ἀρχιμ. π. Χρίστου Κυριαζόπουλου
δρ. Βυζαντινῆς Ιστορίας
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ συμπλήρωμά του («ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» Ἐφ. α΄, 23), τὸ διὰ μέσου τῶν αἰώνων συμπληρούμενο καὶ αὐξανόμενο· εἶναι τὸ σύνολο τῶν πιστευόντων στὸν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στὸ Μυστικὸ Σῶμα τοῦ διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς κοινωνίας τοῦ ποτηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας.
Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Κύριος («καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ ἐκκλησία» Ἐφ. α΄ 22), ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ τὴν ἀγαπᾶ, ὥστε λαχταρᾶ νὰ τὴν ἔχει ἑνωμένη μαζί του ὡς σῶμα του. Αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ οἱ πιστοὶ τὰ μέλη. «Καὶ γὰρ πλήρωμα κεφαλῆς σῶμα καὶ πλήρωμα σώματος κεφαλή…- θὰ πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν συγκεκολλημένοι». Πρόκειται γιὰ μία ἀπόλυτη καὶ πραγματικὴ ἕνωση-συγκόλληση. Οἱ χριστιανοὶ ἐνσωματώνονται στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς μένει σ’ αὐτούς· ζώντας μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἕνωση συνιστᾶ τὸ ἀκατανόητο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
«Μπαίνοντας στὴν ἄκτιστη Ἐκκλησία -ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος- ἐρχόμαστε στὸν Χριστό, μπαίνουμε στὸ ἄκτιστον. Καλούμεθα, δηλαδή, κι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ νὰ γίνουμε ἄκτιστοι κατὰ χάριν, νὰ γίνουμε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν…».
Ἡ Ἐκκλησία συνεστήθη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τότε ποὺ κατῆλθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ εἰσῆλθε στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα Χριστό. Εἶναι ἡ στοργικὴ καὶ καταδεκτικὴ μητέρα· εἶναι τὸ ἀπάνεμο λιμάνι. Αὐτὴ ποὺ ἔχει τὸν τρόπο νὰ μεταβάλλει τοὺς χειρότερους ἁμαρτωλοὺς σὲ δικαίους καὶ ἁγίους.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη Ἐκκλησία ὀνομάζεται «τὸ ἄθροισμα τῶν ἁγίων, τὸ ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον». Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει τὴν πίστη στὰ ὀρθὰ δόγματα. Κατὰ συνέπεια, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ λέγονται Χριστιανοί, χωρὶς νὰ ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι αἱρετικοὶ καὶ δὲν ἀποτελοῦν Ἐκκλησία. Ἂν θέλουν ὅλοι αὐτοὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν ἀρχικό, ἀδιαίρετο, ἀποστολικὸ χριστιανισμό, πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ποὺ κατέχει σὲ πληρότητα τὴν Ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια ποὺ κήρυξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὁριοθέτησαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι διεκήρυξαν τὴν ὁμόφωνη θέση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφορικὰ μὲ ὅσα οἱ Προφῆτες προανήγγειλαν, ὁ Χριστὸς δίδαξε, οἱ Ἀπόστολοι κήρυξαν καὶ οἱ Πατέρες ἐδογμάτισαν, δηλαδὴ τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση.
Θὰ ἦταν, βέβαια, ἰδεῶδες νὰ γνωρίζαμε ὅλους τους Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι μᾶς προσφέρουν τὴν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα τῆς πίστεώς μας καὶ μᾶς κρατοῦν στὸν δρόμο τῆς Παραδόσεως. Θὰ εἴμασταν τότε προστατευμένοι ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς πλάνης. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἐφικτὸ γιὰ ὅλους. Ὅσοι δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα αὐτή, ἂς ἀκολουθήσουμε αὐτὸ ποὺ ὁ Γέροντας Παΐσιος -τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία- συμβουλεύει: «Πολλοὶ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: «Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες». Ἂν κάποιος τὸ ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε, δηλαδή, νὰ φέρει ἀποδείξεις στοὺς διῶκτες του γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τοὺς πείσει, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες…Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν Παράδοση…Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρει τὸ δόγμα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό».
Αὐτὲς οἱ μεγάλες, ὅμως, καὶ αὐτονόητες ἀλήθειες τίθενται ἐσχάτως ὑπὸ ἀμφισβήτηση. Ὁρισμένοι διανοούμενοι, πτυχιοῦχοι θεολογικῶν, κυρίως, σχολῶν, διατυπώνουν θεωρίες καὶ ἀπόψεις καινοφανεῖς γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ δεδομένα καὶ εἰσηγοῦνται ἀνατροπὲς σὲ ζητήματα τὰ ὁποῖα παρέμεναν ἐπὶ αἰῶνες σεβαστὰ καὶ ἀπαραβίαστα. Μία ἀσυγκράτητη «νεωτερικότητα» -ἡ ὁποία πιθανῶς δὲν θὰ δημιουργοῦσε προβλήματα ἢ ἴσως ἀκόμη νὰ ἦταν θεμιτὴ ἢ καὶ ἀναγκαία στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς τέχνης- πλήττει κατὰ μέτωπο ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου. Συγκεκριμένα:
Παρεισφρέει, ἐν πρώτοις, ἕνας διάχυτος συγκρητισμὸς (ὅλες οἱ θρησκεῖες κι ὅλα τὰ δόγματα εἶναι τὸ ἴδιο· ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία κι ἂς εἶναι παπικὸς ἢ προτεστάντης) καὶ μία εὐθεία ἀμφισβήτηση τοῦ κύρους τῶν ἁγίων Πατέρων (γι’ αὐτὸ καὶ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς «μεταπατερικῆς» θεολογίας καὶ τῆς θεολογίας τῆς «συνάφειας»). Ὅμως ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8) καὶ ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῆς ὀρθῆς πίστεως πρέπει νὰ ἀποτελεῖ προϋπόθεση ὁποιασδήποτε ἀλλαγῆς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κι ὅσο γιὰ τοὺς Πατέρες, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀσφαλεῖς ἑρμηνευτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τῶν Ἀποστόλων, ἐκεῖνοι ποὺ μετέδωσαν τὸ ὀρθὸ δόγμα καὶ ποὺ ἡ συμφωνία τῶν ἀπόψεών τους ἀντανακλᾶ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα». Θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργον νὰ δημιουργοῦνταν στὴν πατρίδα μας, ὅπου ἀρκετοὶ εἶναι ἀκόμη αὐτοὶ ποὺ κατανοοῦν τὴ γλώσσα τῶν Πατέρων, ἕνα ὄντως ἀναγεννητικὸ ρεῦμα ἐπιστροφῆς σ’αὐτούς. Ἡ ὠφέλεια θὰ ἦταν πολλαπλὴ καὶ τεράστια.
Ἡ κραυγὴ ἀγωνίας τοῦ ἐγκαταλελειμμένου καὶ ἀποπροσανατολισμένου λαοῦ ποὺ σχοινοβατεῖ, ἡ κραυγὴ τῆς ἱστορίας ποὺ παραχαράσσεται, τῆς πίστεως καὶ τῶν ἰδανικῶν ποὺ διακυβεύονται, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἀρχῶν ποὺ βιάζονται, αὐτὴ ἡ κραυγὴ ταπεινὰ φρονοῦμε πὼς θὰ πρέπει νὰ φθάνει στ’ αὐτιὰ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ἐκπροσώπων, τῶν ποιμένων καὶ πατέρων μας». Τὴν ἔμπρακτη μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναμένει ἀγωνιωδῶς νὰ δεῖ, αὐτὲς τὶς βάρβαρες ὧρες ποὺ περνοῦμε, ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του καὶ νὰ παλαίψει μὲ κουράγιο καὶ μὲ φιλότιμο. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα λαχταρᾶ βαθύτατα νὰ ἐπιβεβαιώσει μέσα του πὼς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του «καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας» (Ἰω. ιγ’14) ἀποτελεῖ βίωμα καὶ γίνεται καθ’ ἡμέραν πράξη στὴ ζωὴ καὶ τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν του ταγῶν.
Ὡς μὴ ὤφειλε ἄρχισαν ἤδη νὰ ἀκούγονται καὶ κάποιες σποραδικὲς προτάσεις καὶ ἐναντίον τοῦ ράσου τῶν κληρικῶν καὶ γιὰ τὴν ὑπὸ προϋποθέσεις κατάργησή του. Παλιὰ ἡ ἱστορία καὶ γνωστὸ τὸ ἐπιχείρημα: Θὰ ἑλκυσθοῦν στὶς τάξεις τοῦ κλήρου ἄνθρωποι νέοι καὶ μορφωμένοι. Δὲν φαίνεται, πάντως, νὰ ἔχουμε αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν νέων κληρικῶν στὶς χῶρες στὶς ὁποῖες τὸ σεβάσμιο αὐτὸ ἔνδυμα ἀποτελεῖ παρελθόν. Ἀπεναντίας! Πέραν αὐτοῦ, θεωροῦμε τὸ ράσο ὡς ἕνα ἰσχυρὸ παράγοντα συνοχῆς στὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς ἐκ τούτου πολὺ ἀναγκαῖο, τουλάχιστον γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Πολλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀνάγνωσης καὶ ἐκφώνησης στὴ δημοτικὴ τῶν λατρευτικῶν κειμένων, τὸ ὁποῖο πρὸ ἔτους ἀναθερμάνθηκε καὶ ὁρισμένοι ἐπίσκοποι ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ συντηροῦν. Θὰ ἀρκεσθοῦμε μόνον στὴν παράθεση μιᾶς παραγράφου ἀπὸ παλαιότερο κείμενό μας:
«Ἔχουμε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀπερίφραστα, τὴν αἴσθηση πὼς αὐτοὶ ποὺ μὲ πάθος καὶ ἔπαρση ὑποστηρίζουν τὸν μονόδρομο τῆς μετάφρασης τῶν ἱερῶν κειμένων ἀκολουθοῦν τὴ λογικὴ ἐκείνων ποὺ κατήργησαν ἐν μιᾷ νυκτὶ τὸ πολυτονικό, ἀσκώντας τότε ἕνα δημόσιο καὶ βίαιο ἐξαναγκασμό, ποὺ κατήργησε μία ἱστορική παράδοση αἰώνων, καθὼς καὶ ἐκείνων ποὺ κάποτε καμάρωσαν πὼς «ἔθαψαν» τὴν καθαρεύουσα -ὡς δυνατότητα διδασκαλίας- «θάβοντας» μαζί της κι ἕνα θησαυροφυλάκιο λογοτεχνίας καὶ ἐπιστημονικῆς γνώσης. Εἶναι κρίμα ποὺ στὴ διδακτικὴ πράξη ὁδεύουν πρὸς κατάργηση ὁ Κάλβος, ὁ Βιζυηνός, ὁ γλυκύτατος Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Θὰ ἦταν κρίμα μας μεγαλύτερο ἂν ὑπερφίαλοι ἐξοβελίζαμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ τὴν ἐθνική μας ζωὴ τοὺς ἁγίους Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, Βασίλειο τὸν Μέγα, Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, Ρωμανὸ τὸν Μελωδό, Κοσμᾶ τὸν Μελωδό, Ἀνδρέα τὸν Κρήτης, Κασσιανὴ τὴν ὁσία, καὶ τόσους ἄλλους κορυφαίους δημιουργούς μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν πνευματικὰ ἀναστήματα τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Θὰ ἦταν σὰν νὰ ἀπεμπολούσαμε οἱ Νεοέλληνες τὸν ἑαυτό μας».
Ἂς δώσουμε, ἐν κατακλείδι, τὸν λόγο στὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ:
«Τελικῶς ἡ Παράδοσις ἀποτελεῖ συνέχισιν τῆς αἰωνίου παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, συνέχειαν θείας καθοδηγήσεως καὶ φωτισμοῦ…Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀναλάβει τόσον τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, ὅσον καὶ τὸ δόγμα τῶν Πατέρων. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἂς ἀναφέρωμεν ἕνα παλαιὸν ὕμνον (πιθανῶς ἔργον Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ):
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα
καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα
ἡ Ἐκκλησία φυλάττουσα,
μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισε
καὶ τὸν χιτώνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας
τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας
ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας
τὸ μέγα μυστήριον».
Ἂς μὴν καταστρέφουμε μὲ κινήσεις νεωτερικότητας καὶ ὑποτιθέμενου προοδευτισμοῦ τὸν χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011