«Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου». (Λουκ. ιδ΄, 24)
Πολλές φορές, ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, ἔτυχε στόν καθένα μας νά εἴμαστε καλεσμένοι σέ κάποιο δεῖπνο, κάποιο ἐπίσημο τραπέζι, ὅπου, ἀφ᾿ ἑνός γίνεται πρός τιμήν μας, ἀφ᾿ ἑτέρου φαίνεται ἡ καλοπροαίρετη στάση καί ἀγάπη τοῦ καλοῦντος πρός τό πρόσωπό μας.
Κάτι ἀνάλογο φαίνεται καί στό σημερινό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα. Μόνο πού ὁ ἄρχοντας πού μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Ἄν καί εἶναι ἀφιερωμένη αὐτή ἡ Κυριακή στούς κατά σάρκα Προπάτορες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν τούτοις ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀναφέρθηκε στό μέγα δεῖπνο πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά τόν περιούσιο λαό Του, πού ἦταν προσκεκλημένος ἀρχικῶς, ἀλλά ἡ ἀνταπόκριση ἦταν μηδενική· ἀπέφυγαν τήν πρόσκληση μέ διάφορες προφάσεις.
Ἑρμηνεύοντας αὐτή τήν παραβολή ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, μᾶς λέγει: «Προαναφωνεῖ καὶ τὴν ἔκπτωσιν τῶν Ἰουδαίων καὶ τὴν κλῆσιν τῶν Ἐθνῶν», δηλ. οἱ Ἰουδαῖοι, ὡς πρῶτοι προσκεκλημένοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἐξετίμησαν αὐτή τήν μεγάλη πρόσκληση καί γι᾿ αὐτό ἐξέπεσαν, ἀκυρώθηκε ἡ πρόσκλησή τους καί τήν θέση τους τήν πῆραν τά Ἔθνη.
Τί μᾶς λέγει ὁ Κύριος; Λέγει πώς κάποιος ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καί κάλεσε πολλούς. Ὅταν ἦλθε, ὅμως, ἡ ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ, ἔστειλε τόν δοῦλο Του νά πῆ στούς καλεσμένους: «Ἐλᾶτε! Ὅλα εἶναι ἕτοιμα».
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός, ὅπως εἴπαμε, καί τό μεγάλο φαγοπότι εἶναι ἡ πνευματική εὐφροσύνη καί σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, ἡ Θεία Κοινωνία ἡ ἕνωση τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους, πού ὅταν μεταλαβαίνουν γίνονται «σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ». Παίρνουν μέσα τους τό Θεῖο Σῶμα καί Αἷμα καί γίνονται ἕνα μέ τόν Χριστό. Μᾶς τό λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βρῶσις καὶ πόσις, φαγητό, δηλαδή καί ποτό, ἀλλά δικαιοσύνη καί χαρά καί εἰρήνη μέσα στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἄς δοῦμε, ὅμως, πῶς ἀνταποκρίθηκαν στό κάλεσμα οἱ ἐπίσημοι προσκεκλημένοι.
Ὁ πρῶτος εἶχε ἀγοράσει ἕνα χωράφι καί ἤθελε νά τό δῆ. Παρακάλεσε νά τόν βγάλουν ἀπό τήν ὑποχρέωση. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ δεύτερος καί ὁ τρίτος προφασιζόμενοι, ὁ μέν διότι εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί ἤθελε νά τά δοκιμάση, ὁ δέ μόλις εἶχε παντρευτεῖ. Φαίνεται, ὅμως, καθαρά, πώς ὁ προορισμός τοῦ Θεοῦ δέν δεσμεύει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός μέσα στήν πρόθεσή Του κάλεσε καί προώρισε ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν, μά ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νά πάρη τήν θέση του καί μάλιστα ὁ καθένας προβάλλει πολλές φορές ψεύτικες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν στόν νόμο τῆς ἀληθείας καί ἐκπίπτουν στήν ἁμαρτία τοῦ ψέματος.
Ἀλλά, ὅπως ἀναφέρθηκε, τό θέμα τῆς παραβολῆς εἶναι ἡ ἔκπτωση τῶν Ἰουδαίων καί ἡ κλήση τῶν Ἐθνῶν. Καί μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, λέγει πώς οἱ Ἰουδαῖοι δέν κατάλαβαν τήν ἀποστολή τοῦ Ἰησοῦ καί πώς οἱ Ἀπόστολοι στράφηκαν πρός τά Ἔθνη: «Σέ σᾶς ἦταν νά λαληθῆ πρῶτα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ὅμως μιά κι σεῖς ἀπό μόνοι σας φανήκατε ἀνάξιοι, ἐμεῖς λοιπόν κάνουμε στροφή πρός τά Ἔθνη».
Δέν εἶναι αἴτιος ὁ Θεός γιά τήν στάση τοῦ κάθε ἀνθρώπου στό κάλεσμά Του. Καί γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἀφήνει στόν καθένα νά πράξη σύμφωνα μέ τήν θέλησή του.
Ἀλλά ὁ τελευταῖος στίχος πού ἀναφέρει πώς «κανένας ἀπό τούς καλεσμένους ἐκείνους ἀνθρώπους δέν θά γευθῆ στό τραπέζι μου τήν τροφή πού προσφέρω» εἶναι καί τό ἀκροτελεύτιο μέρος τῆς παραβολῆς. Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο «τὸ κληθῆναι οὐκ ἀπὸ τῆς ἀξίας γέγονεν, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς χάριτος· ἔδει τοίνυν ἀμείψασθαι τὴν χάριν τῷ ὑπακοῦσαι». Δηλαδή, ὅσοι ἐκλήθησαν, στήν ἀρχή δέν ἦταν ἀπό τήν ἀξία τήν δική τους, ἀλλά ἀπό τήν καλωσύνη Ἐκείνου πού τούς κάλεσε. Ἔπρεπε νά ἀνταποκριθοῦν μέ τήν ὑπακοή.
Ἄς γίνη αὐτή ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου, ἡ αἰτία, ἐφ᾿ ὅσον εἴμαστε ἐκλεκτοί καλεσμένοι τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ λάβαμε, μέ τό ἱερό Βάπτισμα καί Χρῖσμα τήν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, νά γίνουμε καί γνήσιοι θαμῶνες, μέ τήν ὑπακοή, τῆς οὐρανίου Βασιλείας καί ἄς περιπατοῦμε «ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς κλήσεως ἡμῶν». ΑΜΗΝ.
Πολλές φορές, ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, ἔτυχε στόν καθένα μας νά εἴμαστε καλεσμένοι σέ κάποιο δεῖπνο, κάποιο ἐπίσημο τραπέζι, ὅπου, ἀφ᾿ ἑνός γίνεται πρός τιμήν μας, ἀφ᾿ ἑτέρου φαίνεται ἡ καλοπροαίρετη στάση καί ἀγάπη τοῦ καλοῦντος πρός τό πρόσωπό μας.
Κάτι ἀνάλογο φαίνεται καί στό σημερινό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα. Μόνο πού ὁ ἄρχοντας πού μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Ἄν καί εἶναι ἀφιερωμένη αὐτή ἡ Κυριακή στούς κατά σάρκα Προπάτορες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν τούτοις ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀναφέρθηκε στό μέγα δεῖπνο πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά τόν περιούσιο λαό Του, πού ἦταν προσκεκλημένος ἀρχικῶς, ἀλλά ἡ ἀνταπόκριση ἦταν μηδενική· ἀπέφυγαν τήν πρόσκληση μέ διάφορες προφάσεις.
Ἑρμηνεύοντας αὐτή τήν παραβολή ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, μᾶς λέγει: «Προαναφωνεῖ καὶ τὴν ἔκπτωσιν τῶν Ἰουδαίων καὶ τὴν κλῆσιν τῶν Ἐθνῶν», δηλ. οἱ Ἰουδαῖοι, ὡς πρῶτοι προσκεκλημένοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἐξετίμησαν αὐτή τήν μεγάλη πρόσκληση καί γι᾿ αὐτό ἐξέπεσαν, ἀκυρώθηκε ἡ πρόσκλησή τους καί τήν θέση τους τήν πῆραν τά Ἔθνη.
Τί μᾶς λέγει ὁ Κύριος; Λέγει πώς κάποιος ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καί κάλεσε πολλούς. Ὅταν ἦλθε, ὅμως, ἡ ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ, ἔστειλε τόν δοῦλο Του νά πῆ στούς καλεσμένους: «Ἐλᾶτε! Ὅλα εἶναι ἕτοιμα».
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός, ὅπως εἴπαμε, καί τό μεγάλο φαγοπότι εἶναι ἡ πνευματική εὐφροσύνη καί σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, ἡ Θεία Κοινωνία ἡ ἕνωση τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους, πού ὅταν μεταλαβαίνουν γίνονται «σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ». Παίρνουν μέσα τους τό Θεῖο Σῶμα καί Αἷμα καί γίνονται ἕνα μέ τόν Χριστό. Μᾶς τό λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βρῶσις καὶ πόσις, φαγητό, δηλαδή καί ποτό, ἀλλά δικαιοσύνη καί χαρά καί εἰρήνη μέσα στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἄς δοῦμε, ὅμως, πῶς ἀνταποκρίθηκαν στό κάλεσμα οἱ ἐπίσημοι προσκεκλημένοι.
Ὁ πρῶτος εἶχε ἀγοράσει ἕνα χωράφι καί ἤθελε νά τό δῆ. Παρακάλεσε νά τόν βγάλουν ἀπό τήν ὑποχρέωση. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ δεύτερος καί ὁ τρίτος προφασιζόμενοι, ὁ μέν διότι εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί ἤθελε νά τά δοκιμάση, ὁ δέ μόλις εἶχε παντρευτεῖ. Φαίνεται, ὅμως, καθαρά, πώς ὁ προορισμός τοῦ Θεοῦ δέν δεσμεύει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός μέσα στήν πρόθεσή Του κάλεσε καί προώρισε ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν, μά ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νά πάρη τήν θέση του καί μάλιστα ὁ καθένας προβάλλει πολλές φορές ψεύτικες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν στόν νόμο τῆς ἀληθείας καί ἐκπίπτουν στήν ἁμαρτία τοῦ ψέματος.
Ἀλλά, ὅπως ἀναφέρθηκε, τό θέμα τῆς παραβολῆς εἶναι ἡ ἔκπτωση τῶν Ἰουδαίων καί ἡ κλήση τῶν Ἐθνῶν. Καί μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, λέγει πώς οἱ Ἰουδαῖοι δέν κατάλαβαν τήν ἀποστολή τοῦ Ἰησοῦ καί πώς οἱ Ἀπόστολοι στράφηκαν πρός τά Ἔθνη: «Σέ σᾶς ἦταν νά λαληθῆ πρῶτα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ὅμως μιά κι σεῖς ἀπό μόνοι σας φανήκατε ἀνάξιοι, ἐμεῖς λοιπόν κάνουμε στροφή πρός τά Ἔθνη».
Δέν εἶναι αἴτιος ὁ Θεός γιά τήν στάση τοῦ κάθε ἀνθρώπου στό κάλεσμά Του. Καί γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἀφήνει στόν καθένα νά πράξη σύμφωνα μέ τήν θέλησή του.
Ἀλλά ὁ τελευταῖος στίχος πού ἀναφέρει πώς «κανένας ἀπό τούς καλεσμένους ἐκείνους ἀνθρώπους δέν θά γευθῆ στό τραπέζι μου τήν τροφή πού προσφέρω» εἶναι καί τό ἀκροτελεύτιο μέρος τῆς παραβολῆς. Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο «τὸ κληθῆναι οὐκ ἀπὸ τῆς ἀξίας γέγονεν, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς χάριτος· ἔδει τοίνυν ἀμείψασθαι τὴν χάριν τῷ ὑπακοῦσαι». Δηλαδή, ὅσοι ἐκλήθησαν, στήν ἀρχή δέν ἦταν ἀπό τήν ἀξία τήν δική τους, ἀλλά ἀπό τήν καλωσύνη Ἐκείνου πού τούς κάλεσε. Ἔπρεπε νά ἀνταποκριθοῦν μέ τήν ὑπακοή.
Ἄς γίνη αὐτή ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου, ἡ αἰτία, ἐφ᾿ ὅσον εἴμαστε ἐκλεκτοί καλεσμένοι τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ λάβαμε, μέ τό ἱερό Βάπτισμα καί Χρῖσμα τήν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, νά γίνουμε καί γνήσιοι θαμῶνες, μέ τήν ὑπακοή, τῆς οὐρανίου Βασιλείας καί ἄς περιπατοῦμε «ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς κλήσεως ἡμῶν». ΑΜΗΝ.