Η Παράδοση όμως δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς Εκκλησία. Αφού η Παράδοση είναι στην ουσία της επίκληση και έλευση του Αγίου Πνεύματος στους ανθρώπους, και αποστολική κι αυθεντική εξήγηση του περιεχομένου της Γραφής, βάσει της εφαρμογής, της μυστηριακής και πνευματικής βίωσης του περιεχομένου της από τους πιστούς, δεν απορεί να υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους που πιστεύουν στην Αποκάλυψη, που πιστεύουν δηλαδή στον Χριστό και στο έργο Του που συντελείται μέσα τους διά του Αγίου Πνεύματος. Όμως αυτοί δεν επικαλούνται και δεν δέχονται μεμονωμένοι τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι. Δεν πιστεύουν μεμονωμένοι στην έλευση και στο έργο του Χριστού μέσα τους. Δεν κάνουν μεμονωμένοι προσπάθειες να προετοιμαστούν με μια ηθική ζωή για την επίκληση και αποδοχή του Αγίου Πνεύματος και για τη διάπλασή τους κατ’ εικόνα του Χριστού. Όλα αυτά τα κάνουν και τα βιώνουν οι πιστοί στην κοινότητα, που είναι η Εκκλησία. Η κοινότητα αυτή έπρεπε να ιδρυθεί από την εποχή των Αποστόλων, για να έχουν οι Απόστολοι σε ποιούς να παραδώσουν την εξήγηση αυτή της Αποκάλυψης, σε ποιόν να την εφαρμόσουν, σε ποιόν να μεταδώσουν τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι. Αν δηλαδή το κήρυγμα και το αποστολικό έργο αποτελούν μέρος της Αποκάλυψης, η Αποκάλυψη εξακολουθεί να συμπληρώνεται στην Εκκλησία μετά τη συγκρότησή της. Γι’ αυτό η Εκκλησία είναι ο φορέας της Παράδοσης, ο φορέας που θέτει σε εφαρμογή την Αποκάλυψη. Η Εκκλησία αρχίζει με την Παράδοση και η Παράδοση αρχίζει με την Εκκλησία.
Ταυτόχρονα όμως ο «ενεργών» την Παράδοση είναι και ο Θεός. Εφόσον ο ενεργών την Παράδοση είναι ο Θεός, η Εκκλησία είναι ένας φορέας που υποστηρίζει την Παράδοση, ή το έργο του Πνεύματος που τελείται και μεταδίνεται στην Εκκλησία διά, και κατά την πορεία, της Παράδοσης. Η Εκκλησία όμως είναι και ενεργός φορέας της Παράδοσης, εφόσον επικαλείται και δέχεται κατ’ εξακολούθηση το έργο του Πνεύματος με τα δικά της μέσα στο όνομα των πιστών και για χάρη των πιστών, εφόσον προετοιμάζεται για την επίκληση και αποδοχή Του και κάνει προσπάθειες να διαμορφωθεί όλο και περισσότερο κατ’ εικόνα Χριστού διά του έργου του Πνεύματος.
Η Παράδοση, χωρίς την Εκκλησία, ως ενεργό φορέα της, δεν θα μπορούσε να υπάρχει και θα έπαυε να βιώνεται και να μεταδίδεται, θα έπαυε να υπάρχει πια. Με τη σειρά της η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να υπάρχει και δεν θα υπήρχε χωρίς την Παράδοση. Η Παράδοση ως συνεχής εφαρμογή του περιεχομένου της Γραφής ή μάλλον της Αποκάλυψης, είναι ένα ιδίωμα της Εκκλησίας. Η Παράδοση, ως περιεχόμενο, αποτελεί τον τρόπο που μ’ αυτόν διατηρείται η πληρότητα της αποκάλυψης του Χριστού, ο Χριστός ως πληρότητα της συγκεκριμένης Αποκάλυψης· ενώ η Παράδοση, ως μετάδοση, εξασφαλίζει την επέκταση του περιεχομένου αυτού διά της πίστεως. Και οι δύο αυτές πλευρές της Παράδοσης εξασφαλίζονται διά της Εκκλησίας. Οι Προτεστάντες, απορρίπτοντας την Εκκλησία, έχασαν την Παράδοση τόσο ως μετάδοση, ως ζωντανή διαδοχή της πίστης — επειδή η πίστη του ενός γεννάται από την πίστη του άλλου — όσο και ως πληρότητα της Αποκάλυψης, επειδή δεν δέχονται πια την πλήρη κατανόηση της Γραφής, που την διατήρησε η Εκκλησία εξαρχής με την ακέραιη εφαρμογή της διά μέσου τής Παράδοσης.
Χωρίς τη βίωση όμως της Παράδοσης με πίστη ούτε το περιεχόμενο της Γραφής θα ήταν πια ζωντανό, λειτουργικό και πνευματικά κατανοητό. Η Γραφή διατηρείται ζωντανή και καρποφορούσα διά της Παραδόσεως, ενώ η Παράδοση υπάρχει βιούμενη από την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι ο χώρος, όπου αποτυπώνεται το περιεχόμενο της Γραφής ή της Αποκάλυψης διά της Παραδόσεως. Η Γραφή, ή η Αποκάλυψη, έχουν ανάγκη την Παράδοση, ως μέσο ενεργοποίησης του περιεχομένου τους, και την Εκκλησία, ως αυθεντικό φορέα που βιώνει τήν Παράδοση και ως χώρο όπου αποτυπώνεται το περιεχόμενο της Γραφής ή της Αποκάλυψης. Αλλά και η Εκκλησία έχει ανάγκη από τη Γραφή, για να αναζωογονηθεί δι’ αυτής, για να προοδεύσει στη γνώση και στην εν Χριστώ βίωσή της, για να κάνει όλο και πιο πλούσια την εφαρμογή της Γραφής στη ζωή της διά της Παραδόσεως. Η Εκκλησία, η Γραφή και η Παράδοση είναι αδιάρρηκτα ενωμένες. Η Γραφή απορροφάται στη ζωή της Εκκλησίας διά της Παραδόσεως. Η Γραφή ενεργοποιείται και παίρνει τη μορφή της συγκεκριμένης βίωσης στην Εκκλησία με την Παράδοση. Η Γραφή όμως ενεργοποιείται στην Εκκλησία, εφόσον η Εκκλησία έχει διά του Αγίου Πνεύματος μία συνεχή πρωτοβουλία που μ’ αυτήν ενεργοποιεί τη Γραφή, και η πρωτοβουλία της αυτή εκφράζεται συγκεκριμένα στην Παράδοση. Ταυτόχρονα όμως η πρωτοβουλία διεκδικείται και από τη Γραφή. Το Άγιο Πνεύμα είναι ενεργό στην Παράδοση, εφόσον είναι ενεργό στην Εκκλησία, όπου η Παράδοση βιώνεται. Με το έργο Του στην Εκκλησία, που βιώνει την Παράδοση, το Άγιο Πνεύμα κάνει και τη Γραφή ενεργό ή κάνει τη Γραφή να έχει ανάγκη την Εκκλησία. Η Εκκλησία, η Παράδοση και η Γραφή περιπλέκονται σε ένα σύνολο και το έργο του Πνεύματος είναι η ψυχή αυτού του συνόλου. Στο σύνολο αυτό όμως το Πνεύμα δίνει περισσότερη πρωτοβουλία στην Εκκλησία. Η Εκκλησία κινείται από το Άγιο Πνεύμα και η κίνησή της πραγματοποιείται στην Παράδοση και με την Παράδοση και αναζωογονείται μέσα από τη σχέση της με τη Γραφή.
Η Εκκλησία εξηγεί και εφαρμόζει το αυθεντικό περιεχόμενο της Γραφής με την αποστολική Παράδοση που η ίδια η Γραφή διαφυλάττει, Παράδοση που έδωσε την αυθεντική ερμηνεία και εφαρμογή της Γραφής. Η Παράδοση αυτή όμως συγκρότησε και διατηρεί την Εκκλησία, ενώ η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να φυλάττει το περιεχόμενο της Γραφής στο αυθεντικό του νόημα, έτσι όπως της το μετέδωσε η αποστολική Παράδοση, από την οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
Η Γραφή υπάρχει και εφαρμόζεται διά μέσου της Εκκλησίας. Χωρίς την Εκκλησία δε θα υπήρχε η Γραφή. Ο κανόνας της Γραφής οφείλεται στην Εκκλησία, στη μαρτυρία της. Η Γραφή γράφτηκε στην Εκκλησία και η Εκκλησία έδωσε μαρτυρία για την αποστολική της αυθεντικότητα. Η Εκκλησία έχει την άμεση καταγωγή της στο έργο των Αποστόλων, που καθοδηγείται και εμψυχώνεται από το Άγιο Πνεύμα, όταν εφαρμόζεται για πρώτη φορά η Αποκάλυψη και η αποστολική Παράδοση. Η Εκκλησία δε γεννήθηκε με τη μεσολάβηση της Γραφής. Η Γραφή γεννήθηκε μέσα στους κόλπους και προς όφελος της Εκκλησίας, σαν καταγραφή ενός μέρους της αποστολικής Παράδοσης, ενός μέρους της Αποκάλυψης, για να τρέφει την Εκκλησία και να την διατηρεί στον αυθεντικό Χριστό που μεταδίδεται μέσα από όλη την Παράδοση.
Η αποστολική Παράδοση εμφανίζεται ταυτόχρονα με την Εκκλησία και η Εκκλησία ταυτόχρονα με την αποστολική Παράδοση ως εφαρμογή της Αποκάλυψης στην πράξη. Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να πει κανείς ποιά από τις δύο κράτα την άλλη, αλλά μόνο θεωρητικά μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ τους. Η Γραφή δε γεννάται ταυτόχρονα με την Εκκλησία, αλλά αργότερα μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δίνει εγγύηση από την πρώτη στιγμή για τη Γραφή, ότι αποτελεί αυθεντικό μέρος της Παράδοσης. Επομένως την προστατεύει, όπως προστατεύει και την Παράδοση δίδοντας εγγύηση γι’ αύτη. Τελικά όμως η Εκκλησία τρέφεται από τη Γραφή, όπως τρέφεται από όλη την Παράδοσή της,
Η Εκκλησία εμφανίζεται ταυτόχρονα με την Παράδοση, επειδή η Παράδοση είναι η Αποκάλυψη ενσωματωμένη σε μία κοινότητα πιστών ανθρώπων. Η Αποκάλυψη δεν μπορεί να ενσωματωθεί παρά ταυτόχρονα με τη συγκρότηση μιας κοινότητας πιστών ανθρώπων που την αποδέχονται και την εφαρμόζουν στη ζωή τους. Δεν υπάρχει μια κοινότητα ανθρώπων που να δέχεται την εφαρμογή της Αποκάλυψης, πριν αρχίσει η εφαρμογή της ως Παράδοση. Η αυθεντική, θεμελιώδης και κανονική μορφή εφαρμογής της Αποκάλυψης ανήκει κι αυτή στην Αποκάλυψη, την Αποκάλυψη που οδηγήθηκε στο τέλος της, από όπου τίθεται επί το έργον η δύναμή της. Γι’ αυτό η Παράδοση δεν μπορεί να μεταποιηθεί ή να εγκαταλειφθεί, επειδή μία μεταποίηση ή μία εγκατάλειψη της θα ισοδυναμούσε με ακρωτηριασμό της Αποκάλυψης, με ακρωτηριασμό στην πληρότητα της εφαρμογής της και στην αυθεντικότητά της και αυτό θα σήμαινε ακρωτηριασμό της Εκκλησίας.
Η ίδια η Εκκλησία ως ενοποιημένη Αποκάλυψη βιωμένη από μια ανθρώπινη κοινότητα, είναι μέρος της Αποκάλυψης και συγκεκριμένα είναι το τέρμα στο οποίο ολοκληρώνεται και αρχίζει να καρποφορεί η Αποκάλυψη. Έπρεπε ο Υιός του Θεού να φτάσει στο τέρμα του λυτρωτικού, αποκαλυπτικού έργου Του, στην ανάσταση και την ανάληψή Του ως ανθρώπου, για να στείλει το Πνεύμα Του με το οποίο μεταβιβάζει στους ανθρώπους την υπαρκτική κατάστασή Του, την τελική αποκάλυψή Του, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα, με την έλευση του Πνεύματος στους ανθρώπους, την Εκκλησία. Αν η έλευση του Πνεύματος του Χριστού — ως εκδήλωση του ακτινοβόλου δυναμισμού της τελείως λυτρωμένης εν Χριστώ ανθρώπινης φύσης — είναι η τελευταία ενέργεια της Αποκάλυψης του έργου του Χριστού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, η συγκεκριμένη γέννηση της Εκκλησίας, ως απαρχή της επέκτασης της δύναμης της τελείους λυτρωμένης εν Χριστώ ανθρωπότητας, ανήκει κι αυτή στην τελευταία ενέργεια φανέρωσης της έν Χριστώ σωτηρίας.
Η Αποκάλυψη γεννά την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι ο συγκεκριμένος και συνεχής χώρος όπου επεκτείνεται λυτρωμένη η εν Χριστώ ανθρωπότητα. Με σκοπό την επέκταση αυτή η Εκκλησία δημιουργεί την όλη οργάνωση των ουσιαστικών της δομών, έργο που εκπληρώθηκε και εφαρμόστηκε με την αρχική Παράδοση, μέρος της οποίας μόνο καταγράφτηκε αργότερα στη Γραφή, στην Καινή Διαθήκη. Η Εκκλησία, διατηρώντας έτσι την αποστολική Παράδοση, διατήρησε και την ακεραιότητα της Αποκάλυψης, αν και η ίδια η Εκκλησία είναι έργο της Αποκάλυψης.
Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό, στο πρόσωπο του οποίου αποκορυφώθηκε και συγκεντρώθηκε η Αποκάλυψη ενεργειών και λόγων. Η Αποκάλυψη όμως συνεχίζει τη συμπλήρωσή της μέσα στην Εκκλησία, σε εκείνο το μέρος που αναφέρεται στη μορφή που μ’ αυτή μπορεί να αποκρυσταλλωθεί ως ένωση των πιστών με τον Χρίστο, στη μορφή, δηλαδή, των ουσιαστικών της δομών, οργανικά δεμένων με το περιεχόμενο της Αποκάλυψης, ως η πιό γνήσια εφαρμογή της. Η Εκκλησία παραμένει ο χώρος όπου εφαρμόζεται μέχρι το τέλος του κόσμου η Αποκάλυψη και όπου προσφέρεται η λυτρωτική δύναμη του Χριστού διά του Αγίου Πνεύματος. Παραμένει ως χώρος όπου ορισμένοι άνθρωποι επικαλούνται και δέχονται τον Χριστό και αυξάνουν «εν Αυτώ», και συμμορφώνονται έχοντάς Τον σαν πρότυπο. Μ’ αυτή την έννοια η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στο τέλος της εν Χριστώ εκπλήρωσης του λυτρωτικού σχεδίου, εγκαινιάζει και οδηγεί στην καινούργια φάση της εφαρμογής αυτού του σχεδίου της Αποκάλυψης, μέχρι το τέλος του κόσμου. Είναι η φάση της Αποκάλυψης που ενεργεί ως Παράδοση. Φορέας του δυναμισμού αυτού της Αποκάλυψης είναι το Άγιο Πνεύμα διά της Εκκλησίας, ή η Εκκλησία διά του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα δε θα γεννιόταν και δε θα εξακολουθούσε να υπάρχει η Εκκλησία, με την ιδιότητα του χώρου όπου επεκτείνεται η δύναμη, και η επιρροή της Αποκάλυψης. Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που οδήγησε την Αποκάλυψη στην ολοκλήρωσή της όσον άφορα το περιεχόμενο, δίνοντας ύπαρξη στην Εκκλησία με τις ουσιαστικές της δομές, ως σώμα του Χριστού· το Πνεύμα πάλι είναι που συνεχίζει να διατηρεί την Αποκάλυψη καρποφορούσα διά της Εκκλησίας. Μέχρι και την Ανάληψη του Χριστού, η Αποκάλυψη συγκεκριμενοποιήθηκε πλήρως εν Χριστώ. Με τη γέννηση της Εκκλησίας την Πεντηκοστή και στη συνέχεια, το Άγιο Πνεύμα μάς γνωρίζει τον Χριστό με όλα όσα έχει Αυτός να μας προσφέρει, και μας γνωρίζει επίσης το έργο Του για την επέκταση των αγαθών Του σε μας. Το γεγονός της συγκρότησης της Εκκλησίας διά του Αγίου Πνεύματος και του καθορισμού των δομών της διά των αποστόλων, διαφαίνεται από την Αποκάλυψη, ως η πλήρης αγαθότητα του Θεού που προσφέρεται σε μας «εν Χριστώ». Η συγκρότηση της Εκκλησίας και η οργάνωση των δομών της κάνει δυνατή για μας, τους πιστούς, τη μετάδοση των αγαθών του Χριστού.
Το Άγιο Πνεύμα συνεχίζει, μ’ αυτή την έννοια, την Αποκάλυψη του Χριστού με την πράξη της συγκρότησης της Εκκλησίας και με την πρακτική οργάνωση των δομών της, ή με την αρχική εφαρμογή τους, έπειτα δε, διατηρώντας την Εκκλησία σαν μόνιμο χώρο δύναμης της Αποκάλυψης, ολοκληρώθηκε εν Χριστώ κατά τρόπο τέλειο ως περιεχόμενο και ως πρακτική εφαρμογή. Έτσι το Άγιο Πνεύμα διατηρεί την Εκκλησία πιστή απέναντι στην ολοκληρωμένη εν Χριστώ Αποκάλυψη, απέναντι στη Γραφή και στην Παράδοση, που φανερώνουν και μεταδίδουν τον Χριστό. Ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τη Γραφή και την Παράδοση σαν μέρη και σαν όψεις του ιδίου συνόλου.
Η Εκκλησία κινείται στο χώρο της Αποκάλυψης, ή της Γραφής και της Παράδοσης· η Γραφή αποκαλύπτει το περιεχόμενό της στο χώρο της Εκκλησίας και της Παράδοσης· η Παράδοση είναι ζωντανή στο χώρο της Εκκλησίας. Η ίδια η Αποκάλυψη καρποφορεί μέσα στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι ζωντανή στο χώρο της Αποκάλυψης. Η συνύφανση αυτή εξαρτάται από το έργο του ιδίου Αγίου Πνεύματος του Χριστού, που συνόδεψε τον Χριστό κατά τη διάρκεια της Αποκάλυψης ή κατά τη διάρκεια του λυτρωτικού έργου Του. Το Άγιο Πνεύμα ολοκλήρωσε αυτό το λυτρωτικό έργο συγκροτώντας την Εκκλησία, ενέπνευσε την καταγραφή ενός μέρους της Αποκάλυψης και συνεχίζει να πραγματοποιεί την ένωση του Χριστού με εκείνους που πιστεύουν και την ανάπτυξή τους εν Αυτώ. Συνεχίζει να διατηρεί την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, να την αναζωογονεί όσον άφορα την εφαρμογή του αναλλοίωτου περιεχομένου της Αποκάλυψης ως Παράδοση και να την βοηθά να εμβαθύνει διά της γνώσεως και βιώσεως στο περιεχόμενο της Αποκάλυψης και της Γραφής.
Η Εκκλησία κατανοεί αλάθητα το νόημα της Αποκάλυψης επειδή αυτή η ίδια είναι έργο της Αποκάλυψης, έργο του Αγίου Πνεύματος, και επειδή κινείται στο χώρο της Αποκάλυψης όντας οργανικά ενωμένη μ’ αυτήν. Το Άγιο Πνεύμα, που μαζί με τον Χριστό ενεργεί την Αποκάλυψη, είναι εκείνο που συγκροτεί την Εκκλησία και εμπνέει τη Γραφή, εργάζεται μέσα της, βοηθώντάς την να κατανοεί και να αφομοιώνει αυθεντικά και πρακτικά το περιεχόμενο της Αποκάλυψης, τον Χριστό στην πληρότητα των δωρεών Του. Η Εκκλησία κατανοεί το αυθεντικό νόημα του περιεχομένου της Αποκάλυψης, επειδή το Πνεύμα διατηρεί μέσα της την επίγνωση της βιωμένης πληρότητας της Αποκάλυψης, που απόλυτα καθορίστηκε εν Χριστώ. Δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης Εκκλησία χωρίς τη φανέρωση της θεανθρώπινης τελειότητας του Χριστού που βρίσκεται σ’ αυτήν, και δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να ενεργοποιηθεί η φανέρωση αυτής της τελειότητας παρά μόνο στην Εκκλησία. Και η θεανθρώπινη αυτή πληρότητα εκδηλώνεται και ενεργείται διά του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Είρηναίος είπε: «Ubi ecclesia, ibi Spiritus Sactus et ibi veritas» (seu Christus), ή «Ubi Spiritus, ibi ecclesia et veritas»,(όπου Εκκλησία, εκεί Πνεύμα Άγιο και αλήθεια του Χριστού, ή όπου Πνεύμα, εκεί Εκκλησία και αλήθεια).
Ο άγιος πατριάρχης Νικηφόρος ο Ομολογητής λέει: «Οίκος Θεού η του Θεού Εκκλησία δηλαδή καθά δοκεί και τω θείω Παύλω Τιμοθέω επιστέλλοντι, εν οις ειδέναι έφασκε, πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος (Α’ Τιμ. 3, 15)… Ούτω δη θεοειδής ων ο οίκος επ’ άκρων των ορέων των υψηλών και διαβεβηκότων εν θεωρία καθίδρυται, ων τα φρονήματα και νοήματα των επιγείων και ταπεινών υπερανεστήκεσαν, προφητών τε άγιων και αποστόλων, λαμπρώς διαφαινόμενα, εφ’ ων ως θεμελίων της πίστεως η εκκλησία του Θεού οικοδομουμένη επεστήρικται». Ο ίδιος άγιος παρατηρεί ότι οι ίδιοι οι απόστολοι βρίσκονται στην Εκκλησία, όπου ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, σταλμένοι εκ Χριστού από την Εκκλησία, εκ Χριστού που ενεργεί διά του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Ξεκινώντας από τον λόγο: «Εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» (Ησ. ’2, 3) και εφαρμόζοντάς τον στην Εκκλησία σαν εικόνα της ουρανίου Ιερουσαλήμ λέει: «Εκ γαρ ταύτης της αισθητής, οία τύπου ούσης της άνω Ιερουσαλήμ, ο θείος λόγος εμφανώς εξελήλυθε, πάντα αναλαβών της οικουμένης τα πέρατα· ενταύθα γαρ άπαντα τα της σωτηρίας ημών επράχθη μυστήρια… Εντεύθεν και οι ιεροί απόστολοι, τα έθνη ως μαθητεύσοντες, εξεπέμφθησαν εκπορεύεσθαι, την λείαν εκείνην και ευθυτάτην και σωτήριον οδόν αυτοίς ανακαθαίροντες» .
(π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Ο Θεός ο κόσμος και ο άνθρωπος». Εκδ. Αρμός, σ. 97-106)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά