Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011

O Μητροπολίτης Αιτωλίας Κοσμάς για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την Εθνική Παλιγγενεσία του 1821

Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ
( ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 34 )
Ο ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
ΚΟΣΜΑΣ
Πρός τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἑορτάζουμε σήμερα ὡς Χριστιανοί τήν σωτηρία μας καί ὡς Ἕλληνες τήν Ἐλευθερία μας. Ζοῦμε τό θαῦμα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί τό θαῦμα τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ Ἑλληνικοῦ μας ἔθνους.
Ἑορτάζουμε τόν Ἐυαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Μυστήριο μέ ἄπειρο βάθος, τό ὁποῖο ὡς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νιώθουμε καί δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό μας...

Αἰσθανόμαστε σήμερα ὡς πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε σαν γέφυρα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς τήν Παναγίας μας, γιά νά κατέβει ὁ Σαρκωθείς Θεός ὡς ἄνθρωπος στή γῆ καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο.

Χαίρουμε καί πανηγυρίζουμε γιατί πλέον ὅλοι μας, ὡς ἁμαρτωλοί, μποροῦμε μέ τήν σάρκωση τοῦ Κυρίου μας νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν δουλεία τῆς αμαρτίας, ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο, νά γίνουμε κατά χάριν Θεοί.

Χαίρουμε καί δοξάζουμε τόν Θεό μας, εὐγνωμονοῦμε τήν Παναγία μητέρα μας γιά τήν οὐράνια δωρεά.

«Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον…»

Σήμερα ὅμως ἑορτάζουμε καί τήν ἐπέτειο τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας. Ἑορτάζουμε τόν Εὐαγγελισμό τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου γένους μας ἀπό τόν βαρύτατο τουρκικό ζυγό τῶν τετρακοσίων χρόνων.

Σήμερα, ὁ νοῦς μας τρέχει ἀπό τήν πικρή κερκόπορτα τῆς Βασιλεύουσας ὡς τήν γλυκειά ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μας. Σκέπτεται τήν πικρή σκλαβιά, τήν ἀπανθρωπιά τῶν κατακτητῶν, τό φρικτό παιδομάζωμα, τίς ταπεινώσεις τῶν ἀδελφῶν προγόνων μας, τίς ἑκατόμβες τῶν ἁγίων νεομαρτύρων, τά φρικτά μαρτύριά τους, τούς ποταμούς τῶν αἱμάτων πού χύθηκαν.

Σήμερα ὁ νοῦς μας τρέχει στά κακοτράχαλα βουνά, στά λαγκάδια ὅλης τῆς πατρίδος, στά νησιά μας τά μαρτυρικά, στίς θάλασσές μας.

Βλέπουμε σάν λιοντάρια τούς γενναίους προμάχους τῆς ἐλευθερίας μας νά τρέχουν στόν θάνατο πολεμώντας, ὅπως στά Δερβενάκια, στά Ψαρά, στή Χίο, στή Γραβιά, στήν Ἀλαμάνα, στό Σούλι, στό Ζάλογγο, στή Νάουσα, στό μαρτυρικό Μεσολόγγι μας. Τούς θαυμάζουμε, τούς καμαρώνουμε, τούς χειροκροτοῦμε.

Ὅλοι ντύθηκαν τήν πανοπλία τῆς ψυχικῆς τόλμης, γιά νά γίνουν ἐθελοντές στόν ἅγιο ἀγῶνα, γιά νά πεθάνουν καί νά μᾶς χαρίσουν τήν δυνατότητα νά ἀναπνέουμε ἐλεύθερο ἀέρα.

Εἶναι γεγονός πώς ἦταν ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι μέ ἀδυναμίες κι αὐτοί. Ὅμως δέν νικήθηκαν ἀπό τά πάθη τους. Κυριαρχήθηκαν ἀπό τήν ἄσβεστη δίψα τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐλευθερίας. Πάλαιψαν μέ τήν στέρηση, τήν γύμνια, τήν πεῖνα καί τήν δίψα. Δέν ἐπαναστάτησαν γιά τό «τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν». Τά παραμέλησαν ὅλα - καί τήν «ἁμαρτωλή εἰρήνη» - γιά χάρη τῆς ἐλευθερίας. Θυσιάστηκαν γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία.

Ποιός ἄλλος τόλμησε νά σηκώσει χέρι κατά τῶν Τούρκων; Οἱ φτωχοί ραγιάδες τόλμησαν. Γιατί ἀγαποῦσαν τήν πατρίδα, τήν Ἑλλάδα καί τήν ἐλευθερία της. Δέν ἄντεχαν ἄλλο τήν σκλαβιά. Καί τήν ἐλευθέρωσαν. Ὅλοι μαζί κληρικοί καί λαϊκοί, προύχοντες καί λαός, ἀδελφωμένοι καί συναθλοῦντες.

Ὁλόκληρο νέφος ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν, ὅπως ὁ μεγάλος μας πολιοῦχος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ μαρτυρικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ καλόγερος Σαμουήλ, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ ἡγούμενος Γαβριήλ τοῦ Ἀρκαδίου καί ἀναρίθμητοι ἄλλοι, κατακρεουργήθηκαν γιά νά φυτέψουν, νά τροφοδοτήσουν καί νά προσφέρουν τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας καί τούς γλυκεῖς καρπούς του.

Κι ὅλοι ἀγωνίσθηκαν καί νίκησαν στηριζόμενοι στήν ὀρθόδοξο πίστη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ ἐθνεγερσία ἦταν «οὐράνιος κίνησις», ὅπως λέει ὁ Γεώργιος Τερτσέτης. Φωτισμένη ἡ ψυχή τῶν σκλάβων ἀπό τό αἰώνιο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί θρεμμένη μέ τό αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥρμησαν στήν μάχη γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ κατακτητοῦ.

Τό ράσο κρατοῦσε ἀναμμένη τή φλόγα τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐλευθερίας. Κάτω ἀπό τούς θόλους τῶν ναῶν, μέ τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ, ἐμπρός στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς μεγάλης μητέρας τῆς Παναγίας μας καί τῶν ἁγίων, ὁ παπαδάσκαλος τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ διαιώνιζε σταθερά τήν ἐθνική καί ἑλληνική συνείδηση, θέριευε τήν ἐλπίδα τῆς λευτεριᾶς. Ἔτσι ἀνατράφηκαν οἱ ἥρωες, οἱ νεομάρτυρες, οἱ γίγαντες τῆς θυσίας καί τῆς νίκης. Ἔτσι ἀνδρώθηκαν καί ἐλευθέρωσαν τήν Ἑλλάδα.

Ἀγαπητοί, σήμερα, αὐτή τήν διπλή γιορτή τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐλευθερίας, ἄς σταθοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη, μέ καρδιακή εὐχαριστία. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Λυτρωτή μας Χριστό, τήν Παναγία μας, ἀλλά καί τούς ἐνδόξους ἥρωες τῆς ἐθνεγερσίας μας. Μή φανοῦμε ἀχάριστοι.

Κάποιοι σήμερα, αὐτοαποκαλούμενοι πολιτισμένοι καί ἐλεύθεροι, μᾶς προκαλοῦν, μᾶς ἀναγκάζουν νά ἀρνηθοῦμε τόν ἐλευθερωτή Χριστό μας καί τό γνήσιο πνεῦμα, τό περιεχόμενο καί τό σκοπό τῆς ἐθνεγερσίας μας.

Διαστρέφουν τήν γνήσια Ἱστορία μας, θολώνουν τόν Ἀγῶνα τῶν ἡρώων μας, προσβάλουν τή Θυσία τους, δηλητηριάζουν τή νέα γενιά μας, τήν παραπληροφοροῦν.

Ἐμεῖς σήμερα, ἄς πάρουμε τίς σωτήριες ἀποφάσεις μας. Ὅσοι θέλουμε νά γίνουμε αὐθεντικοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί Ἕλληνες, μήν δεχθοῦμε νά μᾶς ἀγγίξουν οἱ ὑλόφρονες, ὑλιστικές καί ἀνιστόρητες φωνές∙ φωνές πού ὑπηρετοῦν σκοτεινούς σκοπούς.

Ἄς κλείσουμε στήν καρδιά μας τό γνήσιο φρόνημα καί μήνυμα τοῦ 1821 κι ἄς τό μεταλαμπαδεύσουμε στά παιδιά μας, ἡρωικό καί γάργαρο.

Εὔχομαι ὁ Χριστός καί ἡ Ἑλλάδα νά γεμίζει τήν καρδιά μας γιά νά ἐπιτύχουμε τή σωτηρία καί νά μένουμε πάντοτε ἀδούλωτοι Ἕλληνες.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ

το κακό

ΤΟ ΚΑΚΟ
Του Αγίου Διαδόχου Φωτικής
================
Τό κακό δὲν ὑπάρχει στὴ φύση, οὔτε εἶναι κανεὶς πλασμένος κακός·
τίποτε κακὸ δὲν δημιούργησε ὁ Θεός.
Ὅταν κάποιος ἐπιθυμήσει στὴν καρδιά του τὸ κακὸ καὶ δώσει ἔτσι ὑπόσταση στὸ ἀνυπόστατο, τότε ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ θέλησε αὐτὸς ποὺ τὸ δημιουργεῖ.
Πρέπει ἑπομένως νὰ φροντίζουμε πάντοτε νὰ ἔχουμε στὴ μνήμη μας τὸν Θεό καὶ νὰ πολεμοῦμε τὴ συνήθεια γιὰ τὸ κακό.
Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει γιατὶ ἡ φύση τοῦ καλοῦ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴ συνήθεια γιὰ τὸ κακό, ἀφοῦ τὸ καλὸ ὑπάρχει ἐνῶ τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο ὅταν τὸ κάνουμε.
*****
ΟΙ ΚΑΚΙΕΣ
Του Αγίου Μαξίμου Ὁμολογητή
===========
Οἱ κακίες ἐκδηλώνονται στὸν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, τοῦ θυμοειδοῦς καὶ τοῦ λογιστικοῦ.
Τῆς λογιστικῆς δυνάμεως κακὴ χρήση εἶναι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη, ἐνῶ τῆς θυμοειδοῦς δυνάμεως καὶ τῆς ἐπιθυμητικης κακὴ χρήση εἶναι τὸ μίσος καὶ ἡ ἀκολασία.
Σωστὴ χρήση αὐτῶν εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ φρόνηση, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη.
Ἐὰν συμβαίνει αὐτό, δὲν ὑπάρχει τότε κανένα κακὸ στὰ ὅσα κτίσθηκαν καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό.

πηγη ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩν

Βρέθηκαν 70 πάπυροι στην Ιορδανία που μιλούν για τον Μεσσία και την Ανάσταση

Ενθουσιασμένοι είναι οι ερευνητές με την ανακάλυψη των περίπου 70 παπύρων πολύ μικρού μεγέθους που εντοπίστηκαν και οι οποίοι περιέχουν κείμενα γραμμένα στα αρχαία εβραϊκά και μιλούν για τον Μεσσία και την Ανάσταση.
Τα περισσότερα από τα χειρόγραφα είναι γραμμένα σε κώδικα, όμως οι ερευνητές έχουν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσουν εικόνες, σύμβολα και μερικές λέξεις από το κείμενο, και πιστεύουν ότι πρόκειται για ηλικίας περίπου 2.000 ετών.
Πολλοί επιστήμονες βλέπουν με ιδιαίτερο σκεπτικισμό τα ευρήματα, καθώς κατά το παρελθόν έχουν αναφερθεί πολλές φορές απάτες που αφορούν το συγκεκριμένο ζήτημα.
Κάποια από τα χειρόγραφα είναι σφραγισμένα, πράγμα που κάνει τους ερευνητές να πιστεύουν πως είναι μυστικά κείμενα που αναφέρονται στο απόκρυφο βιβλίο του Ezra, ένα προσάρτημα σε κάποιες εκδόσεις της Βίβλου.
Ο θησαυρός αυτός ανακαλύφθηκε πριν από πέντε χρόνια από έναν ισραηλινό βεδουίνο και γράφτηκε τον 1ο αιώνα κοντά στην εποχή της Σταύρωσης του Χριστού και της Ανάστασης.
Τα χειρόγραφα βρίσκονται σε εργαστήριο στην Αγγλία, όπου εξετάζονται πολύ προσεχτικά από τους αρμόδιους επιστήμονες. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δεν έχουν δώσει κάποιο σίγουρο αποτέλεσμα.

    Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη

    Ο Σύνδεσμος Θεολόγων Μακεδονίας – Θράκης δημοσίευσε κείμενο-απάντηση του μέλους του Συνδέσμου του και καθηγητή της Ιστορίας του Ελληνισμού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., κ. Αθανασίου Καραθανάση, σε όσα έχουν παρουσιαστεί από τον τηλεοπτικό σταθμό “ΣΚΑΙ”, σχετικά με το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους αγώνες του Έθνους.
    Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
    Γράφει ο κ. ΑΘ. Ε. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ, Καθηγητής του Α.Π.Θ.
    Το 1453, με την Άλωση, το Γένος εισήλθε σε μακρά περίοδο δουλείας αλλ’ εσώθη υπό την σκέπην της Εκκλησίας και το Πατριαρχείο κατέστη σύμβολο ενώσεως στις ιδέες της πίστεως και της πατρίδος ως κέντρο εθνικής περισυλλογής. Αυτό ήταν το υπεύθυνο εθνικό κέντρο έναντι του Οθωμανού κατακτητού, εκμεταλλευόμενο και τα παραχωρηθέντα υπό του Μωάμεθ Πορθητή προνόμια στον πρώτο Πατριάρχη του δούλου Γένους Γεννάδιο Σχολάριο. Τοιουτοτρόπως, συνέστησε σχολεία με πρώτη την Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως το 1454 επί των ερειπίων της Κωνσταντινουπόλεως, συνέστησε την κοινοτική οργάνωση, τις περιώνυμες κοινότητες της Τουρκοκρατίας, των οποίων επικεφαλής ήταν ο εκάστοτε τοπικός επίσκοπος ή στην ύπαιθρο οι ιερείς, σε μία πρωτόφαντη δημοκρατική οργάνωση... Συνετελέσθη, κατά ταύτα και απετελέσθη γύρω από την Εκκλησία πνευματικός και διοικητικός οργανισμός που προστάτευε τους πιστούς από το μίσος και τις αδικίες των Μουσουλμάνων που καταπατούσαν αυθαιρέτως με διάφορες προφάσεις κάθε δίκαιο και προνόμιο των Χριστιανών. Η βαρεία δουλεία ελαφρύνθηκε με την βοήθεια της Εκκλησίας, η οποία, ούτως ή άλλως υφίστατο πρώτη αυτή τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών.

    Έμοιαζαν οι πρώτες δεκαετίες μετά το 1453 με τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και τα μαρτύρια των πρώτων Χριστιανών˙ πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, λαός, μαρτυρούσαν σχεδόν καθημερινά. Μες απ’ αυτήν την οδύνη εμφανίσθησαν οι νεομάρτυρες των οποίων η θυσία φθάνει ως το 1922 στην φωτιά και την αντάρα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Και υπό αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων παρουσιάσθη και το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών, εκείνων δηλ. που δεχόμενοι εξωτερικώς το Ισλάμ διεφύλατταν εις το βάθος της ψυχής τους την χριστιανική πίστη. Τα τοπικά γεωγραφικά όρια από το 1453 ως το 1922 ήρθησαν διά της Εκκλησίας, καθ’ όσον τους Χριστιανούς ένωνε η πίστη, η οποία σφυρηλατούσε και την εθνική συνείδηση, αφού η Εκκλησία διεκράτησε την πνευματική ελευθερία των δούλων Ελλήνων, αναζωογόνησε την εθνική παράδοση και κρυφίως ή φανερώς ενίσχυε το όραμα της ελευθερίας. Μετά μάλιστα την ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 οι Μητροπολίτες Μονεμβασίας Μακάριος Μελισσηνός, ο Ρόδου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Νάξου και Μυτιλήνης, τίθενται επικεφαλής επαναστατικών κινημάτων˙ οι περισσότεροι μάλιστα, όπως και πολλοί ιερείς έχουν τραγικό τέλος -παλουκώνονται ή σφαγιάζονται με γιαταγάνια. Τον Ιούνιο του 1576 σημειώνονται νέες επαναστάσεις στην Μακεδονία και στα νότια Βαλκάνια, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ιωακείμ, ο Βελεσσών Φώτιος, ο Βελεγράδων στην Β. Ήπειρο Νεκτάριος και ο Καστορίας Σωφρόνιος˙ ζητούν μάλιστα την βοήθεια του ηγέτου των Δυτικών Don Juan de Austria, αλλά μάταια. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο Μητροπολίτης Δαλματίας, Ιταλίας, Αμβρακίας, Σικελίας Τιμόθεος που πίεζε τον Πάπα Πίο Ε΄ να συνασπίσει τις χριστιανικές δυνάμεις κατά των Οθωμανών.

    Αλλά και οι διάδοχοί τους, ο Αχρίδος Αθανάσιος από την Μάνη και ο Νεκτάριος, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τους Χειμαρριώτες το 1596, ενώ λίγο νωρίτερα, το 1582, ο πρωτοπαπάς Μάνης Μουρίσκος πράττει το αυτό συνεννοούμενος με τους Ισπανούς. Στα βόρεια Βαλκάνια μετά το 1597 ο Μητροπολίτης Τυρνόβου στην Βουλγαρία Διονύσιος Ράλλης συνεργαζόταν με τον Βαλκάνιο ήρωα Μιχαήλ Γενναίο ξεσηκώνοντας τους βαλκανικούς λαούς. Λίγο αργότερα το 1601 ο πρώην Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Χρύσανθος Λάσκαρις και ο διάδοχός του Διονύσιος συνεννούνταν με τον δούκα του Nevers Κάρολο Γονζάγα και οργάνωναν νέο επαναστατικό κίνημα με τους Μανιάτες και λοιπούς Πελοποννησίους.

    Και φυσικώ τω λόγω η Εκκλησία ήταν η πρωτοστάτις δύναμις των επανειλημμένων εθνικών εξεγέρσεων και θα αναφέρουμε, μεταξύ των άλλων, την τολμηρή επανάσταση του 1600 και 1611 του Μητροπολίτου Τρίκκης – Λαρίσης Διονυσίου, Φιλοσόφου, κατά την οποία, πλην αυτού και άλλων αρχιερέων και κληρικών, μαρτύρησε και ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ. Ήταν η εποχή που στον Οικουμενικό Θρόνο ευρισκόταν ο ιεροεθνομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις που αγωνιζόταν κατ’ εκείνη την εποχή και κατά της διεισδύσεως των Καθολικών στην Ελληνική Ανατολή, οι οποίοι με τους Ιησουίτες, έκλεπταν τις ψυχές των υποδούλων. Τελικώς ο Λούκαρις υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους γενιτσάρους, συνεργεία των Ιησουιτών. Και ενώ οι Έλληνες άρχισαν τις απόπειρες εξεγέρσεως και άρχισε και η μακρά γραμμή απαγχονισμών και στραγγαλισμών Πατριαρχών και αρχιερέων ως ο Πατριάρχης Παρθένιος Β΄ το 1650, το 1657 ο Παρθένιος Γ΄ και το αυτό έτος ο Γαβριήλ και ο εκ Βερροίας Κύριλλος Κονταρής. Και ήταν η εποχή που η Εθναρχούσα Εκκλησία στρεφόταν προς την ομόδοξη Ρωσία ιδιαιτέρως από της εποχής του Κυρίλλου Λουκάρεως, ως προκύπτει και από την αλληλογραφία του με τους Ρώσους τσάρους. Και ήταν ο αυτός Πατριάρχης και οι διάδοχοί του που προστάτευσαν όχι μόνον τον Ελληνικό λαό, αλλά και τους ομοδόξους Βαλκάνιους και Ρώσους από την λύμη της Ουνίας, η οποία, ως μη ώφειλε, δραστηριοποιείται και μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις χώρες αυτές. Ο αυτός Κύριλλος Λούκαρις και οι διάδοχοί του, αλλά και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων, με κύριους πρωταγωνιστές τον Δοσίθεο Νοταρά (+ 1707) και τον ανεψιό του Χρύσανθο, προστάτευσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Παλαιστίνη, μέσω μάλιστα και του εξ απορρήτων Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.

    Και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων απετέλεσε, και αποτελεί τόπον προσκυνήματος, όπου συχνά μετέβαιναν Έλληνες προσκυνητές (οι χατζήδες), για να αντλήσουν δύναμη από τον Πανάγιο Τάφο και σε ανταπόδοση ήταν η ίδρυση μετοχίων σχεδόν πανταχού της Ελλάδος˙ από την άλλη, οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων, ευρισκόμενοι συχνά στην Ελλάδα και στις βαλκανικές χώρες, ενίσχυαν την πίστη των χριστιανών, αλλά και το εθνικό φρόνημα των υποδούλων, ως επί παραδείγματι ο πολύς Δοσίθεος Νοταράς που επί εικοσαετία συνήγειρε τους βαλκανικούς λαούς κατά των Οθωμανών την περίοδο 1680 – 1700 και εφεξής. Από την Εκκλησία εκπορευόταν η πνευματική και εθνική αναγέννηση και φυσικά αυτή επλήρωνε, πρώτη σταυρούμενη, την Οθωμανική εκδίκηση. Κατά την απελευθέρωση της Πελοποννήσου της περιόδου 1685 – 1715 από τους Βενετούς, πρώτο ρόλο είχαν οι κληρικοί όχι μόνον οι καταγόμενοι από την Πελοπόννησο, αλλά και αρκετοί από την Ρούμελη και την Κρήτη. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη θέση κατέχει ο επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος, ο μάρτυς Μητροπολίτης Κορίνθου Ζαχαρίας (+ 1684), ο Μαΐνης Παρθένιος, ο Ρέοντος και Πραστού Ιάκωβος Σαλούφας, ο Λαρίσσης Μακάριος , ο Θηβών Ιερόθεος, ο Αθηνών Ιάκωβος αλλά και οι Κασσανδρείας, Πολυανής και Λήμνου. Λίγο νωρίτερα στον Κρητικό πόλεμο (1645 – 1669) εκατοντάδες ήσαν οι ιερείς και οι μοναχοί που θυσιάσθηκαν πολεμώντας κατά των Τούρκων, ως οι Γεράσιμος Βλάχος, μέγιστος φιλόσοφος και θεολόγος της εποχής, Βαρθολομαίος Συρόπουλος, οι Μπουνιαλήδες. Την παράδοση της θυσίας τους επανέλαβε ο Κρητικός κλήρος στο Αρκάδι διακόσια χρόνια αργότερα.

    Στα Ορλωφικά του 1768 – 1770 μετείχε ενεργώς η Εκκλησία διά των τοπικών επισκόπων και του εφησυχάζοντος στο Άγιον Όρος πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄. Σχεδόν όλοι οι επίσκοποι (ο Πατρών Παρθένιος, ο Μεθώνης, ο Καλαμών, ο Καρύστου Ιάκωβος) αλλά και δεκάδες αγιορειτών μοναχών ηύραν τραγικό θάνατο˙ τα αυτά και δεινότερα και ο λαός μας. Και συχνά δίδονταν ποικίλες αφορμές στον Οθωμανό κατακτητή σχεδιάζοντας γενική σφαγή των Ελλήνων ή γενικό εξισλαμισμό, την αιμορραγία αυτή του Ν. Ελληνισμού. Κορυφαία μορφή κατά τα μέσα του 18ου αι. αναδεικνύεται ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός, που μαρτύρησε στις 24 Αυγούστου 1779 στην Μουζακιά στο χωριό Καλλικούνταση της Ηπείρου, αγωνιζόμενος σθεναρώς για την στήριξη του δεινοπαθούντος Χριστιανού, την ίδρυση σχολείων, την ηθική και πνευματική αντίστασή του κατά της λαίλαπος του εξισλαμισμού, τον οποίο αντιμετώπισε γενναία λίγο νωρίτερα στην Ήπειρο ο μοναχός Νεκτάριος Τέρπος με το κήρυγμά του και τα βιβλία του που στήριζαν τους Χριστιανούς.

    Τα αυτά ισχύουν και για τα φραγκοκρατούμενα μέρη, τα Επτάνησα, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, όπου, παρά την μακροχρόνια ξενική κατοχή, οι Έλληνες κράτησαν την παράδοση με τους πρωτοπαπάδες τους και τον απλό κλήρο επικεφαλής, παρά την πίεση των ρωμαιοκαθολικών.

    Μέγιστος ήταν ο ρόλος, αν όχι ο μοναδικός και ο καταλυτικός, της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της παιδείας˙ όλη σχεδόν η ιστορία της νεοελληνικής παιδείας αρχή και τέλος έχει την Εκκλησία: λόγιοι, σχολεία, χειρόγραφα, βιβλία, πνευματική κίνηση αρχίζει και τερματίζει σ’ αυτήν. Από την Μεγάλη του Γένους Σχολή ως το κοινό σχολείο του τελευταίου χωρίου του ευρύχωρου Ελληνισμού η Εκκλησία είναι παρούσα ως κινητήριος δύναμη. Ακαδημία της Πάτμου, η Πατμιάς, Αθωνιάς, σχολεία στην Αθήνα, την Ήπειρο, την Μακεδονία, σχολεία παντού ιδρύονται και ως έγραψε περί το 1768 ο Ιωαννίτης λόγιος Γεώργιος Κωνσταντίνου στα σχολεία αυτά «η ημετέρα διάλεκτος πολιτεύεται και η ευσέβεια της Ανατολικής Εκκλησίας κηρύττεται… και οι διδάσκαλοι σπουδαίοι κοσμούσι τας ομηγύρεις των τε αρχιερέων και των κληρικών και απ’ άμβωνος συνεχώς κηρύττουσι λόγους». Ακόμη και ο αντικληρικαλιστής διαφωτιστής Αδαμάντιος Κοραής δέχεται ότι οι περισσότεροι διδάσκαλοι «των ευρωπαϊκών μαθήσεων» ήσαν ιερωμένοι. Αλλά και αυτού του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τα καλά του στοιχεία εισήλθαν στην Ελληνική Ανατολή μέσω της Εκκλησίας και μέσω των στελεχών της ως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, οι Μηλιώτες Κωνσταντάς και Γαζής. Παραλλήλως, σειρά ολόκληρη φιλολόγων, θεολόγων, φιλοσόφων έγραφε και στήριζε την Ορθοδοξία, αγωνιζόμενη κατά του Παπισμού αναπτύσσοντας τα φιλολογικά και θεολογικά συγγράμματα, ακόμη και εκλαϊκευμένη θεολογία ως ο Σεβαστός Κυμινήτης στις αρχές του 18ου αι. και ο σχεδόν σύγχρονός του Μελέτιος Συρίγος αγωνιζόμενος κατά του Προτεσταντισμού και του Παπισμού. Στις ακρότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, άνθρωποι της Εκκλησίας αντέταξαν με επιτυχία τον Ορθόδοξο Φωτισμό με εκπροσώπους τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τον Νικόδημο Αγιορείτη, που ήσαν και οι γνήσιοι εκφραστές του γενναίου κινήματος των Κολλυβάδων. Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι όλη η νεοελληνική φιλολογία, συλλήβδην η νεοελληνική γραμματεία από του 15ου – τις αρχές του 20ου αι., είναι ουσιαστικώς εκκλησιαστική φιλολογία, αφού οι λόγιοι της περιόδου από την Εκκλησία προέρχονται. Και δεν νοούνταν στον Ελληνισμό της Διασποράς να μην υπάρχει εκκλησία και εφημέριος που αποτελούσαν τον συνεκτικό κρίκο των Ελλήνων αποδήμων, οι οποίοι καλούσαν ιερείς και μοναχούς από την Ελληνική Ανατολή. Οι ιερωμένοι αυτοί συνετήρησαν την πίστη στην Ορθοδοξία με το κήρυγμα και την συνεχή επικοινωνία με τους αποδήμους αδελφούς τους.

    Στην συνάφεια της παιδευτικής κινήσεως του Γένους και του κυρίου αυτής μοχλού της Εκκλησίας θέση έχει και το κρυφό σχολειό, το οποίο συνετήρησε πίστη και εθνική συνείδηση των υποδούλων με διδασκάλους τους απαιδεύτους μοναχούς ή ιερείς και ενίοτε τους πεπαιδευμένους επισκόπους, οι οποίοι με το Ψαλτήρι και την Οκτώηχο μετέδιδαν τα πρώτα γράμματα στα νέα παιδιά υπό το τρεμάμενο φως του κανδηλιού της εκκλησίας. Πανταχού της Ελλάδος ο επισκέπτης – προσκυνητής μπορεί να ιδεί αυτούς τους τόπους στο Πήλιο, στα Άγραφα, στα Ιωάννινα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά μας.

    Κατά την Εθνική Παλιγγενεσία η συμβολή της Εκκλησίας ήταν η μέγιστη δυνατή, εφ’ όσον η εμπειρία της από τους αγώνες της ήταν τέτοια, ώστε ήταν αδύνατον να μη λάβει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα.

    Λέγεται ότι ένας ιερεύς της Κωνσταντινουπόλεως είχε αυτός μόνος μυήσει 15.000 μέλη στην Φιλική Εταιρεία, αλλά και αυτός ο Γρηγόριος Ε΄, ο ιεροεθνομάρτυς, είχε μυηθεί, όπως και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας και φυσικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός που ηυλόγησε πρώτος τον Αγώνα του ’21 με το σύνθημα Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος και Ελευθερία ή Θάνατος. Ο αγώνας αυτός ήταν εθνικός και κυρίως θρησκευτικός γι’ αυτό και η Εκκλησία πρώτη αυτή πλήρωσε την οργή του δυνάστη με την θυσία αναρίθμητων κληρικών, με πρώτο τον γηραιό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και τους συναγωνιστές του μάρτυρες, τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, τον Αδριανουπόλεως Δωρόθεο, τον Εφέσου Διονύσιο, τον Τυρνόβου Ιωαννίκιο. Η θυσία τους αυτή προσέδωσε έτι μάλλον θρησκευτικό χαρακτήρα στον απελευθερωτικό αγώνα και οι ήρωες του 1821 ορκίζοντο να εκδικηθούν τον μαρτυρικό θάνατο του Γρηγορίου, ως επιβεβαιούν σύγχρονες των γεγονότων πηγές. Λίγο – πολύ είναι γνωστά τα γεγονότα των πρώτων μηνών μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως στον Μοριά, την Ρούμελη, στην Σμύρνη, την Κρήτη, τα Ιεροσόλυμα, στην Χίο όπου στην Νέα Μονή κατεσφάγησαν 200 μοναχοί και ο Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, στην Κύπρο όπου απαγχονίσθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι επίσκοποι, στο Άγιον Όρος που μετείχε ενεργώς στον Αγώνα με τον Υπερασπιστή της Μακεδονίας Εμμανουήλ Παπά, τον Μαρωνείας Κωνστάντιο.

    Το Άγιον Όρος γνώρισε τότε πρωτοφανή αγριότητα, όπως και οι αντιπρόσωποί του στην Θεσσαλονίκη στα θρυλικά αγιορειτικά κονάκια που απηγχονίσθησαν στο Καπάνι με τον επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τον παπά Γιάννη του αγίου Μηνά, τους προκρίτους της πόλεως. Πολλοί μοναχοί και ιερείς από τα Πριγκηπόννησα του Βοσπόρου έστειλαν, λένε οι Τουρκικές πηγές, χρήματα για τον Αγώνα στους Μακεδόνες, γι’ αυτό συνελήφθησαν και εσφαγιάσθησαν. Και είναι μακρύς ο κατάλογος των επισκόπων που αγωνίσθηκαν και θυσιάσθηκαν σ’ όλην την διάρκεια του Αγώνα, ως ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, ο Έλους Κύριλλος κ.ά., ων ουκ έστιν αριθμός. Και ευγνωμονών έκτοτε ο συνεχώς αγωνιζόμενος ελληνικός λαός ανεγνώρισε την προσφορά της Εκκλησίας ψηφίζοντας με τους εκπροσώπους του την 1 Ιανουαρίου 1822 ότι επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού˙ το αυτό είχε πράξει και η Γερουσία της Ανατολικής Ελλάδος τον Δεκέμβριο του 1821 που ναι μεν διακηρύσσει την θρησκευτική ελευθερία αλλ’ όμως την Ανατολικήν Εκκλησίαν του Χριστού και την σημερινήν γλώσσαν μόνον αναγνωρίζει ως επικρατούσαν θρησκείαν και γλώσσαν της Ελλάδος. Την ίδια ευγνωμοσύνη προς την Εκκλησία έτρεφε και ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Ιωάννης Καποδίστριας, την οποία προστάτευσε παντοιοτρόπως βαθύτατα ο ίδιος.

    Στα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821, ως του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου κ.ά., συχνά – πυκνά αναφέρονται κληρικοί αγωνιστές, αλλά και με πολιτική δράση στα πρώτα χρόνια του Αγώνα και μετά από αυτόν ως μινίστροι Θρησκείας, Παιδείας, Δικαιοσύνης. Και όταν οι υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού επαναστατούσαν, στην Κρήτη ή στην Μακεδονία ή στην Θράκη πάλιν η Εκκλησία με τους επισκόπους και τους ιερείς της είχε την πρωτοπορία˙ του Αρκαδιού το ολοκαύτωμα και ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος στην επανάσταση στην Μακεδονία του 1878 ας είναι ως παράδειγμα.

    Η Εκκλησία ήταν και επικεφαλής των μετέπειτα εθνικών αγώνων, ως ο Μακεδονικός Αγώνας της περιόδου 1860 – 1912, οπότε διακρίνεται ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής και οι συνεργάτες του επίσκοποι στην Μακεδονία κατά την πλέον κρίσιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνος Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο είτα ιεροεθνομάρτυς Σμύρνης, στην Δράμα, Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, Θεοδώρητος Βασματζίδης στο Νευροκόπι, Ιωακείμ Φορόπουλος στην Πελαγονία, Φώτιος στην Κορυτσά, Γρηγόριος Ζερβουδάκης στις Σέρρες κ.ά. Αυτοί και οι διάδοχοί τους ακολούθησαν τους παλμούς και τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας και συνετήρησαν σε χαλεπούς καιρούς την χριστιανική πίστη και την εθνική συνείδηση. Μαζί με αυτούς και οι ταπεινοί και ανώνυμοι στρατιωτικοί ιερείς των βαλκανικών πολέμων και της μικρασιατικής εκστρατείας με κορυφαία τραγική και άγια προσωπικότητα τον Χρυσόστομο Σμύρνης, αλλά και τον Κυδωνιών Γεράσιμο, τον Γερμανό Καραβαγγέλη, παλαιό μακεδονομάχο και μετά το 1914 Μητροπολίτη Αμασείας και φυσικά τον πνευματικό πατέρα του Ποντιακού Ελληνισμού Χρύσανθο Φιλιππίδη, τον κατοπινό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο οποίος ως Μητροπολίτης Τραπεζούντος και με πολιτική διορατικότητα κατηύθυνε τις τύχες των Ποντίων μετά το 1914 ως την έξοδο του 1922. Και όλη φυσικά η χορεία των κληρικών, επισκόπων και μοναχών που μετά το 1922 και την προσφυγιά και την εγκατάστασή της στην μητροπολιτική Ελλάδα φρόντισε για να απαλύνει τον πόνο του ξεριζωμού, να οργανώσει την νέα ζωή μες από τα συντρίμμια της ψυχής του πρόσφυγος. Αφού προηγουμένως είχε φροντίσει απ’ άκρου εις άκρον της ευρυχωρίας του Μείζονος Ελληνισμού να υπερασπισθεί το αθώο ποίμνιο από την λύμη των ξένων θρησκευτικών και πολιτικών προπαγανδών που μετά το 1830 και την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους είχαν αναπτυχθεί επικινδύνως από την Θράκη ως την Κύπρο και από τα Επτάνησα ως τον Πόντο και την Καππαδοκία.

    Η προσφορά της Εκκλησίας στο Γένος κατά την δραματική δεκαετία 1940 – 1950 έδειξε αυτόν τον ανεπανάληπτο δεσμό της με τον λαό μας: βρέθηκε πρώτη στην γραμμή του μετώπου και πολλοί ήσαν οι στρατιωτικοί ιερείς που έπεσαν στην Ήπειρο ενώ όλοι τους ενίσχυαν το φρόνημα του Στρατού μας: Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος Φιλιππίδης υπήρξε όντως ο εθνικός ηγέτης εκείνης της εποχής, ιδιότητα που συνέχισε και λάμπρυνε η εκρηκτική προσωπικότητα του διαδόχου του Δαμασκηνού Παπανδρέου, ο οποίος έφθασε ως το αξίωμα του Αντιβασιλέως χειρισθείς και πολιτικά ζητήματα, ενόσω υπήρχε πολιτικό κενό. Κατά την διάρκεια της Κατοχής η Εκκλησία οργάνωσε συσσίτια, περιέθαλψε ασθενείς και αναξιοπαθούντες με τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ), ενίσχυσε την Αντίσταση κατά του κατακτητού. Τότε επινοήθησαν «η αγία μερίδα», «το πιάτο της μερίδας της αγάπης», «η λογία», «οι αχθοφόροι της αγάπης». Πρόσωπα λίαν αγαπητά στην γενιά μας σημάδευαν με την αυτοθυσία τους την εποχή και έδειξαν τι σημαίνει Εκκλησία για τον λαό μας: Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος στην Θεσσαλονίκη, ο Δεσπότης Ιωακείμ στον Βόλο, ο Γεννάδιος στην Θεσσαλονίκη, ο Παντελεήμων Φωστίνης στην Εύβοια, ο Σπυρίδων Βλάχος στα Ιωάννινα, ο Δεσπότης Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος Παπαμιχαήλ, ο Κορινθίας Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, ο αντιστασιακός του ΕΔΕΣ Σεραφείμ Τίκας, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Ηλείας Αντώνιος, ο Κοζάνης Ιωακείμ στο ΕΑΜ.

    Και δεν είναι ολίγοι εκείνοι που θυσιάσθηκαν κατά την αδελφοκτόνο σύρραξη της περιόδου 1946 -1949 συνθέτοντας το Σύγχρονο Συναξάρι Ιερομαρτύρων και Εθνομαρτύρων κληρικών, -μία πρώτη καταγραφή τούς ανεβάζει στους 536.

    Αυτή είναι εν ολίγοις η προσφορά του κλήρου μας στον λαό μας, είναι τα ματωμένα ράσα των αγώνων και του Γολγοθά, αλλά και το φως το ανέσπερον της παιδείας, του πολιτισμού και της παραδόσεως. Είναι η Εκκλησία της θυσίας και της Αναστάσεως, του πάθους και της λυτρώσεως˙ η Εκκλησία των αγίων κληρικών μας, ως λίγο παλαιότερον του αγίου Γρηγορίου Ε΄ και σχεδόν στους καιρούς μας του αγίου Χρυσοστόμου Καλαφάτη, του Σμύρνης. Μη λησμονούμε ποτέ τον ποιητή που μ’ ένα στίχο του αφήνει παρακαταθήκη στον λαό μας:

    Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη

    Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Η Επανάσταση του 1821 και ο ρόλος της Εκκλησίας


    Ο ακαδημαϊκός - ιστορικός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος δίνει απαντήσεις για την «αποκήρυξη» της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'
    Του ΤΑΣΟΥ Κ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗ
    ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ αναθεωρητές της ελληνικής ιστορίας, προσπαθούν να αλλάξουν τα ιστορικά δεδομένα, παρουσιάζοντας καινοφανείς απόψεις για να ανατρέψουν την ιστορική αλήθεια. Στόχος τους, να ξαναγράψουν την Ιστορία υπό το πρίσμα μιας κατευθυνόμενης, δήθεν «προοδευτικής» ιδεολογίας, με επικάλυμμα την «επιστημονική τεκμηρίωση» από θολές πηγές. Μειώνουν τον ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του ’21, σπιλώνουν αγωνιστές (Κολοκοτρώνης) και τονίζουν ότι «η επίσημη Εκκλησία ήταν αντίθετη στην Επανάσταση και τους ελάχιστους ανώτερους κληρικούς που ελάμβαναν μέρος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ απειλούσε ότι θα αφορίσει».
    Αποτελούν όμως, αυτά πραγματική αντίθεση της Εκκλησίας προς την Επανάσταση του ’21; Την απάντηση στους κατευθυνόμενους ιστορικούς δίνει, μέσα απ' τα γραφτά του, ο πιο αρμόδιος απ’ όλους, ο ακαδημαϊκός - ιστορικός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος: «Είναι, φρονώ, ιστορικά επιπόλαιη μια τέτοια γνώμη. Αγνοείται από τους φορείς της ότι αποστολή της Εκκλησίας ήταν να σώσει ζωές Ελλήνων και ότι με την έναρξη της Επανάστασης το μέγα πλήθος των Ελλήνων, κατοίκων εκτεταμένων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρέθηκαν αυτομάτως σε κατάσταση ομηρίας.
    Και συνεχίζει ο Κ. Δεσποτόπουλος, αποστομώνοντας τους διαστρεβώτές της Ιστορίας.
    «Εκινδύνευσε τότε να εξολοθρευθεί μέγα πλήθος Ελλήνων και οι άντρες της Φιλικής Εταιρίας να καταστούν ολετήρες του Γένους. Ο Σουλτάνος, έξαλλος όταν έμαθε την Επανάσταση, υπέγραψε διάταγμα εξοντωτικό των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν, όμως, να το προσυπογράψει και ο θρησκευτικός των Τούρκων ηγέτης. Και ο τότε, κάτοχος του αξιώματος αυτού, Χατζή Χαλίλ εφέντης, ανήρ φιλάνθρωπος, αρνήθηκε να το προσυπογράψει με το επιχείρημα ότι δεν επιτρέπει το Κοράνι σφαγή αθώων και μυστικά διαμήνυσε προς τον Πατριάρχη να τον ενισχύσει προς τη σωστική άρνησή του.
    Τιμή και δόξα
    «Για να σωθούν οι Έλληνες, ο μόνος τρόπος ήταν ο θρησκευτικός τους ηγέτης, ο Πατριάρχης, να αποκηρύξει την Επανάσταση. “Και ανήκει τιμή και δόξα στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ για τη σωστική του υπόδουλου Γένους απόφασή του να προβεί σε αποκήρυξη της Επαναστάσεως του 1821”. Και αλίμονο για το γένος των Ελλήνων, αν δεν το έκανε.
    Εξάλλου, επισημαίνουμε ότι ο αρχηγός της Επαναστάσεως, Αλέξανδρος Υψηλάντης, είχε διαμηνύσει από τον Ιανουάριο του 1821 προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι ενδέχεται ο Πατριάρχης να προβεί σε αποκήρυξη της Επαναστάσεως, για να προστατεύσει τους Έλληνες των μη επαναστατημένων περιοχών, και η αποκήρυξη αυτή δεν θα εκφράζει το πραγματικό φρόνημά του (σ.σ.: αυτό το στοιχείο, οι... προοδευτικοί κατευθυνόμενοι ιστορικοί σκοπίμως το αποσιωπούν!» Δύο άντρες υπήρξαν τότε σωτήρες του έθνους. Ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έσωσε την Επανάσταση με τη διπλωματική δεξιοτεχνία του, καθώς επέτυχε στο Λάιμπαχ να ματαιώσει απόφαση των εκεί συγκεντρωμένων αρχηγών των Μεγάλων τότε Δυνάμεων για επέμβαση του αντεπαναστατικού συνασπισμού των εναντίον του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων και, μάλιστα, για να επιτύχει τη ματαίωση αυτή, εδέησε να συντάξει ο ίδιος αποκήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη ως Αρχηγού της Επαναστάσεως των Ελλήνων...
    Δυο «αποκηρύξεις», λοιπόν, συνέβαλαν κρίσιμα για την περίσωση το 1821 του Γένους των Ελλήνων και για τη μη καταστολή με διεθνή σύμπραξη της απελευθερωτικής του Επαναστάσεως. Και αποτελεί σφάλμα οικτρό των ιστορικών η γνώμη για τις σωτήριες αυτές «αποκηρύξεις» ότι ενέχουν αντίθεση των αυτουργών τους προς την Ελληνική Επανάσταση.
    Ο ακαδημαϊκός Κων. Δεσποτόπουλος αποστομώνει τους αναθεωρητές της Ιστορίας

    Ο Εθνεγερτης Πατροκοσμας ο Αιτωλος.

     

    Φωτεινό παράδειγμα κι ορόσημο στην ιστορία και την πορεία της σκλαβωμένης Ελλάδας, υπήρξε ο ΠατροΚοσμάς ο Αιτωλός. Ένας Έλληνας κοσμοκαλόγερος, που φρόντισε να πλάσει στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς τις τρυφερές ψυχές των παιδιών της Ελλάδας διδάσκοντάς τους γραφή, ανάγνωση, ιστορία και θρησκευτικά! Δύο μεγάλοι κίνδυνοι παραμόνευαν την εποχή της σκλαβιάς τους Έλληνες! Ο αφελληνισμός κι ο εξισλαμισμός τους! Αυτούς τους κινδύνους εντόπισε ο Πατροκοσμάς και κατάφερε με την άσβεστη Ελληνική φλόγα, που έκαιγε τα στήθη του, να τους εξαλείψει! Ταπεινός καλόγερος στην εξωτερική του εμφάνιση με ψυχή αδούλωτη φλογισμένη, έσπειρε τον σπόρο της Λευτεριάς στο σκλαβωμένο Γένος και τον πότισε με το ίδιο του το αίμα!
    Ο ΠατροΚοσμάς γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλοακαρνανίας. Φοίτησε στην φημισμένη παλαιά Σχολή του Αγίου όρους, Αθωνιάδα κι ολοκλήρωσε την μόρφωσή του στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, όπου κι έλαβε το μοναχικό σχήμα. Η αγάπη του για την Ελλάδα και τους Έλληνες τον ώθησε ν’ αφήσει τον μοναχικό βίο και ν’ αρχίσει τις περιοδείες ανά την Ελλάδα διδάσκοντας και ξεσηκώνοντας τους σκλαβωμένους αδελφούς του. Περιόδευσε στην Κωνσταντινούπολη, στη Θράκη, στη Στερεά Ελλάδα, στην Αχαΐα, στην Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και στη Βόρειο Ήπειρο, όπου υπήρχαν ‘Ελληνες. Δίδασκε σε πόλεις και χωριά, σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές, αψηφώντας τον κόπο και τους κινδύνους. Έβρισκε μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση σε όλη την διάρκεια της πορείας του, δεν έλειψαν όμως και οι αντιδράσεις! Τους πλουσίους και κάθε λογής δυνατούς τους προκαλούσε ο πύρινος λόγος του, τους Ενετούς η Ελληνική παράδοση, που αυτός εκπροσωπούσε και τους Εβραίους η μεταφορά του παζαριού με ενέργειες του, από την Κυριακή στο Σάββατο.
    Τα λόγια του ΠατροΚοσμά έδωσαν στους σκλαβωμένους Έλληνες την δύναμη, το θάρρος μα και την ακλόνητη βεβαιότητα της Ελευθερίας, του Ποθούμενου όπως έλεγε συνθηματικά. Κατάφερε μέσα στη σκλαβιά, την άγνοια και την ανέχεια του Γένους να χτίσει 210 Ελληνικά Σχολεία!!! Και ν’ αρχίσουν τη λειτουργία τους άλλα 1.100 κατώτερα!!! Πρώτα ΕΛΛΗΝΑΣ και μετά παπάς μεταλαμπάδευσε την φλόγα του στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, αφύπνίζοντας την κοιμισμένη Ελληνική συνείδηση, κεντρίζοντας τους επαναπαυμένους και τους άτολμους, οπλίζοντας τους γενναίους με την ακλόνητη πίστη του για την Ανάσταση του Γένους. Οι διδαχές του κρύβουν μέσα τους την βαθιά του γνώση για τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Ξεσηκώνει, κεντρίζει με λόγο μεστό, απλό επαναστατικό χτίζει τις βάσεις για την Εθνεγερσία και προφητεύει τα μελλούμενα με θεία έμπνευση και μοναδική απλότητα. Από τις προφητείες του ΠατροΚοσμά, άλλες έχουν εκπληρωθεί στο ακέραιο κι άλλες περιμένουν το πλήρωμα του χρόνου. Ο αγώνας του σε συνδυασμό με τον πύρινο λόγο του, τον έφερε στο στόχαστρο των Τούρκων. Τον συλαμβάνουν στο Βεράτι και του φανερώνουν ότι έχουν διαταγή να τον σκοτώσουν. Ο ΠατροΚοσμάς δέχεται με χαρά την απόφαση και προσεύχεται ευχαριστώντας τον Θεό, που τον αξίωσε να θυσιάσει για Εκείνον και την Ελλάδα την ζωή του. Οι Τούρκοι τον κρέμασαν σ’ ένα δέντρο στις 24 Αυγούστου 1779! Μετά έδεσαν στο τίμιο λείψανό του μια βαριά πέτρα και το έριξαν στον ποταμό Άψο, για να μη βρεθεί ποτέ. Οι Χριστιανοί που έμαθαν το Μαρτύριο του ΠατροΚοσμά έσπευσαν να βρουν το σώμα του. Επί τρεις ημέρες έψαχναν χωρίς να καταφέρουν να το βρουν, ώσπου ο εφημέριος της εκκλησίας της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Κολικόντασι, ο παπα – Μάρκος, μπήκε στο βαρκάκι του κι είδε το άγιο λείψανο του ΠατροΚοσμά να πλέει επάνω στο νερό του ποταμού και να στέκεται όρθιο, σαν να ήταν εν ζωή!!! Αμέσως έβαλε στην βάρκα του το σεπτό σκήνωμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και το ενταφίασε στον νάρθηκα της Εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου, στο Κολικόντασι. Το λείψανο του ΠατροΚοσμά επέστρεψε στην γενέτειρά του στις 2 Ιουνίου 2007

    ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

    πηγή: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 22/3/2011
    Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
    Όπως κάθε χρόνο έτσι και εφέτος ακούμε τις θορυβώδεις διαμαρτυρίες μιας μικρής μειοψηφίας πολιτικών και διανοητών που ζητούν την κατάργηση των μαθητικών – και των στρατιωτικών –παρελάσεων. Για μία ακόμη φορά στο όνομα της ψευδούς προοδευτικότητος ακούονται ανιστόρητα επιχειρήματα , ότι δηλαδή τις μαθητικές παρελάσεις καθιέρωσε για πρώτη φορά το 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς. Ε, λοιπόν, καλόν είναι να θυμηθούμε λίγο την Ιστορία και να γίνουμε πιο ακριβείς και τεκμηριωμένοι.
    Μαθητικές παρελάσεις υπήρχαν πολύ πριν από το καθεστώς Μεταξά. Στο βιβλίο του «Θράκη» και συγκεκριμένα στην σελίδα 374 ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος αναφέρεται στα ελληνικά σχολή της Αδριανούπολης στα τέλη του 19ου και τοις αρχές του 20ού αιώνος... Εκεί περιγράφει παρελάσεις μαθητικές, παρουσιάζει δε και σχετικές φωτογραφίες όπου βλέπουμε αγόρια και κορίτσια να παρελαύνουν υπό το βλέμμα του Οθωμανικού καθεστώτος. Οι μελετητές της ιστορίας της Μ. Ασίας περιγράφουν τις μαθητικές παρελάσεις που διοργάνωναν τα σχολεία της Σμύρνης από το 1919 έως και το 1922 στο γήπεδο του Πανιωνίου με τιμώμενο πρόσωπο τον μαρτυρικό Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Ο μακεδονομάχος Δικώνυμος -Μακρής περιγράφει την απελευθέρωση της Σιάτιστας το 1912 από ανιχνευτές του Ελληνικού Στρατού και διηγείται ότι στην πανηγυρική εκδήλωση προπορεύονταν οι μαθητές κρατώντας εκκλησιαστικά λάβαρα. Εξ άλλου στην Κύπρο οι μαθητικές παρελάσεις καθιερώθηκαν πολύ πριν από το 1936 ως εκδήλωση πατριωτισμού των Ελλήνων που κατεπιέζοντο από τους Βρετανούς. Ένα θεσμό, λοιπόν, τον οποίο ανέχθηκαν οι Οθωμανοί κατακτητές και οι Βρετανοί αποικιοκράτες θέλουν να τον καταργήσουν σήμερα κάποιοι Έλληνες στο όνομα της ψευδο- προόδου!

    Οι παρελάσεις δεν ανήκουν στην «δεξιά» ή στον εθνικισμό. Οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παρήλαυναν στα χωριά τα οποία απελευθέρωναν το 1941-44. Σε δυτικές δημοκρατίες, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, νεαρά παιδιά που ανήκουν στον Προσκοπισμό, παρελαύνουν με βήμα και με τύμπανα και ουδείς ενοχλείται. Στην Γαλλία κάθε χρόνο στις 14 Ιουλίου πραγματοποιείται μεγαλειώδης στρατιωτική παρέλαση στα Ηλύσια πεδία. Ας μην λέγονται , λοιπόν, υπερβολές και φαιδρότητες.

    Έχω, πάντως, την εντύπωση ότι με πρόσχημα τις παρελάσεις οι πάσης φύσεως αποδομητές επιχειρούν να πλήξουν την συνέχεια του Ελληνισμού. Ουσιαστικά οι μαθητικές παρελάσεις είναι ένας ύμνος και ένας φόρος τιμής στην διαχρονική παρουσία της νεολαίας στους αγώνες των Ελλήνων για την Ελευθερία. Όποιος μαθητές αρνείται να συμμετάσχει αποκόπτει τον εαυτό του από το αντιστασιακό πνεύμα της ελληνικής νεολαίας . Οι παρελάσεις των νέων τιμούν την νεότητα που αγωνίζεται από την εποχή των Αθηναίων εφήβων (την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω) μέχρι τα αγόρια και τα κορίτσια της πανεθνικής αντίστασης κατά της τριπλής κατοχής του 1941 -44. Οι παρελάσεις μας θυμίζουν την διαρκή παρουσία της νεολαίας σε κάθε ευγενική στιγμή ηρωισμού και αυτοθυσίας. Μας θυμίζουν τους «παίδας Δημητρίου», τα κατηχητόπουλα της Θεσσαλονίκης που εστάλησαν στα τείχη από τον σοφό Αρχιεπίσκοπο Ευστάθιο για να πολεμήσουν τους Νορμανδούς τον 12ο αιώνα. Μας φέρνουν στο νου τον Ιερό Λόχο του Δραγατσανίου και τις νεαρές Σουλιωτοπούλες. Μας φέρνουν πιο κοντά στα ελληνόπουλα που αγωνίσθηκαν στο Μακεδονικό Αγώνα , όπως ο Αποστόλης, ο υπαρκτός οδηγός των ελληνικών σωμάτων που έγινε γνώριμός μας από τα «Μυστικά του Βάλτου». Οι μαθητικές παρελάσεις ξαναζωντανεύουν με συγκίνηση τη μνήμη των εφήβων ηρωομαρτύρων του Κυπριακού Αγώνος του 1955-59 και των μαθητριών που έκαναν παθητική αντίσταση ή μετέφεραν τα μηνύματα με τα ποδήλατά τους. Χαιρετώντας τους σημαιοφόρους στην μαθητική παρέλαση τιμούμε τον σημαιοφόρο του Λυκείου Αμμοχώστου, τον Πετράκη Γιάλλουρο, που έπεσε νεκρός από Βρετανική σφαίρα επειδή κρατούσε την ελληνική σημαία. Τότε ήταν οι σφαίρες των αποικιοκρατών. Τώρα είναι η εμπάθεια και τα ανιστόρητα βέλη των δήθεν προοδευτικών. Και οι δύο ενοχλούνται από την συνέχεια του Ελληνισμού.

    Δυστυχώς οι τάσεις αφελληνισμού της κοινωνίας και της παιδείας δεν πλήττουν μόνο τις μαθητικές παρελάσεις. Άρχισαν να βρίσκουν έδαφος και στα σχολικά βιβλία Ιστορίας, Γλώσσας , Νεοελληνικής Λογοτεχνίας κ.λπ. Με νοσταλγία πολλοί Έλληνες αγοράζουν τα βιβλία Ιστορίας και Νέων Ελληνικών του Γυμνασίου που εκδόθηκαν τη δεκαετία του 1950 καθώς και τα παλιά Αναγνωστικά του Δημοτικού που ξανατυπώθηκαν και πωλούνται στα καροτσάκια των πλανοδίων βιβλιοπωλών. Αρέσουν διότι ήσαν γεμάτα από καλογραμμένα κείμενα για την Εθνική και Θρησκευτική ζωή των Ελλήνων, από αριστουργήματα δοκίμων Νεοελλήνων λογοτεχνών, από πρότυπα ηρώων του πολέμου και της ειρήνης που τόσο χρειάζονται σήμερα τα παιδιά μας. Τα συγκρίνουμε με τα σύγχρονα άψυχα, ανελλήνιστα βιβλία και θλιβόμαστε. Ποιον πατριωτισμό και ποια αισιοδοξία για το μέλλον μπορούν να καλλιεργήσουν τα σημερινά εγχειρίδια που αντικατέστησαν τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Βαλαωρίτη με συνταγές για μακαρόνια με κιμά και με οδηγίες χρήσης καφετιέρας;

    Αναμένοντας τις ανακοινώσεις για το Νέο Λύκειο ευχόμαστε να παραμείνουν υποχρεωτικά τα μαθήματα των Θρησκευτικών και της Ελληνικής Ιστορίας. Το οφείλουμε στους ήρωες του 1821, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, όπως ομολογεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Το χρωστούμε στους 10 Πατριάρχες, τους 100 Επισκόπους, τους 6000 ιερείς που θυσιάσθηκαν στην Τουρκοκρατία και στην Επανάσταση, όπως παραδέχεται ο τότε Γάλλος Πρόξενος στην Πάτρα Πουκεβίλ. Το οφείλουμε πρωτίστως στα παιδιά μας που είναι το μέλλον του Έθνους.

    Η αγιασμένη επανάσταση (Φ. Κόντογλου)

     
    undefined
    Η Ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στο κόσμο. Είναι αγιασμένη.
    Η επανάσταση γίνεται τις περισσότερες φορές από κάποιες υλικές αιτίες, που είναι η σκλαβιά, η στέρηση, η κακοπέραση, τα βασανιστήρια, η περιφρόνηση. Η λευτεριά είναι η θεότητα που λατρεύει ο επαναστάτης, και γι’ αυτή χύνει το αίμα του. Μα τη λευτεριά, πολλές φορές, σαν την αποχτήσει ο επαναστάτης, δεν τη μεταχειρίζεται για πνευματικούς σκοπούς, αλλά για να χαρεί την υλική ζωή μονάχα. Κοντά στην υλική ζωή έρχεται κ’ η πνευματική, μα τις περισσότερες φορές για πνευματική ζωή θεωρούνε οι άνθρωποι κάποιες απολαύσεις που είναι κι αυτές υλικές, κι ας φαίνονται σαν πνευματικές. Ένας επαναστάτης της γαλλικής επανάστασης, να πούμε, θεωρούσε για πνευματικά κάποια πράγματα που, στ’ αλήθεια, δεν ήτανε πνευματικά. Αυτός ήθελε ν’ αποχτήσει τη λευτεριά, για να κάνει αυτά που νόμιζε πως είναι σωστά και δίκαια για τη ζωή των ανθρώπων σε τούτο τον κόσμο μοναχά, δηλαδή για την υλική ζωή τους, μη πιστεύοντας πως υπάρχει τίποτ’ άλλο για να το επιδιώξει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό λέγω πως, για τις περισσότερες επαναστάσεις, οι αιτίες που τις κάνανε να ξεσπάσουνε σταθήκανε υλικές, και η ελευθερία που επιδιώξανε ήτανε προορισμένη να ικανοποιήσει μονάχα υλικές ανάγκες.
    Η ελληνική όμως Επανάσταση είχε μεν για αιτία και τις υλικές στερήσεις και τη κακοπάθηση του κορμιού, όπως η κάθε επανάσταση, αλλά, απάνω απ’ αυτές τις αιτίες, είχε και κάποιες που είναι καθαρά πνευματικές. Και πνευματικό, κατά τη γνώμη μου, αληθινά πνευματικό, είναι ό,τι έχει σχέση με το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με τη ψυχή του, δηλαδή με τη θρησκεία.
    Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούνε καταπάνω στο Τούρκο δεν ήτανε μονάχα η στέρηση και η κακο­πάθηση του κορμιού, αλλά, απάνω απ’ όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει τη πίστη τους, μποδίζοντάς τους από τα θρησκευτικά χρέη τους, αλλαξοπιστίζοντάς τους και σφάζοντας ή κρεμάζοντάς τους, επειδή δεν αρνιόντανε τη πίστη τους για να γίνουνε μωχαμετάνοι. Για τούτο πίστη και πατρίδα είχανε γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, και η λευτεριά που ποθούσανε δεν ήτανε μονάχα η λευτεριά που ποθούνε όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουνε την αγιασμένη πίστη τους, που μ’ αυτήν ελπίζανε να σώσουνε τη ψυχή τους. Γιατί, γι’ αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε και η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο από το σώμα, όσο περισσότερο αξίζει το ρούχο απ’ αυτό.
    Εκείνες οι άπλες ψυχές, που ζούσανε στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήτανε διδαγμένες από τους πατεράδες τους στη πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, μ’ όλο που ήτανε αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τί θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμον όλο, και ζημιωθεί τη ψυχή του;» Ή: «Τί θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη τροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!»  κ.ά.
    Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε και κρεμαστήκανε και παλουκωθήκανε για τη πίστη τους, αψηφώντας τη νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους και σε τούτη τη πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατωθήκανε για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για τη πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε πως δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια. Ακούγανε και πιστεύανε ατράνταχτα τα λόγια του Χριστού, που είπε: «Μη φοβηθείτε εκείνον που σκοτώνει το σώμα, και που δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Αλλά να φοβηθείτε εκείνον που μπορεί να θανατώσει και το σώμα και τη ψυχή».
    Η ελευθερία, που γι’ αυτή θυσιάζονταν, δεν ήτανε κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήτανε ο ίδιος ο Χριστός, που γι’ αυτόν είπε ο απόστολος Παύλος: «Όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι και η ελευθερία.» Κι αλλού λέγει: «Σταθείτε στερεά στην ελευθερία που σας χάρισε ο Χριστός, σταθείτε και μην πέσετε πάλι στο ζυγό της δουλείας. Γιατί για την ελευθερία σας κάλεσε. Αλλά την ελευθερία μην την παίρνετε μονάχα σαν αφορμή για τη σάρκα σας».
    Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση, κι αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήτανε αγιασμένοι όσοι πολεμήσανε μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τρακόσα εξηνταοχτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιο οχτρό της πίστης τους.
    Άκουσε με τι λόγια μιλούσε εκείνος ο αγιασμένος βασιλιάς στους στρατιώτες του, σαν να ‘λεγε κανένα τροπάρι: «Ελθών ουν, αδελφοί, ο δυσσεβής αυτός αμηράς και εχθρός της αγίας ημών πίστεως, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πως εύρη καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ην ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τη πανάγνω τε και υπεράγνω δεσποίνη ημών Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία αφιέρωσε και εχαρίσατο, του κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν». Και στο τέλος είπε: «Ελπίζω Θεώ λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας απειλής, δεύτερον δε και ο στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν, και μνήμη αιώνιος και αξία εν τω κόσμω έσεται».
    Στην επανάσταση του Είκοσι ένα, όπως και στην πολιορκία της Πόλης, μαζί με τους λαϊκούς πολεμούσανε πλήθος ραφοφορεμένοι, καλόγεροι, παπάδες και δεσποτάδες, και τραβούσανε μπροστά με το σταυρό στο χέρι, κι από πίσω τους χίμιζε κλαίγοντας ο λαός, κ’ έψελνε:
    Για της πατρίδος την ελευθερία, για του Χριστού την πίστη την αγία, γι’ αυτά τα δύο πολεμώ, μ’ αυτά να ζήσω επιθυμώ, κι αν δεν τα αποκτήσω, τί μ’ ωφελεί να ζήσω;
    Στη Πόλη κρεμάστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος, ανοίγοντας πρώτος το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης. Ο Θανάσης Διάκος πολέμησε σαν νέος Λεωνίδας, και σουβλίστηκε για τη πίστη του. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Παπαφλέσσας, ο Θύμιος Βλαχάβας, κι άλλοι πολλοί, πολεμήσανε για την αγιασμένη πατρίδα τους.
    Στη Τριπολιτσά κλειστήκανε στη φυλακή κατά την Επανάσταση οι δεσποτάδες του Μοριά, κ’ οι περισσότεροι πεθάνανε με αβάσταχτα μαρτύρια. Το ίδιο και στη Πόλη, φυλακωθήκανε και κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες.
    Παρακάτω βάζω λίγα λόγια από το ημερολόγιο του αντιναύαρχου Γεωργίου Σαχτούρη:
    «Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου. Εορτή των Γενεθλίων του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αραγμένοι εις Ντάρδιζα με ήσυχον αέρα της τραμουντάνας, πλην με χιόνια. Αυτήν την ημέρα, διά το χαρμόσυνον της εορτής, το πρωί, υψώνοντας την σημαίαν μας, ερρίχθη και μία κανονιά, καθώς και όλα τα ελληνικά εδώ αραγμένα το αυτό έπραξαν.
    Κυριακή, 15 Αυγούστου. Εορτή της Θεοτόκου. Εξημερώθημεν αραγμένοι. Υψώσαμεν τας σημαίας και ερρίξαμεν και από μίαν κανονιάν διά το χαρμόσυνον της ημέρας».
    Ο ναύαρχος Κουντουριώτης έκανε τη προσευχή του, σαν τους παλιούς, να τον βοηθήσει η Παναγία στη ναυμαχία της «Έλλης», κι όπου αλλού τον καλούσε το χρέος του. Το ίδιο κάνανε και κάνουνε όλοι οι Έλληνες στο πόλεμο.
    Κατά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, πρώτοι οι άνθρωποι της θρησκείας πληρώσανε με τη ζωή τους το καινούργιο χαράτσι στον οχτρό της πίστης μας. Ο μητροπολίτης της Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ο δεσπότης των Κυδωνιών Γρηγόριος θάφτηκε ζωντανός, ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος θανατώθηκε άσπλαχνα, κι όλοι οι παπάδες κ’ οι καλόγεροι περά­σανε από το σπαθί.
    Οι Γερμανοί κ’ οι Ιταλοί θανατώσανε κι αυτοί τους ρασοφορεμένους των χωριών, για να μην απομείνουν παραπίσω από τους άλλους θεομάχους.
    Ναι! Πίστη και πατρίδα είναι για μας ένα πράγμα. Κι όπως πολεμά το ένα, πολεμά και τ’ άλλο, κι ας μην ξεγελιέται.
    Η μάννα μας η πνευματική είναι η ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ κι αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για τη πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είναι ο θησαυρός ο κρυμμένος κι ο πολύτιμος μαργαρίτης που λέγει ο Χριστός.

    Το Εικοσιένα ως προσωπικό πρόβλημα (Κ. Ε. Τσιρόπουλου)

     

    undefined
    Η εθνική επέτειος είναι ώρα συλλογικής μνήμης ενός λαού, με τη δύναμη της αναπόλησης προσήλωση σε ένα ιστορικό σταθμό απ’ όπου, ως Έθνος, μπορεί να ξαναντικρύσει τον εαυτό του και το μέλλον του. Γιατί την έννοια του Έθνους, της ιστορικής προσωπικότητας ενός λαού, προϋποθέτει τέτοιος πάνδημος εορτασμός.
    Το Εικοσιένα μας λύτρωσε από την υιοθεσία του Βυζαντίου και τον μακρότατο βραχνά της δουλείας, όπως το Βυζάντιο μας είχε λυτρώσει από την υιοθεσία της αρχαιότητας. Μας έκανε πάλι άξιους να αισθανθούμε, ύστερα από αιματηρή πορεία τεσσάρων αιώνων μέσα στο ασφυκτικό σκότος της ιστορίας, αυτό που αποτελεί την αθάνατη αρετή των Ελλήνων: την αειθαλή εφηβεία μας, όταν γεμάτοι από ελπίδα και με νιάτα καινούργια, νιώθουμε έτοιμοι να ξαναϋφάνουμε την ιστορία μας, ξαναζωντανεύοντας την ελευθερία με τον δυναμικό και ενστικτώδη τρόπο που τη ζήσαμε τόσους αιώνες.
    Αλλά αν το Εικοσιένα ήταν μνήμη μονάχα, θα αρκούσε σήμερα να αποθέσουμε κλωνάρι δάφνης στους νεκρούς που, με δυνάμεις ανθρώπινες, το ύψωσαν στα ουράνια και ζύγιασαν στο ζυγό της ίδιας τους της ύπαρξης την ελευθερία με το θάνατο. Δεν είναι μόνο μνήμη. Οι ήρωες του Έθνους θα μένανε αμάρτυροι και αδικαίωτοι αν το δικό τους έργο δεν γινόταν προσωπικό μας πρόβλημα σήμερα. Γιατί έτσι φρονώ πως η ιστορία γονιμοποιεί το παρόν: προσφέροντας παροτρύνσεις, διδάγματα, εμπνεύσεις συμπεριφοράς και κατορθώνοντας να σώζει, μέσα από τις καθημερινές, εγωιστικές θλάσεις της ζωής, την ενότητα και την εμπνοή του έθνους.
    Σκόπιμα, δεν χαρακτήρισα το πρόβλημα του Εικοσιένα ατομικό αλλά προσωπικό. Γιατί θέλησα να υπογραμμίσω, με την ιερότητα και τη δραστική μνήμη των λέξεων, -ως το άτομο είναι γέννημα του Δυτικού πνεύματος, ενώ το πρόσωπο ως έννοια καμινεύτηκε από το ελληνικό πνεύμα, στο χώρο αυτό όπου ζούμε, για ν’ ακεραιώσει τον μεταφυσικό του χαρακτήρα μέσα στην Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη. Για να νιώσουμε, οι Έλληνες, την Ελληνική ιστορία, συγκεκριμένα: το Εικοσιένα, έχουμε το καθήκον ν’ αναχθούμε στην περιωπή του προσώπου, δηλαδή του ελεύθερου ανθρώπου, με ζωηρή και δημιουργική μνήμη της πνευματικής μας φύσης και του πολιτιστικού μας χρέους στη ζωή αυτή. Και ως πρόσωπα να κοινωνήσουμε από το δικό του κρασί, για να δυναμώσουμε τη σημερινή μας ζωή. Όταν ο Μακρυγιάννης αρνείται το δικαίωμα να τον χτυπούν, γιατί δεν είναι ζώο αλλά άνθρωπος, αύτη την έννοια την ελληνική του προσώπου, που πάνω του άφησε το αχνάρι του ο Θεός, υποδηλώνει με τρόπο αυθόρμητο και ενστικτώδη.
    Μπροστά σε μεγάλους τάφους σήμερα ορθοί, όλοι οι Έλληνες, στους τάφους που με ανθρώπινο υλικό -ας μη το ξεχνούμε- κατόρθωσαν να πράξουν το αντρικό κατόρθωμα της ελευθερίας, είναι ανάγκη να αναρωτηθούν πως, υιοθετημένοι από τους Πατέρες εκείνους του Νεοελληνικού Έθνους, είναι δυνατό να φανούν άξιοί τους, στα χρόνια αυτά τα δίσεχτα που τους δόθηκε να σηκώνουν στους ώμους την ιερή Κιβωτό του Ελληνισμού. Ως πρόσωπα, οι Έλληνες, ως ελεύθεροι κι αξιοπρεπείς άνθρωποι που αφουγκράζονται εντός τους να δουλεύει το μελίσσι της αθανασίας, οφείλουν να αναρωτηθούν πώς πρέπει να λειτουργήσουν μέσα στην ιστορία τους ώστε να μη προδώσουν τον εαυτό και την αποστολή τους. Αυτό το πρόβλημα θέτει στη συνείδηση των Ελλήνων το Εικοσιένα, πέρα από τον δίκαιο εορτασμό και την εθνική καύχηση. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μονάχα πρόβλημα συλλογικό. Άλλοι λαοί ίσως έμαθαν να αντικρίζουν τον άνθρωπο ως κλάσμα μάζας. Είναι πρόβλημα προσωπικό, γιατί αγγίζει την ίδια τους την ύπαρξη ως ελεύθερων και θεοειδών ανθρώπων -ύπαρξη που ζητεί το νόημα της ζωής με το φωτισμό της ιστορίας.
    Και στο πρόβλημα αυτό, η λύση ως απόκριση, φρονώ πως είναι η ακόλουθη: να διασώσουμε την ελευθερία του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά του και να δημιουργήσουμε από τον εαυτό μας πολιτισμό. Ο πολιτισμός, η πνευματική καλλιέργεια, δεν είναι ποτέ δημιούργημα σκλάβων αλλά ελεύθερων ανθρώπων, που με συνείδηση δημιουργική και ευθύνη, παίρνουν το θνητό υλικό της ζωής και εμπνέονται νέους συνδυασμούς και προηγμένες μορφές ευγένειας του ανθρώπου. Είπα: μορφές, για να υπαινιχτώ μια από τις αξεπέραστες αρετές του ελληνικού πνεύματος, την μορφοπλαστική του βούληση. Η ελευθερία δεν είναι άμορφη, ούτε η δημοκρατία. Πήραν από την Τουρκοκρατία μια άμορφη ζωή οι άντρες του Εικοσιένα, και μορφοποίησαν μια Πολιτεία που την ονειρεύτηκαν ελεύθερη, ιστορική συνεπώς, πηγή πολιτισμού και πάλι. Γιατί η μοίρα των Ελλήνων είναι να πλάθουν πολιτισμό, και όταν απιστούν στο ριζικό τους, η ιστορία τους παθαίνει θαρρείς ανακοπή, υποφέρει.
    Η σημερινή κρίση του πολιτισμού σύντριψε τις μορφές βίου, τέχνης, συμπεριφοράς, ακόμη και το λόγο που είναι η υψίστη περηφάνια της ελευθερίας του συνειδητού ανθρώπου από τα πράγματα. Σύντριψε και το πρόσωπο του ανθρώπου, αυτή την αρχέγονη, τραγικά ιερή μορφή της δημιουργίας. Αλλά το Εικοσιένα είναι μορφοπλαστικό: έπλασε Πολιτεία, ήρωες, άγιους, άξιους καλλιτέχνες. Έπλασε ελευθερία και Δημοκρατία πάλι, με τ’ αναιώνια ελληνικά υλικά. Αν νιώθουμε το πρόβλημα που σήμερα ανοίγεται στη συνείδησή μας, έχουμε χρέος να ξαναπολεμήσουμε τη τρομαχτική αμορφία της ζωής αυτής, για να της δώσουμε ξανά μορφή στα μέτρα της ιερότητας του ανθρώπινου προσώπου. Η μάχη αυτή για τη μορφή -μάχη από αιώνων ελληνική- για να τελεσφορήσει προϋποθέτει ενότητα των Ελλήνων, υψηλό συμπνευματισμό.
    Τη πνευματική αυτή ενότητα γεώργησε επί 400 χρόνια το Έθνος, ώστε κάτω από τον αποκαλυπτικό φωτισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να βεβαιώσει την αδελφοσύνη των Ελλήνων και να τους αναγάγει στην ενότητα του Γένους, της γενιάς, της μιας οικογένειας με βυθείς, μυστικούς και άθραυστους δεσμούς πολλαπλής συγγένειας. Σε ολάκερη την Ευρώπη κανένας λαός δεν πέτυχε τέτοια συγκλονιστική, ελευθερωτική αναγωγή.
    Από τέτοια ενότητα ξεκινά ο άθλος ενός Έθνους για τον εξευγενισμό της ζωής και τη δημιουργία πολιτισμού. Και η ζωή ευγενίζεταί όταν μαζί με τον άνθρωπο, αποχτά στέρεο ηθικό σχήμα, μορφή, και όταν κερδίζει το νόημα που παρέχει η ελευθερία. Νόημα πανύψηλο, αφού για την ελευθερία αυτή σαρκώθηκε ο Θεός σε άνθρωπο -κατά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας.
    Πιστοί στο Εικοσιένα, πιστοί δηλαδή στον ίδιο μας τον εαυτό, με άγρυπνη τη συνείδηση της αδελφοσύνης, φρονώ ότι αποχτούμε το δικαίωμα, ξανακερδίζοντας την ιστορική μας αξιοπρέπεια, να πλησιάσουμε τους ιερούς τάφους και μέσα σε δάσος δάφνες που έθρεψε πρόθυμο αίμα, να ξανακούσουμε τη λαλιά της ελληνικής ελευθερίας και να στοχαστούμε πως θα ξαναγίνουμε άξιοι της Μεγάλης αυτής Γιορτής. Και πως, με αρετή και τόλμη, κατά τον Ποιητή, θα ξαναδώσουμε το πρωτείο της ζωής στην Ελευθερία.

    Ο άθεος φοιτητής. (Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου)

     


    Πριν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Με πολλή διστακτικότητα, άλλα και με την ένταση του απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, που όμως θα ήθελε πολύ να πιστέψει, άλλα δεν μπορούσε. Χρόνια προσπαθούσε και αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους. Άλλα δεν ικανοποιήθηκε η δίψα του για κάτι σοβαρό. Άκουσε για μένα και αποφάσισε να μοιρασθεί μαζί μου την υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
    Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τον ρώτησα. Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι της Φιλοσοφικής. Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος. Ένιωσε αμήχανα και κάπου σιώπησε για λίγο. Κοίταξε, του λέω. Συγγνώμη που σε πείραξα λιγάκι. Άλλα ο Θεός δεν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη. Αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα τον πίστευαν. Να ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στο Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή; Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι να πάω, έχω ακούσει τόσα. πολλά.. Αν μού πείτε, μπορώ να πάω και αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο να πάω να τον συναντήσω;
    -Τι προτιμάς; Μορφωμένο που μπορεί να σε ζαλίσει ή άγιο που μπορεί να σε ξυπνήσει;
    -Προτιμώ τον μορφωμένο. Τους φοβάμαι τους αγίους.
    -Η πίστη είναι υπόθεση της καρδιάς. Για δοκίμασε με κανέναν άγιο. Πώς σε λένε; ρωτώ. Γαβριήλ, μου άπαντα.
    Τον έστειλα σε έναν ασκητή. Του περιέγραψα τον τρόπο προσβάσεως και του έδωσα τις δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θα πας, του είπα, και θα ρωτήσεις το ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θα του πεις, και θέλω να πιστεύσω. Θέλω μια απόδειξη περί υπάρξεως Θεού. Φοβάμαι, ντρέπομαι, μου άπαντα. Γιατί ντρέπεσαι και φοβάσαι τον άγιο και δεν ντρέπεσαι και φοβάσαι έμενα; ρωτώ. Πήγαινε απλά και ζήτα το ίδιο πράγμα.
    Σε λίγες μέρες, πήγε και βρήκε τον ασκητή να συζητάει με κάποιον νέο στην αυλή του. Στην απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Γαβριήλ βρήκε δειλά την θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά και η συνομιλία του Γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.
    Τι γίνεστε, παιδία; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιει λίγο νεράκι; Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, με συμβατική κοσμική ευγένεια. Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στον Γαβριήλ, ξεχωρίζοντας τον από τους υπόλοιπους. θα φέρω εγώ το νερό, πάρε εσύ το κουτί αυτό με τα λουκούμια. και έλα πιο κοντά να σού πω ένα μυστικό: Καλά να είναι κανείς άθεος, άλλα να έχει όνομα αγγέλου και να είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει.
    Ο φίλος μας κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε το όνομα του; Ποιος του αποκάλυψε το πρόβλημα του; Τι, τελικά, ήθελε να του πει ο γέροντας;
    -Πάτερ, μπορώ να σας μιλήσω λίγο; Μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει. Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε το λουκούμι, πιες και λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να διανυκτερεύσεις. Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται; Τι να πούμε, ρε παλληκάρι; Για ποιόν λόγο ήλθες;
    Στο ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως να ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου να πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος να θερμαίνεται. Οι απορίες να λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τα αν, τα γιατί, τα μήπως και έμεινε μόνον το πώς και το Τι από δω κι εμπρός.
    Ό,τι δεν του έδωσε η σκέψη των μορφωμένων, του το χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός άγιου, αποφοίτου μόλις της τέταρτης τάξης του δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν την εγχείρηση χωρίς αναισθησία και δεν πονάς. Σου κάνουν την μεταμόσχευση χωρίς να σού ανοίξουν την κοιλιά. Σε ανεβάζουν σε δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες της κοσμικής λογικής. Σου φυτεύουν την πίστη στην καρδιά, χωρίς να σού κουράσουν το μυαλό.
    -Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος Περιοδικό Πεμπτουσία, τ. 22 Δεκέμβριος 2006 - Μάρτιος 2007.

    Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

      αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...