Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ καὶ οἱ γνώσεις ποὺ πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴ συνετέλεσαν νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη του. Διότι στὴ μελέτη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ, ἔβλεπε ἀναρίθμητα καὶ καταπληκτικὰ δείγματα σοφίας. Θὰ ἦταν παραφροσύνη νὰ τὰ ἀποδώσει στὴν τύχη. Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν τὸν παντοδύναμο καὶ πάνσοφο Δημιουργό.
Ὁ Βλάσιος, λοιπόν, ἦταν ἄριστος ἐπιστήμονας καὶ σοφὸς στὸ μυαλό. Ὅμως αὐτὸ δὲ φθάνει, καὶ ῥωτάει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τὶς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας». Δηλαδή, ποιὸς ἀπό σας εἶναι σοφὸς καὶ φωτισμένος; Ὅποιος εἶναι, ἂς τὸ δείξει ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς του ζωῆς καὶ μὲ πραότητα, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ σοφία. Καὶ ὁ Βλάσιος τὸ ἔδειξε.
Τὴν ἐπιστήμη του δὲν τὴν ἔκανε ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἀγαθοεργία. Πήγαινε στὰ σπίτα τῶν φτωχῶν ἀσθενῶν, ποὺ θεράπευε καὶ φρόντιζε μὲ κάθε τρόπο. Συγχρόνως ὅμως, μελετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλη του ἡ καλὴ ἐργασία ἔφερε τὸν Βλάσιο στὶς τάξεις τοῦ κλήρου καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, χρησιμοποιεῖ περισσότερο τὴν ἐπιστήμη του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, μὲ ἔργα καὶ διδασκαλία. Τελικά, βασανίζεται σκληρὰ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ ἀποκεφαλίζεται. Συνδύασε, ἔτσι, στὴ ζωή του ἁρμονικότατα, πίστη καὶ ἐπιστήμη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως βλαστήσας, ὡς δένδρον εὔκαρπον, ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμῳ προήγαγες καὶ θαυμάτων δωρεάς ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος ἱερομάρτυς τοῖς καταφεύγουσι πάτερ τῇ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Βλάσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ὁ θεῖος βλαστός, τό ἄνθος τό ἀμάραντον, ἀμπέλου Χριστοῦ, τό κλῆμα τό πολύφορον, θεοφόρε Βλάσιε, τούς ἐν πίστει τιμῶντας τήν μνήμην σου, εὐφροσύνης πλήρωσον τῆς σῆς, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς δένδρον πανευθαλές, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου Ἱερουργέ, πολλοὺς κατεφύτευσας, πρὸς τὴν γῆν τὴν σωτήριον, καὶ ὡς κριὸς ποιμνίου, καλῶς ἡγησάμενος, δεσμευθεὶς ἐσφάγης, θυσία γενόμενος, τῷ δι' εὐσπλαγχνίαν, ὡς ἀρνίον σφαγέντι, καὶ χαίρων ἀνέδραμες, πρὸς αὐτὸν Πάτερ Βλάσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἦταν συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Αὐτὲς ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο Βλάσιο στὸ μαρτύριο, καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Βρέθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ νέου τὸ 409, στὸ χωριὸ Κοφὰρ τῆς Ἐλευθερουπόλεως στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ κάποιο ἄνθρωπο ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος.
Φοροῦσε λευκὸ ἔνδυμα, μίτρα χρυσὴ στὸ κεφάλι καὶ σανδάλια χρυσὰ στὰ πόδια ὅπως βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, ὅταν λειτουργοῦσε στὸν Θεό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος στὴ Δωδεκάβιβλο. Τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Προφήτου Ζαχαρία βρίσκεται τώρα στὴν Ἰταλία, ὅπως λέει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος στὸ ἔργο του περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντιῤῥήσεως.
(Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι μαζὶ μὲ τὴν προαναφερθεῖσα εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ προφ. Ζαχαρία, ἑορτάζουμε καὶ τὴν εὕρεση λειψάνων τοῦ Ἰωσήφ, γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Κατὰ πόσο ὅμως αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε).
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, νωρὶς ὅμως ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μαρῖνος καὶ κατεῖχε τὸ βαθμό του δρουγγαρίου. Ἡ δὲ μητέρα της Θεοκτίστη, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της καὶ τὴν ἔνθερμη προσήλωση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐργάστηκε νὰ μεταδώσει καὶ στὰ παιδιά της.
Ἡ Θεοδώρα εἶχε πέντε ἀδέλφια. Τὴ Σοφία, τὴν Μαρία, τὴν Εἰρήνη, τὸ Βάρδα καὶ τὸν Πέτρωνα. Τὸ 830 παντρεύτηκε τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο, μετὰ τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο αὐτοῦ μὲ τὴν Κασσιανή. Ὅταν τὸ 842 πέθανε ὁ Θεόφιλος, ποὺ ἦταν εἰκονομάχος, τὴν βασιλεία ἀνέλαβε ἡ Θεοδώρα διότι ὁ γιός της Μιχαὴλ ἦταν πολὺ μικρός. Ἀμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Δυστυχῶς ὅμως ἀργότερα, ὁ γιός της καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἄλλο ἀδελφό της Πέτρωνα νὰ κλείσει τὴν ἴδια μὲ τὶς θυγατέρες της ἀναγκαστικὰ στὴ Μονὴ Γαστρίων. Ἐκεῖ ἡ Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὰ θεῖα καὶ ἐργάστηκε, νὰ παρηγορήσει τὶς θυγατέρες της, στρέφοντας ὅλη τὴν ψυχή τους στὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια, τὴν μόνη ἄγκυρα τῶν ψυχῶν μέσα στὴν κοσμικὴ ἀστάθεια καὶ ματαιότητα. Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στὴν Κέρκυρα, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαῖς δωρεαῖς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως· τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἀκρότης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς καλλονὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐπρέπειαν
Καὶ Βασιλίδων χαρακτῆρα καὶ διάδημα
Ἀνυμνοῦμέν σε, θεόστεπτε Θεοδώρα.
Σὺ γὰρ ὤφθης τῶν Εἰκόνων ἀναστήλωσις
Καὶ τελείας τῆς αἱρέσεως καθαίρεσις·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Ἄνασσα πάντιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Θεοδώρα πανευκλεής· χαίροις εὐσεβείας, ἀνακήρυξις ἀληθής· χαίροις παρρησίαν, ἐν Θεῷ κεκτημένη, Αὐγούστα καὶ Ὁσία ἀειμακάριστε.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κράτοβα τῆς Σερβίας καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Σάῤῥα. Ἀπὸ ἕξι χρονῶν ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καὶ ἀργότερα ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, φοβήθηκε μήπως, λόγω τῆς ὡραιότητάς του, τὸν πάρει στὴν αὐλή του ὁ ἀκόλαστος Σουλτάνος Βαγιαζὴτ ὁ Β´ (1418-1512), καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦλθε στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας, ὅπου κατοικοῦσε στὸ σπίτι ἑνὸς Ἱερέα ὀνομαζόμενου Πέτρου.
Ὁ Ἱερέας αὐτὸς τοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ μάθει ἄριστα τὰ Ἱερὰ γράμματα. Ἐφαρμόζοντας ὁ Γεώργιος αὐτὰ ποὺ ἔμαθε, ἔγινε ὑπόδειγμα χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου νέου. Οἱ Τοῦρκοι λόγω τῆς μεγάλης προκοπῆς τοῦ Γεωργίου, προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν μέσῳ ἑνὸς ἔμπειρου μουσουλμάνου διδασκάλου.
Τότε ὁ Γεώργιος βρῆκε τὴν εὐκαιρία, μὲ μακρὲς θρησκευτικὲς συζητήσεις, νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ χριστιανικὴ καὶ νὰ ἐλέγξει συγχρόνως σὰν ψεύτικη τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ἀμέσως τότε ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ποὺ ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά του. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ κριτῆ, ὁ Γεώργιος παρέμεινε σταθερὸς στὴν πατρῴα πίστη.
Γι᾿ αὐτὸ παραδόθηκε δέσμιος με πολλὰ βασανιστήρια στὴ φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἱερέας Πέτρος, ποὺ τοῦ εἶπε λόγια ἐνθαῤῥυντικά. Ἔπειτα πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ μπροστὰ σὲ πλῆθος τούρκικου ὄχλου. Ὁ κριτὴς ὑποσχέθηκε νὰ υἱοθετήσει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν κάνει μέτοχο ὅλου τοῦ πλούτου του, ἂν αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.
Ἀλλ᾿ ὁ μάρτυρας μὲ τόλμη ἤλεγξε καὶ πάλι τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἐξαγριωμένο πλῆθος, ποὺ τὸν ἔσερνε ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Στὸ τέλος τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὶς 11-2-1515 στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἀνακηρύξας, τὴν τοῦ Κτίσαντος, οἰκονομίαν, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω Γεώργιε· καὶ τοῦ πυρὸς ἐνεγκὼν τὴν κατάφλεξιν, καταδροσίζεις ἡμᾶς θείαις χάρισι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῇ χάριτι, ἡ θεηγόρος σου γλῶσσα, φθεγγομένη ἔνδοξε, ὥσπερ θεόφθογγος σάλπιγξ, ἤχησε τῆς εὐσεβείας τὰ μεγαλεῖα, λύσασα, τῶν παρανόμων τὰς μυθουργίας· διὰ τοῦτο τῷ Κυρίῳ, ὡλοκαυτώθης Μάρτυς Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν νέον ὁπλίτην τοῦ Ἰησοῦ, τὸν σοφίᾳ λόγων, καταπλήξαντα τὸν ἐχθρόν, καὶ προσενεχθέντα, Κυρίῳ ὡς θυσίαν, Γεώργιον συμφώνως ἀνευφημήσωμεν.
Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ χωριὸ τῆς Ἀκαρνανίας, πιθανότατα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκλάβαινα, ὅπου βρέθηκε ὁ τάφος του μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά του τὸ 1923. Στὶς ἐμφανίσεις του ἔλεγε: «Εἶμαι Ἀκαρνάν. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα» κ.ἄ. Σύμφωνα μὲ τὴν χρονολογία (1006), ποὺ βρέθηκε μέσα στὸν τάφο του, πρέπει νὰ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου.
Μόνασε σὰν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, στὴν παλιὰ Κιάφα -Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνοὺς πειρατές, μαζὶ μὲ τοὺς πέντε συμμοναστές του, δυὸ Ἱερομόναχους καὶ τρεῖς μοναχούς, καθὼς καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.
Τὴ ζωή του, τὸν μαρτυρικό του θάνατο καὶ τὸν τάφο του, ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Βλάσιος σὲ πολλοὺς Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς κυρίως στὴν εὐσεβέστατη καὶ ἀείμνηστη Γερόντισα Εὐφροσύνη Σ. Κατσαρᾶ ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα, μὲ ὀφθαλμοφανεῖς ἐμφανίσεις του.
Πρόσφατα ὁ ἅγιος Βλάσιος ἔκανε δυὸ ἐμφανίσεις, μία σὲ ὅραμα στὸν εὐσεβέστατο ἀείμνηστο Ἀρχιμ. Ἀρσένιο Τσαταλιὸ τὴν 6-12-1978 καὶ μία ἄλλη σὲ εὐλαβέστατο μοναχὸ Ἁγιορείτη στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν 3-2-1980.
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ (Βσεβολόδος Μστισλάβιτς), υἱὸς τοῦ μεγάλου Ρώσου ἡγεμόνος, ἐπὶ πολλὰ ἔτη καταπολέμησε, ὡς Πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, τὶς διαμάχες μεταξὺ τῶν διαφόρων Ρώσων ἡγεμόνων. Μετὰ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1138 μ.Χ., ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο καὶ θαυματουργὸ τὸ ἔτος 1549.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τοῦ Πριλοὺκ γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Περεγιασλὰβ Ζαλέσκ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια πλούσια καὶ εὐσεβῆ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἵδρυσε μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Τὸ ἔτος 1354 ὁ Ἅγιος Δημήτριος συναντήθηκε μὰ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στὸ Περεγιασλὰβ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Μητροπολίτη Ἀθανάσιο. Ἀπὸ τότε οἱ δύο Ἅγιοι συνδέθηκαν διὰ φιλίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὁ μέγας πρίγκιπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς τοῦ ζήτησε νὰ γίνει Πνευματικὸς Πατέρας τῶν τέκνων του.
Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε τὴ μοναχικὴ ἡσυχία. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἀποσύρεται σὲ ἀπομακρυσμένο τόπο καὶ ἐγκαθίσταται βόρεια μὲ τὸν μαθητή του Παχώμιο.
Στὰ δάση τῆς περιοχῆς Βολογκντά, κοντὰ στὸν ποταμὸ Βελίκα, ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ θέσει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνέγερση μονῆς. Ὅμως οἱ ντόπιοι, μὲ τὸν φόβο ὅτι τὰ χωράφια τῆς περιοχῆς θὰ γίνονταν μοναστηριακὴ περιουσία, ἀντέδρασαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς δύο μοναχοὺς νὰ ἀποχωρήσουν. Ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ ἐπιβαρύνουν κανένα μὲ τὴν παρουσία τους, μὲ πικρία ἀπεχώρησαν.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τότε συνέστησε τὴν πρώτη κοινοβιακὴ μονὴ στὸ ρωσικὸ βορρά. Τὸ ἔτος 1372, μὲ τὴν πολύτιμη βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀποπερατώθηκε ὁ ξύλινος καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νὰ προσελκύει μαθητὲς καὶ μοναχοὺς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του.
Στὴ νέα μοναστικὴ κοινότητα ὁ Ὅσιος συνδύαζε τὴν προσευχὴ μὲ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Φρόντιζε γιὰ τὸ συσσίτιο τῶν πεινώντων, φιλοξενοῦσε ἀστέγους, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους καὶ συμβούλευε πνευματικὰ ὅσους προσέτρεχαν καὶ ζητοῦσαν τὸν Κύριο. Τὶς δωρεὲς τῶν πιστῶν πρὸς τὴ μονή, τὶς δεχόταν μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ καὶ τὰ διαχειριζόταν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ δὲν προκαλοῦσε, ἀφοῦ πρόσεχε ἰδιαίτερα νὰ μὴν καλλιεργεῖται στὴν καρδιὰ τῶν μοναχῶν κοσμικὸ φρόνημα.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως, ὁ Ὅσιος Δημήτριος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 1392.
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ καὶ οἱ γνώσεις ποὺ πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴ συνετέλεσαν νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη του. Διότι στὴ μελέτη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ, ἔβλεπε ἀναρίθμητα καὶ καταπληκτικὰ δείγματα σοφίας. Θὰ ἦταν παραφροσύνη νὰ τὰ ἀποδώσει στὴν τύχη. Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν τὸν παντοδύναμο καὶ πάνσοφο Δημιουργό.
Ὁ Βλάσιος, λοιπόν, ἦταν ἄριστος ἐπιστήμονας καὶ σοφὸς στὸ μυαλό. Ὅμως αὐτὸ δὲ φθάνει, καὶ ῥωτάει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τὶς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας». Δηλαδή, ποιὸς ἀπό σας εἶναι σοφὸς καὶ φωτισμένος; Ὅποιος εἶναι, ἂς τὸ δείξει ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς του ζωῆς καὶ μὲ πραότητα, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ σοφία. Καὶ ὁ Βλάσιος τὸ ἔδειξε.
Τὴν ἐπιστήμη του δὲν τὴν ἔκανε ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἀγαθοεργία. Πήγαινε στὰ σπίτα τῶν φτωχῶν ἀσθενῶν, ποὺ θεράπευε καὶ φρόντιζε μὲ κάθε τρόπο. Συγχρόνως ὅμως, μελετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλη του ἡ καλὴ ἐργασία ἔφερε τὸν Βλάσιο στὶς τάξεις τοῦ κλήρου καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, χρησιμοποιεῖ περισσότερο τὴν ἐπιστήμη του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, μὲ ἔργα καὶ διδασκαλία. Τελικά, βασανίζεται σκληρὰ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ ἀποκεφαλίζεται. Συνδύασε, ἔτσι, στὴ ζωή του ἁρμονικότατα, πίστη καὶ ἐπιστήμη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως βλαστήσας, ὡς δένδρον εὔκαρπον, ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμῳ προήγαγες καὶ θαυμάτων δωρεάς ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος ἱερομάρτυς τοῖς καταφεύγουσι πάτερ τῇ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Βλάσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ὁ θεῖος βλαστός, τό ἄνθος τό ἀμάραντον, ἀμπέλου Χριστοῦ, τό κλῆμα τό πολύφορον, θεοφόρε Βλάσιε, τούς ἐν πίστει τιμῶντας τήν μνήμην σου, εὐφροσύνης πλήρωσον τῆς σῆς, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς δένδρον πανευθαλές, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου Ἱερουργέ, πολλοὺς κατεφύτευσας, πρὸς τὴν γῆν τὴν σωτήριον, καὶ ὡς κριὸς ποιμνίου, καλῶς ἡγησάμενος, δεσμευθεὶς ἐσφάγης, θυσία γενόμενος, τῷ δι' εὐσπλαγχνίαν, ὡς ἀρνίον σφαγέντι, καὶ χαίρων ἀνέδραμες, πρὸς αὐτὸν Πάτερ Βλάσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Παῖδες
Ἦταν συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἁγίες Ἑπτὰ Γυναῖκες
Αὐτὲς ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο Βλάσιο στὸ μαρτύριο, καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Εὕρεσις Λειψάνου Προφήτου Ζαχαρία πατέρα τοῦ Προδρόμου
Βρέθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ νέου τὸ 409, στὸ χωριὸ Κοφὰρ τῆς Ἐλευθερουπόλεως στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ κάποιο ἄνθρωπο ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος.
Φοροῦσε λευκὸ ἔνδυμα, μίτρα χρυσὴ στὸ κεφάλι καὶ σανδάλια χρυσὰ στὰ πόδια ὅπως βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, ὅταν λειτουργοῦσε στὸν Θεό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος στὴ Δωδεκάβιβλο. Τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Προφήτου Ζαχαρία βρίσκεται τώρα στὴν Ἰταλία, ὅπως λέει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος στὸ ἔργο του περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντιῤῥήσεως.
(Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι μαζὶ μὲ τὴν προαναφερθεῖσα εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ προφ. Ζαχαρία, ἑορτάζουμε καὶ τὴν εὕρεση λειψάνων τοῦ Ἰωσήφ, γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Κατὰ πόσο ὅμως αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε).
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, νωρὶς ὅμως ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μαρῖνος καὶ κατεῖχε τὸ βαθμό του δρουγγαρίου. Ἡ δὲ μητέρα της Θεοκτίστη, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της καὶ τὴν ἔνθερμη προσήλωση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐργάστηκε νὰ μεταδώσει καὶ στὰ παιδιά της.
Ἡ Θεοδώρα εἶχε πέντε ἀδέλφια. Τὴ Σοφία, τὴν Μαρία, τὴν Εἰρήνη, τὸ Βάρδα καὶ τὸν Πέτρωνα. Τὸ 830 παντρεύτηκε τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο, μετὰ τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο αὐτοῦ μὲ τὴν Κασσιανή. Ὅταν τὸ 842 πέθανε ὁ Θεόφιλος, ποὺ ἦταν εἰκονομάχος, τὴν βασιλεία ἀνέλαβε ἡ Θεοδώρα διότι ὁ γιός της Μιχαὴλ ἦταν πολὺ μικρός. Ἀμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Δυστυχῶς ὅμως ἀργότερα, ὁ γιός της καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἄλλο ἀδελφό της Πέτρωνα νὰ κλείσει τὴν ἴδια μὲ τὶς θυγατέρες της ἀναγκαστικὰ στὴ Μονὴ Γαστρίων. Ἐκεῖ ἡ Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὰ θεῖα καὶ ἐργάστηκε, νὰ παρηγορήσει τὶς θυγατέρες της, στρέφοντας ὅλη τὴν ψυχή τους στὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια, τὴν μόνη ἄγκυρα τῶν ψυχῶν μέσα στὴν κοσμικὴ ἀστάθεια καὶ ματαιότητα. Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στὴν Κέρκυρα, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαῖς δωρεαῖς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως· τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἀκρότης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς καλλονὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐπρέπειαν
Καὶ Βασιλίδων χαρακτῆρα καὶ διάδημα
Ἀνυμνοῦμέν σε, θεόστεπτε Θεοδώρα.
Σὺ γὰρ ὤφθης τῶν Εἰκόνων ἀναστήλωσις
Καὶ τελείας τῆς αἱρέσεως καθαίρεσις·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Ἄνασσα πάντιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Θεοδώρα πανευκλεής· χαίροις εὐσεβείας, ἀνακήρυξις ἀληθής· χαίροις παρρησίαν, ἐν Θεῷ κεκτημένη, Αὐγούστα καὶ Ὁσία ἀειμακάριστε.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σερβία
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κράτοβα τῆς Σερβίας καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Σάῤῥα. Ἀπὸ ἕξι χρονῶν ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καὶ ἀργότερα ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, φοβήθηκε μήπως, λόγω τῆς ὡραιότητάς του, τὸν πάρει στὴν αὐλή του ὁ ἀκόλαστος Σουλτάνος Βαγιαζὴτ ὁ Β´ (1418-1512), καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦλθε στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας, ὅπου κατοικοῦσε στὸ σπίτι ἑνὸς Ἱερέα ὀνομαζόμενου Πέτρου.
Ὁ Ἱερέας αὐτὸς τοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ μάθει ἄριστα τὰ Ἱερὰ γράμματα. Ἐφαρμόζοντας ὁ Γεώργιος αὐτὰ ποὺ ἔμαθε, ἔγινε ὑπόδειγμα χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου νέου. Οἱ Τοῦρκοι λόγω τῆς μεγάλης προκοπῆς τοῦ Γεωργίου, προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν μέσῳ ἑνὸς ἔμπειρου μουσουλμάνου διδασκάλου.
Τότε ὁ Γεώργιος βρῆκε τὴν εὐκαιρία, μὲ μακρὲς θρησκευτικὲς συζητήσεις, νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ χριστιανικὴ καὶ νὰ ἐλέγξει συγχρόνως σὰν ψεύτικη τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ἀμέσως τότε ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ποὺ ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά του. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ κριτῆ, ὁ Γεώργιος παρέμεινε σταθερὸς στὴν πατρῴα πίστη.
Γι᾿ αὐτὸ παραδόθηκε δέσμιος με πολλὰ βασανιστήρια στὴ φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἱερέας Πέτρος, ποὺ τοῦ εἶπε λόγια ἐνθαῤῥυντικά. Ἔπειτα πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ μπροστὰ σὲ πλῆθος τούρκικου ὄχλου. Ὁ κριτὴς ὑποσχέθηκε νὰ υἱοθετήσει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν κάνει μέτοχο ὅλου τοῦ πλούτου του, ἂν αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.
Ἀλλ᾿ ὁ μάρτυρας μὲ τόλμη ἤλεγξε καὶ πάλι τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἐξαγριωμένο πλῆθος, ποὺ τὸν ἔσερνε ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Στὸ τέλος τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὶς 11-2-1515 στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἀνακηρύξας, τὴν τοῦ Κτίσαντος, οἰκονομίαν, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω Γεώργιε· καὶ τοῦ πυρὸς ἐνεγκὼν τὴν κατάφλεξιν, καταδροσίζεις ἡμᾶς θείαις χάρισι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῇ χάριτι, ἡ θεηγόρος σου γλῶσσα, φθεγγομένη ἔνδοξε, ὥσπερ θεόφθογγος σάλπιγξ, ἤχησε τῆς εὐσεβείας τὰ μεγαλεῖα, λύσασα, τῶν παρανόμων τὰς μυθουργίας· διὰ τοῦτο τῷ Κυρίῳ, ὡλοκαυτώθης Μάρτυς Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν νέον ὁπλίτην τοῦ Ἰησοῦ, τὸν σοφίᾳ λόγων, καταπλήξαντα τὸν ἐχθρόν, καὶ προσενεχθέντα, Κυρίῳ ὡς θυσίαν, Γεώργιον συμφώνως ἀνευφημήσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάνας
Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ χωριὸ τῆς Ἀκαρνανίας, πιθανότατα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκλάβαινα, ὅπου βρέθηκε ὁ τάφος του μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά του τὸ 1923. Στὶς ἐμφανίσεις του ἔλεγε: «Εἶμαι Ἀκαρνάν. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα» κ.ἄ. Σύμφωνα μὲ τὴν χρονολογία (1006), ποὺ βρέθηκε μέσα στὸν τάφο του, πρέπει νὰ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου.
Μόνασε σὰν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, στὴν παλιὰ Κιάφα -Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνοὺς πειρατές, μαζὶ μὲ τοὺς πέντε συμμοναστές του, δυὸ Ἱερομόναχους καὶ τρεῖς μοναχούς, καθὼς καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.
Τὴ ζωή του, τὸν μαρτυρικό του θάνατο καὶ τὸν τάφο του, ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Βλάσιος σὲ πολλοὺς Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς κυρίως στὴν εὐσεβέστατη καὶ ἀείμνηστη Γερόντισα Εὐφροσύνη Σ. Κατσαρᾶ ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα, μὲ ὀφθαλμοφανεῖς ἐμφανίσεις του.
Πρόσφατα ὁ ἅγιος Βλάσιος ἔκανε δυὸ ἐμφανίσεις, μία σὲ ὅραμα στὸν εὐσεβέστατο ἀείμνηστο Ἀρχιμ. Ἀρσένιο Τσαταλιὸ τὴν 6-12-1978 καὶ μία ἄλλη σὲ εὐλαβέστατο μοναχὸ Ἁγιορείτη στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν 3-2-1980.
Ἀνάμνηση θαύματος ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Πάργα Νικοπόλεως (1603)
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ ὁ Βασιλεὺς (+ 1138)
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ (Βσεβολόδος Μστισλάβιτς), υἱὸς τοῦ μεγάλου Ρώσου ἡγεμόνος, ἐπὶ πολλὰ ἔτη καταπολέμησε, ὡς Πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, τὶς διαμάχες μεταξὺ τῶν διαφόρων Ρώσων ἡγεμόνων. Μετὰ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1138 μ.Χ., ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο καὶ θαυματουργὸ τὸ ἔτος 1549.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τοῦ Πριλοὺκ γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Περεγιασλὰβ Ζαλέσκ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια πλούσια καὶ εὐσεβῆ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἵδρυσε μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Τὸ ἔτος 1354 ὁ Ἅγιος Δημήτριος συναντήθηκε μὰ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στὸ Περεγιασλὰβ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Μητροπολίτη Ἀθανάσιο. Ἀπὸ τότε οἱ δύο Ἅγιοι συνδέθηκαν διὰ φιλίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὁ μέγας πρίγκιπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς τοῦ ζήτησε νὰ γίνει Πνευματικὸς Πατέρας τῶν τέκνων του.
Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε τὴ μοναχικὴ ἡσυχία. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἀποσύρεται σὲ ἀπομακρυσμένο τόπο καὶ ἐγκαθίσταται βόρεια μὲ τὸν μαθητή του Παχώμιο.
Στὰ δάση τῆς περιοχῆς Βολογκντά, κοντὰ στὸν ποταμὸ Βελίκα, ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ θέσει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνέγερση μονῆς. Ὅμως οἱ ντόπιοι, μὲ τὸν φόβο ὅτι τὰ χωράφια τῆς περιοχῆς θὰ γίνονταν μοναστηριακὴ περιουσία, ἀντέδρασαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς δύο μοναχοὺς νὰ ἀποχωρήσουν. Ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ ἐπιβαρύνουν κανένα μὲ τὴν παρουσία τους, μὲ πικρία ἀπεχώρησαν.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τότε συνέστησε τὴν πρώτη κοινοβιακὴ μονὴ στὸ ρωσικὸ βορρά. Τὸ ἔτος 1372, μὲ τὴν πολύτιμη βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀποπερατώθηκε ὁ ξύλινος καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νὰ προσελκύει μαθητὲς καὶ μοναχοὺς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του.
Στὴ νέα μοναστικὴ κοινότητα ὁ Ὅσιος συνδύαζε τὴν προσευχὴ μὲ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Φρόντιζε γιὰ τὸ συσσίτιο τῶν πεινώντων, φιλοξενοῦσε ἀστέγους, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους καὶ συμβούλευε πνευματικὰ ὅσους προσέτρεχαν καὶ ζητοῦσαν τὸν Κύριο. Τὶς δωρεὲς τῶν πιστῶν πρὸς τὴ μονή, τὶς δεχόταν μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ καὶ τὰ διαχειριζόταν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ δὲν προκαλοῦσε, ἀφοῦ πρόσεχε ἰδιαίτερα νὰ μὴν καλλιεργεῖται στὴν καρδιὰ τῶν μοναχῶν κοσμικὸ φρόνημα.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως, ὁ Ὅσιος Δημήτριος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 1392.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά