Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλεις Στόγιαννος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλεις Στόγιαννος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Απριλίου 02, 2013

Φανατισμός και ανεκτικότητα


 Καθηγητής της Ιστορίας των χρόνων και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Βασίλειος Στογιάννος 
Στην καθημερινή πράξη των χριστιανών εμφανίζονται σε πολλά ζητήματα, δείγματα δύο διαμετρικά αντίθετων συμπεριφορών: του φανατισμού και της ανεκτικότητας. Αντιπροσωπεύουν, θα έλεγε κανένας, δυο τύπους πιστών σε κάθε λεπτομέρεια της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μια μεριά ο φανατικός χριστιανός, που ψάχνει να βρει ευκαιρία για να εκφράσει με τον εντονότερο δυνατό τρόπο τη μισαλλοδοξία του. Κι από την άλλη ο ανεκτικός, που παρά τις επιθέσεις του προηγούμενου διατηρεί πάντα μια διαλλακτική στάση σ’ όλα τα θέματα. Οι δυο τύποι διευρύνονται σε ομάδες πολλές φορές και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι μεταξύ τους διαφορές να απολήξουν και σε ένα μικρό πόλεμο λέξεων από τις στήλες των περιοδικών.

 
 Η αφορμή μπορεί να είναι σοβαρή ή και ασήμαντη. Η αντιδικία βασικά οφείλεται σε μια διάφορη αντιμετώπιση των άλλων μέσα σε μια πολύφωνη κοινωνία με ποικίλες ιδεολογίες, όπως η δική μας σήμερα. Είτε για την αλλαγή της αμφιέσεως του ιερού κλήρου πρόκειται είτε για τις σχέσεις με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες είτε για τη χρήση της πολυφωνίας στη λατρεία μας, πάντα ο φανατικός και ο ανεκτικός θα βρεθούν αντίπαλοι, γιατί αντιπροσωπεύουν δυο αντίθετες νοοτροπίες. Επειδή κι οι δυο εμφανίζονται ως γνήσιοι εκπρόσωποι του χριστιανισμού, ο απλός και συνήθως απληροφόρητος πιστός μπερδεύεται, αμφιταλαντεύεται και τελικά δεν ξέρει ποιός έχει δίκιο. Αξίζει, λοιπόν, να ασχοληθούμε λίγο με την τυπολογία αυτών των δύο τύπων και να δούμε ποιός βρίσκεται πλησιέστερα προς το πνεύμα και την παράδοση της Εκκλησίας.
Το πρώτο γνώρισμα του φανατικού είναι η μισαλλοδοξία του. Χωρίς να ενδιαφερθεί καν να μάθει τι ακριβώς υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του, απορρίπτει ευθύς εξ αρχής κάθε θέση τους ως εσφαλμένη και στη συνέχεια ψάχνει να βρει τα επιχειρήματα για την απόρριψη. Άλλωστε βλέπει πάντα τα πράγματα άσπρα – μαύρα, χωρίς καμιά ενδιάμεση απόχρωση. Όλες οι δικές του απόψεις είναι σωστές, ενώ όλες οι διαφορετικές απόψεις είναι εσφαλμένες. Αυτή η στάση του φανατικού προέρχεται από την πεποίθησή του ότι οι δικές του απόψεις και πράξεις είναι απόλυτα σωστές και ορθές. Καμιά αμφιβολία δεν γεννιέται ποτέ μέσα του για ό,τι λέγει και πράττει. Πάντα έχει δίκιο και ενεργεί σωστά. Όχι μόνον οι γενικές αλήθειες, αλλά και κάθε λεπτομέρειά τους είναι αναμφισβήτητα ορθή. Σ’ όλα πορεύεται όπως πρέπει.
Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να ανοίξει διάλογο ο φανατικός. Όταν μιλεί, το κάνει μόνο για να διαφωτίσει τους άλλους και να τους φέρει στο σωστό δρόμο. Όταν μιλούν οι άλλοι, συνήθως κλείνει τ’ αυτιά του και συνεχίζει μετά το δικό του, το ίδιο πάντα τροπάριο, χωρίς καμιά παραλλαγή. Ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για απόψεις που απορρίπτει ευθύς εξ αρχής με μόνη τη δικαιολογία ότι δεν συμφωνούν με τις δικές του!
Ο φανατικός ακόμη δεν διακρίνει ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα. Όποιος διαφωνεί μαζί του στη θεωρία, είναι καταδικασμένος και στη ζωή του. Αρκεί να διαφωνήσει σ’ ένα σημείο, για να βγει το συμπέρασμα ότι διαφωνεί σ’ όλα θεωρητικά και πρακτικά, θεωρεί επί παραδείγματι κάποιον για αιρετικό με βάση τις δικές του απόψεις; Πολύ σύντομα θα γενικεύσει την κρίση του για κάθε σημείο της πίστεως του άλλου, αλλά και για κάθε σημείο της ζωής του. Η γενίκευση και η αδιαφορία για τις λεπτομέρειες είναι βασικό γνώρισμα του φανατικού. Προέρχεται κι αυτό από την τάση του να μην διακρίνει τις αποχρώσεις. Όποιος διαφωνεί μαζί του θεωρητικά, δεν μπορεί κατά την πίστη του να πορεύεται σωστά στην πράξη. Έτσι συχνά οι επιθέσεις του αναφέρονται όχι στο συζητούμενο θέμα, αλλά στο πρόσωπο και τη ζωή του αντιπάλου του,
Και μια και δεν μπορεί ν’ ανοίξει διάλογο, αρχίζει την πολεμική. Πολεμική εναντίον ιδεών και προσώπων αδιακρίτως.
Φυσικά δεν την ονομάζει πολεμική αυτή τη διαγωγή του. Συνήθως την αποκαλεί έλεγχο, κριτική ή κάπως έτσι. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για πόλεμο χωρίς έλεος στο όνομα της αλήθειας. Για καλόπιστη κριτική σε θέματα ουσίας ούτε λόγος να γίνει. Επίσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για μέτρο στη χρήση όρων και λέξεων. Όλα βρίσκονται στο μέτρο της υπερβολής, ανακατεμένα προσωπικά και πραγματικά, αληθινά και φανταστικά, υποκειμενικά και αντικειμενικά, χωρίς καμιά διάκριση. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στην πολεμική του φανατικού σκοπός είναι η εξόντωση του αντιπάλου με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιηθεί η συκοφαντία, τα υπονοούμενα που συμπληρώνονται με καλά οργανωμένη εκστρατεία ψιθύρων, η απομόνωση ενεργειών ή λόγων ώστε να βγει το ποθούμενο συμπέρασμα και άλλα παρόμοια.
Όλα αυτά δεν είναι βέβαια γνωρίσματα του θρησκευόμενου φανατικού αποκλειστικά, ούτε παρουσιάζονται όλα μαζί πάντοτε. Η παθολογία που αναφέρουμε ισχύει για κάθε φανατικό, άσχετα προς την ιδεολογική και κοσμοθεωρητική τοποθέτησή του. Είναι εκδηλώματα του φανατισμού σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο φανατικός χριστιανός είναι απλώς μια επιμέρους περίπτωση. Έχει όμως και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: προσπαθεί πάντα να συνδέσει τον φανατισμό του με τον χριστιανισμό και την ορθοδοξία. Επιχειρεί να καλύψει την όλη τακτική του με λόγους ή πράξεις του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Ό,τι κάνει και λέγει είναι πάντα η συνέχεια του δρόμου που χάραξε ο Χριστός και που οι αντίπαλοι νοθεύουν! Η κριτική του είναι ανάλογη με την κριτική του Χρυσοστόμου, ο έλεγχός του είναι το μαστίγιο του Χριστού εναντίον των συγχρόνων κολλυβιστών, η διαφωνία του με την εκκλησιαστική διοίκηση είναι η ίδια με τη διαμαρτυρία του αποστόλου Παύλου εναντίον του ιουδαίου αρχιερέως. Όλα έχουν την αφετηρία τους στο άγιο παρελθόν της Εκκλησίας μας…
Φυσικά τα επιχειρήματα των φανατικών δεν είναι σωστά ούτε ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός δεν ήταν φανατικός. Αυτό το γνωρίζομε από όλη τη ζωή του, από τη στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς, από την αγάπη του για κάθε άνθρωπο. Η περίφημη σκηνή με το μαστίγιο στον ναό έχει τελείως διαφορετικό νόημα: δείχνει ότι αρχίζει μια νέα εποχή που απαιτεί μια ηθική και λειτουργική καθαρότητα ουσιαστική και όχι τυπική. Όσο για τα «ουαί» κατά των φαρισαίων είναι κι αυτά ενδεικτικά: μια μόνο φορά κατακρίνει ανθρώπους ο Χριστός, κι αυτοί είναι οι φανατικοί θρησκευόμενοι της εποχής του!
Η ίδια έλλειψη φανατισμού διακρίνει και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Μισαλλόδοξοι και φανατικοί ήταν οι αιρετικοί. Έχει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις σχετικά ο Μ. Αθανάσιος και δίνει πολύ ζωντανές περιγραφές των διωγμών και των βιαιοπραγιών των αιρετικών κατά των ορθοδόξων. Αιρετικοί κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς κατά τον 4ο  αιώνα από πνεύμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας και αιρετικοί κατέφευγαν ακόμη και σε συμμαχίες με αλλόθρησκους για να βλάψουν τους ορθοδόξους!
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ήταν φανατικοί, γιατί δεν τους συνόδευαν τα γνωρίσματα του φανατισμού που είδαμε πριν λίγο. Η εμμονή τους σε θέματα πίστεως δεν σχετίζεται με τον φανατισμό, αλλά με τον ένθεο ζήλο τους και την πιστότητά τους στην ορθή πίστη της Εκκλησίας του Χριστού. Άλλο ζήλος όμως και ακράδαντη και σταθερή πίστη και άλλο φανατισμός. Ο ζήλος δεν στρέφεται εναντίον προσώπων ή ιδεών, αλλά βασικά σχετίζεται με την ιεραποστολή και τον συνεχή διάλογο με τους συνανθρώπους με τελικό στόχο τον ευαγγελισμό του κόσμου και τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ζήλος δεν φθάνει ποτέ συνειδητά στην υπερβολή του φανατισμού, γιατί ο ζηλωτής αφήνει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Ακόμη έχει ο ζηλωτής ζέση και όρεξη για τη διάδοση της πίστεως, που τον κάνει όχι μόνο να ακούει τους άλλους, αλλά και να διαλέγεται μαζί τους. Ο ζήλος άλλωστε όπως ξέρομε από τους Πατέρες ποτέ δεν εκτοπίζει άπα τη ζωή και τη δράση του πιστού την αγάπη του Χριστού.
Η ιστορία της Εκκλησίας δεν είναι ιστορία φανατισμού, αλλά μια πορεία αγάπης για τον κόσμο. Κι η αγάπη έχει ως ένα γνώρισμα και την ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους, σ’ όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Όταν ο ίδιος ο Θεός μας ανέχεται όλους, είναι φυσικό να ανεχόμαστε και μείς όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Έτσι δίδαξαν και έτσι έζησαν στον κόσμο οι άγιοι, αυτοί που στερέωσαν την Εκκλησία.
Ανεκτικότητα δεν σημαίνει βέβαια άρση της διαφωνίας ούτε συμφωνία με ιδέες που είναι αντίθετες με την πίστη μας. Σε θέματα πίστεως δεν θα υποχωρήσει ποτέ ο χριστιανός, θα μάθει όμως να σέβεται τον άλλον, προσπαθώντας, όταν το μπορεί, με τον ειλικρινή και έντιμο διάλογο να δείξει που βρίσκεται το λάθος του άλλου. Η σταθερότητα στην πίστη συνδέεται με την ιεραποστολή. Αυτή όμως βασίζεται σ’ ένα καλόπιστο διάλογο με τον συνάνθρωπο. Παράδειγμα ο απόστολος Παύλος, που δεν άρχισε τον λόγο του στην Αθήνα με αφορισμούς κατά των ειδωλολατρών, αλλά με έξαρση των θετικών σημείων που βρήκε. Παράδειγμα επίσης ο Μ. Βασίλειος που έφερε στην Εκκλησία πλήθος ημιαρειανών, δείχνοντάς τους ότι δεν διέφεραν παρά στην ορολογία. Πάντα υπάρχουν κοινά σημεία με τους άλλους. Αρκεί να έχομε αγάπη και πραγματικό ένθεο ζήλο για να τα δούμε, με μάτι καθαρό από κάθε φανατισμό.
Η ανεκτικότητα είναι η χριστιανική στάση απέναντι σ’ όσους έχουν διαφορετικές απόψεις. Κι αυτό σημαίνει ανεκτικότητα για τις ιδέες τους. Σημαίνει ακόμη μελέτη των ιδεών που διαφωνούμε, με σκοπό να βρούμε ό,τι καλό και σωστό περιέχουν, ώστε να οδηγηθούμε σ’ ένα διάλογο με στόχο την αλήθεια. Σημαίνει ακόμη σταθερότητα στην πίστη μας, ώστε να βλέπομε καθαρά με το μάτι της αγάπης που μας δίνει το άγιο Πνεύμα. Σημαίνει αγάπη για τον συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από τις όσες και οποίες διαφωνίες μας. Σημαίνει τέλος ζήλο για τον ευαγγελισμό των συνανθρώπων, όχι για να θεριέψει με την τυχόν επιτυχία ο εγωισμός μας, αλλά με στόχο την επικράτηση του Ευαγγελίου και τη θεμελίωση των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στην αγάπη του Χριστού.

(Β. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», φκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη, σ. 117-121)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2012

Φανατισμός και ανεκτικότητα



Στην καθημερινή πράξη των χριστιανών εμφανίζονται σε πολλά ζητήματα, δείγματα δύο διαμετρικά αντίθετων συμπεριφορών: του φανατισμού και της ανεκτικότητας. Αντιπροσωπεύουν, θα έλεγε κανένας, δυο τύπους πιστών σε κάθε λεπτομέρεια της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μια μεριά ο φανατικός χριστιανός, που ψάχνει να βρει ευκαιρία για να εκφράσει με τον εντονότερο δυνατό τρόπο τη μισαλλοδοξία του. Κι από την άλλη ο ανεκτικός, που παρά τις επιθέσεις του προηγούμενου διατηρεί πάντα μια διαλλακτική στάση σ’ όλα τα θέματα. Οι δυο τύποι διευρύνονται σε ομάδες πολλές φορές και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι μεταξύ τους διαφορές να απολήξουν και σε ένα μικρό πόλεμο λέξεων από τις στήλες των περιοδικών. Η αφορμή μπορεί να είναι σοβαρή ή και ασήμαντη. Η αντιδικία βασικά οφείλεται σε μια διάφορη αντιμετώπιση των άλλων μέσα σε μια πολύφωνη κοινωνία με ποικίλες ιδεολογίες, όπως η δική μας σήμερα. Είτε για την αλλαγή της αμφιέσεως του ιερού κλήρου πρόκειται είτε για τις σχέσεις με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες είτε για τη χρήση της πολυφωνίας στη λατρεία μας, πάντα ο φανατικός και ο ανεκτικός θα βρεθούν αντίπαλοι, γιατί αντιπροσωπεύουν δυο αντίθετες νοοτροπίες. Επειδή κι οι δυο εμφανίζονται ως γνήσιοι εκπρόσωποι του χριστιανισμού, ο απλός και συνήθως απληροφόρητος πιστός μπερδεύεται, αμφιταλαντεύεται και τελικά δεν ξέρει ποιός έχει δίκιο. Αξίζει, λοιπόν, να ασχοληθούμε λίγο με την τυπολογία αυτών των δύο τύπων και να δούμε ποιός βρίσκεται πλησιέστερα προς το πνεύμα και την παράδοση της Εκκλησίας.

Το πρώτο γνώρισμα του φανατικού είναι η μισαλλοδοξία του. Χωρίς να ενδιαφερθεί καν να μάθει τι ακριβώς υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του, απορρίπτει ευθύς εξ αρχής κάθε θέση τους ως εσφαλμένη και στη συνέχεια ψάχνει να βρει τα επιχειρήματα για την απόρριψη. Άλλωστε βλέπει πάντα τα πράγματα άσπρα – μαύρα, χωρίς καμιά ενδιάμεση απόχρωση. Όλες οι δικές του απόψεις είναι σωστές, ενώ όλες οι διαφορετικές απόψεις είναι εσφαλμένες. Αυτή η στάση του φανατικού προέρχεται από την πεποίθησή του ότι οι δικές του απόψεις και πράξεις είναι απόλυτα σωστές και ορθές. Καμιά αμφιβολία δεν γεννιέται ποτέ μέσα του για ό,τι λέγει και πράττει. Πάντα έχει δίκιο και ενεργεί σωστά. Όχι μόνον οι γενικές αλήθειες, αλλά και κάθε λεπτομέρειά τους είναι αναμφισβήτητα ορθή. Σ’ όλα πορεύεται όπως πρέπει.
Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να ανοίξει διάλογο ο φανατικός. Όταν μιλεί, το κάνει μόνο για να διαφωτίσει τους άλλους και να τους φέρει στο σωστό δρόμο. Όταν μιλούν οι άλλοι, συνήθως κλείνει τ’ αυτιά του και συνεχίζει μετά το δικό του, το ίδιο πάντα τροπάριο, χωρίς καμιά παραλλαγή. Ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για απόψεις που απορρίπτει ευθύς εξ αρχής με μόνη τη δικαιολογία ότι δεν συμφωνούν με τις δικές του!
Ο φανατικός ακόμη δεν διακρίνει ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα. Όποιος διαφωνεί μαζί του στη θεωρία, είναι καταδικασμένος και στη ζωή του. Αρκεί να διαφωνήσει σ’ ένα σημείο, για να βγει το συμπέρασμα ότι διαφωνεί σ’ όλα θεωρητικά και πρακτικά, θεωρεί επί παραδείγματι κάποιον για αιρετικό με βάση τις δικές του απόψεις; Πολύ σύντομα θα γενικεύσει την κρίση του για κάθε σημείο της πίστεως του άλλου, αλλά και για κάθε σημείο της ζωής του. Η γενίκευση και η αδιαφορία για τις λεπτομέρειες είναι βασικό γνώρισμα του φανατικού. Προέρχεται κι αυτό από την τάση του να μην διακρίνει τις αποχρώσεις. Όποιος διαφωνεί μαζί του θεωρητικά, δεν μπορεί κατά την πίστη του να πορεύεται σωστά στην πράξη. Έτσι συχνά οι επιθέσεις του αναφέρονται όχι στο συζητούμενο θέμα, αλλά στο πρόσωπο και τη ζωή του αντιπάλου του,
Και μια και δεν μπορεί ν’ ανοίξει διάλογο, αρχίζει την πολεμική. Πολεμική εναντίον ιδεών και προσώπων αδιακρίτως.
Φυσικά δεν την ονομάζει πολεμική αυτή τη διαγωγή του. Συνήθως την αποκαλεί έλεγχο, κριτική ή κάπως έτσι. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για πόλεμο χωρίς έλεος στο όνομα της αλήθειας. Για καλόπιστη κριτική σε θέματα ουσίας ούτε λόγος να γίνει. Επίσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για μέτρο στη χρήση όρων και λέξεων. Όλα βρίσκονται στο μέτρο της υπερβολής, ανακατεμένα προσωπικά και πραγματικά, αληθινά και φανταστικά, υποκειμενικά και αντικειμενικά, χωρίς καμιά διάκριση. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στην πολεμική του φανατικού σκοπός είναι η εξόντωση του αντιπάλου με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιηθεί η συκοφαντία, τα υπονοούμενα που συμπληρώνονται με καλά οργανωμένη εκστρατεία ψιθύρων, η απομόνωση ενεργειών ή λόγων ώστε να βγει το ποθούμενο συμπέρασμα και άλλα παρόμοια.
Όλα αυτά δεν είναι βέβαια γνωρίσματα του θρησκευόμενου φανατικού αποκλειστικά, ούτε παρουσιάζονται όλα μαζί πάντοτε. Η παθολογία που αναφέρουμε ισχύει για κάθε φανατικό, άσχετα προς την ιδεολογική και κοσμοθεωρητική τοποθέτησή του. Είναι εκδηλώματα του φανατισμού σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο φανατικός χριστιανός είναι απλώς μια επιμέρους περίπτωση. Έχει όμως και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: προσπαθεί πάντα να συνδέσει τον φανατισμό του με τον χριστιανισμό και την ορθοδοξία. Επιχειρεί να καλύψει την όλη τακτική του με λόγους ή πράξεις του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Ό,τι κάνει και λέγει είναι πάντα η συνέχεια του δρόμου που χάραξε ο Χριστός και που οι αντίπαλοι νοθεύουν! Η κριτική του είναι ανάλογη με την κριτική του Χρυσοστόμου, ο έλεγχός του είναι το μαστίγιο του Χριστού εναντίον των συγχρόνων κολλυβιστών, η διαφωνία του με την εκκλησιαστική διοίκηση είναι η ίδια με τη διαμαρτυρία του αποστόλου Παύλου εναντίον του ιουδαίου αρχιερέως. Όλα έχουν την αφετηρία τους στο άγιο παρελθόν της Εκκλησίας μας…
Φυσικά τα επιχειρήματα των φανατικών δεν είναι σωστά ούτε ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός δεν ήταν φανατικός. Αυτό το γνωρίζομε από όλη τη ζωή του, από τη στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς, από την αγάπη του για κάθε άνθρωπο. Η περίφημη σκηνή με το μαστίγιο στον ναό έχει τελείως διαφορετικό νόημα: δείχνει ότι αρχίζει μια νέα εποχή που απαιτεί μια ηθική και λειτουργική καθαρότητα ουσιαστική και όχι τυπική. Όσο για τα «ουαί» κατά των φαρισαίων είναι κι αυτά ενδεικτικά: μια μόνο φορά κατακρίνει ανθρώπους ο Χριστός, κι αυτοί είναι οι φανατικοί θρησκευόμενοι της εποχής του!
Η ίδια έλλειψη φανατισμού διακρίνει και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Μισαλλόδοξοι και φανατικοί ήταν οι αιρετικοί. Έχει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις σχετικά ο Μ. Αθανάσιος και δίνει πολύ ζωντανές περιγραφές των διωγμών και των βιαιοπραγιών των αιρετικών κατά των ορθοδόξων. Αιρετικοί κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς κατά τον 4ο  αιώνα από πνεύμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας και αιρετικοί κατέφευγαν ακόμη και σε συμμαχίες με αλλόθρησκους για να βλάψουν τους ορθοδόξους!
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ήταν φανατικοί, γιατί δεν τους συνόδευαν τα γνωρίσματα του φανατισμού που είδαμε πριν λίγο. Η εμμονή τους σε θέματα πίστεως δεν σχετίζεται με τον φανατισμό, αλλά με τον ένθεο ζήλο τους και την πιστότητά τους στην ορθή πίστη της Εκκλησίας του Χριστού. Άλλο ζήλος όμως και ακράδαντη και σταθερή πίστη και άλλο φανατισμός. Ο ζήλος δεν στρέφεται εναντίον προσώπων ή ιδεών, αλλά βασικά σχετίζεται με την ιεραποστολή και τον συνεχή διάλογο με τους συνανθρώπους με τελικό στόχο τον ευαγγελισμό του κόσμου και τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ζήλος δεν φθάνει ποτέ συνειδητά στην υπερβολή του φανατισμού, γιατί ο ζηλωτής αφήνει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Ακόμη έχει ο ζηλωτής ζέση και όρεξη για τη διάδοση της πίστεως, που τον κάνει όχι μόνο να ακούει τους άλλους, αλλά και να διαλέγεται μαζί τους. Ο ζήλος άλλωστε όπως ξέρομε από τους Πατέρες ποτέ δεν εκτοπίζει άπα τη ζωή και τη δράση του πιστού την αγάπη του Χριστού.
Η ιστορία της Εκκλησίας δεν είναι ιστορία φανατισμού, αλλά μια πορεία αγάπης για τον κόσμο. Κι η αγάπη έχει ως ένα γνώρισμα και την ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους, σ’ όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Όταν ο ίδιος ο Θεός μας ανέχεται όλους, είναι φυσικό να ανεχόμαστε και μείς όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Έτσι δίδαξαν και έτσι έζησαν στον κόσμο οι άγιοι, αυτοί που στερέωσαν την Εκκλησία.
Ανεκτικότητα δεν σημαίνει βέβαια άρση της διαφωνίας ούτε συμφωνία με ιδέες που είναι αντίθετες με την πίστη μας. Σε θέματα πίστεως δεν θα υποχωρήσει ποτέ ο χριστιανός, θα μάθει όμως να σέβεται τον άλλον, προσπαθώντας, όταν το μπορεί, με τον ειλικρινή και έντιμο διάλογο να δείξει που βρίσκεται το λάθος του άλλου. Η σταθερότητα στην πίστη συνδέεται με την ιεραποστολή. Αυτή όμως βασίζεται σ’ ένα καλόπιστο διάλογο με τον συνάνθρωπο. Παράδειγμα ο απόστολος Παύλος, που δεν άρχισε τον λόγο του στην Αθήνα με αφορισμούς κατά των ειδωλολατρών, αλλά με έξαρση των θετικών σημείων που βρήκε. Παράδειγμα επίσης ο Μ. Βασίλειος που έφερε στην Εκκλησία πλήθος ημιαρειανών, δείχνοντάς τους ότι δεν διέφεραν παρά στην ορολογία. Πάντα υπάρχουν κοινά σημεία με τους άλλους. Αρκεί να έχομε αγάπη και πραγματικό ένθεο ζήλο για να τα δούμε, με μάτι καθαρό από κάθε φανατισμό.
Η ανεκτικότητα είναι η χριστιανική στάση απέναντι σ’ όσους έχουν διαφορετικές απόψεις. Κι αυτό σημαίνει ανεκτικότητα για τις ιδέες τους. Σημαίνει ακόμη μελέτη των ιδεών που διαφωνούμε, με σκοπό να βρούμε ό,τι καλό και σωστό περιέχουν, ώστε να οδηγηθούμε σ’ ένα διάλογο με στόχο την αλήθεια. Σημαίνει ακόμη σταθερότητα στην πίστη μας, ώστε να βλέπομε καθαρά με το μάτι της αγάπης που μας δίνει το άγιο Πνεύμα. Σημαίνει αγάπη για τον συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από τις όσες και οποίες διαφωνίες μας. Σημαίνει τέλος ζήλο για τον ευαγγελισμό των συνανθρώπων, όχι για να θεριέψει με την τυχόν επιτυχία ο εγωισμός μας, αλλά με στόχο την επικράτηση του Ευαγγελίου και τη θεμελίωση των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στην αγάπη του Χριστού.

(Β. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», φκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη, σ. 117-121) 
πηγή

Κυριακή, Ιουνίου 03, 2012

Το Άγιο Πνεύμα και η ενότητα του κόσμου-Βασίλης Π. Στογιάννος


Η Πεντηκοστή είναι η γενέθλιος ήμερα της Εκκλησίας. Γιορτάζομε την Πεντηκοστή, την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος, που δημιούργησε, αποκάλυψε στον κόσμο και δυνάμωσε από τα πρώτα κιόλας βήματα της την Εκκλησία. Ας θυμηθούμε για λίγο την περιγραφή του γεγονότος από τον ευαγγελιστή Λουκά στις Πράξεις:
«Κι όταν έφθασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζεμένοι στο ίδιο μέρος. Και ξαφνικά ήλθε από τον ουρανό ένας θόρυβος, σαν να έπιασε δυνατός αέρας, και γέμισε ολόκληρο το σπίτι όπου κάθονταν. Και τους εμφανίστηκαν γλώσσες σαν από φωτιά που διαμοιράζονταν και κάθησαν σε καθένα από αυτούς, και γέμισαν όλοι από Πνεύμα άγιο και άρχισαν να μιλούν άλλες γλώσσες, όπως το Πνεύμα έδινε σ’ αυτούς τη δύναμη να εκφράζονται. Κατοικούσαν τότε στην Ιερουσαλήμ Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς από κάθε έθνος της υφηλίου. Μόλις ακούστηκε αυτή η βοή, μαζεύτηκε όλο το πλήθος και έμεινε κατάπληκτο, διότι καθένας άκουε αυτούς να μιλούν τη δική του γλώσσα. Όλοι δε έμειναν κατάπληκτοι και απορούσαν λέγοντας μεταξύ τους: Όλοι αυτοί εδώ που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; Πώς τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα μεγαλεία του Θεού;»
Το γεγονός που περιγράφει ο ιερός ευαγγελιστής δεν είναι ένα «θαύμα» με τη συνηθισμένη έννοια της λέξεως. Είναι μια πράξη του Θεού που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία και προ παντός πολύ μεγαλύτερη διάρκεια. Πρώτα – πρώτα δεν περιορίζεται σε μερικούς ανθρώπους. Το άγιο Πνεύμα δεν επιφοίτησε μόνο στους αποστόλους, αλλά σε όλους τους πιστούς, κάπου εκατόν είκοσι άτομα, στο σύνολο δηλαδή της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος αποτελεί βασικό και ουσιαστικό χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, ανεξάρτητο από τα ειδικά αξιώματα και χαρίσματα που υπάρχουν σ’ αυτήν. Δεν είναι ένα θαύμα, άλλα μια συνεχής αποκάλυψη του Θεού, μια διαρκής παρουσία του Παρακλήτου, μια αδιάκοπη αποκάλυψη του νέου κόσμου που εγκαινίασε ο Χριστός με την ανάστασή του.
Αν δούμε την Πεντηκοστή μ’ αυτό το πρίσμα, τότε παύει να είναι μόνο ένα γεγονός της ιστορίας. Γίνεται παρόν. Δεν είναι πια μια ανάμνηση, αλλά γίνεται νέα, καθημερινή, τωρινή πραγματικότητα. Δεν αποτελεί ένα ενδιαφέρον, έστω, αλλά ξένο για μας επεισόδιο της ιστορίας, μα μια απεριόριστη στο πλάτος και το βάθος της επενέργειάς της πράξη του Θεού στο εκάστοτε παρόν. Μ’ άλλα λόγια, δεν γιορτάζομε την ανάμνηση ενός γεγονότος του παρελθόντος, αλλά τα δικά μας γενέθλια, την επέτειο του δικού μας φωτισμού από το άγιο Πνεύμα.
Αυτό το τελευταίο σημείο όμως δεν πρέπει να το περιορίσουμε σ’ ένα μυστικοπαθή και συναισθηματικό μόνον χώρο της υπάρξεώς μας. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αλλοίωση του νοήματος της εκχύσεως του Παρακλήτου στην Εκκλησία. Ο περιορισμός της επενέργειας του Παρακλήτου στη συναισθηματική σφαίρα μόνο, θα μετέβαλλε το ζωντανό χριστιανισμό μας σε μυστικιστική ανατολίτικη αίρεση. Όμως ποτέ η ορθόδοξη θεολογία μας δεν περιόρισε τη δράση του Πνεύματος σ’ ένα μόνο μέρος της ανθρώπινης ζωής ούτε δέχτηκε ποτέ να τον κλείσει σε μερικές μόνο ψυχές. Το άγιο Πνεύμα ενεργεί σε ολόκληρη την Εκκλησία και σ’ ολόκληρη τη ζωή των πιστών. Ακόμη πιο πολύ: ενεργεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο κάθε στιγμή της ιστορίας του. Είναι οικουμενική και καθολική η δράση του αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό είναι και οικουμενική και καθολική και η Εκκλησία, το σώμα, ο ζωντανός οργανισμός μέσα από τον όποιον εμφανίζεται καθημερινά ο Παράκλητος. Με δυο λόγια: ο Παράκλητος είναι ο νους και η καρδιά της Εκκλησίας και η Πεντηκοστή είναι το συνεχές παρόν της Εκκλησίας μέσα στο μεταβαλλόμενο κόσμο μας.
Αυτό σημαίνει για τον κάθε πιστό μερικά πολύ πρακτικά πράγματα, θεμέλιο και κριτήριο συνάμα της γνησιότητας και της ειλικρίνειας της χριστιανικής του πίστεως. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, το άγιο Πνεύμα ανακαινίζει και μεταμορφώνει συνεχώς τον άνθρωπο, ώστε να γίνει πολίτης του νέου κόσμου: ανακαινίζει το λογικό του, ώστε να μπορεί κάθε φορά να διακρίνει, να ξεχωρίσει ποιο είναι το θέλημα του Θεού, ποιο δηλαδή είναι το αγαθό και το τέλειο που αρέσει στον Θεό. Ακούγεται εύκολα αυτό το πράγμα. Κι όμως δεν είναι καθόλου εύκολο. Ας αναλογιστούμε τις καθημερινές μας πράξεις. Πόσες φορές μπορούμε να ξεχωρίσουμε το προσωπικό μας συμφέρον από το θέλημα του Θεού; Πόσες φορές στις προσευχές μας σκεφτόμαστε, έστω, να ζητήσουμε από τον Θεό να κάνει ό,τι Εκείνος θέλει; Δεν ζητάμε να κάνει ό,τι εμείς θέλομε; Δεν βάζομε τον εαυτό μας πάνω από όλα; Δεν κολλάμε σαν στρείδια στον εαυτούλη μας; Είναι δείγμα ανακαίνισεως του λογικού μας όμως αυτό; Είναι απόδειξη ότι πράγματι ζούμε την Πεντηκοστή; Είναι ο εγωισμός μας σύμφωνος με την οικουμενική και καθολική δράση του αγίου Πνεύματος;
Τα κριτικά ερωτήματα περισσεύουν ακόμη πιο πολύ όμως, όταν αναλογισθούμε και τα εκκλησιολογικά, τα κοινωνικά αποτελέσματα της επιφοιτήσεως του Παρακλήτου, όπως τα διδάσκει η Εκκλησία με την υμνολογία της μεγάλης εορτής. Η επιφοίτηση του Παρακλήτου, μας τονίζει η υμνολογία μας, έφερε την ενότητα στον κόσμο. Όχι μια ισότητα νομική, ούτε μια ισότητα οικονομική, αλλά μια ενότητα αγάπης που ξεπερνά όλες τις ανθρώπινες αντιθέσεις. Κι αυτό όχι σ’ ένα άλλο κόσμο, αλλά στο εκάστοτε παρόν της Εκκλησίας, στο εδώ και στο τώρα κάθε πιστού. Εδώ βρίσκεται η αφετηρία για την προσωπική αναμόρφωση του πιστού. Εδώ κρύβεται και το βαθύτερο νόημα της Πεντηκοστής, που γίνεται έτσι γεγονός κοσμογεννητικό και στο πλήρες νόημα της λέξεως κοσμοϊστορικό.
Σ’ ένα πολύ όμορφο δοξαστικό του εσπερινού της εορτής παραλληλίζεται η κάθοδος του Παρακλήτου κατά την Πεντηκοστή με την κάθοδο του Θεού κατά το κτίσιμο του πύργου της Βαβέλ. Έτσι δίνεται στον ποιητή η ευκαιρία ν’ αναδείξει το καινούριο μήνυμα για τον κόσμο που σημαίνει η επιφοίτηση του Πνεύματος. Λέει το δοξαστικό: «Γλώσσαι ποτέ συνεχύθησαν διά την τόλμαν της πυργοποιίας. Γλώσσαι δε νυν εσοφίσθησαν διά την δόξαν της θεογνωσίας. Εκεί κατεδίκασε Θεός τους ασεβείς τω πταίσματι. Ενταύθα εφώτισε Χριστός τους αλιείς τω Πνεύματι. Τότε κατειργάσθη η αφωνία προς τιμωρίαν. Άρτι καινουργείται η συμφωνία προς σωτηρίαν των ψυχών ημών».
Σ’ ελεύθερη κάπως απόδοση το τροπάριο μας λέει: «Οι γλώσσες έπαθαν σύγχυση κάποτε από την παράτολμη πυργοποιία. Οι γλώσσες έγιναν όμως σοφές τώρα με τη δοξολογία του Θεού που γνωρίσαμε. Εκεί καταδίκασε ο Θεός τους ασεβείς για το παράπτωμα τους. Εδώ φώτισε ο Χριστός τους ψαράδες με το άγιο Πνεύμα. Τότε ήρθε σαν αποτέλεσμα η ασυνενοησία για να μας τιμωρήσει. Τώρα ακούγεται όμως καινούρια η μελωδία της σωτηρίας των ψυχών μας».
Η Βαβέλ δεν είναι μια ασήμαντη, ανόητη έστω, ενέργεια του άνθρωπου. Εκφράζει μ’ ένα εξωτερικό τρόπο την αλαζονία της δυνάμεως. Είναι, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές, η «ύβρις» του ανθρώπου, η αίτια όλων των δεινών του. Ξεκόβει από τη φυσική τάξη ο άνθρωπος και νομίζει πως μπορεί χωρίς καμιά τιμωρία ν’ αντιστρέψει τον κόσμο και να γίνει αντί πλάσμα δημιουργός. Έτσι παύει να έχει την αίσθηση του μέτρου, τη συναίσθηση της αλληλεγγύης με τον κόσμο, τη σωστή, μετρημένη σχέση με το συνάνθρωπο. Ξαφνικά αφηνιάζει και συμπεριφέρεται αλαζονικά. Έτσι τα έργα του αντί να τον ενώνουν, τον απομονώνουν. Η γλώσσα αντί για όργανο συνεννόησης γίνεται πρόλογος διαιρέσεων και αντεγκλήσεων. Η τεχνική αντί να διευκολύνει τη ζωή, προπαρασκευάζει τον όλεθρο. Κι αυτά φυσικά όχι μόνο στη Βαβέλ, αλλά σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας μας. Και μ’ αποτέλεσμα την αφωνία, όπως τη λέει το δοξαστικό, την αλλοτρίωση, την ανοιχτή ρήξη, τον αλληλοσκοτωμό. Είναι για μερικούς παράξενο ότι οι συνθήκες ειρήνης προμηνύουν συνήθως την επόμενη σύγκρουση των λαών που τις υπογράφουν, όπως διδάσκει η ιστορία. Κι όμως αυτό είναι πολύ φυσικό, γιατί οι άνθρωποι δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, την πραγματική ανθρώπινη γλώσσα, αυτήν που τους έδωσε ο Θεός, αλλά μιλούν καθένας τη δική του εγωιστική και ιδιοτελή γλώσσα, τη γλώσσα της Βαβέλ.
Σ’ αυτή την τόσο τραγικά πραγματική Βαβέλ του ανθρώπου ήλθε να βάλει τέλος η Πεντηκοστή. Ήλθε για να δώσει στον άνθρωπο τη δυνατότητα μιας νέας, σίγουρης, αληθινής ενότητας, μιας νέας πραγματικά ανθρώπινης γλώσσας, που οδηγεί στη συνεννόηση κι όχι στη διαμάχη και τον αλληλοσπαραγμό.
Συγκροτεί στην Πεντηκοστή τον καινούριο κόσμο το άγιο Πνεύμα. Και ένα από τα βασικά γνωρίσματα του νέου αυτού κόσμου είναι η ενότητα. Μας δείχνει την ενότητα αυτή στα μυστήρια της Εκκλησίας, όταν αποκαλύπτει το λαό του Θεού ενωμένο γύρω από το δημιουργικό της υπάρξεως του Πνεύμα. Μας δείχνει την ενότητα την ώρα της Θ. Λειτουργίας, όταν όλοι ενώνονται μεταξύ τους, γιατί ενώνονται με τον Χριστό δια του αγίου Πνεύματος. Μας δίνει μια γεύση ενότητας στην αγάπη των αγίων, των πραγματικών χριστιανών. Μας δίνει μια γεύση ενότητας στην υπέρβαση του εγωισμού, στην αυτοθυσία και τον αλτρουισμό των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι ακόμη εκδήλωση της ενότητας του κόσμου γύρω από τον Θεό η μνημόνευση όλων των εκκλησιαστικών ηγετών στις πανηγυρικές λειτουργίες μας, όταν η αγάπη του Θεού και ο δεσμός του Πνεύματος ξεπερνούν τις γήινες διαιρέσεις. Η ιστορία και το παρόν της Εκκλησίας έχουν να παρουσιάσουν πολύ περισσότερα δείγματα ενότητας από τα συνέδρια των διαφόρων κοσμικών «συμμαχιών»-παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες, παρά την αντίσταση του εγωισμού μας στη φωνή του Παρακλήτου, παρά την ιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει πολλές φορές τις ενέργειές μας.
Έτσι η Εκκλησία παραμένει το ζυμάρι για την ένωση του κόσμου σε μια αρμονική συμφωνία. Αρκεί να πάψουμε να ακολουθούμε την ιδιοτέλεια μας. Αρκεί ν’ ακολουθήσουμε με ειλικρίνεια την καθοδηγητική φωνή του Παρακλήτου μέσα μας. Αρκεί να αφήσουμε το πανάγιο Πνεύμα να επιτελεί καθημερινά μέσα στην Εκκλησία, μέσα σε όλους μας το ενοποιό έργο του. Ο κόσμος αναμένει την ώρα της ενότητας, όχι της πρόσκαιρης και εξωτερικής, όχι αυτής που βασίζεται στην ισορροπία του τρόμου, αλλά αυτής που στηρίζεται στην αγάπη, στην αρμονία, στην ειλικρίνεια. Είναι θέμα αποδοχής της χριστιανικής μας ιδιότητας να εργασθούμε προς αυτή την κατεύθυνση – σωστότερα ν’ αφήσουμε το άγιο Πνεύμα να μας οδηγήσει στην ενότητα της αγάπης.
(+Βασίλης Π. Στογιάννος, Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν, Εκδ. Πουρναρά, Θεσ/κη,χ.χ. σ. 39-44).

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2012

Η ανάσταση η δική μας


Θα μιλήσουμε, όχι για την ανάσταση γενικά, αλλά για την ανάσταση τη δική μας. Πριν δούμε ένα βασικό σημείο της Καινής Διαθήκης θάθελα να θυμίσω μια βασική προϋπόθεση για την εξέταση του όλου προβλήματος: αυτά που μας λέει η Καινή Διαθήκη για την ανάσταση, είναι εικόνες που λέγονται σαν εικόνες, είναι προσαρμοσμένα στη δυνατότητα την πνευματική που έχει ο άνθρωπος από την παρούσα πραγματικότητα να αναχθεί σε μια μέλλουσα πραγματικότητα. Και μια δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι όλα όσα λέγονται, λέγονται για χριστιανούς και έχουν ένα στόχο, όχι να επιλύσουν τις μεταφυσικές απορίες που δίκαια έχουμε, αλλά να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωτηρία. Μ’ άλλα λόγια, δε μιλάει η Αγία Γραφή για την ανάσταση όλων των ανθρώπων και τα προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτήν, αλλά μιλάει για την ανάσταση των χριστιανών και ειδικότερα για το πως οι χριστιανοί με την ανάσταση θα βρεθούν κοντά στο Θεό και τι πρέπει να κάνουν γι’ αυτό από τώρα. Είναι, όπως θα λέγαμε στη θεολογική ορολογία, σωτηριολογικά προσανατολισμένα όλα όσα λέγονται. Δεν είναι γενικά θεωρητικά, αλλά έχουν πάντα σα στόχο τη σωτηρία των ανθρώπων και μάλιστα των συγκεκριμένων ανθρώπων, στους οποίους απευθύνεται ο Απ. Παύλος εν προκειμένω, που λέει τα σχετικώς περισσότερα στην πρώτη επιστολή του στους Κορινθίους στο 15ο κεφάλαιο.
Αυτά έχουν γραφτεί, με αφορμή ορισμένους χριστιανούς της Κορίνθου πού δεν πιστεύανε στην ανάσταση. Δε φαίνεται μάλιστα να πιστεύανε και στην αθανασία της ψυχής. Μας φαίνεται περίεργο, αλλά πρέπει να γυρίσουμε 19 αιώνες πίσω για να μη μας φανεί και τόσο περίεργο. Οι άνθρωποι τότε μεταφέρανε λίγο-πολύ την αμοιβή, την τιμωρία, την ουσιαστικότερη ζωή του ανθρώπου από το μέλλον στο παρόν. Σ’ ένα πιο προχωρημένο στάδιο, λίγο αργότερα, απ’ ό,τι ξέρουμε από τις ποιμαντικές επιστολές, υπήρχαν ορισμένοι που ανοιχτά λέγανε ότι η ανάσταση είναι μια παρούσα πραγματικότητα. Οι «λέγοντες την ανάστασιν ήδη γεγονέναι», ο Φιλητός, ο Υμέναιος και μερικοί άλλοι αιρετικοί (Β΄ Τιμ. 2,17) έδιναν, όπως θα λέγαμε σε μια σύγχρονη ορολογία, στην ανάσταση μια καθαρά υπαρξιακή ερμηνεία. Ανάσταση είναι το να αλλάξεις την όλη ύπαρξή σου μέσα στο παρόν, να αποκτήσεις ένα καινούργιο ήθος και μια καινούργια συμπεριφορά. Αυτή δεν είναι άσχημη ιδέα, ούτε αναγκαστικά αιρετική. Αιρετική γίνεται όταν πάρει τη σφραγίδα της αποκλειστικότητας· αυτό άλλωστε γίνεται με τις περισσότερες αιρέσεις. Οι πιο πολλές ξεκινούν συνήθως από κάτι σωστό, αλλά το μεταβάλλουν σε πανάκεια, σε μια αποκλειστική αρχή που ερμηνεύει τα πάντα. Κι έδώ βρίσκεται η αίρεση, που ξεχνάει την πολλαπλότητα της ίδιας της ζωής, αλλά και την άβυσσο των κριμάτων του Κυρίου, όπως θάλεγε ο ψαλμωδός. Έτσι λοιπόν ήταν ορισμένοι Κορίνθιοι που δεν αμφισβητούσαν την Ανάσταση του Χριστού αλλά αμφισβητούσαν τη δική μας ανάσταση ή της έδιναν αυτό το καθαρά εγκοσμιοκρατικό, υπαρξιακό χρώμα.
Ο Απόστολος Παύλος ασχολείται με δύο θέματα. Το πρώτο είναι το «ότι» της ανάστασης και το δεύτερο είναι το «πως». Το πρώτο είναι η διαβεβαίωση ότι η ανάσταση των ανθρώπων είναι μια πραγματικότητα. Για να το αποδείξει αυτό ξεκινάει από ένα ιστορικά μαρτυρημένο γεγονός, από την Ανάσταση του Χριστού. Ο Παύλος παραθέτει πολλαπλές μαρτυρίες, για να μας πει ότι αφού αναστήθηκε ο Χριστός θ’ αναστηθούμε κι εμείς. Αυτή είναι η θεολογική αποδεικτική. Δεν ξεκινά από την αντίστροφη άποψη, ότι υπάρχει ανάσταση όλων των ανθρώπων και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ανασταίνεται κι ο Χριστός. Δεν είναι κάτι το δεδομένο η ανάσταση του ανθρώπου, είναι μια «ανάκτισις», όπως λένε οι πατέρες, μια «ανάπλασις», όπως λέει συγκεκριμένα ο Άγιος Κύριλλος, μια δημιουργία του ανθρώπου από την αρχή, όχι μια ανακαίνιση του Αδάμ, αλλά μια αναχώνευση και ανάπλαση.
Ο Άγιος Κύριλλος και ο Χρυσόστομος αλλά και στη συνέχεια ο Νικόλαος Καβάσιλας στην πραγματεία του για την «Εν Χριστώ ζωή» (ένα από τα ομορφότερα κείμενα που μπορεί να διαβάσει κανείς) έχει ένα παράδειγμα: το παράδειγμα του ανδριάντα, που για έναν οποιοδήποτε λόγο πέφτει, σπάζει και ανακατεύεται με λάσπες, πέτρες και χώματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος μετά την πτώση. Ο Χριστός δεν παίρνει αυτόν τον ανδριάντα να τον καθαρίσει, να τον κολλήσει και να τον ξαναφτιάξει όπως ήταν. Τον παίρνει, τον βάζει σ’ ένα χωνευτήρι, τον λυώνει κι έτσι αποξενώνει τις ξένες ουσίες με το λυώσιμο και φτιάχνει έναν καινούργιο. Δεν είναι ο προηγούμενος, είναι καινούργιος ανδριάντας. Αυτό το πράγμα είναι η ανάπλαση του ανθρώπου, δεν είναι ανακαίνιση απλή, αλλά είναι αναχώνευση.
Με την Ανάσταση του Χριστού και την είσοδο στον καινούργιο αιώνα, ο άνθρωπος δε γίνεται αυτό που ήταν ο Αδάμ, αλλά γίνεται αυτό που είναι ο Χριστός και μάλιστα μετά την Ανάσταση. Αυτή είναι η θεολογική επιχειρηματολογία του Παύλου, που συνοψίζεται στη φράση: «ώσπερ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται». Εδώ χρειάζεται λίγη γραμματική. Στη μια περίπτωση, στο «αποθνήσκουσιν», έχουμε έναν ενεστώτα, γιατί είναι μια πραγματικότητα που βοά. Η ακολουθία του Αδάμ είναι ο θάνατος, ο δρόμος που άνοιξε ο Αδάμ οδηγεί στο θάνατο όλους τους ανθρώπους. Έτσι, με βάση αυτή την εμπειρία που έχουμε, θα είναι και η καινούργια εμπειρία που εκφράζεται σε μέλλοντα: «ζωοποιηθήσονται»· θα ζωοποιηθούν όλοι εν Χριστώ. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ζωή θα είναι για όλους. Στη συνέχεια ο ίδιος ο Παύλος λέει ότι θα υπάρχουν διάφορα τάγματα, όπως λέει, από τη στρατιωτική πιθανότατα ορολογία της εποχής του. Θα υπάρχει φυσικά το πλησίασμα ή η απομάκρυνση από την πραγματική Ζωή, ανάλογα με την όλη στάση του ανθρώπου απέναντι στο Χριστό από την παρούσα κιόλας ζωή. Αυτό είναι ένα βασικά επιχείρημα: Ο Αδάμ, οι δικοί του και ο θάνατος. Ο Χριστός, οι δικοί του και η ζωή.
Στη συνέχεια ο Απόστολος προσθέτει και μερικά πρακτικά επιχειρήματα από την πράξη των Αποστόλων, που δεν έχει κανένα άλλο νόημα, παρά μονάχα αν τα δει κανείς κάτω από το πρίσμα της ακράδαντης πεποίθησής του στην ανάσταση. Αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα να πεθαίνουν καθημερινά, να θηριομαχούν, όπως ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο, όταν αντιμετώπισε τη Ρωμαϊκή εξουσία (αυτό είναι το θηρίο που βρήκε αντιμέτωπο), δεν έχει κανένα νόημα να τραβούν όλα όσα τράβηξαν, αν δεν υπάρχει ανάσταση. Τότε είναι αξιολύπητοι άνθρωποι. Αυτά όμως είναι επιχειρήματα ακατ’ άνθρωπον», από την ανθρώπινη πείρα, θα μπορούσε να αντιπαρατηρήσει κανείς σήμερα ότι και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι μαρτυρούν για τις ιδέες τους χωρίς να πιστεύουν σε καμιά μορφή μετα¬θανάτιας ζωής. Σ’ αυτό όμως το βασικά επιχείρημα, που ξεκινάει από την Ανάσταση του Χριστού και που βλέπει σ’ αυτή την απαρχή, τον αρραβώνα και τη βεβαία ελπίδα μιας καινούργιας ζωής, μιας πραγματικής ζωής, που είναι ακόμη κρυμμένη στο μέλλον για μας, νομίζω ότι μόνο ένα αντεπιχείρημα θα χωρούσε· ότι ο θάνατος που έφερε ο Αδάμ στον κόσμο εξακολουθεί να υπάρχει.
Επειδή όλα αυτά τα πράγματα, όπως είπαμε ευθύς εξ αρχής, είναι πραγματικότητες καινούργιες που προσπαθούμε να τις δούμε με εμπειρίες παλιές, θα μου επιτρέψετε σ’ αυτό το επιχείρημα να απαντήσω με μια εικόνα, που κάπως ανταποκρίνεται στα πράγματα. Η Ανάσταση του Χριστού είναι μια μεγάλη μάχη, η αποφασιστική μάχη που έκρινε τον πόλεμο του ανθρώπου εναντίον του θανάτου. Η μάχη κερδήθηκε. Μένει να δούμε την ολοκλήρωση της νίκης στο μέλλον. Στο μέλλον; Ναι, στο μέλλον. Η απορία μας και καμιά φορά και η απογοήτευσή μας από την εξακολούθηση του θανάτου σ’ αυτό τον κόσμο είναι σαν την στενοχώρια και απογοήτευση που αισθάνεται ένας στρατιώτης που πολεμάει κάπου πιο μακριά από κει που δόθηκε η μάχη και που λέει: «καλά, αδελφέ, ναι νικήσαμε. Αλλά τι νικήσαμε, εγώ εξακολουθώ και πολεμώ εδώ, ενδέχεται να σκοτωθώ κιόλας σ’ αυτό τον πόλεμο». Σωστή, αλλά κοντόφθαλμη προοπτική. Το πότε κερδίζεται ένας πόλεμος δεν το ξέρει αυτός, το ξέρει ο στρατηγός που είναι ανεβασμένος στην κορυφή του λόφου και βλέπει το σύνολο της παράταξής του πως πολεμάει και βλέπει ότι έχει γίνει η αποφασιστική τροπή της μάχης υπέρ αυτού.
Κερδίζεται η βασική μάχη, συνεχίζεται ο πόλεμος, αλλά έχει τρωθεί βασικά ο εχθρός. Ο τελευταίος, ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου καταργείται, κι αυτός είναι ο θάνατος, όπως λέει ο Παύλος στην ίδια περικοπή. Αυτό είναι η βέβαιη ελπίδα που απομένει. Ξεκινάει από την πίστη στη μαρτυρία για την Ανάσταση του Χριστού, ενσαρκώνεται σε αγάπη σ’ όλο αυτό το διάστημα, στο μεγάλο όπλο του χριστιανού, κι ως προς το μέλλον είναι ελπίδα, αλλά βέβαιη ελπίδα για την ανάστασή μας. Αυτό είναι το «ότι», γιατί το «ότι» της Ανάστασης είναι που μας κρατάει εδώ πέρα· αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα η πίστη μας, όπως λέει ο ίδιος ο Παύλος.
Πιο ενδιαφέρον είναι το «πως» της ανάστασης. Εδώ είναι το πιο δύσκολο σημείο. Ο Απόστολος αφιερώνει σ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, σχεδόν το μισό κεφάλαιο. «Αλλ’ ερεί τις· πώς εγείρονται οι νεκροί; ποίω δε σώματι έρχονται;» Δυο ερωτήματα που δεν είναι μόνο δικά μας, αλλά τα είχαν και τότε. Τα αντιμετωπίζει ο Παύλος σαν ενδεχόμενες απορίες, γιατί ξέρει τι ρωτούν οι άνθρωποι. Έχει και πείρα, προφανώς από προφορικές ερωτήσεις και μάλιστα από Έλληνες, για τους οποίους το σώμα ήταν τελείως αρνητικό, ήταν δεσμωτήριο της ψυχής. Μπορούσαν να δεχτούν αθανασία, αλλά όχι την ανάσταση του σώματος. Πώς γίνεται να αναστηθεί κανείς και να έχει και τη φυλακή του μαζί; Τί νόημα έχει να ξαναζήσει φυλακισμένος; Ήταν πολύ πιο δύσκολο το πρόβλημα απ’ ό,τι είναι σε μας σήμερα. Στη συνέχεια μιλάει καθαρά με εικόνες, γιατί δεν μπορεί να μιλήσει αλλιώς. Φέρνει μερικά παραδείγματα από την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Το πρώτο είναι γνωστό από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, το είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος ο Χριστός. Είναι το παράδειγμα του σπόρου, που σαν πεθάνει, τότε μονάχα φέρνει καρπό. Σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, αυτό που σπέρνει κανείς είναι ένας γυμνός κόκκος, κι όμως βγαίνει ένα φυτό, στάρι, κριθάρι ή ένα δέντρο ολόκληρο. Βλέπετε ότι ο Θεός έχει βάλει μέσα σ’ αυτό το γυμνό κόκκο τη δύναμη να βγάζει ένα ολόκληρο φυτό.
Εδώ θάθελα να θυμίσω ότι ανεξάρτητα από τη βιολογία υπάρχει μια βασική χριστιανική αντίληψη για τον κόσμο. Ο κόσμος δεν είναι μια μηχανή που δουλεύει από μόνη της, χωρίς να είναι και μια μηχανή (κατά τη στωική λαϊκή αντίληψη, που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας) που σε κάθε της σημείο, και στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, επεμβαίνει οπωσδήποτε ο Θεός. Οι νόμοι που διέπουν τον κόσμο είναι νόμοι πού έχει βάλει ό Θεός, δεν είναι ανεξάρτητοι, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι στην τελευταία λεπτομέρεια οπωσδήποτε πρέπει να βρούμε το Θεό. Θα πρέπει νάχουμε μια σωστή χριστιανική αντίληψη για το Θεό -Δημιουργό για να δούμε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και τη λειτουργία των φυσικών νόμων. Αυτά που θέλει να πει ο Παύλος είναι ότι στο χώρο της γεωργίας υπάρχουν θεϊκοί νόμοι, υπάρχει μέσα στους σπόρους μια δύναμη που έχει δώσει ο ίδιος ο Θεός. Ένα παρόμοιο πράγμα συμβαίνει και με τα σώματα των ζώων, των πτηνών και των ιχθύων. Κι εδώ έχουμε πάλι την ίδια τη θέληση του Θεού που τα διαφοροποιεί, πάλι κατά τη φυσιολογία της εποχής. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει, τέλος, και σ’ ολόκληρο τον κόσμο με τα άστρα, τον ήλιο, το φεγγάρι, που καθένα τους έχει μια διαφορετική λάμψη. Παντού έχουμε δηλαδή δυο πράγματα: το ένα είναι η δύναμη του Θεού να δίνει ζωή στην τελείως ευρεία έννοιά της και το δεύτερο η βούληση του Θεού να διαφοροποιεί τα πράγματα. Δεν έχει μια ομοιομορφία, αλλά μια πολυμορφία.
Ο ίδιος Θεός που σαν δημιουργός εκφράζεται έτσι στον κόσμο, ο ίδιος Θεός εκφράζεται και στο σημείο που ενδιαφέρει, στο πως εγείρονται οι νεκροί και στο με ποιό σώμα εγείρονται. Στο πως εγείρονται η απάντηση είναι η θεϊκή παντοδυναμία. Μπορεί να σας φαίνεται παράλογο, λέει στους Κορινθίους (το ίδιο θάλεγε και σε μάς), ότι ένα σώμα πεθαίνει, διαλύεται και ανασταίνεται. Δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο ή το αδύνατο, αν σκεφτεί κανείς τη δύναμη του Θεού που έφτιαξε κι αυτό το σώμα. Όπως έφτιαξε αυτό, έτσι μπορεί να φτιάξει ένα καινούργιο. Δεν είναι ανάγκη να πάρει μια μαγιά για να ζυμώσει το καινούργιο σώμα. Εδώ φαίνεται πόσο αστεία είναι η αντίρρηση που λένε ορισμένοι: Τί θα γίνουν αυτοί που τους κάνανε στάχτη στο Άουσβιτς ή αυτοί που τους κατάπιαν οι κροκόδειλοι; Αυτά είναι γελοία πράγματα· δε χρειάζεται να πάρει ένα κομμάτι ο Θεός για να φτιάξει έναν καινούργιο άνθρωπο. Όπως έφτιαξε εκ του μη όντος τον κόσμο εις το είναι, κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να ξαναφτιάξει πάλι και τον άνθρωπο, χωρίς να έχει ανάγκη ένα κομμάτι από το σώμα του. Λυτό έχει μια πρακτική εφαρμογή στο πρόβλημα της καύσης ή ταφής των νεκρών. Δε στέκεται σαν επιχείρημα ότι πρέπει, επειδή πιστεύουμε στην ανάσταση, να τους θάψουμε οπωσδήποτε. Κι αν τους κάψουμε, εξίσου καλά μπορεί ο Θεός να τους αναστήσει.
Κι εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο σημείο στο «ποίω σώματι έρχονται». Τα παραδείγματα της διαφορετικής σάρκας των διαφόρων ζώων, της διαφορετικής λάμψης των άστρων ή της διαφοράς που έχει το φυτό από το σπόρο, δείχνουν ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα ποικιλίας και αλλαγής. Εδώ ο Παύλος χρησιμοποιεί έναν αντιφατικό στην ουσία του όρο, για να μας πει ποιό σώμα θα είναι το σώμα της ανάστασης. Μιλάει για ένα «σώμα πνευματικόν». Αυτά για έναν Έλληνα είναι ένα absurdum, μια έκφραση χωρίς νόημα. Το σώμα δεν μπορεί να είναι πνεύμα και το πνεύμα δεν μπορεί να έχει σώμα. Έχει νόημα όμως η έκφραση, αν τη δούμε κάτω, όχι από ελληνικές, αλλά από βιβλικές προϋποθέσεις. Και στη Βίβλο το σώμα δεν είναι το υλικό μέρος του ανθρώπου. Συνήθως γι’ αυτή την περίπτωση χρησιμοποιεί ή Βίβλος τη λέξη «σαρξ» και όχι τη λέξη «σώμα». Σώμα είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, είναι ολόκληρο το ανθρώπινο είναι, στην επικοινωνία του με τον κόσμο ολόκληρο. Το είναι μας στη σχέση επικοινωνίας με τους άλλους, με τον κόσμο, με οτιδήποτε άλλο, λέγεται σώμα. Είναι ολόκληρη η προσωπικότητά μας στη συνειδησιακή σχέση μας με τον κόσμο και τους ανθρώπους. Μ’ αύτη την έννοια είναι ολοφάνερο τι θέλει να πει με το «σώμα πνευματικόν». Η αντίθεσή του δεν είναι αντίθεση των δύο όρων, αλλά είναι ανάμεσα στο «σώμα πνευματικόν» και στο «σώμα σαρκικόν» ή «ψυχικόν» όπως το λέει. Έτσι θα δούμε την αντίθεση βιβλικά. Στη μια περίπτωση το «σώμα ψυχικόν» ή «σώμα σαρκικόν» σημαίνει τον άνθρωπο που επικοινωνεί με το υλικό μέρος του με τον κόσμο, όπως επικοινωνούμε σήμερα με τα μάτια, με τα αυτιά, με τις διάφορες αισθήσεις και με τις διάφορες νοητικές λειτουργίες. Στην άλλη όψη, αυτή που είναι το σώμα της ανάστασης, είναι «σώμα πνευματικόν».
Όλα αυτά υποκαθίστανται, αντικαθίστανται, όπως Θέλετε πέστε το, με το πνεύμα και το πνεύμα δεν είναι αέρας, δεν είναι άνεμος, αλλά είναι μια καινούργια πραγματικότητα, αυτή που πλησιάζει τον άνθρωπο με το Θεό, αυτή που τον κάνει να μοιάζει με το Θεό, όχι στην ουσία ή στη φύση του (πάντα μένει διαφορετικό πράγμα ό άνθρωπος), αλλά στην όλη δομή του, στην οντολογική του υπόσταση που αλλάζει ουσιαστικά, όταν κοντά στα άλλα στοιχεία του έχει μπει το Πνεύμα το Άγιο. Είναι αυτό που δημιουργεί το νέο άνθρωπο-Χριστό, από την ίδια τη σάρκωσή του. Ο Χριστός γεννάται εκ Παρθένου και εκ Πνεύματος Αγίου, για να δώσει «δυνάμει» σ’ όλους μας αυτό το καινούργιο συστατικό, έναν αρραβώνα, μια ιδέα για το τέλειο, αυτό που στον ίδιο το Χριστό φαίνεται μετά την Ανάσταση. Είναι το «πνευματικόν» του ανθρώπου όχι σε αντίθεση με το σωματικό του, αλλά σαν άλλο, διαφορετικό, τελείως διαφορετικό πράγμα. Έτσι ανασταίνεται κανείς. Σε μια καινούργια πραγματικότητα που έχει σαν γνώρισμα την αφθαρσία, την απαλλαγή από το θάνατο και την αλλαγή ολόκληρου του ανθρώπου.
Θάχει την ίδια συνείδηση ο άνθρωπος που έχει τώρα; Πώς θα επικοινωνεί με τους άλλους; Θα μιλάει; Θάχει τη μορφή την καθημερινή; Ότι θα γνωρίζει ο ένας άνθρωπος τον άλλο φαίνεται από ορισμένες παραβολές και προϋποτίθεται μια κάποια γνώση. Τί μορφή θάχει; Είναι μια σειρά ερωτήματα, στα οποία δεν απαντάει η Αγία Γραφή. Μέχρι εδώ ξέρουμε· από δω και πέρα ό,τι πούμε θάναι θεωρία. Ένα πράγμα ξέρουμε σίγουρα, ότι θα αναστηθούμε. Ένα δεύτερο πράγμα μπορούμε επίσης να ξέρουμε σίγουρα: ότι θα υποστούμε μια αλλαγή, αλλαγή προς την αφθαρσία, προς τη ζωοποίηση, προς την ομοίωση με το Χριστό. Τα από κει κι έπειτα αφήστε να τα δούμε τότε.
Ερώτηση: Είπατε ότι αυτά τα πράγματα θα τα δούμε τότε. Αυτή η σιγουριά ποιά βάση έχει και πώς μπορεί να είμαστε έτσι, ας πούμε, σίγουροι, ότι θα τα δούμε τότε;
Απάντηση: Η σιγουριά βρίσκεται, νομίζω, στην προσδοκία του χριστιανού, που δεν είναι μια ελπίδα με την έννοια της φυγής σε μια άλλη διάσταση του χρόνου από αδυναμία να επιλύσουμε προβλήματα που έχουμε μπροστά μας τώρα, αλλά είναι ελπίδα στηριγμένη σε μια ζωντανή μαρτυρία ανθρώπων που είδαν τον Αναστημένο Χριστό, που πάνω σ’ αυτό στήριξαν μια ολόκληρη επανάσταση για εκείνα τα χρόνια, που έπαιξαν κορώνα – γράμματα τη ζωή τους· είναι αυτό που έχει κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά σε μας. Αν όμως σ’ αυτό το βασικό σημείο αμφιβάλλει κανείς, από κει κι έπειτα όλη η χριστιανική του ύπαρξη τίθεται «εν αμφιβόλω». Εδώ είναι που σε τελευταία ανάλυση καθένας δέχεται ή δε δέχεται -όχι πιστεύει, αλλά δέχεται ή δε δέχεται- μια μαρτυρία. Σ’ αυτό το θεμέλιο στηρίζει ολόκληρη την υπόλοιπη πορεία του. Είναι ελπίδα, αλλά είναι βέβαιη ελπίδα. Είναι η άγκυρα, η άγκυρα της ελπίδας. Είναι η ζωντανή παρουσία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, που αποτελεί μια άλλη έκφραση της Ανάστασής του. Εκεί στηρίζεται ο Χριστιανισμός. Όλα τα υπόλοιπα, η αγάπη σαν πρακτικός κανόνας ζωής, η πίστη σαν κωδικοποίηση ορισμένων αληθειών ή οποιαδήποτε άλλη χριστιανική αλήθεια, στηρίζονται ή χάνονται μαζί με την πίστη στην Ανάσταση. Φυσικά δε μιλάμε για τη νοοτροπία του δούλου που φοβάται την κόλαση και γι’ αυτό ακολουθεί το Χριστιανισμό. Μιλάμε όμως για τη σωστή νοοτροπία, τη νοοτροπία του υιού, που δε στηρίζεται ούτε στην αμοιβή ούτε στο φόβο της τιμωρίας, αλλά στην προσδοκία, αν θέλετε καλύτερα στον έντονο πόθο να δει τον Πατέρα και τους αδελφούς. Αυτή είναι η βασιλεία. Είναι μια αγάπη που ξέρει ότι μπορεί να πληρωθεί μελλοντικά και γι’ αυτό στο παρόν εκφράζεται σαν προσδοκία ή σαν ελπίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν μιλούν οι Απόστολοι για την ανάσταση σε σχέση με το παρόν, μιλούν για αρραβώνα. Εδώ είναι όμως όλος ο Χριστιανισμός, δεν είναι κάπου αλλού.
Να γιατί ή εκκλησία διακηρύσσει κάθε Κυριακή «Α¬νέστη Χριστός». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην παλιότερη εποχή στην ολονυκτία του Πάσχα, περίμεναν -το μαρτυρούν πολλοί πατέρες- την έλευση του Χριστού. Η Ανάσταση είναι ένα πρώτο σημάδι, είναι ένας αρραβώνας. Το τέλειο, είναι η έλευση που συνδυάζεται με την αλλαγή του ανθρώπου. Η δευτέρα παρουσία είναι η ώρα που περιμένει κανείς να δει τον Αναστημένο Χριστό. Μ’ αυτή την έννοια είναι ελπίδα, και μ’ αυτή την έννοια έχει βεβαιότητα μέσα της. Βεβαιότητα όχι μαθηματική, αλλά υπαρξιακή.
Ερώτηση : Ας υποθέσουμε ότι ζούμε άλλα είκοσι – τριάντα χρόνια και αγωνιζόμαστε να εφαρμόσουμε αυτά που λέει ο Χριστός. Πεθαίνουμε κάποτε. Θάρθει αμέσως η ανάσταση; Τί σημασία θα έχει; Μήπως θα μας σώσει; Δηλαδή το βαθύτερο νόημα της ανάστασης ποιό είναι, τί χρησιμεύει; Εμείς ζήσαμε τη ζωή μας, μετά τί γίνεται;
Απάντηση: Να, έδώ είναι το τραγικό της υποθέσεως, δεν τη ζήσαμε ακόμη τη ζωή μας. Αφού πεθαίνουμε αυτό το πράγμα βαραίνει από την αρχή μέχρι το τέλος πάνω μας. Όσο για το δεύτερο σημείο που είπατε, ότι αμέσως έρχεται η ανάσταση, είναι σωστό από την εξής άποψη. Τώρα ζούμε σ’ ένα χωροχρόνο ορισμένο. Με το θάνατο μας -κι έδώ είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του νέου άνθρωπου- υπάρχει κι ένας άλλος χρόνος. Σε τελευταία ανάλυση από την Ανάσταση του Χριστού μέχρι τήν ανάσταση του τελευταίου άνθρωπου, ο χρόνος είναι μηδέν. Για μας μεν που είμαστε στη γη περνούν
χρόνια, αλλά γι’ αυτόν που έχει μια καινούργια συνείδηση του χώρου και του χρόνου με το καινούργιο σώμα δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα.
Τί χρησιμεύει η ανάσταση; Χρησιμεύει ότι θα αποκτήσουμε ζωή. Χρησιμεύει στο ότι θα βρεθούμε εκεί που πρέπει να βρεθούμε, Θάχουμε το καινούργιο συστατικό που λέγεται Πνεύμα Άγιο, στην ολοκληρωμένη μορφή του.
Πηγή: «Προβληματισμοί», τ. 2, εκδ. Χ.Φ.Ε, σ. 80- 95.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2011

Επιφάνεια του Χριστού (+ Βασίλη Στογιάννου)



Επιφάνεια είναι η αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού. Μια αποκάλυψη του ίδιου του Θεού, που σημαίνει πρώτα-πρώτα αληθινή θεογνωσία. Αποκαλύπτεται ο Θεός στον άνθρωπο, όχι σαν φοβερός και αποτρόπαιος, όπως τον πίστευαν οι ειδωλολάτρες ούτε σκληρός και άτεγκτος κριτής, όπως τον φανταζόταν ορισμένοι ιουδαϊκοί κύκλοι. Ο Θεός που φανερώνεται από τον Χριστό δεν είναι μια ψυχρή λογική εξήγηση του σύμπαντος, όπως νόμιζαν οι φιλόσοφοι ούτε ο οδηγός ενός μόνο λαοί στην πορεία του, όπως πίστευε ο Ισραήλ.
Ο Θεός αποκαλύπτεται με την Επιφάνειά του ως Πατέρας στοργικός όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από φυλετικές, πολιτικές, πολιτιστικές ή και θρησκευτικές ακόμη παραδόσεις. Ο Θεός είναι Πατέρας των ανθρώπων όχι μόνον ως Δημιουργός, αλλά κυρίως ως Πατέρας του Χριστού, του μεγάλου πρωτότοκου αδελφού όλων μας. Και αποκαλύπτει αυτή τη νέα του σχέση με τον άνθρωπο ο Θεός όχι μέσα από βροντές και καπνούς, όπως άλλοτε στο Σινά, αλλά με την ταπεινή ανθρώπινη μορφή του Χριστού. Η σκηνή κατά τη βάπτιση του Χριστού, όπως μετά η Μεταμόρφωση και η Ανάσταση είναι σκηνή δόξας και αποκάλυψη της θείας μεγαλειότητας. Δεν έχουν όμως σαν στόχο να καταπλήξουν τον άνθρωπο, αλλά να του θυμίσουν πως η καινούρια θεογνωσία προέρχεται από τον ίδιο τον Λόγο που έγινε σάρκα και όχι από έναν οιοδήποτε άνθρωπο. Κι ακόμα οι λίγες ακτίνες της δόξας αφήνουν τον άνθρωπο να δει από τώρα, όσο μπορεί, το νέο κόσμο κοντά στο Θεό Πατέρα του. Περισσότερο όμως από τη δόξα, μας αποκαλύπτει η Επιφάνεια τη φιλανθρωπία του Θετού. Η Ενσάρκωση του Λόγου είναι δείγμα περίτρανο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Όσοι βιάζονται να δουν γύρω τους σκοτάδι και αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη στη γη χωρίς νόημα, δεν έχουν παρά να θυμηθούν τη φιλανθρωπία, όπως φανερώθηκε από την Επιφάνεια του Λόγου. Θα ανακαλύψουν τότε πως ο Θεός Πατέρας βρίσκεται πάντα κοντά μας, δίπλα μας, ακόμη και όταν εμείς τον εγκαταλείπουμε- κυρίως τότε! Έτσι η αληθινή θεογνωσία γίνεται πηγή ελπίδας για τον άνθρωπο, φως για την καθημερινή του πορεία μέσα στη σκιά του θανάτου και της αμαρτίας.
Η Επιφάνεια του Λόγου είναι όμως και αληθινή κοσμογνωσία. Όχι φυσικά με την έννοια που δίνει η φυσική και οι συναφείς επιστήμες. Η ανακάλυψη των μυστικών της κτίσεως και η διατύπωση των νόμων που τα διέπουν αφέθηκε στο λογικό του ανθρώπου και στη δύναμη του νου του από το Θεό. Ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με πολλές ικανότητες, για να μπορέσει να βρει μέσα από τα μονοπάτια της επιστήμης το θαύμα της δημιουργίας και να αχθεί και με αυτόν τον τρόπο στο Δημιουργό. Τα μεγάλα όμως ερωτήματα για την πορεία του κόσμου ως κατοικίας του ανθρώπου μένουν πάντα αναπάντητα από την επιστήμη. Γιατί η επιστήμη βλέπει περιορισμένα τοπικά και χρονικά, όπως περιορισμένος είναι κι ο ίδιος ο άνθρωπος. Το πολύ-πολύ φτάνει μέχρι τη διατύπωση των μεγάλων ερωτημάτων. Εκεί στάματα, περιμένοντας μια απάντηση από αλλού. Κι εδώ έρχεται η απάντηση της Επιφάνειας του Θεού, η απάντηση του Χριστού και των θεόπνευστων μαθητών και αποστόλων του. Δεν είναι απάντηση σε λεπτομέρειες, αλλά στο σύνολο. Μιλά η αποκάλυψη για την παρέλευση του παρόντος σχήματος του κόσμου και για την προοδευτική ανάκτησή του από την παντοδύναμη δεξιά του Υψίστου. Με εικόνες και παραβολές μας αποκαλύπτει ένα νέο κόσμο που κατοικεί η δικαιοσύνη του Θεού. Μας σκιαγραφεί ένα κόσμο χωρίς κακό και αμαρτία, χωρίς φθορά και θάνατο. Η φιλανθρωπία του Θεού είναι φανερή και στη νέα, αληθινή κοσμογνωσία…
Η Επιφάνεια του Θεού είναι όμως και αληθινή ανθρωπογνωσία Η πιο μεγάλη αποκάλυψη για τον άνθρωπο και την πραγματική φύση του, για τη θέση του μέσα στον κόσμο και την πορεία του τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, για το προσωπικό και ομαδικό μέλλον του, όλα αυτά έχουν αποκαλυφθεί μια για πάντα με την Επιφάνεια του Λόγου, με την κάθοδο του Χριστού και την αναστροφή του ανάμεσά μας. Όσο εύκολα όμως θυμόμαστε τη θεϊκή φύση του Χριστού τόσο δύσκολα φέρνομε στο νου μας την ανθρώπινη φύση του -αυτή που μας έδωσε τη νέα ανθρωπογνωσία, που μας άνοιξε το μυστικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Επιφάνεια είναι η αποκάλυψη του Θεού με ανθρώπινη μορφή πάνω στη γη. Είναι όμως και αποκάλυψη της εσώτερης ουσίας του ανθρώπου. Γιατί ο Χριστός παίρνει την ανθρώπινη φύση και την αναπλάσει, την ανακαινίζει, την αναγεννά. Οι πατέρες της εκκλησίας επιμένουν πολύ σ’ αυτό το σημείο. Γιατί ακριβώς συνδέεται με τη χριστιανική εικόνα για τον άνθρωπο. Ξέρουμε τον άνθρωπο, γιατί ο Χριστός μας τον αποκάλυψε σ’ όλο το βάθος του, σ’ όλη την έκταση των σχέσεών του με το Θεό, τον κόσμο και τους συνανθρώπους. Κοντολογίς, ξέρομε ποιοί είμαστε, γιατί ξέρομε ποιός είναι ο αληθινός άνθρωπος, ο Χριστός. Με τον Χριστό αποκτήσαμε ένα καθρέφτη, για να μπορούμε να συγκρίνουμε κάθε φορά τον εαυτό μας και να βλέπουμε πόσο έχουμε αποκτήσει την πραγματικά ανθρώπινη μορφή.
Η νέα, αληθινή εικόνα για τον άνθρωπο, που αποκάλυψε με την παρουσία του στη γη ο Χριστός δεν είναι βέβαια πάντα ευχάριστη για τον άνθρωπο. Γιατί του δείχνει γυμνή την αλήθεια, του θυμίζει πόσο λίγο είναι άνθρωπος, πόσο λίγο συμπεριφέρεται ως άνθρωπος, πόσο λίγο λογαριάζει την ανθρώπινη υπόσταση των συνανθρώπων του. Να γιατί οι άνθρωποι φαίνονται πολλές φορές πρόθυμοι να δεχτούν το Ευαγγέλιο, αλλά το εγκαταλείπουν γρήγορα, αμέσως μόλις γίνει λόγος για την ανθρώπινη ύπαρξη ως ομοίωση με τον Χριστό…
Άνθρωπος είναι ο γιός του Θεού, ο αδελφός του Χριστού. Σ’ αυτή την απλή πρόταση συνοψίζεται η νέα ανθρωπογνωσία. Απλή στη διατύπωση, άλλα με συνέπειες ανυπολόγιστες για τη ζωή και την καθημερινή πράξη μας. Γιατί θεμελιώνει την ύπαρξή μας στη σχέση μας με τον Θεό Πατέρα και τη φιλανθρωπία του. Γιατί μας συνδέει με την άκρα ταπείνωση του Χριστού. Γιατί μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια της ελπίδας του νέου, μεταμορφωμένου και αιώνιου κόσμου. Κι όλα τούτα μπορεί νι φαίνονται όμορφα και ελκυστικά όσο μένουν στη θεωρία. Μόλις όμως έλθει η ώρα που πρέπει να μεταβληθούν σε πράξη, που πρέπει να κατευθύνουν τη ζωή μας και τις καθημερινές συναλλαγές μας, αρχίζει να μεταβάλλεται η εικόνα. Η ανθρωπογνωσία μας γίνεται βάρος και βαρεία επιταγή, που προσπαθούμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και μ’ οποιαδήποτε δικαιολογία. Η ανθρωπογνωσία αποκτά τότε και μια άλλη διάσταση: γίνεται κριτήριο, δικαστήριο φοβερό για τον άνθρωπο, όσο δεν ανοίγει διάπλατη την καρδιά του σ’ όλη την αλήθεια και σ’ όλη την αγάπη του Θεού.
Αυτή η τελευταία διάσταση της Επιφάνειας, η κρίση που επιφέρει για τον άνθρωπο, φαίνεται να λειτουργεί υποτονικά μέσα στο χριστιανικό κόσμο τον τελευταίο καιρό. Απόδειξη η πνευματική ραθυμία του καιρού μας και η πρακτικά αντιπνευματική και αντικοινωνική στάση των πολλών. Η ανθρωπογνωσία μας έφτασε να περιορίζεται στη γνώση του εξωτερικού, της ύλης και μάλιστα σε μια ατομοκρατική διάσταση. Είναι κι αυτό μια τρανή απόδειξη για το πόσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από το φως του Χριστού. Και το χειρότερο είναι πως δεν υποψιάζονται καν οι πολλοί την ύπαρξη της ελπίδας, της πνευματικής αναγεννήσεως και της αλλαγής που έφερε στον κόσμο ο επιφανείς Λόγος του Θεού. Παχυλή άγνοια, πρακτικός υλισμός και κυρίως η αντιπνευματική ατμόσφαιρα – δημιούργημα των πολέμων-, συντελούν στην παραθεώρη­ση της αληθινής ανθρωπογνωσίας, της αληθινής κοσμογνωσίας, της αληθινής θεογνωσίας που έφερε στον κόσμο, θείο και λυτρωτικό δώρο ο Χριστός.
Η επιφάνεια του Χριστού δεν είναι μια ιστορία που ανήκει στο παρελθόν. Είναι το παρόν, η βεβαία ελπίδα του κόσμου. Είναι η αισιόδοξη προοπτική για ένα νέο κόσμο, για μια νέα σχέση με το Θεό, για μια νέα αγαπητική σχέση με τους συνανθρώπους. Αρκεί να είναι έτοιμος ο άνθρωπος να δεχτεί το μήνυμα του Ευαγγελίου…

(Βασ. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και το παρόν». Εκδ. Π. Πουρναρά – Θεσ/νίκη)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 25, 2011

Επί γης ειρήνη.(Βασ. Π. Στογιάννος)



Η εορτή της Γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού δίνει κάθε χρόνο την αφορμή για την δημοσίευση άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, που αναφέρονται σε κάποια πτυχή του γεγονότος… Οι θεολογούντες αρθρογράφοι την αντιλαμβάνονται συνήθως μονοδιάστατα: ειρήνη είναι η εσωτερική γαλήνη του χριστιανού, η διατήρηση της ψυχικής του ηρεμίας μέσα στην τρικυμία του βίου. Η εσωτερική αυτή γαλήνη απηχεί μια καθαρή συνείδηση, που με τη σειρά της αντικατοπτρίζει μια στενή πνευματική σχέση με τον Χριστό. Η εσωτερική ειρήνη, λοιπόν, του πιστού ανθρώπου, που παραμένει εδραίος στους κλυδωνισμούς του βίου χάρη στην πνευματικότητα του, είναι η ειρήνη που έφερε στον κόσμο η Γέννηση του Χριστού.
Όσο και αν ανταποκρίνεται όμως στην τάση της εποχής και στην αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να βρει κάποιο στήριγμα μέσα του, ανεξάρτητο από τις αλλαγές του έξω κόσμου, κι όσο κι αν διατηρεί ζωντανή την πνευματικότητα του σε μιαν εποχή πρακτικού υλισμού, η άποψη αυτή δεν εναρμονίζεται με το πραγματικό νόημα του αγγελικού ύμνου στο σύνολο του. Ελκυστική ανθρωπολογικά είναι θεολογικά αστήρικτη – και επικίνδυνη.
Στον αγγελικό ύμνο η ειρήνη συνδέεται άρρηκτα με τα προηγούμενα και τα επόμενα. Είναι μία κατάσταση που δίνει την αφορμή για τη «δόξα εν υψίστοις» και αποτελεί τη φανέρωση της «ευδοκίας εν ανθρώποις».
«Δόξα» είναι η αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, η άκτιστη ενέργεια Του που δείχνει στον ανθρώπο την παρουσία του Δημιουργού μέσα στον κόσμο και την ιστορία. Η δόξα συνδέεται πάντα με την θεοφάνεια, την θεοπτία την ώρα που ανοίγει ένα παραθύρι του ουρανού για να φωτιστεί ο κόσμος από τη λάμψη του Θεού. Και είναι πάντα το ίδιο αποτέλεσμα που προκαλεί στον άνθρωπο: δοξολογική προσκύνηση του Θεού και διακήρυξη της κυριότητός Του.
Η θεοφάνεια είναι στην περίπτωση μας η Ενσάρκωση του Λόγου, «η επί γης ειρήνη». Αυτή προκαλεί τη δοξολογία των αγγέλων, που σύντομα επεκτείνεται στους ποιμένες και στους υπόλοιπους μάρτυρες της Γεννήσεως. Ειρήνη είναι ο Χριστός που γεννήθηκε, γι’ αυτό και δοξάζεται ο Θεός στα ουράνια.
Ο ίδιος στενός σύνδεσμος υπάρχει και με την «ευδοκία». Ευδοκία είναι η εύνοια, η χάρη του Θεού, η φιλανθρωπία Του. Είναι μια πράξη χάριτος, που δεν περιορίζεται σε επαγγελίες ούτε εκδηλώνεται με λόγια, αλλά ενσαρκώνεται, γίνεται άνθρωπος, αποκαλύπτεται «εν δούλου μορφή». Ευδοκία του Θεού μεταξύ των ανθρώπων είναι ο Χριστός, η ειρήνη του κόσμου.
Στην όλη συνάφεια του ύμνου, λοιπόν, ειρήνη είναι ο ίδιος ο Χριστός, ενσάρκωση της ευδοκίας του Θεού και αιτία για την ουράνια – και επίγεια – δοξολογία Του. Φέρνει την ειρήνη στη γη, γιατί αποκαθιστά τη σωστή σχέση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο απαλλάσσοντας το γένος μας από την πολλαπλή δουλεία στη φθορά, το θάνατο, την αμαρτία, το διάβολο. Ειρήνη είναι η καταλλαγή προς το Θεό με την ενσάρκωση και το όλο έργο του Χριστού. Αυτή την ειρήνη ενσαρκώνει στο εδώ και το τώρα η Εκκλησία και την γεύονται οι πιστοί με την μετοχή τους στο απολυτρωτικό της έργο. Ειρήνη είναι ο Χριστός και η εμπειρία από την ένωση μαζί Του εντός των κόλπων της Εκκλησίας. Αυτή είναι η θεολογικά σωστή και θεμελιωμένη στο ίδιο το κείμενο του ύμνου άποψη των περισσοτέρων θεολόγων – κι αύτη προβάλλεται στα θρησκευτικά έντυπα και καμιά φορά και στον τύπο.
Θα ήταν άσκοπο ν’ αμφισβητήσει κανείς την θεολογική ορθότητα της απόψεως αυτής, γιατί απλούστατα είναι ορθή. Θα ήταν όμως το λιγότερο υπερβολικό να ισχυρισθούμε πως δεν αφήνει ένα κενό στον κοινό αναγνώστη, που δέχεται μεν την άποψη άλλα θέλει και μια απάντηση στο πόθο του για επίγεια ειρήνη. Στα μάτια του φαίνεται μονοδιάστατη κάπως αυτή η θεολογικά άμεμπτη άποψη.
Καταπιεζόμενος από την καθημερινή κλαγγή των όπλων, με πολλά κενά και ερωτήματα στη θρησκευτική του συνείδηση λόγω της εκκοσμικεύσεως, με την αίσθηση πως η Εκκλησία κινδυνεύει να γίνει «κλειστή κοινότητα», ζητεί εναγώνια ένα στήριγμα των ελπίδων του για ένα καλύτερο κόσμο. Η θεολογική άποψη, όπως διατυπώθηκε, δεν δίνει λύση στην επιθυμία για ένα κόσμο χωρίς πολέμους. Και η απάντηση «όταν όλοι δεχθούν την ειρήνη ως καταλλαγή με το Θεό, τότε θα ειρηνεύσει η γη μας», είναι κι αυτή σωστή, αλλά φαίνεται μακριά από την πραγματικότητα του κοινού άνθρωπου.
Μια λύση φαίνεται να δίνει η ενεργός συμμετοχή της Εκκλησίας στην προσπάθεια για την ειρήνευση του κόσμου μαζί με όλους όσους αγωνίζονται γι’ αυτό. Τόσο στον Ορθόδοξο χώρο όσο και στα πλαίσια της οικουμενικής κινήσεως η λύση αυτή τείνει να γενικευθεί τελευταία. Συνέδρια ειρήνης με συμμετοχή εκπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών, εκκλήσεις στους ισχυρούς της γης, συζητήσεις σε συνόδους και διασκέψεις δεν είναι σπάνιες ειδήσεις στις μέρες μας.
Η ενεργός συμμετοχή της Εκκλησίας στην προσπάθεια των ανθρώπων καλής θελήσεως για την επικράτηση της ειρήνης στη γη είναι χωρίς αμφιβολία μία διέξοδος από τον κλοιό της «κλειστής κοινότητος», στον οποίο κινδυνεύει να αποκλεισθεί η Εκκλησία. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να βρεθούμε μπροστά σε ένα νέο ακτιβισμό, που τελικά μπορεί να επιτείνει την εκκοσμίκευση. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατανοήσουμε την ειρήνη στην ενδοκοσμική μόνο διάστασή της, όπως τώρα την αντιμετωπίζουμε σχεδόν μόνον υπερβατικά. Όσο, λοιπόν, κι αν είναι γνήσια χριστιανική μαρτυρία ο αγώνας για την επικράτηση της ειρήνης, θεολογικά αφήνει ένα κενό, αν δεν συνδέεται οργανικά με τη θεολογία της Ενσαρκώσεως.
Σε έσχατη ανάλυση «επί γης ειρήνη» παραμένει ο Χριστός ως καταλλαγή Θεού και ανθρώπων και απαρχή του νέου κόσμου. Η Ενσάρκωση είναι η απαρχή της ανακτήσεως του κόσμου και της αναγεννήσεως του ανθρώπου. Αυτή την απαρχή έχομε λάβει ως αρραβώνα με τη μυστηριακή ένταξη και παραμονή μας στην Εκκλησία. Μ’ άλλα λόγια έχομε όλοι ως πιστοί μέσα μας – και πάντα εντός των κόλπων της Εκκλησίας – την ειρήνη. Μ’ αυτή την έννοια ενσαρκώνουμε την ειρήνη στο εδώ και το τώρα. Και φυσικά πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υλοποιήσουμε στην καθημερινή πράξη την ειρήνη ως καταλλαγή Θεού και ανθρώπων και μεταξύ των ανθρώπων.
Θα ήταν όμως τουλάχιστον ανεδαφικό να υπερτιμήσουμε την έννοια του αρραβώνα και τις δυνατότητές μας. Όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος «νυν αναστάντος του Χριστού τα πράγματα έστηκεν έτι μετέωρα». Θα ήταν τυφλός όποιος παρασυρόμενος από ενθουσιασμό, υποστήριζε το αντίθετο, υποστηρίζοντας μια άγνωστη στην ορθόδοξη παράδοση παρούσα εσχατολογία. Το ίδιο βέβαια ανορθόδοξη και τυφλή θα ήταν και μια εσχατολογία που θα ξεχνούσε την πραγματικότητα της εν Χριστώ απαρχής και τον αρραβώνα της πίστεως.
Η σωστή τοποθέτηση του όλου θέματος συνδέεται άμεσα, λοιπόν, με την εσχατολογία μας. Με την διατήρηση του προφητικού οράματος για την παγκόσμια ειρήνη στους έσχατους καιρούς. Με την ελπίδα για τον ερχομό της και την προσευχή γι’ αυτό. Με τον καθημερινό αγώνα για την αλλαγή θεσμών και ανθρώπων – και πάνω από όλα με τον ευαγγελισμό του κόσμου. Χωρίς απώλεια του μέλλοντος και πάνω στη βάση της εν Χριστώ εμπειρίας της Εκκλησίας, ανάμεσα στο παλαιό και το νέον αιώνα, ο Χριστός η ειρήνη του κόσμου είναι για το χριστιανό η αφετηρία για αγώνες που αποσκοπούν στην ειρήνευση της γης, στη καταλλαγή των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ τους και – αυτός είναι ο τελικός σκοπός – στην δοξολογική προσκύνηση του Θεού.


(Βασ. Π. Στογιάννος. «Ερμηνευτικά Μελετήματα». Εκδ. Π. Πουρναρά. Θεσ|νίκη)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2011

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ

 



Β. Στογιάννος

Ο τεχνικός πολιτισμός δεν είναι κάτι που ξεφεύγει από τη θέληση του Δημιουργού. Αντίθετα εντάσσεται οργανικά στο σχέδιο του Θεού και στην αγάπη Του για τον άνθρωπο. Έτσι όχι μόνον δεν έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται κατά της τεχνολογικής προόδου, αλλά μπορεί να πει κανείς ότι « σφάλλουν περί την πίστιν», γιατί δεν αναγνωρίζουν την αξία της θεϊκής δωρεάς προς τον άνθρωπο. Η Εκκλησία ποτέ δεν στάθηκε εμπόδιο στην τεχνική πρόοδο. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι οι ιεραπόστολοι της Εκκλησίας μετέφεραν στις χώρες που διέδιδαν την πίστη μαζί με το Ευαγγέλιο και την τεχνολογική πρόοδο της εποχής. Κι’ αυτό όχι για λόγους προπαγάνδας, αλλά γιατί η τεχνική πρόοδος συντελεί στην εξύψωση του επιπέδου της ανθρώπινης ζωής και κατ’ επέκταση στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την υποδούλωση στις υλικές φροντίδες.
Κι’ αν έλθουμε στα νεώτερα χρόνια της δικής μας ιστορίας, θα δούμε ότι κληρικοί, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ήταν εκείνοι που έφεραν από τη Δύση στην υπόδουλη Ελλάδα τη νεώτερη φυσική.
Ποτέ δεν είχε ενδοιασμούς ή αντιρρήσεις η Εκκλησία για τη χρήση εργαλείων, μηχανισμών ή μεθόδων, που θα έκαναν πιο άνετη και συνεπώς πιο ανθρώπινη την ανθρώπινη ζωή.
Συνεπώς είναι φανερό τόσο από την ιστορία της Εκκλησίας όσο και από τη θεολογία της, ότι η στάση του χριστιανισμού έναντι της τεχνικής προόδου είναι θετική.

         

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...