Η αίρεση στον χώρο της Εκκλησίας είναι ό,τι μια βαριά αρρώστια στο ανθρώπινο σώμα. Ένα καρκίνωμα που αν δεν εκδιωχθεί θέτει σε κίνδυνο την πνευματική υγεία των μελών της. Γι' αυτό η Εκκλησία, το πραγματικό σώμα του Χριστού, από άγάπη και φιλανθρωπία, δια των υγειών μελών της, των αγίων, πολεμά τις αιρέσεις, όπως το ανοσοποιητικό σύστημα ένός υγιούς οργανισμού τον ιό που προκαλεί την ασθένεια. Τους αιρετικούς όμως δεν τους θεωρεί εχθρούς της, αφού άλλωστε η Εκκλησία δεν έχει εχθρούς, αλλά άρρωστα μέλη της, τα οποία αγαπά και προσπαθεί να θεραπεύση.
Ο Μέγας Αθανάσιος αγωνίστηκε όσο λίγοι για την διαφύλαξη των αληθειών της πίστεως που προσπαθούσαν να αλλοιώσουν οι αιρετικοί, οι οποίοι τον πολέμησαν με λύσσα. Με συκοφαντίες και κάθε λογής μηχονορραφίες κατάφεραν, πολλές φορές, να τον εξορίσουν και να τον απομακρύνουν από το ποίμνιό του. Αξιοσημείωτο είναι το ότι από τα σαρανταέξι χρόνια που ήταν Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, τα δεξαέξι τα πέρασε στην εξορία. Αλλά και από εκεί δεν έπαψε να μάχεται υπέρ του ποιμνίου του και εναντίον της αιρέσεως.
Η αίρεση δημιουργεί φατρείες και σχίσματα, κομματιάζει και διαιρεί. Ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας είχε την ευλογία να δη τον Χριστό, ο οποίος όμως φορούσε ένα χιτώνα ξεσχισμένο. Στην ερώτηση του αγίου, ποιός σού έσχισε τον χιτώνα, ο Χριστός απάντησε: "Άρειος ο άφρων".
Η λέξη αίρεση παράγεται από το ρήμα αιρέω που σημαίνει εκλέγω. Οι αιρετικοί επιλέγουν ένα κομμάτι της αλήθειας που τους βοηθά να στηρίξουν τις απόψεις τους και απορρίπτουν την αλήθεια στο σύνολό της. Αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα, διότι όταν αλλοιώνεται η πίστη χάνεται ο ορθός τρόπος ζωής. Ο τρόπος θεραπείας από τα πάθη, η μέθοδος καθάρσεως της καρδιάς, δια της οποίας οδηγείται ο άνθρωπος στην γνώση του Θεού, "μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται", αφού η θεωρία του Θεού ταυτίζεται με την αληθινή γνώση.
Ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα του Θεού "δημιουργηθέν εν χρόνω" και επομένως, όπως όλα τα κτίσματα, έχει αρχή και τέλος. Αν είναι αλήθεια όμως αυτό, τότε ο Χριστός δεν μπορεί να σώση τον άνθρωπο, αφού μόνο ο Θεός έχει αυτή την δυνατότητα. Εμείς όμως γνωρίζουμε από την αγία Γραφή, αλλά και από την πείρα της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός σαρκώθηκε για να σώση και να θεώση τον άνθρωπο.
Στην πρώτη οικουμενική σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις διδασκαλίες του Αρείου, συμμετείχε, σε νεαρή ηλικία (γύρω στα 26), και ο άγιος Αθανάσιος, Διάκονος τότε, ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και με ατράνταχτα επιχειρήματα κατέδειξε την πλάνην και το ψεύδος των διδασκαλιών του Αρείου.
Αλλά και αργότερα ως Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας με δυνατό λόγο, προφορικό και γραπτό, διατύπωσε με σαφήνεια τις αλήθειες τις οποίες οι αιρετικοί διέστρεφαν. Ότι, δηλαδή, ο Χριστός δεν είναι κτίσμα, αλλά
"ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ".
Η Εκκλησία σε λίγους ανθρώπους έχει δώσει την προσωνυμίαν Μέγας. Μεταξύ αυτών έξέχουσα θέση κατέχει ο άγιος Αθανάσιος. Πολύ πετυχημένα είναι τα παρακάτω που έχουν γραφεί γι' αυτόν:
"Σπανίως το επωνύμιον Μέγας εκάλυψε τόσον ουσιαστικόν περιεχόμενον όσον εις την περίπτωσιν του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Μέγας εις τον ζήλον, μέγας εις την αγάπην, μέγας εις την αγιότητα, μέγας εις την ορθοδοξίαν. Με αυτά τα προσόντα του είναι τώρα τόσον ζωντανός εις την συνείδησιν του χριστιανικού πληρώματος όσον ήτο και όταν εζούσε σωματικώς". Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον επιμνημόσυνο λόγο του στον μέγαν Αθανάσιον, αρχίζει με την χαρακτηριστική φράση, "Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι".
Πράγματι υπήρξε υπόδειγμα αρετής, αφού αυτή είναι καρπός αληθινής κοινωνίας με τον ζώντα Τριαδικό Θεό.
Η μνήμη του τελείται την 18ην Ιανουαρίου μαζί με την (μνήμη) του αγίου Κυρίλλου ή την 2αν Μαΐου (ημέρα της κοιμήσεώς του).
τού Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Υ.Σ:
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο. Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμε από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπήρχε διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκειται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει. Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι ακόμα μέχρι σήμερα γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εορτή.
Η Λουθηρανική, η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Μαΐου.
Εμείς πάλι στον ιερό ναό των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, στους Ανθόκηπους της Ευκαρπίας, αγαπάμε τον Μέγα Αθανάσιο ιδιαιτέρως και τιμούμε την μνήμη του και τις δύο ημερομηνίες με πανηγυρικές Θείες Λειτουργίες και Αγρυπνίες.