Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σώτος Χονδρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σώτος Χονδρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011

Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν. Σώτου Χονδρόπουλου (σελ.126-127)

 




Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
Σώτου Χονδρόπουλου
σελ. 126-127
Ἕνας ἄνθρωπος πού κατοικοῦσε στά παράλια τῆς ἐπαρχίας τῶν Λυκῶν, ἑόρταζε κάθε χρόνο τήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Καί ὅταν κάποτε ἑόρταζε ὁμοίως καί συναθροίσθηκε στό ναό πλῆθος λαοῦ, παρευρισκόταν μαζί τους καί ὁ Βασίλειος ὁ γυιός τοῦ μνημοποιοῦ, ἐπιτελώντας τήν ἄγρυπνη δοξολογία πρός τόν Θεό καί τόν ὑπηρέτη Του Νικόλαο.
Κι εὐθύς κυκλώνει τό ναό νέφος ἀθέων Ἀγαρηνῶν καί πλῆθος λαοῦ μαζί μέ τόν Βασίλειο μεταφέρονται αἰχμάλωτοι στήν Κρήτη.
Καί ὅλους μέν τούς καταδικάζουν ἐπιβάλλοντάς τους δεσμά καί δουλεία, τόν δέ Βασίλειο ὡς εὐπρεπῆ τόν παίρνει ὁ πασᾶς καί το συναριθμεῖ μέ τούς ὑπηρέτες του, γιά νά τόν ὑπηρετεῖ στήν τράπεζά του.
Οἱ δέ γονεῖς τοῦ παλλικαριοῦ μετέβαλαν τή γιορτή σέ πένθος κι ἐστενοχωριούνται πολύ. Ἀφοῦ δέ πέρασε ὁ καιρός καί ἡ γιορτή πλησίαζε πείθει ὁ ἄνδρας τή γυναῖκα. «Οὔτε ἐμᾶς», ἔλεγε, «γυναίκα, οὔτε τό παιδί μας ὠφελεῖ ὁ θρῆνος μας καί δέν κάνουμε τίποτε, οὔτε θά μπορέσουμε νά ἑορτάσουμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου μας».
Πείθεται λοιπόν ἡ γυναίκα ἀπό τόν ἄνδρα της, ἑτοιμάζουν πλέον ὅλα τά ἀπαραίτητα τῆς δεξιώσεως τῆς γιορτῆς, συναθροίζονται οἱ συνδαιτημόνες στό δεῖπνο, ὅπως συνηθίζεται, καί οἱ φίλοι παρηγοροῦσαν τούς γονεῖς γιά τό χαμένο τους σπλάχνο.
Ἔπειται ἀκούγεται πολύ ἐνοχλητικά τό γαύγισμα τῶν σκύλων. Ὡς ἐκ τούτου ἀφοῦ ἔσβησαν ὅλες τίς δαδουχίες, ὅλοι ἐσιώπησαν ἀπό τό φόβο τῶν Ἀγαρηνῶν.
Ἐπειδή δέ νόμιζαν ὅτι ἔγινε νέα ἐπιδρομή, ταράχθηκαν σφόδρα.

Ὁ δέ πατέρας παρακύπτοντας στό ἀποσκίασμα τοῦ τοίχου, κατασκόπευε γύρω-γύρω ἤρεμα, ἀναζητώντας τήν αἰτία τοῦ γαυγίσματος τῶν σκύλων. Καί νά, πρός τό μέσον τῆς αὐλῆς βλέπει ἔκπληκτος νά στέκεται ὁ Βασίλειος, φορώντας μουσουλμανική στολή κρατώντας δέ στό χέρι του ποτήριο με δύο λαβές γιά κρασί διά πλῆθος κεράσματα.
Καί ἔλεγε: «Παιδί μου Βασίλειε, αὐτός εἶσαι ἤ φάντασμα μέ ἀπατᾶ;» Τό παιδί δέ ἔλεγε: «Μήν ὑποψιάζεσαι, πατέρα, ὅτι βλέπεις φάντασμα.
Ἐγώ εἶμαι ὁ γυιός σου Βασίλειος». Ἀφοῦ δέ ἀγκαλιάσθηκαν, νά καί ἡ μητέρα καί οἱ φίλοι περικύκλωσαν τό παιδί κρατώντας πολλά φῶτα καί ρωτοῦσαν νά μάθουν τήν αἰτία τῆς παράδοξης ἐπιστροφῆς του στό σπίτι: «Νωρίς», λέγει τό παιδί, «κατά τήν ὥρα τοῦ δείπνου ἀφοῦ γέμισα τό ποτήριο μέ κρασί γιά νά τό δώσω στόν πασᾶ, δέν κατάλαβα πῶς ἁρπάχτηκα μετέωρος καί ἦλθα ὥς ἐδῶ καθώς βλέπετε.
Ἐνόμισα δέ ὅτι δέν στεκόμουν πάνω στή γῆ, μέχρις ὅτου μ’ ἐφώναξε ὁ πατέρας, μαζί μου δέ ἔβλεπα καί τόν προστάτη μας καί θεῖο Νικόλαο». Ἡ μητέρα, παίρνοντας τον στήν ἀγκαλιά της, ἔλεγε κλαίοντας: «Σ’ ἔχω στά χέρια μου, παιδί μου, ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ προστάτη μας, κι ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι δολοφονήθηκες ἀπό τούς μιαρούς καί μιαιφόνους»
Ὅταν ἐξημέρωσε ὅλη ἡ περιοχή ἐμαζεύτηκε στό σπίτι καί ἐξ αἰτίας τοῦ θαύματος αὐτοῦ ὅλοι ἐδόξαζαν τόν Θεό καί συνάμα τόν ὑπηρέτη Του καί θεῖο Νικόλαο.


Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
Σώτου Χονδρόπουλου
Ἐκδόσεις «Καινούργια Γὴ»
σελ. 126-127

Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν. Σώτου Χονδρόπουλου (σελ.135-136)



Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
σελ. 135-136
Ἔφθασε ὁ καιρός νά ἐξηγήσουμε ἱστορικά ἕνα νεώτερο θαῦμα τοῦ θείου Νικολάου. Ὅταν ἕνας Αἰγύπτιος Σαρακηνός ἐψάρευε μέ τή βάρκα του, ὅπως συνήθιζε, πέφετει ἐπάνω του πνεῦμα καταιγίδας μέ πολλή σφοδρότητα καί ἐξορίζοντάς τον στά βαθιά πελάγη, τόν ἔκανε ν’ ἀπελπιστεῖ.
Ἀφήνοντας πλέον τό πλοιάριο ἀκυβέρνητο,ἔπεσε μπρούμυτα στό μέσο του κραυγάζοντας καί λέγοντας: «Ἅγιε Νικόλαε, τόν ὁποῖον ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοί, ἐάν προφθάσεις καί μέ σώσεις ἀπό τόν κίνδυνο αὐτό, ἀρνοῦμαι τή θρησκεία τῶν Σαρακηνῶν καί γίνομαι χριστιανός».
Εἶπε ὅλα αὐτά καί λιποθυμώντας ἀπό τόν κλύδωνα παρέμεινε στό πλοιάριο ἀκίνητος, σχεδόν νεκρός. «Βλέπω», τότε λέει, «ἕναν ἱεροπρεπῆ ἄνδρα νά μοῦ λέει: «Καί ἄν ἐλευθερωθεῖς ἀπό τόν παρόντα κίνδυνο, θά γίνεις χριστιανός;»
Καί ξαναεῖπα ἐγώ: «Ναί, Κύριε, μόνο ἐλέησέ με».
Ἐνῶ ὑποσχόμουν ὅλ’ αὐτά, ἐκράτησε τό τιμόνι καί δέν ἔπαψε νά διακυβερνᾶ τό πλοιάριό μου, μέχρις ὅτου μέ διέσωσε, φέρνοντάς με στό κάστρο τῆς Ἀτταλείας.

Ὅταν βρέθηκα στή χέρσα γῆ ἐθαύμαζαν ὅλοι καί μέ φώναζαν «μονοναύτη».
Ἀφοῦ μ’ἐρώτησαν πολλά οἱ κάτοικοι, ρώτησα κι ἐγώ, ἐάν εἶναι ἐδῶ ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Μέ φέρνουν στό ζητούμενο ναό καί εἶδα τή μορφή τοῦ ἐλευθεωρτῆ μου στήν ἁγία εἰκόνα καί τόν ἐγνώρισα καί τόν προσκυνοῦσα καί ὁμολογοῦσα τή χάρη τοῦ ἁγίου Νικολάου πού πραγματώθηκε σέ μένα». Αὐτά μᾶς ἐξήγησε ὁ πρώην Σαρακηνός.

Οἱ ἄνδρες τοῦ κάστρου συμμαρτυροῦν γιά τό θαῦμα καί ἐπίσης ὅτι βαπτίστηκε ὁ ἄνδρας αὐτός, ἔγινε χριστιανός, παντρεύτηκε νομίμως χριστιανή γυναίκα, τεκνοποίησηε καί κατέστη εὔπορος. Τά παιδά του ὥσαμε τώρα διασώζουν τό ὄνομά του καί λέγονται «τά παδιά τοῦ μονοναύτη».
Ἑορτάζουν κάθε χρόνο τόν ἅγιο Νικόλαο, ἐκθειάζουν τό θαῦμα ὅπου ἄκουσαν κι αὐτοί ἀπό τόν πατέρα τους, πρός δόξα του Θεοῦ καί ἔπαινο τοῦ θείου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικολάου.

***
Σελ.136
Σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια τοῦ ἁγίου Νικολάου στή βασιλεύουσα μερικοί λειτουργοί τοῦ δημοσίου, ὑπερήφανοι καί ἀλαζόνες, ταλαιπώρησαν πολύ τόν ἡγούμενο καί ὅλους τούς ἀδελφούς γιά κάποια ὑπόθεση.
Ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρακαλοῦσαν θερμά τόν ἅγιο Νικόλαο νά σταματήσει τή συμφορά. Κάποιος ἀδελφός πού ἐδεινοπάθησε πιό πολύ ἀπό τούς ἄλλους, κτυπᾶ τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου στήν εἰκόνα μέ τό ραβδί τῶν κανδηλῶν.
Ἀμέσως ξεχύθη ἕνα ποτάμι αἵματος καί περικάλυψε μέ αἵματα ὅλη τήν εἰκόνα, ἐνῶ αὐτός πού ἐκτύπησε καί οἱ ὑπόλοιποι κατελήφθησαν ἀπό ὑπερβολικό τρόμο. Ὁ ἅγιος λουσμένος στά αἵματα, φανερώθηκε τό βράδυ ἐκεῖνο στό βασιλέα καί εἶπε: «Βλέπεις βασιληά, βλέπεις, τί γίνεται κατά τήν διάρκεια τῶν ἡμερῶν τῆς βασιλείας σου; Καί κύτταξε, οὔτε γιά σένα θά βγεῖ τίποτα καλό, ἐάν δέν διορθώσεις τό σφάλμα σου, διότι οἱ ἀταξίες τῶν ὑπηρετῶν σου ἔχουν τήν ἀναφορά τους ἀπάνω σου».

Ὁ βασιληᾶς ἀπό τό φόβο του δέν μποροῦσε νὰ ρωτήσει ποιός εἶναι ὁ φανερωθείς ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος ὅμως μόνος του ἐδήλωσε τό ὄνομα καί τή μονή του. Λέγει: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Νικόλαος ὁ ἐκ τῆς μονῆς Μολιβωτοῦ». Καί λέγοντας αὐτά ἔφυγε ἀπό τό βασιλέα.
Ὁ βασιληᾶς καταφθάνει μέ φόβο στή Μονή, ὅπου καί εἶδε τήν ἁγία εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου αἱματοβαμμένη. Παρακαλώντας τότε ἐκ βαθέων τόν ἅγιο, ἐζητοῦσε συγγνώμη καί διατυπώνοτνας γραπτῶς βασιλικές δωρεές καί προνόμια καί ἐξυπηρετώντας τόν ἡγούμενο καί τούς ἀδελφούς, ξαναγυρίζει στό παλάτι φοβισμένος.
Ἀπό τότε ὁ βασιληᾶς διετέθη εὐμενῶς πρός τή Μονή μέ αὐτό τό θαῦμα.

Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
Σώτου Χονδρόπουλου
Ἐκδόσεις «Καινούργια Γὴ»
σελ. 135-136

Ἐπιμέλεια κειμένου
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...