Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αναστασίου Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Αναστασίου Αθανάσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2011

Γέροντας Αθανάσιος Μετεωρίτης: Αντίσταση στον αφελληνισμό, τον οικουμενισμό και την νέα τάξη πραγμάτων

Αντίσταση στον αφελληνισμό, τον οικουμενισμό και την νέα τάξη πραγμάτων

Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου Ἁγίων Μετεώρων
Αναδημοσίευση από το περιοδικό "ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ" της Σύναξης ορθοδόξων ρωμηών http://synaxiromion.wordpress.com/
Εἶ­ναι γε­γο­νός ὅ­τι βρι­σκό­μα­στε σέ μί­α στιγ­μή, ὄ­χι ἁ­πλῶς κρί­σι­μη, ἀλ­λά ὁ­ρια­κή, θά λέ­γα­με, γιά τήν πο­ρεί­α καί τό μέλ­λον τῆς πα­τρί­δας μας καί τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας· σέ μιά στιγ­μή πού βι­ώ­νου­με ἕ­ναν ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο κα­ται­γι­σμό κα­τά­λυ­σης καί κα­τα­στρα­τή­γη­σης τῶν πάν­των.

Οἱ νε­ο­τα­ξι­κοί σχε­δια­σμοί βρί­σκουν τήν ἀ­πό­λυ­τη ἐκ­πλή­ρω­σή τους στά τε­κται­νό­με­να τῶν τε­λευ­ταί­ων ἐ­τῶν στήν χώ­ρα μας, στήν Εὐ­ρώ­πη, ἀλ­λά καί στόν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Μέ τρό­πο πλέ­ον ἀ­προ­κά­λυ­πτο, χω­ρίς τήν πα­ρα­μι­κρή προ­σπά­θεια τη­ρή­σε­ως ἔ­στω τῶν προ­σχη­μά­των, χω­ρίς τήν ὅ­ποι­α ἀ­παι­τού­με­νη νο­μι­μο­ποί­η­ση, τά «γνω­στά-ἄ­γνω­στα» δι­ε­θνή κέν­τρα ἐ­ξου­σί­ας, οἱ νέ­ες δυ­νά­μεις κα­το­χῆς τῆς ὑ­φη­λί­ου, συγ­κε­κρι­μέ­νοι τρα­πε­ζι­κοί καί χρη­μα­το­πι­στω­τι­κοί κο­λοσ­σοί μέ πλή­ρη ἀ­δι­α­φά­νεια, μέ κα­θα­ρά κερ­δο­σκο­πι­κές τα­κτι­κές, μέ ἀ­ποι­κι­ο­κρα­τι­κές με­θό­δους βυ­θί­ζουν στήν ἀ­νέ­χεια καί τήν φτώ­χεια ὁ­λό­κλη­ρους λα­ούς καί κρα­τοῦν ἀ­σφυ­κτι­κά δέ­σμιους τῶν ἐ­πι­λο­γῶν τους πο­λυ­ά­ριθ­μες χῶ­ρες. Ρυθ­μί­ζουν τίς τύ­χες τῶν πο­λι­τῶν, δι­ο­ρί­ζουν ἀρ­χη­γούς κυ­βερ­νή­σε­ων πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας τήν λα­ϊ­κή ἐ­τυ­μη­γο­ρί­α, καί ἐ­πι­βάλ­λουν μέ συ­νο­πτι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες, στη­ριγ­μέ­νες στόν ὠ­μό ἐκ­βια­σμό, τήν πο­λι­τι­κή καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τους πα­ρα­βι­ά­ζον­τας τίς ἀρ­χές τῆς δη­μο­κρα­τί­ας καί τοῦ κοι­νο­βου­λευ­τι­σμοῦ.
Οἱ σύγ­χρο­νοι δι­κτά­το­ρες πού κα­τα­δυ­να­στεύ­ουν τόν κό­σμο δέν εἶ­ναι οἱ ἀ­λα­ζό­νες αὐ­το­κρά­το­ρες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, δέν εἶ­ναι οἱ σα­τρα­πί­σκοι τῆς ἀ­να­το­λῆς, δέν εἶ­ναι στρα­τι­ω­τι­κοί ἡ­γέ­τες, ἀ­κραῖ­οι ἐ­πα­να­στά­τες ἤ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κοί ἡ­γε­μό­νες. Οἱ σύγ­χρο­νοι δι­κτά­το­ρες τοῦ κό­σμου εἶ­ναι οἱ δι­ε­θνεῖς το­κο­γλύ­φοι, οἱ με­γα­λο­τρα­πε­ζί­τες, οἱ ἰ­θύ­νον­τες τῶν πο­λυ­ε­θνι­κῶν, οἱ ἐ­πι­κε­φα­λῆς κλει­στῶν καί ἀ­δι­α­φα­νῶν ὁ­μά­δων ἀ­σκή­σε­ως καί ἐ­πι­βο­λῆς ἐ­ξου­σί­ας τύ­που Μα­σο­νί­ας, Μπίλ­ντεμ­περγκ, Τρι­με­ροῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς (T­r­i­l­a­t­e­r­al C­o­m­m­i­s­s­i­on), G­o­l­d­m­an S­a­c­hs, B­l­a­ck R­o­ck κ.ἄ. Καί τά ἐ­κτε­λε­στι­κά τους ὄρ­γα­να: οἱ δο­τές κυ­βερ­νή­σεις, οἱ δι­ο­ρι­σμέ­νοι πρω­θυ­πουρ­γοί, οἱ δο­σί­λο­γοι συ­νερ­γά­τες.
Ἡ στό­χευ­ση εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐμ­φα­νής ἀ­πό πο­τέ. Ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή ἐ­ξα­θλί­ω­ση, ἡ στέ­ρη­ση, ἡ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­να­στο­λή τῶν ἀν­τι­στά­σε­ων καί τήν κα­τα­στο­λή τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῶν σκέ­ψε­ων καί τῶν ἐ­πι­λο­γῶν. Εἶ­ναι ἀ­πε­ρί­γρα­πτα τρα­γι­κό τό γε­γο­νός ἕ­νας πε­ρή­φα­νος λα­ός, ὅ­πως ὁ ἑλ­λη­νι­κός, μέ τήν τό­σο πλού­σια μα­κραί­ω­νη ἱ­στο­ρί­α, νά κα­ταν­τᾶ ἐ­παί­της καί ἐ­ξαρ­τη­μέ­νος τῆς «δό­σης» τοῦ ΔΝΤ καί τῆς Ε.Ε., νά ζεῖ μέ τήν κα­θη­με­ρι­νή ἀ­γω­νί­α καί τόν τρό­μο ὅ­τι οἱ δα­νει­στές μας δέν θά κα­λύ­ψουν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα για τούς μι­σθούς καί τίς συν­τά­ξεις μας. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά τρα­γι­κό, ἀλ­λά καί ἐ­ξευ­τε­λι­στι­κό οἱ φε­ρό­με­νοι ὡς ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ λα­οῦ -αὐ­τό τό δι­ε­φθαρ­μέ­νο, ὑ­πο­τε­λές καί κα­τευ­θυ­νό­με­νο πο­λι­τι­κό μας σύ­στη­μα- νά ταυ­τί­ζουν τήν σω­τη­ρί­α τῆς χώ­ρας μέ τήν δυ­να­τό­τη­τα ἐ­κτα­μί­ευ­σης τῶν δό­σε­ων τοῦ δα­νεί­ου(­!) καί νά ἐ­πι­χαί­ρουν θρι­αμ­βευ­τι­κά κά­θε φο­ρά πού ἐ­πι­βάλ­λουν νέ­α δυσ­βά­στα­κτα καί ἀ­φό­ρη­τα μέ­τρα στόν ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νο λα­ό μας.
Ἦρ­θε, λοι­πόν, ἡ ὥ­ρα πού οἱ οἰ­κο­νο­μι­κοί δι­κτά­το­ρες τοῦ κό­σμου θά ἐ­πα­λη­θεύ­σουν τόν Ντο­στο­γι­έφ­σκυ καί τόν μύ­θο τοῦ Με­γά­λου Ἱ­ε­ρο­ε­ξε­τα­στῆ, ὥ­στε νά «κα­τα­θέ­σου­με τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α μας στά πό­δια τους» καί νά τούς ποῦ­με «κάντε μας σκλάβους, μά χορτᾶστε μας».
Οἱ ἐ­πι­λο­γές τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης καί τῆς Νέ­ας Τά­ξης Πραγ­μά­των δέν ἀ­φο­ροῦν, βε­βαί­ως, μό­νον στήν πο­λι­τι­κή καί τήν οἰ­κο­νο­μί­α. Ἀ­φο­ροῦν στό σύ­νο­λο τῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των, τῶν πι­στευ­μά­των, τῶν ἀρ­χῶν, τῶν πα­ρα­δό­σε­ων, τῶν πο­λι­τι­σμῶν, τῶν θρησκειῶν, ὅ­λων ὅ­σα ἀ­πο­τε­λοῦν τά συ­στα­τι­κά τῆς ταυ­τό­τη­τας καί τῆς ἰ­δι­ο­προ­σω­πεί­ας τοῦ κά­θε λα­οῦ.
Σέ αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση κι­νεῖ­ται ἡ ἰ­σο­πε­δω­τι­κή τα­κτι­κή στόν χῶ­ρο τῆς παι­δεί­ας, τῆς ἱ­στο­ρί­ας, τῆς γλώσ­σας, τῆς οἰ­κο­γέ­νειας· ἡ πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας, ἡ ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν ἀρ­χῶν καί τῶν ἀ­ξι­ῶν της, ὁ ἐ­ξο­βε­λι­σμός τῶν ἐ­θνι­κῶν καί θρη­σκευ­τι­κῶν μας συμ­βό­λων, ἡ κα­ταρ­ρά­κω­ση καί ἡ ἄμ­βλυν­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νείδη­σης.
Ἀ­νά­λο­γες κα­τα­στά­σεις πα­ρα­τη­ροῦ­με νά δι­α­μορ­φώ­νον­ται καί σέ θε­ο­λο­γι­κό-δογ­μα­τι­κό ἐ­πί­πε­δο, ὅ­που ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ ἐ­πι­βο­λή μί­ας παγ­κό­σμιας θρη­σκεί­ας καί ἑ­νός παγ­κό­σμιου θρη­σκευ­τι­κοῦ ἡ­γέ­τη μέ κύ­ριο ὄ­χη­μα τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­α­λό­γους, δι­α­χρι­στι­α­νι­κούς καί δι­α­θρη­σκεια­κούς.
Ἡ ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­ση τῶν θρη­σκει­ῶν συ­νε­πά­γε­ται τόν συμ­φυρμό τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας μέ τίς κά­θε λο­γῆς κα­κο­δο­ξί­ες καί τά ἑ­τε­ρό­κλιτα πι­στεύ­μα­τα, πού δι­α­θέ­τουν, δῆ­θεν, κά­ποι­ο μέ­ρος τῆς ἀ­λή­θειας καί τήν προ­βο­λή τους ὡς μί­α κοι­νή πί­στη καί ἀ­λή­θεια. Προ­σερ­χό­μα­στε, ἔ­τσι, στούς δι­α­λό­γους μέ τήν ἀ­λή­θεια ὡς ζη­τού­με­νο καί ὄ­χι ὡς φο­ρεῖς τῆς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ὁ στό­χος τῆς νε­ο­ε­πο­χί­τι­κης παν­θρη­σκεί­ας ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται πρω­ταρ­χι­κά μέ τήν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας, πού ἀ­πο­τε­λεῖ τήν μό­νη σώ­ζου­σα ἀ­λή­θεια. Ἡ ἀλ­λοί­ω­ση αὐ­τή ἔ­χει λά­βει στίς μέ­ρες μας τήν μορ­φή μί­ας ὀρ­γα­νω­μέ­νης ἐ­πι­χεί­ρη­σης ἀ­πο­κα­θή­λω­σης καί ἐ­ξάρ­θρω­σης τῶν βα­σι­κῶν δο­μῶν τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, τῆς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κῆς ἀ­λή­θειας τῶν θε­ου­μέ­νων Προ­φη­τῶν, Ἀ­πο­στό­λων καί Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καί τῆς ἐν γένει δογ­μα­τι­κῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Δυ­στυ­χῶς ἡ ἐ­πι­χεί­ρη­ση αὐ­τή δι­ευ­κο­λύ­νε­ται, προ­ω­θεῖ­ται καί ἐ­κτε­λεῖ­ται ἀ­κό­μη καί ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξους, κλη­ρι­κούς ὅ­λων τῶν βαθ­μί­δων καί λα­ϊ­κούς θε­ο­λό­γους καί Κα­θη­γη­τές, μέ τήν πλη­θώ­ρα τῶν και­νο­φα­νῶν θε­ο­λο­γι­κῶν ἀ­πό­ψε­ων, πού εἰ­σβάλ­λουν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, ὅ­πως ἡ με­τα­πα­τε­ρι­κή καί συ­να­φεια­κή θε­ο­λο­γί­α, ἡ βα­πτι­σμα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, ἡ θε­ο­λο­γί­α τῶν κλά­δων, τῶν δύ­ο πνευ­μό­νων, τῆς δι­η­ρη­μέ­νης ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς ἀ­ό­ρα­της ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ πα­ρα­δο­χή δύ­ο ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­ῶν καί τό­σες ἄλ­λες ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πό­ψεις μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση τά σύγ­χρο­να οἰ­κου­με­νι­στι­κά ἀ­νοίγ­μα­τα, τίς δογ­μα­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις καί τίς ἐκ­πτώ­σεις σέ θέ­μα­τα ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, πού πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται σέ κο­ρυ­φαῖ­ο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἐ­πί­πε­δο στά πλαί­σια τῶν λεγομένων δι­α­λό­γων.
Ἀνατρέπουν δέ τόσο ριζικά τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη πί­στη μας ὅ­σα προ­βάλ­λον­ται καί προωθοῦνται ἀ­πό τούς οἰ­κου­με­νι­στές, καί προ­πα­γαν­δί­ζον­ται μέ τό­ση ἐμ­μο­νή, συν­το­νι­σμό καί συ­στη­μα­τι­κό­τη­τα, ἀνερυθρίαστα καί ἐπιθετικά, πού γεν­νοῦν εὔ­γλω­ττες ἀ­πο­ρί­ες καί προ­βλη­μα­τι­σμό γιά τήν προ­έ­λευ­ση, τήν ὑ­πο­κί­νη­ση καί τόν τε­λι­κό σκο­πό ὅ­λων αὐ­τῶν. Γεν­νοῦν ἀ­πο­ρί­ες, ἀλ­λά καί ὑ­πο­ψί­ες, γιά τό πῶς οἱ ἐκ­φρα­στές ὅ­λων αὐ­τῶν τῶν ἀν­τορ­θό­δο­ξων θε­ω­ρι­ῶν –πα­ρό­τι μει­ο­ψη­φί­α στό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα– βρί­σκουν πρό­σφο­ρο ἔ­δα­φος καί ἀ­να­δει­κνύο­νται σέ κομ­βι­κές θε­σμι­κές θέ­σεις τῆς κρα­τι­κῆς, ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς, ἀλ­λά καί τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δι­οι­κη­τι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης· πῶς τούς προ­σφέ­ρε­ται πάν­το­τε (καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κά) τό βῆ­μα τῶν ἐ­πι­σή­μων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν συ­νε­δρί­ων καί ἀ­κα­δη­μι­ῶν καί τό μι­κρό­φω­νο τοῦ ἐ­πι­σή­μου Ρ/Σ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας· πῶς το­πο­θε­τοῦν­ται πάν­το­τε (καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κά) ὡς ἐ­πί­ση­μοι ἐκ­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας στούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­α­λό­γους, στίς δι­α­θρη­σκεια­κές συ­νά­ξεις· πῶς εἶ­ναι πάν­το­τε αὐ­τοί πού ὁ­ρί­ζον­ται καί συ­νυ­πο­γρά­φουν ἀ­πα­ρά­δε­κτα καί προ­δο­τι­κά κεί­με­να, ὅ­πως τοῦ B­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­to A­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας καί τό­σων ἄλ­λων.
Ὅ­σο καί ἄν μᾶς λυ­πεῖ καί μᾶς συν­θλί­βει, ὅ­σο κι ἄν ἀ­δυ­να­τοῦ­με νά τό πι­στέ­ψου­με καί νά τό ἀ­πο­δε­χθοῦ­με, ἡ ἴ­δια, ὅμως, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ πο­ρεί­α τοῦ οἰ­κο­υμε­νι­σμοῦ, οἱ πρα­κτι­κές καί οἱ μέ­θο­δοι τῶν οἰ­κου­με­νι­στῶν ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τήν ἄ­με­ση ἀν­τι­στοι­χί­α καί ἐ­ξάρ­τη­ση μέ τούς σχε­δια­σμούς τῆς Νέ­ας Τά­ξης Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς.
Ἡ πο­δη­γέ­τη­ση καί ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­ση τῶν λα­ῶν ἀ­πό τά δι­ε­θνῆ κέν­τρα ἐ­ξου­σί­ας καί ἐ­λέγ­χου προ­α­παι­τεῖ καί τήν ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­ση τῶν θρη­σκει­ῶν τους, καί ἐ­νερ­γεῖ­ται μέ­σῳ τῶν ἐν­το­λο­δό­χων τους πού ἐ­κτε­λοῦν δι­α­τε­ταγ­μέ­νη ὑ­πη­ρε­σί­α. Προ­α­παι­τεῖ τήν νό­θευ­ση τῆς ἀ­λή­θειας, τήν ἀλ­λοί­ω­ση καί τήν ἔ­πτω­σή της σέ δο­ξα­σί­α, σέ ἀν­τί­λη­ψη, σέ θε­ω­ρί­α, σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, σέ στο­χα­σμό· προ­α­παι­τεῖ τήν με­τάλ­λα­ξη τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­πό τα­μει­οῦ­χο τῆς χά­ρι­τος καί τῆς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κῆς ἀ­λή­θειας τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ σέ πα­ρα­φυά­δα τοῦ παν­θρη­σκεια­κοῦ συ­νο­νθυ­λεύ­μα­τος, σέ μί­α «ἑ­τε­ρό­τη­τα» μέ­σα στήν «ποι­κι­λί­α θε­ο­λο­γι­κῆς ἐκ­φρά­σε­ως», σέ μί­α «πτυ­χή τῆς ἀ­λή­θειας» στά πλαί­σια τῆς «ἑ­νό­τη­τος ἐν τῇ ἀ­λη­θεί­ᾳ».
Ἡ ἀ­πάν­τη­σή μας σέ ὅ­λα αὐ­τά καί σέ ὅ­λους αὐ­τούς θά εἶ­ναι ἄ­με­ση καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κή. Θά δεί­ξου­με ὅ­λοι μας ἐ­γρή­γορ­ση καί ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση, τόλ­μη καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, ἀ­φύ­πνι­ση καί ἀν­τί­στα­ση γιά τήν ἀ­να­τρο­πή ὅ­λων τῶν ἀν­τορ­θό­δο­ξων καί ἀν­θελ­λη­νι­κῶν σχε­δια­σμῶν. Ἀν­τί­στα­ση ἐ­πί­μο­νη καί ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κή· ἀν­τί­στα­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νη καί ὄ­χι ἐ­πι­φα­νεια­κή, πού θά στη­ρί­ζε­ται κυ­ρί­ως στόν προ­σω­πι­κό μας ἁ­για­σμό, τήν νή­ψη, τήν προ­σευ­χή καί τήν με­λέ­τη. Θά στη­ρί­ζε­ται στό ὁ­μο­λο­για­κό μας φρό­νη­μα καί τήν μαρ­τυ­ρι­κή μας δι­ά­θε­ση· στήν δι­ά­θε­ση νά ὑ­πο­στοῦ­με ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θυ­σί­α κι ἄν χρεια­στεῖ γιά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας. Θά στη­ρί­ζε­ται κυ­ρί­ως καί πρω­ταρ­χι­κά στήν ἐ­νί­σχυ­ση καί τήν βο­ή­θεια τῆς παν­σθε­νοῦς δυ­νά­με­ως καί τῆς χά­ρι­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­αδι­κοῦ Θε­οῦ μας, πού θά συν­τρί­ψει καί θά ἐ­ξα­λεί­ψει κά­θε ἀ­πό­πει­ρα καί κά­θε σχε­δια­σμό ἀλ­λοι­ώ­σε­ως τῆς σώ­ζου­σας ἀ­λή­θειας τῆς Μί­ας Ἁ­γί­ας Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
αντιγραφη απο ΑΚΤΙΝΕΣ

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011

Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας

Ἀναστασίου Ἀθανάσιος (Ἀρχιμανδρίτης, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου)


 


Ὁ ὀρθολογισμός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στή λογική μας, ἡ ἀναγωγή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί ἀπόλυτη ἀξία. Εἶναι ἁμαρτητική νοοτροπία καί βιοθεωρία, καί ὄχι κάποια ἁπλή ἁμαρτία. Εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀπιστία. Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική καί ὕπουλη ἐκδήλωση τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ὑφέρπει σέ κάθε μας πράξη καί δηλητηριάζει ὅλα τά καλά ἔργα μας. Αὐτή ὁδηγεῖ στήν αὐτοδικαίωση καί τελικά στήν ἀμετανοησία, κλείνοντας ἔτσι τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος ὅλων τῶν κακῶν. Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ ἡ ὑπερηφάνεια «ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», «βρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν τραγωδιῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους» καί ἀποτελεῖ «τήν οὐσία τοῦ ἅδη». Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ἤ μοναχός, γίνεται ἄτομο καί προσφέρει τόν πνευματικό θάνατο καί τόν ἅδη, τήν κόλαση, ὄχι μόνο στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στήν οἰκογένειά του, στό κοινόβιό του καί σέ ὅλο τό περιβάλλον του.

Ὁ ὀρθολογιστής ὑποβάλλει τήν ἁγνή καί πηγαία πίστη σέ λογικές διαδικασίες, ζητώντας ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις. Πιστεύει μόνο σέ ὅ,τι μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτό μέ τό μυαλό. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα, ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί μας, ἀμφιβάλλουν ἤ καί δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στόν παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἀρνοῦνται ἀκόμη τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, τοῦ προαιώνιου αὐτοῦ ἐχθροῦ μας. Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο μέ νοῦ καί μέ θέληση, καί ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, δεχόμενοι γενικά καί ἀόριστα τήν ὕπαρξη μόνο «δυνάμεων τοῦ κακοῦ».

Ἀμφισβητοῦν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας, τοῦ Γάμου, ὁ ὁποῖος τείνει νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό μία ἁπλή συμβίωση, μία ἐλεύθερη σχέση, ἐκτός γάμου. Ἀρνοῦνται ἤ δέχονται ἐπιλεκτικά τά δόγματα τῆς πίστεώς μας, τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τή λατρεία, τήν εὐσέβεια καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδή δέν μποροῦν νά τά συλλάβουν μέ τήν λογική καί τό μυαλό τους.

Νά διευκρινίσουμε σέ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀναφορά μας στό ἀρνητικό φαινόμενο τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί στίς ἀνάλογες συνέπειές του στήν πνευματική ζωή τοῦ καθενός σέ καμία περίπτωση δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ὑποτιμήσεως ἤ τῆς παραγνωρίσεως τῆς λογικῆς, αὐτῆς τῆς ὕψιστης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί τά ὑπόλοιπα κτίσματα.

Ὁ ὀρθολογιστής ἀντικαθιστᾶ τήν ἀναφορά καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, πού εἶναι ἡ πίστη, μέ τή σκέψη καί τή διάνοια. Ἔτσι ὅμως καταργεῖται οὐσιαστικά ἡ πίστη, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποδεικνύεται, ἀλλά μᾶς φανερώνεται. Μᾶς ἀποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά καί πηγαία, ἁπλά, ταπεινά καί ἀθόρυβα. Γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός συνιστᾶ οὐσιαστικά ἀπιστία• μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας, χειρότερη ἴσως ἀπό τήν ἀπόλυτη καί καθαρή ἀθεΐα, ἀφοῦ μᾶς ἐφησυχάζει καί μᾶς παραπλανᾶ πώς δῆθεν πιστεύουμε.

Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ λόγος πού καθιστᾶ τόν ὀρθολογισμό, τήν ὀρθολογιστική θεώρηση τῆς πίστεως, ἕνα ἀπό τά σοβαρότερα ἐμπόδια, καί τά δυσεπίλυτα προβλήματα πού ἀπειλοῦν καί ἀλλοιώνουν τήν πνευματική πορεία τῶν σύγχρονων πιστῶν καί ἐπιβουλεύονται τή σωτηρία τους.

Θά λέγαμε ὅτι ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι ἁπλά καί μόνο μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, δέν εἶναι μία πτώση, ἕνα λάθος, πού εἶναι ἀνθρώπινο καί φυσιολογικό νά συμβαίνει σέ κάθε πιστό, πού ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία του, ἀφοῦ κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος ἤ ἀλάνθαστος. Γι’ αὐτό καί ὅλες οἱ πτώσεις καί ὅλα τά ἁμαρτήματά μας συγχωροῦνται, ὅταν μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί συντριβή τά ἐναποθέσουμε στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μας, μέ τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Ὁ ὀρθολογισμός λοιπόν ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἁμαρτίας καί λειτουργεῖ ἀλλοιωτικά καί διαφορετικά, ὑποσκάπτοντας τά ἴδια τά θεμέλια καί οὐσιώδη τῆς πίστεως. Καταργεῖ τή σχέση, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν ἐλπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στά δικά μας λογικά συμπεράσματα, στίς ἀτομικές μας ἀντιλήψεις καί στήν ἀτομική μας νοοτροπία καί βιοθεωρία.


Νοῦς καί λόγος

Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν διαφορά ἀνάμεσα στήν «καλή» καί «κακή» χρήση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς (πού εἶναι ὁ ὀρθολογισμός), θά ἦταν χρήσιμο νά ἀναπτύξουμε ἐν συντομίᾳ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν φύση καί τήν λειτουργία της.

Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο ὁδούς, δύο τρόπους μέσα ἀπό τούς ὁποίους μπορεῖ νά γνωρίσει τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία καί τόν ἴδιο τόν Θεό.

Τά δύο αὐτά κέντρα εἶναι ὁ νοῦς (πού οἱ πατέρες τόν ταυτίζουν μέ τήν καρδιά) καί ὁ λόγος (δηλαδή ἡ λογική, ἡ διάνοια, τό μυαλό). Ὁ νοῦς ἔχει τήν ἕδρα του στήν καρδιά καί ὁ λόγος (ἡ λογική) στόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τόν ὀνομάζουν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς». Μέ τό νοῦ, πού εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς (γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται καί ὡς «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς»), ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τή γνώση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γίνεται μέτοχος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.

Ὁ λόγος (ἤ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τό λόγο (τή λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τή φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά φθάσει καί στήν γνώση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως ἀποκτᾶ μέ τό νοῦ. Μέ τή λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στό Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τό νοῦ, μέ τήν καρδιά δηλαδή.

Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στό σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ δηλαδή τό νοῦ (τήν καρδιά) μέ τό λόγο (τή λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τό Θεό.

Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται φανερό πώς παραιτοῦμαι ἀπό τή λογική μου δέν σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται. Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν ἀντιβαίνει στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωση καί ἀνύψωσή της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα» τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις, στό ἐγωιστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στό Θεό ἀνοιχτό τό δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ‘ρθεῖ καί νά ἐνεργήσει μέσα μου μέ τό δικό Του τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος, οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος. Εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ὑπαγωγή τῆς λογικῆς μας στή Λογική του Θεοῦ. Εἶναι ἡ προσπάθεια πού κάνουμε γιά νά δεχθοῦμε τή Λογική τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτή δέν συμφωνεῖ μέ τή δική μας.

Σκοπός τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁ Οὐρανός. Πατρίδα του εἶναι ὁ Οὐρανός. Ὁ χριστιανός εἶναι οὐρανοπολίτης καί στόχος κεντρικός τῆς ζωῆς του εἶναι νά γνωρίσει τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του, νά φθάσει δηλαδή στή θέωση. Τό ἀπόλυτο ζητούμενο τῆς πνευματικῆς μας πορείας παραμένει πάντοτε ἡ θέωση, πού ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τό φωτισμό τοῦ νοῦ. Ὁ φωτισμός λοιπόν τοῦ νοῦ ὀφείλει νά εἶναι ἡ κύρια ἐπιδίωξή μας, καί ὄχι ἡ καλλιέργεια τῆς λογικῆς. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι αὐτός πού ὁδηγεῖ στό Θεό καί ὄχι ἡ ἀνεπτυγμένη λογική. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐκχώρηση τῆς λογικῆς μας σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ὄχι ἡ ἐξάσκηση τῆς λογικῆς μας.



Ἡ πνευματική γνώση

Ὁ στόχος ὅμως αὐτός ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέ τήν «πνευματική γνώση». Πνευματική γνώση εἶναι πίστη, εἶναι ἐμπειρία, εἶναι θεῖος φωτισμός, εἶναι Θεία χάρις καί Θεογνωσία.

Ἡ πνευματική αὐτή γνώση δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγράμματους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς, σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους, καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.

Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τή χάρη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργούμενης. Εἶναι ἡ φιλαδελφία, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἱλαρότητα.

Ὁ ὀρθολογισμός, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφάνειας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση• γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο. Καί ἐφ’ ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγιά μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε λοιπόν δίκιο, ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη – γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη – αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μία ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.

Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς (Λουκ.18,9-14) εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικότερος τύπος τοῦ αὐτοδικαιούμενου ἀνθρώπου. Καυχᾶται γιά τίς ἀρετές του, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δίκαιο καί συγχρόνως ἐξουθενώνει τόν τελώνη, βλέποντας τόν ἁμαρτωλό, κατώτερό του. Ὁ αὐτοδικαιούμενος γίνεται ὁ ἴδιος κριτής τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο τοῦ δικαίου, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν ἀνταμείψει.

Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπωδό τά λόγια του μηδενιστῆ Ἀλμπέρτ Καμύ: «Εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο», καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.

Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπούς του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται ἔτσι στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.

Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τή λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.

Θά πρέπει λοιπόν νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, στόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς του Θεοῦ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...