Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

ΒΑΠΤΙΣΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑΣ



Ἀναστασίας Ἀρπατζῆ
Ἐκπαιδευτικοῦ
Εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. Ρωμ.10

19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. 20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
Ἡ Μμπουρτζοὺ γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ 35 χρόνια σὲ μία μουσουλουμανικὴ χώρα ὅπου καὶ μεγάλωσε χωρὶς νὰ ἔχει κανέναν συγγενικὸ ἢ φιλικὸ δεσμὸ μὲ χριστιανούς, μέσα σὲ ἕνα καθαρὰ μουσουλουμανικὸ περιβάλλον. Ὅλοι στὴν οἰκογένειά της εἶναι μουσουλουμάνοι καὶ ποτὲ δὲν ἔτυχε νὰ γνωρίσει χριστιανούς.
Ὅταν πρὶν  ἀπὸ 5 χρόνια ἦρθε ἕνα ταξίδι στὴν Ἑλλάδα ἀνακάλυψε ὅτι ἡ Κυρία ποὺ ἔβλεπε συχνὰ στὸν ὕπνο της ἦταν ἡ Παναγία. Ἔνιωσε ρίγος μέσα σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς Βορείου Ἑλλάδος ὅταν ἀντίκρισε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ πυκνὰ δάκρυα κύλησαν στὰ μάγουλά της. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ ρωτάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει χριστιανή. Ἀλλὰ ὁ δρόμος της ἦταν δύσκολος…Ρώτησε, ἔψαξε, ἀλλὰ κανένας δὲν ἦταν πρόθυμος νὰ τὴ βοηθήσει.
Ἡ Μπουρτζοὺ ἔφτασε ὣς τὴ Θεσσαλονίκη προκειμένου νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Ἐπικοινώνησε μὲ ἱερέα ποὺ ἤξερε τὴ γλώσσα της κι ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνος ἔχει πάρει ἐντολὴ ἀπὸ τὴ Μητρόπολή του νὰ κατηχήσει καὶ νὰ βαπτίσει ὁμάδα συμπατριωτῶν της ὀρθοδόξων πιστῶν, προσπάθησε νὰ ἔρθει μαζί τους στὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων.
Λυπηθήκαμε ὅταν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2009 μάθαμε ὅτι δὲν κατάφερε νὰ ἔρθει ἡ Τ. –Μπουρτζού παρόλο ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς· εἶχε ἤδη ἐπιλέξει χριστιανικὸ ὄνομα: Τ. Εἶπα στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ συνενορίτες μου ὅτι ἡ Τ. κλαίει ἀπαρηγόρητη καὶ βέβαια ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὰ «μεγάλα μέσα». Ἄρχισαν προσευχὴ γιὰ τὴν ἴδια καὶ τὸν ἄντρα της. Ὁ πατὴρ Θ. τῆς ἄρχισε μαθήματα τηλεφωνικῶς (!!!) γιὰ νὰ συντονιστεῖ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους στὴν ἑπόμενη σειρὰ μαθημάτων. Ἀπὸ τὴ χαρὰ της ἔκλαιγε καὶ  δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήσει τὸ μάθημα…Ὅλοι στὴν ἐκκλησία προσεύχονταν καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων καὶ ἔφυγαν γιὰ νὰ ἐπανέλθουν σὲ ἕνα μήνα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ Τ. μὲ τὸν ἄντρα της καὶ γιὰ ἀρκετοὺς ἀκόμα ποὺ δὲν κατάφεραν νὰ πάρουν βίζα καὶ νὰ ἔρθουν, λὲς καὶ τοὺς γνώριζαν χρόνια κι ἂς μὴν τοὺς εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴ ζωή τους.
Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἕναν μήνα μία εὐχάριστη ἔκπληξη μᾶς περίμενε: ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν στὴν ἐνορία ἡ Τ. καὶ ὁ ἄντρας της ὁ Σ.! Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ πρίν ἕνα μήνα τῆς ἀπαγόρευσε νὰ ἔρθει γιὰ κατήχηση, ὁ ἴδιος ἄνθρωπος τὴν ἔφερε  μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια!
Πολὺ ζεστοὶ ἄνθρωποι. Ὁ Σ. παρόλο ποὺ δὲν δήλωσε κατηχούμενος μόλις εἶδε τὸν πατέρα Θ. τὸν ἀγκάλιασε θερμὰ καὶ τὸν σήκωσε σχεδὸν στὴν ἀγκαλιά του. Κουβέντιασαν μαζί του καὶ ἡ καρδιά τους γέμισε χαρὰ καὶ ἐλπίδα. Ὅλοι μείναμε κατάπληκτοι μὲ τὶς εὔστοχες ἀπορίες τους καὶ τὴν πίστη τους. Ἡ Τ. λέει ὅτι θέλει νὰ κάνουν παιδιὰ μετὰ τὴ βάπτισή της.
Μᾶς διηγήθηκαν ὅτι σὲ ἕνα ταξίδι τους στὸ Ἀ. εἶχαν καθίσει ἔξω ἀπὸ ἕνα παλιὸ ὀρθόδοξο ναὸ ποὺ ἔχει μετατραπεῖ σὲ τζαμὶ καὶ κοιτοῦσαν σκεπτικοὶ τὸ μεγάλο καμπαναριὸ ποὺ εἶχε χρόνια νὰ χτυπήσει. Ἐπειδὴ ὁ χῶρος εἶναι τζαμὶ οἱ ἰμάμηδες ἔχουν βγάλει τὸ σήμαντρο ἀπὸ τὴν καμπάνα. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ἡ Τ. σκεφτόταν τί ὡραῖες λειτουργίες θὰ γίνονταν κάποτε ἐδῶ, ξαφνικὰ χτυπάει δυὸ φορὲς καθαρὰ καὶ δυνατὰ ἡ καμπάνα!!! Ὁ ἰμάμης, οἱ «πιστοί», οἱ γύρω περαστικοὶ τρέχουν ἔντρομοι κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ νὰ δοῦν τί γίνεται! Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει πὼς χτύπησε μία καμπάνα χωρὶς σήμαντρο ποὺ ἦταν σὲ ἀχρηστία πάνω ἀπὸ 80 ἔτη! Ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἂν ξέρει κάτι σχετικό… Οἱ συζητήσεις φούντωσαν καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κοπάσουν γιὰ πολὺ ὥρα μεταξὺ τῶν περαστικῶν καὶ τῶν παρευρισκομένων. Ὅλους τοὺς κατέλαβε ρίγος. Μερικοὶ μάλιστα ἀπομακρύνθηκαν…καλοῦ κακοῦ…Καὶ τότε ὁ Σ. λέει στὴν γυναίκα του: ὁ Θεὸς εἶδε τὴν πίστη σου. Ἡ ἐκκλησία σὲ ὑποδέχεται μὲ τυμπανοκρουσίες· γιὰ σένα ἔγινε αὐτό!
Μία ἄλλη φορὰ πάλι ἐπισκέφτηκαν ἕναν ἄλλον μισογκρεμισμένο ναό. Ὅλη τὴν ὥρα ἡ Τ. προσευχόταν στὸν ἔρημο ναὸ μὲ δάκρυα. Μία ἔντονη μυρωδιὰ ἀπὸ λιβάνι τῆς τρυποῦσε τὰ ρουθούνια ποὺ μάταια ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται. Σκέφτηκε νὰ τὸ πεῖ στὸν σύζυγό της, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε γιατί φοβόταν μὴν τὴν πεῖ φαντασιόπληκτη. Καὶ τότε ἐκεῖνος τὴ ρωτάει: μὰ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὴ ἡ ὡραία μυρωδιά; Δὲν σοῦ μυρίζει κάτι ὄμορφο; Δὲν βρῆκαν ποτὲ τὴν «πηγή» της.
Μιλούσαμε πολὺ καιρὸ στὸ τηλέφωνο μὲ τὴ Τ., ἀλλὰ ὅταν ἦρθε καὶ τὴ γνώρισα ἀπὸ κοντὰ ντράπηκα γιὰ τὰ πνευματικά μου χάλια. Εἴπαμε πολλά. Μᾶς διηγήθηκε πὼς τὸ πρῶτο της ταξίδι στὴν Ἑλλάδα τὴν ἔκανε σὰν τρελὴ νὰ θέλει νὰ γίνει χριστιανή. Τὶς δυσκολίες τους, τὸν φόβο τῆς ἀπόρριψης, τὴν ἄγνοιά τους καὶ γιὰ τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα, τὶς πόρτες ποὺ τοὺς ἄνοιξε ὁ Θεός, τὸ πρῶτο τους Πάσχα στὸν ναό…Πρὶν φύγουν τοὺς ἀγόρασα τὸ πρῶτο τους θυμιατήρι καὶ τὴν πρώτη τους καντήλα καὶ ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη. Τοὺς ἔδειξα πῶς νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν. Εἶναι τόσο ὄμορφο νὰ δείχνεις στοὺς ἀδελφοὺς μερικὰ  μικρὰ καὶ πρακτικὰ ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι ἁπλὴ ρουτίνα, ἐνῷ γι’ αὐτοὺς εἶναι  ἐντελῶς ἄγνωστα…
 Ὅταν γύρισαν πίσω σπίτι τους, τὸ μικρό τους ἀνιψάκι ἐπέμενε ἡ θεία του νὰ τὸ πάει στὴν Ἐκκλησία. Τὸ παιδάκι αὐτὸ δείχνει μεγάλο ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστη τῆς θείας του. Χωρὶς ἐκείνη νὰ τοῦ λέει κάτι ἰδιαίτερο, τὸ παιδάκι ἀναπαύεται  νὰ τὴν ἀντιγράφει.
Οἱ μῆνες κύλησαν…Ἡ Τ. ὁλοκλήρωσε μέρος τῆς κατήχησής της διαδικτυακᾶ, ἀλλὰ καὶ διὰ ζώσης.
Ὅταν ἔφτασε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς βάπτισής της (ἔγινε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 2010) δὲν κατάφερα νὰ εἶμαι κοντά της. Ἐκείνη μοῦ ἔγραψε τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ ὅπου μοῦ περιγράφει ἀναλυτικὰ τὰ γεγονότα ἐκείνης τῆς ἡμέρας.
Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε λίγες μέρες μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχουν μεγάλα γράμματα ἔχει βάλει καὶ ἡ ἴδια κεφαλαῖα στὸ πρωτότυπο. Τὴ μεταφράζω αὐτούσια.

Κυριακὴ 17 Ὀκτωβρίου 2010

Πῶς εἶσαι ἀδελφή μου; Θέλεις νὰ μάθεις τὰ νέα μου, ἔ; Λοιπόν, εἶμαι τόσο εὐτυχισμένη, ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη καὶ συναισθηματικὰ ἀσφαλὴς ὅσο δὲν ὑπῆρξα ποτὲ στὴ ζωή μου.
Τὴ μέρα τῆς βάπτισής μου βίωσα μία κατάσταση πανικοῦ…Τὸ πρωὶ ξεκινήσαμε νωρὶς  ἀπὸ τὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸν Σ. (τὸν ἄντρα της) καὶ φτάσαμε ἐγκαίρως στὸ ἀεροδρόμιο γιὰ νὰ παραλάβουμε τὴ νονά μου ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη εἰδικὰ γιὰ τὴ βάπτιση. Τὴν παραλάβαμε, ἀλλὰ ὁ Σ. ἀντὶ νὰ πάει ὡς συνήθως παραλιακὰ στὸν Ναὸ ἀποφάσισε νὰ πάρει ἄλλο δρόμο γιὰ τὸν ναὸ καὶ ἔχασε τὸν δρόμο καὶ παιδευτήκαμε 1,5 ὥρα. Ἄρχισα νὰ κλαίω ἀπὸ τὰ νεῦρα μου. Βλέπεις ὁ πονηρὸς μὲ βασάνισε μέχρι τὸ τελευταῖο λεπτό. Πήραμε τηλέφωνο στὸν ἀδελφό μας τὸν Ἰ., μᾶς ἔδωσε νέες πληροφορίες καὶ βρήκαμε τὸν σωστὸ δρόμο, ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισαν νὰ μᾶς παίρνουν τηλέφωνο ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ὁ Π., ἡ Β., ὁ Μ.…ὅλοι ρωτοῦσαν τί πάθαμε. Εἶπα μέσα μου «πάει, δὲν θὰ γίνει ἡ βάπτιση». Τελικὰ φτάσαμε στὸν Ναό, πετάχτηκα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔπιασα τὸ χέρι τοῦ Π. καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω ἀσυναίσθητα. (σημ: ἡ Β. καὶ ὁ Ἰ. εἶναι πνευματικοὶ ἀδελφοί της, ὁμοεθνεῖς, βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι ἐνῷ ὁ Π. καὶ ὁ Μ. ἕλληνες φίλοι τους.)
 Ὁ ἱερέας εἶπε «ἂς ἀρχίσουμε ἀμέσως» καὶ ἀρχίσαμε…Λὲς καὶ σταμάτησε ὁ χρόνος γιὰ μένα. Τί αἴσθηση ἦταν αὐτή, τί στιγμή…Μόλις ὁ πατέρας ἔβαλε τὸ χέρι τοῦ στὸ κεφάλι μου γιὰ τοὺς ξορκισμοὺς ἄρχισα νὰ τρέμω. Καὶ ἡ νονά μου ἦταν τὸ ἴδιο φορτισμένη. Ἡ Β. ἦταν πίσω μου. Μετὰ τὴν κατήχηση ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ πάνω στὸν γυναικωνίτη.  Ξαφνικὰ βλέπω ἕνα γκροὺπ ποὺ εἶχε συνοδεύσει ὁ Μ. ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη –ἄνθρωποι ἄγνωστοί μου ὣς ἐκείνη τὴν ὥρα- νὰ ἔχουν καθίσει ὅλοι στὸ γυναικωνίτη καὶ νὰ περιμένουν τὴ βάπτισή μου. Τὰ ἔχασα! Μὲ βοήθησαν νὰ ἑτοιμαστῶ. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω τὴν ἀγωνία τῆς Β. καὶ τῆς νονᾶς μου…
Ἄρχισαν οἱ δεήσεις τῆς κολυμπήθρας. Μετὰ μοῦ εἶπαν νὰ φορέσω τὸν χιτώνα μου καὶ νὰ μπῶ στὴν κολυμπήθρα. Δὲν ξέρω πὼς τὰ κατάφερα μὲ τὰ τόσα κιλά μου νὰ μπῶ ἀλλά, ἂν δὲν μοῦ ἔλεγαν νὰ βγῶ, θὰ μποροῦσα νὰ μείνω μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ νερό….Γιὰ σκέψου ἀδελφή μου, ἐδῶ καὶ 5 χρόνια πηγαινοέρχομαι καὶ παρατηρῶ μὲ λαχτάρα αὐτὴν τὴν κολυμπήθρα, ἀναρωτιέμαι πότε θὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη στιγμὴ τῆς βάπτισής μου. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὸ νερὸ ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ! ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΖΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βγεῖ ἀπὸ τὴν κολυμπήθρα εἶναι ἀνάλαφρος σὰν πουλί.
Στὸ μύρωμα τὰ ἔχασα…δὲν ἤξερα τί ἔπρεπε νὰ κάνω, μὲ βοήθησε ἡ Β. Γελοῦσε μὲ τὸν πανικό μου…φυσικὸ ἦταν· δὲν εἶχα ξαναδεῖ βάπτιση· δὲν ἤξερα. Ἀλλὰ μόλις πῆγα στὸ δωματιάκι νὰ ντυθῶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ ἀναφιλητὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση. Μὲ ἄκουσαν. Ὁ ἱερέας μὲ ρώτησε ἄν μοῦ συνέβη κάτι.
Ὅλα ἦταν ὑπέροχα, ἀδελφή μου, εἶχα τέτοια ἀγωνία καὶ τώρα ἔχω τὸ ἴδιο συναίσθημα…λὲς καὶ τὰ ξαναζῶ ὅλα τώρα καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ γράψω. Ἀντὶ νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ πατέρα μετὰ τὸ εὐαγγέλιο φίλησα ξανὰ τὸ εὐαγγέλιο…Μετὰ ὅμως φίλησα καὶ τὸ χέρι του. Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει, «ἄχ, δὲν φίλησα τὸ χέρι του»  σκέφτηκα ἀλλὰ μετὰ παρηγορήθηκα στὴν ἰδέα  ὅτι θὰ τοῦ ἔχει ξανασυμβεῖ κάτι τέτοιο.
Ὅλοι στὸ γκροὺπ παρακολουθοῦσαν ὄρθιοι κλαίγοντας. Ἔκλαιγα κι ἐγώ, ἡ Μάνα μου (ἐννοεῖ τὴ νονά της), ὁ Σ., ὁ Μ., ἡ Β.· ὅλοι κλαίγαμε. Δηλαδὴ ἦταν μία βάπτιση μὲ μπόλικα δάκρυα ἡ δική μου…
Μετὰ κατεβήκαμε κάτω στὸν  ναὸ γιὰ νὰ κοινωνήσω μαζὶ μὲ τὴ νονά μου. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατηθῶ. Φαντάσου ἀδελφή μου, θὰ ἔπαιρνα ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΟΥ μέσα μου! Χρόνια ὁλόκληρα ἔβλεπα αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦσαν καὶ τώρα εἶχε φτάσει ἡ ὥρα καὶ γιὰ μένα. Κράτησα τὴ λαμπάδα μου καὶ πλησίασα. Κατάπια τὸν μαργαρίτη μὲ τέτοια λαχτάρα λὲς καὶ θὰ κατάπινα τὴ λαβίδα. Νομίζω ὅτι ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος ἀπὸ τὴ λαχτάρα μου νὰ πάρω τὸν Κύριο. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶπα: ΝΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Ἡ ΖΩΗ, ΠΗΡΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ! Προσευχήθηκα: ΘΕΕ ΜΟΥ ΜΗ ΜΟΥ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κατάλαβα ὅτι τίποτα ἄλλο στὴ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα κι ὅτι ἐγὼ ἐκείνη τὴν ὥρα ἔγινα πραγματικὰ ΟΘΟΔΟΞΗ. Γιὰ σκέψου κι αὐτό: ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἔλεγα ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξη ἀλλὰ ἤμουν μακριὰ ἀπὸ τὰ μυστήρια. ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΒΙΩΣΑ 3 ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΑΖΙ: ΒΑΦΤΙΣΗ, ΧΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΒΙΩΜΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ! ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΞΙΩΣΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΩ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ.
Κοινώνησε καὶ ἡ μάνα μου (νονά μου). Δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Ἦρθαν ἀπὸ τὸ γκροὺπ γιὰ ἀναμνηστικὲς φωτογραφίες. Κοιτάω τὰ πρόσωπά τους καὶ τί νὰ δῶ· ὅλοι κλαίγανε. Ἄρχισαν νὰ μὲ φιλᾶνε στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια. Ὁ ἕνας μοῦ περνοῦσε ἕνα κομποσκοίνι, ὁ ἄλλος κάτι ἄλλο. Δυὸ κυρίες ἔβγαλαν τὰ δαχτυλίδια τους καὶ μοῦ τὰ ἔδωσαν. Ἦταν ἀπὸ τὸ Σινὰ καὶ ἔγραφαν πάνω τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἔμεινα ἔκπληκτη, πῶς θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ ἀποκτήσω ἕνα δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Σινὰ καὶ μάλιστα μὲ χαραγμένο τὸ ὄνομα τῆς νονᾶς μου…Τὸ ἄλλο γράφει ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ἀκόμα κι ἂν τὰ εἶχα παραγγείλει δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ μοῦ ἔρθουν τέτοια δῶρα.
Ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ πλησίασε ἕνας νεαρὸς καὶ μοῦ εὐχήθηκε στὴ γλώσσα μου. Τὰ ἔχασα! Ὅταν μάλιστα μοῦ εἶπε τὶς εὐχές σου νόμισα ὅτι ἄρχισα νὰ τὰ χάνω, λέω δὲν κατάλαβα καλά. Ὅμως ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μαθητής σου, φίλησε τὸ χέρι μου καὶ μοῦ ἔδωσε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἕνα κομποσκοίνι. Ἦταν μία μεγάλη ἔκπληξη γιὰ μένα.
Ἡ μητέρα μου (νονά μου) ΤΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΟΛΑ, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, μοίρασε γλυκὰ στὸ γκροὺπ καὶ ἔφυγαν (τὸ γκρούπ). Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πῶς ἀγκάλιασα καὶ πόση ὥρα εὐχαριστοῦσα τὸν Μ. ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ ἀρχίσουν ὅλα καὶ ὁ ὁποῖος μοῦ ἔλεγε πάντα νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ θέλει ἡ καρδιά μου καὶ νὰ γίνω εὐτυχισμένη. Τὸν ἀγκάλιασα καὶ ἔκλαψα πολύ.
Ἦταν ὅλα τέλεια. Ἔμεινα λίγο ἀκόμα στὸν Ναό. Περιηγήθηκα στοὺς διαδρόμους του· ὅμως τώρα πιὰ ἤμουν βαπτισμένη. Ἔνιωθα τὰ πόδια μου νὰ πατοῦν πιὸ σταθερὰ στὸ πάτωμα. Ἀσπάστηκα ξανὰ τὶς εἰκόνες, προσευχήθηκα καὶ μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφυγα μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη. Σκεφτόμουν ὅτι βρῆκα τελικὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση ποὺ ἀναζητοῦσα ἐδῶ καὶ  χρόνια.
Βγῆκα ἔξω νὰ ἀποχαιρετήσω τὸ γκρούπ. Ἔβρεχε. Μοῦ ἔλεγαν νὰ φυλαχτῶ γιατί εἶχα βρεγμένο τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα τίποτα· ὁ Κύριος μὲ ζέσταινε.
Πήγαμε στὸ κέντρο τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὴ μαμά μου (νονά)  καὶ τὴ Β. καὶ τὸν Σ. Ἀφήσαμε τὸ αὐτοκίνητο κάπου γιὰ πέντε λεπτὰ καὶ μᾶς τὸ πῆρε ὁ γερανός.
Ὁ Σ. πῆγε νὰ τὸ βρεῖ, ἐγὼ μὲ τὴ Β. καὶ τὴ μητέρα μου (νονά) πήγαμε γιὰ φαγητό· ἦρθε καὶ ὁ Σ. καὶ μᾶς βρῆκε. Ἡ ἀδελφή μου ἡ Β. μᾶς ἔκανε δῶρο τὸ τραπέζι. Στὴ συνέχεια ἡ Β. πῆγε στὴ δουλειά της κι ἐγὼ μὲ τὸν Σ. μείναμε στὸ ἀεροδρόμιο μαζὶ μὲ τὴ μητέρα (νονά) μου κουβεντιάζοντας ὣς τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησης.
Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὴ νονὰ ποὺ μοῦ γνώρισες· εἶναι ὑπέροχος ἄνθρωπος. Πάντα ἤθελα νὰ μὲ βαπτίσει κάποια μὲ βαθειὰ πίστη τὴν ὁποία νὰ ἔχω γιὰ παράδειγμα στὴν πνευματική μου ζωή. Ἐσὺ γιὰ μένα εἶσαι μάνα μου, ἀδελφή μου, ἡ πιὸ στενή μου φίλη…τὰ πάντα. Σὲ ἀγαπῶ πολύ!
Ἡ νονά μου τὸ παράκανε μὲ τὰ δῶρα. Μοῦ ἔφερε ἕνα μπαοῦλο δῶρα. Μέσα ἀπὸ τὸ μπαοῦλο βγῆκε ἕνας ἐπὶ πλέον βαπτιστικὸς χιτώνας ποὺ εἶχε φέρει ἡ νονά μου ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ Σ. μοῦ εἶπε: «αὐτὸν φύλαξέ τον γιὰ μένα».
Ἀδελφή μου, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πόσο πολὺ ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ βάπτισή μου. Ἄλλαξε ἡ συμπεριφορά του. Πάντα ἦταν καλός, ἀλλὰ πλέον εἶναι ὑπέροχος.
Σήμερα βγήκαμε ἔξω γιὰ φαγητό. Μετὰ τὸ φαγητὸ ἄρχισε νὰ μὲ ρωτάει διάφορα πράγματα κι ἐγὼ τοῦ εἶπα πολλά. Εἶναι πιστὸς ἄνθρωπος καὶ ἔχει ὀρθόδοξο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. «Καὶ βέβαια», λέει, «μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔρθει ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς!». Ἂν τὸν ἀκούσεις νὰ μιλάει νομίζεις ὅτι διάβασε τὴ Γραφὴ ἀλλὰ δὲν τὴν ἔχει διαβάσει. Τοῦ εἶπα νὰ τὴ διαβάσει ὅταν ἔχει χρόνο καὶ εἶναι ἤρεμος. Ἀδελφή μου, δὲν κατάφερες νὰ ἔρθεις στὴ βάπτισή μου, ἴσως ἔρθεις στὸν γάμο μας.
Μοῦ εἶπε τὴν αὐτοσχέδια προσευχὴ ποὺ λέει κάθε βράδυ στὸν Θεὸ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν παιδί. Ἔμεινα κατάπληκτη: λὲς καὶ διαβάζεις Ἀπόδειπνο!!! Ἔπαθε σὸκ κι ἐκεῖνος ὅταν τοῦ τὸ εἶπα. Δὲν μὲ πίστευε. Μόλις γυρίσαμε στὸ σπίτι τοῦ ἔδειξα τὸ Ἀπόδειπνο…ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό! Πράγματι, ἀπὸ μικρὸς προσεύχεται σὰν ὀρθόδοξος…(ποιὸς ἄραγε ἔβαλε αὐτὰ τὰ λόγια στὴν καρδιά του;)
Ἀδελφή μου, διαβάζω τὶς προσευχές μου καθημερινά. Φοβᾶμαι πολὺ νὰ μὴν ἁμαρτήσω μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΜΑΡΤΙΑ.
Τὸ βράδυ τῆς βάπτισής μου τηλεφώνησε ὁ ΠΑΤΕΡΑΣ μας, ὁ πατὴρ Θ. Μὲ συνεχάρη καὶ μοῦ εἶπε: «ἔγινες χριστιανή, ὥρα νὰ γίνεις καὶ ἁγία». Εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσει ὅλους ὁ Κύριος τὴν ἁγιότητα. Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ κοινωνήσω κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ πατέρα μας.
Μίλησα καὶ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφή μας τὴν Πόπη. Τί ὡραῖοι ἄνθρωποι ποὺ εἶστε ὅλοι σας! Τώρα καταλαβαίνω τί σημαίνει νὰ βαδίζεις τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς καρδιᾶς σας ἀντανακλάει παντοῦ στὴ ζωή σας. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ!
Τὴν ἡμέρα τῆς βάπτισης ὅταν γυρίζαμε σπίτι ἄρχισα νὰ προσεύχομαι γιὰ ὅλους σας ξεχωριστά: Γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὴ Μητέρα μας(τὴν πρσβυτέρα), γιὰ σένα, τὸν ἄντρα σου, τὰ παιδιά σας, τοὺς γονεῖς σου, τὴ νονά μου, τὴ μαμά μου,  τὸν Σ., τὴν ἀδελφή μου, γιὰ τὸν ἀνιψιό μου, γιὰ τὴ Β., τὴ Μαρία, τὸν Θανάση, τὸν Ἰ., τὸν Λουκᾶ, τὴν γυναίκα του, τὴν Πόπη καὶ γιὰ ὅλη μας τὴν ἐνορία. Ὅσων τὰ ὀνόματα δὲν τὰ θυμόμουν τοὺς περιέγραφα: ἐκείνη τὴν ἀδύνατη μὲ τὰ κοντὰ μαλλιὰ ἐλέησε Κύριε, ἔλεγα. Δὲν τελείωσαν τὰ ὀνόματα μέχρι νὰ φτάσουμε σπίτι. Ὁ Σ. μὲ ρωτάει τί σιγοψιθυρίζω καὶ τοῦ ἀπαντῶ: προσεύχομαι γιὰ ὅλους πρὶν ἁμαρτήσω. Δὲν τὸ θέλω, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσω χωρὶς νὰ τὸ ξέρω. Πρὶν συμβεῖ αὐτό, προσευχήθηκα γιὰ ὅλους σας.
Τὸ ἅγιο Μύρο διαπότισε τὸ δέρμα μου. Δὲν ἤθελα νὰ πλυθῶ γιὰ νὰ μὴ φύγει ἡ μυρωδιὰ ἀλλὰ παρέμεινε καὶ μετὰ τὸ ἀπόλουσμα. Ὁ Σ. ἔρχεται πότε πότε καὶ μυρίζει τὰ χέρια μου. «Βαφτίσου κι ἐσύ» τοῦ εἶπα «πρὶν προλάβει νὰ φύγει τὸ ἅγιο Μύρο ἀπὸ τὰ δικά μου χέρια». Ἀδελφή μου, πρώτη φορὰ ἔνιωσα τόσο κοντά μου τὸν Σ. Νὰ περιμένεις τὰ καλὰ νέα. Ἂς προσευχηθοῦμε.
Ὁ κατηχητής μου προσευχήθηκε γιὰ μένα.
Κατάλαβα ὅτι ἡ Μόνη Ἀλήθεια στὴ ζωή μας εἶναι ὁ Κύριος, ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μάταια. Τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς σὰν Ἐκεῖνον, νὰ συνδέεται μαζί Του, νὰ γίνεσαι ἄξιος δοῦλος Του. Κάθε βράδυ δίνω ὑπόσχεση στὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν θυμώσω μὲ κανέναν, νὰ μὴν πικράνω κανέναν. Λέω πὼς εἶμαι στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶμαι παράδειγμα στοὺς ἄλλους.
Δυστυχῶς ἀναγκάστηκα νὰ πῶ ψέματα στὴ μαμά μου ἡ ὁποία μας πῆρε τηλέφωνο ὅταν ἤμασταν στὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὴ νονά μου. Κατάλαβε ὅτι εἴχαμε πάει γιὰ τὴ βάπτιση καὶ ἔβαλε τὶς φωνὲς στὸν Σ. «Ἂν βαπτιστεῖ νὰ μὴν πατήσει στὸ σπίτι μου, οὔτε κι ἐγὼ θὰ πάω στὸ δικό της!» οὔρλιαζε. Ἀναγκάστηκα νὰ τῆς πῶ ὅτι εἴμαστε σπίτι γιὰ νὰ τὴν ἠρεμήσω. Εἶπα δηλαδὴ τὸ πρῶτο μου ψέμα. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν θὰ τὸ πῶ οὔτε στὴ μητέρα οὔτε στὴν ἀδελφή μου…αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ δικός μου σταυρός. Τὸ σημαντικὸ γιὰ μένα εἶναι ὅτι ὁ ἄντρας μου μὲ στηρίζει, μοῦ ἐπιτρέπει νὰ προσεύχομαι ἄνετα στὸ σπίτι μου, μὲ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία.
Πρώτη φορὰ λοιπὸν στὴ ζωή μου ἔκανα αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἤθελα. ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!
Εἶμαι εὐτυχισμένη καὶ ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη ὅσο ποτὲ στὴ ζωή μου.
Εἶμαι εὐγνώμων στὸν Πατέρα μας, σὲ σένα καὶ σὲ ὅλους.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ!
Τ.-Μπουρτζοὺ

Σημείωση: Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας ὅτι στὸ παραπάνω κείμενο τὰ τοπωνύμια καὶ τὰ ὀνόματα εἶναι ἀλλαγμένα γιὰ λόγους ἀσφαλείας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ βιώνουν τὴν πίστη τους σὲ δύσκολες συνθῆκες. Παρακαλοῦμε νὰ εὔχεστε γι’ αὐτούς.

  *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011


Οι Νεομάρτυρες, η Δόξα της Εκκλησίας μας, του Φώτη Κόντογλου.


neom
Το να μιλά κανένας σήμερα και να γράφει για κάποια πράγματα της θρησκείας, ο πολύς κόσμος το νομίζει για ανοησία. Και ακόμα μεγαλύτερη ανοησία έχει την ιδέα πως είναι το να γράφει για τους άγιους μάρτυρες, και μάλιστα για κείνους που μαρτυρήσανε κατά τα νεότερα χρόνια που βασιλεύανε οι Τούρκοι απάνω στη χριστιανωσύνη, επειδής ο λίγος καιρός που μας χωρίζει απ αυτούς κάνει ώστε να τους νοιώθουμε πολύ κοντά μας, ανθρώπους σαν κ εμάς, ενώ τους αρχαίους μάρτυρες τους βλέπουμε μέσα από τους αιώνες που περάσανε από τότε που μαρτυρήσανε και στη φαντασία μας παρουσιάζονται ευκολότερα με το φωτοστέφανο του Aγίου.

Κανένας λαός δεν έχυσε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού, όσο έχυσε ο δικός μας, από καταβολή του χριστιανισμού ίσαμε σήμερα. Κι αυτός ο ματωμένος ποταμός είναι μια πορφύρα που φόρεσε η ορθόδοξη ‘Εκκλησία μας, και που Θα ‘πρεπε να την έχουμε για το μεγαλύτερο καύχημα, κι όχι να την καταφρονούμε και να μη μιλούμε ποτέ γι αυτή, και μάλιστα να ντρεπόμαστε να μιλήσουμε γι αυτή, σε καιρό που δε ντρεπόμαστε για τις πιο ντροπιασμένες και σιχαμερές παραλυσίες που κάνουνε οι άνθρωποι στον αδιάντροπο καιρό μας.
Εμείς οι σημερινοί πονηρεμένοι άνθρωποι φροντίζουμε μονάχα για την καλοπέραση του κορμιού μας, και για τούτο η ψυχή μας έχασε την ευαισθησία της, μ όλα τα πνευματικά γιατρικά που λέμε πως έχουμε. Και γι αυτό περιφρονούμε και τους λέμε ανόητους εκείνους που δεν κοιτάζουνε το υλικό συμφέρον τους, αλλά κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατά πολύ ανόητους και μικρόμυαλους
θεωρούμε εκείνους που θυσιάσανε τη ζωή τους για την πίστη τους, αφού, κατά την αμαρτωλή κρίση μας, δεν κοιτάξανε να χαρούνε τα νιάτα τους και ν απολάψουνε τούτον τον κόσμο, που είναι χειροπιαστός και σίγουρος, αλλά βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε και, στο τέλος, σφαχτήκανε η κρεμαστήκανε, οι άμυαλοι, για κάποιους ίσκιους που λέγουνται αθάνατη ζωή και βασιλεία των ουρανών.
Ακόμα και κάποιοι από τους σημερινούς θεολόγους, που μας φέρνουνε απ’ όξω την “επιστημονικήν” ορθολογιστική (!) θεολογία, δεν καταδέχουνται ποτέ να μιλήσουνε για τους νεομάρτυρες, και στις ψυχρές κι άτονες ομιλίες τους, καθώς και στα βιβλία τους, αναφέρουνε μοναχά κανέναν μάρτυρα της αρχαίας εποχής, κατά το προτεσταντικό σύστημα.
Το ατελείωτο μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας, που αρχίζει, όπως είπα παραπάνω, από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού και φτάνει έως σήμερα, είναι μία από τις πιο μεγάλες μαρτυρίες πως η Εκκλησία μας είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, γιατί βασανίζεται αδιάκοπα και χύνει το αίμα της για τον Χριστό, που είπε : “Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν” και αλλού είπε : “Αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς” και πάλι είπε “Μακάριοι όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξουσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ΄υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε κι αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις οιυρανοίς” και αλλού είπε “Και έσεσθαι μισούμεμοι υπό πάντων διά το Όνομά μου. Ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται” κι αλλού είπε “Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, και μετά ταύτα μη εχόντων περισσότερον τι ποιήσαι”, κλπ. Κι ο απόστολος Πέτρος γράφει “Καθ΄ο κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι, χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι. Ει ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι, ότι το της δόξης και το του Θεού Πνεύμα εφ’ υμάς αναπαύεται”. Και πάλι ο απόστολος Παύλος λέγει “ Η ελπίς ημών βεβαία υπέρ υμών, ειδότες ότι ώσπερ κοινωνοί έστε των παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως”.
Για τούτο κι ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, που είναι κι αυτός ένας από τους μάρτυρες, επειδή τον θανατώσανε οι οχτροί της πίστης, έγραφε στα 1635 για τους παπιστές. “Αν δεν έχομεν σοφίαν εξωτέραν (κοσμικήν), έχομεν, χάριτι Θεού, σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξον πίστιν μας, και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους λατίνους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας και εις το να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας δια την πίστιν και την αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Αν είχε βασιλεύσει ο τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα, τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται, και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστιν των, και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας, και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν εθέλω, ομπρός εις τον σταυρόν του Χριστού”.
Μ αυτά τα λόγια βροντοφωνεί πως η Εκκλησία μας, με τα μαρτύρια που τραβά από αιώνες, είναι η αληθινή Εκκλησία, η βλογημένη από τον Κύριο, κι όχι η Δυτική, η καλοπερασμένη η υπερήφανη αφέντρα, που όχι μονάχα το αίμα της δεν έχυσε για τον Χριστό, αλλά η ίδια έκαιγε τους ανθρώπους που δεν της ήτανε υπάκουοι.
Οι δικοί μας οι άγιοι, που μαρτυρήσανε στον καιρό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους, ήτανε ταπεινοί, απλοί, λιγομίλητοι, με τη φωτιά της πίστης στα στήθιά τους, απονήρευτοι κι αγράμματοι, αφού το μόνο που γνωρίζανε να λένε μπροστά στον αγριεμένο τον κριτή ήτανε «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θ αποθάνω!» Νέοι άνθρωποι, παλικάρια απάνω στ άνθος της νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερά να παραδοθούνε για τ όνομα του Χριστού, κι αντίς αρραβωνιάσματα και σφαζόντανε σαν τ αρνιά η κρεμαζόντανε με τη θελιά, στον λαιμό τους και, για να τους τυραγνάνε περισσότερο οι άπιστοι, κόβανε τον λαιμό τους σιγά-σιγά με στομωμένα μαχαίρια η τους χωρίζανε με σάπια σχοινιά που κοβόντανε, για να τους ξανακρεμάσουνε. Και τα μόνα που ξέρανε από τη Θρησκεία μας οι περισσότεροι απ αυτούς ήτανε τα λόγια του Χριστού, που είπε: «Όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κί εγώ μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στον ουρανό, κι όποιος μ αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κ εγώ μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στον ουρανό». Καθώς και τα λόγια, τούτα, που είπε ο Κύριος: «Μη φοβηθείτε από κείνους που σκοτώνουνε το σώμα, μα που δεν μπορούνε να σκοτώσουνε την ψυχή», και: «Όποιος χάσει τη ζωή του για τ όνομά μου, αυτός θα ζήσει στην αιώνια ζωή».
Ω! Τι ύψος και πόση πνευματική ευπρέπεια είχε η φυλή μας, τον καιρό που θαρρούμε εμείς πως ήτανε αγράμματη και βάρβαρη. Εμείς, οι σημερινοί, είμαστε βάρβαροι, που δεν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε όσο πρέπει την ευγένεια και το μεγαλείο της θυσίας για τ όνομα του Χριστού, που την προσφέρανε με τα κορμιά τους εκείνοι οι λεονταρόψυχοι, που γι αυτούς λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης πως δεν γεννηθήκανε από αίματα, μήτε από θέλημα της σάρκας, μήτε από θέλημα αντρός, αλλά πως γεννηθήκανε από τον Θεό. Η γενεά η δική μας, «η μοιχαλίς και αμαρτωλός», ας κάνει τον έξυπνον εκεί που δεν χωρά καμιά εξυπνάδα, ας περιπαίζει εκείνους που δώσανε το αίμα τους για την πίστη του Χριστού, με την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Θα έρθει μέρα που θα δώσει απολογία και σε τούτο τον κόσμο και στον άλλον, και τότε θα καταλάβει σε τι σκοτάδι βρισκότανε.
Να τι λέγει ο προφήτης Σολομώντας για τις ψυχές των αγίων που πεθαίνουν με την ελπίδα της μέλλουσας ζωής, καθώς και για τους άπιστους που τους περιπαίζουνε για την πίστη τους. “Των δικαίων οι ψυχές είναι μέσα στο χέρι του Θεού, και δεν θα τους αγγίξει κανένα μαρτύριο. Στα μάτια των ανόητων φανήκανε πως πεθάνανε, και λογαριαστήκε για συμφορά ο θάνατός τους, κι ο μισεμός τους απ’ ανάμεσα μας λογαριάστηκε για σβήσιμο. Αλλά αυτοί βρίσκουνται ειρηνεμένοι. Γιατί, αν βασανιστούνε στα μάτια των ανθρώπων, η ελπίδα τους είναι γεμάτη αθανασία. Και, για τα λίγα βάσανα που περάσανε, θ’ απολάψουνε μεγάλες ευεργεσίες. Επειδής ο Θεός τους δοκίμασε, και τους βρήκε άξιους της αγάπης του. Σαν χρυσάφι στο χωνευτήρι τους δοκίμασε, και τους βρήκε άξιους της αγάπης του. Σαν χρυσάφι στο χωνευτήρι τους δοκίμασε, και σαν θυσία ευπρόσδεκτη τους δέχτηκε. Και, σαν έρθει ο καιρός που θα φανερωθούνε, θα λάμψουνε και, σαν σπίθες μέσα στην καλαμίά, έτσι θα ξεπεταχτούνε. Θα κρίνουν έθνη και θα εξουσιάσουνε λαούς, κι ο Θεός θα βασιλέψει απάνω τους στους αιώνες. Εκείνοι που έχουνε πεποίθηση στον Κύριο, θα καταλάβουνε την αλήθεια, κι όσοι τον πιστεύουνε, με αγάπη θα τον προσμένουνε. Γιατί δόθηκε χάρη κ’ έλεος στους αγίους του, και εξουσία στους διαλεχτούς του.

Ερμηνεία στο Πάτερ ημών (Α)


(Αγίου Μακαρίου Νοταρά)
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»
Πραγματικά, αδελφοί μου, είναι μεγάλη η ευσπλαχνία του Κυρίου μας και ανερμήνευτη η φιλανθρωπία που έδειξε και δείχνει σε μας τους αχάριστους και αγνώμονες προς Αυτόν, τον ευεργέτη μας. Διότι, όχι μόνο μας ανέστησε, ενώ είχαμε κατρακυλήσει στην αμαρτία, αλλά, επειδή η αγαθότητα Του είναι άπειρη, μας παρέδωσε και πρότυπο προσευχής, που ανεβάζει το νου μας στην υψηλή κατάσταση της Θεολογίας και βοηθά όλο το ανθρώπινο γένος να μην πέσει πάλι από επιπολαιότητα και αφροσύνη στα ίδια αμαρτήματα.
Γι’ αυτό το λόγο, έτσι όπως είναι και πρέπον, από την αρχή της προσευχής, ανεβάζει το νου μας στο υψηλό επίπεδο της Θεολογίας. Μας γνωρίζει τον κατά φύση Πατέρα Του και Δημιουργό όλης της ορατής και αοράτου κτίσεως, και μας επισημαίνει την κατάσταση της υιοθεσίας, την οποία εμείς οι Χριστιανοί αξιωθήκαμε να λάβουμε, γι’ αυτό έχουμε και τη δυνατότητα να Τον φωνάζουμε κατά χάριν, «Πατέρα».
Διότι, αφού ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε, δόθηκε εξουσία σε όλους, όσοι Τον πίστευσαν, να γίνουν τέκνα και υιοί του Θεού, μέσω του αγίου Βαπτίσματος, καθώς το λέει ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Σ’ όσους Τον δέχθηκαν και πίστευ¬σαν σ’ Αυτόν, έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού». Ενώ ο απόστολος Παύλος γράφει: «Είστε όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό». Και σε άλλο σημείο: «Και επειδή πραγματικά είστε παιδιά Του, ο Θεός απέστειλε το Πνεύμα του Υιού στις καρδιές σας, και αυτό φωνάζει: Αββά, Πατέρα μου». Δηλαδή: Όλοι οι πιστοί και ορθόδοξοι Χριστιανοί είστε παιδιά του Θεού μέσω της πίστεως, με τη Χάρη του Θεού. Ή να το πω και διαφορετικά: Επειδή είστε παιδιά του Θεού, έστειλε ο Θεός και κατά Χάριν Πατέρας σας το Άγιο Πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές σας, το οποίο φωνάζει μυστικά εκεί μέσα: «Πατέρα, Πατέρα μας».
Γι’ αυτό ο Κύριος μας παραγγέλλει πως να προσευχόμαστε προς τον κατά Χάριν Πατέρα μας, για να είμαστε πάντοτε, μέχρι το τέλος, κάτω από τη Χάρη της υιοθεσίας. Να είμαστε δηλαδή παιδιά του Θεού, όχι μόνο κατά την ώρα της αναγεννήσεώς μας με το άγιο Βάπτισμα, αλλά και στη συνέχεια, μέσα στη ζωή και στην πράξη. Διότι, όποιος δεν ζει πνευματική ζωή και δεν έχει έργα πνευματικά, άξια της άνωθεν αναγεννήσεως, αλλά τα έργα του είναι έργα σατανικά, αυτός δεν είναι άξιος να ονομάζει πατέρα του τον Θεό. Αλλά θα ονομάζει πατέρα του τον διάβολο, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου μας που λέει: «Ο πατέρας που έχετε εσείς είναι ο διάβολος, και όσα επιθυμεί ο πατέρας σας, αυτά θέλετε να κάνετε». Δηλαδή εσείς είστε γεννημένοι ως προς την κακία από τον πατέρα σας, τον διάβολο, και τις κακές και διεστραμμένες επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να κάνετε.
Μας προστάζει δε να ονομάζουμε τον Θεό «Πατέρα», αφενός μεν για να μας πληροφορήσει ότι γίναμε στ’ αλήθεια παιδιά του Θεού με την αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος, αφετέρου δε, διότι πρέπει να φυλάττουμε και τις ιδιότητες, δηλαδή τις αρετές του Πατέρα μας, αισθανόμενοι ντροπή κατά κάποιο τρόπο, για τη συγγένεια την οποία έχουμε με Αυτόν, καθώς ο Ίδιος λέει: «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ ημών οικτίρμων εστίν». Δηλαδή : Να γίνετε και σεις σπλαχνικοί σε όλους, όπως είναι και ο Πατέρας σας σε όλους σπλαχνικός.
Και ο απόστολος Πέτρος λέει: «Ετοιμασθείτε λοιπόν πνευματικά και μείνετε άγρυπνοι, αφήστε να σας καθοδηγεί πλήρως η ελπίδα που σας προσμένει, όταν φανερωθεί ο Ιησούς Χριστός. Αφού αποφασίσατε να υπακούετε στον Θεό, μην αφήνετε να ρυθμίζουν τη ζωή σας οι επιθυμίες που είχατε πριν Τον γνωρίσετε. Αντίθετα, όλη η συμπεριφορά σας να είναι άγια, όπως άγιος είναι και ο Θεός που σας κάλεσε. Γιατί το λέει η Γραφή: Να γίνετε άγιοι γιατί κι εγώ είμαι άγιος. Κι αφού στις προσευχές σας ονομάζετε τον Θεό “Πατέρα”, που κρίνει τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του, χωρίς να κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα, έχετε υποχρέωση να περνάτε την πρόσκαιρη ζωή σας πάνω στη γη με σεβασμό στον Θεό, για να μην κατακριθείτε απ’ Αυτόν».
Ο δε Μέγας Βασίλειος λέει ότι «χαρακτηριστικό εκείνου, ο οποίος γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιο, είναι να γίνει κατά το δυνατόν παρόμοιος με το Πνεύμα, από το Οποίο και γεννήθηκε, καθώς είναι γραμμένο, ότι εκείνος που γεννήθηκε από σαρκικό πατέρα είναι και αυτός σάρκα, δηλαδή είναι σαρκικός. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιο, είναι πνεύμα, δηλαδή είναι πνευματικός».
Και τρίτον, Τον ονομάζουμε «Πατέρα», διότι πιστεύσαμε σ’ αυτόν, τον Μονογενή Υιό του Θεού, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, τον ουράνιο Πατέρα μας, ενώ πριν ήμασταν εχθροί μαζί Του και τέκνα οργής.
Και όταν λέει ο Κύριος να λέμε «Πάτερ ημών», δείχνει με αυτό ότι, όσοι αναγεννηθήκαμε με το άγιο Βάπτισμα, όλοι είμαστε αδελφοί γνήσιοι και παιδιά ενός Πατέρα, δηλαδή του Θεού, που σημαίνει παιδιά της Αγίας Ανατολικής, Αποστολικής και Καθολικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό πρέπει να αγαπούμε ο ένας τον άλλον ως γνήσιοι αδελφοί, καθώς μας προστάζει ο Κύριος λέγοντας: «Αυτή είναι η δική μου εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον».
Και ως προς μεν «το είναι», δηλαδή την πλάση και δημιουργία μας, είναι και λέγεται ο Θεός Πατέρας όλων των ανθρώπων, και των πιστών και των απίστων. Έχουμε λοιπόν χρέος να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, διότι τους έκαμε την τιμή και τους έπλασε με τα χέρια Του ο Θεός, και μόνο την κακία και την ασέβεια να μισούμε και όχι το πλάσμα του Θεού. Κατά δε το «ευ είναι», δηλαδή την ανάπλασή μας, πάλι είναι και λέγεται ο Θεός Πατέρας όλων των ανθρώπων. Και γι’ αυτό πρέπει να αγαπούμε εμείς οι ορθόδοξοι ο ένας τον άλλο, γιατί είμαστε διπλά ενωμένοι και κατά τη φύση και κατά τη Χάρη.
Όλοι δε οι άνθρωποι διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: Σε δούλους γνήσιους, σε δούλους νόθους και σε δούλους πονηρούς, εχθρούς του Θεού.
Και δούλοι γνήσιοι είναι όσοι πιστεύουν ορθά, είναι δηλαδή ορθόδοξοι, και με φόβο και χαρά επιτελούν το θέλημα του Θεού.
Δούλοι νόθοι είναι όσοι πιστεύουν μεν στον Χριστό και έλαβαν και το άγιο Βάπτισμα, αλλά όμως δεν εργάζονται τις εντολές Του.
Οι άλλοι, παρόλο που είναι και αυτοί δούλοι, ως δικά Του δημιουργήματα, είναι όμως πονηροί, εχθροί και ενάντιοι του Θεού, αν και είναι πολύ αδύνατοι και μηδαμινοί και δεν μπορούν να επιφέρουν κάτι κακό εναντίον Του. Και αυτοί είναι όσοι πίστευσαν στον Χριστό, ύστερα όμως έπεσαν σε διάφορες αιρέσεις.
Μαζί μ’ αυτούς συναριθμούνται οι άπιστοι και οι ασεβείς.
Όμως εμείς που αξιωθήκαμε να γίνουμε δούλοι του Θεού κατά Χάριν, διά της αναγεννήσεως του αγίου Βαπτίσματος, ας μη γινόμαστε πάλι δούλοι στον εχθρό μας τον διάβολο, με το να πέφτουμε θεληματικώς στα κακά του θελήματα, για να μη γίνουμε όμοιοι μ’ εκείνους, για τους οποίους γράφει ο Απόστολος ότι «ήταν παγιδευμένοι από τον διάβολο, για να κάνουν το θέλημά του».
Αλλά επειδή ο Πατέρας μας είναι στους Ουρανούς, πρέπει και εμείς να στρέφουμε το νου μας στον Ουρανό, εκεί που είναι η πατρίδα μας, η άνω Ιερουσαλήμ, και όχι να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας κάτω στη γη, όπως οι χοίροι. Αλλά να προσβλέπουμε προς Αυτόν, τον γλυκύτατο Σωτήρα και Δεσπότη μας, και στα ουράνια κάλλη του Παραδείσου . Και αυτό να το κάνουμε, όχι μόνο τον καιρό της προσευχής, αλλά όλον τον καιρό και σε κάθε τόπο πρέπει να έχουμε το νου μας στον Ουρανό, για να μη διασκορπίζεται εδώ κάτω στα φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα.
Και, αν ασκούμε κάθε μέρα βία στον εαυτό μας, καθώς λέει ο Κύριος, ότι «η Βασιλεία του Θεού κερδίζεται με βία και προσπάθεια και την κατακτούν όσοι αγωνίζονται», με τη βοήθεια του Θεού, θα διαφυλαχθεί και σε μας το «κατ’ εικόνα » σώο και καθαρό. Και έτσι λίγο-λίγο από το «κατ’ εικόνα» ανερχόμαστε προς το «καθ’ όμοίωσιν», αγιαζόμενοι από τον Θεό και αγιάζοντας κι εμείς το Όνομά Του στη γη, λέγοντας προς Αυτόν μαζί με την Κυριακή προσευχή: «Αγιασθήτω το Όνομά Σου».
«Αγιασθήτω το όνομά Σου»
Μήπως δεν είναι τάχα άγιο το Όνομα του Θεού και γι’ αυτό πρέπει να παρακαλούμε να αγιασθεί; Πώς αρμόζει να κάνουμε κάτι τέτοιο; Αυτός δεν είναι η πηγή της αγιότητας; Απ’ Αυτόν δεν αγιάζονται τα πάντα, όσα βρίσκονται στον Ουρανό και στη γη ; Πώς λοιπόν εδώ μας προτρέπει να αγιάζουμε το Όνομά Του;
Το Όνομα του Θεού, αυτό καθ’ εαυτό, είναι άγιο και υπεράγιο και πηγή αγιότητας. Και μόλις το αναφέρουμε αγιάζει όλα εκείνα για τα οποία το αναφέρουμε. Δεν επιδέχεται δε καμιά αύξηση αγιότητας ή ελάττωση. Όμως ο Θεός θέλει και αγαπά να δοξάζεται το Όνομά Του και από όλα τα δημιουργήματά Του, καθώς το λέει ο προφήτης και ψαλμωδός Δαβίδ: «Ευλογείτε τον Κύριον πάντα τα έργα αυτού». Δηλαδή: «Δοξάσατε τον Θεό όλα τα δημιουργήματά Του». Και αυτό το απαιτεί. Όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για να αγιασθούν τα πλάσματα Του απ’ Αυτόν και να δοξασθούν. Γι’ αυτό πρέπει, ό,τι και να κάνουμε, να το κάνουμε για τη δόξα του Θεού, σύμφωνα και με τον Απόστολο που λέει: «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, να το κάνετε για τη δόξα του Θεού, για να αγιάζεται το Όνομα του Θεού και από μας».
Και το Όνομα του Θεού αγιάζεται, όταν κάνουμε έργα καλά και άγια, όπως είναι και η πίστη μας αγία. Και τότε, βλέποντας οι άνθρωποι την καλή μας πολιτεία, οι μεν πιστοί Χριστιανοί θα δοξάζουν τον Θεό, ο Οποίος μας σοφίζει και μας ενδυναμώνει να εργαζόμαστε το καλό, οι δε άπιστοι θα έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, βλέποντας ότι τα έργα μας, επιβεβαιώνουν την πίστη μας. Το ίδιο μας παρακινεί και ο Κύριος να κάνουμε, λέγοντας: «Να λάμπει με τέτοιο τρόπο το φως των έργων σας μπροστά στους ανθρώπους, ώστε βλέποντας τα καλά σας έργα, να δοξάσουν τον Πατέρα σας τον επουράνιο».
Συμβαίνει βέβαια και το αντίθετο, δηλαδή να βλασφημείται εξαιτίας μας το Όνομα του Θεού από τους ειδωλολάτρες και τους άπιστους, κατά τον Απόστολο: «Το Όνομα του Θεού διασύρεται εξαιτίας σας από τους ειδωλολάτρες». Κάτι τέτοιο βέβαια δημιουργεί μεγάλη σύγχυση και φοβερό κίνδυνο, διότι νομίζουν οι άνθρωποι, και μάλιστα οι άπιστοι, ότι ο Θεός μας προστάζει να έχουμε μια τέτοια συμπεριφορά.
Γι’ αυτό, για να μην υβρίζεται και ατιμάζεται ο Θεός και για να μην κινδυνεύουμε κι εμείς να δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας αιώνια κόλαση, πρέπει να φροντίζουμε, μαζί με την ορθή πίστη και την ευσέβεια, να έχουμε ενάρετη ζωή και πολιτεία.
Ενάρετη ζωή, όταν λέμε, εννοούμε να εκτελούμε τις εντολές του Χριστού, όπως και ο Ίδιος μας το ζητά λέγοντας: «Αν με αγαπάτε, θα πρέπει να τηρήσετε τις εντολές μου». Και θα τηρήσουμε τις εντολές Του, για να φανερώσουμε την αγάπη που τρέφουμε σ’ Αυτόν. Γιατί από την τήρηση των εντολών Του στερεώνεται και η πίστη μας προς Αυτόν.
paterymon 2
Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Αν κάποιος δεν μπορεί να αναφέρει το Όνομα του Κυρίου Ιησού, παρά μόνο με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κρατήσει την πίστη του ασάλευτη και ριζωμένη, χωρίς τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Πώς όμως θα μπορέσουμε να ελκύσουμε τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και να γίνουμε άξιοι να τη διατηρήσουμε πάντοτε στην ύπαρξή μας; Με τα καλά έργα και την άριστη βιοτή μας. Γιατί όπως το φως του λυχναριού ανάβει με το λάδι και, όταν εκείνο καεί σβήνει και το φως του, με τον ίδιο τρόπο και η Χάρη του Αγίου Πνεύματος εκχέεται προς εμάς και μας φωτίζει. Όταν έχουμε έργα καλά και όταν κατακλύζει την ψυχή μας πολλή ευσπλαχνία και ελεημοσύνη για τους αδελφούς μας. Αν όμως η ψυχή δεν τα έχει εγκολπωθεί όλα αυτά, τότε αναχωρεί η Χάρη και απομακρύνεται από μας.
Ας κρατήσουμε λοιπόν μέσα μας το φως του Αγίου Πνεύματος, με την πλούσια φιλανθρωπία μας και την ανεξάντλητη ελεημοσύνη μας προς αυτούς που έχουν ανάγκη. Διαφορετικά, θα ναυαγήσουμε και ως προς την πίστη μας. Διότι και η πίστη χρειάζεται κυρίως τη βοήθεια και την παραμονή του Αγίου Πνεύματος, για να παραμείνει αδιάσειστη. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος συνηθίζει να κρατείται και να παραμένει μέσα μας, αν διαθέτουμε καθαρή ζωή και ενάρετο βίο. Αν λοιπόν θέλουμε να έχουμε συνεχώς εδραιωμένη την πίστη μας, πρέπει να διαθέτουμε άγια και λαμπρή βιοτή, η οποία θα πείθει το Πνεύμα το Άγιο να παραμένει και να συνέχει την πίστη μας. Διότι είναι αδύνατον να έχει κάποιος ζωή ακάθαρτη και διεφθαρμένη και να μην έχει διασαλευθεί η πίστη του.
Και για να σας αποδείξω την αλήθεια αυτού που σας λέω και ότι οι πονηρές πράξεις λυμαίνονται τη σταθερότητα της πίστεως, ακούστε τι γράφει ο απόστολος Παύλος προς τον Τιμόθεο: “Για να πορεύεσαι”, του λέει. “και να πολεμάς έχοντας αυτά τα όπλα στον ωραίο σου αγώνα, δηλαδή να έχεις πίστη και καλή συνείδηση (η οποία γεννιέται από τη σωστή ζωή και τα καλά έργα). Αυτή τη συνείδηση, κάποιοι που την απέρριψαν, στο τέλος ναυάγησαν και στην πίστη τους».
Και σε άλλο σημείο πάλι λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Αυτήν, επειδή κάποιοι την αγάπησαν, έχασαν την πίστη τους και πλανήθηκαν». Βλέπεις ότι και αυτοί που δεν είχαν αγαθή συνείδηση και αυτοί που αγάπησαν τη φιλαργυρία έχασαν την πίστη τους; Όλα αυτά πρέπει, αδελφοί μου, να τα συλλογισθούμε καλά και να φροντίσουμε να είναι άριστη η βιοτή μας, για να είναι διπλούς και ο μισθός μας. Ο ένας θα είναι για τα καλά και θεάρεστά μας έργα και ο άλλος για τη στερέωση της πίστεως μας. Διότι ό,τι είναι η τροφή για το σώμα, το ίδιο είναι και η ενάρετη πολιτεία για την πίστη. Και όπως η φύση του σώματος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την υλική τροφή, το ίδιο και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή».
Πράγματι, πολλοί είχαν πίστη και ήταν Χριστιανοί, αλλά επειδή δεν είχαν αγαθά έργα, έχασαν τη σωτηρία. Εμείς όμως ας φροντίσουμε και για τα δύο, και για την πίστη και για τα καλά έργα, για να μπορούμε να συνεχίσουμε άφοβα να λέμε την Κυριακή Προσευχή.
« Ελθέτω η βασιλεία Σου»
Επειδή η ανθρώπινη φύση με τη θέλησή της υποδουλώθηκε στον ανθρωποκτόνο διάβολο, γι’ αυτό μας προστάζει ο Κύριός μας να παρακαλούμε τον Θεό και Πατέρα μας να μας ελευθερώσει, από την πικρή τυραννία του διαβόλου. Αλλά αυτό δεν γίνεται με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνο αν έλθει η Βασιλεία του Θεού μέσα μας. Αυτό σημαίνει να έλθει το Πνεύμα το Άγιο, για να διώξει από μας τον τύραννο εχθρό και να μας εξουσιάσει, καθότι στους τέλειους αρμόζει να ζητούν τη Βασιλεία του Θεού και Πατρός, επειδή αυτοί έχουν φθάσει στην τελειότητα της πνευματικής ηλικίας.
Όσοι όμως έχουμε ακόμη τις τύψεις της συνειδήσεως να μας βασανίζουν, όπως εγώ, δεν μπορούμε ούτε να ανοίξουμε το στόμα μας να ζητήσουμε τέτοια πράγματα, αλλά πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό να στείλει το Άγιό Του Πνεύμα, για να μας φωτίσει και να μας δυναμώσει στο θέλημά Του το άγιο και στα έργα της μετάνοιας. Διότι λέει ο Τίμιος Πρόδρομος: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασίλεια των ουρανών». Δηλαδή: «Μετανοείτε, γιατί έφθασε η Βασιλεία του Θεού». Σαν να λέει: Άνθρωποι, μετανοείτε για τα κακά που κάνετε και ετοιμασθείτε για να υποδεχθείτε τη Βασιλεία των Ουρανών, δηλαδή Αυτόν τον Μονογενή και Λόγο του Θεού, ο Οποίος ήλθε για να εξουσιάσει και να σώσει όλον τον κόσμο.
Γι’ αυτό πρέπει να λέμε κι εμείς αυτό που μας παρέδωσε ο άγιος Μάξιμος: «Ας έλθει το Πνεύμα το Άγιο να μας καθαρίσει τελείως και στο σώμα και στην ψυχή, ώστε να γίνουμε κατοικία άξια να υποδεχθούμε την Αγία Τριάδα, για να βασιλεύσει στο εξής ο Θεός σε μας, δηλαδή μέσα στις καρδιές μας, καθώς είναι γραμμένο: Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα στην καρδιά μας”. Και σε άλλο χωρίο: «Εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ εκείνον που αγαπά τις εντολές μου». Και να μην κατοικεί πια στην καρδιά μας η αμαρτία, καθώς το λέει, και ο Απόστολος: «Ας μη βασιλεύει πια η αμαρτία στο θνητό σώμα σας, ώστε να υπακούετε σ’ αυτήν λόγω των επιθυμιών του σώματος ».
Και έτσι, παίρνοντας δύναμη από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, να κάνουμε το θέλημα του Θεού και επουράνιου Πατέρα μας και να λέμε χωρίς ντροπή στην προσευχή μας: «Γενηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης».
«Γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης»
Δεν υπάρχει τίποτε πιο μακάριο και πιο ειρηνικό πράγμα, ούτε στη γη ούτε στον ουρανό, από το να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού. Ο Εωσφόρος ήταν στον ουρανό. Επειδή δεν ήθελε όμως να κάνει το θέλημα του Θεού, γκρεμίστηκε στον Αδη. Ο Αδάμ ήταν μέσα στον Παράδεισο και τον τιμούσε σαν βασιλιά όλη η κτίση. Επειδή όμως δεν φύλαξε τη θεϊκή εντολή, έπεσε στην εσχάτη ταλαιπωρία. Εκείνος λοιπόν που δεν θέλει να κάνει το θέλημα του Θεού, είναι καθολικά υπερήφανος. Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαβίδ με το δίκιο του, κατά κάποιο τρόπο, καταριέται αυτούς τους ανθρώπους και λέει: «Επέπληξες, Κύριε, τους υπερήφανους, που αρνούνται να υπακούσουν στο νόμο Σου. Καταραμένοι είναι εκείνοι που παρεκκλίνουν από την τήρηση των εντολών σου». Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Οι υπερήφανοι κάνουν πολλές παρανομίες και παραβάσεις».
Με όλα αυτά ο Προφήτης αποδεικνύει ότι αιτία της παρανομίας είναι η υπερηφάνεια. Και το αντίθετο, αιτία της υπερηφάνειας, είναι η παρανομία. Γι’ αυτό είναι αδύνατον να βρει κανείς άνθρωπο ταπεινό ανάμεσα στους παράνομους ή άνθρωπο να φυλάττει το νόμο του Θεού ανάμεσα στους υπερήφανους, διότι η υπερηφάνεια είναι αρχή και τέλος κάθε κακίας.
Θέλημα όμως του Θεού είναι να απαλλαγούμε από τα κακά και να κάνουμε τα καλά, καθώς μας το λέει και ο προφήτης: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν». Δηλαδή «παραμέρισε το κακό και κάνε το καλό». Καλά δε είναι, όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή και όσα μας έχουν παραδώσει οι Άγιοι της Εκκλησίας μας και όχι όσα ο καθένας μας ασύνετα διακηρύττει, τα οποία πολλές φορές είναι βλαβερά για τις ψυχές και οδηγούν τον άνθρωπο στην απώλεια.
Αν όμως ακολουθούμε τις συνήθειες του κόσμου ή αν ο καθένας κινείται ανάλογα με τις επιθυμίες του, τότε, και εμείς οι Χριστιανοί, δεν θα έχουμε καμιά διαφορά από τους άπιστους, οι οποίοι δεν πιστεύουν ούτε εφαρμόζουν τις Γραφές. Επίσης δεν θα διαφέρουμε από τους ανθρώπους αυτούς που ζούσαν την περίοδο εκείνη της αναρχίας, η οποία αναφέρεται στο βιβλίο των Κριτών. Εκεί λοιπόν λέει: «Ο καθένας έκανε εκείνο που έκρινε ότι είναι καλό για τα δικά του μάτια και τα δικά του κριτήρια, διότι δεν υπήρχε βασιλιάς να κυβερνήσει τις ημέρες εκείνες».
Για τον ίδιο λόγο και οι Εβραίοι, ήθελαν να θανατώσουν τον Κύριό μας από το φθόνο τους, ενώ ο Πιλάτος ήθελε να τον απολύσει, διότι δεν έβρισκε σ’ Αυτόν αιτία θανάτου. Εκείνοι όμως πήραν το λόγο και είπαν: «Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας, πρέπει να πεθάνει, επειδή ονόμασε τον εαυτό του Υιό του Θεού». Αυτά όμως ήταν όλα ψέματα. Γιατί που βρίσκεται στο νόμο ότι πρέπει να πεθάνει όποιος θα ονομάσει τον εαυτό του υιό του Θεού, εφόσον μάλιστα η Αγία Γραφή ονομάζει τους ανθρώπους θεούς και υιούς του Θεού; «Εγώ είπα ότι είσθε όλοι θεοί και υιοί του ύψιστου Θεού». Οπότε, λέγοντας οι Εβραίοι «νόμο έχουμε», λένε ψέματα, διότι τέτοιος νόμος δεν υπάρχει.
Βλέπεις, αγαπητέ, ότι έκαναν νόμο το φθόνο και την κακία τους; Σ’ αυτούς τους ανθρώπους αναφέρεται ο σοφός Σολομώντας, όταν λέει: «Ας κάνουμε νόμο τη δύναμή μας, για να παγιδεύσουμε κρυφά τον δίκαιο». Ο νόμος βέβαια και οι Προφήτες έγραφαν ότι θα έλθει ο Χριστός και θα σαρκωθεί και θα πεθάνει για τη σωτηρία του κόσμου, όχι όμως για το σκοπό που έθεταν εκείνοι, οι παράνομοι.
Λοιπόν, ας προσπαθήσουμε να μην πάθουμε κι εμείς ό,τι έπαθαν οι Εβραίοι. Ας φροντίσουμε να τηρούμε τις εντολές του Κυρίου μας και ας μην πορευόμαστε έξω από όσα είναι γραμμένα στην Αγία Γραφή. Και «οι εντολές Του δεν είναι βαριές», καθώς το λέει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Και επειδή ο Κύριός μας έκανε το θέλημα του Πατέρα Του ανελλιπώς στη γη, γι’ αυτό πρέπει να Τον παρακαλούμε να δίνει δύναμη και σε μας και να μας φωτίζει να κάνουμε κι εμείς το άγιό Του θέλημα στη γη, καθώς το κάνουν οι άγιοι Άγγελοι στον Ουρανό. Διότι «χωρίς τη δική Του συνέργεια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Και έτσι όπως υποτάσσονται οι Άγγελοι χωρίς αντιλογία σ’ όλα τα θεία προστάγματά Του, έτσι πρέπει να υποτασσόμαστε κι εμείς όλοι οι άνθρωποι στο θείο θέλημά Του, το οποίο περιέχεται μέσα στις Άγιες Γραφές, για να υπάρχει ειρήνη στη γη μεταξύ των ανθρώπων, όπως και στον Ουρανό μεταξύ των Αγγέλων και για να μπορούμε να λέμε με παρρησία προς τον Θεό Πατέρα μας: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον ».
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»
Ο άρτος λέγεται επιούσιος με τρεις έννοιες. Και για να ξέρουμε, όταν προσευχόμαστε, ποιόν άρτο ζητάμε από τον Θεό και Πατέρα μας, ας δούμε τη σημασία της κάθε μιας έννοιας.
Πρώτα-πρώτα άρτος επιούσιος λέγεται ο κοινός άρτος, το ψωμί, η σωματική τροφή, η οποία αναμιγνύεται με την ουσία του σώματος, για να αυξάνει και να δυναμώνει το σώμα, ώστε να μην οδηγηθεί στο θάνατο.
Επομένως, αν πάρουμε τον άρτο με αυτή την έννοια, δεν πρέπει να επιζητούμε εκείνα τα φαγητά που φέρνουν στο σώμα μας τροφή και ηδυπάθεια, για τα οποία ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Ζητάτε από τον Θεό και δεν λαμβάνετε, διότι δεν ζητάτε από τον Θεό τα απαραίτητα, αλλά επιδιώκετε εκείνα που θα συντελέσουν στην αύξηση της ηδονής». Και σε άλλο σημείο: «Επιδοθήκατε στις τρυφές και στη σπατάλη, εδώ στη γη, και καλοθρέψατε τα σώματά σας τόσο, σαν να σας είχαν για σφαχτάρια».
Αλλά ο Κύριός μας λέει: «Προσέχετε καλά τον εαυτό σας, μην τύχει και βαρύνει ο νους σας από τη μέθη και τις κοσμικές μέριμνες και σας αιφνιδιάσει εκείνη η ημέρα η έσχατη».
Γι’ αυτό λοιπόν, μόνο την αναγκαία τροφή πρέπει να ζητούμε, διότι ο Κύριος συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη ασθένειά μας και προστάζει να ζητούμε μόνο τον επιούσιο άρτο και όχι τα περιττά. Αν ήταν διαφορετικά, δεν θα έβαζε στην Κυριακή προσευχή το «δος ημίν σήμερον». Το «σήμερον» ο Ιερός Χρυσόστομος το εξηγεί ως «πάντοτε». Το χωρίο λοιπόν αυτό έχει συνοπτικό χαρακτήρα.
Ο άγιος Μάξιμος ονομάζει το σώμα φίλο της ψυχής. Ο δε Παροιμιαστής νουθετεί την ψυχή να μην περιποιείται το σώμα «με τα δυό πόδια». Δηλαδή να μην έχει πολλή φροντίδα γι’ αυτό, αλλά να το φροντίζει μόνο «με το ένα πόδι». Κι αυτό πάλι να γίνεται λίγες φορές, για να μην τύχει, λέει, και χορτάσει το σώμα και σηκωθεί καταπάνω της ψυχής και κάνει εκείνα τα ίδια κακά που μας κάνουν οι δαίμονες, οι εχθροί μας.
Ας ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που λέει: «Όταν έχουμε τροφές και ενδύματα, ας αρκεσθούμε σ’ αυτά, διότι όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε παγίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια της ψυχής και στο χαμό».
Αλλά ίσως κάποιος θα μπορούσε να σκεφθεί το εξής: Επειδή μας προστάζει ο Κύριος να ζητούμε την αναγκαία τροφή από Εκείνον, ας κάθομαι αμέριμνος και αργός, περιμένοντας από τον Θεό να μου δώσει να φάω.
Σ’ αυτόν θα απαντήσουμε, ότι άλλο είναι η μέριμνα και το άγχος και άλλο η εργασία. Μέριμνα είναι ο περισπασμός και η ταραχή του νου γύρω από πολλά και υπερβολικά πράγματα, ενώ εργασία είναι το να εργάζεται κάποιος, το να σπέρνει δηλαδή ή το να εξασκεί μια άλλη τέχνη.
Ο άνθρωπος λοιπόν δεν πρέπει να διακατέχεται από άγχος και μέριμνα και δεν πρέπει να ανησυχεί και να σκοτίζει το νου του, αλλά να έχει όλη του την ελπίδα στον Θεό και να αναθέτει σ’ Αυτόν κάθε μέριμνα, καθώς το λέει και ο προφήτης Δαβίδ· «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει», Δηλαδή, «άφησε στον Κύριο τη φροντίδα της διατροφής σου και Εκείνος θα σε διαθρέψει».
Αν τώρα κάποιος βασίζει την ελπίδα του πιο πολύ στα έργα των χεριών του και στους κόπους του ή στους συνανθρώπους του, θα ακούσει από τον προφήτη Μωυσή να λέει στο Δευτερονόμιο: «Όποιος βασίζεται και ελπίζει στα έργα των χεριών του, είναι ακάθαρτος και όποιος πέφτει σε πολλές μέριμνες και φροντίδες, είναι ακάθαρτος. Και όποιος συνεχώς περπατάει με τα τέσσερα, και αυτός είναι ακάθαρτος».
Και περπατάει πάνω στα χέρια του εκείνος που στηρίζει όλη την ελπίδα του στα χέρια, δηλαδή στα έργα που κάνουν τα χέρια και στην τέχνη του, κατά τον άγιο Νείλο: «Περπατάει δε με τα τέσσερα εκείνος που έχει την ελπίδα του στα αισθητά πράγματα και προσηλωμένο το νου του στην φροντίδα τους. Ο άνθρωπος δε που έχει πολλά πόδια είναι αυτός που βασίζεται στα σωματικά σε κάθε περίσταση και τα εναγκαλίζεται και με τα δυο του χέρια και μ’ όλη του τη δύναμη».
Ο δε προφήτης Ιερεμίας λέει: «Ας είναι καταραμένος ο άνθρωπος εκείνος που έχει την ελπίδα του σε άνθρωπο και στηρίζει τη δύναμή του πάνω σ’ αυτόν και έτσι απομακρύνει την καρδιά του από τον Κύριο. Και ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος που έχει την πεποίθησή του στον Κύριο και ο Κύριος είναι η ελπίδα του».
Άνθρωποι, γιατί ταραζόμαστε μάταια; Ο δρόμος της ζωής είναι λίγος, όπως το λέει και ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ προς τον Θεό: «Ιδού, Κύριε, έκανες τις ημέρες της ζωής μου να είναι τόσο λίγες, μετρημένες στην παλάμη του χεριού. Και η σύσταση της φύσεως μου δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική σου αιωνιότητα. Όμως, όχι εγώ μόνο, αλλά τα πάντα είναι μάταια. Μάταιος είναι και κάθε άνθρωπος που ζει σ’ αυτό τον κόσμο. Βέβαια, ο ταλαίπωρος άνθρωπος ζει αυτή τη ζωή όχι αληθινά, αλλά μοιάζει η ζωή του σαν μια ζωγραφισμένη εικόνα. Γι’ αυτό μάταια ταράσσεται και αποθηκεύει θησαυρούς. Στην ουσία δεν γνωρίζει για ποιόν τους συγκεντρώνει αυτούς τους θησαυρούς».
Άνθρωπε, έλα στα συγκαλά σου. Μην τρέχεις σαν τρελλός όλη την ημέρα με χίλιες φροντίδες. Και πάλι τη νύχτα μην κάθεσαι να λογαριάζεις τους διαβολικούς τόκους και τα διάφορα, γιατί όλη σου η ζωή τελικά διέρχεται μέσα στους λογαριασμούς του Μαμμωνά, δηλαδή στα πλούτη που προέρχονται από την αδικία. Και έτσι δεν βρίσκεις λίγη ώρα να συλλογιστείς τις αμαρτίες σου και να κλάψεις γι’ αυτές. Δεν ακούς τον Κύριό μας που λέει ότι «κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους»; «Δεν μπορείτε», λέει, «να δουλεύετε και στον Θεό και στον Μαμμωνά». Μ’ αυτό θέλει να πει ότι δεν μπορείτε να δουλεύετε σε δύο αφέντες. Να είναι δηλαδή η καρδιά σας και στον Θεό και στον πλούτο τον άδικο.
Και για το σπόρο που έπεσε στα αγκάθια, δεν ακούς που λέει ότι τον έπνιξαν και δεν έκανε κανένα καρπό; Δηλαδή θέλει να πει ότι έπεσε ο λόγος του Θεού σε άνθρωπο που ήταν βουτηγμένος στις φροντίδες και στις μέριμνες του πλούτου και δεν έφερε αυτός ο άνθρωπος κανένα καρπό σωτηρίας. Δεν βλέπεις τον τάδε και τον τάδε πλούσιο, που έκαναν και αυτοί τα όμοια με σένα, και σύναξαν πλούτο πολύ, αλλά έπειτα τον φύσηξε ο Θεός από τα χέρια τους και τον έχασαν και μαζί μ’ αυτόν έχασαν και το νου τους και τώρα γυρίζουν γύρω-γύρω, έξω φρενών σαν δαιμονισμένοι; Δίκαια βέβαια τα έπαθαν, επειδή είχαν κάνει Θεό τον πλούτο και είχαν το νου τους προσηλωμένο σ’ αυτόν.
Άκουσε, άνθρωπε, τον Κύριο μας που λέει: «Μη θησαυρίζετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στη γη, γιατί τους αφανίζει ο σκώρος και οι κλέφτες που γκρεμίζουν και τρυπούν τους τοίχους, για να τους συλήσουν». Και δεν πρέπει να θησαυρίζεις εδώ στη γη, για να μην ακούσεις και συ από τον Κύριο τον ίδιο εκείνο φοβερό λόγο που είπε στον πλούσιο: «Ανόητε πλούσιε, αυτή τη νύχτα σου παίρνουν την ψυχή, όσα θησαύρισες που θα τα αφήσεις»;
Ας έλθουμε στον Θεό και Πατέρα μας και ας αφήσουμε σ’ Αυτόν όλη τη φροντίδα της ζωής μας και Αυτός θα φροντίσει, για μας. Όπως λέει ο απόστολος Πέτρος. Ας πλησιάσουμε τον Θεό, όπως μας φωνάζει ο Προφήτης, λέγοντας : «Πλησιάστε τον Θεό και θα φωτισθούν τα πρόσωπά σας και δεν θα ντροπιαστείτε, ότι μείνατε τάχα αβοήθητοι».
Να λοιπόν που με τη βοήθεια του Θεού σας εξηγήσαμε την μία έννοια σχετικά με τον επιούσιο άρτο.
Συνεχίζεται.

Σαν αναμμένες λαμπάδες


 






«Ο Όσιος Λωτ επισκέφθηκε τον αββά Ιωσήφ και τον ρώτησε:


«Αββά , εγώ κάνω λίγη προσευχή, λίγη νηστεία, λίγη μελέτη και ησυχία και
 προσπαθώ να διατηρώ τον νου μου καθαρό από κακούς λογισμούς. Τί άλλο να κάμω;
Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε όρθιος , άπλωσε τα χέρια του στον ουρανό και ω του θαύματος !
 τα δέκα δάκτυλά του έγιναν σαν λαμπάδες αναμμένες, και λέγει στον Λωτ:
- Αν θέλεις, αγωνίσου στην προσευχή για να γίνεις όλος σαν φωτιά! 
( Συναξάρι 22 Οκτωβρίου ) .

Τί θαυμαστές καταστάσεις έζησαν οι Άγιοι Πατέρες μας! Πώς ένας άνθρωπος σαν κι
εμάς μπορεί να καίγεται σαν αναμμένη λαμπάδα ! Τί φωτιά είναι αυτή που φλογίζει, 
αλλά δεν κατακαίει τον άνθρωπο! Όλα αυτά μας αποκαλύπτουν το τί μεγάλα περιθώρια 
έχει η πνευματική ζωή, όπως το διετύπωσε και ο Αββάς Ιωσήφ: «Αν θέλεις, μπορείς να
 γίνεις όπως η φωτιά». Ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι «ἐὰν ἔχητε πίστιν … ερεῖτε τῷ ὄρει 
τούτῳ· μετάβα ἔνθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· » ( Ματθ. ιζ΄20 ) . 
Η πνευματική ζωή είναι σαν την πυρηνική ενέργεια. 
Αν κατορθώσεις και διεισδύσεις στον πυρήνα της , τότε θα εκβλύσουν από μέσα μου τεράστιες δυνάμεις , με πρωτόγνωρες για σένα και τα κτίσματα συνέπειες…


Από το άλλο μέρος , διαπιστώνουμε το μέγεθος της πνευματικής μας φτώχειας.
 Μοιάζομε σαν τους πάμπλουτους επαίτες. Να διαθέτουμε θησαυρούς στο 
θησαυροφυλάκιο της πίστεως και να μη τους αξιοποιούμε .
 Να έχουμε την δυνατότητα να ζούμε σαν πρίγκηπες του ουρανού και να 
σερνόμαστε σαν σκουλήκια στις λάσπες της γης… 
Είναι τουλάχιστον κρίμα να βρισκόμαστε σε τέτοια 
πνευματική κατάσταση.


Ας μάθουμε κάποτε να στεκόμαστε όρθιοι και να υψώνουμε τα χέρια μας στον ουρανό. 
Κι αν τα δάκτυλά μας δεν γίνουν λαμπάδες αναμμένες , τουλάχιστον θα μαρτυρούν την 
αγωνία και την λαχτάρα της ύπαρξής μας για κάτι τέτοιο…



Από το βιβλίο: «+ Μητροπολίτου Αχελώου
ΕΥΘΥΜΙΟΥ (Κ. ΣΤΥΛΙΟΥ)
ΟΙ ΑΕΤΟΙ
Ορθόδοξο Θεολογικό Αγιολόγιο»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας






Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας εἶναι ὁ ἑνδέκατος ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Μικροὺς Προφῆτες. Καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Γεννήθηκε στὴν πόλη Γαλαὰδ τῆς Παλαιστίνης κατὰ τὴν περίοδο τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας καὶ τὸ ὄνομά του σημαίνει, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, μνήμη Θεοῦ, ἐκεῖνον δηλαδὴ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐνθυμεῖται. Ἦταν υἱὸς τοῦ Βαραχίου. Ὁ παππούς του Ἀδδὼ ἦταν πιθανῶς ἀρχηγὸς ἱερατικῆς οἰκογένειας.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἄρχισε νὰ προφητεύει κατὰ τὸ δεύτερο ἔτος τοῦ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπους, κατὰ μῆνα Νοέμβριο τοῦ ἔτους 520 π.Χ. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς Ἰουδαίους στὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τοὺς προσφέρει τὶς προφητεῖες του, μὲ τὶς ὁποῖες προτρέπει καὶ παρηγορεῖ, δείχνοντας τὸ λαμπρὸ μέλλον, τὸ ὁποῖο ἐπιφυλάσσεται στὸν Ἰσραήλ, συνδυάζοντας αὐτὸ μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσσία. Στὸ βιβλίο του ἀναφέρονται, ἐπίσης, οἱ προφητεῖες περὶ τῆς ἀργίας τῶν Προφητῶν, τῶν ἱερέων καὶ τῶν Σαββάτων, περὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἐθνῶν, περὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ, περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ τοῦ θριάμβου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Προφήτη Ἀγγαίου. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ἔκτισε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Προφήτη Ζαχαρία στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, ἐπίσης, τοῦ Προφήτου ὑπῆρχε στὸ βουνὸ τοῦ Αὐξεντίου, σὲ τόπο ὅπου καλεῖτο «Θέατρο».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν κατάλληλον, δείξας τοῖς ἔργοις σοφέ, ταμεῖον ἐπάξιον, τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, Ζαχαρία γεγένησαι· ἔχων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλλαλοῦντας Ἀγγέλους, ὤφθης τῶν ἐσομένων, θεηγόρος Προφήτης. Καὶ νῦν ἡμῶν τὰς αἰτήσεις, ἄνωθεν πλήρωσον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐμπνευσθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιλάμψει, Ζαχαρία ἔνδοξε, τρανῶς προέγραψας ἡμῖν, ὥσπερ λαμπάδα πολύφωτον, τὴν τοῦ Σωτῆρος, ἀπόρρητον κένωσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος ἀΰλου ἐμφορηθείς, .ωφθης τῶν μελλόντων, θεηγόρος προμηνυτής· σὺ γὰρ Ζαχαρία, συμβολικῶς προλέγεις, τὴν πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, ἄρρητον κένωσιν.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΟΥ

15Γιορτάζουμε σήμερα 8 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου.

O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης καταγόταν από τα Ευχάϊτα της Γαλατίας και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Εύξεινου Πόντου. Στρατιωτικός στο επάγγελμα, διακρίθηκε για την γενναιότητά του και γρήγορα προήχθη στους υψηλότερους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αθλητής γενναιότατος ο Θεόδωρος, ήταν συγχρόνως και υπόδειγμα σεμνότητας όπως αρμόζει σε έναν γνήσιο Χριστιανό.

Όταν το 320 μ.Χ. ο Λικίνιος διέτριβε στη Νικομήδεια, άκουσε περί του Θεοδώρου ότι είναι Χριστιανός και βδελύσσεται τα είδωλα. Αμέσως απέστειλε στην Ηράκλεια ανώτερους αξιωματούχους, για να τον συνοδεύσουν με τιμή στη Νικομήδεια. Αλλά ο Θεόδωρος διεμήνυσε διά των ιδίων απεσταλμένων στον Λικίνιο, ότι για πολλούς λόγους η παρουσία του στην Ηράκλεια ήταν συμφέρουσα και τον προέτρεπε να μεταβεί εκεί.

Αποδεχθείς την πρόταση ο Λικίνιος μετέβη στην Ηράκλεια, όπου τον προϋπάντησε με λαμπρότητα ο Θεόδωρος, προς τον οποίο ο Λικίνιος άπλωσε το χέρι, ελπίζοντας ότι διά του Θεοδώρου θα προσείλκυε τους Χριστιανούς στη θρησκεία των ειδώλων. Κάποια ημέρα, ενώπιον του λαού, ο Λικίνιος προέτρεψε τον Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στον οίκο του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες.

Πράγματι, ο Θεόδωρος έλαβε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά αυτών στους πτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός πτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε τον Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων. Για τον λόγο αυτό τον συνέλαβαν και αμέσως άρχισαν να τον υποβάλλουν σε πολυειδείς τιμωρίες. Τον κτυπούσαν, έκαιγαν και έγδερναν το σώμα του Μάρτυρος.

Στην συνέχεια οι δήμιοι τον σταύρωσαν και διαπέρασαν τα πόδια, τα χέρια και τα κρυφά μέλη του διά περόνης, τόξευσαν το πρόσωπό του με τέτοιο τρόπο ώστε να εκχυθούν τα μάτια του και τον άφησαν επάνω στον σταυρό. Ο Λικίνιος, φοβούμενος την οργή του όχλου, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι ο φόβος παρεχώρησε την θέση του στη χαρά και η λύπη και ο κόπος στην ανάπαυση.

Το σεπτό σκήνωμά του μετετέθη, στις 8 Ιουνίου, από την Ηρακλεία στο προγονικό κτήμα του Αγίου, στα Ευχάιτα, κατά την επιθυμία του Αγίου την οποία εξέφρασε προ της εκτομής αυτού στον γραμματέα του Ούαρο. Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 8 Ιουνίου την ανακομιδή των λειψάνων του.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Στρατολογία αληθεί Αθλοφόρε, του ουρανίου στρατηγός βασιλέως, περικαλλής γεγένησαι Θεόδωρε, όπλοις γαρ της πίστεως, παρετάξω εμφρόνως, και κατεξωλόθρευσας, των δαιμόνων τα στίφη, και νικηφόρος ώφθης Αθλητής, όθεν σε πίστει, αεί μακαρίζαμεν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή 

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: ΟΤΑΝ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΣΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!


πηγη
Σε μία εποχή όπου σχεδόν όλοι πανηγύριζαν για την είσοδο της χώρας μας στην Ε.Ο.Κ, ο μεγάλος Αγωνιστής της Ελληνορθοδοξίας Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης, προειδοποιούσε: «ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ ΜΑΣ ΘΑ ΚΑΤΑΝΤΗΣΟΥΝ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ» ΚΑΙ «Η ΕΟΚ ΘΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙ Η ΕΛΛΑΣ»!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...