Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συναξάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συναξάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2022

Ο βοσκός - θαυματουργός δεσπότης με το άφθαρτο λείψανο

 

Ο άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός
Το καύχημα των ορθοδόξων
(12 Δεκεμβρίου)

Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του.

Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.

Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337-361).
Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια.
Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα, του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Μόρφωση και ζωή

Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός ["Ν": όπως και ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Κλεόπας Ελίε]. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:

Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.

Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.

Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (προς Ρωμαίους 8, 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.

Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια

Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.

Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ 1, 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.

Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.

Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών

Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11, 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.

Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.

Θαύματα (ενώ ζούσε ακόμη ο άγιος)

1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.

Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.

2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».

Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.

— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.

3 (το χρυσό φίδι). Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.

- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.

Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:

— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.

Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.

Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:

Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.

-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;

- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;

- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (προς Εβραίους, 13, 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη. Με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.

— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.

- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.

Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου... Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.

5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:
-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». 

Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.

Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.

- Ναι, παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).

7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.

«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.

Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:

-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.

-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός, Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:

— «Εις το όνομα του Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.

- «Και του Υιού»,

Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.

— «Και του Αγίου Πνεύματος».

Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του [γι' αυτό κρατάει το κεραμίδι με τη φωτιά & το νερό στην εικόνα στην αρχή του post].

- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός, όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:

- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.

Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. 76, 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:

-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.

Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορινθ. 2, 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.

8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε πως η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.
[...]

15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!

Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.

Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα

Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. 
 
Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. 15, 3).

Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (προς Γαλάτας, 2, 20).

Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.

Θαύματα

1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...»

Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;

Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (
Ησαΐα, ν', 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα.
Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.

— Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».

Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»... [...]


Μία εκδήλωση σεβασμού και ευγνωμοσύνης Τούρκου ναυάρχου προς τον Άγιο Σπυρίδωνα

Του φιλόλογου Σπύρου Σταμ.Μεσημέρη
περιοδικό ''Απολύτρωση''/ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Ο γαλήνιος Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου, ο "των ορθοδόξων υπέρμαχος και των κακοδόξων αντίπαλος" Άγιος και θαυματουργός Σπυρίδων (270-350), είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της Χριστιανοσύνης. Και, όπως είναι γνωστό, έχει συνδεθεί αδιάσπαστα και αρμονικά το όνομα του με το όνομα της Κέρκυρας, από τότε που μεταφέρθηκε το Σεπτό του Σκήνωμα στο νησί από την Κωνσταντινούπολη το 1456, τρία χρόνια δηλαδή μετά την άλωση της από τους Τούρκους.
Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι η παρουσία του Σεπτού του Σκηνώματος στην Κέρκυρα, την σκλαβωμένη στους καθολικούς κατακτητές (από το 1267 μέχρι το 1386 στους Γάλλους Ανδηγαβούς και από το 1386 μέχρι το 1797 στους Ενετούς), ήταν θείο Δώρο για τον καταπιεζόμενο θρησκευτικά και εθνικά κερκυραϊκό Ορθόδοξο λαό. Και τούτο γιατί ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, αδελφός του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του Β', όταν κατέλαβε την Κέρκυρα, κατήργησε πραξικοπηματικά τον ορθόδοξο νόμιμο Μητροπολίτη Κερκύρας, για να ευχαριστήσει τον Πάπα Κλήμη τον Β', ο οποίος τον είχε βοηθήσει να γίνει βασιλιάς της Νεαπόλεως. Και από τότε μέχρι το 1800, δηλαδή 533 χρόνια, συνεχώς η Κέρκυρα μόνο Καθολικό Αρχιεπίσκοπο είχε, ο οποίος προσπαθούσε μαζί με τους λοιπούς καθολικούς να ξερριζώσει από την ψυχή του ελληνικού Κερκυραϊκού λαού, την ελληνορθόδοξη συνείδηση του. 
Επίσης πρέπει να θυμίσουμε ότι τον περιφρονημένο ορθόδοξο κλήρο αντιπροσώπευε ο λεγόμενος Μέγας Πρωτοπαπάς, ο οποίος δεν είχε το δικαίωμα να χειροτονεί. Οσοι ορθόδοξοι ήθελαν να γίνουν κληρικοί, επήγαιναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συνήθως στην Ήπειρο, και εκεί έχειροτονουντο από Έλληνες Επισκόπους. Επομένως ο Άγιος Σπυρίδων ήταν ο προστάτης, η ελπίδα και ο Παρήγορος Αγγελος των περιφρονημένων ορθοδόξων, Αντικαθιστούσε στη σκέψη και στη καρδιά των Κερκυραίων τον νόμιμο ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Μητροπολίτη, τον οποίο τους είχαν στερήσει παράνομα οι κατακτητές.
Έτσι δικαιολογείται η ιδιαίτερη αγάπη και ο άπειρος σεβασμός του κερκυραϊκού ελληνορθόδοξου λαού προς τον προστάτη του νησιού Αγιο Σπυρίδωνα, του οποίου το Σεπτό Σκήνωμα έγινε ιερό εθνικοθρησκευτικό λάβαρο και ελπίδα για την θρησκευτική και εθνική μελλοντική του αποκατάσταση.
Για όλα αυτά δεν είναι παράδοξο, που η φήμη, ο σεβασμός και η αγάπη προς τον Άγιο Σπυριδωνα απλώθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, αλλά ακόμα και στους αλλόθρησκους Τούρκους. Ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα εδώ με συντομία θα αναφέρουμε. Το διηγείται στον Α' τόμο των περιηγήσεών του ένας ξένος συγγραφέας, ο BARHTOLOΖ.


Το άφθαρτο λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα

Κάποτε, στις αρχές του 19ου αιώνος, ο Τούρκος Αρχιναύαρχος Κατήρ Μπέης έπλεε με το στόλο του έξω από το Παλέρμο της Σικελίας. Εκεί αντιμετώπισε μια πρωτοφανή σε αγριότητα τρικυμία, στην οποία "είδε τον Χάρο με τα μάτια του", όπως λέει ο λαός μας... Μέσα σ' αυτό τον τρομερό κίνδυνο θυμήθηκε τον Άγιο Σπυρίδωνα. Είχε πολλές φορές ακούσει να μιλούν για τα θαύματα του. Για τούτο και με όλη τη δύναμη της ψυχής του τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει. 
Τελικά η σφοδρότατη αυτή θαλασσοταραχή εκόπασε και σώθηκαν τα πλοία του από τον καταποντισμό. Επιστρέφοντας κατόπιν στην Τουρκία πέρασε από την Κέρκυρα, για να εκφράσει στον Αγιο Σπυρίδωνα την ευγνωμοσύνη για την σωτηρία του. Ήταν όμως πολύ άρρωστος και δεν μπορούσε αμέσως να πάει ο ίδιος στον Ναό του Αγίου. Ανέλαβε να τον θεραπεύσει ο Κερκυραίος Ιατρός Ιωάννης Καποδίστριας, ο μετέπειτα Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και τέλος ο Πρώτος Κυβερνήτης του απελευθερωμένου από τους Τούρκους Ελληνικού Κράτους. Στον Ιωάννη Καποδίστρια λοιπόν διηγήθηκε τον φοβερό κίνδυνο, που είχε διατρέξει έξω από το Παλέρμο, και τον παρεκάλεσε να πάει στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και να ανάψει μεγάλες λαμπάδες σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης για την σωτηρία του.
Αυτή με λίγα λόγια ήταν η περιπέτεια του Τούρκου Αρχιναυάρχου Κατήρ Μπέη, δείγμα λαμπρό του σεβασμού και αλλοθρήσκων ακόμη προς την σεπτή μορφή του Κυπρίου Ιεράρχου και Προστάτου της Κερκύρας Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος.
το μεταφέρουμε από εδώ
 

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2022

Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), Επίσκοπος Αχρίδος

 

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΧΡΙΔΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
       Ουδέποτε υπήρξε στην Εκκλησία απουσία πατερικών μορφών. Όπως σε κάθε εποχή, και στους σύγχρονους χρόνους αναδείχνονται Πατέρες και διδάσκαλοι. Μια τέτοια σύγχρονη πατερική μορφή υπήρξε και ο Σέρβος νεοφανής άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), επίσκοπος Ζίτσης και Αχρίδος, ο οποίος έλαβε την προσωνυμία «ο Σέρβος Χρυσόστομος», λόγω της ρητορικής του δεινότητας και των αγώνων του για την μόνη σώζουσα ορθόδοξη πίστη.
       Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτς της Νότιας Σερβίας από φτωχούς, πολύτεκνους και ευσεβείς γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ιερά Μονή Τσέλιε. Από μικρό παιδί έδειξε μια ασυνήθιστη αγάπη για την Εκκλησία και κλίση για την αρετή και την προσευχή. Απομονώνονταν συχνά και προσεύχονταν με τις ώρες. Μετά την εγκύκλιο μόρφωσή του εισήχθη στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι. Εκεί έδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια στις σπουδές του, ώστε το Πατριαρχείο της Σερβίας, εκτιμώντας την φιλομάθειά του και το ήθος του, τον έστειλε με υποτροφία για ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, την Γερμανία και την Αγγλία. Έμαθε επίσης άριστα επτά γλώσσες.

     Παράλληλα με τις σπουδές του καλλιέργησε και την πνευματική του πρόοδο. Πίστευε ακράδαντα στο Θεό και φλέγονταν από πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Μελετούσε με πάθος τους Πατέρες και την ορθόδοξη θεολογία. Το 1908 υπέβαλε το Πανεπιστήμιο της Βέρνης διδακτορική διατριβή με θέμα: «Η πίστη στην Ανά­σταση του Χριστού, ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας». Ακολούθως σπούδασε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υπέβαλε άλλη διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης σχετικά με τη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ.
      Το 1909 επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου όμως αρρώστησε βαριά από δυσεντερία και λίγο έλειψε να πεθάνει. Όταν ανάρρωσε πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός στη Ιερά Μονή Ρακόβιτσα και στη συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αργότερα διορίστηκε καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι και συνάμα ορίστηκε ιεροκήρυκας στην σερβική πρωτεύουσα. Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου επέδειξε σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο στον δοκιμαζόμενο σερβικό λαό. Στα 1915 στάλθηκε στην Αγγλία και στις Η.Π.Α. για να ζητήσει βοήθεια από τους Σέρβους μετανάστες για τους πεινασμένους της Σερβίας. 
     Το 1919 εξελέγη Επίσκοπος Ζίτσης και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην ιστορική Επισκοπή της Αχρίδος. Η επισκοπική του διακονία σημαδεύτηκε από υποδειγματική ποιμανατορία. Λειτουργούσε με κατάνυξη και κήρυττε με φλογερό πάθος. Ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός ρήτορας, ο οποίος σαγήνευε τους πολυπληθείς ακροατές των κηρυγμάτων του. Εργάστηκε άοκνα για την πνευματική αφύπνιση του ιερού κλήρου και για την ανέγερση ναών και μοναστηριών. Παράλληλα άσκησε ένα αξιοθαύμαστο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, με την σύσταση ιδρυμάτων, όπως ορφανοτροφείων, όπου έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά. Ήταν πολύ αγαπητός από το λαό του, τον οποίο θεωρούσε πνευματικό του πατέρα και προστάτη του.
      Παρ’ όλο τον φόρτο της ποιμαντικής του διακονίας ασκούνταν και ό ίδιος στην αρετή και την πνευματική πρόοδο, προσευχόταν, νήστευε, αγρυπνούσε. Θαύμαζε τον αγιορείτικο μοναχισμό και φρόντιζε να έρχεται συχνά στο Άγιο Όρος για πνευματικό ανεφοδιασμό. Επισκεπτόταν συνήθως την Ιερά Μονή Παντελεήμονος, όπου συνδέθηκε με τον όσιο Σιλουανό (+1938), του οποίου θαύμαζε την αγία βιωτή. Εκεί γνώρισε και τον Γέροντα Σωφρόνιο (+1993). 
      Ο άγιος Νικόλαος υπήρξε σπουδαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας πληθώρας αξιόλογων έργων, τα οποία εξέδωσε σε είκοσι τόμους. Τα διακρίνει η βαθειά του ορθόδοξη θεολογική σκέψη, η ποιητικότητα, η γλαφυρότητα και ακρίβεια. Το σημαντικότερο σύγγραμμά του είναι ο «Πρόλογος της Αχρίδος», συνοπτικά συναξάρια αγίων όλων των ημερών του έτους, με σχόλια και πνευματικές νουθεσίες. Συνέθεσε επίσης πολλά ποιήματα, εκκλησιαστικούς ύμνους και ακολουθίες. Ακόμα άφησε περισσότερες από τριακόσιες επιστολές – απαντήσεις σε δύσκολα ποιμαντικά προβλήματα, τα οποία του υπέβαλλαν οι πιστοί. Είναι δε τέτοια η συγγραφική του καλλιέπεια ώστε ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς είχε πει για τον άγιο Νικόλαο πως «Ας με συγχωρέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά ο Νικόλαος τον ξεπέρασε»!  
      Ήταν ακραιφνής ορθόδοξος. Βαδίζοντας στα βήματα των αγίων Πατέρων της Ορθοδοξίας, είχε τη βεβαιότητα και διακήρυττε ότι Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μοναδική και αληθινή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού και πως έξω από αυτή υπάρχει το σχίσμα και η αίρεση. Μελέτησε όσο ολίγοι τον δυτικό χριστιανισμό, τον παπισμό και τις πολυάριθμες ομάδες του κατακερματισμένου προτεσταντισμού και πείστηκε ότι αυτός βρίσκεται σε τρομερές πλάνες, οι οποίες δεν αφήνουν περιθώρια για να έχει την παραμικρή εκκλησιαστική υπόσταση Το 1930 έλαβε μέρος στην Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος, όπου εξέφρασε με σαφήνεια την προσήλωσή του στην Ορθοδοξία και διατράνωσε την  αντίθεσή του στα πρώιμα τότε ανοίγματα των ορθοδόξων προς τους αιρετικούς και το κοσμικό φρόνημα. Το 1937 κατάγγειλε με σφοδρότητα τη συμφωνία Γιουγκοσλαβίας και Βατικανού, με την οποία θα γινόταν η χώρα του πεδίο ιεραποστολής των αιρετικών παπικών. Κατόρθωσε να ματαιώσει την υπογραφή της, αλλά όχι και την γενοκτονία, η οποία επακολούθησε λίγα χρόνια μετά το (1941-45), περισσότεροι από 880.000 Σέρβοι ορθόδοξοι βρήκαν τραγικό θάνατο από τους παπικούς Κροάτες Ουστάσι, όταν αρνήθηκαν τον βίαιο εκλατινισμό τους, με την καθοδήγηση του παπικού «κλήρου» και κύρια του  «αρχιεπισκόπου» του Ζάγκρεμπ  Α. Στέπινατς (νυν παπικού αγίου!) και την προτροπή του Βατικανού!
      Ο άγιος Νικόλαος είχε μελετήσει σε βάθος και την ευρωπαϊκή φιλοσοφία και ιστορία, διαπιστώνοντας την πνευματική γύμνια του ευρωπαίου ανθρώπου, η οποία οφείλεται στην αλλοίωση του χριστιανικού μηνύματος από τον παπισμό και τον προτεσταντισμό. Παρατήρησε την ραγδαία και προκλητική αποβολή της χριστιανικής κληρονομιάς και την υιοθέτηση μιας παράδοξης ειδωλολατρίας, της λατρείας του ανθρώπου και ό, τι έχει σχέση με την υλιστική και ηδονιστική απόλαυσή του. Γι’ αυτό αποκάλεσε την Ευρώπη «Λευκή Δαιμονία». Πρόβλεψε δε πως η πανίσχυρη Ευρώπη σύντομα θα γίνει συντρίμμια, λόγω αυτών των επιλογών της. Διαπίστωσε πως «Ο Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από την χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της».
      Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο δοκιμαζόμενο λαό του. Όρθωσε με ηρωισμό το ανάστημά του στους βαρβάρους και απάνθρωπους φασίστες και ναζιστές κατακτητές. Διαμαρτυρήθηκε με παρρησία εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στο Κράλιεβο. Κατάγγειλε με σφοδρότητα την υποκρισία των δυτικών χριστιανικών (υποτίθεται) κρατών, ιδιαίτερα για την αδιαφορία και την δικαιολόγηση της φοβερής γενοκτονίας των 880.000 νεκρών Σέρβων Ορθοδόξων από τους φασίστες παπικούς Κροάτες Ουστάσι. Είναι ο πρώτος που θα τους ανακηρύξει Νεομάρτυρες και θα συνθέσει υπέροχη Ακολουθία προς τιμήν τους.
     Για την πατριωτική και αντιστασιακή του δράση το 1941 συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Νταχάου, μαζί με τον μαρτυρικό Σέρβο Πατριάρχη
Γαβριήλ, για τρία φρικτά χρόνια. Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945 από τους συμμάχους.  Αλλά και πάλι δεν βρήκε ησυχία και ελευθερία να ασκήσει τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Το άθεο και απάνθρωπο μαρξιστικό καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε στην Γιουγκοσλαβία, πρώτο του μέλημα ήταν ο διωγμός της Εκκλησίας και γενικά κάθε θρησκευτικής πίστεως και εκδήλωσης. Ο άγιος Νικόλαος στοχοποιήθηκε από τους κομμουνιστές, τον οποίο χαρακτήρισαν «εχθρό του λαού», αυτόν τον μεγάλο ανθρωπιστή, ο οποίος διέσωσε χιλιάδες ανθρώπους στα χρόνια της κατοχής και επέδειξε πρωτοφανή πατριωτικό φρόνημα!
       Έτσι εξαναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Το 1946 μετέβη στην Αμερική, όπου αναδείχθηκε σπουδαίος ποιμένας, διδάσκαλος, καθηγητής, κήρυκας, ομολογητής και όσιος στο Νέο Κόσμο. Απέβη ένας φλογερός απόστολος της Ορθοδοξίας στην αμερικανική ήπειρο, σε μια εποχή, που έκανε την εμφάνισή του ο πρώιμος οικουμενισμός, ο οποίος σχετικοποιεί την Ορθοδοξία μας. Διορίστηκε καθηγητής στην σερβική Ιερατική Σχολή  της Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στην Θεολο­γική Ακαδημία Αγίου Βλαδίμηρου και στις Ιερατικές Σχολές της Τζόρντανβιλ (Νέας Υόρκη) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία).
      Όντας καθηγητής στην Σχολή του Αγίου Τύχωνος, κοιμήθηκε ξαφνικά, ενώ ετοιμαζόταν να τελέσει τη Θεία Λειτουργία στις 5 Μαρτίου 1956. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Σερβία το 1991 και τοποθετήθηκαν στην Ιερά Μονή Τσέλιε, δίπλα με τα ιερά λείψανα του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (+1979). Η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε το Μάιο του 2003 από τη Σερβική Εκκλησία και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 5 Μαρτίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Συναξαριστής της 1ης Δεκεμβρίου

 Ὁ Προφήτης Ναούμ

 
 


Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Συμεών. Πατρίδα εἶχε τὴν Ἐλκεσέμ, γι᾿ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.

Τὸ βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μικρὰ κεφάλαια καὶ ἀφορᾷ τὴν τύχη τῆς πόλης Νινευῆ.
Στὸ Α´ κεφάλαιο, ὑμνεῖ τὸ Θεό.
Στὸ Β´ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τὸν ὄλεθρο τῆς Νινευῆ μὲ τὰ ἅρματά της, τοὺς ἱππεῖς καὶ τοὺς θησαυρούς της.
Στὸ Γ´ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τὴν Νινευὴ σὰν πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καὶ πορνείας.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί λέει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ τί γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο: «Χρηστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος». Ναούμ, Α´ 7 -8.

Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους. Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται. Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.

Ὁ πρoφήτης Ναοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.


Ἀπολυτίκιον


Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τὰς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κάθισμα


Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.
 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος

Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Εὐεργετινός, ὅτι ἔγινε μοναχὸς καὶ ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική.

Γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ ὅμως περισσότερο, ἄφησε τὸν ἡσυχαστικὸ βίο καὶ πῆγε σὲ μία κοινοβιακὴ Μονὴ στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὑποτάχθηκε στὸν ἡγούμενο, δουλεύοντας τὶς πιὸ σκληρὲς δουλειὲς τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ ἔδειξε πολλὴ ὑπακοὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ ἔγινε ὑπόδειγμα ἀσκητικῆς ταπεινοφροσύνης, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
 

 
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται σὰν Ὀνησίφορος, μαζὶ μὲ τὸν Σολομῶντα, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος Ἐφέσου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων
 
 


Ἦταν ὑπόδειγμα κάθε ἀρετῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἀγαθοεργίας. Ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν πόλη Ἀμνεία τῆς Παφλαγονίας, καὶ τοὺς γονεῖς του ἔλεγαν Γεώργιο καὶ Ἄννα. Παντρεύτηκε τὴν Θεοσεβὼ καὶ ἀπόκτησε τρία παιδιά. Ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη, καὶ δυὸ κόρες, ποὺ τὴν πρώτη ἔλεγαν Ὑπατία καὶ τὴν δεύτερη Εὐανθία.

Ὁ Φιλάρετος ἦταν γεωργὸς καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του, πλουσιοπάροχα μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Πεινασμένο ἔβρισκε; τὸν χόρταινε. Γυμνό; τὸν ἕντυνε. Χήρα καὶ ὀρφανό; βοηθοῦσε καὶ παρηγοροῦσε. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ ὁ Φιλάρετος κάποτε κατάντησε πολὺ φτωχός.

Ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, ἔδειξε θαυμαστὴ καρτερία ὅπως ὁ Ἰώβ, καὶ συνέχισε νὰ ἀγαθοεργεῖ μέχρι ὑπερβολῆς. Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν ἀσυναγώνιστη πίστη του οἰκονόμησε μὲ τὴν πρόνοιά Του, ὥστε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ γιὸς τῆς βασίλισσας Εἰρήνης, νὰ πάρει γιὰ γυναῖκα του τὴν ἐγγονὴ τοῦ ἁγίου Μαρία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ὡραία στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
 
Τὸν δὲ Φιλάρετο, τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου. Ἔτσι ἔγινε κάτοχος πολλοῦ πλούτου, ποὺ τὸν διαμοίραζε ἀκόμα πιὸ ἄφθονα στοὺς φτωχούς.

Ὅταν θὰ πέθαινε, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Παιδιά μου, μὴ ξεχνᾶτε ποτὲ τὴν φιλοξενία, μὴ ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράγματα, μὴ λείπετε ποτὲ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γενικὰ ὅπως ἔζησα ἐγὼ ἔτσι νὰ ζεῖτε καὶ ἐσεῖς». Καὶ αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, ξεψύχησε μὲ τὴν φράση: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου».


Ἀπολυτίκιον


Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσίᾳ, διεσκόρπισας τοῖς δεομένοις τὸν προσιόντα σοι πλοῦτον, Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγὸν τοῦ ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσι σε ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Πέρσης

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ἦταν ἕνας μεταξὺ τῶν Ἁγίων ποὺ δόξασαν τὸ ἔδαφος τῆς Περσίας μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν ἡρωισμό τους γιὰ τὴν πίστη.

Συνελήφθη διότι προσπαθοῦσε νὰ διαφωτίσει τοὺς πατριῶτες του στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Βασανίστηκε σκληρά, ἀλλὰ δὲν κάμφθηκε. Ἀντίθετα, παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοή, βλέποντας ὁράσεις ἀνδρῶν, περιβεβλημένων φωτεινοὺς στεφάνους, ποὺ τὸν καλοῦσαν στοὺς τόπους τῆς ἀνέκφραστης ἀγαλλίασης.
 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας καὶ Σολόχων Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ἀλλὰ μᾶλλον πρόκειται περὶ παρεξηγήσεως. Διότι Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου ὑπῆρξαν μόνο δυό, ὁ Ὀνήσιμος (ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω) καὶ ὁ Σολόχων ἢ Σολομών.
 

 
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ἁγίου Τρύφωνος
«Πλησίον τῆς ἁγίας Εἰρήνης ἀρχαίας καὶ νέας». Ἀλλὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Τρύφωνα, ὁρίζονται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς τὴν 19η Ὀκτωβρίου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος, Ἀρχιεπίσκοπος Λακεδαιμονίας

Ἐπονομάζεται καὶ θαυματουργός. Σῴζεται εἰκόνα του σὲ ἐκκλησία τῆς Μονεμβασίας, ὅπου ἀπὸ τὰ φθαρμένα στοιχεῖα δὲν γίνεται γνωστὴ ἡ ἐποχή του.
 
Ἄλλες πηγές μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἔζησε ἀσκητικότατο βίο, τὸν 9ο αἰῶνα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώσει τὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦ ποιμνίου του.

Ἦταν ὀπαδὸς τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου καὶ πῆρε μέρος στὴν κατὰ τοῦ Φωτίου συγκληθεῖσα Σύνοδο (869-870). Θεωρεῖται τοπικὸς Ἅγιος τῆς Λακεδαιμονίας, ἡ δὲ βιογραφία του συντάχθηκε ἀπὸ κάποιον ἀνώνυμο.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2019

Συναξαριστής της 25ης Ιανουαρίου

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 


Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ἀθλητὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Γεννήθηκε τὸ 329 στὴν Ἀριανζό, κωμόπολη τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ (1 Ἰανουαρίου) καὶ τὴν Νόννα (5 Αὐγούστου).

Στὴ Ναζιανζὸ διδάσκεται τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῷ τὴν μέση στὴν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸ συμμαθητή του Μ. Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντὰ σὲ περίφημους διδασκάλους τῆς ῥητορικῆς καί, τέλος, στὰ πανεπιστήμια τῆς Ἀθήνας, ὅπου βρίσκει, συμφοιτητὴ τώρα, τὸ Μ. Βασίλειο.

Ὅταν ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου στὸν Πόντο, κοντὰ στὸ φίλο του Βασίλειο, γιὰ περισσότερη ἄσκηση στὴν πνευματικὴ ζωή. Μετά, ὅμως, ἀπὸ θερμὲς παρακλήσεις τῶν δικῶν του, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ μπαίνει στὴν ἐνεργὸ δράση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου ἔρχεται νὰ πληγώσει τὴν ψυχή του, μὲ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν του προσώπων. Πρῶτα του ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, μετὰ τοῦ πατέρα του καί, τέλος, τῆς μητέρας του Νόννας.

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς θλίψεις, ἡ θεία Πρόνοια τὸν φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη (378), ὅπου ὑπερασπίζεται μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ χτυπᾷ καίρια τοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν πλημμυρίσει τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὸ σκληρὸ αὐτὸ ἀγῶνα, ὁ Μ. Θεοδόσιος τὸν ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381).

Στὴ Β´ Οἰκουμ. Σύνοδο, μία μερίδα ἐπισκόπων τὸν ἀντιπολιτεύεται γιὰ εὐτελὴ λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασμένος, δηλώνει τὴν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στὴ γενέτειρά του Ἀριανζὸ καὶ τελειώνει μὲ εἰρήνη τὴν ζωή του, τὸ 390. Ἄφησε μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ φιλοσοφημένα ποιήματά του.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.

 
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ἦταν βουλευτῆς. Ὁ Πούπλιος, ψυχὴ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὴν φιλάνθρωπη αὐταπάρνηση τῶν πρώτων χριστιανῶν, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ὅλα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀναχωρητήριο.

Ἐκεῖ, δὲν ἄργησε νὰ σχηματισθεῖ γύρω τοῦ μικρὴ κοινωνία ἀδελφῶν ἐρημιτῶν, τῆς ὁποίας αὐτὸς ἦταν ὁ ὁδηγὸς καὶ ὁ διδάσκαλος. Τοὺς κατάρτιζε στὴν εὐσέβεια καὶ ἐγκράτεια, καὶ ἀνέδειξε ἀπ᾿ αὐτοὺς πνευματικοὺς ἄνδρες οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς χρησίμευσαν στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι καλὰ ἀγωνίστηκε ὁ ἀοίδιμος Πούπλιος, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

 
Ὁ Ὅσιος Μαρής

Τὴ βιογραφία του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος. Ὁ Ὅσιος Μαρὴς ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ καλλίφωνος. Ἔψαλλε στοὺς ναοὺς καὶ ζοῦσε μὲ ἐγκράτεια καὶ σεμνότητα. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Ὅμηρου ἡ Νήτις καὶ ἔκτισε σπίτι, ὅπου διέμεινε γιὰ τριάντα ἑπτὰ (37) ὁλόκληρα χρόνια, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔζησε συνολικὰ ἐνενήντα (90) χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώς

Ὁ ὅσιος Ἀπολλὼς βρέφος ἀκόμα ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε χρονῶν πῆγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀπόκτησε πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές. Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μεγάλων χαρισμάτων, ὅπως τὸ προορατικὸ καὶ τὸ θαυματουργικό. Ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε, πίστεψε σχεδὸν ὅλη ἡ Αἴγυπτος στὸν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, καλὰ ἀγωνιζόμενος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.

 
Ἡ Ἁγία Μεδούλη μὲ τὴν συνοδεία της

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τὶς ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά.

 
Ὁ Ὅσιος Καστῖνος ἐπίσκοπος Βυζαντίου

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καὶ ἦταν στὴν ἀρχὴ εἰδωλολάτρης. Στὸν χριστιανισμὸ τὸν προσείλκυσε ὁ ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως Κυριλλιανός. Ἀμέσως τότε ὁ Καστῖνος μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἔκανε τὸ 230 μὲ 237. Μέχρι τῆς ἐποχῆς του ὁ καθεδρικὸς ναὸς ἦταν στὰ παραθαλάσσια τοῦ σημερινοῦ Γαλατᾶ. Πρῶτος δὲ αὐτὸς ἔκτισε ναὸ στὸ Βυζάντιο, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν γράφει: Κωνσταντῖνον.

 
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ὁ Σκευοφύλακας

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεομάρτυρας

 


Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς τῶν Ἰωαννίνων τὸ 1600, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Νεαρὸς ἀκόμα, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων στὸ χάνι, τὸ λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα ὅμως, ἐπεθύμησε τέρψεις καὶ ἡδονές, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ βασιλικὰ καράβια, ὅπου ξεφάντωνε μὲ τοὺς Τούρκους φίλους του.

Αὐτοὶ οἱ φίλοι του ὅμως, τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε τὴ θρησκεία τους. Φοβισμένος ὁ Αὐξέντιος ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε μία βάρκα, ἔκανε τὸν βαρκάρη. Μετανιωμένος ὅμως γιὰ τὰ προηγούμενα σφάλματά του, θέλησε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τυχαία τότε, συνάντησε τὸν Σύγκελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνὸ καὶ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του.

Ἀργότερα, τὸν συνάντησαν στὸν δρόμο ναυτικοί του στόλου, τὸν ἀναγνώρισαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Στὸ κριτήριο ὁ Αὐξέντιος, παρὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησε πὼς εἶναι χριστιανός. Ἔτσι τὸν φυλάκισαν στὸ Πασά - Καπισί. Στὴ φυλακὴ αὐτή, ὁ Σύγκελλος Γρηγόριος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ σταθεῖ ἀνδρεῖος μπροστὰ στοὺς ἀπίστους.

Ἀνακρινόμενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος ἐπέμενε λέγοντας: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω ν᾿ ἀποθάνω». Τότε τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό. Τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 25 Ἰανουαρίου 1720 στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου.

 
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος ἡγούμενος Μονῆς Πουπλίου

Τὸν ὅσιο αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ γραφόμενά του, ὁ Ὅσιος αὐτός, ἀφοῦ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πουπλίου (βλ. σχετικῶς γιὰ τὸν ὅσιο Πούπλιο, αὐτὴ τὴν μέρα, πιὸ πάνω), καὶ ἀφοῦ ἔζησε ὁσιακά, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἡ Ἁγία Μαργαρίτα

 


Ἴσως πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια μ᾿ αὐτὴ τῆς 1ης Σεπτεμβρίου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Μωυσής ὀ Θαυματουργός Ἐπισκοπος Νόβγκοροντ

 


Ὀ Ὄσιος Μωυσής, κατά κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.×. καί γεννήθηκε στό Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπό τήν παιδική τοῦ ἠλικία ἀγάπησε τόν μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἐγκατέλειψε κρυφά τήν πατρική τοῦ οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή Ὀτρόχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὄπου ἔγινε μοναχός. Οἰ γονεῖς τοῦ τόν ἀναζητοῦσαν παντού. Ὄταν τόν βρῆκαν, τόν παρακάλεσαν νά ἔρθει κοντά τους καί νά μονάσει σέ κάποια μονή τοῦ Νόβγκοροντ. Ὀ Ἅγιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἐπραξε συμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καί συνέχισε τόν ἀσκητικό τοῦ βίο στή μονή Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ἀπεστάλη ὦς Ἀρχιμανδρίτης στή μονή Γιοῦρεφ.

Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυίδ (τιμᾶται 21 Δεκεμβρίου), ὀ Ἅγιος Μωυσής ἐξελέγη, τό ἔτος 1325 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τήν παρακλήση νά ἀποσυρθεῖ καί νά ζήσει ἀσκητικά, μέσα στή σιωπή καί τήν ἡσυχία. Τό 1330 μ.×. ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Κολμώφ, ἀλλά δέν ἔμεινε για πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στήν περιοχή Ντερεβγιανίτσα, ὄπου κατέφυγε καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν Ἀναστάση τοῦ Κυρίου.

Τό 1354 μ.Χ. ὀ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθεός (1354 - 1355 μ.Χ., 1364 -1376 μ.Χ.), ἀπό βαθύ σεβασμό πρός τό προσωπο τοῦ Ἁγίου Μωυσέως, τοῦ ἔδωσε τό προνόμιο νᾶ φορεῖ πολυσταύριο.

Ὀ Ἅγιος Μωυσής ἑξακολούθησε τό θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά, στό μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1362 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του διατηρήθηκε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο

 
Ἅγιος Γαβριήλ ἐκ Γεωργίας

 


Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατά κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στίς 15 Νοεμβρίου 1825 μ.Χ. στό χωριό Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ψυχολογία, τή Θεολογία καί τή Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπισκοπος στήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1896 μ.Χ.

 
Ἅγιος Βλαδίμηρος ὀ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου

 


Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου 1848 μ.Χ. στό χωριό Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπώφ τῆς Ρωσίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμαθε τά πρώτα γράμματα στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί ἐπειτα σπούδασε στή θεολογική σχολή τοῦ Κιέβου. Ὄταν τό 1874 μ.Χ. ἀποπεράτωσε τίς σπουδές του, διορίσθηκε ὦς καθηγητῆς στήν ἐκκλησιαστική σχολή τοῦ Ταμπώφ, ὄπου καί νυμφεύθηκε.

Ἀπό μικρό παιδί εἶχε κλήση πρός τήν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τό ἔτος 1882 μ.Χ., χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοποθετεῖται στό ναό τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Στήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς τοῦ διακονίας, μαζί μέ τόν σταυρό τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καί τόν σταυρό τῆς χηρείας. Τό 1886 μ.Χ. ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καί λίγο ἀργότερα τό μονάκριβο παιδί του.

Ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μέ αὐτῆ τοῦ πολυπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπό τόν κόσμο καί ἀκολουθεῖ τή μοναχική ὀδό. Ἐγκαταβιώνει σέ μονή τοῦ Κοζλώφ καί στίς 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός μέ τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Τό ἔτος 1888 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἐπισκοπος τῆς πόλεως Σταρορούσκϊυ καί καλεῖται νά διακονήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλοψυχα στό πολυπαθο καί ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στό προσωπό τοῦ τόν ἀληθινό ποιμένα καί πατέρα καί τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τόν γνησιότατο μιμητή.

Στίς 19 Ἰανουαρίου 1891 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τό 1892 μ.Χ. Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καί Καχεζίας καί στίς 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Τό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὄμως καί πάλι, ὄταν ἐκλέγεται, στίς 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χχ., Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τό 1915 μ.Χ. ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τά καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.

Τά γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917 μ.Χ.) ἀποτέλεσαν, για τούς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τήν ἀφορμή για νά ἐπιχειρήσουν τήν ἀνεξαρτησία τους. Τό Οὐκρανικό συμβούλιο πίεσε τόν Ἅγιο νά προβεῖ σέ ἐκκλησιαστική αὐτονομία. Ἐκεῖνος δέν τό ἐπραξε καί τόν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στή μονή τῶν Σπηλαίων. Δέν θέλησε νά ὑποχωρήσει παρά τίς ἀπειλές.

Τά γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δέν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τό Κίεβο, τό ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπό τόν ἐπαναστατικό στρατό. Στίς 23 Ἰανουαρίου 1918 μ.Χ. οἰ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στή μονή τῶν Σπηλαίων. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐκτέλεσαν. Τό μόνο πού ζήτησε, πρίν τόν ἐκτελέσουν, ἦταν νά τοῦ χαρίσουν λίγη ὤρα, για νᾶ προσευχηθεῖ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...