Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ«Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν»(Ματθ. κστ΄,49)



 Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ
«Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» 
(Ματθ. κστ΄,49)

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Η ι­στο­ρί­α α­πό τα αρ­χαί­α χρό­νια έ­χει κα­τα­γρά­ψει πολ­λές προ­δο­σί­ες. Εν­δει­κτι­κά θ΄ α­να­φέ­ρου­με, ί­σως, τις πιο γνω­στές:
Στις 25 Μαρ­τί­ου του 44 π.Χ. ο Λεύ­κιος Βρού­τος η­γεί­ται της δο­λο­φο­νί­ας του συ­νερ­γά­τη του Ιου­λί­ου Καί­σα­ρα. Κα­τά τον Σου­η­τώ­νιο, ό­ταν ο Ιού­λιος Καί­σαρ εί­δε τον Βρού­το με­τα­ξύ των συ­νω­μο­τών του εί­πε στα ελ­λη­νι­κά «Και συ τέ­κνον;».
Το 480 π.Χ. στη μά­χη των Θερ­μο­πυ­λών, ο Ε­φιάλ­της α­νέ­λα­βε να ο­δη­γή­σει τους Πέρ­σες, α­πό μί­α στε­νή διά­βα­ση, ε­να­ντί­ον των Σπαρ­τια­τών του Λε­ω­νί­δα κι έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως πα­ροι­μιώ­δης προ­δό­της. Το 1803 μ.Χ. ο Σου­λιώ­της πο­λε­μι­στής Πή­λιος Γού­σης, κα­τά τον ι­στο­ρι­κό Χ. Περ­ραι­βό, υ­πέ­δει­ξε στους Τουρ­καλ­βα­νούς του Α­λή Πα­σά έ­να α­φύ­λα­κτο μο­νο­πά­τι που ο­δη­γού­σε στο Κού­γκι κι έ­τσι συ­νε­τέ­λε­σε στο γνω­στό ο­λο­καύ­τω­μά του.
Τέ­λος, θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς ως προ­δο­σί­α την βί­αι­η α­πο­μά­κρυν­ση του Πα­τριάρ­χη Φω­τί­ου α­πό τον Πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο α­πό το μα­θη­τή του Λέ­ο­ντα ΣΤ΄ το σο­φό, α­μέ­σως μό­λις ο τε­λευ­ταί­ος στέ­φτη­κε  αυ­το­κρά­το­ρας το 886 μ.Χ. Ο Φώ­τιος πέ­θα­νε στην ε­ξο­ρί­α.


Ό­μως, η προ­δο­σί­α που έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως η πλέ­ον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή και πα­ροι­μιώ­δης ή­ταν αυ­τή του Ιού­δα κα­τά του Δι­δα­σκά­λου του Ι­η­σού. Ό­χι μό­νο στους Έλ­λη­νες, αλ­λά και στους άλ­λους χρι­στια­νι­κούς λα­ούς, το ό­νο­μα «Ιού­δας Ι­σκα­ριώ­της» έ­μει­νε ως το κατ΄ ε­ξο­χήν συ­νώ­νυ­μο της προ­δο­σί­ας. Γνω­στόν ε­πί­σης και το έ­θι­μο της καύ­σης του ο­μοιώ­μα­τος του Ιού­δα την πα­ρα­μο­νή του Πά­σχα ή α­νή­με­ρα της Με­γά­λης Γιορ­τής.
Σύμ­φω­να με τη βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση (Κ. Δια­θή­κη) και άλ­λες πη­γές, ο Ιού­δας, γιός του Σί­μω­να, κα­τή­γε­το α­πό την πό­λη Κα­ριώθ, νό­τια της Ιου­δαί­ας, εξ ου και το ε­πω­νύ­μιον «Ι­σκα­ριώ­της».
Α­πό τους «Δώ­δε­κα» μό­νον αυ­τός ή­ταν Ιου­δαί­ος, α­φού οι λοι­ποί μα­θη­τές του Κυ­ρί­ου ή­σαν Γα­λι­λαί­οι.
Κλή­θη­κε στο α­πο­στο­λι­κό α­ξί­ω­μα με τους υ­πό­λοι­πους μα­θη­τές: ….και συ­λε­ξά­με­νος απ΄ αυ­τών δώ­δε­κα, ους και α­πο­στό­λους ω­νό­μα­σεν, Σί­μω­να ον και ω­νό­μα­σεν Πέ­τρον, και Αν­δρέ­αν…, και Ιού­δαν Ι­σκα­ριώθ, ος και ε­γέ­νε­το προ­δό­της» (Λουκ. στ΄, 13-16). Στους α­πο­στο­λι­κούς κα­τα­λό­γους φέ­ρε­ται πά­ντο­τε τε­λευ­ταί­ος με το χα­ρα­κτη­ρι­σμό του προ­δό­τη (Ματ­θ. στ΄,4, Μαρ­κ. η΄, 19, Λουκ.στ΄16). Φαί­νε­ται ό­τι θα εί­χε πρα­κτι­κές ι­κα­νό­τη­τες, ί­σως και άλ­λες ι­διό­τη­τες, γι΄ αυ­τό τον κα­τέ­στη­σαν και δια­χει­ρι­στή – τα­μί­α της μι­κρής α­πο­στο­λι­κής ο­μά­δας, α­φού κρα­τού­σε το «γλωσ­σό­κο­μον» δηλ. το τα­μεί­ο (Ιω. ιβ΄, 6 και ιγ΄, 29).
Σύμ­φω­να με πολ­λούς ε­ρευ­νη­τές, φαί­νε­ται ό­τι ο Ιού­δας α­νή­κε στο κί­νη­μα των «ζη­λω­τών». Οι «ζη­λω­τές» α­νέ­με­ναν τον Μεσ­σί­α ως κο­σμι­κό βα­σι­λιά και ε­λευ­θε­ρω­τή, που θα τους ε­λευ­θέ­ρω­νε ό­χι μό­νο α­πό τους Ρω­μαί­ους κα­τα­κτη­τάς, αλ­λά ό­τι θα κα­θι­στού­σε το Ιου­δα­ϊ­κό έ­θνος μια πα­γκό­σμια αυ­το­κρα­το­ρί­α κα­τά το πρό­τυ­πο της Ρω­μα­ϊ­κής. Πολ­λοί πι­στεύ­ουν ό­τι η προ­σκόλ­λη­ση του Ιού­δα κο­ντά στον Ι­η­σού εί­χε ι­διο­τε­λή ε­λα­τή­ρια.
Ή­ταν μια ι­διο­τέ­λεια «υ­πό την μορ­φήν πί­στε­ως εις τον Ι­η­σούν ως Μεσ­σί­αν, αλ­λά ως κο­σμι­κόν, οιον α­νέ­με­νον αυ­τόν η με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α των Ιου­δαί­ων της ε­πο­χής ε­κεί­νης» (Κα­θη­γη­τής Π. Μπρα­τσιώ­της).
Οι συ­νε­χείς ό­μως προρ­ρή­σεις του Ι­η­σού πε­ρί του Πά­θους Του άρ­χι­σαν να σκαν­δα­λί­ζουν τον Ιού­δα και να του δη­μιουρ­γούν αμ­φι­βο­λί­ες, αν ο Ι­η­σούς ήλ­θε ως τον α­νέ­με­ναν οι Ιου­δαί­οι και μά­λι­στα οι ζη­λω­τές. Τέ­τοιες προρ­ρή­σεις του Ι­η­σού πε­ρί του Πά­θους Του μας δια­σώ­ζει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος: «Α­πό τό­τε ήρ­ξα­το ο Ι­η­σούς δει­κνύ­ειν τοις μα­θη­ταίς αυ­τού ό­τι δει αυ­τόν εις Ιε­ρο­σό­λυ­μα α­πελ­θείν και πολ­λά πα­θείν …και α­πο­κταν­θή­ναι… (ι­στ, 21). Και σε άλ­λο ση­μεί­ο του Ευαγ­γε­λί­ου του ση­μειώ­νει: «Συ­στρε­φο­μέ­νων δε αυ­τών εν τη Γα­λι­λαί­α εί­πεν αυ­τοίς ο Ι­η­σούς μέλ­λει ο υ­ιός του αν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­σθαι εις χεί­ρας αν­θρώ­πων, και α­πο­κτε­νού­σιν αυ­τόν και τη τρί­τη η­μέ­ρα ε­γερ­θή­σε­ται και ε­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα (ιζ΄, 22-23). Αν οι μα­θη­τές του Κυ­ρί­ου «ε­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα» για το Πά­θος του Δι­δα­σκά­λου, ο Ιού­δας θα «ε­λυ­πή­θη  σφό­δρα» α­κού­γο­ντας να δια­ψεύ­δο­νται οι ελ­πί­δες πε­ρί α­να­μο­νής του Μεσ­σί­α ως κο­σμι­κού άρ­χο­ντα και ε­λευ­θε­ρω­τή.

Ε­πί­σης, στο δεί­πνο της Βη­θα­νί­ας, στο σπί­τι του α­να­στη­θέ­ντος Λα­ζά­ρου, βε­βαιώ­θη­κε πε­ρί του ε­πι­κεί­με­νου τέ­λους του Ι­η­σού, ό­ταν, μα­ζί με το πά­θος της φι­λαρ­γυ­ρί­ας, θί­χτη­κε και ο ε­γω­ϊ­σμός του, με­τά α­πό μί­α έμ­με­ση ε­πι­τί­μη­ση που δέ­χτη­κε α­πό τον Ι­η­σού. Ση­μειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιω­άν­νης ό­τι, ό­ταν η α­δελ­φή του Λα­ζά­ρου η Μα­ριάμ, άρ­χι­σε ν΄ α­λεί­φει με πο­λύ­τι­μο μύ­ρο  «τους πό­δας" του Ι­η­σού», λέ­γει «…Ιού­δας ο Ι­σκα­ριώ­της… δια­τί τού­το το μύ­ρον ουκ ε­πρά­θη τρια­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων και ε­δό­θη πτω­χοίς; Εί­πε δε τού­το ουχ ό­τι πε­ρί των πτω­χών έ­με­λεν αυ­τώ, αλ­λ΄ ό­τι κλέ­πτης ην και το γλωσ­σό­κο­μον έ­χων τα βαλ­λό­με­να ε­βά­στα­ζεν εί­πεν ουν ο Ι­η­σούς, ά­φες αυ­τήν, ί­να εις την η­μέ­ραν του ε­ντα­φια­σμού μου τη­ρή­σει αυ­τό…» (ιβ΄, 3-8).
Τέ­λος, ό­ταν ο Κύ­ριος, με­τά τη θριαμ­βευ­τι­κή του εί­σο­δο στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα, α­να­φέρ­θη­κε στη Σταύ­ρω­σή Του «…κα­γώ ε­άν υ­ψω­θώ εκ της γης… τού­το δε έ­λε­γεν ση­μαί­νων ποί­ω θα­νά­τω ή­μελ­λεν α­πο­θνή­σκειν» (Ιω. ιβ΄, 32-33), τό­τε οι αμ­φι­βο­λί­ες  για τον Ιού­δα έ­γι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η κρί­ση  μέ­σα του ε­ξέ­σπα­σε. Πή­ρε την α­πό­φα­σή του. Έ­σπευ­σε στους αρ­χιε­ρείς και άρ­χι­σε τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις: «…πο­ρευ­θείς… προς τους αρ­χιε­ρείς εί­πεν, τι θέ­λε­τε μοι δού­ναι, κα­γώ υ­μίν πα­ρα­δώ­σω αυ­τόν; Οι δε έ­στη­σαν αυ­τώ τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια, και α­πό τό­τε ε­ζή­τει ευ­και­ρί­α ί­να αυ­τόν  πα­ρα­δώ» (Ματ­θ. κ στ΄, 14-16).
Έ­τσι, λοι­πόν, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η προ­δο­σί­α και η σύλ­λη­ψη του Ι­η­σού, ό­πως μας την πε­ρι­γρά­φουν και οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές (Ματ­θ. κ στ΄47-51, Μαρ­κ. Ιδ΄43-46, Λουκ. κβ΄, 47-48, Ιω. ι­η΄, 3-5).
Για την προ­δο­σί­α του Ιού­δα υ­πάρ­χουν πολ­λές α­πό­ψεις σχε­τι­κά με τα ε­λα­τή­ρια αυ­τής της α­τι­μω­τι­κής ε­νέρ­γειας του. Ε­ρω­τούν: Φτά­νει μό­νον η φι­λο­χρη­μα­τί­α – φι­λαρ­γυ­ρί­α του; Η δυ­σα­ρέ­σκειά του για την δή­θεν προ­σβο­λή του α­πό τον Ι­η­σού στο δεί­πνο της Βι­θα­νί­ας; (Ιω. ιβ΄, 5). Σύμ­φω­να με τις α­πό­ψεις πολ­λών ε­ρευ­νη­τών, υ­πήρ­ξαν πολ­λά και σύν­θε­τα ε­λα­τή­ρια. Οι Ευαγ­γε­λι­στές τα πε­ριο­ρί­ζουν μό­νο σ΄ αυ­τό της φι­λαρ­γυ­ρί­ας, α­φού το το­νί­ζουν ι­διαί­τε­ρα, «ό­τι κλέ­πτης ην και το γλωσ­σό­κο­μον έ­χων τα βαλ­λό­με­να ε­βά­στα­ζεν» (Ιω. ιβ΄, 6). Κα­τά τον α­εί­μνη­στο κα­θη­γη­τή Παν. Μπρα­τσιώ­τη, «Το πι­θα­νώ­τε­ρον εί­ναι, ό­τι ο Ιού­δας ελ­κυ­σθείς προς τον Ι­η­σούν εξ ι­διο­τε­λεί­ας ε­μπνε­ο­μέ­νης υ­πό της πί­στε­ώς του εις αυ­τόν ως μεσ­σί­αν ου­χί πνευ­μα­τι­κόν, αλ­λά κο­σμι­κόν, εκ της πο­λι­τεί­ας του Ι­η­σού, παν άλ­λο ή α­ντα­πο­κρι­νο­μέ­νης εις τας κο­σμι­κό­φρο­νας αυ­τού βλέ­ψεις, α­πο­γο­η­τευ­θείς και α­νε­πί­δε­κτος της α­γα­θής ε­κεί­νου ε­πι­δρά­σε­ως α­πο­δει­χθείς δεν ε­δί­στα­σεν εν τη α­θε­ρα­πεύ­τω αυ­τού φι­λο­χρη­μα­τί­αν και πω­ρώ­σει να προ­δώ­ση τον δι­δά­σκα­λον α­ντί τι­μή­μα­τος ού­τως ευ­τε­λούς» (Μ.Ε.Ε. τομ. 13ος, σελ. 103).

Ο Κύ­ριος πολ­λές φο­ρές α­να­φέρ­θη­κε στην προ­δο­σί­α του Ιού­δα, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν και ως προ­ει­δο­ποι­ή­σεις  προς αυ­τόν. Μά­λι­στα χρη­σι­μο­ποιεί ι­διαί­τε­ρα βα­ρείς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Εν­δει­κτι­κά, στο κα­τά Ιω­άν­νη (κεφ. στ΄70) εί­πε στους μα­θη­τάς του: «… ουκ ε­γώ υ­μάς τους δώ­δε­κα ε­ξε­λε­ξά­μην; Και εξ υ­μών εις διά­βο­λος ε­στιν, έ­λε­γεν δε τον Ιού­δαν Σί­μω­νος Ι­σκα­ριώ­του…» Ε­πί­σης, στην προς του Πά­θους Του αρ­χιε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή, θα ο­νο­μά­σει τον Ιού­δα «υ­ιό της α­πω­λεί­ας» (Ιω. ιζ΄, 12). Αλ­λά, και, κα­τά τη νύ­κτα του Μ. Δεί­πνου, α­φού έ­νι­ψε  και τους «πό­δας» του Ιού­δα, θα ε­πα­να­λά­βη: «… ο λε­λου­μέ­νος ουκ έ­χει χρεί­αν ει μη τους πό­δας νί­ψα­σθαι, αλ­λ΄ έ­στιν κα­θα­ρός ό­λος και υ­μείς κα­θα­ροί ε­στε, αλ­λ΄ ου­χί πά­ντες, ή­δει γαρ τον πα­ρα­δι­δό­ντα, δια τού­το εί­πεν ό­τι ου­χί πά­ντες κα­θα­ροί ε­στε» (Ιω ιγ΄, 10-11).
Υ­πάρ­χει προ­βλη­μα­τι­σμός στους ερ­μη­νευ­τές, αν ο Ιού­δας ή­ταν πα­ρών στην ε­γκα­θί­δρυ­ση του μυ­στη­ρί­ου της θ. Ευ­χα­ρι­στί­ας. Οι πα­λαιοί Πα­τέ­ρες και εκ­κλη­σια­στι­κοί συγ­γρα­φείς, με βά­ση το Ευαγ­γέ­λιο του Λου­κά (Κεφ. κβ, 14-23), πι­στεύ­ουν ό­τι ο Ιού­δας έ­λα­βε μέ­ρος στην πα­ρά­δο­ση του μυ­στη­ρί­ου. Νε­ώ­τε­ροι ό­μως, με βά­ση το κα­τά Ιω­άν­νη (κεφ. 18΄21-30) αρ­νού­νται ό­τι ο Ιού­δας  ή­ταν πα­ρών. Ο­πωσ­δή­πο­τε ο Κύ­ριος θα κά­μει στον Ιού­δα και την τε­λευ­ταί­α προ­ει­δο­ποί­η­ση. Στην ε­ρώ­τη­ση του μα­θη­τή (πι­θα­νόν του Ιω­άν­νη) «τις ε­στιν» αυ­τός που θα σε πα­ρα­δώ­σει; Ο Κύ­ριος α­πά­ντη­σε: «Ε­κεί­νος ε­στίν ω ε­γώ βά­ψω το ψω­μί­ον και δώ­σω αυ­τώ, βά­ψας ουν το ψω­μί­ον λαμ­βά­νει και δί­δω­σιν Ιού­δα Σί­μω­νος Ι­σκα­ριώ­του… λέ­γειν ουν αυ­τώ ο Ι­η­σούς, ο ποιείς ποί­η­σον τά­χιον… λα­βών (Ιού­δας) ουν το ψω­μί­ον …ε­ξήλ­θεν ευ­θύς, ην δε νυξ» (Ιω. 18, 21-30).
Τη νύ­κτα που α­κο­λού­θη­σε πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και ο­λο­
κλη­ρώ­θη­κε η με­γά­λη προ­δο­σί­α. Έ­κλει­σε με τη φρά­ση: «Χαί­ρε, ραβ­βί, και κα­τε­φί­λη­σεν αυ­τόν» (Ματ­θ. κστ΄, 49).
Την ε­πο­μέ­νη, με­τά τη σύλ­λη­ψη και κα­τα­δί­κη του Ι­η­σού, ο Ιού­δας, υ­πό το κρά­τος των τύ­ψε­ων, «με­τα­με­λη­θείς α­πέ­στρε­ψε τα τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια τοις αρ­χιε­ρεύ­σι και τοις πρε­σβυ­τέ­ροις  λέ­γων: ή­μαρ­τον πα­ρα­δούς αί­μα α­θώ­ον… και ρί­ψας τα αρ­γύ­ρια εις τον να­όν α­νε­χώ­ρη­σεν, και α­πελ­θών α­πήγ­ξα­το». (Ματ­θ. κζ΄, 3-5). Αλ­λά και το δέ­ντρο δεν κρά­τη­σε τον προ­δό­τη, α­φού «και πρη­νής γε­νό­με­νος… ε­ξε­χύ­θη πά­ντα τα σπλάγ­χνα αυ­τού» (Πραξ. α, 18).
Τέ­λος, ο Πα­πί­ας, μα­θη­τής του Ευαγ­γε­λι­στή Ιω­άν­νη, α­να­φέ­ρει ό­τι με­ρι­κοί ε­πί­στευαν ό­τι έ­ζη­σεν ο Ιού­δας και ό­τι «ε­πρή­σθη ε­πί το­σού­τον την σάρ­κα, ώ­στε μη­δέ ο­πό­θεν ά­μα­ξα ρα­δί­ως διέρ­χε­ται ε­κεί­νον δύ­να­σθαι διελ­θείν, αλ­λά μη­δέ αυ­τόν μό­νον τον της κε­φα­λής ό­γκον αυ­τού».



Βε­βαί­ως δεν έ­λει­ψαν και οι υ­πε­ρα­σπι­στές του Ιού­δα, ό­πως οι Κα­ϊ­νί­τες του 13ου αι. και ε­ξής. Ό­μως, στη χρι­στια­νι­κή συ­νεί­δη­ση η μορ­φή του Ιού­δα υ­πήρ­ξε πά­ντο­τε α­παι­σί­α και η φρά­ση «Ιού­δας» ή «Ι­σκα­ριώ­της» ή­ταν ύ­βρις, που ταυ­τι­ζό­ταν με την προ­δο­σί­α. Σε κά­θε προ­σπά­θεια α­πο­κα­τά­στα­σης του Ιού­δα ι­σχύ­ουν τα λό­για του Κυ­ρί­ου: "ο μεν υ­ιός του αν­θρώ­που υ­πά­γει κα­θώς γέ­γρα­πται  πε­ρί αυ­τού. Ουαί δε τω αν­θρώ­πω ε­κεί­νω, δι΄ ου ο υ­ιός του αν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται. Κα­λόν ην  αυ­τώ ει ουκ ε­γεν­νή­θη ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος" (Ματ­θ. κστ΄, 24).

Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...