Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Λιαμής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Λιαμής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2022

Το ξύλο στην παράδοση των Χριστουγέννων

 ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η χρήση υλικών στοιχείων στις θρησκείες, είτε ως σύμβολα, είτε ως μέσα τελετουργίας, είναι πανάρχαιη. Η ανάγκη του ανθρώπου να συμμετάσχει «ψυχή τε και σώματι», επιστρατεύοντας τις νοερές του δυνάμεις όσο και τα σωματικά του αισθητήρια, στην επικοινωνία του με το θείο, μετέβαλε τα στοιχεία της υλικής δημιουργίας σε γέφυρα τού αισθητού με τον αόρατο κόσμο.

Η διαδικασία αυτή είχε και μία βαθύτατα οικολογική συνέπεια που ήρθε ως ένα σημείο να αναπληρώσει την απώλεια της στενής σχέσης Θεού και ανθρώπων, όπως ήταν στον Παράδεισο: Ο σεβασμός στη φύση θα είχε εξαλειφθεί τραγικά μετά την αποκοπή από τον Δημιουργό της, ήρθε όμως η ιερότητα να ορθώσει, ως ένα σημείο, ασπίδα προστασίας της δημιουργίας εναντίον της ανθρώπινης απληστίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η αποιεροποίηση των σύγχρονων κοινωνιών ακολούθησε ευθέως ανάλογη πορεία με την οικολογική καταστροφή.

Η χριστιανική θρησκεία δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα υλικά στοιχεία όπως και τα βασικά παράγωγα του ανθρώπινου μόχθου (ψωμί, κρασί και λοιπά) εντάχθηκαν πλήρως στη λατρεία και ανέλαβαν να κάνουν αισθητές θεμελιώδεις δογματικές έννοιες (λ.χ. σώμα και αίμα Χριστού).

ΤΟ ΞΥΛΟ

Μεταξύ των φυσικών στοιχείων που συνδέονται με την θρησκεία και ιδιαίτερα τη χριστιανική, πολύ ενδιαφέρουσα θέση κατέχει το ξύλο. Καταρχάς, δεν είναι δύσκολο, να εντοπίσει κάνεις τις αιτίες:

Το ξύλο αποτελεί το κατεξοχήν στοιχείο του δάσους, τόσο πολύτιμο για την ψυχική και την σωματική ευεξία του ανθρώπου, γεγονός γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το ξύλο επίσης συνδέεται με την πολύτιμη φωτιά που αποτελεί τον βασικό παράγοντα εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακόμη, αποτελεί ένα εύκολα επεξεργάσιμο υλικό για άπειρες χρήσεις ενώ παράλληλα η αφή του δημιουργεί οικειότητα με το ανθρώπινο σώμα. Αυτό που δεν πρέπει να λησμονηθεί είναι πως το ξύλο, ακόμη και κομμένο, δίνει την αίσθηση ενός ζωντανού οργανισμού το οποίο χρειάζεται συντήρηση και περιποίηση, δηλαδή μόχθο, ο οποίος γίνεται αιτία δεσμού μεταξύ της ξύλινης κατασκευής και του ανθρώπου. Ως μαλακό υλικό, σχηματοποίησαν μαζί με τον πηλό τις πρώτες καλλιτεχνικές αναζητήσεις του ανθρώπου και έδωσαν στα πρώτα ανθρώπινα νοικοκυριά τα εργαλεία της καθημερινότητας.

Όσο για το χώρο της πίστης, μία νοητή γραμμή συνδέει το ξύλο του παραδείσου, τη ράβδο του Αάρον, την ράβδο εκ της ρίζης Ιεσσαί και το ζωηφόρο ξύλο του Σταυρού. Με άλλα λόγια, από σύμβολο της ασκήσεως της ελευθερίας μέσα στον παράδεισο, γίνεται μέσον φανερώσεως της θείας δυνάμεως, σύμβολο του νεογέννητου Μεσσία και τέλος το κατεξοχήν υλικό σύμβολο της ταπεινώσεως της θυσίας και της λυτρωτικής δυνάμεως του Θεανθρώπου.

ΤΟ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ιδιαίτερα η περίοδος των Χριστουγέννων έχει το στοιχείο του ξύλου ως βασικό πρωταγωνιστή σε έθιμα, παραδόσεις, συμβολισμούς και δοξασίες, πολλές από τις οποίες έχουν τις ρίζες τους σε προχριστιανικές εποχές.

Το χριστόξυλο που καιγόταν την παραμονή των Χριστουγέννων συμβόλιζε τη θαλπωρή που επιφυλάσσει το σπιτικό στο θείο βρέφος αλλά και συγχρόνως το διώξιμο των κακών πνευμάτων. Επρόκειτο για ξύλο από συγκεκριμένο δέντρο και θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο της χριστουγεννιάτικης βραδιάς. Πρόκειται για ξύλο που αντέχει περισσότερο στη φωτιά όπως η δρυς, το πουρνάρι η ελιά. Σκοπός είναι, κούτσουρα του ξύλου αυτού να καίνε όλο το δωδεκαήμερο. Το τζάκι που θα τα υποδεχόταν, θα έπρεπε πάντα να είναι σχολαστικά καθαρισμένο από τη βάση του μέχρι την καμινάδα.

Στενά συνδεδεμένο με το χριστοξύλο είναι «το πάντρεμα της φωτιάς» με ξύλα από ένα δέντρο με θηλυκή ονομασία και ένα με αρσενική. Σε περιοχές μάλιστα ετοποθετείτο και τρίτο ξύλο από οποιοδήποτε είδος που συμβόλιζε τον κουμπάρο. Σε κάθε περίπτωση, τα ξύλα σταυρώνονταν τρεις φορές με λίγο κόκκινο κρασί ή λάδι, ενώ στη φωτιά που γρήγορα φούντωνε, έριχναν ξηρούς καρπούς για καλή σοδειά. Όποιος αναλάμβανε να σκαλίσει τη φωτιά, έκανε και τις δικές του ευχές. Όσο για τα φύλλα της Δάφνης, τα πουρνάρια που τοποθετούνταν για να τσιρίζει η φωτιά σκοπό είχαν να διώξουν τα κακά πνεύματα και τους καλικάντζαρους. Ακόμη και η στάχτη μετά την χριστουγεννιάτικη πυρά, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, έπαιρνε μία ιερή αίγλη και σκορπιζόταν στα χωράφια για καλή σοδειά και στους στάβλους για την ευζωία των ζώων.

Το χριστόξυλο παρουσιάζεται και εκτός συνόρων. Στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, οι άνθρωποι ετοιμάζουν από νωρίς το πρωί το λεγόμενο μπάτνικ, το κούτσουρο που πρέπει να καίει όλη τη νύχτα και να διατηρήσει τη φωτιά. Οι άνδρες πρόσεχαν όταν το κόβουν μην αγγίξει τη γη, αλλά αμέσως το έπαιρναν στα χέρια και πανηγυρικά το μετέφεραν στο σπίτι. Συνήθως έκοβαν μεγάλη βελανιδιά, οξιά ή αχλαδιά, με σκληρό ξύλο και μεγάλη διάρκεια.

Σε άλλες περιοχές ο νοικοκύρης φέρνει το κούτσουρο πάνω στο δεξί του ώμο και το τοποθετεί στο τζάκι και λέει:

«Ήρθε ο νεαρός Θεός και υπερηφανεύεται και για τα μοσχαράκια, τα πουλάρια, τα αρνάκια, για τον καρπό του σίτου! Τύχη και κατανόηση!»

Με το μύρο αλειφόταν το μεγάλο ξύλο και κατά τη διαδικασία αυτή τραγουδιούνταν ειδικά τραγούδια που μιλούν για το δέντρο και το νεογέννητο Θεό, που θα κατέβει σε αυτή τη γη. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα έριχνε πάνω στο κούτσουρο σιτάρι. Το βράδυ θα αναβόταν το ξύλο στο τζάκι πανηγυρικά. Αν η φλόγα ήταν μεγάλη, θα είναι μεγάλη συγκομιδή. Αν η φωτιά διατηρείτο όλη τη νύχτα και το ξύλο καιγόταν ολόκληρο, αυτό ήταν καλό σημάδι. Και εδώ η στάχτη θεωρείται μαγική και την ανακάτευαν με το σπόρο του σιταριού την ώρα της σποράς, αλλά και για τη διατροφή των ζώων.

ΟΙ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ

Εορταστικές επισκέψεις γινόντουσαν με την βοήθεια αναμμένου πουρναριού πού έδειχναν στους γείτονες στο δρόμο και που συχνά παραλληλίζοντας με την πορεία των βοσκών και των μάγων προς το σπήλαιο. Στην Ήπειρο μάλιστα υπάρχει συνήθεια όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να πει «χρόνια πολλά», καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα που θα πάνε στο πατρικό του σπίτι για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι ή ότι άλλο δεντρί. Συχνά μάλιστα μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το πουρνάρι αναμμένο.

Στα Γιάννενα δεν κρατούν ολόκληρο το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους αλλά κρατούν στη χούφτα τους μία χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίζουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται:

«Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς».

Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δεν θα αφήσουν το όνομα το πατρικό να σβήσει.

ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ ΔΕΝΤΡΟ

Αν και οι Έλληνες είχαν από την αρχαιότητα τη συνήθεια να στολίζουν το ιερό δέντρο του Δία, την βελανιδιά, όπου κρεμούσαν φρούτα και καρπούς, το στολισμό του χριστουγεννιάτικου έλατου έφερε ο βασιλιάς Όθωνας, στολίζοντας το πρώτο δέντρο στα ανάκτορα το 1833. Στις μεγάλες πόλεις το έθιμο αυτό εκτόπισε όλα τα υπόλοιπα έθιμα της ελληνικής επαρχίας.

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Στην Ευρώπη πάμπολλα έθιμα και συνήθειες των Χριστουγέννων συνδέονται με το ξύλο. Ξύλινη ήταν ήδη από το μεσαίωνα οι αυλοί με τους οποίους λεγόντουσαν τα κάλαντα σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Ξύλινα επίσης ήταν πάντα και παραμένουν τα στολίδια των δέντρων.

Στη Γερμανία ακόμα τέσσερις βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, κατασκευάζεται ένα στεφάνι από κλαδιά ελάτου όπου πάνω του τοποθετούνται 4 κόκκινα κεριά. Καθένα από αυτά ανάβει καθώς ξεκινάει η επόμενη εβδομάδα μέχρι που τα Χριστούγεννα βρίσκουν και τα τέσσερα κεριά αναμμένα. Στα σπίτια, καθ΄ όλη την περίοδο των Χριστουγέννων, το χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελεί για τα παιδιά το κέντρο του σπιτιού, κάτω από το οποίο θα βρουν, είτε την ημέρα των Χριστουγέννων, είτε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα δώρα τους.

ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα παιδιά και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο περιγράφεται με γλαφυρό αλλά και μελαγχολικό τρόπο στο γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Τα έλατο», όπου, μετά τις γιορτές, το ξεραμένο δέντρο χάνει όλοι του τη λάμψη και περιμένει μαραμένο σε μία γωνιά:

«Τότε ένας άντρας ήρθε και έκοψε το δέντρο σε μικρά κομμάτια, μέχρι που έγιναν ένας μεγάλος σωρός στο έδαφος. Τα κομμάτια μπήκαν σ΄ ένα τζάκι και γρήγορα άρπαξαν φωτιά, ενώ το δέντρο αναστέναζε τόσο βαθιά, που κάθε αναστεναγμός ήταν σαν μία πιστολιά.

Ποπ, ποπ!

Τότε τα παιδιά, που έπαιζαν, ήρθαν και κάθισαν μπροστά στη φωτιά. Την κοιτούσαν και φώναζαν και αυτά:

Ποπ, ποπ!

Όμως, σε κάθε Ποπ! που ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός, το δέντρο σκεφτόταν μία καλοκαιρινή μέρα στο δάσος και το βράδυ του Χριστουγέννων. Μέχρι που στο τέλος κάηκε. Τα αγόρια συνέχισαν να παίζουν στον κήπο και το μικρότερο φόρεσε στο στήθος του το χρυσό αστέρι, με το οποίο είχε στολιστεί το δέντρο το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ύπαρξής του. Τώρα,όλα ήταν παρελθόν. Η ζωή του δέντρου ήταν παρελθόν και η ιστορία επίσης- γιατί όλες οι ιστορίες πρέπει κάποια στιγμή να φτάνουν στο τέλος τους».

ΠΗΓΗ

Κυριακή, Μαΐου 08, 2016

Κρίμα! Δυο ανάσες δίπλα του, δυο ανάσες.


a4Του Ηλία Λιαμή, δρ Θεολογίας, Αρχισυντάκτη της ιστοσελίδας http://www.catichisis.gr

.... Κρίμα! Κρίμα! Δυο ανάσες δίπλα του, δυο ανάσες. Και να πεις ότι δεν είχατε τη διάθεση, δεν είχατε την πίστη!
Βγαίνω από το σκοτεινό τούνελ των άσκοπων καθημερινών συγκρούσεων. Στέκομαι μπροστά στην «Πορεία προς Εμμαούς». Ο πιο κοινότυπος πίνακας των αστικών σπιτιών της δεκαετίας του ’60. Μα ο πίνακας του δικού μου σπιτιού, εκεί, στο βάθος του σαλονιού, διαφέρει. Δεν έχει μόνο τα χρώματα της reproduction. Επάνω του κρατάει όλες τις παιδικές μου στιγμές, τις άπειρες παιδικές μου στιγμές, που ξόδεψα να τον παρατηρώ. Τα θεόρατα δέντρα, το πέτρινο γεφύρι, η γλυκιά σκιά του μονοπατιού, η Εμμαούς στο βάθος. Κι εκεί, στο κέντρο, τρεις φιγούρες. 
Στη μέση, ένας λευκοφορεμένος διαβάτης και δίπλα του δυο άλλοι. Ακούνε τον συνοδοιπόρο τους, που με σηκωμένο χέρι μιλάει. Είμαι βέβαιος, ο δικός μου πίνακας διαφέρει. Ξέρει να με ρουφάει. Τα φύλλα των δέντρων σαλεύουν, η ησυχία διακόπτεται μόνο από μακρινά κελαηδίσματα. Μ ́ αρέσει εδώ. Τους τρεις διαβάτες δεν τους ξέρω. Για κείνους έμαθα αργότερα και βάλθηκα να συνδυάζω τη μορφή τους με τα γεγονότα. Ο Λουκάς και ο Κλεόπας! Κι ανάμεσά τους ο Χριστός.
Ο αναστημένος Χριστός να τους μιλάει. «Μα δε βλέπουν, δε βλέπουν;», αναρωτιόμουν πάντα. Δε βλέπουν. Τόσα χρόνια στον πίνακα αλλά δε βλέπουν. Με θύμωναν κάποτε. Όχι πια. Αντίθετα, με τον καιρό, τους αγαπάω περισσότερο. Γιατί, όσο τα χρόνια περνούσαν, η τύφλωσή τους τούς έκανε οικείους, σημερινούς.

Δεν φταίνε αυτοί, δεν φταίμε εμείς. Φταίει το δωμάτιο που ζούμε, αυτό το δωμάτιο με τους μονόδρομους καθρέφτες. Απ’ τη δική σου τη μεριά βλέπεις το είδωλό σου. Από πίσω όμως σε παρακολουθούν, κι ας είναι αόρατοι για σένα. Τα βάζουνε συνήθως στα δωμάτια ανακρίσεων, κάποιους όμως σαν κι εσάς και σαν εμάς, μας κρύβουν την αλήθεια.
Φίλε μου Κλεόπα, φίλε μου Λουκά, δε βλέπουμε. Μπορεί τα πράγματα να άλλαξαν! Τα δέντρα γύρω σας γίνανε κάστρα τσιμεντένια. Και τα γεφύρια, κόμβοι μυρίων εποχουμένων. Το δωμάτιο όμως αυτό, το δωμάτιο με τους μονόδρομους καθρέφτες, είναι η πιο διαχρονική αξία και το πιο διαρκές αμάρτημα. Κάθε πρόσωπο, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που περνάει από τη ζωή μας γίνεται είδωλό μας. Νομίζουμε πως βλέπουμε, νομίζουμε πως ανταμώνουμε. Και στην πραγματικότητα καθρεφτίζουμε πάνω της τα δικά μας χαρακτηριστικά. Η δίψα για σχέση, η δίψα μας γι’ αγάπη εκτονώνεται σε μονολόγους με το είδωλό μας.

Αρνιόμαστε την έκπληξη. Νομίζουμε πάντοτε πως ξέρουμε το «πώς» και το «γιατί» για κάθε άνθρωπο που συναντάμε. Όπως κι εσείς νομίζατε πως ξέρατε όλη την ιστορία, που είχε διαδραματιστεί μπροστά στα μάτια σας. Του τά ’πατε του Χριστού το απόγευμα εκείνο χαρτί και καλαμάρι. Του διηγηθήκατε την ίδια τη ζωή Του. Πώς έζησε, πώς δίδαξε,
πώς προδόθηκε, πώς σταυρώθηκε, πώς πέθανε και πώς τάφηκε. Αμ, δε μιλάγατε σ’ εκείνον. Με τις προσδοκίες και τα όνειρά σας κάνατε διάλογο. Για το θυμό σας, που δεν έγινε τίποτε, εκεί που περιμένατε τόσα πολλά. Τίποτε. Αυτό δεν του είπατε; «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που έμελλε να ελευθερώσει τον Ισραήλ. Και είναι τρίτη μέρα από τότε που πέθανε και δεν έχει συμβεί τίποτα». Η βεβαιότητά μας πως ξέρουμε πάντα τι συμβαίνει, η βεβαιότητά μας πως καταλάβαμε, η στέρεη πεποίθηση πως τα εξηγήσαμε όλα, είναι οι καθρέφτες που δε μας αφήνουν ν’ αντικρίσουμε την έκπληξη πίσω από το τζάμι.

Καθρέφτης και η θεολογία σας. Τα ξέρατε όλα καλά. Κι όσα δεν θυμόσασταν, για ώρες σας τα ανέλυε ο διδάσκαλος. Όλη την Παλαιά Διαθήκη σάς ανέλυσε. Προφήτες, τον έναν πίσω από τον άλλον, εξηγήσεις και ερμηνείες στην αυθεντικότερη, στην πιο άρτια παρουσίαση. Όμως κι αυτά, όπως και τα δικά μας, γίνανε φυλακή. Ξέρετε που καταλήγω; Ότι κι εσείς, όπως κι εμείς, δεν πιστεύουμε κατά βάθος πως αξίζουμε τέτοια θυσία. Όπως και τότε εσείς, όπως και σήμερα εμείς, ανατρεφόμαστε για να υμνούμε, να θαυμάζουμε τις ζωές των άλλων. Ψηλά, ψηλά, κάθε μέρα και ψηλότερα ανεβαίνουν τα είδωλα στα μάτια μας. Στολές και αξιώματα και ύφος και ...γνόφος φαρισαϊκός στερούσε τον Θεό απ’ την απλότητά σας, απ’ την απλότητα που γρήγορα σας μάθανε να την λογάτε γι’ ασημαντότητα. Δεν διαφέρουμε. Το ύφος και το στυλ και οι στολές, οι κάθε είδους στολές, πλημμύρισαν τις οθόνες και κάθε βράδυ, κάθε ώρα, μας εμπεδώνουν την πεποίθηση της ασημαντότητάς μας. Μπήκε και ο διδάσκαλός σας, ο διδάσκαλός μας, ο γλυκός μας ο Θεός, στους υποψήφιους επώνυμους. Δόγματα και τελετές και τύποι και παράδοση γίνανε μέρος του καθρέφτη. Λόγοι βαθείς, γλώσσα ακατάληπτη, το «τότε», πάντα το «τότε», τότε που μόνον τότε γίνονταν θαύματα.
Τίποτα και όλα γίνονταν τότε, τίποτε και όλα γίνονται τώρα. Ούτε εσείς καταλάβατε, ούτε εμείς καταλαβαίνουμε. Κι εκείνος και τότε δίπλα σας, και τώρα το ίδιο. Τόσο δίπλα, ν’ αγγίξεις τα μεταμορφωμένα κύτταρά του, το μεταμορφωμένο παντελόνι του, το σακάκι του, το χέρι του, το χέρι του, να το κρατάς σφιχτά και να μπεις κρατώντας το στην αιωνιότητα, όποια και νά ’ναι.

Τίποτε κι όλα γίνονται τώρα. Γλυκό ποτάμι των σχεδίων του, των περιστάσεων που ελέγχει, των λαθών που μεταλλάσσει. Να δείχνει, να δείχνει πίσω απ’ τον μονόδρομο καθρέφτη το τσαμπί των δώρων του, να έχει κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι, στο τζάμι που απ’ τη μεριά μας συνεχίζει να καθρεφτίζει τα ...κατορθώματά μας, τα φράγματα της ροής των ακτίνων Του, την ομίχλη μπροστά απ’ τον ηλιακό Του δίσκο.
Ένα σύμπαν ολόκληρο και στη μέση το δωμάτιό μας με τους επίμονους καθρέφτες. Να οσμίζεσαι, όπως κι εσείς θα οσμιζόσασταν στον δρόμο προς Εμμαούς, πως κάτι τρέχει και πως δεν μπορεί να είναι τόσο απλά και προβλέψιμα τα πράγματα. Γύρω σας, γύρω μας, ένα σύμπαν άλλων σχεδίων, άλλων διαστάσεων, άλλων δυνατοτήτων. Ανέτοιμοι εσείς, ανέτοιμοι κι εμείς να στείλουμε το βλέμμα στ’ ακροδάχτυλά μας, στο δέρμα μας, στην καρδία μας. Μόνο εκεί, στυλωμένη εκεί η ματιά μας, στα μάτια του ειδώλου μας, που μόνο ένα πιστεύει βαθιά: δεν μπορεί, είναι αδύνατον ν’ αξίζει η ζωή κάτι περσότερο απ’ την κακομοιριά και την μαγεία των τελετών. Κοιτάμε επίμονα το μάτι του ειδώλου μας. Έτσι θα το κοιτάγατε κι εσείς. Καλά θα το είχατε πια καταλάβει. Τόσες φορές τ’ ακούσατε από το στόμα Του: όλα, όλα δομές και εξουσίες, ισχυροί κι οι προύχοντες, γραφεία και επιτροπές, όλα, όλα σάπια, τάφοι κεκονιαμένοι. Ε, και; Παρακάτω! Είναι αυτή η αλήθεια, είναι αυτή η μόνη αλήθεια του κόσμου; «Ξύπνησα, ξύπνησα», σου λέει η ματιά σου. Κι εσύ συνεχίζεις να κοιτάς επίμονα το βλέμμα του ειδώλου σου, γιατί πέρα, εκεί, στο βάθος του, μια ελπίδα μακρινή, μια τόση δα ελπίδα, γιατί κλαίω, γιατί δεν αναπαύομαι, ποιο είναι το φυσικό μου που με ταλαίπωρε, τι με καλεί, για ποια ζωή πλάστηκα;

Τον ακούγατε και η καρδιά σας φλεγότανε. Δεν το λέω εγώ. Εσείς το είπατε. Και η δική μας φλέγεται. Κοιτάμε τα πρόσωπα των άλλων, των φίλων, της γυναίκας μας, των παιδιών μας και μια φλόγα πόθου καίει τα σωθικά μας, να σπαργάμε τον καθρέφτη και να ενωνόμασταν με το άλλο πρόσωπο, την διαφορετική μύτη, το διαφορετικό στόμα, τα άλλα μαλλιά, το άλλο κορμί, την άλλη ψυχή. Μας καίνε τα λόγια που δε μιλάνε, μας καινέ οι μορφές που μένουν μακρινές, μας καίει η κληρονομιά των Πατέρων μας που τόσο ευλαβικά κρατήσαμε, που τόσο ορμητικά θελήσαμε να την ακουμπήσουμε στους επόμενους, κι ας καταντάει αραιά-συχνά στείρα, βουβή, βαριά. Των αγίων Πατέρων μας η ζωή κρύφτηκε πίσω απ ́ τον μονόδρομο καθρέφτη και μείναμε έρημοι και μόνοι, παρέα με άμφια και σιρίτια, παρέα με το κέλυφος, το άδειο κέλυφος των δομών. Πιστέψαμε στη ζωή τους, δεν πιστέψαμε όμως στην δική μας ζωή κι ήρθε το βάρος των μορφών και μας συνέθλιψε.

Άνθρωποι, ανάμεσα σε δισεκατομμύρια ανθρώπους, ζωές σταγόνες σ ́ ένα χείμαρρο προς στην άβυσσο. Κι ο Δάσκαλός μας Κλεόπα και Λούκα μου πίσω από το τζάμι να σου δείχνει με νοήματα «εγώ ξέρω εσένα και για σένα είμαι τώρα πίσω από δω και επιμένω». Μα δε καταλάβατε. Ούτε κι εμείς καταλαβαίνουμε. Μέχρι που αποφασίζει να μπει στο δωμάτιο. Ώρα περπάταγε δίπλα σας. Χρόνια μάς τραβάει καθημερινά το μανίκι του μυαλού μας. Τον βλέπουμε κι Αυτόν, όπως βλέπουμε όλους τους γύρω μας να μιλάνε σαν κι εμάς, να κινούνται και να κάνουν ότι κι εμείς. Ίδιος ο Χριστός μας με τον δικό σας Χριστό. Γοητευτικός όπως και ο δικός σας, ομιλητής πύρινος όπως και ο δικός σας, γνώστης των μυστηρίων όπως και ο δικός σας. Αλλά... όμοιος με σας, όμοιος με μας. Μεγάλη η δύναμή Του, αλλά μεγάλη και η δύναμη τ’ ανθρώπου! Τον φυλακίσαμε στη ματιά μας, ξέρουμε πάντα να τον κάνουμε κομμάτι του ειδώλου μας. Του διαμαρτυρηθήκατε, γιατί αργεί να πάρει τα όπλα, γιατί δεν γίνεται μέρος των σχεδίων σας. Δε διαφέρουμε. Κι εμάς, οι φόρμες είναι έτοιμες. Αν δε χωράει, αν αρνηθεί, τόσο το χειρότερο για Κείνον. Τα σχέδιά μας προηγούνται των σχεδίων Του. Κι ας δρα παλεύοντας με τα προγράμματά μας. Κι ας νουθετεί. Κι ας έρχεται την ώρα των μεγάλων ανατροπών της λογικής μας να ψιθυρίζει στ’ αυτί μας: «Ανόητοι και βραδείς τη καρδία, δεν βλέπετε πως έτσι έπρεπε να γίνει;» Μέχρι που πιάνει το ψωμί, όπως και τότε σ’ εσάς. Αμ, δεν ήταν το ψωμί Απόστολοί μου. Η καρδιά σας ήτανε, ευλογημένη και σπασμένη σε κομμάτια. Και τώρα που το σκέφτομαι, ούτε η καρδιά σας ήτανε. Ο καθρέφτης σας ήτανε. Πάντα έρχεται να σπάσει τους καθρέφτες μας. Και καθώς πέφτουν τα θρύψαλα, εξαφανίζεται. Πάντα ξέρει πότε πρέπει να εξαφανιστεί για να μην διαλυθούμε. «Φύγε από κοντά μου Κύριε», του είπε ο μοναχός, την ώρα που άνθιζε η προσευχή του, «θα σπάσει η καρδιά μου». Από τι; Από το μέγεθος της ζωής που μας περιμένει. Από το τέντωμα της καρδιάς και του μυαλού μας να καταλάβει όλον τον καινούργιο χώρο, όταν γκρεμίστηκε η φυλακή των κατόπτρων. Όπως εσείς, που επί τόπου τρέξατε να καλύψετε το χώρο αντίστροφα, από την Εμμαούς στην Ιερουσαλήμ. Αμέσως, μέσα στη νύχτα. Και ξέρετε πως νύχτα δεν ήταν. Ποτέ μετά το σπάσιμο των κατόπτρων, των μονόδρομων κατόπτρων, δεν είναι νύχτα.

Λέω να σας ακολουθήσω στο δρόμο για την Ιερουσαλήμ. Σε κάθε μας βήμα θ’ αφήνουμε πίσω μας και μια βεβαιότητά μας. Σε κάθε στροφή, θα ξεφορτωνόμαστε βεβαιότητες και ακλόνητες πεποιθήσεις. Θα κρατάμε την καρδία μας σε κομμάτια κι όποιον βρίσκουμε θα τον κερνάμε καρδιά. Θα του λέμε πως αυτά που φαίνονται δεν είναι όλη η αλήθεια. Θα του λέμε πως αυτά που του λένε οι άλλοι και ο εαυτός του είναι τις περισσότερες φορές ψέματα και κακόγουστα αστεία. Θα του λέμε, πως το πιο βέβαιο ρήμα στη ζωή αυτή είναι το «νομίζω», το ευλογημένο αυτό ρήμα, σημάδι επίγνωσης της λειψής μας ματιάς και των ορίων μας. Θα βρούμε πολλούς στο δρόμο μας. Δεν κινδυνεύομε όμως να μείνουμε από καρδιά γιατί οι καρδιές είναι μαγεμένες, είναι ευλογημένες. Συνέχεια σκορπίζονται κι όμως είναι αδαπάνητες. Μόνο κινδυνεύουμε να κοπούμε από τα γυαλιά, αν παρασυρθούμε να ξαναφτιάχνουμε καθρέφτες, μονόδρομους καθρέφτες. Κι αν το είδωλό μας θ’ αρχίσει πάλι να σχηματίζεται, θα πάρουμε μπογιά και σ’ όποιον παγωμένο τοίχο βρίσκουμε θα γράφουμε:
«Συμπονάω Χριστέ μου, βοήθει μου τη σκληροκαρδία».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...