Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αληθινές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αληθινές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Απριλίου 26, 2016

Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ




Ο Μακαριστός Καθηγούμενος της ιεράς Μονής Διονυσίου Γαβριήλ, διηγείται το επόμενο αληθινό γεγονός:


«Τον Οκτώβριο του 1913, ο επιτελάρχης του Εθνικού μας στρατού Βίκτωρ Δουσμάνης μας έστειλε συνοδεία δύο στρατιωτών έναν ανιψιό του ψυχοπαθή και δαιμονισμένο, με μία επιστολή προς την Μονή μας, στην οποία έλεγε:


«Εδώ, πατέρες, εις την πατρίδα μου, την Κέρκυρα, έχουμε το καλύτερο ψυχιατρείο της Ελλάδος. Εκεί έμεινε ο ανιψιός μου αυτός ο Γιάννης, αλλά δεν είδαμε καμία βελτίωση. Μας είπαν δε οι γιατροί ότι εξάντλησαν όλα τα μέσα της επιστήμης. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να τον στείλουμε σε σας εκεί στο Άγιο Όρος και σας παρακαλούμε να τον δεχθείτε και να του κάνετε ό,τι είναι δυνατόν πνευματικώς και ο Θεός ίσως τον λυπηθεί και αυτόν και εμάς και τον κάνει καλά».


Η Μονή μας τον δέχθηκε και οι στρατιώτες τον έφεραν ελαφρά δεμένο, μας είπαν δε να τον προσέχουμε, μας τον παρέδωσαν και έφυγαν.


Τον κλείσαμε, βέβαια, σε ένα δωμάτιο. Εκεί μετέβαιναν οι ιερείς την Μονής κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, και του διάβαζαν ευχές και εξορκισμούς, χωρίς να συναντούν αντίδραση από μέρους του δαιμονισμένου. Όταν όμως είχε κρίσεις, φώναζε, βλασφημούσε και έσπαγε τα δεσμά.


Ο αρχοντάρης μοναχός, που του πήγαινε το φαγητό, άκουγε κάθε φορά από τον δαιμονισμένο στηλιτευτικούς λόγους για την προηγούμενη κοσμική του ζωή.


-Μια μέρα πήγα κι εγώ μαζί του, και μόλις μας είδε, άρχισε αμέσως να του λέγει επί λέξει: «Ορίστε μούτρα για μεγαλόσχημος καλόγηρος! Δεν θυμάσαι, βρέ τι έκανες εκεί, στα παγκάκια του Ζαππείου; Στα ξενοδοχεία;». Κι άλλα χειρότερα.


Όταν φύγαμε, μου λέει ο αδελφός:


-Δεν ξαναπάω! Να βάλετε άλλον διακονητή. Κάθε φορά που με βλέπει, με ρεζιλεύει.


Τον ρώτησα:


-Έχουν αλήθεια αυτά που λέγει ή φωνάζει αυτός με την συνεργία του δαίμονος;


Μου απαντά μετά λύπης:


-Δυστυχώς, είναι όπως τα λέγει.


Τότε τον ερωτώ:


-Δεν τα εξομολογήθηκες;


-Δεν τα εξομολογήθηκα. Απάντησε στενάζοντας. Ντρέπομαι!


Τότε αμέσως του λέγω:


-Σήκω να πας στον παπα- Νεόφυτο, στην Νέα Σκήτη, και να εξομολογηθείς αμέσως καταλεπτώς ένα προς ένα ό,τι δεν έχεις μέχρι τώρα εξομολογηθεί, για να φύγει το βάρος από πάνω σου, για να μην μπορεί ο δαίμονας να σε στηλιτεύει.


Με άκουσε, πήγε, εξομολογήθηκε, καθαρίστηκε, γύρισε λάμποντας ολόκληρος. Και αμέσως μετά με πήρε και πήγαμε μαζί στον δαιμονισμένο. Μόλις μας είδε, του λέγει:


-Ααα, τώρα θα αρχίσω πάλι με το διάβασμα του καταστίχου και θα σου τα ψάλω όπως πρέπει.


Ύστερα από λίγο όμως αγριεμένος άρχισε να φωνάζει:


-Δεν  βλέπω τίποτα! Ποιος τα έσβησε; Ποιος σε συμβούλευσε; Τι να σε κάνω τώρα; Δεν βλέπω τίποτα μέσα στο κατάστιχό σου!


Εμείναμε άφωνοι, έκπληκτοι και μετά δακρύων δοξάσαμε τον Πανάγαθο Θεό, τον οικονομούντα τη σωτηρία των ανθρώπων διά της ιεράς Εξομολογήσεως και η ψυχή μας πλημμύρισε από χαρά πνευματική και ουράνια».
Από το βιβλίο: «Πνευματικές Διαδρομές στους Μακαρισμούς» του πρωτοπρεσβύτερου Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου.
το είδαμε εδώ



Πέμπτη, Απριλίου 21, 2016

Ένα συγκλονιστικό περιστατικό του Γερμανοϊταλικού πολέμου...





Ένα περιστατικό του Γερμανοϊταλικού πολέμου έξω από την Αίγινα

Το αφηγήθηκε ένας στρατιωτικός γιατρός στον μητροπολίτη Χίου Παντελεήμονα Φωστίνη, με σε μια συζήτηση που είχαν για το μεγαλείο και τα χαρίσματα με τα οποία έχει προικιστεί η Ελληνική ψυχή από τον Δημιουργό της.
Είπε:

“Σ’ έναν από τους φοβερούς βομβαρδισμούς που έκανε η Γερμανική αεροπορία στην περιοχή του Πειραιώς και του Αργοσαρωνικού, χτύπησε και ένα καϊκάκι φορτωμένο με κόσμο, που έκανε την γραμμή Αίγινα- Πειραιά και αντιστρόφως.

Στοιβαγμένοι εκεί μέσα οι ταλαίπωροι άνθρωποι , τρομοκρατημένοι από τη απερίγραπτη σκληρότητα των Ναζί, προσπαθούσαν να εξυπηρετηθούν στις μετακινήσεις τους με μερικά καΐκια που ψυχωμένοι βιοπαλαιστές καπετάνιοι τολμούσαν να τα ταξιδεύουν στις επικίνδυνες εκείνες ημέρες.

Εκείνη την ημέρα του 1940, ενώ ένα από τα καϊκάκια είχε πια μπει στα νερά της Αίγινας , έγινε μια αεροπορική επιδρομή, από την οποία χτυπήθηκε και το μικρό πλεούμενο. Οι επιβάτες και το λίγο προσωπικό βρέθηκαν στην θάλασσα, οι περισσότεροι τραυματισμένοι. Αληθινή τραγωδία!

Ένας νεαρός Αιγινήτης μέσα σ’ αυτή την κατάσταση διακρίθηκε για τον ηρωισμό του. Νησιωτόπουλο άφθαστο στο κολύμπι, μπαινόβγαινε στην θάλασσα και κουβαλώντας έβγαζε και έσωζε στην ακτή τραυματισμένους και άλλους που δεν ήξεραν κολύμπι. Τους παρέδιδε στο πρόχειρο συνεργείο πρώτων βοηθειών που είχε καταφθάσει στην ακτή, μέσα στο οποίο ήμουν κι εγώ μαζί μ’ έναν άλλο χειρούργο και μερικούς νοσοκόμους.

Για μια στιγμή πρόσεξα ιδιαίτερα τον νεαρό αυτό ήρωα και τί να δω;

 Το χέρι του απ’ τον αγκώνα και κάτω κρεμόταν μισοκομμένο και λουσμένο στο αίμα! Συγκλονισμένος του είπα, ενώ τον έβλεπα να ξαναπέφτει στην θάλασσα για να βοηθήσει και κάποιους άλλους:

- Σταμάτησε , παιδί μου! Θα ξεματώσεις. Έλα να σου περιποιηθούμε το χέρι.

Κι εκείνος χλωμός από τον κόπο αλλά και την αιμορραγία , απάντησε ενώ ξανάπεφτε στην θάλασσα:

- Άφησέ με ,γιατρέ. Για τέτοια είμαστε τώρα; 

Ο κόσμος χάνεται!

Καθώς κολυμπούσε , η θάλασσα γινόταν κόκκινη τριγύρω, από το αίμα που έχανε.

 Έκλαψα και είπα μέσα από τα δάκρυά μου: 
«Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν να μην βοηθήσεις την Ελλάδα, όταν μέσα της κλείνει τέτοιες ψυχές!”

Όταν γύρισε σέρνοντας στην ακτή έναν ακόμη τραυματία, τελείωσαν πλέον οι δυνάμεις του και μπορέσαμε και ασχοληθήκαμε μαζί του σώζοντας τον απαράμιλλο αυτό σωτήρα ναυαγών.

Το περιστατικό αυτό, Μητροπολίτα μου, όσο ζω θα το θυμάμαι πάντα με συγκίνηση”.

Ο Μητροπολίτης , κι εκείνος συγκινημένος, το αποθανάτισε σ’ ένα από τα βιβλία του.

Πηγή: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΎ ΚΟΣΜΟΥ - Ουράνια μηνύματα - Θαυμαστά γεγονότα»

  Το είδαμε : εδώ

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2016

Νά πῶς ἔγινα μοναχός!

Παΐσιος Καρεώτης (Μοναχὸς)



«Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων πατέρων ἡμῶν... ἐλέησον ἡμᾶς», εἶπε ὁ ἱερεὺς καὶ τελείωσε ἡ Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τὶς εἰκόνες, πήραμε ἀντίδωρο καὶ βγήκαμε στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, περιμένοντας νὰ κτυπήσει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Τράπεζα.

Ἤμασταν ἀρκετοὶ ἐπισκέπτες στὴ Μονὴ παρ' ὅλο ποὺ ἦταν ἀρχὴ ἀνοίξεως. Ὁ καιρὸς εἶχε μιά ἐλαφριὰ ψυχρὰ καὶ ἕναν πλούσιο ἥλιο. Μοῦ ἄρεσε νὰ βλέπω μέσα στὴν πρωινὴ δροσιὰ τὴ θάλασσα στὰ πόδια μου καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, τὸν γηραιὸ Ἄθωνα, ποὺ μὲ τὶς βαθειὲς καὶ ἀπάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ λειτουργηθῆ κι αὐτός.

Κοίταξα γύρω μου καὶ προτίμησα μιά θέση δίπλα σ' ἕνα γηραιὸ μοναχό, ποὺ καθόταν κάτω ἀπὸ τὸν ἀνοιξιάτικο ἥλιο περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς Τραπέζης. Ὅλα ἐδῶ ἔχουν τὸν δικό τους χρόνο.

Κάθησα σιωπηλός, προσεκτικά, γιὰ νὰ μὴν ταράξω τὴν ἡσυχία τοῦ παπποῦ, ποὺ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια κάτι σιγανομουρμούριζε. Βυθίστηκα καὶ ἐγὼ στὶς σκέψεις μου, γιὰ τὰ ὡραῖα πού μᾶς χαρίζει ἡ κυρία Θεοτόκος μέσα στὸ Περιβόλι της. Μοῦ ἦταν ὅμως πρόκληση τὸ παρατεινόμενο ψαλμομουρμουρητὸ τοῦ παπποῦ. Ἔστησα αὐτὶ λοιπὸν καὶ σιγά-σιγὰ μπῆκα καὶ ἐγὼ στὸν ἐπαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Ἁγίω Πνεύματι, πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τὸ πρῶτον...». Ἦταν ὁ πρῶτος ἦχος καὶ ἡ «βελόνα» εἶχε «κολήσει» στοὺς Ἀναβαθμούς. Ὡραῖο «κόλημα», σκέφθηκα.

Τὸ σιγόψαλλα καὶ ἐγὼ μερικὲς φορές. Γύρισε τότε ὁ παπποὺς καὶ μὲ κύταξε. Χαμογέλασε καὶ μὲ ρώτησε: - Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἐσύ;

- Ἀπὸ τὶς Καρυές, Γέροντα.

- Πάτερ μου, εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς πού μᾶς ἔφερε ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιὰ στὸ Περιβόλι της, καὶ μᾶς τὰ χαρίζει ὅλα ἁπλόχερα. Νὰ προσέχουμε νὰ μὴ τὴν στενοχωροῦμε, καὶ ἐσεῖς οἱ μικρότεροι μὲ τὶς ἀταξίες σας, καὶ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι μὲ τὴν ξεροκεφαλιά μας. Ἔχεις χρόνια μοναχός;

- Τί νὰ σᾶς πῶ Γέροντα, δὲν τὰ μετράω, ἄκουσα, καλὴ ὥρα, ἕναν ἄλλον παλαιὸ μοναχό, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὰ μετράει τὰ χρόνια τοῦ μοναχοῦ, παρὰ μόνον τὰ ζυγίζει, καὶ ἔτσι ἔκοψα τὸ μέτρημα καὶ φροντίζω νὰ παίρνω βάρος.

Χαμογέλασε ὁ Γέροντας.
- Σοφὸς ὁ λόγος ποὺ ἄκουσες. Θέλεις ν' ἀκούσης καὶ ἀπὸ ἐμένα κάτι γιὰ τὴν σοφία τῆς Παναγίας μας; Πῶς μὲ ἔφερε ἐδῶ στὸ Περιβόλί της;

- Ἂν θέλω λέει. Διψάω γιὰ ν' ἀκούσω, ἀπάντησα, αὐξάνοντας τὴν προσοχή μου.

- Ἡ καταγωγή μου εἶναι ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν -ἄρχισε ὁ παππούς- καὶ ἔγινα μοναχὸς στὰ 22 μου χρόνια. Ὑπηρετοῦσα τότε, παιδί μου, στὴν Μ.Ο.Μ.Α., ἂν τὴν ξέρης; Ἦταν μιά τεχνικὴ ὑπηρεσία τοῦ στρατοῦ, στὴν ὁποία δούλευαν καὶ πολίτες. Ἐγὼ ἤμουν ὁδηγός. Βέβαια, ἡ ζωή μου δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καταλαβαίνεις, μιά ζωὴ κοσμική, καφενεῖα, σφαιριστήρια, γλέντια καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθα.

Μία μέρα, λοιπόν, ὁδηγώντας τὸ φορτηγὸ μὲ γεμάτο φορτίο, κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἄργος Ὀρεστικὸν καὶ εἶχα στὸ δεξί μου χέρι τὸν γκρεμό. Ἤμουν μόνος, χωρὶς συνοδηγό. Καθὼς ἦταν κατηφόρα μὲ στροφές, θέλησα νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα γιὰ νὰ ἐλέγχω τὸ ὄχημα. Πατώντας τὰ φρένα, βλέπω ὅτι δὲν λειτουργοῦσαν. Μὲ ἔπιασε πανικός. Προσπαθοῦσα, ἀλλὰ τίποτε. Προχώρησα μερικὲς στροφὲς τοῦ βουνοῦ, προσπαθώντας νὰ μειώσω τὴν ταχύτητα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Ἡ ταχύτητα αὐξανόταν. Ὁ δρόμος ἦταν χωματένιος, εἶχε λακκοῦβες, πέτρες ἀπ' τὸ βουνό. Σὲ μιά μεγάλη λακκούβα, ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποφύγω, ἔγινε αὐτὸ ποὺ φοβόμουν. Χάνω τὸν ἔλεγχο τοῦ τιμονιοῦ καὶ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό. Μὲ τὸ ποὺ βλέπω τὶς μπροστινὲς ρόδες στὸν ἀέρα, κλείνω μὲ τὰ χέρια τὰ μάτια μου, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸν θάνατό μου καὶ μὲ κραυγὴ ἀπελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὰ μάτια μου σφαλισμένα μὲ τὰ χέρια, πάτερ μου, πῶς συνέβη δὲν ξέρω, αἰσθάνομαι ἕνα τράνταγμα. Κατεβάζω τὰ χέρια μου καὶ τί λὲς ὅτι βλέπω; Βλέπω τὸ φορτηγὸ σταματημένο στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου μὲ κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω.

Ἔτρεμα ὁλόκληρος. Δὲν μπόρεσα νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἔκατσα λίγη ὥρα νὰ συνέλθω. Μὲ τὰ πολλά, ἔλεγξα τὸ φορτηγὸ καὶ ὅλα λειτουργοῦσαν μιά χαρά. Εἶπα τὸ γεγονὸς σὲ μερικοὺς συναδέλφους, ἄλλοι μοῦ εἶπαν «φοβερὸ πρᾶγμα», ἄλλοι μισοκορόϊδευαν. Δὲν τὸ καλλιέργησα ὅμως μέσα μου περισσότερο, τὸ προσπέρασα.

Τὸ ἀπόγευμα συνάντησα ἕναν φίλο μου, ποὺ ἦταν πολὺ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔκανα συχνὰ παρέα, γιατί τὸν περνοῦσα γιὰ ψιλοχαζό. Δὲν πήγαινε σὲ καφενεῖα, οὔτε σὲ ἄλλα μέρη, ὅπως ὅλοι οἱ φίλοι μας. Τοῦ εἶπα τὸ γεγονός. Μεγάλη καὶ συγκινητική, μοῦ λέει, ἡ ἱστορία σου. Ν' ἀνάψης ἕνα κερί, νὰ προσευχηθῆς καὶ νὰ εὐχαριστήσης τὸν Θεό. Μοῦ πρότεινε, πρὶν πᾶμε μαζὶ στὴν ἐκκλησία νὰ ἐπισκεφθοῦμε μία οἰκογένεια ποὺ εἶχε ἕνα αὐτιστικό, ἕνα καθυστερημένο παιδάκι, γιὰ νὰ δώσουμε μιά παρηγοριά. Δέχθηκα καὶ πήγαμε. Φθάσαμε καὶ κτυπήσαμε τὴν πόρτα. Τὴν εἶχα ἀκουστὰ αὐτὴ τὴν φουκαριάρα τὴ μάνα μὲ τὸ παιδί. Ἔλα, ὅμως, ποὺ τὸ παιδάκι δὲν ἦταν καθυστερημένο. Μὲ τὸ ποὺ μπήκαμε στὸ σπίτι, πρῶτος ὁ φίλος καὶ ἐγὼ πίσω του, μόλις μὲ βλέπει τὸ παιδί, σηκώνεται καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζη μὲ μιά φωνὴ καθόλου παιδική, ἀλλὰ ἄγρια, βραχνή, μὲ βρυχηθμό.

- Φύγε ἐσύ. Ἐσὺ ἐκεῖ, φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Ἐξαφανίσου. Φύγε ἐσὺ ποὺ κάνεις παρέα μὲ τὴν μαυροφόρα.

Ἐγὼ τάχασα. Δὲν καταλάβαινα τίποτε. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, γιὰ ποιὸ λόγο ξαφνικὰ οἱ φωνές, καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν μὲ ἀπορία. Γιατί φωνάζει αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔξαλλο;

Ἄρχισε τότε ὁ μικρὸς νὰ μοῦ πετάη ἀντικείμενα. Ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του. Μπῆκε στὴ μέση ὁ φίλος μου καὶ φύγαμε βιαστικά. Ἐγὼ ἤμουν ἀμήχανος.

- Τί ἤρθαμε ἐδῶ, τοῦ λέω, καὶ μὲ βρίζει αὐτὸ τὸ μικρό; Ποῦ μὲ ξέρει καὶ γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει;
Φύγαμε, λοιπόν, καὶ πήγαμε στὴν ἐκκλησία.

Ἄναψα τὸ κερί μου, εἶπα ὅτι θυμόμουν ἀπὸ προσευχή, χαιρέτησα τὸν παπὰ καὶ κίνησα γιὰ τὸ σπίτι μου, γιατί εἶχε βραδυάσει. Μέσα μου, ὅμως ἀναλογιζόμουν: - Τί εἶναι ὅλα αὐτά; Γιὰ ποιὰ μαυροφόρα λέει; Ἔτσι προβληματισμένος καθὼς πλησίαζα σπίτι μου, ἀπὸ τὴν πλάγια μεριὰ ποὺ ἦταν ὅλο τοῖχος, ἐνῶ ἦταν νύχτα προχωρημένη -ὑπ' ὄψη ὅτι αὐτὰ ἔγιναν πρὶν τὴν κατοχή, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τηλεοράσεις, οὔτε στὰ χωριὰ κινηματογράφοι- πάνω σ' αὐτὸν τὸν τοῖχο, λοιπὸν ἀνοίγει ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ βλέπω. Τί λὲς νὰ βλέπω; Βλέπω σὰν σὲ κινηματογράφο ἕνα φορτηγὸ νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸ βουνό, τὸν ἑαυτό μου νὰ ὁδηγῆ, νὰ προσπαθῆ νὰ ἐλέγξη τὸ ὄχημα, αὐτὸ νὰ τρέχη, νὰ πέφτη στὴ λακκούβα, νὰ χάνω τὸν ἔλεγχο, νὰ στρέφεται τὸ φορτηγὸ πρὸς τὸν γκρεμό, νὰ κλείνω τὰ μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»... καὶ ξαφνικά, στὸν οὐρανὸ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὸν γκρεμό, βλέπω μιά πανύψηλη γυναίκα, μὲ μαῦρα ροῦχα, νὰ πιάνη τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα, ὅπως πιάνουμε ἐμεῖς ἕνα σπιρτόκουτο, νὰ τὸ γυρνάη καὶ νὰ τὸ βάζη στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση τοῦ δρόμου. Ἦταν, ἀδελφέ μου, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγία. Τότε ἀναγνώρισα τὸ περιστατικὸ πού μοῦ συνέβη μὲ τὸ φορτηγό. Ἔπεσα κάτω ἀμέσως, συγκλονισμένος καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Τότε κατάλαβα τὸ φοβερὸ πού μοῦ συνέβη.

Σηκώνομαι μετὰ ἀπὸ ὥρα, μὲ δάκρυα καὶ τρέχω καὶ τὸ λέω τοῦ παπᾶ. Τοῦ εἶπα τὰ πάντα, καὶ εἰδικὰ τὸ τελευταῖο, ποὺ τὰ εἶδα ὅλα σὲ ταινία, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὴν ψηλὴ καὶ ὄμορφη μαυροφόρα, ποὺ σταμάτησε τὸ φορτηγὸ στὸν ἀέρα καὶ ἤμουν ἐγὼ μέσα. Συγκλονίσθηκε ὁ παπὰς ὅταν τ' ἄκουσε ὅλα. Μεγάλο θαῦμα, παιδί μου, νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία μας.

Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μοῦ ἦρθε κάτι σὰν φωτισμός, ὅτι δὲν εἶμαι γιὰ τὸν κόσμον αὐτόν. Τέτοιο θαῦμα μοῦ ἔκανε ἡ Παναγία μας καὶ ἐγὼ κάθομαι στὸν κόσμο; Ποῦ νὰ πάω, ὅμως; Μοῦ λέει, καλὴ ὥρα ὁ παπάς, ἂν θὲς νὰ εὐχαρίστησης τὸν Θεὸ καὶ νὰ σώσης τὴν ψυχή σου, νὰ πᾶς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, σ' αὐτὴ ποὺ σὲ ἔσωσε. Ἔτσι, ἀδελφέ μου, ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πανάγαθη Πρόνοιά Του. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «οὐκ ἐγενόμην ἀπειθής τῆ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ» (Πράξ. 26, 19).

Μὲ συγκίνηση ἄκουσα τὴν ἱστορία τοῦ παπποῦ καὶ τὰ θαυμάσια τῆς Κυρᾶς μας τῆς Παναγίας. Θέλησα νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ κάποιες ἀπορίες μου, ἀλλὰ ἀκούσθηκε ἡ καμπάνα τῆς Τραπέζης. Σηκωθήκαμε καὶ μαζὶ μὲ ὅλους τούς πατέρες μπήκαμε στὴν Τράπεζα. Τὸν ἀναγνώστη δὲν τὸν πολυπρόσεχα, γιατί ἔφερνα στὸ νοῦ μου ὅλο τὸ γεγονὸς ποὺ ἄκουσα καὶ μὲ εἶχε συγκλονίσει. Κρυφὰ λοξοκύταγα τὴν γαλήνια μορφὴ τοῦ παπποῦ. Περίμενα νὰ γίνη προσευχή, νὰ βγοῦμε καὶ νὰ ξανασυναντήσω τὸν Γέροντα. Τουλάχιστον νὰ μάθω τὸ ὄνομά του. Μιλάγαμε τόση ὥρα καὶ δὲν ἤξερα πῶς τὸν λένε. Κτύπησε τὸ κουδούνι ὁ ἡγούμενος, κάναμε προσευχὴ καὶ ἀρχίσαμε νὰ βγαίνουμε. Ὁ παπποὺς βγῆκε ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μέχρι νὰ βγῶ εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Χρόνο δὲν εἶχα νὰ τὸν ψάξω, γιατί τὸ καραβάκι ἔφευγε. Ἔτσι, πῆρα τὸν ντορβά μου καὶ κίνησα γιὰ τὴν παραλία, εὐχαριστώντας μέσα μου τὸν κτίτορα, τὸ Βασιλόπουλο ἐκεῖνο ποὺ ἁγίασε, γιὰ τὴν παρηγοριὰ πού μοῦ ἔδωσε.

Αὐτό, ἦταν ἁγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008 

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2016

Η Μετάνοια είναι μία Πνευματική Άνοιξη...

Η Μετάνοια είναι μία Πνευματική Άνοιξη...
Το γεγονός το αφηγήθηκε μία εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα και συνέβη στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών, στον “Άγιο Ανδρέα”. Είπε:
“Περί το 1968-69 έκανα την πρακτική μου εξάσκηση στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών που βρισκόταν κοντά στο κάστρο. Η κατάσταση βέβαια ήταν θλιβερή από κτιριακής πλευράς , παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών.
Εμείς οι εθελόντριες βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τις μόνιμες αδελφές και συγχρόνως εξασκούμεθα.
Ένα απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου , καθώς μπήκα στον θάλαμο των γυναικών (με 25-30 κρεβάτια ! ) , είδα μία μεσόκοπη γυναίκα να πηγαίνει παραπατώντας προς το κρεβάτι της και ίσα που πρόλαβε να πέσει επάνω του ημιλιπόθυμη και κατάχλωμη. Ξεσκέπαστη και μισόγυμνη δεν είχε το κουράγιο να τραβήξει το σεντόνι επάνω της!
Την πλησίασα , την σκέπασα και στεκόμουν από πάνω της κοιτώντας το χλωμό πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο. Την είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας! Φαινόταν αρχοντική και όμορφη γυναίκα. Πλησίασα στο αυτί της και την ρώτησα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι. Αντί για απάντηση, άπλωσε το χέρι της και μου έβαλε με κόπο μέσα στη φούχτα μου ένα τσαλακωμένο κιτρινωπό χαρτί, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Μόνο μου ψιθύρισε:
- Σας παρακαλώ, διαβάστε το μου!
Ξεδιπλώνω το χαρτάκι και τι να δω! Ήταν ένα κομμένο φύλλο, προφανώς από κάποια “Σύνοψη” ή “Ωρολόγιο”και επάνω ήταν τυπωμένος ο πεντηκοστός ψαλμός, ο ψαλμός της μετανοίας, το “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…” !
Άρχισα χαμηλόφωνα να της τον διαβάζω κοντά στο αυτί της: “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου…”. Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, πρόσεξα με συγκίνηση πως από τα κλειστά μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κατρακυλούσαν κι έβρεχαν το μαξιλάρι της.
Όταν τελείωσα , άνοιξε τα μάτια της, είχε λίγο συνέλθει , και με έκπληξη είδα δυο γαλάζια παιδικά μάτια κατακάθαρα και λαμπερά να με κοιτάζουν ήρεμα και ταπεινά. Αμέσως δε, χωρίς δυσκολία, άρχισε να μου λέει με μεγάλη συντριβή:
- Αδελφή ,είμαι πολύ αμαρτωλή! Είχα κέντρο διασκεδάσεως και … καταλαβαίνετε. Όμως μετάνοιωσα ειλικρινά. Δεν ξέρω όμως αν ο Θεός με συγχώρησε.
Τότε την ρώτησα:
- Εξομολογηθήκατε; Κοινωνήσατε;
Μου απάντησε καταφατικά. Τότε με μια θεία παρόρμηση που είχα εκείνη τη στιγμή της είπα με όση πίστη διέθετε η νεανική μου ψυχή, αλλά και με όσα είχα διαβάσει στο ιερό Ευαγγέλιο:
- Και βέβαια σας συγχώρησε ο Χριστός! Η άφεση σας δόθηκε μέσα στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως .Μην αμφιβάλετε για το έλεος του Θεού.
Έπρεπε να υπήρχε ο τρόπος να αποθανατιστούν οι λάμψεις της χαράς που φάνηκαν μέσα στα γαλάζια μάτια της. Χαρά, χαρά , πλημμύρα χαράς! Συγκινήθηκα και της είπα, ενώ ακουγόταν από το εκκλησάκι του αγίου Χαραλάμπους η Παράκληση της Παναγίας:
- Κάνετε υπομονή, να γίνετε καλά και να πάτε να ψάλλετε κι εσείς στην Εκκλησία.
Μου απάντησε ήρεμα και ξεκάθαρα:
- Δεν πρόκειται να ζήσω. Το γνωρίζω. Έχω καρκίνο σε όλη την κοιλιά. Θα πάω να ψάλω επάνω , στην Εκκλησία τ’ Ουρανού!
Το είπε τόσο ειρηνικά, σχεδόν χαρούμενα , ώστε με εξέπληξε.
Πράγματι, όταν πήγα στο νοσοκομείο την επομένη εβδομάδα , το κρεβάτι της ήταν άδειο! Είχε τόση συντριβή και τόση μετάνοια , ώστε δεν αμφιβάλει κανείς πως θα βρήκε έλεος από Εκείνον, που θυσιάστηκε για να σώσει τον κάθε αμαρτωλό. Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου..”
Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Ουράνια μηνύματα - Θαυμαστά γεγονότα» - ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ 
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2016

ΠΕΡΙ ΖΩΗΣ Τα ξύλα του παπά (Μία συγκλονιστική πραγματική διήγηση με κρυπτοχριστιανούς)

Τα ξύλα του παπά (Μία συγκλονιστική πραγματική διήγηση με κρυπτοχριστιανούς)

Πέμπτη του Πάσχα κι ο πάπα - Λευτέρης πρωί-πρωί φόρτωνε το ζώο του κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στην Τραπεζούντα.
Την ίδια ώρα ακούστηκαν οι πρώτοι χτύποι της καμπάνας. Ο συνεφημέριός του ο πάπα - Γαβριήλ φαίνεται πως είχε αϋπνίες. Χθες ήταν η σειρά του να λειτουργήσει.
Μετά πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψει ξύλα. Καί σήμερα νάτον ξημερώματα, έτοιμος να κάνει τον πραματευτή. Κανονικά όφειλε να πάει στην εκκλησιά. Τέτοια μέρα, ακόμη Πασχαλιά, που ξανακούστηκε να λείπει απ’ τη Λειτουργία! Ας όψονται, όμως, τα τόσα στόματα που περιμένουν στο σπίτι. Κάποιος έπρεπε να νοιαστεί για το καθημερινό τους…Οκτώ του έδωσε ο Θεός κι άλλα τρία ο Αναστάσης ο κουμπάρος του: Τη γυναίκα του, την πεθερά του, την «κυρά - ντουλάπα», και τον κουνιάδο του, που δεν φτουρά σε δουλειά…
Έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε...
Είχε μπροστά του πολύ δρόμο. Υπολόγιζε πριν το μεσημέρι να φτάσει στην πόλη κι αν όλα παν καλά, αργά το βράδυ να είναι πάλι πίσω. «Βαστάτε ποδαράκιά μου» αναστέναξε καθώς αναλογίστηκε το δρόμο που 'χε να κάνει. Κατά πως το είχε συνήθειο άρχισε το ψάλσιμο, να σπάει κι η μονοτονία. Να κάνει όμως και το κέφι του.Μέσα στην ερημιά ποιός τον ακούει; Μόνο ο Θεός. Αποφεύγει και τα κοροιδευτικά χαμόγελα του πάπα - Γαβριήλ ή τις ειρωνίες του Ιορδάνη, του ψάλτη: «Εξαιρετικά τα λες παπά. Σαν μανάβης!» Το ξέρει. Η φωνή του ακούγεται άσχημα. Μα ότι λέει, το ψέλνει με την καρδιά του κι αυτό θέλει ο Θεός. Όπως τότε που ήταν μικρός. Καί φλεγότανε απ’ το μεράκι των ύμνων…
Ακόμη κι ο δεσπότης τη μοναδική φορά που λειτούργησε μαζί του του είπε: «Σούς μπρε. Δεν το λέγεις καλά». Ήταν ένα όριο που του έβαλε ο Θεός και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Τι κι αν πάλαιψε; Τι κι αν προσευχήθηκε; Τι κι αν έκλαψε; Το μόνο που κατόρθωσε είναι, όσα λέει, να τα λέει μέσα απ’ την καρδιά του. Κι αυτό είναι που θέλει ο Θεός. Την καρδιά, όχι το λαρύγγι! Η παρηγοριά του για τη σιωπή που έχει επιβάλλει στον εαυτό του. Σιωπή για να μην ενοχλεί, όπως ενοχλούσε τότες που μικρός στεκόταν παράμερα στο ψαλτήρι. Όπως ενοχλούσε αργότερα τους φίλους του που προχώρησαν στην ψαλτική κι ας πίστευε πως θα τον θέλουν κοντά τους. Όπως ενοχλούσε το φίλο του τον Αποστόλη, που έγινε δεξιός ψάλτης στο διπλανό χωριό. Σταμάτησε, έτσι, να ψέλνει μπροστά στον κόσμο και προτιμούσε τις ερημιές. Με τα τροπάρια μετρούσε τις αποστάσεις. Ξεκίναγε με τον όρθρο, έλεγε και λίγα απ’ τον εσπερινό κι αν είχε κι άλλο δρόμο πρόσθετε και μερικά σκόρπια τροπάρια. Αυτό θα έκανε και τώρα, μέρες της Πασχαλιάς. «Μπρός, λοιπόν, παπά δώσε του να καταλάβει» μονολόγησε. Έκανε το σταυρό του κι άρχισε: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί…».
Αφού έψαλε όλον τον κανόνα, προχώρησε και στους αίνους κι εκεί κατά το δοξαστικό έμπαινε πιά στα πρώτα σπίτια της Τραπεζούντας. Με το ψάλσιμο κάπου είχε αφαιρεθεί. Όταν κατάλαβε πως ήταν στον τουρκομαχαλά σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο να προσανατολιστεί κι ύστερα πήρε ένα σοκάκι εκεί στ΄ αριστερά. Περίμενε να τον βγάλει έξω από το Κάστρο, μ΄ αυτό φιδογύριζε ανάμεσα στα τουρκόσπιτα. Σε κάποια στροφή φάνηκε ένας καφενές κι απόξω δύο τρεις τούρκοι αραχτοί, απολάμβαναν το ναργιλέ τους. Καθώς περνούσε μπροστά του ο ένας του φώναξε:
«Πόσο τα ξύλα παπά;»
«Πέντε γρόσια εφέντη μ’».
«Πολλά δεν είναι βρε καραμπάς (μαυροκέφαλε;)»
«Όχι εφέντη μ’, όχι. Έρχουμαι από μακριά», ο πάπα - Λευτέρης ήξερε ν’ αντιστέκεται στα παζάρια των τούρκων. «Κι υστέρα τι παίρνεις με πέντε γρόσια;»
«Άντε να σού δώσω τρία να τα φέρεις και στο σπίτι».
«Να χαρείς τα νειάτα σου εφέντη μ’. Κάμε τα τουλάχιστο τέσσερα. Είμαι φτωχός κι έχω τόσα στόματα να θρέψω».
«Καλά. Ας είναι. Θα σού δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε απ’ το σκαμνί του, τεντώθηκε και πλησίασε τον παπά. Χαίδεψε λίγο το ζώο και μετά στράφηκε άγριος στο παπά.
«Δεν λυπάσαι το ζώο βρε Γκιαούρ; Πως το φόρτωσες το καημένο; Κοντεύει να ψοφήσει! Δεν φοβάσαι το Θεό βρε καραμπάς;»
«Αντέχει εφέντη μ’» τόλμησε ν’ απαντήσει ο πάπα - Λευτέρης.
«Σούς μπρε» έβαλε τις φωνές ο τούρκος και σήκωσε το χέρι του απειλητικά. «Πάμε σπίτι να το ταίσεις λίγο και να το ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!»
Γιόμισε ο μαχαλάς απ’ τις φωνές του. Ο παπάς, τον ακολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θάναι» σκέφτηκε κι από μέσα του έλεγε όσες ευχές του ερχόντουσαν στο μυαλό. Μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού φώναξε ένα όνομα. Ύστερα και με μία κλωτσιά την άνοιξε διάπλατα.
«Μπες μέσα μπρε γκιαούρ. Δεν φοβάσαι το Θεό είσαι και παπάς».
Με τον ίδιο τρόπο έκλεισε την πόρτα κι αμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν το ζώο. Ο τούρκος, με φωνές, τράβηξε σχεδόν τον παπά Λευτέρη μέσα στο σπίτι, που απ’ το φόβο του έχασε κάθε δύναμη ν’ αντισταθεί. Μόνο έτσι σαν αστραπή του πέρασε η σκέψη: «Είδες τι έπαθες για να μην πας στη Λειτουργία;»
Μέχρι την πόρτα του σπιτιού χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του. Μόλις πέρασαν το κατώφλι την έκλεισε με τόση δύναμη λες κι ήθελε να την γκρεμίσει. Καί τότε έγινε η μεταμόρφωση. Ο άγριος τούρκος, αυτός που χωρίς αιτία ήταν έτοιμος να κακοπαιδέψει το φτωχό παπά, έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του με σεβασμό. Η φωνή του μόλις ακουγόταν.
«Σχώραμε παπούλη μου, σχώραμε» του είπε ελληνικά. «Δεν είχα κακό σκοπό. Γι΄ αυτά τα σκυλιά φώναζα, που μας έβλεπαν. Μην καταλάβουν τίποτα και χαθούμε. Χριστιανοί είμαστε κι εμείς κι ας φαινόμαστε τούρκοι».
Κατάλαβε. Είχε μπροστά του έναν απ’ αυτούς που οι ρωμιοί ονόμαζαν κλωστούς. Έναν απ’ αυτούς που αντιστάθηκαν τόσα χρόνια στην υποδούλωση της ψυχής. Στη φαντασία του ο ηρωισμός κι η πίστη τους έπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πάνε μερικά χρόνια που άκουσε γι΄ αυτούς. Τότε θυμάται θέλησε να τους συναντήσει, να έρθει σ’ επαφή μαζί τους. Τον συγκράτησαν οι πιο φρόνιμοι. Θάρθει η στιγμή του είπαν, καλύτερα να μη βιάζεσαι. Πέρασαν τα χρόνια κι η στιγμή δεν ήρθε. Στην αρχή μάθαινε πως κάποιος παπάς βρέθηκε στη δίνη της ιστορίας τους, μα κι αυτό σταμάτησε με τα χρόνια. Έτσι, κάπου μέσα του, άρχισε να μην πολυπιστεύει στην ύπαρξή τους. Άρχισε να αμφιβάλλει για πολλά, ή να τα δέχεται σαν μία χαριτωμένη υπερβολή. Καί να τώρα που είχε μπροστά του ένα δικό τους. Τον επίασε από τα χέρια και τον σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν δύο γυναίκες, η μία νέα η άλλη ηλικιωμένη, και τον περιτριγύρισαν ένα τσούρμο παιδιά!
«Η φαμιλιά μου παπούλη μου» του είπε ο κρυφός χριστιανός.
Σε λίγο καθισμένοι στο σαλόνι αντάλασσαν τις ιστορίες τους. Αισθάνονταν γνωστοί από χρόνια. Ήταν κι αυτοί όπως όλοι οι δικοί τους. Χρόνια τώρα, από πατέρα σε παιδί, κράταγαν μυστική την πίστη τους και συνέχιζαν φανερά να κάνουν τη ζωή του μουσουλμάνου. Πρώτα κοντά τους έμενε ένας χότζας που ήταν κρυφός παπάς. Αυτός τους βάφτισε, αυτός τους πάντρεψε, αυτός κήδευε τους πατεράδες τους. Όλα στα κρυφά. Νύχτα πάνω στη νύχτα. Τη μέρα τους πάντρευε τούρκικα. Τη νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ένα παιδί; Τη μέρα έκανε σουνέτι. Τη νύχτα βαφτίσια. Στο θάνατο ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι ήταν αυτός. Μόνος με την οικογένεια του νεκρού διάβαζε τρισάγιο. Τη νύχτα έκανε την κηδεία και το πρωί όλα τα έθιμα των μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Από τότε όμως που πέθανε, έμειναν ορφανοί. Αλειτούργητοι. Αβάφτιστοι. Δύο χρόνια έχουν να κάνουν Ανάσταση. Τη νύχτα το Μεγάλο Σάββατο άκουσαν τις καμπάνες απ’ το χριστιανικό μαχαλά. Άναψαν κερί και έψαλαν σιγανά τρεις φορές το «Χριστός Ανέστη».
«Να κάνουμε τώρα την Ανάσταση», η ιδέα άστραψε στο μυαλό του πάπα - Λευτέρη. «Τι πειράζει; Πασχαλιά είναι ακόμη. Ετοιμαστείτε κι εδώ είμ΄ εγώ».
Απ’ τη στιγμή εκείνη ένας ολάκερος μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Μέχρι το βράδυ βρέθηκαν άμφια, σκεύη, πρόσφορα ενώ ένα νιό παληκάρι, με γρήγορο άλογο, έτρεξε στο χωριό να καθησυχάσει την παπαδιά, που δεν θα γύριζε ο παπάς εκείνο το βράδυ.
Γύρω στα μεσάνυχτα γιόμισε το σπίτι από κρυφοχριστιανούς. Άντρες, γυναίκες, παιδιά πέρασαν το κατώγι μ’ αγιοκέρια που είχαν μόνοι τους ετοιμάσει. Στην ανατολική πλευρά μία κασέλα είχε γίνει Αγία Τράπεζα. Ο πάπα - Λευτέρης άρχισε το ψάλσιμο μ΄ ένα γέροντα.
«Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον».
Τούτους ΄δω δεν ενοχλούσε η φωνή του. Γι’ αυτό δεν άκουσε εκείνο το «σούς μπρε», που του μαύριζε την ψυχή. Τούς έφτανε που άκουγαν τα λόγια. Κι αν έκρινε από τα βλέμματα, ίσως και να φχαριστιόντουσαν απ’ το ψάλσιμό του. Στο τέλος άναψε το κερί του απ’ το καντήλι που τρεμόπαιζε και κάλεσε τους μυστικούς χριστιανούς του:
«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών».
Μετά, εκεί στη μέση, έψαλε «την Ανάστασίν σου Χριστέ Σωτήρ», διάβασε το Ευαγγέλιο κι ενώ η πόλη ησύχαζε, ψάλανε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Γύρω του τα δακρυσμένα μάτια του σκλάβωναν την καρδιά. Ήταν μία απ’ τις στιγμές που θα τον συνόδευαν σ’ όλη του τη ζωή.
Ήταν έτοιμη να ξεπροβάλει η νέα μέρα, όταν ξεκίναγε να γυρίσει στο χωριό. Πίσω του άφηνε το σπίτι, που έγινε η κολυμπήθρα για ν’ αναβαπτιστεί στην πίστη του κι ένα κομμάτι της καρδιάς του. Θαρχόταν να το συναντήσει πάλι σε λίγες μέρες. Τον περίμεναν οι νέοι του χριστιανοί. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά, που είχαν μείνει αβάπτιστα.
Τώρα ήξερε. Κάθε φορά που ξεκίναγε με ξύλα για την Τραπεζούντα θα έφερνε κι ένα φόρτωμα στον τουρκομαχαλά. Κάθε φορά και σε διαφορετικό σπίτι. Τη νύχτα το σπίτι αυτό θα γινόταν η εκκλησιά κι εκεί θα συνάζονταν οι κλωστοί. Απ΄ τα πιο απίθανα μέρη ξεφύτρωναν οι μαύρες σκιές που αδιαφορούσαν για την προχωρημένη ώρα. Τις πιο πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι του πεθαμένου κρυφού παπά όπου υπήρχε ολάκερη εκκλησιά κρυμμένη απ’ τα μάτια του κόσμου. Μυστικές πόρτες έφερναν τους πιστούς από τους σκοτεινούς δρόμους. Έξω οι νέοι είχαν αναλάβει τη φύλαξη. Τόσα χρόνια στη ζωή αυτή έμαθαν να φροντίζουν την ασφάλειά τους. Μαζί τους άρχισε κι αυτός να ζεί τους φόβους και τις αγωνίες τους κι όταν γνωρίστηκαν καλά η έγνοιά του σκλαβώθηκε στο μαχαλά τους.
«Τα παιδιά έχουν σήμερα μπαϊράμι» έλεγε στην παπαδιά «κι όλη μέρα θα είναι νηστικά»…
Γιώργη Θ Πρίντζιπα «Το συναξάρι των κρυφών ονείρων»

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

"Δε μας παρατάς με το Γέροντα!!" - Η έφηβη και ο άγιος: μια ιστορία για το σεβασμό, την αγάπη και την αιωνιότητα...


Γράφει η Μάρω Σιδέρη για τον Άγιο Πορφύριο

Κοιτάζω και ξανακοιτάζω την εικόνα του Γέροντα Πορφυρίου - του Αγίου Πορφυρίου, όπως ακούω να τον λένε οι πιστοί ολόγυρά μου. Κοιτάζω την αγιογραφία του με το φωτοστέφανο και νοιώθω ανόητη.

Θεέ μου, πόσο ανόητη!

Ήταν Άγιος λοιπόν εκείνος ο γέροντας που με υποδεχόταν χωρίς να μιλά όταν έμπαινα στο κελάκι του τρομαγμένη;
Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή;
Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως  τον φοβόμουν.

Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε μια άγρια μαύρη εφηβεία.
Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν. Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι' αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί.

Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι  με εξόργιζαν. Τη θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά - γιατί δεν τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω.
Δεν τολμούσα γιατί μέσα μου ήξερα ότι ήταν Άγιος - πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος.
Στην αρχή φοβόμουν γιατί  ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις μου και έτρεμα μην τις  αποκάλυπτε στη μαμά μου...

Κι όταν κατάλαβα ότι δεν αποκάλυπτε τίποτα, πάλι τον φοβόμουν γιατί πίστευα ότι με έκρινε για όσα είχα κάνει, όσα είχα πει, για ότι ήμουν, ότι δε με ενέκρινε για φιλαράκι του - και γιατί να το έκανε άλλωστε;
Είχε ήδη εγκρίνει για φιλαράκια του την αδερφή μου, τη μαμά μου, το μπαμπά μου.
Σ' εκείνους μιλούσε, τους καλωσόριζε, τους έδινε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι να τον φιλήσουν.

Σε μένα δεν το έκανε... δεν άπλωνε το χέρι να του το φιλήσω... πλησίαζα μόνη μου, τρομαγμένη, καταπιέζοντας τον εαυτό μου να το κάνω και πάντα έφευγα με  τρόμο ότι δεν με είχε δεχτεί.
Ώσπου ένα μεσημέρι Σαββάτου, η μαμά μου ζήτησε επιτακτικά να ετοιμαστώ για να πάμε στο Γέροντα. Ήθελα να της πω ότι δεν ήθελα να έρθω μα δεν τόλμησα. Κι έτσι φώναξα ότι ήθελα να έρθω με το παντελόνι. Η μαμά μου ήταν ανένδοτη κι έτσι μπήκα οργισμένη στο δωμάτιό μου και πίσω από την ασφάλεια της μοναξιάς μου τον έβρισα. Τον έβρισα τόσο, που μετά από τόσα χρόνια ακόμα ντρέπομαι για όσα είπα μονάχη στο δωμάτιό μου. Μετά, βγήκα φορώντας τη φούστα μου,  μπήκα στο αυτοκίνητο, σιωπηλή  και πάντα με  την ίδια οργή μέσα μου. Όταν φτάσαμε στο κελάκι του, μπήκαμε όλοι μέσα - εγώ απλά τυπικά θα του φιλούσα το χέρι και θα έφευγα τρέχοντας έξω.

Εκείνο το απόγευμα ήταν η πρώτη φορά που με χαιρέτησε με το όνομά μου.
Έλα Μάρω μου είπε και μου άπλωσε το χέρι. Θεέ μου πόσο μου άρεσε που άκουσα τη φωνή του να με λέει όπως με φώναζαν οι φίλοι μου! Και πόση ανακούφιση αισθάνθηκα,  με την υποδοχή του! Ασφαλώς για να με υποδεχτεί έτσι για πρώτη φορά, ενώ εγώ είχα ξεσπάσει εναντίον του στο δωμάτιό μου, μάλλον δεν ήταν Άγιος. Μάλλον δεν ήξερε τι είχα πει...
Κι εκεί που πήγα μια ανάσα ανακούφισης τον άκουσα να μου λέει στοργικά- πολύ στοργικά: Μάρω θα μπορούσες να βγεις λίγο έξω, για να μιλήσω στο μητέρα σου;

Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα! Ήμουν σίγουρη ότι, ως Άγιος, όχι μόνο είχε ακούσει όλα όσα είχα ψιθυρίσει, αλλά θα τα έλεγε όλα στη μαμά μου! Βγήκα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι όση ώρα  περίμενα απ έξω είχα ετοιμάσει στη σκέψη μου την άμυνά μου: είχα φορτώσει κι ήμουν έτοιμη για μάχη! Κι όμως καμιά μάχη δε συνέβη.
Δεν ξέρω τι της είπε, ξέρω  όμως ότι όταν  βγήκε από το κελάκι η μαμά μου μού ζήτησε συγγνώμη χωρίς να μου εξηγήσει γιατί.

Ξέρω ακόμα ότι δεν μου επέβαλε ποτέ ξανά να πάω μαζί τους στο Γέροντα. Μόνη μου πήγαινα, από ντροπή, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι δεν ήθελα να πάω, γιατί ζήλευα τη σχέση που είχε η αδερφή μου μαζί του κι ας μην τον πήγαινα!
Ήθελα να τον αγαπάω κι ας μην τον αγαπούσα. Ήθελα να ένοιωθα την ευλογία του κι ας μην την ένοιωθα!
Ήθελα να με θεωρήσει φιλαράκι του κι ας μην αισθανόμουν ότι ήταν δικός μου φίλος.
Έπρεπε να βγω από το σκοτάδι της εφηβείας μου για να καταλάβω με ντροπή ότι εκείνος με είχε αποδεχτεί,  έτσι όπως ήμουν.

Κατάλαβα πως όταν δεν μου άπλωνε το χέρι να το φιλήσω, το έκανε όχι από αποδοκιμασία αλλά από αποδοχή. Στη μεταξύ μας σχέση εκείνος ήταν ο ειλικρινής κι εγώ η ψεύτικη. Εγώ πλησίαζα κι ας μην ήθελα, εκείνος όμως δεν άπλωνε το χέρι επειδή σεβόταν το φόβο και την αντίδρασή μου. Εγώ καταπίεζα τη Μάρω, ενώ εκείνος την αποδεχόταν κι έκανε αυτό που η Μάρω ήθελε...
Ακόμα και την οργή μου εκείνος την ερμήνευε σαν προσευχή.
Δε μου έκανε καμιά νύξη για το Χριστό, δε μου έδωσε καμιά συμβουλή, δε μου μίλησε για θαύματα για να με πείσει.

Κι όμως ξέρω πια ότι αυτή η σιωπή ήταν η πιο τρανή απόδειξη ότι με είχε αποδεχτεί σα φιλαράκι του, έτσι όπως ήμουν.
Ίσως γι' αυτό ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν πέρασα στη Θεολογία.
Όλοι οι άλλοι, φίλοι συγγενείς θορυβήθηκαν: Η Μάρω στη Θεολογία; Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί είχα βάλει τη Θεολογία ως πρώτη επιλογή. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε με συνεχάρη, ούτε θριαμβολόγησε. Κράτησε την ίδια σιωπηλή, ξεκάθαρη στάση που επιθυμούσε η ψυχή μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι βλέποντας το αγρίμι μέσα μου, με ανέθεσε απευθείας στο Θεό κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη ότι με ένοιωθε φιλαράκι του...

Αυτή τη σχέση την παθιασμένη την είχα με το Γέροντα ως το τέλος. Εγώ δε μαλάκωσα ποτέ κι εκείνος δεχόταν πάντα την ορμή μου σαν δείγμα αγάπης. Τον ξαναπρόσβαλα το Γέροντα, άλλη μια φορά και πάλι πίσω από την πλάτη του - ως γνήσια θρασύδειλη!
Πάλι Σάββατο ήταν  κι εγώ ήμουν φοιτήτρια πια και είχα εξεταστική.
Τη Δευτέρα έδινα μάθημα και στις 9 το βράδυ του Σαββάτου έμαθα ότι είχα διαβάσει λάθος ύλη.
Πανικοβλήθηκα κι όταν η μαμά μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου είπε «Βρε τι σκας; Αφού έχεις το Γέροντα!», εγώ έγινα ηφαίστειο που έσκασε: «Δε μας παρατάς  με το Γέροντά σου! Τι να μου κάνει τωρα ο Γέροντας;»
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν   άκουσα τη μαμά μου να λέει: Γέροντα!... ναι εδώ είναι η Μάρω. Δίπλα μου!» ήθελα να έχει το πάτωμα μια καταπακτή για να χωθώ μέσα! Σα βρεμένο γατί πήρα το ακουστικό και η φωνή μου που τόσο σθεντόρια τον είχε αμφισβητήσει, τώρα είχε γίνει ψίθυρος.

Την απορία του δε θα την ξεχάσω ποτέ: «Άραγε, ποια από τις δυο σας με επικαλέστηκε στ' αλήθεια;» με ρώτησε, σα να ήθελε  να με διαβεβαιώσει ότι εκείνος ως Άγιος δεν άκουγε λόγια του στόματος αλλά της ψυχής... «θα μπορούσες να έρθεις αύριο να διαβάσεις εδώ;»  με ρώτησε με μια ευγένεια που όμοιά της δεν έχω συναντήσει. Είπα ναι, όλο ντροπή και χωρίς άλλα λόγια έκλεισε το τηλέφωνο. Το άλλο πρωί στις 7 ήμουν με τους γονείς μου στη Μαλακάσα. Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να ανοίξουν ένα γραφείο για να περιμένω- κι ας  είχε λειτουργία στο Ναό. Εκείνος με αποδεχόταν όπως ήμουν... Όταν με δέχτηκε στο κελάκι, μετά τις 10,  πάλι δεν είχε πολλά λόγια: «Αχ και να πίστευες λίγο! 10 θα έγραφες!» μου είπε απαλά κι άνοιξε το βιβλίο τέσσερις φορές. «δεν πειράζει όμως. Και το 5 καλό είναι!»

Από  τα τέσσερα θέματα διάβασα τα δύο. Τα άλλα τα βρήκα ανούσια και χαζά! Έπεσαν και τα τέσσερα κι εγώ πήρα 5! Καλό ήταν! Καλό μου έκανε!  Άλλωστε πάντα με το Γέροντα 5 έπαιρνα. Το παραπάνω δεν το αντέχω, ούτε το αξίζω και το ξέρω. Μου αρκεί όμως αυτό το 5... με κάνει να νοιώθω ότι τον έχω κοντά μου κι αυτό μου αρκεί.

Όσο για το ότι είναι Άγιος; Το ξέρω μα δε το αντέχει το μυαλό μου... Ο γέροντας ήταν άγιος πάντα, μόνο ένας Άγιος θα άντεχε κάποιαν σαν εμένα. Για μένα είναι Άγιος  μα παραμένει  ο Γέροντας, ο δικός μου Γέροντας, αυτός που χρησιμοποιεί  την απιστία και τον εγωισμό και την αμφιβολία μου ως μέσα για να επικοινωνήσει μαζί μου. Είναι ο Γέροντας που δε με μάλωσε ποτέ, δε με κολάκεψε ποτέ, δε με εγκατέλειψε ποτέ μα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα λόγια.

Είναι ο Γέροντας που δε μου απαντά όταν απευθύνομαι σ' αυτόν από υποκριτικό καθωσπρεπισμό και που με καλωσορίζει πάντα  όταν του μιλάω απλά ως Μάρω...

Κυριακή, Ιανουαρίου 31, 2016

Επίσκεψη ενός ομοφυλόφιλου σε Ιερά Μονή (Δείτε την αντίδραση της μοναχής)

Είμαι Δάσκαλος  πάνω από τριάντα χρόνια και έχω την χαρά να υπηρετώ σε ένα ορεινό χωριό της Πελοπονήσσου.

Εχθές κιόλας είχα την ευλογία να επισκεφθώ την Ιεράν Μονήν...με την σύζυγό μου και να προσκυνήσω την Θαυματουργόν Εικόνα.

Μαζί με εμάς , την ίδια ώρα, είχε καταφθάσει και ένας σοβαρός κύριος ,γύρω στα σαρανταπέντε , υψηλού αναστήματος και γεροδεμένος .

Στην Μονήν αυτή διακονεί ως   Ηγουμένη ένας υπέροχος άνθρωπος, με πραγματικά ταπεινό φρόνημα, η Γερόντισσα.. μειλίχια, ευγενής γλυκομίλητη , ειλικρινής ,ακαίρεη ηθικά και με αρκετή συστολή.

-«Εμένα  που με βλέπετε, όταν είμουν νέα φορούσα μίνι.»

Έλεγε πολλάκις αυτομεμφόμενη  και με ταπείνωση, για την νεανική της αυτή παρεκτροπή.

Αφού προσκηνήσαμε εντός του Ι.Ναού κατευθυνθήκαμε στην μικρούλα έκθεση , όπως πάντα , για να αγοράσουμε καμιά ευλογία για τα παιδιά και τα εγγονάκια μας αλλά και για να ενισχύσουμε το πτωχό Μοναστήρι.

Μαζί με εμάς έψαχνε στα ράφια της Έκθεσης  και ο αναφερόμενος υψηλός κύριος.

Τότε με περισσή ευγένια και με  καλωσύνη τον ερωτά η Ηγουμένη.

-Θέλεις να σε βοηθήσω παιδί μου; Ψάχνεις κάτι για την γυνάικα σου;

Και εκείνος απαντά αγέρωχος και με θράσος

-Όχι για την γυναίκα μου, αλλ΄για τον  άντρα μου!

Η Ηγουμένη ταρακουνήθηκε, σαν να μην άκουσε καλά και τον ξαναρωτά ,όπου   λαμβάνει και την ίδια απάντηση.

-Ρε σύ!! Και συ μ’αυτούς είσαι;
-...
Ρε δεν ντρέπεσαι!, ρε φύγε από ΄δω!!!
-...
- Τόσες γυναίκες ρε, και συ  πας με άντρες; Και το καυχιέσαι κιόλας;

Η πίεσή της θα είχε φτάσει τουλάχιστον στο εικοσιπέντε και η μαύρη κεφαλομαντήλα κόντευε να εξαερωθεί από την αγανάκτησή της.

Δεν περίμενε τούτη η Μοναχούλα να γίνει παλλικάρι και φοβισμένος με την ουρά στα σκέλια την κοπάνησε σαν βρεγμένη γάτα, δίχως να μπορεί να απολογηθεί.

Ακούγωντας , όσο μπορούσε  να αφουγκρασθεί, η γερόντισσα... 90 χρονών κατέφθασε με την μαγκουρίτσα της στην έκθεση

-Τι έγινε βρε παιδιά;

-Ήρθε ένας Τοιούτος !

-Ένας πτυχιούχος;

Εν τω μεταξύ ο περίφανος κίναιδος είχε εξαφανισθεί και τοτες πιο ήρεμη η Ηγουμένη , καθισμένη σε μία παλαιά καρέκλα μονολογούσε στεναχωρημένη.

-Βρε τον ευλογημένο! Και μεις αμαρτωλοί είμαστε, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, ο καθείς με τα πάθη του και τα λάθη του, αλλά ας έχουμε και λίγο αυτογνωσία και μετάνοια !και όχι  να σου ρχεται με θράσος στο Μοναστήρι και να καυχιέται κιόλας που είναι τοιούτος;

Τότε επενέβην και εγώ.

«Το αμαρτάνειν ανθρώπινον , το εμμένειν Σατανικόν».

Για στο στόμα σου παιδί μου.Τα ύστερα του κόσμου.Τί να κάνω; να τον χαϊδέψω; Στο Χριστό πάμε με αληθινές κουβέντες και όχι με παραμύθια.

Και αφού κερασθήκαμε ένα ωραίο γλυκό κουταλιού ,λάβαμε την ευλογία από την Γερόντισσα , μία σύγρονη Μπουμπουλίνα, και με ελπίδα,διότι υπάρχουν ακόμη Λεωνίδες, πορευτήκαμε εις το  κλεινόν αστυ.
 
-ΔΑΣΚΑΛΟΣ-


Το άρθρο, μας το έστειλε ο π.Διονύσιος Ταμπάκης - See more at: πηγή

“AKOY ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΚΑΙ ΕΓΩ ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΞΕΡΩ ΑΠΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ” – Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ – “ΑΔΙΚΑ ΧΥΝΕΤΑΙ ΑΔΕΛΦΙΚΟ ΑΙΜΑ, Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΗΣΕΙ”!

16-17-ANOIGMA-1

«Πράγματι οι δυο τους, ο Άρης και η Γερόντισσα, έκαναν Εσπερινό με ακροατές τους στρατιώτες του Άρη»
«Για μένα, όλοι είσαστε παιδιά του Θεού και εγώ σας αισθάνομαι αδελφούς μου. Δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται»
Η Ηγουμένη στην Ιερά Μονή Καλάμου, Γερόντισσα Ευπραξία
Ο Άρης Βελουχιώτης έκανε Εσπερινό με τη Γερόντισσα Ευπραξία στην Ιερά Μονή Καλάμου Αττικής
Βρισκόμαστε γύρω στο 1930. Η Γερόντισσα Ευπραξία, βρίσκεται ηγουμένη στην Ιερά Μονή του Καλάμου.
Πριν πάει η ίδια στη Μονή αυτή οι βοσκοί της περιοχής καταπατούσαν τα χωράφια και τους χώρους της Μονής.
Η Γερόντισσα ζήτησε από αυτούς να απομακρυνθούν και όπως ήταν φυσικό αντέδρασαν και μίλησαν άσχημα στη Γερόντισσα και κάποια ένας από αυτούς ήλθε στη Μονή οπλισμένος θέλοντας να τη σκοτώσει. Σήκωσε το όπλο και τη σημάδεψε, την ώρα που εκείνη προσευχόταν στον καλό Θεό να τη σώσει. Πριν όμως προλάβει να πατήσει τη σκανδάλη παρέλυσε το χέρι του, το όπλο έπεσε καταγής και ο βοσκός γύρισε στο χωριό και στο σπίτι του παράλυτος. Την άλλη μέρα ήλθε μαζί με την οικογένειά του και πολλούς χωριανούς στο Μοναστήρι και ζητούσε από τη Γερόντισσα να τον συγχωρήσει γι’ αυτό που πήγε να κάνει και να παρακαλέσει το Θεό να τον κάνει πάλι καλά.
1-lezanta-Gerontissa Eupraxia

Έτσι και έγινε. Αυτή ως ανεξίκακη παρακάλεσε το Θεό να κάνει καλά το βοσκό, τον παρ’ ολίγον δολοφόνο της. Πράγματι σε λίγο, το παράλυτο χέρι επανήλθε στην πρότερα κατάσταση. Όλοι απορούσαν για τη δύναμη της προσευχής αυτής της Γερόντισσας.
Στη Μονή άνδρες της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΔΕΣ
Ακολούθησε ο πόλεμος του ’40. Δύσκολα χρόνια, γεμάτα φόβο και πείνα. Οι υποτακτικές της γερόντισσας Ευπραξίας άρχισαν να γκρινιάζουν και να της λένε ότι θα φύγουν από το Μοναστήρι να πάνε στον κόσμο να βρούνε τροφή. Εκείνη τις παρακαλούσε να μη φύγουνε και συγχρόνως τις νουθετούσε να έχουν πίστη στην πρόνοια του Θεού. Τις έλεγε ότι δυνατός είναι ο Θεός να τις θρέψει. Αυτές όμως μπρος στο φάσμα της πείνας ολιγοπίστησαν και αποφάσισαν να φύγουνε από το Μοναστήρι για να μην πεθάνουν της πείνας.
Έτσι και έγινε, εντός ολίγου εγκατέλειψαν την Μονή. Η Γερόντισσα προσευχόταν για αυτές με πολύ θέρμη καθώς δεν γνώριζε ούτε που θα πήγαιναν. Πολύ αργότερα έμαθε ότι όλες πέθαναν από την πείνα, ενώ η ίδια παραμένοντας στο Μοναστήρι και ελπίζοντας απόλυτα στην πρόνοια του Θεού επέζησε.
Έκλαψε το χαμό τους, αλλά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει τι θα κάνει στη ζωή του.
Πέρασαν ένα-ένα τα χρόνια της κατοχής και την κατοχή διαδέχθηκε ο εμφύλιος.
Μια ημέρα, έτσι όπως ήταν μόνη στο μοναστήρι, είδε να έρχονται οι στρατιώτες. Δεξιοί, του Ζέρβα. Τους υποδέχθηκε. Εκείνοι ζήτησαν να φάνε και να κοιμηθούν στο Μοναστήρι και η Γερόντισσα δεν αρνήθηκε. Τους παρέθεσε τράπεζα με ό,τι είχε και τους έβαλε να κοιμηθούν. Την επόμενη ημέρα αφού την ευχαρίστησαν έφυγαν.
Ο Βελουχιώτης κάνει Εσπερινό με την Γερόντισσα Ευπραξία
Το απόγευμα κατέφθασαν οι αριστεροί, ο Άρης Βελουχιώτης με την ομάδα του.
2-lezanta
 Ο Άρης της λέγει:
- Γερόντισσα έχουμε πληροφορίες ότι φιλοξένησες τους Δεξιούς.
- Ναι παιδί μου, του απαντά η Γερόντισσα.
- Το παραδέχεσαι λοιπόν;
- Ναι παιδί μου, έφαγαν και κοιμήθηκαν να ξεκουραστούν το βράδυ που μας πέρασε.
- Και πού είναι λοιπόν, από πού έφυγαν, προς τα πού πήγαν, ρώτησε ο Άρης Βελουχιώτης.
- Από ‘δω σήμερα το πρωί.
- Και πού πήγαν;
- Αυτό δεν το ξέρω παιδί μου.
- Θα μας φιλοξενήσεις και μας γερόντισσα, όπως έκανες με τους άλλους;
- Βεβαίως παιδί μου. Για μένα, όλοι είσαστε παιδιά του Θεού και εγώ σας αισθάνομαι αδελφούς μου. Δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται. Άδικα χύνεται αδελφικό αίμα, ο Θεός να μας ελεήσει.
 Η συμπεριφορά της Γερόντισσας τον εντυπωσίασε. Θαύμασε την ειλικρίνειά της, την ευθύτητα, τη φιλοξενία και την αφοβία της. Της λέγει λοιπόν:
- Άκου Γερόντισσα και εγώ πιστεύω στο Θεό και ξέρω από Ακολουθίες της Εκκλησίας. Πάμε μαζί στην Εκκλησία να κάνουμε τον Εσπερινό.
Πράγματι οι δυο τους, ο Άρης και η Γερόντισσα, έκαναν Εσπερινό με ακροατές τους στρατιώτες του Άρη. Έμειναν εκεί, έφαγαν, ξεκουράστηκαν, κοιμήθηκαν και το πρωί εγκατέλειψαν τη Μονή, αφού ευχαρίστησε θερμά ο Άρης και φεύγοντας της είπε:
- Γερόντισσα, ζήτησέ μου κάτι να κάνω για σένα. Έχω εξουσία.
 Τότε η Γερόντισσα του είπε:
- Δεν έχω ανάγκη από τίποτε. Για όλα με φροντίζει ο Κύριος, μόνο εάν θες πες αυτούς τους βοσκούς να μην ξαναπατήσουν τα χωράφια και τους χώρους της Μονής.
Της το υποσχέθηκε με όλη του την καρδιά και έκτοτε, ουδεμία ενόχληση είχε από τους κατοίκους της περιοχής.
16-17-ANOIGMA-2
 Πνευματικά κατορθώματα
Μέσα σ’ αυτήν την πνευματική αδελφική κυψέλη ζούσαν μοναχές με πολύ μεγάλη πνευματική κατάρτιση και αγιότητα. Ή Γερόντισσα Ευπραξία διηγιόταν τα ακόλουθα περιστατικά:
Μια αδελφή δεν είχε καθόλου χρήματα για να ζήση. Οι δικοί της, άγνωστο γιατί, είχαν πάψει να της στέλνουνε και κατά συνέπεια δεν είχε να φάει. Ή αδελφή αυτή είχε την ευλογημένη συνήθεια μετά το πέρας της ακολουθίας στο καθολικό της Μονής να παραμένει στο ναό και να κάνη σε κάθε εικόνα του τέμπλου του ναού ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι. Άρχιζε από τον αρχάγγελο Μιχαήλ και τελείωνε στον αρχάγγελο Γαβριήλ. Μια μέρα λοιπόν οι αδελφές της Μονής την άκουσαν έκπληκτες να μαλώνει στα Παριανά (όπως μιλάνε οι Παριανοί) με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι δεν θα σου ξανακάνω κομποσκοίνι άρχάντζελλέ μου διότι με άφησες χωρίς χρήματα, χωρίς φαγί. Την επομένη ημέρα ή Γερόντισσα λαμβάνει μία επιταγή χωρίς αποστολέα, ανώνυμη, με πολλά χρήματα και καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Μία άλλη αδελφή έκανε την ευχή του Ιησού συνεχώς. Είχε όπως λέμε αληθινά την καρδιακή νοερά προσευχή αδιαλείπτως και πολλές φορές την άκουγαν να φωνάζει δυνατά την ευχή. Αυτή είχε αντί κελιού την στρωμνή της κάτω από τη σκάλα και εκεί κοιμόταν. Αλλά όπως λένε οι πατέρες στο τέλος ό ασκών αυτό το πνευματικό έργο της προσευχής φθάνει να λέει μόνο τη λέξη Ιησού. Αυτή ή αδελφή φώναζε και την άκουγαν όλες οι αδελφές να λέει: Ιησού μου, Ιησού μου, Ιησού μου… συνεχώς.
Γέρασα, παιδί μου, μου έλεγε ή Γερόντισσα Ευπραξία και ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου ή φωνή της Γερόντισσας Θεοφανούς να λέει Ιησού μου… Ιησού μου…
Στο τέλος της ζωής της, ανέθεσαν στην γερόντισσα Ευπραξία την περιποίηση της γερόντισσας Θεοφανούς. Όταν κοιμήθηκε ή γερόντισσα αυτή οι αδελφές την ετοίμασαν ως είθισται σε μοναχούς και στο τέλος την έραψαν. Ήταν όμως νύχτα και την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στο Μοναστήρι ηλεκτρικό φως, αλλά χρησιμοποιούσαν λάμπα πετρελαίου για τις ανάγκες τους. Οι αδελφές όμως μέσα στη λύπη τους και στο τί έπρεπε να κάνουν ξέχασαν να ανάψουν τη λάμπα. Άκτιστο φως περιέλαμψε τότε το κελί και έφεγγε σαν να ήταν ημέρα, ώστε καμιά δεν την απασχόλησε να ανάψει την λάμπα καθώς έβλεπαν κανονικά και τη ράψανε κιόλας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της νύχτας.
Το βράδυ πού την ξενυχτούσανε βγήκε στο Μοναστήρι ένας φοβερός αέρας και ανεμοστρόβιλος πού ξερίζωσε 17 δένδρα της Μονής. Την άλλη μέρα το πρωί στείλανε μήνυμα στη Λογγοβάρδα να έρθει ό π. Φιλόθεος ως πνευματικός τους να κάνη την κηδεία της αδελφής. Διηγήθηκαν τα περιστατικά του φωτός και του ξεριζώματος των δένδρων. Και αυτός έδωσε την εξής εξήγηση:
– Ήρθε ό Διάβολος παιδιά μου να ελέγξει την αδελφή Θεοφανώ περί αμαρτίας και επειδή δεν βρήκε τίποτε, από το κακό του, ξερίζωσε τα δένδρα, ως κακός πού είναι, διότι πουθενά αλλού δεν έγινε καταιγίδα και ανεμοστρόβιλος παρά μόνο μέσα στο χώρο της Μονής.
Άλλη αδελφή ημέρα Μ. Σαββάτου αισθάνθηκε λίγο αδιάθετη. Ξάπλωσε και έψαλλε όλα τα αναστάσιμα πού θα έλεγαν το βράδυ με γλυκύτατη φωνή από στήθους και αφού τελείωσε ζήτησε συγχώρεση από τις αδελφές και αναπαύτηκε εν Κυρίω χαίρουσα την χαρά την άνεκλάλητον. Αυτός κι αν είναι θάνατος!
Στο Μοναστήρι αυτό είχαν την ευλογημένη συνήθεια μια αδελφή, εκ περιτροπής, να διέρχεται τον εσωτερικό διάδρομο της Μονής μπροστά από τα κελιά των αδελφών και να λέγει δυνατά την μονολόγιστον ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με την αμαρτωλή», ούτως ώστε εάν ό νους μετεωριζόταν επέστρεφε, διά της υπενθυμίσεως τού γλυκύτατου ονόματος του Ιησού.
Άλλο ένα γεγονός της εποχής αυτής. Ήταν Κυριακή της Σαμαρείτιδος. Ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος τούς λειτούργησε. Στη Θεία Λειτουργία διάβασε τη γνωστή μας ευαγγελική περικοπή. Όταν έφθασε στο σημείο πού λέει ό Χριστός μας στη Σαμαρείτιδα «πέντε άνδρες έσχες και ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ», τότε μία πολύ απλή και αγαθή αδελφή του κοινοβίου άρχισε να φωνάζει και να λέγει. Δεν ντρέπεσαι να κάνης τέτοια πράγματα; Πω, πω, δεν ντρέπεσαι; Μόλις άκουσαν αυτά τα λόγια οι άλλες αδελφές άρχισαν να γελάνε. Δεν μπόρεσαν να κρατηθούν την ιερή αυτή ώρα τού Ευαγγελίου.
Μετά το πέρας της Λειτουργίας ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος έβαλε κανόνα σ’ όλες τις αδελφές να μην κοινωνήσουνε μερικές Κυριακές για το γέλιο τους αυτό. Οι μόνες πού δεν πήρανε κανόνα ήταν ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή υποτακτική της αδελφή Ευπραξία. Αυτές δεν γέλασαν αλλά κατάλαβαν την απλοϊκότητα και αγαθότητα της αδελφής πού μίλησε έτσι την ώρα τού Ευαγγελίου. Τέτοια εγκράτεια είχανε.
Άλλη φορά πάλι ή Γερόντισσα Ευπραξία μου είπε ότι στο Μοναστήρι τους αυτό κάποτε έγινε ένας μεγάλος πειρασμός. Τότε οι δύο γερόντισσες Μητροδώρα και Ευπραξία δεν κατέβηκαν από το κελί τους ούτε και στις ώρες των ακολουθιών τους, για τρεις ημέρες. Αυτό έγινε για να μην πειραχθούν οι ίδιες κρίνοντας και κατακρίνοντας πρόσωπα και πράγματα. Τέτοια σύνεση και διάκριση και προσοχή συνειδήσεως είχαν αυτές οι ευλογημένες γερόντισσες.
Άλλο ένα γεγονός. Ήταν το τελευταίο Πάσχα στο μοναστήρι της. Μετά την Λειτουργία της Αναστάσεως πήγε στο κελί της και ξάπλωσε πάνω στο στρώμα της με τα ρούχα της. Προφανώς ήταν πολύ κουρασμένη και αποκοιμήθηκε. “Όταν ξύπνησε πήγε στην Εκκλησία για τον Εσπερινό της Αγάπης. Ποιόν Εσπερινό της Αγάπης αδελφή μου της είπαν οι άλλες αδελφές. Σήμερα είναι του Θωμά. Δεν μπορούσα να πιστέψω τί μου έλεγε ή Γερόντισσα.
Μπορεί να γίνει αυτό; Και όμως με βεβαίωνε ή Γερόντισσα Ευπραξία ότι έτσι ήταν. Δεν έφαγε, δεν ήπιε τίποτε, δεν ξύπνησε για μια ολόκληρη εβδομάδα. Έγινε αναστολή όλων των λειτουργιών τού σώματός της.
Άραγε τί έγινε; Με άφησε να βγάλω μόνη μου τα συμπεράσματα. Ήταν απλή κόπωση ή έπεσε σε έκσταση και από ταπείνωση δεν μου το έλεγε; Απλά μου χαμογελούσε με νόημα και με βεβαίωνε ότι έτσι ήταν.
«Γερόντισσα Ευπραξία, Βίος και Πολιτεία Οικογένειας Μπρούλη», συγγραφέας Μοναχή Θεοφιλ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...