Σε περιόδους κρίσεων, όπως αυτή που διερχόμαστε, το έργο της Εκκλησίας συναντά κάποιες πρόσθετες δυσκολίες, τις οποίες, βέβαια, έχει την δυνατότητα, κάτω από κατάλληλες εκκλησιαστικές συνθήκες και ποιμαντικές πρακτικές, να τις μετατρέψη σε ευλογίες. Στο σημείωμα αυτό θα προσπαθήσουμε αφ” ενός μεν να περιγράψουμε μια από τις δυσκολίες αυτές, αφ” ετέρου δε να αναφέρουμε κάποιες προϋποθέσεις για την ποιμαντική αντιμετώπισή της.
Τα προβλήματα που μας κυκλώνουν είναι κυρίως οικονομικά και κοινωνικά. Είναι προβλήματα του κόσμου τούτου, που εγκλωβίζουν τον νου και την ψυχή σε ασφυκτικές βιοτικές μέριμνες. Οι μέριμνες αυτές έχουν την ιδιότητα, αν δεν υπάρχη ανάλογη εγρήγορση, να εξουδετερώνουν από τις ψυχές των ανθρώπων όλα τα πνευματικά ενδιαφέροντα, κάθε τι που συνδέεται με τα τιμιώτερα της ανθρώπινης ζωής, όπως είναι η αναζήτηση της βαθύτερης βίωσης του μυστηρίου της Εκκλησίας. Ο καθένας μπορεί να γνωρίζη από τον εαυτό του το πόσο οι μέριμνες αυτές ερημώνουν την ψυχή, το πόσο εύκολα και ανεπαίσθητα την καθιστούν πνευματικά άγονη.
Η κατάσταση θυμίζει την παραβολή του Σπορέως. Μόνον που τα «αγκάθια», τα οποία «συμπνίγουν τον σπόρο», δεν είναι ο «πλούτος» και οι «ηδονές του βίου», αλλά η στέρηση των βασικών υλικών αγαθών, που είναι αναγκαία για την επιβίωση, καθώς και οι ψυχικές πληγές που δημιουργεί η αίσθηση του αδιέξοδου της φτώχειας. Θα μπορούσε, βέβαια, να ισχυρισθή κανείς ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, αφού «ο σπόρος συμπνίγεται» από την θλίψη που δημιουργεί η στέρηση του πλούτου και των ηδονών του βίου, πράγμα που σημαίνει ότι στο βάθος είναι το ίδιο πάθος που δημιουργεί το πρόβλημα. Πράγματι, σε πολλούς μπορεί αυτό να ισχύη, όμως δεν πρέπει να συγχέουμε την δούλωση στο πλούτο και τις ηδονές με τον αγώνα για επιβίωση. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι τα πάθη είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής του ανθρώπου και ότι γίνονται διαβλητά, όταν «κινούνται παρά φύσιν», όπως συμβαίνει με την παράλογη αγάπη των ηδονών και του πλούτου, ενώ στην φυσική τους κίνηση χαρακτηρίζονται αδιάβλητα, όπως είναι η φυσική πείνα και δίψα.
Μια σημαντική ποιμαντική δυσκολία, λοιπόν, είναι οι πιεστικές βιοτικές ανάγκες, που προκαλούν έντονες εγκόσμιες μέριμνες, ενώ, από την άλλη μεριά, η πνευματική ζωή έχει ανάγκη από εσωτερική ειρήνη και, σε κάποιο βαθμό, από αμεριμνία. Η χριστιανική αμεριμνία, βέβαια, δεν σημαίνει αδιαφορία. Δεν σημαίνει εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας, κάθε δραστηριότητας. Για τους πιστούς που δεν εγκατέλειψαν τον κόσμο η αμεριμνία χαρακτηρίζεται από την ήρεμη κίνηση των λογισμών και των εννοιών της ψυχής τους, από την «εν πραΰτητι» κυριαρχία του προσευχόμενου νου πάνω στην επιθυμία και τον θυμό, κατάσταση η οποία εδράζεται στην βεβαιότητα της αγάπης του Θεού και της αμείωτης κυβερνητικής πρόνοιάς Του.
Πώς όμως να μην διακατέχεται από αδημονία και ταραχή, πνιγμένος στις βιοτικές μέριμνές του, ένας που πεινά, ένας που χάνει την δουλειά του ή που μειώνεται σημαντικά το εισόδημά του και δεν μπορεί να ανταποκριθή στα χρέη του;
Αυτό το ερώτημα αποτελεί μια πρόκληση, η οποία μπορεί να ενεργοποιήση στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας όλον τον θεολογικό και ασκητικό οπλισμό της. Για παράδειγμα, μπορεί να ενεργοποιήση την επαναδιατύπωση της θεολογίας του Σταυρού μέσα από τα σύγχρονα καθημερινά παθήματα του κόσμου. Προκαλούμαστε να μιλήσουμε, με διάκριση και απλότητα, χωρίς μάταιους και ανενεργούς στοχασμούς, για τον Χριστό, που είναι αδιάλειπτα παρών στην Εκκλησία Του. Προκαλούμαστε να θυμίσουμε ότι προσέλαβε την θνητή και παθητή φύση μας, την οποία άφησε μέχρι και τον Σταυρό να ενεργή τα δικά της ιδιώματα, αβοήθητη από την θεία ενέργεια, όπως επισημαίνει ο Γέροντας Παΐσιος σε κείμενό του, εκφράζοντας την δική του εν Χριστώ σταυρική πείρα. Σε μια αποφθεγματική επιστολή του γράφει: «Οι ανθρώπινοι σταυροί είναι απλώς σταυρουδάκια, που μας βοηθάνε για την σωτηρία της ψυχής μας, ενώ του Χριστού ήταν πολύ βαρύς, διότι δεν χρησιμοποίησε την θεϊκή Του δύναμη για τον εαυτό Του». Οι ανθρώπινοι σταυροί γίνονται «σταυρουδάκια», γιατί ο Χριστός «χρησιμοποιεί την θεϊκή Του δύναμη» για εμάς, αφού δεν μας αφήνει να πειρασθούμε πέρα από τις δυνάμεις μας. Εκείνος άφησε την ανθρώπινη φύση Του αβοήθητη από την θεία ενέργειά Του. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο απ. Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή, προσερχόμαστε «μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος», επειδή δεν έχουμε Αρχιερέα «μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών», αφού ο Αρχιερέας μας Χριστός έχει δοκιμασθή σε όλα «καθ’ ομοιότητα» προς εμάς, «χωρίς» όμως «αμαρτίας».
Για να μπορέση, όμως, να ενεργοποιηθή όλος ο θεολογικός και ασκητικός οπλισμός της Εκκλησίας στο ποιμαντικό έργο της, απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Θεωρούμε ότι σημαντική προϋπόθεση, ανάμεσα σε πολλές άλλες, είναι η πνευματική ωριμότητα των ποιμένων και η πιστότητά τους στην αποστολική και πατερική Παράδοση, όπως και η διασάφηση, με βάση την ίδια Παράδοση, του τι είναι η Εκκλησία και ποιο το έργο της μέσα στον κόσμο. Μπορεί αυτές οι προϋποθέσεις να είναι απλές και αυτονόητες, όμως στις μέρες μας φαίνεται ότι πολλοί θέλουν να τις ξεχνούν, προκειμένου να μην ενοχλούνται στις απόψεις και επιδιώξεις τους.
Δεν θα αναλύσουμε αυτό το θέμα, που είναι πολυσύνθετο και ακανθώδες, αλλά θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε θετικά, στηριγμένοι σε μια θεμελιακή θέση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον έκτο περί Ιερωσύνης λόγο του. Παραθέτω το σχετικό χωρίο σε νεοελληνική απόδοση από τον π. Ηλία Διακουμάκο, ο οποίος πρόσφατα μάς έδωσε τους έξι περί Ιερωσύνης λόγους του Χρυσοστόμου σε κείμενο και μια νέα απόδοση στην νέα ελληνική.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Η ψυχή του Ιερέα πρέπει να λάμπει σαν το φως που καταυγάζει την οικουμένη… Οι Ιερείς είναι το αλάτι της γης… Και δεν πρέπει να είναι ο Ιερέας μόνο τόσο καθαρός, όσο κατ’ αναλογία απαιτεί η υψηλή διακονία που αξιώθηκε, αλλά να είναι και πολύ συνετός και πολύ έμπειρος, να γνωρίζει όλες τις βιοτικές υποθέσεις όχι λιγότερο από εκείνους που βρίσκονται μέσα στον κόσμο, συγχρόνως όμως να είναι ξένος από αυτές περισσότερο από τους μοναχούς που ασκούνται στα ερημικά βουνά». Ο Ιερέας -κατεξοχήν εδώ αναφέρεται στον Επίσκοπο- πρέπει να είναι μέσα στον κόσμο και ταυτόχρονα έξω από αυτόν. Να γνωρίζη εμπειρικά και σε βάθος όλες τις βιοτικές υποθέσεις, αλλά να έχη ψυχή ελεύθερη σαν του ερημίτη. Είναι ταυτόχρονα θεραπευτής και κυβερνήτης. Κυβερνά το σκάφος της Εκκλησίας και θεραπεύει τις ψυχές του ποιμνίου του με τα μυστήρια και τον λόγο. Διακονεί το έργο της Εκκλησίας, που είναι η ενεργός οικείωση από τους πιστούς της νίκης του Χριστού εναντίον του διαβόλου και του θανάτου.
Ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου μάς συνετίζει. Μας δείχνει τις προϋποθέσεις, την ευθύνη και το ύψος της Ιερωσύνης. Μας μιλάει για την δωρεά του μυστηρίου, αλλά και την ανθρώπινη συνέργεια.
Στις μέρες μας φαίνεται ότι είναι απαραίτητο, αν θέλουμε να βοηθήσουμε τον κόσμο που ταλαιπωρείται από την κρίση, να γνωρίζουμε τους οικονομικούς μηχανισμούς που οδηγούν πολλούς στην φτώχεια. Χρειάζεται οι Κληρικοί, σύμφωνα και με την προτροπή του αγίου Νεκταρίου, να βρούμε «τας αφορμάς των δυστυχιών», ώστε να βοηθήσουμε να αρθούν. Αυτή η κοινωνική διάσταση του ποιμαντικού έργου δεν εξαντλείται, βέβαια, στην υλική επιφάνεια. Δεν ενδιαφέρεται απλά και μόνο για την οικονομία, αλλά πρωτίστως για τον άνθρωπο που καταπιέζεται και νεκρώνεται πνευματικά από τους μηχανισμούς της.
Κύριος ρόλος του Ποιμένα είναι με υλικά και πνευματικά μέσα να βοηθά κάθε ταλαιπωρημένο άνθρωπο να βρίσκη την εσωτερική ισορροπία του, να αποκαθιστά την ειρήνη στους λογισμούς και την καρδιά του, να ξυπνά μέσα του την πίστη. Γενικά, να τον βοηθά, παρά τις εξωτερικές αντίξοες συνθήκες, στο ξύπνημα πνευματικών ενδιαφερόντων, όπως είναι η ανάγνωση ιερών κειμένων και η κατά το δυνατόν απερίσπαστη προσευχή, μέσα στο πλαίσιο της αναζήτησης βαθύτερης βιώσεως του μυστηρίου της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά