Ἡ νεώτερη ἐπιστήμη ἀπέδειξε τή λογικότητα τῆς ὕλης. Τά ἄτομα δέν θεωροῦνται πιά, ὅπως συνέβαινε στήν ἀρχαιότητα, ἄμορφα κομμάτια χωρίς καμιά ἐσωτερική ὀργάνωση, ἀλλά ἑνότητες ἐνεργητικές, ἀπαρτιζόμενες ἀπό ἄλλες ὑποδεέστερες μονάδες πού βρίσκονται σέ κινήσεις ἀμοιβαίων σχέσεων. Ἄν οἱ ὄγκοι καί οἱ ἐκτάσεις χάσουν τή σταθερή ἀμοιβαιότητα σχέσεων κατά τίς κινήσεις τους, δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ ὑλική μάζα, οὔτε κἄν ἐνέργεια, πού νἄναι σέ θέση νά παράγει τίς σταθερές ὑλικές ἑνότητες.
Παραμένει, ὡστόσο, ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα: σέ τί συνίστανται οἱ πλαστικοί, αἰσθητοί καί ἐνεργητικοί αὐτοί τρόποι ὕπαρξης, στούς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ λογικότητα πού συντηρεῖ τούς ὄγκους, τίς σταθερές καί περίπλοκες ἐκτάσεις τους, καί τίς συνεχεῖς κινήσεις; Οἱ τρόποι αὐτοί δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς μηδέν κι ὡστόσο δέν ὑπάρχουν ἀπό μόνοι τους, παραμένουν ἕνα μυστήριο πιό δυσεξέταστο καί δυσερμήνευτο ἀπ’ ὅτι κι αὐτή ἡ ἴδια ἡ λογικότητα.
Ταυτόχρονα, ἡ λογικότητα πού ἐκδηλώνεται στήν αἰσθητή πλαστικότητα δέν μπορεῖ νάχει τήν ἀφετηρία της παρά μόνο στή δύναμη κάποιου προσώπου ἀνώτερου ἀπ' αὐτήν, καί τοῦτο, γιατί μόνο τό πρόσωπο εἶναι ἀφ' ἑνός λογικό, ἀφ' ἑτέρου πάντα νέο στή λογικότητά του.
Γι' αὐτό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν δίκιο ὅταν βεβαιώνουν πώς τά πράγματα ἔχουν τή βάση τῆς σύστασής τους σ’ ἕνα σύστημα προϋπαρχόντων λόγων πού περιέχονται στό ὑπέρτατο πρόσωπο, τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ λόγοι αὐτοί ἐκδηλώνονται ὄχι μόνο στή σταθερή καί ἰδιαίτερα πολύπλοκη ὀργάνωση τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί στίς ἄπειρα ποικίλες ἔννοιές τους. Διότι τό κάθε πράγμα ἔχει μία ἔννοια διάφορη τοῦ ἄλλου. Αὐτή δέ τήν ἔννοια τήν ἐκφράζουμε μ' ἕνα λόγο, ἤ μ' ἕνα ἑνιαῖο σύνολο λόγων, μέ τούς ὁποίους διαστέλλουμε τό ἕνα πράγμα ἀπό τό ἄλλο, κατά τήν κοινοποίησή του σέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Ἑπομένως, ὁ λόγος εἶναι ἡ ἔννοια τῶν πραγμάτων ποὺ κοινοποιεῖται μεταξύ τῶν προσώπων. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό δισήμαντο τοῦ ἑλληνικοῦ ὅρου "Λόγος", τόν ὁποῖο μεταχειρίζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προσδιορίσουν τόσο τήν ὀντολογική βάση ὅσο καί τήν ἔννοια τῶν πραγμάτων. Τά πράγματατα, λοιπόν, εἶναι αἰσθητές πραγματικότητες μέσα στίς ὁποῖες ἐκδηλώνονται λόγοι ὀργανοποιημένοι, καί ἔννοιες πού ἐκφράζονται μέ τούς λόγους.
Πράγματα καί πρόσωπα εἶναι λόγοι ἑνός δημιουργικοῦ Προσώπου. Οἱ ὀργανοποιημένοι λόγοι τῶν πραγμάτων φανερώνουν τήν ὑπεροχή τους ἔναντι τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ αὐτά δέν ὑπάρχουν λόγω μιᾶς τυχαίας συγκέντρωσης τῶν στοιχείων πού τά συνιστοῦν. Κάποιο ἑνιαῖο καί λογικό σύστημα ὑπεροχικῆς δυνάμεως προσδιορίζει μέ ἀδιάκοπη συνέχεια τή σύσταση τῶν πραγμάτων, χρησιμοποιώντας τους αὐτούς, κι' ὡστόσο διάφορους τρόπους, σχηματίζοντας καί συμπυκνώνοντας τά αὐτά στοιχεῖα. Ἔτσι τά πράγματα εἶναι πλαστικές εἰκόνες τῶν λόγων.
Ἀλλά τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, στά ὁποῖα ἀπευθύνεται τό δημιουργικό Πρόσωπο μέ τά πράγματα πού δημιούργησε, δέν εἶναι μόνον οἱ εἰκόνες κάποιων λόγων, ἀλλά οἱ εἰκόνες τοῦ ἴδιου τοῦ δημιουργικοῦ Προσώπου, ἔτσι ὥστε τό Πρόσωπο ἐκεῖνο νάχει τή δυνατότητα ν' ἀπευθυνθεῖ σ' αὐτά, καί νάχει μαζί τους διάλογο γιά τούς λόγους τῶν δημιουργηθέντων πραγμάτων. Τοῦτο σημαίνει πώς στό δημιουργημένο πρόσωπο, παρά τήν ἰδιαίτερα πολύπλοκη σύστασή του, ὑπάρχει καί κάποια συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν πραγμάτων, καθώς καί ἐλευθερία γιά νά μπορεῖ τό πρόσωπο τοῦτο, νά συμπεριφέρεται ἐλεύθερα κατά τόν διάλογον. Ἐπίσης, αὐτό σημαίνει πώς τό δημιουργημένο πρόσωπο δέν εἶναι μόνο ἡ πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀντικειμενικοῦ καί ἀσύνειδου, ἀλλά ἔχει καί κάποιο λόγο ἐνσυνείδητο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά παρέμβει στά πράγματα τά ὀργανωμένα ἀπό τούς λόγους ἤ στήν ἴδια τήν ὀργάνωση ἤ λογικότητα.
Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου βεβαιώνει ὅτι τό σύστημα τῶν λόγων τῶν πραγμάτων δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀντικειμενικό καί ἀπρόσωπο, ἀλλά ὅτι οἱ λόγοι φέρονται ἀπό κάποιο ὑποκείμενο πού ἔχει ἐντός του τήν ἐλευθερία καί τό ὁποῖο, ὡς ἀνώτατο Ὑποκείμενο, εἶναι ἡ πηγή καί τό στήριγμα τῆς λογικότητας κάθε πλαστικῆς τάξης τῶν πραγμάτων καί τῶν προσώπων. Ἄλλωστε, ἀπό τό γεγονός τοῦτο, ὅτι δηλαδή στόν κόσμο ὑπάρχει κάποια λογικότητα, προκύπτει ἀναγκαστικά ὅτι ὑπάρχει κάποιο ὑποκείμενο, ἤ ὑποστήριγμα, ἤ ὑπόσταση, πού ἔχει συνείδηση αὐτῆς τῆς λογικότητας. Μία λογικότητα χωρίς ὑποκείμενο πού νά τή συνειδητοποιεῖ καί χωρίς μιὰ τελική ὑπόσταση θἄταν παραλογισμός, ἀφοῦ δέν θάχε κανείς γνώση γι' αὐτή καί τό νόημά της. Γιά ποιόν λοιπόν λόγο θά ὑπῆρχε τότε κάποιο νόημα ἤ κάποια λογικότητα; Και πῶς θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ; Συχνά λέγεται πώς ἡ ὀργάνωση τοῦ κόσμου εἶναι προϊόν τύχης. Μία κίνηση ὅμως, πού ὁδηγεῖ πάντα σέ κάποια λογική ὀργάνωση, ἔχει ἐντός της καί κάποια λογικότητα. Ἄν ὁ παρών κόσμος παρουσιάζει, σέ ὁποιοδήποτε μέτρο, τήν ὄψη κάποιας τύχης, τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή ὁ κόσμος αὐτός δέν ἔφθασε ἀκόμη στόν πλήρη του λογικό στόχο.
Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς λογικότητας τοῦ παρόντος κόσμου, ἄν καί ἐλλιπὴς, ἀποδεικνύει ὅτι τούτη ἡ λογικότητα πρέπει νάχει τήν ἀρχή καί τό τέλος της σέ μία πλήρη καί τελική λογικότητα. Ἄν ὑπάρχει κάποια λογικότητα στόν κόσμο, τούτη πρέπει νά ἔχει ὑπεράνω αὐτῆς μιὰ πλήρη λογικότητα, ἐκείνη πού βρίσκεται στήν κορυφή κάθε λογικότητας. Κάθε λόγος διψᾶ γιά τήν τελική λογικότητα. Μέ τή δίψα του αὐτή, ὁ κάθε λόγος ἀναφέρεται σέ κάποια λογικότητα πού βρίσκεται ἤδη στό τέρμα της ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Ἀκόμα, ἡ τέλεια αὐτή προαιώνια λογικότητα δέν μπορεῖ παρά νάναι τό προσόν κάποιου προσώπου. Μέ τήν ἰδιότητα αὐτή καί μόνον προσελκύει πρός αὐτήν κάθε λογικότητα τοῦ κόσμου. Κάθε λογικότητα, ὡς οὐσιῶδες ἀρχικό καί τελικό συμπλήρωμα ἔχει τή γνώση, ἡ ὁποία εἶναι τό ἰδιαίτερο προσόν τοῦ προσώπου. Χωρίς τή γνώση ἡ λογικότητα στερεῖται παντός νοήματος -καί μάλιστα εἶναι ἄλογος.
Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων, στήν πληρότητά τους, πρέπει νά 'ναι γνωστοί σέ κάποιο ἀπόλυτα ἐνσυνείδητο πρόσωπο, πού ἔχει πλήρη συνείδησή τους, ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Οἱ λόγοι, συνεπῶς, εἶναι τό περιεχόμενο κάποιας ὑπέρτατης συνείδησης. Εἶναι οἱ ἀκτίνες ἑνός τέλειου φωτός ἤ μιᾶς συνείδησης πού εἶναι καθαυτή τό ὑπέρτατο νόημα καί πού θέλει νὰ ’ναι περισσότερο γνωστή διά μέσου τῶν πραγμάτων μέ τά ὁποῖα ἐκδηλώνεται. Κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, κάθε δραστηριότητα πάνω στά πράγματα, κάθε καλλιτεχνία θὰ ’ταν ἐντελῶς ἄσκοπη στή περίπτωση πού ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν θα ’χε κάποιο πραγματικό νόημα. Καί τοῦτο θά συνέβαινε ἄν ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν εἶχε τήν ἀρχή καί τό ἐπίκεντρό της σέ μιὰ χωρίς τέλος συνείδηση καί γνώση, κι ἄν τό ἑνιαῖο καί πολύπλοκο νόημά της δέν ἀπευθυνόταν σέ δημιουργημένες προσωπικές συνειδήσεις.
Ἡ παρηγοριά δέ μέ τήν ἰδέα πώς αὐτή τούτη ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀνύπαρκτης λογικότητας προσδίδει κάποιο ἐπαρκές νόημα στή ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δέν εἶναι μιά παρηγοριά ἱκανοποιητική. Ἡ ἀναζήτηση κάποιου πράγματος μέ τή συνείδηση ὅτι δέν θά βρεθεῖ ποτέ καταντάει παραλογισμός. Ἄν, ἄφ τέρου, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀναγκάζεται καί ἐπιζητεῖ κάποιο νόημα, τοῦτο σημαίνει πώς ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κραυγάζει γι' αὐτό τό νόημα, ἤ πώς δημιουργήθηκε γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐφεύρεση ἑνός νοήματος. Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πρός τήν πραγματοποίηση αὐτοῦ του σκοποῦ, στό βαθμό πού προχωρεῖ πρός τή συνειδητοποίηση ἑνός νοήματος, τοῦ ὁποίου ἔχει ἀπόλυτη γνώση ἡ ὑπερτάτη συνείδηση. Στήν περίπτωση πού θά ὑπῆρχε ἕνα τέτοιο πλῆρες νόημα καί μία τέτοια συνείδηση πού τό γνωρίζει ἀπόλυτα, τότε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο θάταν μία ὕπαρξη ἐνάντια στήν πραγματικότητα, διότι θ' ἀναζητοῦσε κάτι πού δέν ὑπάρχει. Θάταν μιά ὕπαρξη στερημένη νοήματος, τό ἀνθρώπινο φαινόμενο θά στερεῖτο νοήματος περισσότερο ἀπ'ὅλα τά φαινόμενα τοῦ κόσμου. Στήν περίπτωση αὐτή καί τά πράγματα θάταν ἐντελῶς παράλογα.
Ἄλλωστε, ἡ ἐντύπωση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος μέσα στήν πραγματικότητα, καί ἡ προσπάθεια δικαιολογίας τῆς φαινομενικῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, εἶναι πράξεις τοῦ προσώπου καί ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ συνείδηση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος προϋποθέτει τή συνείδηση τοῦ νοήματος. Τά παρά πάνω προϋποθέτουν ἕνα πρόσωπο πού ἀπασχολεῖται μέ τό πρόβλημα τοῦ νοήματος, δηλαδή μία πραγματικότητα πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς σκέψης τοῦ νοήματος καί τῆς ἀναζήτησης τοῦ νοήματος. Ἡ φαινομενική αὐτή ἀπουσία τοῦ νοήματος ἀπαιτεῖ μία συνείδηση πού νά τήν ἐπιβεβαιώνει, καί μάλιστα ἕνα πρόσωπο ἀπασχολούμενο μέ τοῦτο. Ἀπ' αὐτό προκύπτει ὅτι τό πρόσωπο ἀναγκάζεται νά δώσει κάποιο νόημα καί στή φαινομενιική ἀπουσία νοήματος. Τοῦτο σημαίνει πώς ἡ συνείδηση τοῦ νοήματος εἶναι βαθύτερη ἀπό τό φαινόμενο τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Ἡ συνείδηση δέν θά μποροῦσε νά συλληφθεῖ ἀπό τή φαντασία χωρίς τήν ἀπασχόλησή της μέ τό νόημα. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος ἀπό τό πρόσωπο ταυτίζεται μέ τήν κατάφαση τοῦ νοήματος, καί ἡ ἴδια ἀποτελεῖ καί τή βάση τῆς θέσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Μόνη ἡ συνείδηση τοῦ προσώπου ἔχει τή δυνατότητα καί τῆς κατάφασης τοῦ νοήματος, καί τῆς ἄρνησης τοῦ νοήματος.
Ἴσως κάποτε, στήν τάση ἐπιβεβαίωσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, τό πρόσωπο συναισθάνεται ὅτι τό νόημα τῆς ὕπαρξης εἶναι βαθύτερο καί περιπλοκότερο ἀπό κάθε νόημα, πάντα πολύ ἁπλό, πού τό ἀντιλαμβανόμαστε στόν ἀτελεύτητο δρόμο μας πρός τήν ἐπίγνωση τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νοήματος.
Ἐνεργητικά, τό νόημα τῆς ὑπέρτατης προσωπικῆς πραγματικότητας, ὡς πηγῆς ὁποιουδήποτε νοήματος, βρίσκεται στή βαθύτητα ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν τόσο πολύπλοκη σύνθεσή του, τά πολλαπλά συναισθήματα, τάσεις καί σκέψεις του. Ὅταν πρόκειται κανείς νά ἐκφράσει τό ὁλικό νόημα τοῦ Προσώπου αὐτοῦ ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι κανένα ἀπό τά ἐκφραζόμενα νοήματα δέν ἀποδίδει πιστά τό Πρόσωπο αὐτό, ἤ ὅτι τό περί οὗ ὁ λόγος πρόσωπο δέν ἔχει κανένα ἐκφραζόμενο νόημα. Καί ὅλο καί περισσότερο συναισθανόμαστε, ὅτι τό κάθε νόημα πού μποροῦμε νά σκεφθοῦμε μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση μίας ἀπουσίας νοήματος τῆς ἰδιαίτερα πλούσιας καί πλύπλοκης ὑπέρτατης ὕπαρξης. Πράγματι, σέ σχέση μέ τά νοήματα πού ἔχουμε σκεφθεῖ, κάθε νόημα αὐτῆς εἶναι καθ' ......ὑπεροχήν ἀπουσία τοῦ νοήματος, ὅπως λέει ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.
Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ σχέση στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὡς συμπαγές καί ἐνσυνείδητον ὑποκείμενον πρός τήν καθολική καί ἐνσυνείδητη λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων; Ὑπάρχει ὁ πειρασμός νά θεωρηθεῖ ὁ ὑποκειμενικός λόγος ἤ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση ὡς τυχαῖος, πεπερασμένος καί σπάνιος αὐτοφωτισμός τῆς ἀντικειμενικῆς καί καθολικῆς λογικότητας τοῦ κόσμου.
Ἤδη μνημονεύσαμε, πώς μέσα στήν ἀδιάκοπη λογικότητα πού φέρεται πρός τό ἀπόλυτο τέρμα τοῦ κόσμου, τίποτα δέν παρουσιάζεται ὡς τυχαῖο. Τά πάντα στόν κόσμο ὑπάρχουν σύμφωνα μέ τό πρότυπο καί τή δύναμη κάποιας ὑπεροχικῆς λογικότητας, Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ τόν ὑποκειμενικό του λόγο σέ ὀντολογική σχέση πρός τήν ἀντικειμενική λογικότητα, μπορεῖ νά πραγματωθεῖ τυχαία, ἀλλά πραγματώνεται σύμφωνα πρός κάποιον ὑπεροχικό τύπο ἑνός συνειδητοῦ προσωπικοῦ λόγου. Τοῦτος πρέπει νά ἔχει ἐντός του τούς τύπους ὅλων τῶν ἀντικειμενικῶν λόγων τῶν ἀπροσώπων πραγμάτων, δεδομένου ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς εἰκών τοῦ ὑπερτάτου προσώπου, κατέχει τήν οὐσία καί τήν ἀντικειμενική λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων καί βρίσκεται σέ συνέχεια ὕπαρξης μέ τή λογικότητα τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο χαράζει τό χαρακτήρα τοῦ δικοῦ του προσώπου.
Ἄρα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει, ἐκτός τῆς ἀντικειμενικῆς λογικότητας τῶν ἄλλων στοιχείων τοῦ κόσμου, τόν ὑποκειμενικό λόγο στενά συνδεδεμένο μ' ἐκείνη ἀλλά καί ταυτόχρονα διακεκριμένον ἀπ' αὐτή. Ὁ αὐτοσυνείδητος λόγος, ὁ λόγος πού βλέπει τόν Ἑαυτό του, καί οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοί, ἄν καί εἶναι στενά συνδεδεμένοι. Ὁ πρῶτος ἀποκαλύπτει, δικαιολογεῖ, συμπληρώνει καί δίνει κάποιο νόημα στήν ἀσύνειδη λογικότητα τῶν πραγμάτων, καθιστάμενος ἔρεισμά της, ὡς εἰκών τό δηνιουργικού καί συντηρητικοῦ Λόγου της. Ὁ λόγος αὐτός ἀνήκει σέ διαφορετικό ἐπίπεδο ἀπό κεῖνον τῆς ἀντικειμενικῆς ἀσύνειδης λογικότητας./ Ἀλλά τοῦτος συνδέεται μέ τό ἐπίπεδό του τελευταίου, ἐπειδή ὁ τελευταῖος ἔχει κάποια ὀργάνωση προσδιορισμ;νή στήν κατανόησή του ἀπό τόν ὑποκειμενικό λόγο, καί μπορεῖ νά συμβάλλει στήν ἐξέλιξη τοῦ ὑποκειμενικοῦ λόγου γιά τήν πλήρη αὐτοσεινήδησή του καί γιά τήν κοινωνία του μέ τό ἀνώτατο Πρόσωπο.
Ἡ διαφορά καί ἡ σχέση ἀνάμεσα στά δύο ἐπίπεδα εἶναι ἡ ἴδια ὅπως, γενικά, ἐκείνη ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί τό ἀντικείμενο. Δέν πρέπει ν' ἀπορριφθεῖ οὔτε ἡ διαφορά οὔτε ὁ δεσμός ἀνάμεσά τους. Ἐπειδή, τόσο ἡ διαφορά ὅσο καί ὁ δεσμός εἶναι πραγματικά καί ἡ ἄρνηση τῆς μίας εἶναι ἡ ἄρνηση καί τοῦ δεύτερου, ἀποτελοῦν μιὰ κάποια ἑνότητα. Ἀλλά ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων ἐξηγεῖται μέσω τοῦ προσώπου καί ὑπάρχει γιά τό πρόσωπο. Τό δέ πρόσωπο ἐπιζητεῖ μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων τή σχέση μ' ἕνα ἄλλο πρόσωπο, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐπίσης πέρα καί πάνω ἀπό τήν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἕνας κόσμος τῶν ἀντικειμένων, χωρίς ἕνα πρόσωπο πού νάναι σέ θέση νά τόν καταλάβει, καί χωρίς ἕνα ἄλλο πρόσωπο στό ὁποῖο νά μεταδώσει τήν κατανόηση τοῦ κόσμου αὐτοῦ, θάταν μιὰ ἀναποκάλυπτη λογικότητα, ἀναξιοποίητη καί χωρίς νόημα. Γιατί ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων εἶναι μέσον διάβασης ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στό ἄλλο, χωρίς τοῦτα νά ταυτίζονται. Καί ἕνα πρόσωπο χωρίς τό περιεχόμενο τῶν λόγων τῶν ἀντικειμένων θα’ταν ἕνας κενός ὑποκειμενισμός, θα’ταν κάτι τό ἀπόλυτα ὑποκειμενικό, χαμένο μέσα στόν ἑαυτό του, χωρίς τή δυνατότητα σχέσης μέ ἄλλα πρόσωπα. Ὁ ὑποκειμενικός λόγος, ἤ τό προσωπικό ὑποκείμενο, δέν μπορεῖ νάναι προϊόν τῶν πραγμάτων, ἐπειδή πάντα μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων ἐπιζητεῖται ἡ σχέση ἑνός προσώπου μέ τά ἄλλα πρόσωπα. Ἡ τάξη τῶν ἀντικειμένων προϋποθέτει τήν τάξη τῆς προσωπικῆς ἤ τῆς διαπροσωπικῆς συνείδησης. Ἀλλά, οὔτε τό δικό μας σύμπαν τῶν ἀντικειμένων εἶναι ἀνθρώπινο προϊόν. Ὁ ἄνθρωπος παράγει πράγματα ἀπό ἄλλα πράγματα πού ἤδη ὑπάρχουν. Παράγει ἰδέες καὶ μορφές μέ βάση τ' ἀντικείμενα καί τίς ἤδη ὑπάρχουσες μορφές, ἐφ' ὅσον τοῦτα ὑπάρχουν, γιά νά προσδιορίζει τίς σχέσεις μέ τ’ ἄλλα πρόσωπα.
Ἡ λογικότητα τῶν πραγμάτων (ἡ ἀντικειμενική) δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτή ἡ ἴδια λόγος ὑποκειμενικός, ἐπειδή θα’πρεπε ἤδη νά ὑπάρχει ἕνας τέτοιος λόγος ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου νά μετατραπεῖ ὁ ἀντικειμενικός λόγος σέ λόγο ὑποκειμενικό. Οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο μπορεῖ νά μετατρέψει ἕνα πράγμα ἤ ἕναν ἀντικειμενικό λόγο σέ πρόσωπο ἤ λόγο ὑποκειμενικό. Μόνο ἐκ προσώπου καί κατ' εἰκόνα αὐτοῦ γίνεται ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπό τή μία τάξη στήν ἄλλη,
Κάποιος ὑποκειμενικός λόγος, πού θά μποροῦσε νά παραχθεῖ ἀπό κάποιον ἀντικειμενικό θά ἦταν δυνατόν καί ν' ἀφανίζεται ἀπό τόν ἀντικειμενικό λόγο καί τελικά τό πᾶν θά μετατρεπόταν στό παράλογο τῆς ἔλλειψης συνείδησης καί σχέσεων ἀνάμεσα σέ συνειδήσεις. Στήν περίπτωση αὐτή θα’λειπε ἀπό τήν λογικότητα ἡ πιό οὐσιώδης της πλευρά, καί μάλιστα, τό φῶς πού μπορεῖ νά τήν φωταγωγεῖ διαρκῶς, αἰώνια καί τέλεια. Καί ἄν τό φῶς αὐτό τῆς συνείδησης δέν ἀνήκει οὐσιαστικά στή λογικότητα, οὔτε ἡ λογικότητα, οὔτε ἡ συνείδηση μποροῦν νά ὑπάρχουν. Τοῦτα πρέπει αἰώνια να’ναι κατά τρόπο ἀνάλογο μαζί, κανένα νά μή γίνεται μεγαλύτερο ἀπό τό ἄλλο.
Ἡ θεϊκή οὐσία καί τά θεῖα πρόσωπα συνυπάρχουν αἰώνια. Βέβαια ἡ οὐσία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τούς λόγους, ἀλλά ἡ ἐξήγηση εἶναι ἡ βάση τῶν λόγων. Καί ἡ ἀρχή ἑνός τέτοιου δεσμοῦ καί μιᾶς τέτοιας διάκρισης στό σχέδιο τῆς κτίσης βρίσκεται στό ἀνώτατο πρόσωπο τοῦ θείου Λόγου. Αὐτός εἶναι τό Ὑποκείμενο ἤ ὁ προσωπικός Λόγος, ἀσύγκριτα ἀνώτερός τοῦ δικοῦ μας λόγου. Ἀλλά σάν τέτοιος, Αὐτός εἶναι καί τό ἔρεισμα τῶν λόγων πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῶν πραγμάτων. Τά πράγματα εἶναι οἱ εἰκόνες τῶν λόγων τοῦ Λόγου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκών Του ὡς ὑποκειμένου ἐρείσματος τῶν λόγων αὐτῶν. Ὁ λόγος δημιουργεῖ ἐλευθέρως τὰ πράγματα μέ μία δυναμική πράξη παρενθέτοντας τούς λόγους Του σέ κάποια κίνηση ἀπό τήν ὁποία προκύπτουν οἱ πλαστικές εἰκόνες τους. Ὁ Ἴδιος δίνει καί στόν ἄνθρωπο τήν ὕπαρξη, χωρίς νά τό κάνει αὐτό μέ τήν πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀλλά προβάλλοντας στήν ὕπαρξη τήν ζωντανή εἰκόνα Του ὡς Ὑποκειμένου, γιά νά ἔχει ἡ εἰκόνα αὐτή ἐντός της ἐν ἔργῳ καί ἐν δυνάμει τούς ἀντικειμενικούς λόγους, ὅπως τούς ἔχει ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Λόγος, ἤ να’χει μέσα στή σύστασή της κάποια ὀντολογική σχέση πρός αὐτούς. Ὁ θεῖος Λόγος προβάλλει τήν εἰκόνα Του ὡς ὑποκείμενο γιά νά μπορεῖ νά βλέπει καί νά φέρει καί ἡ ἴδια, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἐντός της ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τούς λόγους Του, πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῆς Ὕλης. Ὁ θεῖος Λόγος θέλει νὰ ’χει κάποιον συνομιλητή μέ τόν ὁποῖο νά μπορεῖ νά στοχαστεῖ τούς λόγους Του καί νά ἐπικοινωνεῖ μέσω αὐτῶν μαζί του. Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς πραγματική εἰκόνα Του ὑποκείμενη, ἡ ὁποία φέρει μαζί της τούς λόγους καί παραχωρεῖ καί στόν ἄνθρωπο τίς εἰκόνες τῶν Λόγων του, μιλώντας μαζί του μέσω αὐτῶν, καί καλώντας τον νά τίς δεῖ καί νά τίς κατανοήσει, γιά νά κατανοήσει μέσῳ αὐτῶν ὅ,τι Αὐτός ὁ ἴδιος σκέπτεται καί γιά ν' ἀνεβάσει ἔτσι τόν ἄνθρωπο στήν καλλίτερη καί βαθύτερη γνωριμία Του καί σ' ἐπικοινωνία σκέψης καί ἀγάπης μ' Αὐτόν.
Ἔτσι, ὅπως ὁ Λόγος ὡς ὑποκείμενος, εἶναι "ὑπόσταση" τῶν λόγων Του καί ἔμμεσα τῶν πραγμάτων, διότι αὐτά δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν παρά μόνο μέσα σ' Αὐτόν ὡς ἔρεισμα, μέ τόν ἴδιον τρόπο Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς "ὑπόσταση" ἤ ὡς ἔρεισμα τῶν πραγμάτων, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά μεταβάλλει τά πράγματα μέσα στό πλαίσιο τῶν λόγων τους, χωρίς βέβαια νά γίνει ἡ τελευταία ἀρχή τους. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο μέ τρόπο ἀνάλογο, σέ τελευταία ἀνάλυση, μ' ἐκεῖνον πού ὑπάρχει μέσα στό Λόγο. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέ τίς ρίζες του στό ἀόριστο βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὑπάρχει στό ἀόριστο βάθος τοῦ Λόγου. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προχωράει ἀτελεύτητα στή γνώση τοῦ κόσμου, προοδεύοντας, ὡς ἐκ τούτου, καί στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τοῦ θείου Λόγου.
Ὁ κόσμος ὑπάρχει στό θεῖο Λόγο μέ δύο τρόπους: ἄμεσα καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀφ' ἑτέρου ὁ Λόγος εἶναι στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίσης στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: Ὁ Θεός θέλει νά εἶναι Αὐτός γιά τήν ψυχή, ὅτι εἶναι ἡ ψυχή γιά τό σῶμα (Καί γιά ὅσα βρίσκονται σέ σχέση μέ τό σῶμα -δική μου σημείωση). Ὁ δημιουργός θέλει νά φανερωθεῖ μέσα ἀπ' ὅλα εὑρισκόμενος μέσα σέ ὅλα κατά τρόπο κατάλληλο, διά τῆς ἀνθρωπότητος. Θέλει νά εἶναι τό πᾶν ἐν πᾶσι, περισυλλέγοντας τά πάντα καί δίδοντας εἰς τά πάντα τήν ἐν αὐτῷ ὑπόσταση. "Καί γένηται τά πάντα ἐν πᾶσιν αὐτός ὁ Θεός πάντα περιλαβὼν καί ἐνυποστήσας ἑαυτῷ". "Γι' αὐτό τό σκοπό δημιούργησε τόν ἄνθρωπο". (P.G. 91, 1092. Βλ Φιλοσοφικά καί Θεολογικά Ἐρωτήματα, Ἀθήνα 1978 , σ.σ.198-9).
Καί γι' αὐτό τό σκοπό ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει τόν κόσμο ὅπως ὁ Λόγος, προσδέχεται ὅμως τόν κόσμο ἐντός του, καί βρίσκεται σέ ὀντολογικό σύνδεσμο μαζί του, μάλιστα ἔχει δεχθεῖ τή δύναμη νά ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός ἕνωση ὅλο καί πιό στενότερη μαζί του καί μέ τό Λόγο, σέ συνεργασία μέ τό Λόγο, ἤ ὁ Λόγος ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός τόν ἑαυτό Του μέ βάση τό σύνδεσμό Του μέ τόν ἄνθρωπο, σ' ἕνωση ὅλο καί στενότερη μέ τόν Ἑαυτό του διά τοῦ ἀνθρώπου καί σέ συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀπό αὐτά προκύπτει ὅτι ἡ μεγάλη εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου διά τόν κόσμο, ὡς μέσον αὐξήσεώς του, σημαίνει τήν αὔξηση μέσα στό Θεό.
Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τοῦτο εἶναι ἡ ἀπόδειξή του ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός του, καί τοῦ ὅτι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν κόσμο εἶναι ἀπό τὸ Θεό, ἀλλά καί ἀπόδειξή του ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ ἀπό τήν ἀρχή μέ τό Θεό μέσῳ τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, τοῦ ὅτι ὁ κόσμος φτάνει στόν ὕψιστο βαθμό του, ἤ στό μεγαλύτερό του βάθος, ἀπ' τό ὁποῖο μπορεῖ νά προχωρήσει πρός τό Θεό, μέσα στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή βρίσκεται ἀπ' τήν ἀρχή, ἤδη, φορτωμένος μέ κάποια εὐθύνη γιά τόν κόσμο. Ἀλλ' αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος δυνάμει προϋπάρχει τοῦ κόσμου, ὑπονοεῖται μέσα στό σχέδιό του ἤ μέσα στό Λόγο πού προχωρεῖ στή δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὁ Λόγος, δυνάμει, εἶχε μπροστά Του τόν ἄνθρωπο ὅταν ἄρχιζε τή δημιουργία τοῦ κόσμου, διότι δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο ἤ γιά τόν διάλογο καί τή συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο, καί μάλιστα γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέσῳ τοῦ κόσμου, πρός τό Θεό. Ὁ Λόγος κατά κάποιον τρόπο προσφέρει στόν ἄνθρωπο τόν κόσμο ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται παρών στή σκέψη τοῦ Λόγου σάν τό μελλοντικό ὑποκείμενο γιά τό ὁποῖο δημιουργεῖ τόν κόσμο ἤ ὡς συν-ὑποκείμενο, ὡς σύντροφός Του μέσῳ τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ κόσμος δημιουργεῖται ὡς μέσον διαλόγου μαζί του.
Στό Λόγο, ὡς ὑπόσταση βασική τοῦ δημιουργηθέντος κόσμου ἤ καλλίτερα στίς σχέσεις τοῦ Λόγου μετά τοῦ κόσμου, βρίσκεται δυνάμει καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπόσταση ἤ ἡ συνέταιρος ὑπόσταση τοῦ Λόγου μέσω τοῦ κόσμου. Ἤ μέσα στή θεία ὑπόσταση τοῦ κόσμου εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ κόσμου, ἡ πραγματική καί διαλογική εἰκόνα τῆς πρώτης καί θεμελιώδους ὑπόστασης τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καί δημιουργός του κόσμου. Γι' αὐτό δημιουργεῖται ὅταν ὁ κόσμος εἶναι ἤδη τετελεσμένος στίς ὀντολογικές του συστάσεις.
Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση προέρχεται, γιά νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπό τόν ἴδιο τό Λόγο καί τόν κόσμο, ὄχι μόνον ἀπό τόν κόσμο, διότι εἶναι ἀνώτερος τοῦ κόσμου, οὔτε μόνο ἀπό τό Λόγο, διότι προέρχεται ὀντολογικά συνδεδεμένος μέ τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τή στενή σχέση τοῦ Λόγου μέ τόν κόσμο τήν ὁποία ἱδρύει ὁ Λόγος χάρη στήν πράξη τῆς δημιουργίας. Ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση παίρνοντας τή θέση ἑνός "ἐγώ" ὡς πρός τόν κόσμο, θέση πού ἔχει καί ὁ Λόγος, εἶναι ταυτόχρονα ἕνα "ἐσύ" γιά τό Λόγο καί ὁ Λόγος ἕνα "ἐσύ" γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ἔτσι συνδέονται τά πρόσωπα στόν ἐλεύθερο διάλογο.
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος δέν παράγεται ὅπως ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά καλεῖται νά ὑπάρξει διά τοῦ Λόγου. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο εἶναι, ἄς ποῦμε, μία διαλογική πράξη, μία ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τοῦ Λόγου. Μιλώντας στόν Ἑαυτό του ὅπως πρός τό "ἐσύ", ὁ Λόγος παραχωρεῖ πραγματική ὕπαρξη σ' αὐτό τό "ἐσύ". Ἀφοῦ κατασκεύασε τόν ὕψιστο βιολογικό ὀργανισμό, ὁ Λόγος, μιλώντας ἐντός του, τυπώνει ταυτόχρονα τή σφραγίδα τῆς ὑπόστασής Του ἐπάνω σ' αὐτόν, καί ὁ ἄνθρωπος ἀπαντώντας ἀναδύεται ὡς πρόσωπον.
Ὁ Λόγος ἐνεφύσησε στό πρόσωπο τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου τή ζωή του ὡς πνευματική σχέση μαζί Του καί ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε μέσω τοῦ προσώπου του τήν ἀπάντησή του. Ὁ Λόγος προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μία ὕπαρξη ἀδιάρρηκτης σχέσης μαζί Του καί μετά τοῦ κόσμου, διότι καί βρίσκεται καί θά βρεθεῖ μέσα σ' αὐτή τή σχέση ὅλο καί περισσότερο καί κατ' ἀπόλυτο τρόπο μέσω τῆς σάρκωσής Του καί τῆς θέωσης τοῦ κόσμου στήν αἰώνια ζωή. Μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἀκριβέστερα, μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου σὰ βάση γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Λόγος ἔθεσε τίς προϋποθέσεις τῆς ἐνανθρώπησής Του καί τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Ὁ ἄνθρωπος ὄντας ἡ λογική καί ἐνσυνείδητη ὑπόσταση (ἤ ἔρεισμα) εἰκόνα τῆς θείας ὑπόστασης, εἶναι προικισμένος μέ τή νοερή ψυχή. Τά πράγματα δέν ἔχουν ψυχή, διότι δέν ἔχουν ἕναν ὑποκειμενικό καί αὐτοσεινήδητο λόγον, ἀλλά μόνο ἀντικειμενικό καί ἀσύνειδο. Τά πράγματα ἀνήκουν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτείνεται καί πάνω στά πράγματα. Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων δέν ἔχουν ἔρεισμα, ἤ ὑπόσταση ἀπό μόνοι τους. Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως τά πρότυπα ἤ οἱ βάσεις τους ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ προσώπου τοῦ θείου Λόγου. Μόνο ἕνα ὑποκείμενο πού ἔχει συνείδηση ὅτι ἐμπεριέχει τούς ἀντικειμενικούς λόγους τῶν πραγμάτων ἔχει ψυχή, καί εἶναι ὁ σταθερός κομιστής τους, ὅμοια μέ τό θεῖο προσωπικό Λόγο.
Τά ζῶα ἐκτός ἀπό τή λογικότητά τους, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἀντικειμενικά στήν πλαστικότητα καί τήν αἰσθητικότητά τους ἔχουν καί κάποια αἰσθητικότητα ὑποκειμενική, εἴτε ἁπλά βιολογική ψυχή. Ἀλλά ἡ αἰσθητικότητα αὐτή φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο ἀπό τή σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ἐφ' ὅσον ἔχουν ὡς ἔρεισμα καί κέντρο τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐκ τούτου, ἀνάμεσα σ' αὐτά καί τόν ἄνθρωπο ἐμφανίζονται σχέσεις συμπαθείας, κι αὐτό ἐπειδή τά αἰσθήματά τους συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στ' ἀνθρώπινα αἰσθήματα ἤ ἐπειδή τά ἀνθρώπινα αἰσθήματα, καί μέσα ἀπ' αὐτά ὁρισμένες ἀκτίνες τῆς συνείδησης τῆς ἀνθρώπινης νοερῆς ψυχῆς. ἐπεκτείνονται σ' αὐτά.
Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλοῦσε γιά κάποια κλίμακα τῆς ὕπαρξης, ἡ ὁποία κατεβαίνει ἀπό τό δημιουργημένο πνεῦμα στά ζῶα, στά φυτά, καί στά μεταλλεύματα. Τοῦτο δέν σημαίνει κάποιον ἐξευτελισμό νεοπλατωνικό τῆς οὐσίας, ἀλλά κατάφαση τῆς πληρότητας τῆς ὕπαρξης μέσα στό πρόσωπο ἀμέσως μόλις αὐτή ἀποκτήσει συνείδηση. Οἱ ἀντικειμενικές πραγματικότητες κάθε βαθμοῦ (τά πράγματα, τά φυτά, τά ζῶα) δέν ἔχουν κάποια σταθερότητα ὑποκειμενική, καί κάποιο πλῆρες νόημα ἐντός τους, ἐπειδή ἡ λογικότητά τους δέν εἶναι γι' αὐτά, ἀλλά γιά τίς ἐνσυνείδητες ὑπάρξεις. Ἄν ἡ λογικότητά τους θα’ταν γι' αὐτή τήν ἴδια, θα’ταν παράλογη. Αὐτά ἔχουν τήν ὑποστατική τους βάση στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά καί ἡ λογικότητά τους εἶναι σέ σχέση μέ τό πρόσωπο, ἀφοῦ μόνο στό πρόσωπο βρίσκεται τό νόημά τους ἤ ἡ συμπλήρωση τῆς λογικότητας τῆς ὕπαρξής τους.
Ὥστε ὁ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν κόσμο ἐντός του "ἐν ἔργῳ" καί "ἐν δυνάμει", ἀλλάζοντας αὐτή τή σχέση συνεχῶς "ἐν ἔργῳ", διότι ἔχει ἐντός του τήν ἀπόλυτη λογικότητα. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στή θέση αὐτή ὄχι ὡς πρόσωπο ξεχωριστό ἀλλά "ἐν κοινωνίᾳ" μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ λογικότητα τῆς ὕπαρξης σημαίνει καί κάποια ἁρμονία τῶν μερῶν τοῦ συνόλου στό ὁποῖο ἀνήκει, καί ἁρμονία τῶν συνειδήσεων, δηλαδή ἀγάπη. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζουν συγχρόνως τόν κόσμο καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους σύμφωνα μέ τίς συμβουλές τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἑνιαίου τῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία ἔχει τό βάθος της στό θεῖο ἄπειρο ἀπό τό ὁποῖο ἔρχονται καί στό ὁποῖο συγκροτοῦνται ὅλοι καί ὅλες. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζονται βαθμηδόν στή συνεργασία αὐτή, καί τελειοποιοῦνται καί ἑνώνονται μέσα στήν ἀγάπη καί, ὡς ἐκ τούτου, ὅλο καί περισσότερο κάνουν τόν κόσμο ἀνάμεσά τους διαφανῆ καί συνάμα κάνουν διαφανές τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, πού φέγγει μέσῳ ὅλων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Καί τοῦτο συμβαίνει ὄχι μέσῳ κάποιου θεωρητικοῦ φωτισμοῦ τῶν πραγμάτων, ἀλλά μέσῳ τῆς ἰδιαίτερης χρήσης τῶν πραγμάτων ὡς δώρων. "Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα". Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μέ μία τέτοια χρήση τῶν πραγμάτων καί τῶν ἑαυτῶν τους οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν στήν κατανόηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἑαυτῶν τους καί στήν ἀμοιβαία τους προσέγγιση καθώς καί στήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ καί στήν προσέγγισή Του μέ ἀγάπη, ὡς πρός τόν Δωρητή τῶν ὑπάρξεών τους
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ κόσμος βαθμηδόν ἀνθρωποποιεῖται, θεοποιεῖται καί προσωποποιεῖται, γίνεται μέσον διαφανές ἀνάμεσα στά πρόσωπα ἤ γίνεται μία πραγματικότητα κοινή ὅλο καί περισσότερο ἐσωτερική, πού φέρει γιά κάθε ἕνα τοὺς ἀγαπητούς χαρακτῆρες τῶν ἄλλων, ὅπως αἰσθάνονται καί τώρα ἐκεῖνοι πού ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους.
Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἐγωϊσμός, στόν ὁποῖο ἔπεσε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀποτελεῖ μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἑνοποίηση καί μεταμόρφωση τοῦ κόσμου μέσα στήν κοινωνία τῶν προσώπων ὁ Λόγος πού ἔχει ἐντός του τούς λόγους τῶν πραγμάτων καί δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ κάποια ὅμοια ἱκανότητα, γίνεται ἄνθρωπος ἤ ἄμεση ὑπόσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί μέσῳ αὐτῆς ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχει ἔτσι καί ὡς ἄνθρωπος τόν κόσμο μέσα του ἀπόλυτα φωτιζόμενον ἐντός Του. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποκαθιστᾶ καί τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἕνωση πρός τόν Ἑαυτό του στήν ἰδιότητα τῶν συνυποστάσεων τοῦ κόσμου, ἀφοῦ αὐτοί μέσῳ τῆς πίστης συμφυτεύονται ἐκ νέου σ' Αὐτόν ὡς θεία Ὑπόσταση, δηλαδή συμφυτεύονται στήν τελική δική τους καί τοῦ κόσμου ὀντολογική ὑπόσταση· ἀλλά μέσα σ' Αὐτόν ἑνώνονται καί μέ τήν κεντρική ἀνθρώπινη ὑπόσταση.
Ἑνώνονται μ' Αὐτόν καί ἀνάμεσά τους μέ δύο τρόπους. Συνενώνονται, πρῶτα, μαζί Του καί ἀνάμεσά τους ὡς κοσμοφόροι. Ἐν Χριστῷ ὁ κόσμος γίνεται ξανά --καί γίνεται περισσότερο ἀπ' ὅτι στή ἀρχή-- ἐσωτερικός σέ ὅλους ὅσους ζοῦν μέσα σ' Αὐτόν καί, μεταμορφούμενος ἀπό τήν θεότητά Του, γίνεται διαφανής γιά τόν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἄν, ὕστερα, μόνον ἡ προσωπική συνείδηση προβάλλει πάνω στόν κόσμο τό φῶς τοῦ νοήματος, ἀναμφίβολα μόνον ἀπό τό πρόσωπο τοῦ τά πάντα γνωρίζοντος σαρκωθέντος Λόγου προβάλλεται καί πάνω στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, πού βρίσκονται σέ κοινωνία, τό ἀπόλυτο φῶς ὅσον ἀφορᾶ στήν ὕπαρξή τους καί στήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου.
Τό πρόσωπο εἶναι ἀτέλειωτος καί ἀνεξάντλητος πυρήνας πού προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει καί ὅταν ἐπικοινωνήσει ἀκτινοβολεῖ ἀπ’ αὐτό ἕνα φῶς πάντοτε νέο καί ἀτέλειωτο, ἐφ' ὅσον βρίσκεται σέ σχέση ὀντολογική μέ τό Θεῖο Πρόσωπο, τήν ἀπέραντη πηγή τοῦ φωτός. Ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου ἔχει τή βάση της στήν ὑπέρτατη ἄφθαρτη ἑνότητα τοῦ Λόγου, καί ὄχι μέσα στά ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα διαλύονται μέ τόν θάνατο, ὅπως καί τά πράγματα ἔχουν τήν ἑνότητά τους ὄχι στά στοιχεῖα πού τά ἀποτελοῦν, ἀλλά στούς λόγους τοῦ Λόγου. Ἄν τά πράγματα φωτίζουν μέ τά νοήματά τους τίς ἑνότητες πού τά ἀντιπροσωπεύουν, τόσο περισσότερο τά πρόσωπα φωτίζουν τίς μοναδικές τους ὑπάρξεις καί τά πράγματα, ὄχι μόνο μέ τά νοήματά τους, ἀλλά καί μέ τή συνείδηση πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά ὅλους τοὺς ἄλλους. Τά νοήματα γίνονται φωτεινά μόνο γιά τά ἐνσυνείδητα μάτια πού τά βλέπουν. Σέ μιὰ τυφλή κόρη, ὅσο κι ἄν αὐτή εἶναι ὄμορφη, λείπει τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τῆς ὀμορφιᾶς, τό ἐνσυνείδητο φῶς τῶν ματιῶν της.
Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του γιά ὅλα τά νοήματα εἶναι τό πιό φωτεινό ἀπ' ὅλες τίς πραγματικότητες. Καί εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός ὅλων τῶν νοημάτων καί ὅλων τῶν συνειδήσεων καθώς καί ὅλων τῶν ὁρατῶν καί πνευματικῶν καλλονῶν. Ἄν δέ, μόνο τό πρόσωπο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων λαβαίνοντας συνείδηση τῶν νοημάτων τους, πολύ περισσότερο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων τό πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Ἰδού, λοιπόν, γιατί μέσα στήν πνευματικότητα καί τή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό φῶς εἶναι τόσο δοξασμένο ἡ δέ πηγή τοῦ φωτός ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ 'Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καί πρίν ἀπ' ὅλους ὁ 'Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος τόνισαν τή σημασία τοῦ θείου φωτός στόν πνευματικό βίο, μέ βάση τούς ψαλμούς καί τά ἔργα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννη, ἡ δέ ὀρθόδοξη Λειτουργία μιλάει συχνά γιά τή θέα τοῦ θείου φωτός, ὡς τήν ὑπέρτατη ἀφορμή τῆς πνευματικῆς καί αἰώνιας χαρᾶς.
Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του, μέ τήν ἀγάπη τοῦ χωρίς σκιά ἐγωϊσμοῦ, μέ τό ὑπέρτατο νόημα τῆς ὕπαρξης τήν ὁποία ἔχει καί τήν ὁποία μεταδίδει στούς πάντες μαζί μέ τή ζωή του. Μέσα στό πρόσωπό Του ὑπάρχουν "οἱ λόγοι" τῶν πάντων. Μέσα στόν ἀναστημένο Χριστό οἱ πάντες καί τά πάντα πλημμυρίζουν ξανά μέ φῶς, διότι τό σῶμα του ἔγινε διαφανές γιά τή θεότητά του καί γιά τούς λόγους τῶν πάντων.