Ἡ ἱστορία καί οἱ περιπέτειες τοῦ "γλωσσικοῦ" προβλήματος στήν Ἑλλάδα εἶναι λίγο ὡς πολύ σέ ὅλους γνωστές. Ἐπιστημονικές διαφωνίες, συναισθηματικές συγκρούσεις, ἰδεολογικές διαφορές καί πολλαπλές παρεξηγήσεις συνθέτουν μιὰ μοναδική εἰκόνα - καί μέ πολλές μάλιστα παγκόσμιες πρωτοτυπίες, ὅπως λ.χ. ἡ πολιτικοποίηση τοῦ "γλωσσικοῦ". Ἰδιαίτερο κεφάλαιο αὐτοῦ τοῦ προβλήματος ἀποτέλεσε, ὅπως εἶναι φυσικό, καί ἡ σχέση τῆς νέας πρός τήν ἀρχαία ἑλληνική. Αὐτό ἐπέβαλε καί τήν ἐμπεριστατωμένη ἐξέταση τῶν δύο αὐτῶν τύπων τῆς ἑλληνικῆς, πράγμα πού ἔγινε ἀσφαλῶς καί μέ εἰλικρινεῖς προθέσεις ἀντικειμενικῆς θεώρησης τῶν δεδομένων, τόσο ἀπό 'Ἕλληνες ὅσο καί ἀπό ξένους εἰδικούς στά γλωσσικά.
Ἀρχαῖοι καί νέοι
Ὅσον ἀφορᾶ στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἡ γραπτή γλώσσα μελετήθηκε μέ βάση τήν ἀπέραντη ἀρχαιοελληνική γραμματεία, ἐνῶ ἡ "εἰκόνα" της ὡς ὁμιλουμένης (ὡς ἀκουστικῆς, δηλαδή, πραγματικότητας) δέν μποροῦσε παρά νά βγεῖ συμπερασματικά, εἴτε μέ βάση τά σχετικά συγγράμματα Ἀλεξανδρινῶν, κυρίως, μελετητῶν εἴτε μέ συγκριτικές μελέτες τῶν κάθε λογής πηγῶν καί διάσπαρτων στοιχείων. Μία σημαντική διχογνωμία τῶν γλωσσολόγων παρουσιάζεται οὐσιαστικά μόνο σέ σχέση μέ τήν προφορά τῶν διφθόγγων ἤ καί τῶν φωνηέντων γενικότερα, μέ κεντρικό ἐρώτημα τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῶν ἀπόψεων τοῦ Ἐράσμου.
'Ὅσον ἀφορᾶ, τώρα στά νέα ἑλληνικά, ἡ ὁμοψυχία μεταξύ τῶν εἰδικῶν (Ἑλλήνων καί ξένων) εἶναι ἐντυπωσιακή. Εἶναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ὅτι οἱ σχετικές προτάσεις γίνονται ἀπό ξένους (οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν γνωρίζουν τά ἑλληνικά ὡς μητρική τους γλώσσα) καί στή συνέχεια γίνονται σχεδόν ἀσυζητητί ἀποδεκτές ἀπό τούς Ἕλληνες. Ἔτσι εἶναι πιά ἀναμφισβήτητες καί καθιερωμένες κάποιες βασικές ἀπόψεις, σχετικά μέ τήν προφορά τῆς νεοελληνικῆς οἱ ὁποῖες ὅμως δέν φαίνεται νά ἀνταποκρίνονται ἀπολύτως στήν πραγματικότητα. Καί τοῦτο, διότι παραγνωρίζεται τό γεγονός ὅτι ἡ γλώσσα, ὡς ἀκουστικό φαινόμενο μέ συγκεκριμένη παρουσία καί διάρθρωση μέσα στόν χρόνο, εἶναι καί ἕνα φαινόμενο μουσικό, καί ὅτι πρέπει νά ἐξετάζεται καί ἀπό αὐτή τή σκοπιά μέ τή δέουσα βεβαίως μεθοδολογία καί τίς ἀπαραίτητες γνώσεις στόν εἰδικό αὐτό χῶρο.
Μία χαρακτηριστική πτυχή αὐτοῦ τοῦ προβλήματος εἶναι ἡ θεωρία, ὅτι ἐνῶ ἡ ἀρχαιοελληνική εἶχε "μελωδικό" τονισμό, ἡ νεοελληνική γλώσσα ἔχει "δυναμικό" τονισμό. Ἀλλά καί μόνο ἡ ἀναφορά σέ δυναμικό τονισμό δείχνει πλήρη ἄγνοια τῶν σχετικῶν φαινομένων, δεδομένου ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι πρακτικῶς ἀδύνατο γιά τόν ὅποιον φυσικῶς ὁμιλοῦντα ἐπί τῆς γῆς, καί ὅτι αὐτό εἶναι ἐφικτό μόνο ἐάν ὁ ἄνθρωπος "τραγουδήσει", διατηρώντας (συνειδητά καί καταβάλλοντας εἰδική προσπάθεια) μίαν ὁρισμένη καί σταθερή συχνότητα.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ τονικοῦ ὕψους (δηλαδή ὁ "μελωδικός" τονισμός) εἶναι οὐσιαστικά ἀναπόφευκτος γιά τόν ἄνθρωπο κατά τήν τονισμένη ἐκφορά κάποιας συλλαβῆς, ὡς συνέπεια τῆς ἴδιας τῆς φυσιολογικῆς λειτουργίας τοῦ ὀργάνου τῆς ὁμιλίας -καί αὐτό ὄχι ὡς "μελωδικός χρωματισμός" τῆς φράσης κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια συναισθηματικῶν καταστάσεων τοῦ ὁμιλοῦντος, ἀλλά ὡς φαινόμενο πού χαρακτηρίζει τήν ἐκφορά τῆς κάθε μεμονωμένης λέξης, ἀνεξάρτητα ἀπό τό νόημα τῶν συμφραζομένων. Αὐτό βέβαια εἶναι κάτι πού ἴσως δέν γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό καί κατανοητό ἀπό ὅσους δέν διαθέτουν εἰδικές μουσικές γνώσεις καί ἱκανότητες, ὡστόσο σήμερα, μέ τήν πρόοδο τῆς τεχνολογίας τῶν ἠλεκτρονικῶν καταγραφῶν καί μετρήσεων, μπορεῖ νά καταδειχθεῖ καί νά τεκμηριωθεῖ μέ τρόπο κατανοητό ἀπό ὅλους.
Μία ἄλλη πτυχή τοῦ προβλήματος εἶναι ἡ ἐξίσου γενικῶς ἀποδεκτή καί καθιερωμένη ἄποψη ὅτι ἐνῶ στήν ἀρχαία ἑλληνική τά φωνήεντα παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις στόν χρόνο τῆς ἐκφορᾶς τους (δηλαδή ὡς "μακρά" καί ὡς "βραχέα"), στά νέα ἑλληνικά εἶναι ὅλα ἰσόχρονα. Αὐτό καθαυτό τό ζήτημα ἴσως νά μήν ἔχει καί τόσο μεγάλη σημασία, ὅταν ὅμως συνδεθεῖ μέ γενικότερα προβλήματα σχετικά μέ ποιητικά μέτρα, τότε ἀποκτᾶ τρομακτική σημασία ἄλλων διαστάσεων, τόσο γιά τήν ἀρχαιοελληνική, ὅσο καί τή νεοελληνική μετρική. Ἐντυπωσιακή εἶναι καί ἡ σύγχυση ἀνάμεσα στόν χρόνο τοῦ φωνήεντος καί στόν χρόνο, δηλαδή στό μῆκος τῆς συλλαβῆς στήν ὁποία αὐτό ἀνήκει, γιατί, καθώς φαίνεται, παραγνωρίζεται ὁ καθοριστικός ρόλος τῶν συμφώνων στή διαμόρφωση τοῦ χρόνου τῶν συλλαβῶν.
Θέση καί ἄρση
Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ ἀδυναμία κατανόησης ἀπό τούς φιλολόγους τῆς ἔννοιας τῆς θέσης καί τῆς ἄρσης. Πρόκειται γιά ἔννοιες καί γιά "αἰσθητές καταστάσεις" καθαρῶς μουσικῆς καί μουσικοκινητικῆς ὑφῆς. Ἡ σημασία τῶν, σχετικῶν μέ αὐτές, παρεξηγήσεων εἶναι μεγάλη, ἰδίως σέ σχέση μέ τήν ὀρθή ἀνάγνωση τῶν ἀρχαιοελληνικῶν μέτρων εἶναι ἡ παρεξήγηση πού ὁδηγεῖ στούς ἀπαράδεκτους παρατονισμούς, τοῦ τύπου: «ἄνδρα μοι ἔννεπε ὅς μάλα πολλά», ἤ «ἱερόν πτολίεθρον ἔπερσεν»!
Δέν ὑπάρχει κανείς βέβαια πού νά μήν ἔμαθε στό Λύκειο ἤ καί στό Πανεπιστήμιο, ὅτι αὐτό τό θλιβερό "πολλά" εἶναι δῆθεν συνέπεια τοῦ "μετρικοῦ" τονισμοῦ. Ὡστόσο, γιά νά γίνει ἀντιληπτό τό μέγεθος τῆς παρερμηνείας τῶν πραγμάτων, ἄς ἀναλογισθοῦν ὅτι σέ κάτι τέτοιο θά ἀντιστοιχοῦσε καί ἡ ἀπαγγελία τοῦ γνωστοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ὡς ἑξῆς: «Ἑνά νερό κύρα Βάγγελιω, ἑνά νερό κρυό νερό»... Καί ἄν ἀντιταχθεῖ ὅτι οἱ φιλόλογοι δέν διαθέτουν τίς ἀπαραίτητες γνώσεις γιά νά κατανοήσουν τέτοια φαινόμενα, θά διατυπωθεῖ δικαίως καί ἡ ἀπορία: γιατί τότε νά ἀσχολοῦνται μέ πράγματα ποὺ δέν γνωρίζουν;(!)
Μουσικοκινητική, δηλαδή ρυθμική βάση ἔχει καί ὁ "νόμος τῆς τρισυλλαβίας", ὁ ὁποῖος καί ἐπιβάλλει τή μετάθεση τῶν τονισμῶν τῶν λέξεων κατά τήν κλίση τῶν ὀνομάτων καί τῶν ρημάτων - γεγονός πού, ἄν λαμβανόταν σωστά ὑπόψη, θά βοηθοῦσε στήν ὀρθότερη ἀντιμετώπιση διαφόρων ἄλλων προβλημάτων.
Ἀμιγῶς μουσικό, ὅμως, εἶναι τό πρόβλημα τῆς χρήσης ἤ μή τῶν σημείων τῆς στίξης πού ἀφοροῦν στόν τονισμό τῶν συλλαβῶν στή νεοελληνική γραφή, μέ πλευρές μάλιστα ἀρκετά διασκεδαστικές, καθώς γιά τούς μέν οἱ διάφοροι "τόνοι" εἶναι ἄχρηστοι καί ἐξοβελιστέοι, ἐνῶ γιά τούς ἄλλους εἶναι ἀπαραίτητοι - πάντως ὡς στοιχεῖα καθαρῶς διακοσμητικά, καθώς φαίνεται, διότι οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ εἶναι σέ θέση νά "ἀκούσουν" τό πῶς τονίζουν τίς λέξεις ὅταν μιλᾶνε, ὥστε νά τό σημειώσουν ἀντιστοίχως. Δηλαδή, δέν θά ἔπρεπε νά γίνεται λόγος οὔτε γιά "ἀτονικό", οὔτε γιά "μονοτονικό" ἤ "πολυτονικό" σύστημα, ἀλλά ἁπλῶς γιά "ὀρθοτονικό".
Εὐτυχῶς ὅμως πού οἱ παρεξηγήσεις αὐτές δέν ἐπηρεάζουν καί τόσο τήν προφορά καί τή γλωσσική αἴσθηση καί τή γλωσική αἰσθητική τῶν Νεοελλήνων, οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν παρ' ὅλα αὐτά νά μιλᾶνε μία γλώσσα πού, ἐπί χιλιάδες χρόνια, διατηρεῖ ἀναλλοίωτες τίς ἐσωτερικές της νομοτελειακές δυνάμεις. Γιατί, ἄν κανείς ἀπαγγείλει στά νέα ἑλληνικά «ἱερόν πτολίεθρον ἔπερσεν», στήν πραγματικότητα ἀπαγγέλλει ὁμηρικούς δακτύλους - λόγω τῆς λειτουργίας τῶν συμφώνων ὡς συντελεστῶν διαμόρφωσης τοῦ χρόνου τῶν συλλαβῶν, ὅπως ἐλέχθη καί πιό πρίν. Ὡστόσο, δέν ἐπιτρέπεται νά μένουμε καί ἀπαθεῖς μπροστά σέ θεωρίες καί καταστάσεις οἱ ὁποῖες, πέρα ἀπό τό ὅτι συνιστοῦν ἐπιστημονικά ἀτοπήματα, ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη σημασία, καθώς ἀγγίζουν καί πλευρές μίας κάποιας ἐθνικῆς εὐαισθησίας