Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2011

Ο μοναχός και τα ζωντανά





Ένα βράδυ, σε ένα μοναστήρι, πέρασε ο ηγούμενος από το κελλί ενός μοναχού και τον ρώτησε πώς πέρασε την ημέρα του.

-Ε, όπως όλες, δι’ ευχών σας, άγιε καθηγούμενε. Είχα πάρα πολλή δουλειά, μα πάρα πολλή δουλειά, γιατί πρέπει να φροντίζω ένα σωρό ζωντανά.

-Τί να κάνεις; ρώτησε ξαφνιασμένος ο ηγούμενος, γιατί ήξερε τί διακόνημα έκανε ο μοναχός και ότι δεν είχε καμιά σχέση με ζώα.

-Κάθε μέρα, απάντησε ο μοναχός, πρέπει να φυλάω δύο γεράκια, να συγκρατώ δύο ζαρκάδια, να γυμνάζω δύο κυνηγετικούς σκύλους, να κυνηγάω ένα φίδι, να δαμάζω μια αρκούδα και να περιποιούμαι έναν άρρωστο. Δεν θα κατάφερνα τίποτα απ’ όλα αυτά, αν δεν με βοηθούσε τόσο αποτελεσματικά ένας Δεσπότης.

-Τί είναι αυτά, που λες τώρα; Για ποιά ζώα μιλάς; Ζουρλάθηκες; Τέτοια πράγματα έχουμε εδώ; Και τον δεσπότη πού τον βρήκες;

-Κι όμως! Όλα αυτά έγιναν και γίνονται κάθε μέρα, άγιε Γέροντα!

Τα δύο γεράκια είναι τα μάτια μου, που πρέπει αδιάκοπα να τα προσέχω, γιατί μύρια δυο κακά ξεκινάνε απ’ αυτά.

Τα δύο ζαρκάδια είναι τα πόδια μου, που το βάδισμά τους πρέπει να το κανονίζω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να με διακρίνει σύνεση, αν δεν θέλω να με οδηγούν στο δρόμο της αμαρτίας.

Τα δύο κυνηγετικά σκυλιά είναι τα χέρια μου, που οφείλω να τα υποχρεώνω να εργάζονται τις διακονίες που μου αναθέτετε εδώ, για το καλό μου και χάριν των αδελφών μου.

Το φίδι είναι η γλώσσα μου, που πρέπει να χαλιναγωγείται, να μη μιλά άσκοπα, να μη χύνει δηλητήριο εναντίον των άλλων, να μη κουτσομπολεύει, να μη κατακρίνει, να μη γογγύζει…

Αρκούδα είναι η καρδιά μου, που πρέπει να της δαμάζω τον εγωισμό και την κενοδοξία [=εγωισμό που τρέφεται από δήθεν αρετές].

Άρρωστος είναι το σώμα μου κι έχω υποχρέωση διαρκώς να το προσέχω, για να μη προσβληθεί από τη διαστροφή της επιθυμίας και γίνει έτσι ασθενές και φιλήδονο.

- Καλά όλα αυτά, αλλά ο δεσπότης ποιός είναι;

-Δεσπότης είναι ο Αρχιερέας Χριστός, που με το πανάγιο Αίμα Του κάθε μέρα με δυναμώνει, για να μπορώ να δαμάζω όλα αυτά τα άγρια θηρία, που έχω μέσα μου.

ΑΡΧΙΚΗ ΠΗΓΗ : ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ
Σχόλιο "Νεκρού": η εκπληκτική αυτή (για μένα) τοποθέτηση του σοφού μοναχού έχει ρίζες στην πατερική μας παράδοση. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου, στο έργο του Εις το ποιήσωμεν άνθρωπον, Α΄, P.G. (*) 44, 276-277 (όπου σχολιάζει τη δημιουργία του ανθρώπου, όπως περιγράφεται στη Γένεση) αναφέρει ότι η ευλογία του Θεού στους πρώτους ανθρώπους να εξουσιάζουν τα ζώα (Γένεσις 1, 26-28) δεν αναφέρεται κυρίως στην εξουσία του ανθρώπου πάνω στα άλλα πλάσματα, αλλά στην εξουσία του πάνω στα ζωώδη κομμάτια του εαυτού του, που καλείται να τα "εξανθρωπίσει"!
Εξυπακούεται ότι η τοποθέτηση αυτή έχει αξία, αν γίνεται με ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ κι όχι με διάθεση του μοναχού να το παίξει σοφός και δάσκαλος μπροστά στον ηγούμενο.

(*) P.G. = J. Migne, Patrologia Graeca, έκδοση των κειμένων των αγίων Πατέρων που είναι γραμμένα στα ελληνικά (υπάρχει και Patrologia Latina για τα λατνινικά). Βρίσκεται σε πολλές σοβαρές δημόσιες και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες


Καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ I.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ Θεολογικής Σχολής / Α.Π.Θ.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΣΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ. ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΕΝ ΑΓΙΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΖΩΗΣ
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με το συγγραφικό έργο του ανύψωσε θεολογικά το βαθύτερο εσωτερικό περιεχόμενο της ησυχαστικής και με τους επίπονους και επίμονους εκκλησιαστικούς αγώνες του συνέβαλε αποφασιστικά στην συνοδική κατοχύρωση της διδασκαλίας του Ησυχασμού. Στην προσπάθειά του να διασφαλίσει το υψηλό θεολογικό χαρακτήρα της ησυχίας ανέπτυξε βαθύτατη δογματική διδασκαλία γύρω από την ταυτότητα και την σωτηριολογική λειτουργία της θείας Χάριτος. Έτσι όμως ανέδειξε ταυτόχρονα και τις θεολογικές προϋποθέσεις της εν Αγίω Πνεύματι ζωής ησυχαστών, οι οποίες συνίστανται στις σταθερές και απλανείς παραμέτρους της θεοφάνειας και της θεοπτίας. Ο ακαταμάχητος υπέρμαχος του Ησυχασμού εξέφρασε αλάθητα την Εκκλησία υποστηρίζοντας ότι η υπαρξιακή βίωση της θεοπτίας, ως βιωματική εμπειρία της θεοποιού ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, νοηματοδοτεί κατεξοχήν θεολογικά την ησυχαστική ζωή, η οποία κορυφώνεται στην πλήρη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και στην χαρισματική θέωση του ανθρώπου, που συνιστά και την ύψιστη μορφή της εν Αγίω Πνεύματι ζωής των πιστών.

1.Χαρακτήρας της ησυχαστικής ζωής
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μελέτησε την Ασκητική Γραμματεία κοντά σε αγίους ησυχαστές, οι οποίοι διδάχτηκαν τον Ησυχασμό όχι μόνο από την θεία Χάρη αλλά και από την προσωπική ασκητική πείρα τους. Από τους έγκριτους αυτούς διδασκάλους1 της εν Αγίω Πνεύματι ζωής διδάχτηκε την ιερά νήψη και την νερά προσευχή. Κατεξοχήν όμως διδάσκαλος του υπήρξε ο προσωπικός κόπος του και η μέσω των κόπων εμπειρία2.Γνώρισε και ο ίδιος εμπειρικά την ησυχαστική ζωή. Έτσι όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί τον ησυχασμό, είχε ήδη αφομοιώσει με γόνιμο και δημιουργικό τρόπο σύνολη την Πατερική Παράδοση, οπότε επέδειξε απαράμιλλη αγωνιστικότητα, θεολογική εμβρίθεια και αγιοπνευματική εμπειρία, που αποτυπώθηκαν κυρίως στο συγγραφικό έργο του: «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», και συνοπτικώς στον «Αγιορειτικό Τόμο».
Τι είναι όμως συγκεκριμένα η ησυχία και ο Ησυχασμός καθεαυτόν;
Ως ασκητικός όρος, η «ησυχία» έχει κατεξοχήν υπαρξιακό και βιωματικό περιεχόμενο. Σημαίνει την ειρήνη του έσω ανθρώπου, που εγκαθίσταται σ' αυτόν, όταν ο άνθρωπος δει, σιχαθεί και αφαιρέσει το «ειδεχθές προσωπείον» (την απαίσια μάσκα) του, που συστάθηκε από την περιπλάνηση του νου3. Η ησυχία συνδέεται άρρηκτα με την νήψη του νου, την πνευματική εγρήγορση, και την βιωματική εμπειρία όλων εκείνων των καταστάσεων, που πραγματώνονται στη νήψη κατά πνευματικό και ανέκφραστο τρόπο4.
Κατά συνέπεια, έργο του ησυχαστή είναι «η φυλακή της καρδίας» με την αγαπητική τήρηση των εντολών, την πνευματική καθαρότητα και την μυστηριακή ζωή. Με την τήρηση των εντολών αποβάλλει ο ησυχαστής τον νόμο της αμαρτίας και εισάγει στον εαυτό του την εποπτεία του νου. Οι αισθήσεις του ελέγχονται με την εγκράτεια, ενώ το παθητικό της ψυχής κυριαρχείται από την αγάπη και το λογιστικό από την νήψη5. Ο ησυχαστικός βίος παρέχει την λειτουργική δυνατότητα στην θεία Χάρη να «επισκευάσει»τον έσω άνθρωπο και να τον διαμορφώσει προς το πρωτότυπο, παρέχοντάς του «ανθισμένο» το αρχαίο και απερίγραπτο κάλλος του6.
Ο ησυχαστής ζη χωρίς μέριμνες, απαλλαγμένος, κατά το δυνατόν, από κάθε σχέση περισπάσεως. Με την αδιάλειπτη προσευχή ενώνει το νου του με τον Θεό και συγκεντρούμενος εξολοκλήρου στον εαυτό του βρίσκει νέα και απόρρητη άνοδο προς τον ουρανό. Εκεί προσηλώνοντας το νου του, γεύεται ανέκφραστη ηδονή, βιώνει τέλεια και γλυκύτατη γαλήνη, πραγματική ησυχία και αφθεγξία. Και έτσι, αφού παραδοθεί στον Θεό, βλέπει την δόξα του Θεού και εποπτεύει το θείο φως7.
Ο απώτερος σκοπός της ησυχαστικής ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος ένα με την Τρισυπόστατη Μονάδα - σύμφωνα με την αρεχιερατική προσευχή του Χριστού και με την συνεργία του - όπως δηλαδή εκείνος ήρθε σε κοινωνία και ενότητα με την ανθρώπινη φύση, χωρίς να απομακρυνθεί από την δική του Τριαδική Μονάδα8.
Για τους παραπάνω λόγους, η ησυχαστική ζωή αξιολογείται από τον θεολόγο της ησυχίας και του φωτός της Χάριτος ως η υψηλότερη μορφή του ασκητικού βίου9, ενώ ο Ησυχασμός ως το ακριβέστερο τμήμα της Εκκλησίας10, αφού στο πλαίσιό του βιώνεται κατεξοχήν η κορυφαία πνευματική εμπειρία του άκτιστου φωτός, ως θεοπτία.
2.Έλλαμψη της θεοποιού χάριτος - Θεοφάνεια και θεοπτία
Ο Χριστός κατά την ιστορική παρουσία του στη γη φανέρωσε στους επίλεκτους των μαθητών του την άκτιστη θεότητα του με την μεταμόρφωσή του στο Θαβώρ. Κατά την θεολογική αποτίμηση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, οι μαθητές είδαν εκεί «την ουσιώδη ευπρέπεια του Θεού...την υπέρφωτη λαμπρότητα του αρχέτυπου κάλλους, το άμορφο είδος της θεϊκής ωραιότητας...είδαν αυτό το υπέρ νουν απρόσιτο φως ...είδαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία έπειτα έλαβαν και κατοίκησε μέσα τους»11.
Η χάρη του Θεού είναι ο αρραβώνας της κληρονομιάς των αγίων, το Πνεύμα της υιοθεσίας12, και η επαγγελία του Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και χάρισε στους πιστούς του. Είναι το Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιο13.
Την θεία Χάρη λαμβάνει ο πιστός στο άγιο βάπτισμα, και ειδικότερα κατά το μυστήριο του ιερού Χρίσματος, οπότε καθίσταται χαρισματικό γένος της, αφού από αυτήν γεννήθηκε κατά το θείο λουτρό και έτσι απέκτησε το αρχαίο κάλλος14. Στο εξής η άκτιστη Χάρη ενυπάρχει αδιαλείπτως στον πιστό και τον οικονομεί σωτηριολογικώς κατά ποικίλλους τρόπους, ενώ το θείο φως της λάμπει σ' αυτόν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο15.
Το φως αυτό γίνεται θεατό πνευματικά με την νοερά αίσθηση και αποτελεί την αχώριστη δόξα και λαμπρότητα της θείας φύσεως16.
Αποτελεί όμως και την στολή της ψυχής του πιστού, αφού επαναφέρει σ' αυτήν το αρχαίο και υπέρτατο κάλλος, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και την αληθινή τροφή τόσο των αγγέλων όσο και των δικαίων17.
Δεν έχει δική του υπόσταση18, γι' αυτό και λέγεται «ενυπόστατο» και όχι ευθυπόστατο19. Έτσι, εύλογα γίνεται λόγος για έλλαμψη υποστατικού φωτός στις ψυχές των πιστών20, που ενεργεί σ' αυτές δίχως να χωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα21.
Ως άκτιστη δόξα του Θεού, προαιώνια και ατελεύτητη, το θείο φως δεν είναι αισθητό22, αλλά νοητό23, και νοερό η καλύτερα πνευματικό, που προσεγγίζεται πνευματικώς και οράται πνευματικώς24. Είναι άϋλη θεία έλλαμψη και Χάρη, που «οράται κατά αόρατο τρόπο και κατανοείται κατά ακατανόητο τρόπο»25. Είναι «φυσική ακτίνα της θεότητος»26, και «θεότητα που φανερώθηκε στους μαθητές πάνω στο όρος»,κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο27.
Η θεία έλλαμψη προϋποθέτει για την θέα της την καθαρότητα της καρδιάς και αξιολογικώς βρίσκεται πάνω από λόγο για τον Θεό και πάνω από την λογική. Βέβαια, η θεία έλλαμψη παρέχει γνώση του Θεού, αλλά αυτή η νόηση και η γνώση χορηγείται στο νου από το Άγιο Πνεύμα. Αν λοιπόν μερικές φορές αυτή η θεία έλλαμψη ονομάζεται γνώση και νόηση, θα πρέπει να νοηματοδοτείται διαφορετικά, επειδή εννοείται άλλο είδος νοήσεως, πνευματικό28.
Ο φιλόσοφος αντιησυχαστής, Βαρλαάμ νόμιζε, ότι φέρνει τον Θεό μέσα του καθένας που έχει την γνώση των όντων, η βλέπει μέσω αυτής της γνώσεως. Στην πραγματικότητα όμως, λέει ο Παλαμάς, ο άνθρωπος αυτός έχει μέσα του την γνώση των κτισμάτων και μέσω της γνώσεως αυτής στοχάζεται τον Θεό, ανάγεται δηλαδή αφαιρετικώς στο Θεό και εκφράζεται στοχαστικώς γι' αυτόν. Η θεώρηση αυτή του Θεού δεν αποτελεί γνώση του Θεού καθεαυτήν. Αλλά εκείνος, που έχει μέσα του το θείο φως ενεργό, βλέπει κατά ανέκφραστο τρόπο και εκφράζεται όχι πιθανολογώντας για τον Θεό, αλλά έχοντας αληθινή θέα και βιωματική εμπειρία του. Αυτός γνωρίζει αληθινά και έχει μέσα του τον Θεό, γιατί ο Θεός δεν χωρίζεται ποτέ από την αΐδια δόξα του. Ο πιο αξιόπιστος, που μπορεί να μας πληροφορήσει ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να αποκτήσουμε και να βλέπουμε το θείο φως, είναι εκείνο το θείο πρόσωπο, που προσέλαβε τη φύση μας και μετάδωσε σ' αυτήν την δόξα της φύσεώς του. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι η τήρηση των θείων εντολών, γιατί ο Χριστός υποσχέθηκε την εμφάνισή του σε όποιον τις τηρεί. Την εμφάνιση αυτή ονόμασε ο Χριστός διαμονή του εαυτού του και του Πατέρα του σ' αυτόν, λέγοντας: «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει και ο πατήρ αγαπήσει αυτόν και ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ' αυτώ ποιησόμεθα»29, και «εμφανίσω αυτώ εμαυτόν»30. Εδώ, κατά τον Παλαμά, πρόκειται για την Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δια της οποίας επιφαίνεται και ενοικεί ο Θεός στους αξίους31.Η ενοίκηση του Υιού με τον Πατέρα ερμηνεύεται ως μέθεξη της θεοποιού Χάριτος και ενεργείας32, ενώ σε άλλη συνάφεια ταυτίζει ο Παλαμάς την έλευση του Χριστού, την παραμονή και εμφάνισή του μαζί με τον Πατέρα, με την άνοδο μας προς αυτόν δι' αποκαλύψεως, θεωρώντας την ως υπερουράνια ανάβαση και αρπαγή33.
Η γνώση του Θεού, που παρέχει η θέα του φωτός, είναι πάνω από κάθε άλλη γνώση, επειδή δεν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από την παραμονή και φανέρωση του Θεού μέσα μας, ούτε ίσο ούτε παραπλήσιο. Έτσι, εμείς γνωρίζουμε ότι η τήρηση των εντολών παρέχει αληθινή γνώση, γιατί με αυτήν μόνο εξασφαλίζεται η υγεία της ψυχής. Υγεία της ψυχής δεν μπορεί να υπάρξει, όταν ασθενεί το γνωστικό της ψυχής. Η τήρηση των εντολών παρέχει όχι μόνο γνώση του Θεού, αλλά και χαρισματική θέωση, στην οποία οδηγούμαστε, ενόσω βλέπουμε μέσα μας εν Πνεύματι την δόξα του Θεού. Και αυτό γίνεται, όταν ο Θεός ευδοκήσει να μας ανυψώσει προς τα πνευματικά μυστήρια34.
Αν η γνώση των θείων Γραφών είναι ασφαλής και βεβαία κατά τον απόστολο Πέτρο, κατά τον ίδιο απόστολο αυτή η γνώση αποτελεί φως λυχναριού, που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, μέχρις ότου γλυκοχαράξει η ημέρα, όπως χάραξε διαυγώς στο Θαβώρ, και ανατείλει ο φωσφόρος στις καρδιές, ο Χριστός. Τόσο πολύ δηλαδή διαφέρει η γνώση των θείων Γραφών από το φως της γνώσεως, που πηγάζει από την μυστική θεωρία. Είναι το φως που λάμπει κατά το μεσουράνημα του ήλιου το μεσημέρι35.

3.Προϋποθέσεις της θεοπτίας.
Άλλο είναι η έλλαμψη της θείας Χάριτος, άλλο η διαρκής θέα του φωτός, και άλλο θέα των πραγμάτων στο φως, οπότε και τα μακρινά είναι μπροστά στα μάτια και τα μελλοντικά παρουσιάζονται ως παρόντα. Αλλά και εδώ υπάρχουν διαβαθμίσεις, που συνδέονται με την πνευματική πρόοδο. Αυτή η πρόοδος θα συνεχίζεται επάπειρον36, και συναρτάται με την χωρητικότητα της θείας ελλάμψεως στον πιστό. Η θέα της θείας δόξας είναι πάντοτε ανάλογη με την δεκτικότητα του ορώντος37. Στους αρχάριους λ.χ. το φως αυτό λάμπει αμυδρότερα και όχι συνεχώς, ενώ στους τελείους, εκτός από την υπεραφθονία του φωτός γίνεται και προσθήκη ταπεινώσεως, διαφορετική στο είδος από την ταπείνωση των αρχαρίων38. Η ταπείνωση οδηγεί στο πένθος αυξάνει την κάθαρση της καρδιάς, πράγμα που σημαίνει δεκτικότητα για περισσότερη έλλαμψη39.
Η ασφαλής πληροφόρηση για τον τρόπο θέας του φωτός της Χάριτος γίνεται από εκείνους που το βλέπουν, γίνεται «παρά των ορώντων»40, απ' όσους το γνώρισαν εμπειρικώς. Εκείνους δηλαδή, που με την κακοπάθεια της ασκήσεως και την ταπεινή προσευχή απέκτησαν τον αγιασμό, χωρίς τον οποίο κανείς δεν θα δει τον Κύριο, κατά τον Απόστολο Παύλο41. Ο αγιασμός προϋποθέτει την κάθαρση της καρδιάς δια της τηρήσεως των εντολών και της συνεχούς απασχολήσεως του νου με την γνήσια και άϋλη προσευχή, και ιδιαίτερα δια της εντολής της αγάπης. Έτσι, ο Θεός οράται απ' όσους έχουν καθαρθεί με την αγάπη42.Αυτοί είναι «οι δια καθαρότητος πνευματικώς ορώντες»43, όσοι δηλαδή έχουν καθαριστεί από τα πάθη και την άγνοια. Αυτοί με το νου, που έχει καθαρθεί και φωτισθεί και μετέχει σαφώς στη Χάρη του Θεού, καθίστανται κοινωνοί μυστικών, υπερφυσικών, θεαμάτων. Παράλληλα, βλέπουν και την λαμπρότητα, με την οποία έχει πλουτιστεί ο νους τους από την Χάρη του Θεού, και η οποία ενισχύει την δύναμη του νου να υπερβαίνει τον εαυτό του και να ολοκληρώνει την ένωση του με τα υπέρ έννοια. Με αυτή τη λαμπρότητα βλέπει ο νους εν Πνεύματι τον Θεό44. Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος αποκτά την πνευματική εμπειρία να ακούει τα ανήκουστα και να βλέπει τα αθέατα45. Όχι μόνο το ορώμενο θείο φως, αλλά και η ορώσα δύναμη, με την οποία βλέπει ο νους, είναι πνευματική δύναμη, που βρίσκεται ασυγκρίτως υψηλότερα από τις κτιστές γνωστικές δυνάμεις. Και η δύναμη αυτή παρέχεται από την θεία Χάρη46.
Η θέα του θείου φωτός γίνεται απ' όσους έχουν πνευματικούς οφθαλμούς και νουν Χριστού, με τους οποίους βλέπουν το αόρατο και νοούν το ακατανόητο47. Ο νους του πιστού βλέπει με καθαρότητα τα πνευματικά, όταν γίνει ένα Πνεύμα με τον Κύριο48. Τότε γνωρίζει και τα του Θεού, επειδή μόνο το Πνεύμα του Θεού γνωρίζει τα του Θεού49. Έτσι, το θείο φως γίνεται ορατό με την μεταμόρφωση των αισθήσεων, γι' αυτό και παραμένει αθέατο από τους άλλους ανθρώπους κατά την χαρισματική φανέρωσή του50.
Άλλωστε, η θεία Χάρη προσκτάται στους αγίους ως υπερφυσική και θεία μετοχή κατά ανάλογο τρόπο, που προσκτάται από τους επιστήμονες η επιστήμη, η οποία ενώ είναι πάντοτε παρούσα σ' αυτούς, εκδηλώνεται ενεργώς όταν χρειάζεται51. Ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή ψυχή, εμφανίζεται όπως η δύναμη της οράσεως στον υγιή οφθαλμό52 κα γίνεται ένα με τον όλο άνθρωπο, όπως είναι η ενότητα των μελών του σώματος και η ενότητα της ψυχής προς το σώμα53.
Το θείο φως οράται διά του ιδίου φωτός54, με όραση ενεργούμενη από το Άγιο Πνεύμα55. Πως όμως γίνεται αυτό ακριβώς; Στην πραγματικότητα, ο τρόπος, με τον οποίο οράται ο αόρατος Θεός, είναι ανέκφραστος. Ο Απόστολος Παύλος, στον οποίο παραπέμπει ο Παλαμάς, θα μας πει ότι αυτό δεν γίνεται «εν διδακτοίς ανθρωπίνοις σοφίας λόγοις, αλλ' εν διδακτοίς Πνεύματος αγίου»56. Ο υπέρμαχος του Ησυχασμού προχωρεί σε πολύ ενδιαφέρουσες διευκρινίσεις. Ο άϋλος νους, λέει, ατενίζοντας προς το πρώτο - το ανώτατο και αληθινό φως - τον Θεό, χωρίς επιστροφή, με την άϋλη, αδιάλειπτη κα καθαρή προσευχή, και έχοντας μετασκευαστεί ήδη προς το αγγελικό αξίωμα, αφού καταληφθεί από το ίδιο το πρώτο φως, φαίνεται και ο ίδιος κατά μέθεξη όπως είναι και το αρχέτυπο κατά την αιτία. Τότε ακτινοβολεί έχοντας την ωραιότητα του μυστικού κάλλους, την λαμπρότητα και την απρόσιτη ακτινοβολία57. Με αυτόν τον τρόπο το φως αυτό, που είναι ο Θεός, λαμπρύνει τους μετόχους του χαρισματικώς δια της ενώσεώς τους με αυτό, κατά ανέκφραστο τρόπο58. Βλέποντας οι θεούμενοι στον εαυτό τους το άκτιστο φως, βλέπουν το ένδυμα της θεώσεώς τους, την οποία τους υποσχέθηκε ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή του, σύμφωνα με την οποία θέλησε να είναι και αυτοί μαζί του για να βλέπουν την δόξα του59.

4.Χαρισματική θέωση - Αγιοπνευματική ζωή
Είναι σημαντικό γεγονός, ότι ο Παλαμάς δεν θέλησε να γράψει τίποτε για την θέωση του ανθρώπου. Όταν όμως προσκλήθηκε από τους αντιπάλους του, αναγκάστηκε να αναφερθεί σ' αυτήν με λίγα ευσεβή λόγια - ανεπαρκή κατά την δήλωσή του60 - υπογραμμίζοντας σ' αυτά, ότι η εμπειρία της θεώσεως βιώνεται ως αρραβώνας κατά την ιστορική παρουσία των αγίων στη γη61.
Το φως της μεταμορφώσεως στο Θαβώρ, αλλά και αυτό που βλέπουν οι άγιοι στην παρούσα ζωή, τοποθετείται αξιολογικώς από τον Παλαμά στην ίδια βαθμίδα με το φως της μέλλουσας Δεύτερης Παρουσίας του Χριστού. Είναι το ίδιο φως, που θα περιλάμπει συνεχώς τους αξίους κατά την μέλλουσα ζωή. Είναι το προοίμιο της δόξας του Θεού62. Αυτό είναι το φως του μέλλοντα αιώνα, το οποίο θα είναι ορατό με τους οφθαλμούς της καρδιάς63. Είναι το φως που βλέπουν μέσα τους οι άγιοι, η δόξα της θείας φύσεως 64, αυτή η άϋλη θεότητα του Πατέρα και του Πνεύματος, που απαστράπτει στο πρόσωπο του Μονογενούς Υιού κατά την μεταμόρφωσή του65. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η φωτοφάνεια αποτελεί την φανέρωση του Θεού στους αξίους του, ενώ τη μετοχή σ' αυτήν την θεοφάνεια συνιστά την θεοπτία. Θεοφάνεια και θεοπτία αποτελούν τις απλανείς θεολογικές προϋποθέσεις της εν Αγίω Πνεύματι ζωής, η οποία ταυτίζεται με την χαρισματική θέωση του ανθρώπου.
Όσοι καταξιώνονται να βλέπουν αυτήν την θεοφάνεια γίνονται και μέτοχοι σ' αυτό το θεουργό φως66, το οποίο ως θεότητα, που είναι, τους θεοποιεί χαρισματικώς67. Αυτό το θείο φως, η λαμπρότητα του Θεού, είναι κατά τον Παλαμά η θέωση. Δεν υπάρχει κάτι υψηλότερο από την θεωρία αυτή για τους αξίους. Μέσω του φωτός αυτού ενώνεται ο Θεός με τους αγίους. Αυτό το θείο φως είναι το θεοποιό δώρο68.Γι' αυτό και λέγεται, ότι η θέωση είναι ουσιώδης ενέργεια του Θεού69. Άλλωστε, αν η θέωση προέρχεται από φυσική δύναμη του ανθρώπου που τίθεται σε ενέργεια, τότε οι θεούμενοι άγιοι δεν φθάνουν πάνω από τη φύση τους, ούτε γεννιούνται από τον Θεό70, ούτε είναι Πνεύμα, ως γεννημένοι από το Πνεύμα71.
Ο Θεός, ενώ είναι αμέθεκτος, αόρατος και άϋλος, γίνεται μεθεκτός κατά υπερφυσικό τρόπο, χωρείται, διαφαίνεται και γίνεται κατά την θεοπτία ένα Πνεύμα72 με εκείνους, που τον συναναστρέφονται με καθαρή καρδιά, σύμφωνα με την προσευχή του κοινού Πατέρα μας προς τον δικό του Πατέρα. Γιατί λέει: «Δος αυτοίς, ίνα καθάπερ εγώ, πάτερ, εν σοι και συ εν εμοί, και αυτοί, εν ημίν εν ώσι»73. Έτσι, οι Απόστολοι, εξαιτίας της εν Χριστώ ενότητάς τους διά του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής, είναι ένα με τον Χριστό και μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Παλαμάς να αρκείται σε έναν απ' αυτούς (στον Ιωάννη) και να λέει ότι μέσω αυτού παρουσιάζουμε όλους τους αγίους74. Η ενότητα αυτή με τον Θεό είναι τέλεια, γιατί ο πιστός γίνεται ένα Πνεύμα με τον Θεό75. Αυτό το Άγιο Πνεύμα κήρυττε δια των Αποστόλων μετά την Πεντηκοστή76.
Η θέωση, ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ταυτίζεται με την βασιλεία του Θεού. Γιατί το να γίνει κάποιος χαρισματικά θεός, είναι το ίδιο με το να πετύχει την βασιλεία του Θεού. Και, επειδή η βασιλεία του Θεού είναι άναρχη και άκτιστη, άναρχη και άκτιστη είναι και η θέωση77. Άκτιστη και άναρχη είναι και η αγιότητα των αγίων78. Οι θεωμένοι είναι πλήρης αϊδίου φωτός, το οποίο τους χαρίζει θεοπρεπή γνώση και ζωή79. Δεν κυριαρχούνται από την κτιστή χρονική ζωή, που έχει αρχή και τέλος, αλλά από
Την θεία και αΐδια ζωή του ενοικούντος σ' αυτούς Θεού Λόγου80, όπως έλεγε για τον εαυτό του και ο Απόστολος Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»81. Πρακτικώς, ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές των πιστών δια του Αγίου Πνεύματος82, και κριτήριο, ότι μένει μέσα τους, είναι το Άγιο Πνεύμα, που τους έδωσε83. Έτσι εξηγείται, γιατί είναι μία η ενέργεια του Θεού και των θεωμένων84.
Στην κυριολεξία η θέωση είναι σαφώς ανώτερη από την απλή θέα του θείου φωτός, επειδή η θέωση προϋποθέτει την πλήρη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό85. Για να γίνει όμως ο άνθρωπος προσαρμοστικός για την ένωση, είναι απαραίτητη η ομοίωση του με τον Θεό, η οποία πετυχαίνεται με την ενέργεια που απορρέει από την τήρηση των εντολών, ενέργεια η οποία δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής μιμήσεως αλλά αποτέλεσμα δυνάμεως του Πνεύματος, η οποία ενυπάρχει απορρήτως στους βαπτισμένους86. Η αρετή, που προκύπτει από την τήρηση των εντολών, καθιστά τον πιστό κατάλληλο απλώς για την ένωση, την οποία τελεσιουργεί μόνον η άκτιστη θεία Χάρη του βαπτισμένου87. Στην διαδικασία της ενώσεως με τον Θεό η προσευχή ιερουργεί αυτήν την ένωση88. Και όλα αυτά στο πλαίσιο των θεουργών μυστηρίων, αφού μέσω των μυστηρίων παίρνουμε, αλλά και διατηρούμε την άκτιστη θεία Χάρη89.
Και επειδή οι θεούμενοι προσλαμβάνουν και διατηρούν ενεργό την άκτιστη θεοποιό Χάρη, δηλαδή το ίδιο το Άγιο Πνεύμα χαρισματικώς, είναι προφανές ότι δεν βελτιώνονται απλώς κατά την φύση τους90. Ο επιδιωκόμενος σκοπός της εν Αγίω Πνεύματι θεωμένης ζωής του πιστού είναι η βίωση εν αρραβώνι των υποσχέσεων του Θεού για τα μελλοντικά αγαθά91. Ο μέτοχος της ενεργού θείας Χάριτος καθίσταται ναός της θείας δόξας και τόπος πνευματικής τρυφής. Αναδεικνύεται άλας της γης και φως του κόσμου92, ανεξάρτητα αν είναι μοναχός η ζει εν συζυγία στον κόσμο93.
Μερικά χαρακτηριστικά της αγιοπνευματικής εμπειρίας, που προκύπτει από την θέα και βίωση του ακτίστου φωτός, είναι η παύση των αισχρών ηδονών και παθών στην ψυχή. Ειρήνευση των λογισμών, ανάπαυση και χαρά πνευματική, περιφρόνηση της δόξας εκ μέρους των ανθρώπων, ταπείνωση μαζί με ανέκφραστη αγαλλίαση, μίσος προς το κοσμικό φρόνημα, έρωτας για τα ουράνια πράγματα η καλύτερα για τον Θεό των ουρανών. Όλα αυτά μπορεί να τα ζει κανείς ανεξάρτητα από την κατάσταση υγείας η αρτιότητας των σωματικών αισθήσεών του94. Τότε εμφανίζεται η θεοειδής έξη κατά την αρετή και το δυσκίνητο η εντελώς ακίνητο προς την κακία95.
Ακόμη, το θείο φως ως χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος βιώνεται και ως γνώση αποκαλυπτική, ως θεογνωσία, ως δικαιοσύνη, ως αγιότητα και ελευθερία. Αυτό καθιστά το στόμα των θεουμένων στόμα Θεού με σοφία Θεού, «η ου δυνήσονται αντιπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι»,γιατί σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Χριστού, «ουχ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά το πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν»96. Εκτός από την θέα του ακτίστου φωτός, στην εν Αγίω Πνεύματι ζωή εντάσσει ο υπέρμαχος της ησυχίας την εγκάρδια ενέργεια της προσευχής, την πνευματική θέρμη και την πνευματική ηδονή, αλλά και τα ευάρεστα και γλυκά δάκρυα της Χάριτος97.
Ο άνθρωπος μετέχει στην εν Αγίω Πνεύματι ζωή ως ολότητα ψυχοσωματική. Έτσι, αγιάζονται οι διαθέσεις και ενέργειες και του σώματος98, επειδή κάθε τι ανθρώπινο δεν νεκρώνεται, αλλά μεταμορφώνεται από την άκτιστη θεία Χάρη99. Τα τεκμήρια του θείου κάλλους διαβιβάζονται από το νου και την ψυχή στο συνημμένο σώμα100. Όταν αυτό εμπλουτίζεται από την ενεργό θεία Χάρη, η σαρκική καρδιά φανερώνει με πνευματικά σκιρτήματα την κοινωνία μαζί της, ενώ το σώμα γίνεται ανάλαφρο, φωτίζεται και θερμαίνεται101.
Εξαιτίας του άκτιστου χαρακτήρα της, η εν Αγίω Πνεύματι θεωμένη ζωή των πιστών μένει ουσιαστικά ανέκφραστη, ακόμη και όταν γίνεται λόγος γι' αυτήν102. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει το ποιόν της πνευματικής ηδονής , που προκύπτει από την εκ Θεού χαρά και Χάρη, σε όσους δεν την έχουν δοκιμάσει προσωπικώς. Η χρηστότητα αυτή του Παρακλήτου σ' όσους δεν την γεύτηκαν είναι σχεδόν ανήκουστη, ως ανέκφραστη103. Παραμένει όμως γνωστή και επώνυμη μόνο για εκείνους, που την έχουν αποκτήσει104. Τα αίτια των πνευματικών αυτών εμπειριών κατά νοούνται μόνο με την νοερή και πνευματική αίσθηση105.
Τέλος η εν Αγίω Πνεύματι ζωή πρέπει να αποκτηθεί και να βιωθεί οπωσδήποτε στην παρούσα ζωή του πιστού, γιατί όποιος δεν την λάβει εδώ, δεν θα την έχει ούτε στη μέλλουσα μετά θάνατον ζωή106.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Απ' όσα είπαμε παραπάνω έγινε, νομίζουμε, σαφές ότι η χαρισματική θέωση του πιστού ταυτίζεται ουσιαστικά με την αγιοπνευματική ζωή του, και ακόμη ότι οι θεολογικές προϋποθέσεις αυτής της ζωής είναι η θεοφάνεια - δια της ελλάμψεως της θεοποιού Χάριτος - και η θεοπτία. Τόσο όμως η δωρεά της θεοπτίας όσο και η χαρισματική παραμονή στην αγιοπνευματική ζωή προσδιορίζονται και από συγκεκριμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ο Εωσφόρος και οι Προπάτορες μας είχαν την δωρεά της θεοπτίας. Και στις δύο περιπτώσεις όμως ακολούθησε η γνωστή πτώση τους και η απώλεια της χαρισματικής δωρεάς. Η αιτία της πτώσεώς τους ήταν η ίδια. Τόσο ο Εωσφόρος, όσο και οι Προπάτορες επεθύμησαν και επεδίωξαν την ισοθεΐα τους αγνοώντας κατάφορα τις υπαρξιακές προδιαγραφές τους, ως κτιστών όντων. Πρόβαλαν υπερήφανα και εγωιστικά το θέλημά τους, παρέκαμψαν τον Θεό και τοπ θέλημά του γι' αυτούς, και επεχείρησαν την πνευματική αναβάθμιση της θέσεώς τους με μοναδικό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές τους. Γι' αυτό και αστόχησαν τραγικά.
Κατά συνέπεια, αν ο πιστός επιδιώξει την θέωση η την αγιοπνευματική ζωή ως σκοπό της ζωής του, κινδυνεύει να εμπέσει στον ίδιο πειρασμό των Προπατόρων του με τις ανάλογες συνέπειες. Η θέωση, ως αγιοπνευματική ζωή, δεν μπορεί να τεθεί από τον άνθρωπο ως σκοπός του, επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να πραγματώσει έναν σκοπό, που βρίσκεται πολύ πάνω από τις κτιστές, φυσικές δυνατότητές του. Όπως λέει, πολύ επιτυχώς, ο άγιος Μάξιμος, «πάσχομεν ως υπέρ φύσιν ούσαν κατά χάριν, αλλ' ου ποιούμεν την θέωσιν, ου γαρ έχομεν φύσει δεκτικήν της θεώσεως δύναμιν107.
Η θέωση αποτελεί σκοπό του Θεού για τον άνθρωπο και άκτιστη δωρεά του προς αυτόν. Έτσι όμως αλλάζουν ριζικά τα πράγματα, αλλάζει και η διαδικασία για την πραγμάτωση του σκοπού.
Ειδικότερα, η θέωση των πιστών, που ουσιαστικά εκφράστηκε στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού - να γίνουν δηλαδή οι πιστοί ένα με τον Τριαδικό Θεό και να βλέπουν διαρκώς την άκτιστη δόξα του108 - έχει ως θεμελιώδη προϋπόθεση την τήρηση των εντολών του Θεού, αφού αυτή η τήρηση οδηγεί στη φανέρωση του Χριστού και του Θεού Πατέρα εν Πνεύματι στην καρδιά του πιστού109. Τήρηση όμως των εντολών σημαίνει πρακτικώς την παραίτηση του πιστού από το ίδιο θέλημα του, όσο καλό και αν φαίνεται ότι είναι. Σημαίνει υποταγή του θελήματός του στο θέλημα του Θεού. Αλλά για να παραιτηθεί ο πιστός από το θέλημά του πρέπει προηγουμένως να γνωρίσει δια της θείας Χάριτος τον έσω άνθρωπό του και να δει το τραγικό αποτέλεσμα της περιπλάνησης του νου στα θελήματά του. Τότε θα σιχαθεί το θέλημά του, θα παραιτηθεί από αυτό και θα αρνηθεί έτσι πρακτικώς τον εαυτό του, ώστε να μπορεί στο εξής να γίνει αληθινός μαθητής του Χριστού. Τότε μόνο θα προσανατολίσει σταθερά το θέλημά του στο θέλημα του Θεού και θα θεωρεί ως μονόδρομο την τήρηση των εντολών για την ευαρέστηση του Θεού, χωρίς καμμιά άλλη εναλλακτική λύση. Παραιτούμενος ο πιστός με βδελυγμία από το θέλημά του, πρακτικώς ταπεινώνεται πραγματικά, με συνέπεια να δέχεται πλούσια την Χάρη του Θεού, η οποία του δίνει την δυνατότητα να ανταποκριθεί στο θέλημα του Θεού για την τήρηση των εντολών του, αφού κατά την διαβεβαίωσή του Χριστού, «χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν»110. Έτσι όμως η χαρισματική θέωση του πιστού, που προκύπτει από την τήρηση των εντολών, προσφέρεται ως άκτιστη θεοποιός ενέργεια και δωρεά από τον Θεό και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά πράξη του πιστού, ούτε κατόρθωμά του. Με αυτές τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις διασφαλίζεται ρεαλιστικά η διαρκής πρόοδος του πιστού στην αγιοπνευματική ζωή και εκμηδενίζεται ο κίνδυνος κάθε πτώσεως προγονικού τύπου.
1.Βλ.Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,2,12 και 2,2,2.Πρβλ. Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τομ.1, Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια υπό Π. Χρήστου, Θες/νίκη 1981, σ.10.
2.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,2,8.
3. Βλ. Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 18, στο Γρηγορίου Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τομ. 8, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 298.
4.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,12.
5.Βλ. ό. π. Λόγος 1,2,2.
6.Βλ. Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω, 21, ο.π.σ.302.
7.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,46.
8.Βλ. ό. π. Λόγος 2,1,34 με αναφορά στο Ιω.17,21 - 24.
9.Βλ. ό. π. Λόγος 1,2,6.
10.Βλ. ό. π. Λόγος 2,1,14.
11.Βλ. ό. π. Λόγος 3,3,9.
12.Βλ. Ρωμ.8,15: «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας».
13.Βλ. Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 4.
14.Βλ. Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 21, στο Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τόμ. 8, σ.456.
15.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2,1.
16.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,37.
17.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,29.
18.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,6.
19.Βλ. ό. π. Λόγος 3,1,18.
20.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,7, με αναφορά στον Άγιο Μακάριο, Ομιλίαι 5,10, PG 34,516Α.
21.Βλ. ό. π. Λόγος 3,2,17.
22.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,27
23.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,6.
24.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,10.
25.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,8.
26.Βλ. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία εις Μεταμόρφωσιν 12, PG 96,564Β,στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείων ενεργειών 11.
27.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 40,6, PG 36,365Α: «φως η παραδειχθείσα θεότης επί του όρους τοις μαθηταίς», στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,12.
28.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,52.
29.Ιω. 14,23. Είναι, βέβαια, φανερό ότι ως «λόγο» του εννοεί τις εντολές του, γιατί στην ίδια συνάφεια, προηγουμένως, αντί του «λόγου», που χρησιμοποιεί εδώ, έχει θέσει τις εντολές, γιατί λέει, «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστι ο αγαπών με» (Ιω. 14,21). Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,3,16.
30.Ιω. 14,21.
31.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείων ενεργειών 49.
32.Βλ. ό.π.48.
33.Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,1,44.
34.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,17.
35.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,18, με αναφορά στο Β' Πέτρ,1,19.
36.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,35.
37.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,17
38.Βλ. Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 26, PG 88, 1033 Β, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,49.
39.Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,52.
40.Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,44.
41.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής 43, με αναφορά στο Εβρ. 12,14.
42.Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,10.
43.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,10.
44.Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,11.
45.Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 18, στο Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, ΕΠΕ, τομ. 8, Θες/νίκη 1994, σ. 452.
46,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2,14.
47,Βλ. Λόγος 1,3,16, με αναφορά στο Α' Κορ. 2,16.
48,Βλ. Λόγος 1,3,17, με αναφορά στο Α' Κορ. 2,17.
49,Βλ. Λόγος 1,3,16, με αναφορά στο Α' Κορ. 2,11.
50,Βλ. ό. π. Λόγος 2,3,22.
51,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 15, με αναφορά στο Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 26 PG 32,180C.
52,Βλ. ό. π. 181Α.
53,Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αποριών, PG 91, 1088 BC.
54,Βλ. Ψαλμ. 35,10: «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως».
55,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,3,5.
56,Α' Κορ.2,13, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,24.
57,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,39.
58,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,24.
59,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,5, με αναφορά στο Ιω. 17,24.
60,Βλ. ό. π. Λόγος 3,1,32.
61,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,43 και 2,3,66.
62,Βλ. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 1,4, PG 3,592 C. Και Μ. Βασιλείου, Ερμηνεία εις Ψαλμούς 44, PG 29,400D, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,26 - 27.
63,Βλ. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 1,4, PG 3,592 C, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,22.
64,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,23.
65,Βλ. Κανόνας Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού στην 6η Αυγούστου, τροπάριο της θ' ωδής στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,16.
66,Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,5.
67,Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,23.
68,Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αποριών, PF 91,1088C, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,3,13.
69,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,31.
70,Βλ. Ιω. 1,13 στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,30.
71,Βλ. Ιω. 3,6, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,30
72,Βλ. Α' Κορ. 6,17.
73,Ιω. 17,21.
74,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,3,66.
75,Βλ. ό. π. Λόγος 3,3,14.
76,Βλ. ό. π. Λόγος 2,2,14.
77,Βλ. Περί θείων ενεργειών 30.
78,Βλ. ό. π 18.
79,Βλ. Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 5, PG 29, 772B, στο Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 8.
80,Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, PG 91, 1144C.
81,Γαλ. 2,20
82,Βλ. Εφ. 3,16 - 17.
83,Βλ. Α' Ιω. 4,13, στο Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 3.
84,Βλ. Αγίου Μαξίμου, Περί αποριών, PG 91, 1076C.
85,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,23.
86,Βλ. του ιδίου, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 7.
87,Βλ. του ιδίου, Αγιορείτικος Τόμος 2.
88,Βλ. του ιδίου, Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, Κεφάλαια τρία, α', 1.
89,Βλ. Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγείτου, Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας 2, PG 3,392A.
90,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 3.
91,Βλ. Εφ. 1,13 - 14, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,14.
92,Βλ. Μθ.5,13.
93,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 22, στο ΕΠΕ 8, σ. 456.
94,Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,36.
95,Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 22, στο ΕΠΕ 8, σ. 454.
96,Μθ. 10,20, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,36.
97,Βλ Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,31.
98,Βλ. Αγιορειτικός Τόμος 6.
99,Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,3,15.
100. Βλ. Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους 19, στο ΕΠΕ 8, σ. 454.
101. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3,32.
102. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,32.
103. Βλ. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής 68.
104. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1,32.
105. Βλ. ό. π. Λόγος 1,3,31.
106. Βλ. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετής 16.
107. Αγίου Μαξίμου, Κεφάλαια περί αγάπης, 1,75, PG 90, 1206C. Πρβλ. και Προς Θαλάσσιον 22, PG 90, 324A.
108. Βλ. Ιω. 17,22 - 24: «Καγώ την δόξαν ην δέδοκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν...Πάτερ, ό δέδοκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσιν μετ' εμού, ίνα θεωρώσιν την δόξαν την εμήν».
109. Βλ. Ιω. 14,21 - 23: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν...εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου
τηρήσει και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιησόμεθα».
110. Ιω. 15,5.

Τα Άγραφα Λόγια του Χριστού


 

undefined
Ο Χριστός διδάσκει τους μαθητές Του, λίγο πριν σταυρωθεί, εξηγώντας το νόημα της πράξης Του, να τους πλύνει τα πόδια (σκηνή από το κατά Ιωάννην, κεφ. 13). Τοιχογραφία του 14ου αιώνα από το Βατοπαίδι. Λεπτομέρειες εδώ.
Με την ελληνική λέξη «Άγραφα» καλούνται διεθνώς τα λόγια που αποδίδονται στον Ιησού – ότι δηλαδή έχουν ειπωθεί από αυτόν – από ορισμένους συγγραφείς των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, τα οποία όμως δεν συμπεριλαμβάνονται στα τέσσερα ευαγγέλια.
Η επιστημονική έρευνα περί της υπάρξεως των «άγραφων» αυτών λόγων στηρίχτηκε στη μαρτυρία του επιλόγου του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, σύμφωνα με την οποία «Υπάρχουν και πολλά άλλα που έκανε ο Ιησούς, τα οποία, εάν γραφούν το καθένα, νομίζω πως ούτε αυτός ο κόσμος δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα γράφονταν. Αμήν» Ιω. 21:25... [για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ].
Η ιστορικοφιλολογική κριτική της Καινής Διαθήκης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιστημονική ευαισθησία στην αναζήτηση αυτή των «λογίων» του Χριστού για να μπορέσει να προσδιορίσει με σαφήνεια και ακρίβεια τις πρωταρχικές μορφές των λόγων του, που έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για την αποκατάσταση του αρχικού πυρήνα του κηρύγματος του Χριστού. «Άγραφα» λόγια διασώθηκαν σε πολλές πηγές του αρχικού Χριστιανισμού, αλλά η γνησιότητα και αυθεντικότητα των περισσοτέρων αμφισβητείται, γιατί πολλά από αυτά δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν ποικίλους σκοπούς των κοινοτήτων του γνωστικισμού.
Έτσι ο Γερμανός ερευνητής A. Resch στο έργο του «Agrapha» που εξέδωσε το 1906 κατέγραψε πρώτος 291 περίπου άγραφα «λόγια», από τα οποία τα 194 προέρχονταν από την εκκλησιαστική γραμματεία και τα 97 από απόκρυφα έργα γνωστικής προέλευσης. Η αυθεντικότητα όμως των «λογίων» αυτών θεωρήθηκε αμφίβολη. Ο Resch δέχτηκε ως αυθεντικά μόνο 36 από αυτά, ενώ ο J. Jeremias στο έργο του Unbekannte Jesusworte έκδοσης 1948 – 51 μόνο 11, ο J. Ropes στο Die Spruche Jesus, 1896 μόνο 10 και άλλοι ερευνητές πολύ λιγότερα.

Ο άγιος ευαγγελιστής Ματθαίος συγγράφει το ευαγγέλιό του
Τα «Άγραφα» λόγια του Χριστού διασώζονται στη Καινή Διαθήκη, δηλαδή σε βιβλία εκτός των ευαγγελίων ή στα περιθώρια ωρισμένων αρχαίων κωδίκων [=χειρόγραφων αντιγράφων] των ευαγγελίων – τα οποία αργότερα εισήλθαν και εις το κείμενο από αβλεψία ή εκ προθέσεως των αντιγραφέων – εις τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων (Ιουστίνου, Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Ωριγένους, Ειρηναίου, Τερτυλιανού κ.λ.π), εις διάφορους σχετικούς παπύρους όπως του Οξύρυγχου, Έγκερτον, Φαγιούμ κ.λ.π., εις τα απόκρυφα βιβλία κυρίως γνωστικής προέλευσης ή και στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας [δηλ. σ' αυτά που διαβάζονται στις χριστιανικές τελετές]. Διασώζονται επίσης και στο Εβραϊκό Ταλμούδ και σε μουσουλμανικά κείμενα ακόμη και μέσα στο Κοράνι ["Νεκρός": εκεί φυσικά αποδίδουν στο Χριστό δήθεν λόγια που εξυπηρετούν τις δικές τους διδασκαλίες], όπως π.χ. το εδάφιο 117, από τη σούρα (κεφάλαιο) 5, το οποίο αναφέρουμε ευθύς αμέσως:
"Ποτέ δεν τους είπα τίποτε
παραπάνω από όσα με διέταξες να πω:
"Να λατρεύετε τον ΑΛΛΑΧ, τον Κύριό
μου και τον Κύριό σας", κι ήμουν
μάρτυρας γι' αυτούς εφ' όσον βρισκόμουν
κοντά τους. Όταν όμως συμπλήρωσα την
διαμονή μου στη ζωή, Εσύ τότε ήσουν
πια ο Φύλακάς τους κι Εσύ είσαι ο
Αυτόπτης μάρτυρας για όλα τα πράγματα. 5:117

Ας δούμε τώρα μερικά από τα «Άγραφα» λόγια του Χριστού:

Στις Πράξεις των Αποστόλων 20:35 ο Παύλος κατά τον αποχαιρετιστήριο λόγο του προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου λέγει: «Να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου που είπε αυτός ο ίδιος: “Είναι ευτυχέστερο να δίνει κάποιος παρά να παίρνει”». Ο κώδικας του Βέζα (D) στο Κατά Λουκά 6:4 διασώζει επίσης το εξής λόγιο: «Την ίδια μέρα όταν είδε κάποιον να εργάζεται το Σάββατο είπε σ’ αυτόν: “άνθρωπε, εάν μεν γνωρίζεις τι κάνεις, είσαι μακάριος. Εάν δεν γνωρίζεις, είσαι καταραμένος και παραβάτης του νόμου”»
Ο Ιππόλυτος Ρώμης διασώζει το ακόλουθο λόγιο: «Μένοντας έκπληκτος ο Ιούδας από τα λεχθέντα είπε. Και ποιος άραγε θα τα δει αυτά; Ο δε Κύριος είπε. Αυτά θα τα δουν όσοι γίνουν άξιοι». Εις τον Δανιήλ 4:60.
Ομοίως και ο Δίδυμος Αλεξανδρεύς ή Τυφλός διασώζει ένα ακόμη λόγιο του Κυρίου: «Γι’ αυτό είπε ο Σωτήρας. Αυτός που είναι κοντά μου, είναι κοντά στη φωτιά. Και αυτός που είναι μακριά μου, είναι μακριά από την βασιλεία». Εις τον Ψαλμό 88:8. Το λόγιο αυτό διασώζει και ο Ωριγένης, εις Ιερεμία 20:3, και το Γνωστικό Κατά Θωμά Ευαγγέλιο. [Σημ. του blog μας: Το κατά Θωμάν είναι ένα από τα γνωστικά ευαγγέλια. Τα γνωστικά ευαγγέλια δεν αφηγούνται γεγονότα από τη ζωή του Χριστού, είτε αληθινά είτε φανταστικά (αφού οι γνωστικοί δεν Τον πίστευαν για άνθρωπο, αλλά για άσαρκο, καθαρά πνευματικό ον), περιέχουν μόνο κατεβατά από δήθεν "λόγια" Του, που μιλάνε για ουράνιες μυθοπλασίες και πνευματικές οντότητες (και καλά, "απόκρυφες αλήθειες"). Το κατά Θωμάν όμως περιέχει και λόγια του Χριστού που δεν έχουν σχέση με το γνωστικισμό. Αυτά θεωρούνται πιθανώς γνήσια. Το κατά Θωμάν δεν είναι γραμμένο στ' αλήθεια από τον απόστολο Θωμά, γιατί τότε θα βρισκόταν μέσα στην Καινή Διαθήκη.]
Στην ακολουθία του Ευχελαίου, στην ευχή μετά το δεύτερο Ευαγγελικό ανάγνωσμα παραδίδεται η ακόλουθος φράση του Ιησού: «Εσύ είσαι αυτός που είπε. Όσες φορές και αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς». Φαίνεται πως ο συγγραφέας της ευχής παραθέτει «άγραφο» λόγιο που του ήταν γνωστό από την παράδοση.

Ο άγιος ευαγγελιστής και ιατρός Λουκάς
Ως προς την αξία των άγραφων «λογίων» παρατηρούμε γενικώς τα εξής: Ι. Πολλά από αυτά αποτελούν διαπλατύνσεις ή παραλλαγές γνωστών σε μας από το Ευαγγέλιο λογίων του Ιησού. ΙΙ. Μεγάλος αριθμός από αυτά προέρχεται από τα απόκρυφα κείμενα και συνεπώς υπόκεινται στην υποψία πως είναι πλαστά. ΙΙΙ. Ενίοτε από σφάλμα της μνήμης διάφορα βιβλικά ή εξωβιβλικά χωρία αποδίδονται στον Ιησού. IV. Άλλα από αυτά αποτελούν δημιουργήματα της ευσεβούς φαντασίας κάποιων πιστών, τα οποία τέθηκαν στο στόμα του Ιησού. V. Τα λόγια αυτά τίποτε καινούργιο δεν προσθέτουν στην γνωστή από τα κανονικά Ευαγγέλια διδασκαλία του Ιησού.
Παρόλα αυτά όμως η σπουδαιότητα των άγραφων «λογίων» είναι πολλαπλή, γιατί τα μεν αυθεντικά διευκολύνουν την κριτική αποκατάσταση των σχετικών στοιχείων του κηρύγματος του Ιησού Χριστού, τα δε νόθα προσφέρουν τεράστιας σημασίας μαρτυρίες για την παράδοση της αρχέγονης Εκκλησίας, καθώς και των διαφόρων γνωστικών συστημάτων που συνδέθηκαν με την πρακτική της έμπνευσης και της προσθήκης άγραφων «λογίων» για να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες των κοινοτήτων τους. Αν τα τυχόν αυθεντικά «λόγια» έχουν ιδιαίτερη αξία για την κριτική της Βίβλου, τα νόθα έχουν μεγαλύτερη αξία για την πληρέστερη κατανόηση της ζωής της αρχέγονης Εκκλησίας και των παραδόσεων των διαφόρων γνωστικών συστημάτων.


Ο άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Λαρούς Μπριτάννικα
Ιωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη
Το Κοράνι, Έκδοση συγκροτήματος του Βασιλιά Φαχντ της Σαουδικής Αραβίας

Ο Ιούδας που αρμάστην την μάναν του: κυπριακός μύθος


Τον τζαιρόν π' αγγαστρώθην η μάνα του τον Ιούδα, είδεν εις τ' όρομάν της πως ότι το παιδί που ήταν να γεννήσει, εν να έκαμνε πολλά κακά εις το έθνος τους. Επήεν τζιαι τούτη στον βασιλέαν τζι΄είπεν του την ιστορίαν. Ο βασιλέας επρόσταξέν την άμμα γεννήσει το μωρό να το σκοτώσει. Άμαν τζι' εγεννήθην ο Ιούδας, η μάνα του ελυπήθην τον τζι' αντίς να τον εσκοτώσει, επίσσωσεν έναν καλάθιν, έβαλεν τον μέσα, τζι' επέταξεν τον μέσ' τον ποταμόν να πεθάνει μανιχός του. Εις τζείνον τον τόπον είσσεν βοσκούς και άμαν τζιαι πήαν να ποτίσουν τα χτηνά τους στον ποταμόν, είδαν το καλάθιν. Επήαν κοντά του, ακούουν κλαίει μωρόν. Αννοίξαν το καλάθιν τζι' επκιάσαν το μωρόν που μέσα. Λαλούν σου, να το αναγιώσομεν τζι' αφήνομεν το να μας βοηθά στο κοπάϊν. Επήραν το τζι' εταΐζαν το γάλαν που την αίγιαν- που το καταραμένον χτηνόν. Αγάπησέν το η αίγια τζι' εβύζαννέν το.
'Αμαν τζι' ο Ιούδας εγίνην εφτά γρονών, που ήθεν να τους βοηθά λλίον, εττερπίζεψεν. Όϊ πονεί το πόϊ του, όϊ πονεί το σσέριν του, με δουλειάν τους έκαμνεν, με τίποτε. Εσκέφτησαν τζιαι τζείνοι να τον πάρουν του βασιλέα. Επήραν τον του βασιλέα τζι' άφηκεν τον τζιαι τζείνος μισταρκόν του. Μιαν ημέραν λαλεί του η βασιλοπούλλα: «πήαιννε ρε φέρε λλία άθθη». Επήεν τζιαι τούτος μέσ' το περβόλιν του παλαδκιού τζι' αρκίνησεν να κόβκει αντίς τους αθθούς, κλώνους αλάκερους.

Ά, μέσ' στο περβόλιν τούτον, εξήχασα να σας πω, ήταν ο τζύρης του Ιούδα με την μάναν του. Γιατί εδυστυχήσαν, εσκότωσέν τους τζι' έναν γυιόν μέσ' στα όρη ο ίδιος ο Ιούδας τον τζειρόν που μείνισκεν με τους βοσκούς, τζι' έτσι τζιαι τούτοι ήρταν τζιαι παρακαλήσαν τον βασιλέαν να τους δώκει μιαν ζήσην, τζι' έδωκέν τους τζείν' το περβόλιν να το σάζουν και να πκιάννουν τα μαξούλια του. Αί, όσσον τζι' είδεν τον ο τζύρης του- τωρά με ο ένας ξέρει πως εν γυιός του, με ο άλλος πως εν τζύρης του- «Ρε», λαλεί του, «γιατί κόβκεις τους κλώνους; εγιώ κάμνω τόσον κόπον τζιαι νάρκεσαι να μου κατακόβκεις τα δεντρά; ...». Επολοήθην τζιαι τζείνος μ' έναν στόμαν: «είπεν μου η τζυρά μου η βασιλοπούλλα». Τωρά, εν που την οκνιά του που έκοβκεν τους κλώνους, όξα επειδή του είπεν η τζυρά του!
Μιαν άλλην ημέραν, πάλ' επήεν τζι' έκοβκεν τους κλώνους των δεντρών. Είδεν τον η μάνα του τζι' είπεν το τ' αντρός της. Έρκεται τζιαι τζείνος τζι' αρωτά τον: «Είντα κόβκεις ρε πάλε τους κλώνους;». «Ά», λαλεί του, «μεν πεις άλλον λόον γιατί σκοτώννω σε τζι' εσέναν, όπως εσκότωσ' αλλόναν μέσ' τα όρη».(Θέλει να πει για τον αρφόν του). Επκιάστησαν, εσκότωσεν τζιαι τον τζύρην του. Η μάνα του κλάματα, σκοτωμούς! Άκουσεν την η βασίλισσα τζιαι είπεν το του βασιλέα: «Ρε», λαλεί του ο βασιλέας, «ή ν' αρμαστείς την γεναίκαν τούτην να μεν κλαίει, ή εν να σε ποτζεφαλίσω». Αρμάστην την.
Πααίννει μιαν ημέραν έσσω ο Ιούδας, αγρικά, ακούει της μάνας του να νεκαλιέται τζιαι να λαλεί ούλλα τα βάσανά της. Εξάννοξέν την- γιατί είπαν του την ιστορίαν οι βοσσιοί, πως ήταν μεσ' το καλάθιν το πισσωμένον- τζι' εκατάλαβεν ότι ήταν τούτος τζι' ότι εσκότωσεν τζιαι τον αρφόν του, τζιαι τον τζύρην του, τζι' ότι πως αρμάστην την μάναν του. Που τζαχαμαί και τζει εχωρίσασιν τζι' επήεν τζι' ηύρεν τον Γριστόν τζι' εγίνην μαθητής του.
Ο Γριστός εδέχτην τον επειδή ήξερεν ότι ο Ιούδας ήταν φυλάρκυρος τζιαι παλιάθθρωπος τζι' ήθεν να τον προδώσει. Κανένας άλλος εν τζι' επρόδωννέν τον, γι' τούτον τζι' εδέχτην τον.





πηγή

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

 
πηγή: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 27/9/2011
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 –ακριβώς πριν από 180 χρόνια- δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος. Ήταν ξημέρωμα, την ώρα που ο ευλαβής πολιτικός πήγαινε από Όρθρου βαθέος στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο. Ως ένα σύντομο πολιτικό μνημόσυνο στον δημιουργό και ανορθωτή της Νεωτέρας Ελλάδος ας θυμηθούμε ορισμένα στοιχεία από τη ζωή και την προσφορά του.
Ο Κερκυραίος κόμης Καποδίστριας πίστευε ότι ο Ελληνισμός θα αναγεννηθεί μόνον αν παραμείνει ριζωμένος στις διαχρονικές ελληνορθόδοξες αξίες. Διάβαζε κάθε μέρα την Αγία Γραφή και αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Πλούταρχος... Είχε πάντα μαζί του την εικόνα της Παναγίας της Πλατυτέρας και μετά τη δολοφονία του ετάφη στη Μονή της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα. Τόνιζε την ανάγκη να γαλουχηθούν τα ελληνόπουλα με την Ορθόδοξη Πίστη και τη ακατάλυτη συνέχεια του Ελληνισμού. Όταν έγραφε προς τους ξένους διπλωμάτες υπογράμμιζε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Έθνους μας: «Το Ελληνικόν Έθνος σύγκειται από των ανθρώπων, οίτινες από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την Ορθόδοξον Πίστιν και την γλώσσαν των Πατέρων αυτών λαλούντες».

Όταν εκλήθη να αναλάβει την δημιουργία της Ελλάδος εκ του μηδενός οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ λεηλατούσαν ακόμη την Πελοπόννησο και οι Τούρκοι κατείχαν πολλά σημεία της Στερεάς. Πίστευε ακράδαντα ότι για να πας στο διπλωματικό τραπέζι έπρεπε πρώτα να έχεις ισχυρό στρατό και να έχεις κερδίσει στο πεδίο των μαχών. Από το 1828 έως το 1831 έδινε τις διπλωματικές του μάχες για την ανεξαρτησία της μικρής Ελλάδος, η οποία εξήρχετο από 400 χρόνια δουλείας, και παράλληλα οργάνωσε τακτικό στρατό, ο οποίος κατεδίωξε τους Τούρκους. Η λαμπρή διπλωματική του δράση σε διεθνές επίπεδο τον είχε κάνει φίλο της Γαλλίας και έτσι το γαλλικό ιππικό με τον Στρατηγό Μαιζόν ανέλαβε την εκδίωξη του Ιμπραήμ από τον Μωριά.

Ο Καποδίστριας είχε μάθει από την εμπειρία του ως συνυπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας –μαζί με τον Νέσσελροντ- ότι χρειάζεται συνεχώς να πιέζεις για το εθνικό συμφέρον, να διεκδικείς περισσότερα ώστε να κερδίσεις τελικά έστω και τα μισά. Γνώριζε ότι μία μικρή χώρα πρέπει διαρκώς να επαναδιαπραγματεύεται. Αν άφηνε τα πράγματα όπως αρχικώς τα ήθελαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και ο Σουλτάνος, η Ελλάδα που απελευθερώθηκε θα είχε χάσει τη μισή Στερεά και θα ήταν φόρου υποτελής στους Οθωμανούς Τούρκους. Με συνεχή επαναδιαπραγμάτευση επέτυχε την απελευθέρωση όλης της Στερεάς και την κατάργηση της εξάρτησης από τον Σουλτάνο. Χρήσιμο μάθημα και για σήμερα, όταν η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης καθίσταται αδήριτη ανάγκη.

Η διπλωματική του δράση δεν περιορίσθηκε μόνο στο πλευρό του Ρώσου Τσάρου, τον οποίο πίεζε συνεχώς για τα δίκια των υποδούλων Ελλήνων. Επεκτάθηκε και στη διοργάνωση εκ βάθρων της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, γεγονός που αναγνωρίζουν και σήμερα οι Ελβετοί.. Αυτό μάλιστα το πρότυπο θεωρούν ορισμένοι μελετητές ως το πρόπλασμα της Ενωμένης Ευρώπης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζουν τον Καποδίστρια ως έναν οραματιστή της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως. Ο Καποδίστριας είχε κατανοήσει την ανάγκη για ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ισχυρών της εποχής για τη διατήρηση της εύθραυστης ειρήνης. Όταν ηττήθηκε οριστικά ο Ναπολέων, οι Άγγλοι κι οι Αυστριακοί πρότειναν τον κατακερματισμό της Γαλλίας. Ο Κερκυραίος σύμβουλος του Τσάρου πρότεινε στη ρωσική διπλωματία να μην υποστηρίξει αυτή την πρόταση, διότι η πλήρης αποδυνάμωση της Γαλλίας θα οδηγούσε σε κηδεμονία της Ευρώπης από τους Άγγλους ή από άλλη δύναμη. Με την επιμονή του η Γαλλία απέφυγε τη διάλυση και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Γάλλοι έστειλαν τον Μαιζόν κατά του Ιμπραήμ , όπως προαναφέραμε.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας παρά την παραμονή και την επιτυχή δράση του στους θαλάμους και τους διαδρόμους της αδίστακτης διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων, προσπάθησε να εισαγάγει το ήθος στη διπλωματία. Αντιτάχθηκε στα σχέδια της Ιεράς Συμμαχίας για την κατάπνιξη των απελευθερωτικών κινημάτων διαφόρων λαών. Έχοντας τον πόνο για τη ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ελλάδα, διαφώνησε με ισχυρούς άνδρες της εποχής όπως ο Αυστριακός Καγκελλάριος Μέττερνιχ. Ο Χένρι Κίσσιγκερ, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κατά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, στη διδακτορική του διατριβή για τον 19ο αιώνα διαπιστώνει: Δύο ειδών διπλωμάτες υπάρχουν στην παγκόσμια ιστορία. Οι Μέττερνιχ και οι Καποδίστριες! Εννοεί, δηλαδή, ότι ο πρώτος εκφράζει τον κυνισμό και την αδικία εις βάρος των αδυνάτων και ο δεύτερος την ανάγκη να υπάρχουν ορισμένες αρχές και αξίες στις διεθνείς σχέσεις.

Οι σώφρονες Έλληνες της μετεπαναστατικής Ελλάδος, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, κατανοούσαν ότι για να δημιουργηθεί κράτος με νόμο και τάξη έπρεπε να αφεθεί ο Καποδίστριας να κυβερνήσει με κάποια δόση αυταρχισμού. Οι αγγλόφιλοι, που εφοβούντο την κυριαρχία του ελληνικού εμπορικού ναυτικού στη Μεσόγειο, βρήκαν αφορμή να τον κατηγορήσουν για «αντιδημοκρατικές μεθόδους». Το πνεύμα των ξενόδουλων Μαυροκορδάτων οδήγησε το χέρι του Ναυάρχου Μιαούλη να ... κάψει τον ελληνικό στόλο στην Ύδρα ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του Καποδίστρια. Αν και τον άφησαν να κυβερνήσει μόνο τριάμισυ χρόνια ο Καποδίστριας πρόλαβε να αφήσει τεράστιο αναγεννητικό έργο. Γιατί ήταν έντιμος, ικανός και πατριώτης. Τιμώντας τη μνήμη του ας διδαχθούμε από το έργο του.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...