι σε κυκλική πορεία.
Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με τις ανατολικές δοξασίες που προσβλέπουν σε απορρόφηση ή σβήσιμο του εαυτού από μία υπερπροσωπική και αφηρημένη ουσία, όπου στο διάβα αυτής της πορείας «θεωρούν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και Θεού μάλλον ως επίπεδο της υπάρξεως»[27], στη χριστιανική προσέγγιση ο Θεός είναι πρόσωπο και η σχέση μας μαζί του «είναι συνάντηση προσώπων, μοναδικών, πάντοτε ανεπανάληπτων, που παραμένουν αιώνια»[28]. Η πίστη αυτή απορρέει από την αποκάλυψη του Σαρκωθέντος Θεού Λόγου. Να προσθέσουμε ότι η συνάντηση με τις δοξασίες της ανατολής αν μπορεί να εννοηθεί έτσι, συμβαίνει στην αντίληψη περί αιωνιότητας του ανθρώπου.
Για να επιστρέψουμε στην εξέταση της χριστιανικής ανθρωπολογίας, ιδιαίτερη ανθρωπολογική θέση εκφράζει η διάκριση μεταξύ σώματος και σάρκας. Ο δεύτερος όρος προσλαμβάνει αρνητικό περιεχόμενο όταν αναφέρεται στις αισθητηριακές λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης και γίνεται συνώνυμος του κακού και της αμαρτίας αποδιδόμενος με τη φράση σαρκικό φρόνημα.
Υποκινεί και ενισχύει τα πάθη, χρεώνεται τις παρά φύσιν εκδηλώσεις της σωματικής και ψυχοπνευματικής ζωής διότι δεν περιορίζεται στο σώμα αλλά επεκτείνεται στη συνολική ύπαρξη του ανθρώπου. Το σώμα δεν έχει ευθύνη στο κακό αλλά η «σάρξ», ένα είδος κατώτερης στόφας που κυοφορεί το σαρκικό φρόνημα με όλη την αρνητική φόρτιση που το συνοδεύει. Ωστόσο η αλήθεια του ανθρώπου δεν τελειώνει στην ψυχή και το σώμα του αλλά είναι κάτι που την υπερβαίνει.
Ίσως η πιο καίρια συνεισφορά της χριστιανικής ανθρωπολογίας που ξεπερνά τις καθιερωμένες αντιλήψεις να απαντάται στη διατύπωση ότι ο άνθρωπος είναι το «όλον αυτού» του Μάξιμου του Ομολογητή, θέση η οποία όπως είδαμε παραπάνω, εκφράστηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες εφτά περίπου αιώνες αργότερα από τον Γρηγόριο Παλαμά με τον όρο συναμφότερον. Με τη φράση αυτή ο Μάξιμος εισάγει στην ανθρωπογνωσία την καθόλου αυτονόητη εκδοχή ενός μη στατικού, δυναμικού στοιχείου, διόλου μετρήσιμου, που βρίσκεται στα διόλου ανιχνεύσιμα έγκατα της ύπαρξης, δηλαδή στη σφαίρα του ανείπωτου.
Αυτό το ακαθόριστο στοιχείο είναι κάτι που ξεφεύγει από κάθε γνωστική ικανότητα που έχουμε για να σχηματίσουμε μια στερεωμένη αντίληψη, ώστε να αποτυπωθεί τι είναι τελικά ο άνθρωπος. Το όλον θα λέγαμε ότι αποτελεί τη σκοτεινή ύλη της ανθρώπινης ύπαρξης, με άλλα λόγια το ακατάληπτο του ανθρώπου για τον ίδιο τον άνθρωπο, μέσα στο οποίο εντοπίζεται ενεργείται και παραμένει η αδιαμφισβήτητη σχέση, αλλά και απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Το όλον κινεί τον άνθρωπο στην εσχατολογική προοπτική που σημαίνεται μέσα στη διαδικασία επικοινωνίας των όντων στο πλαίσιο ενός διαλογικού γίγνεσθαι μεταξύ Θεού και ανθρώπου[29].
[17] Βλ. Σύμβολο της πίστεως
[18] Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90,893C. Αυτήν την έκφραση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή στη νεότερη θεολογική και ανθρωπολογική σκέψη ενέταξε και προέβαλε ο καθ. Γ. Μαντζαρίδης. Βλ. ενδεικτικάΧριστιανική Ηθική ΙΙ σ.13
[19] Βλ. Γεν. 2,17
[20] Βλ. Μάρκ. 8,36
[21] Βλ. Προς Κορινθίους Α΄6,19
[22]Πρβλ. Μάριου Π. Μπέγζου, Ψυχολογία και Θρησκεία, εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2011 σ.61
[23] Γρηγόριος Παλαμάς, PG 150, 1361 c
[24] ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Ομιλία Ζ΄, PG 34, 528Β
[25] Δηλαδή ως το σύνολο των ψυχικών φαινομένων σε σχέση μη συνάφειας με την ουσία της ψυχής.
[26] Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Λόγος Περί Νήψεως Ερμηνεία στον Άγιο Ησύχιο, εκδ. Ίνδικτος Αθήνα 2007 σ. 5
[27] Αρχ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), Το Μυστήριο της Χριστιανικής Ζωής, εκδ. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2010 σ. 142-143
[28] Αρχ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) ό.π., σ. 143.
[29] Για περισσότερα βλ. π. Νικόλαου Λουδοβίκου ο.π., σσ. 46-48