Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Αμφιλόχιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Αμφιλόχιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιανουαρίου 25, 2014

«ΑΝΤΙ ΝΑ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΕΦΟΡΟΛΟΓΗΘΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ» Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου

Λόγος το γίου μφιλοχίου, πισκόπου κονίου

«Ες τν Ζακχαον»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον»,Εἰσαγωγὴ -Ἐπιμέλεια Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη,
Ἅγιον Ὄρος, σελ. 439 καὶ ἑξῆς.

.             Τίποτα δὲν παρακινεῖ τόσον τὴν ψυχὴ πρὸς εὐφροσύνην, ὅσον ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀποχὴ τῶν κακῶν, ὁ δρόμος τῆς μετανοίας καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅθεν καὶ σήμερα ὁ Δαυὶδ ἐμακάριζεν αὐτοὺς τῶν ὁποίων συνεχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες, φανερώνοντας τὴν φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, καὶ συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ προστρέξουν στὴν μετάνοια. «Μακάριοι», λέγει, «ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι». Ὅποιος λοιπὸν ἠμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ σὰν τὴν πόρνην καὶ τὸν τελώνην, ἂς τρέξη στὶς ἀκένωτες πηγὲς τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς μετάνοια νὰ λάβη κανεὶς τὴν λύση τῶν κακῶν, οὔτε νὰ ἐπιτύχη τὸν μακαρισμόν, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Προφήτης ἢ Ἀπόστολος ἢ καὶ Εὐαγγελιστής. Πράγματι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἰδίαν πηγὴ ἔχουν ἀντλήσει. Μεταξὺ τῶν Προφητῶν ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος καὶ μετὰ τὴν μοιχείαν παραμένει Προφήτης, μὲ τὴν Χάριν Ἐκείνου ποὺ τὸν συνεχώρησε. Ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχει «τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας» μετὰ τὴν ἄρνησιν, ὁ δὲ ἄλλος κατέστη Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μετὰ τὴν δίωξη, μετατρέποντας τὸν ἰουδαϊκὸν ζῆλον σὲ εὐαγγελικὸν τρόπο. Καὶ μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἐγνώρισα σωζόμενον τελώνην, ὄχι μόνο τὸν Ματθαῖον, ἀλλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν καὶ ἄλλους δύο. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, προσευχόμενος καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του ὅπου ὑπῆρχε ὁ θησαυρὸς τῶν κακῶν, καὶ μὴ τολμώντας νὰ σταθῆ στὸν ναὸ μὲ τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα ὑψωμένα, ὄχι μόνον ἐδικαιώθη, ἀλλὰ καὶ ἐστεφανώθη, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Φαρισαῖον. Καὶ σημερινς Ζακχαος, φο νέβη στ δένδρον, που πολλς φορς εχε σταθεγι ν κατασκοπεύη μ το διαφύγη κάποιος μπορος κα μείνει φορολόγητος, τώρα πρόσεχε μ το διαφύγη παρατήρητος  μπορος το ορανο κα τς γῆς,  ποος εχε μέσα το τν συλον θησαυρν τς Βασιλείας τν Ορανν..         Γιὰ νὰ μὴ συγχέωμεν ὅμως τὶς ἱστορίες τῶν τελωνῶν μεταξύ τους, ἂς διαπραγματευθοῦμε σήμερα, ἐὰν νομίζετε, καὶ ἂς ἐξετάσωμε λεπτομερέστερα τὴν ὑπόθεση μόνον τοῦ Ζακχαίου. «Εἰσελθὼν» ὁ Ἰησοῦς, λέγει, «διήρχετο τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ οὗτος ἦν ἀρχιτελώνης». Δὲν μνημονεύει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν Ἱεριχὼ χωρὶς λόγον, ἀλλὰ ἐπειδὴ πρόκειται νὰ εἰπῆ ὅτι ἕνας Τελώνης ἐφιλοξένησε στὸν οἶκο του τὸν Θεόν. Ἦταν ἀπίστευτο τὸ πράγμα. Γι᾽ αὐτὸ ἀναφέρει πρῶτα τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ μᾶς ὑπομνήση τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ ἔτσι νὰ μᾶς φανῆ παράδοξος ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ζακχαίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀνέφερε τὴν Ἱεριχώ. Νὰ φέρωμε στὸν νοῦ μας τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ νὰ συγκρίνωμε τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας αὐτῶν τῶν δύο. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη, ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὡς κατάσκοπο καὶ τὸν ἔκρυψε, ἔτσι καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ τελώνης, ἐδέχθη καὶ ἔθρεψε στὸν οἶκο του τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, τὸν κατάσκοπο τῆς διανοίας μας. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν λαὸ στὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτὸς δέχεται τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγη στὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν παλαιὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατηδάφισε τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς. Αὐτὸς ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τῶν Ἰουδαίων τὸν ναόν, διότι ὁ ἴδιος εἶπεν ὅτι «οὐ μὴ μείνῃ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς οὐ καταλυθήσεται». Ἡ πόρνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ μέσου του Ἰορδάνου τὸν λαὸν «εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι». Ὁ τελώνης ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ τοῦ Βαπτίσματος τοὺς πιστοὺς ὅπου «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Ἡ Ραὰβ ἐδέχθη ἐκεῖνον τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἐξήγαγε τὸ σταφύλι ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Ζακχαῖος ὑπεδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν ληστὴν στὸν Παράδεισο. Ἔχει ὅμως καὶ κάποιο ἄλλο μυστικὸν νόημα ἡ πόλις, κρυμμένο μέσα στὴν πηγή της. Ἡ πηγὴ τῆς Ἱεριχοῦς ἦταν κάποτε μητέρα τῆς στειρώσεως, τροφὸς τῆς ἀκαρπίας, ἐπειδὴ τὸ νερό της ἦταν ἐλαττωματικόν. Ἐνῶ εἶχε τὸ ρεῖθρον ἀχανὲς καὶ ἔρεε ἀθόρυβα σὰν λάδι, οἱ προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο νὰ τὴν βλέπουν καὶ ἀναχωροῦσαν διψασμένοι. Διότι δὲν ἦταν ἀκίνδυνος γι’ αὐτοὺς ἡ πόσις. Ἐπρόκειτο πράγματι περὶ ὕδατος ὀλεθρίου. Τὸ κάλλος τῆς πηγῆς παρακινοῦσε τοὺς περαστικοὺς νὰ σπεύσουν γιὰ νὰ πιοῦν, ὅμως ὁ φόβος τῆς βλάβης ἀνέκοπτε τὴν προθυμία τους. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ πηγὴ ἔρεε ματαίως, οἱ περίοικοι, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπήγαιναν ἐκεῖ, ἐγόγγυζαν ἀπὸ τὴν δίψα ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ὄχι ἡ ἀνυδρία ἀλλὰ ἡ θέα τῶν ὑδάτων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος αὐτὸ τῆς δίψης, παρεπονοῦντο ἀγανακτισμένοι καὶ ἀπευθύνοντο πρὸς αὐτὴν λέγοντας: «Τί ρέεις ματαίως, ὢ πηγή; Θὰ ἤσουν καλλιτέρα ἂν δὲν φαινόσουν, ἂν εἶχες κρυφθῆ στὰ ὄρη καὶ στὶς ἄμμους καὶ στὶς ἐρημίες, ὅπου δὲν θὰ εἶχες πολλοὺς μάρτυρες τοῦ κακοῦ». Καὶ γιατί τὸ νερὸ δὲν ἦταν πόσιμον; Ἐπειδὴ ἐνέκρωνε τὰ σώματα ὅσων τὸ ἔπιναν. Ἂν ἔπινε ἄνδρας, δὲν ἐγίνετο πατέρας, οὔτε γυναίκα ἐγίνετο μητέρα, διότι ἔχανε τὴν χάρη τῆς μητρότητος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ποὺ ἐδέχετο αὐτὸ τὸ νερό, ἠρνεῖτο τὴν συνήθη βλάστησή της, καὶ οἱ εὔσκιοι φοίνικες μὲ τὴν τόσην χάρη τοὺς ἐξεδύοντο τὴν στολὴ τῶν φύλλων καί, γιὰ νὰ τὸ εἰποῦμε μὲ ἕνα λόγον, ὀ,τιδήποτε εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ ἔλθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ νερὸν αὐτό, ἐρημώνετο. Τοιαύτη ἦταν ἡ πηγή, ὅταν περιήρχετο παλαιὰ τὴν Ἱεριχὼ, ἕως ὅτου ἦλθεν ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος, ἐπῆρε ἁλάτι καὶ τὸ ἔρριψε στὴν πηγή, καὶ ἔτσι ἐζωοποίησε τὰ ὕδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», ἀναφέρει ἡ Γραφή. «ἴαμαι τὰ ὕδατα ταῦτα». Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ πάντοτε, ὅταν ὁμιλῆ, τὸν λόγο του τὸν κάνει ἔργο: «Νὰ μὴ προέλθη πλέον ἀπὸ σᾶς ἄγονος καὶ στείρα», εἶπε, καὶ τὸ νερὸ μετεβλήθη, καὶ οἱ γαστέρες ἄρχισαν νὰ ὠδίνουν, καὶ ἡ γῆ νὰ βλαστάνη, καὶ οἱ ἄμπελοι νὰ θάλλουν, καὶ ἡ ἐλαία νὰ ἐπιδεικνύη τὴν ἰδικήν της χάρη. Καὶ ἔτσι οἱ περίοικοι συμφιλιώθησαν μὲ τὴν πηγή τους, καὶ ἐνῶ παλαιὰ πολεμοῦσαν καὶ ἐπολεμοῦντο, τώρα τὴν ποθοῦσαν καὶ τὴν ἐπεσκέπτοντο.
.         Κάτι σπουδαῖον ὅμως θέλει νὰ εἰπῆ τὸ αἴνιγμα τῆς πηγῆς. Αὕτη ἡ πηγή, ποὺ ἔρρεεν ἀφθόνως καὶ παλαιὰ ἔδιδε ἄχρηστο καὶ ἄγονο νερό, ἦταν προτύπωσις τῆς Ἐκκλησίας.
.        Πράγματι, πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστόν, κάθε θρησκεία ἦταν τόσον ἀσεβὴς ὥστε, ἂν κάποιος ἄνδρας ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς της, ἔχανε ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ τὴν συμπλοκήν του μὲ τὰ εἴδωλα ἠρνεῖτο τὴν λογικὴν φύση τῆς ψυχῆς. Ἡ δὲ γυναίκα δὲν ἐγίνετο μητέρα ἀρετῶν, δὲν ἔτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, οὔτε ἀνέβλυζε τὸ λευκὸν τῆς εὐσεβείας γάλα. Ἐνῶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις τῆς πηγῆς, ἦλθεν ὁ Κύριος, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε μέσα της ὡς ἅλας τοὺς Ἀποστόλους, ἔκαμε τὰ ὕδατά της εὔγευστα καὶ πόσιμα. Καὶ ὅτι ἦσαν ἅλας οἱ Ἀπόστολοι, ἄκου τὸν Χριστὸν ποὺ λέγει πρὸς αὐτούς: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς». Ἡ στείρα καὶ ἄγονος, ὅταν μετέλαβε ἀπὸ τὰ ἅλατα τῶν Ἀποστόλων, ἔγινε πολύγονος, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης…
.         Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχώ, ἡ πηγὴ κοντὰ στοὺς ποτιζομένους ἀπὸ τὴν πηγήν, ἡ πολυδύναμος χάρις πρὸς τὴν πολυδένδρο καὶ πολύρρυτον πόλιν. «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης». Διπλὸ τὸ κακόν, ὅτι καὶ ἠσχολεῖτο μὲ ἄδικον τέχνη, καὶ ὅτι ἦταν ἀρχηγὸς τῶν κακῶς ἀσχολουμένων μὲ αὐτήν. Ὄχι μόνον ἠμάρτανε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸν ἔκαμαν οἱ ἄλλοι. Ἀπέκλειε τὶς λεωφόρους γιὰ τοὺς ὁδοιπόρους, καὶ τοὺς ὑπεχρέωνε νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν παράπλευρον δρόμο τῆς ἀδικίας του. Οὔτε τοὺς ληστὰς ἐμιμεῖτο, ὅταν παρεμόνευε τοὺς διερχομένους, οὔτε ἀνέμενε τοὺς ὁδοιπόρους ἀπὸ ζῆλον φιλοξενίας, ἀλλά, ἔχοντας ὡς νόμο τὴν ἀδικίαν, ἐφορολογοῦσε τοὺς ξένους κόπους, μιμούμενος τὴν ἄσπλαγχνον ἀδηφαγία τῶν κηφήνων. Ὅπως δηλαδὴ οἱ κηφῆνες τρυγοῦν τὸν κάματο τῶν μελισσῶν χωρὶς νὰ συμμετέχουν στοὺς κόπους των, ἔτσι καὶ οἱ τελῶνες κάθονται ἀργόσχολοι στὰ σταυροδρόμια καὶ ληστεύουν τοὺς κόπους τῶν ξένων ὁδοιπόρων.
.         Κάποιος ἔπλεε στὴν θάλασσα, ἔδωσε μάχες μὲ τὶς τρικυμίες, ἐπολέμησε μὲ τοὺς ἀνέμους, διέσχισε μεγάλο καὶ ἀνυπότακτον πέλαγος, καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔσπευδε νὰ τοῦ ἀφαιρέση τὸ κέρδος μὲ τὴν φορολογία. Ἄλλος ἦταν βοσκὸς καὶ ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ τὸν καύσωνα, συζοῦσε μὲ τὶς βροχές, τὰ χιόνια καὶ τὴν πάχνη, καὶ εἶχε ὡς καλύβη τὶς προεξοχὲς τῶν βράχων, τροφή του τὸ τυρὶ καὶ τὸ γάλα, καὶ ἔνδυμα ἀκατέργαστο τὸ δέρμα τῶν προβάτων. Ἔπεσε ὅμως ὁ πτωχός, ὁ ἀγροῖκος αὐτὸς ποὺ ἔχει ὡς κατοικία του τὰ ὅρη, στὰ χέρια τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἀπεδεκάτισε τὰ ζῶα του, τν λήστευσε νομίμως, χωρὶς ξίφος τὸν ἔσφαξε. Παίρνει ὁ δράστης τὸ μαχαίρι του, καὶ τὸ αἱμόφυρτον ἀποκομμένο μέλος καὶ ἀπομακρύνεται μὲ ἀναισθησία, γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν δυσφορία τοῦ πάθους, ἀφήνοντάς τον ἀπὸ ἀνούσιο πτωχεία πληγωμένο νὰ ἀποθάνη, ἀφοῦ πονᾶ μέχρι θανάτου. Δν φεύγει  ψυχή του παξ δι παντός,λλ θνήσκει σιγ σιγ κα συνεχς. Κα γι ν τ επ συντόμως, τόσοννεπιθύμητος ταν  Ζακχαος γι τος μπόρους, τος δοιπόρους, τος βουκόλους κα τος βοσκούς, σον τ πόρθητα φρούρια γι τος στρατιτες, ο φαλοι γι τος πλοιάρχους κα ο ποπτες κινήσεις γι τος πολεμιστάς..         Ὅμως αὐτός, ὁ ὁποῖος τόσην μανίαν ἐδείκνυε γιὰ τὴν παράλογο συλλογὴ τῶν χρημάτων, ζητοῦσε τώρα νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦν, καὶ δὲν ἠμποροῦσε. Τὸν ἠμπόδιζε τὸ μικρό του ἀνάστημα καὶ τὸ βάρος τῆς ἀδικίας. Τελικὰ ὅμως θεραπεύει τὸ μειονέκτημα τοῦ ἀναστήματος μὲ τὴν συνετήν του ἔμπνευση. Τρέχει ἐνωρίτερα καὶ ἀνεβαίνει σὲ κάποιαν συκομορέα, καὶ κρύπτεται μέσα στὸ πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ὅτι βλέπει χωρὶς νὰ φαίνεται, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι θὰ διαφύγη τῆς προσοχῆς τοῦ Παντογνώστου. Τ διο παθε κα αμορροοσα, νομίζοντας τι θ κλέψη τν ησον, ὁ ποος ρέσκεται σπαρόμοιες περιπτώσεις ν κλέπτεταιἈλλὰ ἐκείνη τουλάχιστον ἐπλησίασε καὶ ἤψατο τῶν ἱματίων του, ἐνῶ αὐτὸς ἔφθασε τὸν Χριστὸν ἀπὸ μακριά, διὰ μέσου τῆς πίστεως. Ἀνεβαίνει λοιπὸν στὸ δένδρο, θεραπεύοντας τὰ κακὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ὁ ἕνας πλανᾶται ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐνῶ ὁ ἄλλος σώζεται ἀπὸ τὸ δένδρον, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ νὰ ἰδῆ τὸν Θεόν. Διότι ὅταν ἤκουσε ὅτι κάνει πολλὰ καὶ παράδοξα θαύματα, καὶ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σώματα θεραπεύει καὶ τὶς ψυχές, καὶ ἀπὸ τὶς μὲν ψυχὲς ἀφαιρεῖ τὶς ἁμαρτίες, στὰ δὲ σώματα χαρίζει τὴν ἀπάθειαν, ἐπεθύμησε νὰ τὸν ἰδῆ, αὐτὸν ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τὰ πάντα στοὺς πάντες, καὶ συλλογίζετο μέσα του: «Ποῖος νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ποὺ καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλοὺς καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ὅσων τοῦ τὸ ζητοῦν; Πῶς μοιάζει ἄραγε, πῶς νὰ εἶναι ἡ μορφή του; Ἄραγε τὰ γνωρίζει ὅλα; Ἔχει ἄραγε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀπόντων, ἢ μόνον τοὺς λογισμοὺς αὐτῶν ποὺ εἶναι κοντά του ἐξετάζει; Ἄραγε ἀνιχνεύει ὡς Θεὸς τὰ νοήματα τῆς καρδίας καθενός; Πῶς λοιπὸν θὰ τὰ μάθω ὅλα αὐτά; Ποῖος θὰ μοῦ τὰ διδάξη; Ποῖος ἄλλος; Ἡ προσωπικὴ πείρα, αὐτὴ εἶναι διδάσκαλος γιὰ ὅλα. Θὰ ἀνέβω στὸ δένδρο, καὶ θὰ καλυφθῶ ἀπὸ τὸ πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι καὶ ἔτσι μαθαίνω ἂν ἠμπορῶ νὰ σωθῶ. Ἐὰν ἀντιληφθῆ τὴν κίνησιν αὐτὴ τῆς ψυχῆς μου, τότε θὰ μάθω ὅτι ἐξαλείφει καὶ τὴν ἁμαρτία τῆς ψυχῆς μου. Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο θὰ καταλάβω ὅτι γνωρίζει τὰ κρυπτὰ τῶν λογισμῶν. Ἐὰν μὲ ἰδῆ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν συνωστισμό, καὶ ὄχι μόνον μὲ ἰδῆ ἀλλὰ ἀνακαλύψη καὶ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἔρωτα, θὰ προτιμήσω νὰ τὰ ἀπορρίψω ὅλα γιὰ νὰ βρῶ τὸ ἕνα. Θέλω νὰ μιμηθῶ τὸν Ματθαῖο. Καὶ ἐκεῖνος τελώνης ἦταν ὅπως ἐγώ, ὅμως δὲν προσέτρεξε αὐθαιρέτως, ἀλλὰ προσεκλήθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ ὑπήκουσε. Ὁ Ματθαῖος, φαντάζομαι, καθὼς εἶδε τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνόμισεν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ὁδοιπόρους. Ἐβαθούλωσε τὶς παλάμες καὶ ἄνοιξε, ὡς συνήθως, τὶς ἀγκάλες του, ἕτοιμος νὰ ἁρπάξη. ντ μως ν φορολογήση, πως θελε, τν Χριστόν, φορολογήθη π ατόνκαὶ ὄχι μόνον φαινομενικῶς, ἀλλὰ προσφέροντας ὅλον του τὸν ἑαυτόν. Πράγματι, τὴν στιγμὴ ποὺ ἤκουσε «ἀκολούθει μοι», ὑπερέβη τὴν κλίση μὲ τὴν προθυμία του, τρέχοντας ὅσον ἠμποροῦσε γρηγορότερα πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν προσείλκυσε. Ἐὰν λοιπὸν προσκαλῆ καὶ τελῶνες, καὶ ὄχι μόνον προσκαλεῖ, ἀλλὰ καὶ δικαιώνει, δὲν μὲ βλάπτει ἡ σωρεία τῶν παρελθόντων μου κακῶν. Διότι, ἂν ὁ Ἐλισσαῖος, ρίπτοντας ἁλάτι στὴν πηγή μας, μετέβαλε σὲ γόνιμο τὸ ἄγονο νερό της, ὁπωσδήποτε καὶ αὐτός, ἂν ἁλατίση μὲ τὴν χάρη τὴν ψυχή μου, θὰ τὴν διεγείρη πρὸς καρπογονίαν ἀρετῆς.
.         Καθὼς ἐσυλλογίζετο αὐτὰ «ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀναβλέψας εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». χεις νεβε στδένδρον ς τελώνης, κατέβα π τ δένδρον ς φιλόθεος. Κατέβα π τ ξύλον ατ στν γ, γι ν νεβς δι το σταυρο πρς τν ορανόν. νλθες σ’ να δένδρον, π τος νθρώπους κρυπτόμενος, νέρχεσαι δι το σταυροστος γγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπὸν «κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Ὤ, τί ἀνέκφραστη χάρις! Τί ἀπερίγραπτος φιλανθρωπία! Δὲν θὰ εἶναι πλέον ἀκάθαρτος ὁ οἶκος τοῦ τελώνου. Κάθε κακὸ θὰ ἀποδράση ἀπὸ αὐτόν, διότι ὅπου φιλοξενεῖται ὁ Ἰησοῦς, τὰ πάντα μεταβάλλονται πρὸς τὸ καλλίτερον. «Ζακχαῖε», λέγει, «σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκω σου δεῖ με μεῖναι». Τί νὰ εἴπω; Παράδεισος ἔγινε ἡ οἰκία τοῦ τελώνου. Ὅ,τι βλέπω στὴν περίπτωση τοῦ ληστοῦ, τὸ ἴδιο καὶ τώρα στὸν Ζακχαῖον. Εἶπε στὸν ληστὴ «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω», καὶ συγχρόνως τὸν παρέλαβε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὸν ἔβαλε στὸν Παράδεισον. Εἶπε στὸν Ζακχαῖο. «Σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», καὶ συγχρόνως τὸν ἔλαβε μαζί του καὶ εἰσῆλθε, κάνοντας τὸν οἶκο του Παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὸν Παράδεισο…
.         Καθὼς ὅμως παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα οἱ ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ παλαιὰ ἀγανακτοῦσαν καὶ παρεπονοῦντο γιὰ τὴν πηγήν, οἱ ἄγευστοί της θείας δυνάμεως καὶ ἀγαθότητος, σὰν νὰ ἐλυποῦντο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀρχιτελώνου, ἐγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ὅτι «παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθεν καταλύσαι». Ὤ, ἐργάτες τῆς καταφρονήσεως, καὶ γεωργοὶ τῆς ραθυμίας! Σεῖς τί εἶσθε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Δὲν εἶσθε μοχθηρότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε καὶ ἐσκήνωσε μεταξύ σας; Πῶς ἐγεννήθη μεταξύ σας, ἀνετράφη, ἀνδρώθη, ἔπιεν, ἔφαγε; Γιατί λοιπὸν παραβλέπετε τὰ ἰδικά σας τραύματα, καὶ ἀνιχνεύετε τὰ πταίσματα τοῦ πλησίον; Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, γιατί ἄλλοτε λέγετε τὸν Χριστὸν ἁμαρτωλόν, καὶ ἄλλοτε δίκαιον; Ὅταν ἐθεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, τὸν ἀπεκαλέσατε ἁμαρτωλό, λέγοντας «δὸς δόξαν τῷ Θεῶ. Ἡμεῖς γὰρ οἴδαμεν ὅτι ἁμαρτωλὸς ἐστίν», ἐπειδὴ λύει τὸ Σάββατο. Τώρα ποὺ ἦλθε κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ τελώνου, τὸν διασύρετε ἐνώπιον ὅλων ὡς μὴ δίκαιον, διότι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Ἂν θεραπεύση τυφλόν, τὸν λέγετε ἁμαρτωλόν, ἂν συμφάγη μὲ ἁμαρτωλοὺς τὸν διασύρετε, ὅτι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Τί λοιπόν; Νὰ μὴ θεραπεύση τυφλὸν τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ἁμαρτωλός; Νὰ μὴ φάγη μὲ τελῶνες, γιὰ νὰ θεωρηθῆ δίκαιος; Γιατί τὸν κατηγορεῖτε; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἔπρεπε νὰ τεθῆ τὸ φῶς, παρὰ σὲ μέρος σκοτεινό; Ποῦ ἔπρεπε νὰ ἔλθη ὁ ἰατρός; Νὰ μὴ προστρέξη σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν; «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ποῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῆ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Ὄχι πρὸς τοὺς τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς, ὥστε νὰ λάβη τὸ φορτίο τους ἐπάνω του, νὰ τοὺς ἐλαφρύνη, καὶ ἔτσι νὰ τοὺς καταστήση ἱκανοὺς γιὰ τὰ ὑψηλότερα; Ματαίως τὸν κακολογεῖτε. Ἔχει ἐκπληρωθῆ σὲ σᾶς αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς (σᾶς προλαμβάνουν δηλαδὴ) εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
.         «Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον. Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς” καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τώρα ποὺ ἔχω δεχθῆ στὸν οἶκο μου ἐσὲ τὸν προστάτη τῶν πτωχῶν, δὲν ἀνέχομαι πλέον νὰ ἀδικῶ τοὺς πτωχούς, δν μ κατέχει πλέον φόβος μήπως δν συλλέξω χρήματα, φο φιλοξένησα ατν πο χαρίζει τν πλοτον τν κένωτον. Δὲν παραμονεύω πλέον τοὺς ὁδοιπόρους, ἀφοῦ συνήντησα στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου τὸν Ὕψιστον Θεόν, ποὺ κατέβη στὴν γῆ μὲ μορφὴν ἀνθρώπου, γιὰ νὰ χαρίση ἀμνηστεία καὶ νὰ σχίση τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας…
.         Μολονότι ὅμως εἶναι ὁ ὄντως πλούσιος, ἔζησε ὡς πτωχός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔλεγε «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, σὺ δὲ οὐκ ἔχεις ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνη». Ἂς χαθοῦν οἱ ἐπίσημες αὐλὲς καὶ τὰ προαύλια, οἱ οἰκοδομικὲς μεγαλουργίες, οἱ λαμπροὶ καὶ περιφανεῖς οἶκοι. Ἀντὶ ὅλων αὐτῶν μόνον τν κένωτον πλοτο τς πτωχείας σου ζητ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀδυνατῶ νὰ διηγηθῶ ἐπαξίως τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τοῦ Ζακχαίου, ἂς ἀφήσωμε τὸν λόγο στὸν πλούσιον σὲ ἀρετὲς Πατέρα, ὁ ὁποῖος θὰ ὁμιλήση στὴν καρδία τοῦ καθενός. Στὸν φιλόξενον ἁρμόζει νὰ διηγῆται τὶς ἀρετὲς τοῦ φιλόξενου, πρὸς αἴνεσιν μὲν αὐτοῦ, στηριγμὸν δὲ ἰδικόν σας καὶ στέφανον τῆς Ἐκκλησίας, τιμὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς


ΠΗΓΗ: «Ἄλλη Ὄψις» (ἀπὸ orp.gr -«ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ»)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

Άγιος Αμφιλόχιος, επίσκοπος Ικονίου: "Λόγος εις τον Ζακχαίον" (Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά)



Τίποτα δεν παρακινεί τόσον την ψυχή προς ευφροσύνην, όσον ο φόβος του Θεού και η αποχή των κακών, ο δρόμος της μετανοίας και ο τρόπος της εξομολογήσεως. Όθεν και σήμερα ο Δαυίδ εμακάριζεν αυτούς των οποίων συνεχωρήθησαν οι αμαρτίες, φανερώνοντας την φιλανθρωπία του Χριστού, και συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τους αμαρτωλούς να προστρέξουν στην μετάνοια.
«Μακάριοι», λέγει, «ων αφέθησαν αι ανομίαι, και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι». Όποιος λοιπόν ημπορεί να αισθανθή σαν την πόρνην και τον τελώνην, ας τρέξη στις ακενώτους πηγές της σωτηρίας του Χριστού. Δεν είναι δυνατόν χωρίς μετάνοια να λάβη κανείς την λύση των κακών, ούτε να επιτύχη τον μακαρισμόν, έστω και αν είναι Προφήτης ή Απόστολος ή και Ευαγγελιστής. Πράγματι όλοι από την ιδίαν πηγή έχουν αντλήσει. Μεταξύ των Προφητών ο ίδιος ο Δαυίδ, ο οποίος και μετά την μοιχείαν παραμένει Προφήτης, με την Χάριν Εκείνου που τον συνεχώρησε. Από τους Αποστόλους ο Πέτρος και ο Παύλος, από τους οποίους ο μεν ένας έχει «τας κλεις της βασιλείας» μετά την άρνησιν, ο δε άλλος κατέστη Απόστολος των εθνών μετά την δίωξη, μετατρέποντας τον ιουδαϊκόν ζήλον σε ευαγγελικόν τρόπο. Και μέσα στα Ευαγγέλια εγνώρισα σωζόμενον τελώνην, όχι μόνο τον Ματθαίον, αλλά μαζί μ’ αυτόν και άλλους δύο. Ο ένας από αυτούς, προσευχόμενος και κτυπώντας το στήθος του όπου υπήρχε ο θησαυρός των κακών, και μη τολμώντας να σταθή στον ναό με τα χέρια και το βλέμμα υψωμένα, όχι μόνον εδικαιώθη, αλλά και εστεφανώθη, εν αντιθέσει με τον Φαρισαίον. Και ο σημερινός Ζακχαίος, αφού ανέβη στο δένδρον, όπου πολλές φορές είχε σταθεί για να κατασκοπεύη μη του διαφύγη κάποιος έμπορος και μείνει αφορολόγητος, τώρα επρόσεχε μη του διαφύγη απαρατήρητος ο έμπορος του ουρανού και της γης, ο οποίος είχε μέσα του τον άσυλον θησαυρόν της Βασιλείας των Ουρανών.

Για να μη συγχέωμεν όμως τις ιστορίες των τελωνών μεταξύ τους, ας διαπραγματευθούμε σήμερα, εάν νομίζετε, και ας εξετάσωμε λεπτομερέστερα την υπόθεση μόνον του Ζακχαίου. «Εισελθών» ο Ιησούς, λέγει, «διήρχετο την Ιεριχώ. Και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και ούτος ην αρχιτελώνης». Δεν μνημονεύει ο Ευαγγελιστής την Ιεριχώ χωρίς λόγον, αλλά επειδή πρόκειται να ειπή ότι ένας Τελώνης εφιλοξένησε στον οίκο του τον Θεόν. Ήταν απίστευτο το πράγμα. Γι αυτό αναφέρει πρώτα την πατρίδα, για να μας υπομνήση την πόρνην Ραάβ, και έτσι να μας φανή παράδοξος η μεταστροφή του Ζακχαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ανέφερε την Ιεριχώ. Να φέρωμε στον νου μας την πόρνην Ραάβ, και να συγκρίνωμε τον τρόπο της σωτηρίας αυτών των δύο. Όπως δηλαδή η Ραάβ, η πόρνη, εδέχθη τον Ιησού του Ναυή ως κατάσκοπο και τον έκρυψε, έτσι και ο Ζακχαίος, ο τελώνης, εδέχθη και έθρεψε στον οίκο του τον αληθινόν Ιησούν, τον κατάσκοπο της διανοίας μας. Εκείνη εδέχθη τον Ιησού του Ναυή, ο οποίος εισήγαγε τον λαό στην γην της επαγγελίας. Αυτός δέχεται τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος ήλθε για να μας εισαγάγη στην Βασιλείαν των Ουρανών. Εκείνη εδέχθη τον παλαιόν Ιησούν, ο οποίος κατηδάφισε τα τείχη της Ιεριχούς. Αυτός εδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος κατεδάφισε των Ιουδαίων τον ναόν. διότι ο ίδιος είπεν οτι «ου μη μείνη ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται». Η πόρνη εδέχθη τον Ιησούν εκείνον, ο οποίος εισήγαγε δια μέσου του Ιορδάνου τον λαόν «εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι». Ο τελώνης εδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε δια του Βαπτίσματος τους πιστούς όπου «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Η Ραάβ εδέχθη εκείνον τον Ιησούν, ο οποίος εξήγαγε το σταφύλι από την γην της επαγγελίας. Ο Ζακχαίος υπεδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε τον ληστήν στον Παράδεισο. Έχει όμως και κάποιο άλλο μυστικόν νόημα η πόλις, κρυμμένο μέσα στην πηγή της. Η πηγή της Ιεριχούς ήταν κάποτε μητέρα της στειρώσεως, τροφός της ακαρπίας, επειδή το νερό της ήταν ελαττωματικόν. Ενώ είχε το ρείθρον αχανές και έρεε αθόρυβα σαν λάδι, οι προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο να την βλέπουν και αναχωρούσαν διψασμένοι. Διότι δεν ήταν ακίνδυνος γι’ αυτούς η πόσις. Επρόκειτο πράγματι περί ύδατος ολεθρίου. Το κάλλος της πηγής παρακινούσε τους περαστικούς να σπεύσουν για να πιουν, όμως ο φόβος της βλάβης ανέκοπτε την προθυμία τους. Όθεν, επειδή η πηγή έρεε ματαίως, οι περίοικοι, που πολλές φορές επήγαιναν εκεί, εγόγγυζαν από την δίψα που τους προκαλούσε όχι η ανυδρία αλλά η θέα των υδάτων. Και επειδή δεν είχαν την δυνατότητα να ικανοποιήσουν το πάθος αυτό της δίψης, παρεπονούντο αγανακτισμένοι και απευθύνοντο προς αυτήν λέγοντας: «Τι ρέεις ματαίως, ω πηγή; Θα ήσουν καλλιτέρα αν δεν φαινόσουν, αν είχες κρυφθή στα όρη και στις άμμους και στις ερημίες, όπου δεν θα είχες πολλούς μάρτυρες του κακού». Και γιατί το νερό δεν ήταν πόσιμον; Επειδή ενέκρωνε τα σώματα όσων το έπιναν. Αν έπινε άνδρας, δεν εγίνετο πατέρας, ούτε γυναίκα εγίνετο μητέρα, διότι έχανε την χάρη της μητρότητος. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και η γη που εδέχετο αυτό το νερό, ηρνείτο την συνήθη βλάστησή της, και οι εύσκιοι φοίνικες με την τόσην χάρη τους εξεδύοντο την στολή των φύλλων και, για να το ειπούμε με ένα λόγον, ο,τιδήποτε είχε την ατυχία να έλθη σε επαφή με το νερόν αυτό, ερημώνετο. Τοιαύτη ήταν η πηγή, όταν περιήρχετο παλαιά την Ιεριχώ, έως ότου ήλθεν ο Προφήτης Ελισαίος, επήρε αλάτι και το έρριψε στην πηγή, και έτσι εζωοποίησε τα ύδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», αναφέρει η Γραφή. «ίαμαι τα ύδατα ταύτα». Αυτά λέγει εκείνος που πάντοτε, όταν ομιλή, τον λόγο του τον κάνει έργο: «Να μη προέλθη πλέον από σας άγονος και στείρα», είπε, και το νερό μετεβλήθη, και οι γαστέρες άρχισαν να ωδίνουν, και η γη να βλαστάνη, και οι άμπελοι να θάλλουν, και η ελαία να επιδεικνύη την ιδικήν της χάρη. Και έτσι οι περίοικοι συμφιλιώθησαν με την πηγή τους, και ενώ παλαιά πολεμούσαν και επολεμούντο, τώρα την ποθούσαν και την επεσκέπτοντο.

Κάτι σπουδαίον όμως θέλει να ειπή το αίνιγμα της πηγής. Αύτη η πηγή, που έρρεεν αφθόνως και παλαιά έδιδε άχρηστο και άγονο νερό, ήταν προτύπωσις της Εκκλησίας.

Πράγματι, πριν από τον Χριστόν, κάθε θρησκεία ήταν τόσον ασεβής ώστε, αν κάποιος άνδρας έπινε από το νερό της πηγής της, έχανε ακόμη και την ιδιότητα να είναι άνθρωπος, και από την συμπλοκήν του με τα είδωλα ηρνείτο την λογικήν φύση της ψυχής. Η δε γυναίκα δεν εγίνετο μητέρα αρετών, δεν έτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, ούτε ανέβλυζε το λευκόν της ευσεβείας γάλα. Ενώ όμως αυτή ήταν η κατάστασις της πηγής, ήλθεν ο Κύριος, και αφού έβαλε μέσα της ως άλας τους Αποστόλους, έκαμε τα ύδατά της εύγεστα και πόσιμα. Και ότι ήσαν άλας οι Απόστολοι, άκου τον Χριστόν που λέγει προς αυτούς: «Υμείς εστέ το άλας της γης». Η στείρα και άγονος, όταν μετέλαβε από τα άλατα των Αποστόλων, έγινε πολύγονος, όπως λέγει ο Προφήτης...

Ήλθε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ, η πηγή κοντά στους ποτιζομένους από την πηγήν, η πολυδύναμος χάρις προς την πολύδενδρο και πολύρρυτον πόλιν. «Καί ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης». Διπλό το κακόν, ότι και ησχολείτο με άδικον τέχνη, και ότι ήταν αρχηγός των κακώς ασχολουμένων με αυτήν. Όχι μόνον ημάρτανε, αλλά είχε και την ευθύνη για ό,τι κακόν έκαμαν οι άλλοι. Απέκλειε τις λεωφόρους για τους οδοιπόρους, και τους υπεχρέωνε να περάσουν από τον παράπλευρον δρόμο της αδικίας του. Ούτε τους ληστάς εμιμείτο, όταν παρεμόνευε τους διερχομένους, ούτε ανέμενε τους οδοιπόρους από ζήλον φιλοξενίας, αλλά, έχοντας ως νόμο την αδικίαν, εφορολογούσε τους ξένους κόπους, μιμούμενος την άσπλαγχνον αδηφαγία των κηφήνων. Όπως δηλαδή οι κηφήνες τρυγούν τον κάματο των μελισσών χωρίς να συμμετέχουν στους κόπους των, έτσι και οι τελώνες κάθονται αργόσχολοι στα σταυροδρόμια και ληστεύουν τους κόπους των ξένων οδοιπόρων.

Κάποιος έπλεε στην θάλασσα, έδωσε μάχες με τις τρικυμίες, επολέμησε με τους ανέμους, διέσχισε μεγάλο και ανυπότακτον πέλαγος, και ο Ζακχαίος έσπευδε να του αφαιρέση το κέρδος με την φορολογία. Άλλος ήταν βοσκός και ταλαιπωρείτο από την ξηρασία και τον καύσωνα, συζούσε με τις βροχές, τα χιόνια και την πάχνη, και είχε ως καλύβη τις προεξοχές των βράχων, τροφή του το τυρί και το γάλα, και ένδυμα ακατέργαστο το δέρμα των προβάτων. Έπεσε όμως ο πτωχός, ο αγροίκος αυτός που έχει ως κατοικία του τα όρη, στα χέρια του Ζακχαίου, ο οποίος απεδεκάτισε τα ζώα του, τον ελήστευσε νομίμως, χωρίς ξίφος τον έσφαξε. Παίρνει ο δράστης το μαχαίρι του, και το αιμόφυρτον αποκομμένο μέλος και απομακρύνεται με αναισθησία, για να αποφύγη την δυσφορία του πάθους, αφήνοντάς τον από ανούσιο πτωχεία πληγωμένο να αποθάνη, αφού πονά μέχρι θανάτου. Δεν φεύγει η ψυχή του άπαξ δια παντός, αλλά θνήσκει σιγά σιγά και συνεχώς. Και για να το ειπώ συντόμως, τόσον ανεπιθύμητος ήταν ο Ζακχαίος για τους εμπόρους, τους οδοιπόρους, τους βουκόλους και τους βοσκούς, όσον τα απόρθητα φρούρια για τους στρατιώτες, οι ύφαλοι για τους πλοιάρχους και οι ύποπτες κινήσεις για τους πολεμιστάς.

Όμως αυτός, ο οποίος τόσην μανίαν εδείκνυε για την παράλογο συλλογή των χρημάτων, ζητούσε τώρα να ιδή τον Ιησούν, και δεν ημπορούσε. Τον ημπόδιζε το μικρό του ανάστημα και το βάρος της αδικίας. Τελικά όμως θεραπεύει το μειονέκτημα του αναστήματος με την συνετήν του έμπνευση. Τρέχει ενωρίτερα και ανεβαίνει σε κάποιαν συκομορέα, και κρύπτεται μέσα στο πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ότι βλέπει χωρίς να φαίνεται, επειδή ενόμιζε ότι θα διαφύγη της προσοχής του Παντογνώστου. Το ίδιο έπαθε και η αιμορροούσα, νομίζοντας ότι θα κλέψη τον Ιησούν, ο οποίος αρέσκεται σε παρόμοιες περιπτώσεις να κλέπτεται. Αλλά εκείνη τουλάχιστον επλησίασε και ήψατο των ιματίων του, ενώ αυτός έφθασε τον Χριστόν από μακριά, δια μέσου της πίστεως. Ανεβαίνει λοιπόν στο δένδρο, θεραπεύοντας τα κακά που προήλθαν από τον Αδάμ. Ο ένας πλανάται από το δένδρο και απομακρύνεται από τον Θεόν, ενώ ο άλλος σώζεται από το δένδρον, επειδή επιθυμεί να ιδή τον Θεόν. Διότι όταν ήκουσε ότι κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα, και ότι εκτός από τα σώματα θεραπεύει και τις ψυχές, και από τις μεν ψυχές αφαιρεί τις αμαρτίες, στα δε σώματα χαρίζει την απάθειαν, επεθύμησε να τον ιδή, αυτόν ο οποίος συγχωρεί τα πάντα στους πάντες, και συλλογίζετο μέσα του: «Ποίος να είναι άραγε αυτός ο Ιησούς που καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλούς και συγχωρεί τις αμαρτίες όσων του το ζητούν; Πώς μοιάζει άραγε, πώς να είναι η μορφή του; Άραγε τα γνωρίζει όλα; Έχει άραγε υπ’ όψιν του και τις σκέψεις των απόντων, ή μόνον τους λογισμούς αυτών που είναι κοντά του εξετάζει; Άραγε ανιχνεύει ως Θεός τα νοήματα της καρδίας καθενός; Πώς λοιπόν θα τα μάθω όλα αυτά; Ποίος θα μου τα διδάξη; Ποίος άλλος; Η προσωπική πείρα, αυτή είναι διδάσκαλος για όλα. Θα ανέβω στο δένδρο, και θα καλυφθώ από το πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι και έτσι μαθαίνω αν ημπορώ να σωθώ. Εάν αντιληφθή την κίνησιν αυτή της ψυχής μου, τότε θα μάθω ότι εξαλείφει και την αμαρτία της ψυχής μου. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα καταλάβω ότι γνωρίζει τα κρυπτά των λογισμών. Εάν με ιδή μέσα σ’ αυτόν τον συνωστισμό, και όχι μόνον με ιδή αλλά ανακαλύψη και της ψυχής μου τον έρωτα. Θα προτιμήσω να τα απορρίψω όλα για να βρω το ένα. Θέλω να μιμηθώ τον Ματθαίο. Και εκείνος τελώνης ήταν όπως εγώ, όμως δεν προσέτρεξε αυθαιρέτως, αλλά προσεκλήθη από τον Ιησού και υπήκουσε. Ο Ματθαίος, φαντάζομαι, καθώς είδε τον Ιησούν, τον ενόμισεν ως έναν από τους οδοιπόρους. Εβαθούλωσε τις παλάμες και άνοιξε, ως συνήθως, τις αγκάλες του, έτοιμος να αρπάξη. Αντί όμως να φορολογήση, όπως ήθελε, τον Χριστόν, εφορολογήθη από αυτόν, και όχι μόνον φαινομενικώς, αλλά προσφέροντας όλον του τον εαυτόν. Πράγματι, την στιγμή που ήκουσε «ακολούθει μοι», υπερέβη την κλίση με την προθυμία του, τρέχοντας όσον ημπορούσε γρηγορότερα πίσω από αυτόν που τον προσείλκυσε. Εάν λοιπόν προσκαλή και τελώνες, και όχι μόνον προσκαλεί, αλλά και δικαιώνει, δεν με βλάπτει η σωρεία των παρελθόντων μου κακών. Διότι, αν ο Ελισσαίος, ρίπτοντας αλάτι στην πηγή μας, μετέβαλε σε γόνιμο το άγονο νερό της, οπωσδήποτε και αυτός, αν αλατίση με την χάρη την ψυχή μου, θα την διεγείρη προς καρπογονίαν αρετής.

Καθώς εσυλλογίζετο αυτά «ήλθεν επί τον τόπον ο Ιησούς, και αναβλέψας είδεν αυτόν και είπε προς αυτόν: Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι». Έχεις ανεβεί στο δένδρον ως τελώνης, κατέβα από το δένδρον ως φιλόθεος. Κατέβα από το ξύλον αυτό στην γη, για να ανεβής δια του σταυρού προς τον ουρανόν. Ανήλθες σ’ ένα δένδρον, από τους ανθρώπους κρυπτόμενος, ανέρχεσαι δια του σταυρού στους αγγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπόν «κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν οίκω σου δει με μείναι». Ω, τι ανέκφραστη χάρις! Τι απερίγραπτος φιλανθρωπία! Δεν θα είναι πλέον ακάθαρτος ο οίκος του τελώνου. Κάθε κακό θα αποδράση από αυτόν, διότι όπου φιλοξενείται ο Ιησούς, τα πάντα μεταβάλλονται προς το καλλίτερον. «Ζακχαίε», λέγει. «σπεύσας κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι». Τι να είπω; Παράδεισος έγινε η οικία του τελώνου. Ό,τι βλέπω στην περίπτωση του ληστού, το ίδιο και τώρα στον Ζακχαίον. Είπε στον ληστή «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», και συγχρόνως τον παρέλαβε από το ξύλο και τον έβαλε στον Παράδεισον. Είπε στον Ζακχαίο. «Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», και συγχρόνως τον έλαβε μαζί του και εισήλθε, κάνοντας τον οίκο του Παράδεισο πριν από τον Παράδεισο...

Καθώς όμως παρακολουθούσαν τα γενόμενα οι απόγονοι εκείνων που παλαιά αγανακτούσαν και παρεπονούντο για την πηγήν, οι άγευστοι της θείας δυνάμεως και αγαθότητος, σαν να ελυπούντο για την σωτηρία του αρχιτελώνου, εγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ότι «παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθεν καταλύσαι». Ω, εργάτες της καταφρονήσεως, και γεωργοί της ραθυμίας! Σεις τι είσθε, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Δεν είσθε μοχθηρότεροι από όλους τους ανθρώπους; Πώς λοιπόν ο Ιησούς ήλθε και εσκήνωσε μεταξύ σας; Πώς εγεννήθη μεταξύ σας, ανετράφη, ανδρώθη, έπιεν, έφαγε; Γιατί λοιπόν παραβλέπετε τα ιδικά σας τραύματα, και ανιχνεύετε τα πταίσματα του πλησίον; Και εκτός αυτού, γιατί άλλοτε λέγετε τον Χριστόν αμαρτωλόν, και άλλοτε δίκαιον; Όταν εθεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, τον απεκαλέσατε αμαρτωλό, λέγοντας «δος δόξαν τω Θεώ. Ημείς γαρ οίδαμεν ότι αμαρτωλός εστίν», επειδη λύει το Σάββατο. Τώρα που ήλθε κάτω από την στέγη του τελώνου, τον διασύρετε ενώπιον όλων ως μη δίκαιον, διότι συντρώγει αναξίως με αμαρτωλούς. Αν θεραπεύση τυφλόν, τον λέγετε αμαρτωλόν, αν συμφάγη με αμαρτωλούς τον διασύρετε, ότι συντρώγει αναξίως με αμαρτωλούς. Τι λοιπόν; Να μη θεραπεύση τυφλόν το Σάββατο για να μη νομισθή αμαρτωλός; Να μη φάγη με τελώνες για να θεωρηθή δίκαιος; Γιατί τον κατηγορείτε; Και πού αλλού έπρεπε να τεθή το φως, παρά σε μέρος σκοτεινό; Πού έπρεπε να έλθη ο ιατρός; Να μη προστρέξη σ’ αυτούς που υποφέρουν; «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλά οι κακώς έχοντες». Πού έπρεπε να παρουσιασθή ο αμνός του Θεού; Όχι προς τους τελώνες και αμαρτωλούς, ώστε να λάβη το φορτίο τους επάνω του, να τους ελαφρύνη, και έτσι να τους καταστήση ικανούς για τα υψηλότερα; Ματαίως τον κακολογείτε. Έχει εκπληρωθή σε σας αυτό που ελέχθη, ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς (σας προλαμβάνουν δηλαδή) εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κυριον. Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς” και ει τινος εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν». Τώρα που έχω δεχθή στον οίκο μου εσέ τον προστάτη των πτωχών, δεν ανέχομαι πλέον να αδικώ τους πτωχούς, δεν με κατέχει πλέον ο φόβος μήπως δεν συλλέξω χρήματα, αφού εφιλοξένησα αυτόν που χαρίζει τον πλούτον τον ακένωτον. Δεν παραμονεύω πλέον τους οδοιπόρους, αφού συνήντησα στον δρόμο της ζωής μου τον Ύψιστον Θεόν, που κατέβη στην γη με μορφήν ανθρώπου, για να χαρίση αμνηστεία και να σχίση το χειρόγραφον των αμαρτιών μας...

Μολονότι όμως είναι ο όντως πλούσιος, έζησε ως πτωχός. Γι’ αυτό και ο Ζακχαίος έλεγε «Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, συ δε ουκ έχεις που την κεφαλήν κλίνη». Ας χαθούν οι επίσημες αυλές και τα προαύλια, οι οικοδομικές μεγαλουργίες, οι λαμπροί και περιφανείς οίκοι. Αντί όλων αυτών μόνον τον ακένωτον πλούτο της πτωχείας σου ζητώ. Αλλά επειδή αδυνατώ να διηγηθώ επαξίως τον πλούτο της ψυχής του Ζακχαίου, ας αφήσωμε τον λόγο στον πλούσιον σε αρετές Πατέρα, ο οποίος θα ομιλήση στην καρδία του καθενός. Στον φιλόξενον αρμόζει να διηγήται τις αρετές του φιλόξενου, προς αίνεσιν μεν αυτού, στηριγμόν δε ιδικόν σας και στέφανον της Εκκλησίας, τιμήν δε του Χριστού «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

----------------------------------------------------
πηγή: (4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 114, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 439 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς) 

πηγή ηλεκτρ/κου κειμένου: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2144

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2012

Άγιος Αμφιλόχιος, επίσκοπος Ικονίου: "Λόγος εις τον Ζακχαίον" (Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά)



Τίποτα δεν παρακινεί τόσον την ψυχή προς 
ευφροσύνην, όσον ο φόβος του Θεού και η αποχή
 των κακών, ο δρόμος της μετανοίας και ο τρόπος της
 εξομολογήσεως. Όθεν και σήμερα ο Δαυίδ εμακάριζεν
 αυτούς των οποίων συνεχωρήθησαν οι αμαρτίες, 
φανερώνοντας την φιλανθρωπία του Χριστού, 
και συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τους 
αμαρτωλούς να προστρέξουν στην μετάνοια.
«Μακάριοι», λέγει, «ων αφέθησαν αι ανομίαι,
 και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι». Όποιος 
λοιπόν ημπορεί να αισθανθή σαν την πόρνην
 και τον τελώνην, ας τρέξη στις ακενώτους 
πηγές της σωτηρίας του Χριστού. Δεν είναι 
δυνατόν χωρίς μετάνοια να λάβη κανείς την 
λύση των κακών, ούτε να επιτύχη τον 
μακαρισμόν, έστω και αν είναι Προφήτης
 ή Απόστολος ή και Ευαγγελιστής. Πράγματι 
όλοι από την ιδίαν πηγή έχουν αντλήσει. 
Μεταξύ των Προφητών ο ίδιος ο Δαυίδ, 
ο οποίος και μετά την μοιχείαν παραμένει
 Προφήτης, με την Χάριν Εκείνου που τον
 συνεχώρησε. Από τους Αποστόλους ο Πέτρος
 και ο Παύλος, από τους οποίους ο μεν ένας
 έχει «τας κλεις της βασιλείας» μετά την άρνησιν,
 ο δε άλλος κατέστη Απόστολος των εθνών μετά 
την δίωξη, μετατρέποντας τον ιουδαϊκόν ζήλον 
σε ευαγγελικόν τρόπο. Και μέσα στα Ευαγγέλια
 εγνώρισα σωζόμενον τελώνην, όχι μόνο τον Ματθαίον,
 αλλά μαζί μ’ αυτόν και άλλους δύο. Ο ένας από αυτούς, προσευχόμενος και κτυπώντας το στήθος του όπου 
υπήρχε ο θησαυρός των κακών, και μη τολμώντας να
 σταθή στον ναό με τα χέρια και το βλέμμα υψωμένα,
 όχι μόνον εδικαιώθη, αλλά και εστεφανώθη, 
εν αντιθέσει με τον Φαρισαίον. Και ο σημερινός
 Ζακχαίος, αφού ανέβη στο δένδρον, όπου πολλές
 φορές είχε σταθεί για να κατασκοπεύη μη του
 διαφύγη κάποιος έμπορος και μείνει αφορολόγητος,
 τώρα επρόσεχε μη του διαφύγη απαρατήρητος 
ο έμπορος του ουρανού και της γης, ο οποίος 
είχε μέσα του τον άσυλον θησαυρόν της Βασιλείας 
των Ουρανών.

Για να μη συγχέωμεν όμως τις ιστορίες των τελωνών
 μεταξύ τους, ας διαπραγματευθούμε σήμερα, εάν 
νομίζετε, και ας εξετάσωμε λεπτομερέστερα την 
υπόθεση μόνον του Ζακχαίου. «Εισελθών» ο Ιησούς,
 λέγει, «διήρχετο την Ιεριχώ. Και ιδού ανήρ ονόματι
 καλούμενος Ζακχαίος, και ούτος ην αρχιτελώνης». 
Δεν μνημονεύει ο Ευαγγελιστής την Ιεριχώ χωρίς
 λόγον, αλλά επειδή πρόκειται να ειπή ότι ένας 
Τελώνης εφιλοξένησε στον οίκο του τον Θεόν.
 Ήταν απίστευτο το πράγμα. Γι αυτό αναφέρει
 πρώτα την πατρίδα, για να μας υπομνήση την 
πόρνην Ραάβ, και έτσι να μας φανή παράδοξος 
η μεταστροφή του Ζακχαίου. Αυτός είναι ο λόγος
 για τον οποίον ανέφερε την Ιεριχώ. Να φέρωμε
 στον νου μας την πόρνην Ραάβ, και να συγκρίνωμε
 τον τρόπο της σωτηρίας αυτών των δύο. Όπως 
δηλαδή η Ραάβ, η πόρνη, εδέχθη τον Ιησού του 
Ναυή ως κατάσκοπο και τον έκρυψε, έτσι και ο
 Ζακχαίος, ο τελώνης, εδέχθη και έθρεψε στον 
οίκο του τον αληθινόν Ιησούν, τον κατάσκοπο 
της διανοίας μας. Εκείνη εδέχθη τον Ιησού του
 Ναυή, ο οποίος εισήγαγε τον λαό στην γην της 
επαγγελίας. Αυτός δέχεται τον αληθινόν Ιησούν, ο
 οποίος ήλθε για να μας εισαγάγη στην 
Βασιλείαν των Ουρανών. Εκείνη εδέχθη τον 
παλαιόν Ιησούν, ο οποίος κατηδάφισε τα 
τείχη της Ιεριχούς. Αυτός εδέχθη τον αληθινόν
 Ιησούν, ο οποίος κατεδάφισε των Ιουδαίων τον 
ναόν. διότι ο ίδιος είπεν οτι «ου μη μείνη ώδε 
λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται». Η πόρνη 
εδέχθη τον Ιησούν εκείνον, ο οποίος εισήγαγε
 δια μέσου του Ιορδάνου τον λαόν «εις γην ρέουσαν 
γάλα και μέλι». Ο τελώνης εδέχθη τον αληθινόν 
Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε δια του Βαπτίσματος 
τους πιστούς όπου «οφθαλμός ουκ είδε και ους 
ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη».
 Η Ραάβ εδέχθη εκείνον τον Ιησούν, ο οποίος εξήγαγε
 το σταφύλι από την γην της επαγγελίας. Ο Ζακχαίος
 υπεδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε 
τον ληστήν στον Παράδεισο. Έχει όμως και 
κάποιο άλλο μυστικόν νόημα η πόλις, κρυμμένο 
μέσα στην πηγή της. Η πηγή της Ιεριχούς ήταν
 κάποτε μητέρα της στειρώσεως, τροφός της 
ακαρπίας, επειδή το νερό της ήταν ελαττωματικόν.
 Ενώ είχε το ρείθρον αχανές και έρεε 
αθόρυβα σαν λάδι, οι προσερχόμενοι περιωρίζοντο
 μόνο να την βλέπουν και αναχωρούσαν διψασμένοι. 
Διότι δεν ήταν ακίνδυνος γι’ αυτούς η πόσις. 
Επρόκειτο πράγματι περί ύδατος ολεθρίου. 
Το κάλλος της πηγής παρακινούσε τους περαστικούς
 να σπεύσουν για να πιουν, όμως ο φόβος της
 βλάβης ανέκοπτε την προθυμία τους. Όθεν,
 επειδή η πηγή έρεε ματαίως, οι περίοικοι, 
που πολλές φορές επήγαιναν εκεί, εγόγγυζαν από
 την δίψα που τους προκαλούσε όχι η ανυδρία αλλά
 η θέα των υδάτων. Και επειδή δεν είχαν
 την δυνατότητα να ικανοποιήσουν το πάθος 
αυτό της δίψης, παρεπονούντο αγανακτισμένοι 
και απευθύνοντο προς αυτήν λέγοντας: «Τι ρέεις`
 ματαίως, ω πηγή; Θα ήσουν καλλιτέρα αν δεν
 φαινόσουν, αν είχες κρυφθή στα όρη και
 στις άμμους και στις ερημίες, όπου δεν θα είχες
 πολλούς μάρτυρες του κακού». Και γιατί το νερό
 δεν ήταν πόσιμον; Επειδή ενέκρωνε τα σώματα 
όσων το έπιναν. Αν έπινε άνδρας, δεν εγίνετο 
πατέρας, ούτε γυναίκα εγίνετο μητέρα, διότι
 έχανε την χάρη της μητρότητος. Και όχι μόνον 
αυτό, αλλά και η γη που εδέχετο αυτό το νερό,
 ηρνείτο την συνήθη βλάστησή της, και οι 
εύσκιοι φοίνικες με την τόσην χάρη τους 
εξεδύοντο την στολή των φύλλων και, για να 
το ειπούμε με ένα λόγον, ο,τιδήποτε είχε την 
ατυχία να έλθη σε επαφή με το νερόν αυτό,
 ερημώνετο. Τοιαύτη ήταν η πηγή, 
όταν περιήρχετο παλαιά την Ιεριχώ, έως
 ότου ήλθεν ο Προφήτης Ελισαίος, επήρε
 αλάτι και το έρριψε στην πηγή, και έτσι 
εζωοποίησε τα ύδατα. «Τάδε λέγει Κύριος»,
 αναφέρει η Γραφή. «ίαμαι τα ύδατα ταύτα».
 Αυτά λέγει εκείνος που πάντοτε, όταν ομιλή,
 τον λόγο του τον κάνει έργο: «Να μη προέλθη
 πλέον από σας άγονος και στείρα», είπε, και
 το νερό μετεβλήθη, και οι γαστέρες άρχισαν να
 ωδίνουν, και η γη να βλαστάνη, και οι άμπελοι 
να θάλλουν, και η ελαία να επιδεικνύη την ιδικήν 
της χάρη. Και έτσι οι περίοικοι συμφιλιώθησαν 
με την πηγή τους, και ενώ παλαιά πολεμούσαν και
 επολεμούντο, τώρα την ποθούσαν και την επεσκέπτοντο.

Κάτι σπουδαίον όμως θέλει να ειπή το αίνιγμα 
της πηγής. Αύτη η πηγή, που έρρεεν αφθόνως
 και παλαιά έδιδε άχρηστο και άγονο νερό, 
ήταν προτύπωσις της Εκκλησίας.

Πράγματι, πριν από τον Χριστόν, κάθε θρησκεία
 ήταν τόσον ασεβής ώστε, αν κάποιος άνδρας
 έπινε από το νερό της πηγής της, έχανε ακόμη
 και την ιδιότητα να είναι άνθρωπος, και από την 
συμπλοκήν του με τα είδωλα ηρνείτο την λογικήν
 φύση της ψυχής. Η δε γυναίκα δεν εγίνετο μητέρα
 αρετών, δεν έτικτε βλαστήματα σωφροσύνης,
 ούτε ανέβλυζε το λευκόν της ευσεβείας γάλα. 
Ενώ όμως αυτή ήταν η κατάστασις της πηγής, 
ήλθεν ο Κύριος, και αφού έβαλε μέσα της ως 
άλας τους Αποστόλους, έκαμε τα ύδατά της 

εύγεστα και πόσιμα. Και ότι ήσαν άλας ο
ι Απόστολοι, άκου τον Χριστόν που λέγει προς
 αυτούς: «Υμείς εστέ το άλας της γης».
 Η στείρα και άγονος, όταν μετέλαβε από 
τα άλατα των Αποστόλων, έγινε πολύγονος, 
όπως λέγει ο Προφήτης...

Ήλθε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ, η πηγή 
κοντά στους ποτιζομένους από την πηγήν, η 
πολυδύναμος χάρις προς την πολύδενδρο και 
πολύρρυτον πόλιν. «Καί ιδού ανήρ ονόματι
 καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης».
 Διπλό το κακόν, ότι και ησχολείτο με άδικον τέχνη, 
και ότι ήταν αρχηγός των κακώς ασχολουμένων 
με αυτήν. Όχι μόνον ημάρτανε, αλλά είχε και
 την ευθύνη για ό,τι κακόν έκαμαν οι άλλοι. 
Απέκλειε τις λεωφόρους για τους οδοιπόρους,
 και τους υπεχρέωνε να περάσουν από τον 
παράπλευρον δρόμο της αδικίας του. Ούτε 
τους ληστάς εμιμείτο, όταν παρεμόνευε 
τους διερχομένους, ούτε ανέμενε τους 
οδοιπόρους από ζήλον φιλοξενίας, αλλά,
 έχοντας ως νόμο την αδικίαν, 
εφορολογούσε τους ξένους κόπους,
 μιμούμενος την άσπλαγχνον αδηφαγία των
 κηφήνων. Όπως δηλαδή οι κηφήνες 
τρυγούν τον κάματο των μελισσών 
χωρίς να συμμετέχουν στους κόπους 
των, έτσι και οι τελώνες κάθονται
 αργόσχολοι στα σταυροδρόμια και
ληστεύουν τους κόπους των ξένων οδοιπόρων.

Κάποιος έπλεε στην θάλασσα, έδωσε 
μάχες με τις τρικυμίες, επολέμησε με τους ανέμους, 
διέσχισε μεγάλο και ανυπότακτον πέλαγος, και ο
 Ζακχαίος έσπευδε να του αφαιρέση το κέρδος 
με την φορολογία. Άλλος ήταν βοσκός και 
ταλαιπωρείτο από την ξηρασία και τον
 καύσωνα, συζούσε με τις βροχές, τα χιόνια
 και την πάχνη, και είχε ως καλύβη τις προεξοχές
 των βράχων, τροφή του το τυρί και το γάλα, 
και ένδυμα ακατέργαστο το δέρμα των
 προβάτων. Έπεσε όμως ο πτωχός, ο αγροίκος
 αυτός που έχει ως κατοικία του τα όρη, στα 
χέρια του Ζακχαίου, ο οποίος απεδεκάτισε τα ζώα
 του, τον ελήστευσε νομίμως, χωρίς ξίφος τον 
έσφαξε. Παίρνει ο δράστης το μαχαίρι του, 
και το αιμόφυρτον αποκομμένο μέλος 
και απομακρύνεται με αναισθησία, για να αποφύγη 
την δυσφορία του πάθους, αφήνοντάς τον από 
ανούσιο πτωχεία πληγωμένο να αποθάνη, αφού 
πονά μέχρι θανάτου. Δεν φεύγει η ψυχή του
 άπαξ δια παντός, αλλά θνήσκει σιγά σιγά και
 συνεχώς. Και για να το ειπώ συντόμως, τόσον
 ανεπιθύμητος ήταν ο Ζακχαίος για τους
 εμπόρους, τους οδοιπόρους, τους βουκόλους
 και τους βοσκούς, όσον τα απόρθητα 
φρούρια για τους στρατιώτες, οι ύφαλοι
 για τους πλοιάρχους και οι ύποπτες
 κινήσεις για τους πολεμιστάς.

Όμως αυτός, ο οποίος τόσην μανίαν εδείκνυε 
για την παράλογο συλλογή των χρημάτων, 
ζητούσε τώρα να ιδή τον Ιησούν, και δεν ημπορούσε. 
Τον ημπόδιζε το μικρό του ανάστημα και το 
βάρος της αδικίας. Τελικά όμως θεραπεύει 
το μειονέκτημα του αναστήματος με την
 συνετήν του έμπνευση. Τρέχει ενωρίτερα 
και ανεβαίνει σε κάποιαν συκομορέα, και
 κρύπτεται μέσα στο πλούσιο φύλλωμά της, 
πιστεύοντας ότι βλέπει χωρίς να φαίνεται,
 επειδή ενόμιζε ότι θα διαφύγη της προσοχής
 του Παντογνώστου. Το ίδιο έπαθε και η
 αιμορροούσα, νομίζοντας ότι θα 
κλέψη τον Ιησούν, ο οποίος αρέσκεται σε
 παρόμοιες περιπτώσεις να κλέπτεται.
 Αλλά εκείνη τουλάχιστον επλησίασε και ήψατο
 των ιματίων του, ενώ αυτός έφθασε τον 
Χριστόν από μακριά, δια μέσου της πίστεως.
 Ανεβαίνει λοιπόν στο δένδρο, θεραπεύοντας 
τα κακά που προήλθαν από τον Αδάμ. Ο ένας 
πλανάται από το δένδρο και απομακρύνεται
 από τον Θεόν, ενώ ο άλλος σώζεται από το 
δένδρον, επειδή επιθυμεί να ιδή τον Θεόν.
 Διότι όταν ήκουσε ότι κάνει πολλά και 
παράδοξα θαύματα, και ότι εκτός από τα 
σώματα θεραπεύει και τις ψυχές, και από
 τις μεν ψυχές αφαιρεί τις αμαρτίες, 
στα δε σώματα χαρίζει την απάθειαν, 
επεθύμησε να τον ιδή, αυτόν ο οποίος
 συγχωρεί τα πάντα στους πάντες, και 
συλλογίζετο μέσα του: «Ποίος να είναι
 άραγε αυτός ο Ιησούς που καθαρίζει 
λεπρούς, θεραπεύει τυφλούς και συγχωρεί 
τις αμαρτίες όσων του το ζητούν; Πώς μοιάζει 
άραγε, πώς να είναι η μορφή του; Άραγε τα γνωρίζει όλα;
 Έχει άραγε υπ’ όψιν του και τις σκέψεις των απόντων,
 ή μόνον τους λογισμούς αυτών που είναι κοντά του
 εξετάζει; Άραγε ανιχνεύει ως Θεός τα νοήματα της 
καρδίας καθενός; Πώς λοιπόν θα τα μάθω όλα αυτά;
 Ποίος θα μου τα διδάξη; Ποίος άλλος; Η προσωπική
 πείρα, αυτή είναι διδάσκαλος για όλα. Θα ανέβω στο 
δένδρο, και θα καλυφθώ από το πλούσιο φύλλωμά του.
 Κρύπτομαι και έτσι μαθαίνω αν ημπορώ να σωθώ. 
Εάν αντιληφθή την κίνησιν αυτή της ψυχής μου, 
τότε θα μάθω ότι εξαλείφει και την αμαρτία της
 ψυχής μου. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα καταλάβω
 ότι γνωρίζει τα κρυπτά των λογισμών. Εάν με ιδή
 μέσα σ’ αυτόν τον συνωστισμό, και όχι μόνον με ιδή 
αλλά ανακαλύψη και της ψυχής μου τον έρωτα.
 Θα προτιμήσω να τα απορρίψω όλα για να βρω
 το ένα. Θέλω να μιμηθώ τον Ματθαίο. 
Και εκείνος τελώνης ήταν όπως εγώ,
 όμως δεν προσέτρεξε αυθαιρέτως, αλλά 
προσεκλήθη από τον Ιησού και υπήκουσε.
 Ο Ματθαίος, φαντάζομαι, καθώς είδε τον 
Ιησούν, τον ενόμισεν ως έναν από τους οδοιπόρους. 
Εβαθούλωσε τις παλάμες και άνοιξε, ως συνήθως, 
τις αγκάλες του, έτοιμος να αρπάξη. Αντί όμως
 να φορολογήση, όπως ήθελε, τον Χριστόν,
 εφορολογήθη από αυτόν, και όχι μόνον
 φαινομενικώς, αλλά προσφέροντας όλον του
 τον εαυτόν. Πράγματι, την στιγμή που ήκουσε
 «ακολούθει μοι», υπερέβη την κλίση με την 
προθυμία του, τρέχοντας όσον ημπορούσε
 γρηγορότερα πίσω από αυτόν που τον 
προσείλκυσε. Εάν λοιπόν προσκαλή και 
τελώνες, και όχι μόνον προσκαλεί, αλλά και
 δικαιώνει, δεν με βλάπτει η σωρεία των 
παρελθόντων μου κακών. Διότι, αν ο Ελισσαίος, 
ρίπτοντας αλάτι στην πηγή μας, μετέβαλε σε
 γόνιμο το άγονο νερό της, οπωσδήποτε και
 αυτός, αν αλατίση με την χάρη την ψυχή μου, 
θα την διεγείρη προς καρπογονίαν αρετής.

Καθώς εσυλλογίζετο αυτά «ήλθεν επί τον τόπον
 ο Ιησούς, και αναβλέψας είδεν αυτόν και είπε προς
 αυτόν: Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι». Έχεις ανεβεί 
στο δένδρον ως τελώνης, κατέβα από το δένδρον
 ως φιλόθεος. Κατέβα από το ξύλον αυτό στην γη,
 για να ανεβής δια του σταυρού προς τον ουρανόν.
 Ανήλθες σ’ ένα δένδρον, από τους ανθρώπους
 κρυπτόμενος, ανέρχεσαι δια του σταυρού 
στους αγγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπόν 
«κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν οίκω σου δει με μείναι». 
Ω, τι ανέκφραστη χάρις! Τι απερίγραπτος 
φιλανθρωπία! Δεν θα είναι πλέον ακάθαρτος
 ο οίκος του τελώνου. Κάθε κακό θα αποδράση 
από αυτόν, διότι όπου φιλοξενείται ο Ιησούς, 
τα πάντα μεταβάλλονται προς το καλλίτερον. 
«Ζακχαίε», λέγει. «σπεύσας κατάβηθι’ σήμερον
 γαρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι». Τι να είπω;
 Παράδεισος έγινε η οικία του τελώνου. 
Ό,τι βλέπω στην περίπτωση του ληστού, 
το ίδιο και τώρα στον Ζακχαίον. Είπε
 στον ληστή «Σήμερον μετ’ εμού έση 
εν τω Παραδείσω», και συγχρόνως τον 
παρέλαβε από το ξύλο και τον έβαλε 
στον Παράδεισον. Είπε στον Ζακχαίο. 
«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι»,
 και συγχρόνως τον έλαβε μαζί του και εισήλθε,
 κάνοντας τον οίκο του Παράδεισο πριν από 
τον Παράδεισο...

Καθώς όμως παρακολουθούσαν τα γενόμενα οι απόγονοι
 εκείνων που παλαιά αγανακτούσαν και παρεπονούντο 
για την πηγήν, οι άγευστοι της θείας δυνάμεως και
 αγαθότητος, σαν να ελυπούντο για την σωτηρία 
του αρχιτελώνου, εγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ότι
 «παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθεν καταλύσαι».
 Ω, εργάτες της καταφρονήσεως, και γεωργοί της 
ραθυμίας! Σεις τι είσθε, δίκαιοι ή αμαρτωλοί;
 Δεν είσθε μοχθηρότεροι από όλους τους ανθρώπους;
 Πώς λοιπόν ο Ιησούς ήλθε και εσκήνωσε μεταξύ σας;
 Πώς εγεννήθη μεταξύ σας, ανετράφη, ανδρώθη,
 έπιεν, έφαγε; Γιατί λοιπόν παραβλέπετε τα ιδικά
 σας τραύματα, και ανιχνεύετε τα πταίσματα του 
πλησίον; Και εκτός αυτού, γιατί άλλοτε 
λέγετε τον Χριστόν αμαρτωλόν, και άλλοτε δίκαιον;
 Όταν εθεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, τον
 απεκαλέσατε αμαρτωλό, λέγοντας «δος 
δόξαν τω Θεώ. Ημείς γαρ οίδαμεν ότι αμαρτωλός
 εστίν», επειδη λύει το Σάββατο. Τώρα που ήλθε
 κάτω από την στέγη του τελώνου, τον διασύρετε
 ενώπιον όλων ως μη δίκαιον, διότι συντρώγει
 αναξίως με αμαρτωλούς. Αν θεραπεύση τυφλόν,
 τον λέγετε αμαρτωλόν, αν συμφάγη με αμαρτωλούς 
τον διασύρετε, ότι συντρώγει αναξίως με 
αμαρτωλούς. Τι λοιπόν; Να μη θεραπεύση 
τυφλόν το Σάββατο για να μη νομισθή αμαρτωλός;
 Να μη φάγη με τελώνες για να θεωρηθή 
δίκαιος; Γιατί τον κατηγορείτε; Και πού
 αλλού έπρεπε να τεθή το φως, παρά σε
 μέρος σκοτεινό; Πού έπρεπε να έλθη ο
 ιατρός; Να μη προστρέξη σ’ αυτούς 
που υποφέρουν; «Ου χρείαν έχουσιν 
οι ισχύοντες ιατρού, αλλά οι κακώς
 έχοντες». Πού έπρεπε να παρουσιασθή
 ο αμνός του Θεού; Όχι προς τους τελώνες
 και αμαρτωλούς, ώστε να λάβη το φορτίο
 τους επάνω του, να τους ελαφρύνη, και
 έτσι να τους καταστήση ικανούς για τα 
υψηλότερα; Ματαίως τον κακολογείτε.
 Έχει εκπληρωθή σε σας αυτό που ελέχθη,
 ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν 
υμάς (σας προλαμβάνουν δηλαδή) εις την
 βασιλείαν των ουρανών».

«Σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κυριον.
 Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, 
δίδωμι τοις πτωχοίς” και ει τινος 
εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν». 
Τώρα που έχω δεχθή στον οίκο μου εσέ τον 
προστάτη των πτωχών, δεν ανέχομαι πλέον 
να αδικώ τους πτωχούς, δεν με κατέχει 
πλέον ο φόβος μήπως δεν συλλέξω χρήματα, 
αφού εφιλοξένησα αυτόν που χαρίζει τον 
πλούτον τον ακένωτον. Δεν παραμονεύω
 πλέον τους οδοιπόρους, αφού συνήντησα στον
 δρόμο της ζωής μου τον Ύψιστον Θεόν, 
που κατέβη στην γη με μορφήν ανθρώπου, 
για να χαρίση αμνηστεία και να σχίση το 
χειρόγραφον των αμαρτιών μας...

Μολονότι όμως είναι ο όντως πλούσιος, έζησε ως
 πτωχός. Γι’ αυτό και ο Ζακχαίος έλεγε 
«Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και 
τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις,
 συ δε ουκ έχεις που την κεφαλήν κλίνη». 
Ας χαθούν οι επίσημες αυλές και τα
 προαύλια, οι οικοδομικές μεγαλουργίες, 
οι λαμπροί και περιφανείς οίκοι. Αντί
 όλων αυτών μόνον τον ακένωτον πλούτο
 της πτωχείας σου ζητώ. Αλλά επειδή 
αδυνατώ να διηγηθώ επαξίως τον πλούτο της
 ψυχής του Ζακχαίου, ας αφήσωμε τον λόγο 
στον πλούσιον σε αρετές Πατέρα, ο οποίος 
θα ομιλήση στην καρδία του καθενός. 
Στον φιλόξενον αρμόζει να διηγήται τις 
αρετές του φιλόξενου, προς αίνεσιν μεν 
αυτού, στηριγμόν δε ιδικόν σας και στέφανον 
της Εκκλησίας, τιμήν δε του Χριστού «ω η δόξα
 και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

----------------------------------------------------
πηγή: (4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 114,
 Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", 
σελίς 439 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς) 

πηγή ηλεκτρ/κου κειμένου: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2144  πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...