Μια ολοσκότεινη νύχτα, ο ηγούμενος της Μονής Οπτίνα π. Μωϋσής εξύπνησε τον κατά σάρκα αδελφό του Αλέξανδρο (κατόπιν Στάρετς Αντώνιο) και του είπε :
- Πήγαινε στο ποτάμι να ιδείς, αν έχουν τα δίκτυα μας ψάρια !
- Να είναι ευλογημένο ! απάντησε. Και ξεκίνησε.
Προχωρεί μέσα στο πυκνό δάσος. Βρέχει και φυσάει ένας δυνατός αέρας. Τα δένδρα βουίζουν παράξενα. Ήχοι ασυνήθιστοι ακούγονται. Δεν βλέπει τίποτε. Ψηλαφάει, να βρει το δρόμο του. Ένας σκοτεινός φόβος έρχεται στην ψυχή του. Αρχίζει να τρέμει. Και τότε θυμάται, πόσο βοηθάει η ευχή του Γέροντα, και την επικαλείται. Και με την ευχή «Δι΄ ευχών του Πατρός μου σώσον με, Κύριε», έφθασε στο μέρος που ήταν τα δίκτυα τους. Δεν βρήκε τίποτε. Και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Χωρίς να γογγύζει, χωρίς να βαρυγκωμάει. Περπατούσε μέσα στην ασέληνη νύκτα με γαλήνη και χαρά.
Και ξαφνικά αισθάνθηκε τη νύκτα να αλλάζει και να γίνεται φωτεινή σαν ημέρα, γεμάτη από ένα ιλαρό, γλυκό φως. Μετά, έξω ξανάγινε σκοτάδι πηκτό. Μα όχι και μέσα του. Μέσα του εξακολουθούσε να βλέπει εκείνο το γλυκό και ιλαρό φως. Και η καρδιά του γέμισε με ανείπωτη χαρά, που σπανίως την δοκιμάζει άνθρωπος στην γη.
Γύρισε και διηγήθηκε όλα στον π. Μωϋσή. Την νύκτα εκείνη δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Του φαινόταν πως ήταν στον Παράδεισο. Τόσο έχαιρε η ψυχή του !
ΠΗΓΗ : ΣΤΑΡΕΤΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ΠΡΕΒΕΖΑ 1989, σ. 25 κ.ε., ΣΟΛΩΝΟΣ ΝΙΝΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΡΩΣΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ 1996, σ. 109 κ.ε.