Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόνάχος Λουκάς Γρηγοριάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόνάχος Λουκάς Γρηγοριάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 24, 2013

H ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ



EKKLHSIA
Ἱερομονάχου Λουκᾶ Γρηγοριάτου

Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ ὅτι ὁ τονισμός τῆς αὐτοσυνειδησίας της ἦταν διαχρονικῶς ἀναγκαῖος. Οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα καθιστοῦσαν ἐπι­τακτική τήν ἀνάγκη νά προσδιορισθοῦν τά στοιχεῖα, μέ τά ὁποῖα θά διέκρινε κάποιος τήν Ἐκκλησία ἀπό τίς κοινότητες τῶν αἱρετικῶν. Διότι ἡ αἵρεσις δέν ἦταν πάντοτε εὐδιάκριτη, συχνά μάλιστα εἶχε περίγραμμα ἐκκλησιαστικο­φα­νές· στήν οὐσία της πάντως ἦταν πάντοτε πλάνη, ἀδιέξοδο, καταστροφή. Ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος, γιά νά προφυλάξῃ τούς Χριστιανούς ἀπό αἱρετικές διδα­σκα­λίες πού θά τούς ὡδηγοῦ­σαν ἔξω ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἔ­γραφε κατηγορηματικά: «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνά­θεμα ἔστω» (Γαλ. 1,9). Γιά κάποιες ἄλλωστε ἀπό τίς αἱρε­τικές ὁμάδες τῆς ἀπο­στολικῆς ἐποχῆς ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ἡ δι­δα­χή τους εἶναι τά «βαθέα τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ. 2, 24) καί ὅτι ἡ διδασκαλία τους, πώς ὁ Χριστός δέν ἔγινε πραγματικός ἄνθρωπος, εἶναι τό φρόνημα τοῦ ἀντιχρίστου (Α’ Ἰω. 4, 2-3).
Κατά τόν 4ον αἰῶνα, μετά ἀπό τούς σκληρούς ἀγῶνες της κατά τῶν παλαιοτέρων αἱρέσεων καί κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου καί τῶν ποικιλω­νύ­μων Ἀρειανῶν, ἡ Ἐκκλησία στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο ὥρισε  μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική». Μέ τέσσερις λέξεις περιέγραψε τόν χαρακτῆρα της καί τόν ἀντιδιέστειλε ἀπό τόν χαρακτῆρα κάθε ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ σχήματος πού ἔμοιαζε μέ τήν Ἐκκλη­σία χωρίς νά εἶναι.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστε­ως ἡ Ἐκκλησία εἶναι:
Α’. «Μία».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ἐπειδή κατά τήν φύσι της χαρακτηρίζεται ἀπό ἑνό­τητα Πίστεως, ἑνότητα Λατρείας, ἑνότητα Διοικήσεως, ἑνότητα Ἤθους (πνευ­ματικῆς ζωῆς) καί κυρίως ἑνότητα Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκ­κλησίας εἶναι ἐκεῖνο τό ὑπερφυές δῶρο, γιά τό ὁποῖο προσευχήθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν σοί … ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν, ἥν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου» (Ἰω. 17, 21-24). Λόγῳ αὐτῆς τῆς ὑπερ­φυοῦς ἑνότητος τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅποια τοπική Ὀρθόδοξο ἐκκλησία καί ἄν ἀνήκουν, συνδέονται μέ τήν ἴδια Ὀρθόδοξο Πίστι, τελοῦν τήν ἴδια Θεία Εὐχαριστία, ζοῦν τήν ἴδια ζωή τοῦ Πνεύματος. Κάθε τοπική ἐκκλησία ἐκ­φράζει καί ἀντανακλᾶ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία (βλ. ἁγ. Εἰρηναίου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 1, 3). Ὅταν, λόγῳ αἱρέσεως, κάποια πρόσωπα ἤ τοπικές ἐκκλησίες ἀποκοποῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτή ἡ ἴδια παραμένει Μία. Δέν ὑφίσταται διά­σπα­σι, διαί­ρεσι, διχασμό. Εἶναι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, τό ἴδιο σῶμα Χρι­στοῦ, ἡ ἴδια Ἄμπελος, ἔστω καί ἄν ἀποκόπηκαν τά ξηρά-νεκρά κλήματα.
Β’. «Ἁγία».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία, ἐπειδή ἁγία εἶναι ἡ Κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἐπειδή ἐκείνη εἶναι τό ἅγιο θεανθρώπινο σῶμα Του πού ὅλο ὅλως διαπνέεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ ἔνδοξος Νύμφη, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ἠγάπησε, ἐκαθάρισε «τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι», γιά νά εἶναι ἁγία καί ἄμωμος χωρίς σπίλον ἤ ρυτίδα (πρβλ. Ἐφ. 5, 25-27). Ὅ,τι ἀτελές ἤ ἁμαρτωλό παρατηρεῖται στόν λεγόμενο σήμερα «χῶρο τῆς Ἐκκλη­σίας», δέν ἀνήκει στήν ἁγία φύσι τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά εἶναι ἀτέλεια ἤ ἁμαρτία ἡμῶν τῶν μελῶν της, οἱ ὁποῖοι μέ τήν μετάνοια ὀφείλουμε νά ἁγια­ζώ­μεθα καί νά διατη­ρού­μεθα ἅγια μέλη τοῦ ἁγίου σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Γ’. «Καθολική».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, ἐπειδή κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως» (Ἰούδ. 3)· ἐπειδή εἶναι «τό πλή­ρω­μα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 23) καί περιλαμβάνει «τά πάν­τα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρό­νοι, εἴτε ἀρχαί, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ. 1, 16)· ἐπειδή ἔχει ὅλα τά χα­ρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προσφέρει στούς πιστούς τό πλήρωμα τῆς θείας Ζωῆς· ἐπειδή ἐν αὐτῇ εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11).
Δ’. «Ἀποστολική».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική, ἐπειδή εἶναι οἰκοδομημένη «ἐπί τῷ θεμε­λίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐφ. 2, 20). Ἡ διδασκαλία, ἡ παράδοσις, ἡ ζωή, τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, αὐτό τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, διαποτίζει ὁλόκληρη τήν ζωή τῆς Ἐκ­κλη­σίας καί παραδίδεται σέ αὐτήν μέχρι σήμερα διά τῶν Ἁγίων Πατέρων χωρίς προσθῆκες, ἀφαιρέσεις ἤ ἀλλοιώσεις.
Κατά τήν πρώιμη χριστιανική ἐποχή οἱ Γνωστικοί, οἱ Δοκῆται, οἱ Μοντα­νισταί, οἱ Μανιχαῖοι καί ἄλλοι αἱρετικοί δέν πληροῦσαν τίς τέσσερις αὐτές προ­ϋ­πο­θέσεις. Γι’ αὐτό δέν ἦσαν Ἐκκλησία. Κατά τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμε­νι­κῶν Συν­ό­δων οἱ κοινότητες τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Νεστοριανῶν καί τῶν Μονο­φυ­σι­τῶν, παρότι εἶχαν ἐκκλησιαστική δομή (ἐπισκόπους, μυστήρια, λα­τρεί­α), ἐ­πειδή ἔχα­σαν τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, δέν ἦσαν Ἐκκλησία. Ὅπως ἐπίσης σήμερα οἱ ἀντι­χαλκη­δό­νι­ες ‘‘ἐκκλησίες’’, ἡ ρωμαιοκαθολική ‘‘ἐκκλησία’’ καί οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες, γιά διαφορετικούς δογματικούς λόγους ἡ καθεμία δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Ἀκούγεται σίγουρα βαρύς ὁ λόγος, ὅτι τόσο μεγάλα πλήθη χριστιανικῶν λαῶν, πού ἐδῶ καί 1000 ἤ 1500 χρόνια συμβαίνει νά μήν ἔχουν δογματική, λα­τρευτική ἤ διοικητική ἑνότητα μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἔπαυσαν νά εἶναι Ἐκκλησία, σῶμα Χριστοῦ. Ὅμως ὀφείλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὡς χριστια­νικές ‘‘ἐκκλησίες’’ δέν φέρουν τούς χαρακτῆρες πού θά τίς καθιστοῦσαν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί π.χ. αὐτοαποκα­λοῦνται «Καθολικοί» καί πιστεύουν ὅτι στήν ‘‘ἐκκλησία’’ τους «ὑφίσταται» (subsist) ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις σοβαρές δογματικές καί κανονικές παρεκκλίσεις κάνουν τήν ρωμαιοκαθολική ‘‘ἐκκλησία’’ οὐσιωδῶς διαφορετι­κή ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Τό Πρω­τεῖο, τό Ἀλάθητο, τό Φιλιόκβε, ἡ κτιστή Χάρις, ἡ Ἄσπιλος Σύλληψις, ὁ ἀνθρω­πο­κεν­τρι­σμός, τό κράτος τοῦ Βατικανοῦ κ.ἄ.
Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά θέλουν νά ὀνομάζωνται «Ὀρ­θόδοξοι». Ἡ χριστολογική τους διδασκαλία ὅμως δέν εἶναι Ὀρθόδοξη, διότι ἡ Ἐκκλησία τήν κα­τε­δί­κασε ὡς αἱρετική σέ τέσσερις Οἰκουμενικές Συνόδους καί διά στόματος κορυφαίων Πατέρων (ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἁγ. Ἰωάν­νου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἁγ. Φωτίου τοῦ Μεγάλου κ.ἄ.).
Οἱ Προτεστάντες πάλι ἔχουν ἀπαρνηθῆ θεμελιώδη δόγματα τῆς Ἐκκλη­σίας, βασικές εὐαγγελικές ἠθικές ἀρχές καί οὐσιαστικά τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Δέν μποροῦν ἑπομένως, οὔτε κάθε μία ἀπό τίς προτεσταντικές Ὁμολογίες οὔτε ὅλες μαζί, νά διεκδικοῦν τόν τίτλο ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε βεβαίως ὡς Παγ­κόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν δικαιοῦνται νά καλοῦν –καί τούς Ὀρθο­δόξους!- «to be One Church», ὡσάν ἐπί αἰῶνες νά μή ὑφίσταται ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά νά πρέπει τώρα νά ἀνασυγκροτηθῇ!
Ἄν καί αὐτά πού μέχρι τώρα ἐλέχθησαν, φαίνονται ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπό­ψεως εὔλογα καί θεολογικῶς ὀρθά, ἐν τούτοις πλανᾶται καί μεταξύ Ὀρθο­δόξων ἕνας σοβαρός προβληματισμός, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται ὡς ἑξῆς: Ἡ ἐποχή μας διαφέρει ἀπό τήν ἐποχή πού ἔγιναν τά μεγάλα σχίσματα καί διέσπασαν τήν ἑνωμένη Χριστιανοσύνη. Ὅταν δημιουργήθηκαν τά σχίσματα, ἡ ἀνάγκη γιά διαφοροποίησι τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀναφυομένη αἵρεσι ἦταν ἐπιτακτική. Σήμερα, ἀντιθέτως, γίνεται προ­σ­πάθεια νά θεραπευθοῦν τά σχίσματα, καί ἡ προσπάθεια ὅλων τῶν Χριστια­νῶν γιά τήν θεραπεία τους εἶναι ἱερό καθῆκον. Μήπως θά ἔπρεπε ἡ ὁμολογία μας «εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» νά λειτουργεῖ ὄχι πρός τήν κατεύθυνσι τῆς ὁμολογιακῆς ἀποκλει­στι­κότητος ἀλ­λά τῆς διαχριστιανικῆς ἑνότη­τος;
Σέ αὐτό τό καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο προϋποθέτει προτεσταντική ἀντί­ληψι πε­ρί Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῶν ἀνα­ζητή­σεων τοῦ συγ­χρό­νου Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἀπάντησις δίδεται ἀπό τόν Μέγα Βα­σίλειο. Εἶναι ἀ­πό­­σπασμα ἀπό ἐπιστολή πρός τόν ὁμολογητή Ὀρθόδοξο ἐπίσκο­πο, ἅγιο Εὐσέ­βιο Σα­μο­σά­των, τότε πού γίνονταν προσπάθειες ἐπανενώσεως τῶν Ὁμοιουσι­α­νῶν μέ τούς Ὀρθοδόξους. Τό κείμενο εἶναι ἁπλό καί θά παρατεθῇ ἀμετάφρα­στο:
«Οὐ μὴν οὐδὲ παντελῶς μοι δοκεῖ τῶν μὴ δεχομένων τὴν πίστιν ἀλλοτριοῦν ἑαυτούς, ἀλλὰ ποιήσασθαί τινα τῶν ἀνδρῶν ἐπιμέλειαν κατὰ τοὺς παλαιοὺς θεσμοὺς τῆς ἀγάπης, καὶ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς ἀπὸ μιᾶς γνώμης πᾶσαν παράκλησιν μετ᾽ εὐσπλαγχνίας προσάγοντας, καὶ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν προ­τεινομένους προκαλεῖσθαι αὐτοὺς εἰς συνάφειαν· κἂν μὲν πείσωμεν, κοι­νῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐὰν δὲ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλήλοις, τὸν δὲ ἐπαμφοτερισμὸν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους ἀναλαβόντας τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἄδολον πολιτείαν ᾗ συνέζων οἱ ἐξ ἀρχῆς προσελθόντες τῷ Λόγῳ. “῏Ην γάρ, φησί, τῶν πιστευσάντων καρδία καὶ ψυχὴ μία”. Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦ­τα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (Ἐπιστολή 128).
Ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παραδίδει τό ἦθος καί τήν μέθοδο τοῦ διαλόγου τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλη­σίας μέ τούς ἑτεροδόξους. Σύμφωνα μέ ὅσα γράφει, ἡ μέριμνα γιά τήν ἐπανάκαμψι τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία εἶναι καθῆκον ἀγάπης ἀλλά ὄχι αὐτοσκοπός. Ἐάν ἡ ἕνωσις δέν μέλλει νά ἀποβῇ θεοφιλής, ἐπειδή δέν δείχνει νά θεμελιώνεται στήν ἀποστολική Πίστι, εἶναι ἀρκετό γιά ἐμᾶς, τά μέλη τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, νά μείνουμε ἑνωμένοι με­ταξύ μας στό ἴδιο Ὀρθόδοξο φρόνημα, ὅπως ἡ πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἱε­ροσολύμων, καί νά ἀποβάλουμε τόν «ἐπαμφοτερισμό τοῦ ἤθους» (Ἐ­πι­στολή 128).

Ἅγιον Ὄρος, 19 Ὀκτωβρίου 2011

Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2013

Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου, Τα Πρεσβεία Τιμής και η ενότης της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία

Τα Πρεσβεία Τιμής και η ενότης της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία
 Εισήγησις στην θεολογική ημερίδα με θέμα «Πρωτείον-Συνοδικότης και ενότης της Εκκλησίας» (Πειραιεύς 28-4-2010)
Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου
Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας1 δέν ἔχει χαρακτῆρα ψυχολογικό ἤ κοινωνιολογικό, οὔτε βέβαια εἶναι προϊόν πειθαρχίας, συμφωνιῶν ἤ συμβιβασμῶν. Εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία ἐδώρησε ὁ Κύριος στούς μαθητάς Του κατά τήν ἡμέρα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας βιώνεται ὡς κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου2, καί ἐκφράζεται ὡς σύνδεσμος ἀγάπης3, ὡς ἑνότης πίστεως4, ὡς ὁμόνοια τοῦ σώματος5, σύμφωνα μέ τό ἀποστολικόν: «ἕν σῶμακαί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. 4, 4-5)
.
Τήν ἑνότητα αὐτή ὑπηρέτησαν, ἐκτός ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, καί ὁ θεσμός τῶν κανονικῶν πρεσβείων τιμῆς. Καί ἀντιθέτως, τήν ἑνότητα αὐτή τορπίλλισαν ἀντικανονικοί θεσμοί, ὅπως τό παπικό πρωτεῖο. Ὁ Θεολογικός Διάλογος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὀφείλει νά στοχεύῃ, ἀναμφίβολα, στήν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐν τῇ ἑνότητι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, στήν ὁποία δέν ἔχουν θέσι τό Φιλιόκβε, ἡ ἔλλειψις διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν στόν Θεό, τό παπικό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο, γιά νά ἀναφερθοῦμε στίς γνωστότερες ἑτεροδιδασκαλίες τοῦ παπισμοῦ. Kατά καιρούς ἔχουμε ἐκφράσει τήν ἀνησυχία μας γιά τό γεγονός ὅτι, παρά τόν Θεολογικό Διάλογο, ὁ παπισμός δέν φαίνεται πρόθυμος νά ἐγκαταλείψῃ κάποιο ἀπό τά αἱρετικά του δόγματα, οὔτε ἀκόμη καί τήν ἐπάρατη οὐνία. Πρόσφατα, μέ ἀφορμή τό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), ἀνησυχήσαμε γιά τό ἐνδεχόμενο νά διευθετηθῇ τό ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας νά γίνῃ μέ μία ψευδένωσι, μία οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσι6.
Μέ τήν παροῦσα ταπεινή εἰσήγησι ἐξετάζουμε τό ἐρώτημα: πῶς οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες γιά τά πρεσβεῖα τιμῆς ὑπηρέτησαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία, γιά νά φανῇ ἀβίαστα πῶς ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ἀθέτησε τούς Κανόνες, περιεβλήθη τό παπικό Πρωτεῖο καί ἐξέπεσε ἀπό τήν κοινωνία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία τῆς θεσπίσεως τῶν πρεσβείων τιμῆς.
Σύμφωνα μέ «ἀρχαῖον ἔθος», ἀπό τήν μεταποστολική σχεδόν ἐποχή, οἱ ἐπίσκοποι ὡρισμένων τοπικῶν ἐκκλησιῶν, συνήθως τῶν μητροπόλεων τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους (Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἐφέσου, Καισαρείας, Κορίνθου κ.λπ), ἀπήλαυαν ἰδιαιτέρας τιμῆς. Οἱ ἐπίσκοποι αὐτοί, -ἄς θυμηθοῦμε τόν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας ἤ τόν ἅγιο Πολύκαρπο Σμύρνης-, διέσωζαν ζῶσα τήν παράδοσι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί παρεῖχαν ἀναντίρρητες ἀποδείξεις πιστότητος στήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Ἡ ἰδιαίτερη αὐτή τιμή πρός τούς ἐπισκόπους αὐτῶν τῶν πόλεων εἶναι τά λεγόμενα «πρεσβεῖα τιμῆς». Αὐτά προέκυψαν ἀπό τήν πρᾶξι τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, καθώς στήν ἐπισκοπική ἕδρα αὐτῶν τῶν πόλεων συνήθως συνήρχοντο οἱ πλησιόχωροι ἐπίσκοποι γιά νά συζητήσουν σοβαρά ἐκκλησιαστικά προβλήματα, νά χειροτονήσουν νέους ἐπισκόπους ἤ καί γιά διαφόρους πρακτικούς λόγους. Τά πρεσβεῖα τιμῆς εἶναι θεσμός πού καθιερώθηκε ἐθιμικά, ἀλλά ἔχει ἰσχυρή καί ἀναντίρρητη ἐκκλησιολογική θεμελίωσι. Διαφυλάττει καί ἐκφράζει τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, ἐν τῇ μιᾷ Εὐχαριστίᾳ καί ἐν τῇ ἀγάπῃ7. Μέ ἄλλα λόγια ἐκφράζει καί διαφυλάττει τήν ἀποστολική συνοδικότητα στίς σχέσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Διότι συνοδικότης δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ συλλογικότης ἤ ὁ δημοκρατικός τρόπος διοικήσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἀλλά πρωτίστως εἶναι ὁ τρόπος βιώσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, ὡς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος8
Τό «ἀρχαῖον ἔθος» τῶν πρεσβείων τιμῆς εἶχε ἀτονήσει κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν καί ἐνίοτε εἶχε ἐνσυνειδήτως παρακαμφθῆ ἀπό ἁγίους Πατέρας, ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ἐκινδύνευε ἀπό τίς αἱρέσεις.
Μόλις ὅμως σταμάτησε ἡ δίνη τῶν διωγμῶν καί ἐπεκράτησε ἡ εἰρήνη, ἡ Ἐκκλησία ἀνανέωσε τά «ἀρχαῖα ἔθη» καί τά κατωχύρωσε μέ ἱερούς Κανόνες. Ὁ λδ’ ἀποστολικός Κανών ἀποτυπώνει τήν συνοδικότητα στίς σχέσεις τῶν ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἑκάστης ἐπαρχίας καί φανερώνει τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπαρχιακῶν συνόδων ἔναντι ἀλλήλων. Ὁ στ’ καί ὁ ζ’ τῆς Α’ βεβαιώνουν τά πρεσβεῖα τιμῆς τῶν μητροπολιτικῶν ἑδρῶν καί προσδιορίζουν τά ἐξαιρετικά προνόμια τῶν ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἰεροσολύμων, κατά τό πρότυπο τῶν προνομίων τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ὁ θ’ τῆς Ἀντιοχείας ἐπαναβεβαιώνει τά μητροπολιτικά δίκαια. Οἱ κανόνες γ’, δ’ καί ε’ τῆς Σαρδικῆς παρεχώρησαν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης τό δίκαιον τοῦ ἐκκλήτου γιά τούς ἐπισκόπους τοῦ δυτικοῦ Ἰλλυρικοῦ καί τῆςἸταλίας. Ὁ β’ τῆς Β’ ἀπηγόρευσε τίς ὑπέρ διοίκησιν ἐπεμβάσεις καθορίζοντας τά ὅρια τῶν διοικήσεων καί τό καθεστώς τῆς «βαρβαρικῆς». Ὁ γ’ τῆς Β’ ἀπένειμε τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς στόν ἐπίσκοπο τῆς Κων/πόλεως μέ ἐκεῖνα τοῦ Ρώμης «διά τό εἶναι αὐτήν Νέαν Ρώμην», ὁ δέ κη’ τῆς Δ’ τά ἐπαναβεβαίωσε προσθέτοντας ὑπερμητροπολιτική ἐξουσία ἐπί τῶν διοικήσεων Πόντου, Ἀσίας καί Θράκης καί ἐπί τῆς «βαρβαρικῆς». Ἡ Πενταρχία καί τά πατριαρχικά δίκαια ἔχουν ἤδη καθορισθῆ. Πολύ ἀργότερα ὁ λστ’ τῆς Πενθέκτης ἐπαναβεβαιώνει ἁπλῶς τά δίκαια καί τήν τάξι τῶν πέντε πατριαρχῶν. Περιβάλλοντας τά πρεσβεῖα τιμῆς μέ κανονικό κῦρος οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπεδίωξαν νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει. Εἶναι φανερό ἀπό τήν Ἱστορία ὅτι ἡ ἀθέτησις τῶν κανονκῶς θεσπισθέντων πρεσβείων τιμῆς προϋποθέτει συνήθως καί σημαίνει ταυτόχρονα ἕνα κυοφορούμενο σχίσμα ἤ μία ὑφέρπουσα αἵρεσι. Κλασικό παράδειγμα παραβά-σεως τῶν ἀρχαίων πρεσβείων τιμῆς εἶναι οἱ αὐθαίρετες χειροτονίες τοῦ σχισματικοῦ Μελιτίου στήν Αἴγυπτο κατά τόν 4ον αἰῶνα, καί τυπικό παράδειγμα παραβάσεως τῶν πρεσβείων τιμῆς τῶν θρόνων τῆς Πενταρχίας εἶναι ἡ ἀπο-στολή λατίνων ἱερέων στό κανονικό ἔδαφος τῆς νεοσυστάτου βουλγαρικῆς ἐκκλησίας τόν 9ον αἰῶνα.
Ἐπεξηγήσεις ἐπί τῆς ἐννοίας τῶν πρεσβείων τιμῆς
α) Ἡ ἔννοια τῆς ἐξουσίας. Ἀπό τά πρεσβεῖα τιμῆς ἀπορρέει καί ἡ ἐξουσία, τήν ὁποία παρεχώρησαν οἱ ἱεροί Κανόνες στόν «πρῶτον» τῆς ἐπαρχίας, ἀφ’ ὅτου μέ τά πρεσβεῖα τιμῆς συνδέθηκαν καί κάποιες διοικητικές ἁρμοδιότητες. Αὐτή ὅμως ἡ ἐξουσία ἔχει ὡρισμένα χαρακτηριστικά: Πρῶτον, εἶναι συγκεκριμένη καί ἀφορᾶ τά δίκαια τῶν χειροτονιῶν καί τῆς κρίσεως τῶν ἐπισκόπων10. Δεύτερον, εἶναι περιωρισμένη στά ὅρια τῆς ἐπαρχίας. Τρίτον, ἐλέγχεται ἀπό τήν ἴδια τήν συνοδική διαδικασία, ἐπειδή ὁ «πρῶτος» οὐδέν ἐνεργεῖ «ἄνευ τῆς πάντων γνώμης». Καί τέταρτον, εἶναι ἴση πρός τήν ἐξουσία τῶν ἄλλων «πρώτων». Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ ἐξουσία πού ἐπεδίωξε καί περιεβλήθη ὁ Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἔξω ἀπό τά κανονικά ὅρια τῶν πρεσβείων τιμῆς καί τῆς ἐξ αὐτῶν ἀπορρεούσης ἐξουσίας.
β) Ἡ διαφορά «πρεσβείων τιμῆς» καί «τάξεως τῆς τιμῆς». Τά πρεσβεῖα τιμῆς εἶναι τά προνόμια πού ἔχει ὁ «πρῶτος» ἐν σχέσει πρός τούς συνεπισκόπους τῆς ἐπαρχίας του ἤ τά πατριαρχικά δίκαια στόν θεσμό τῆς Πενταρχίας. Δηλαδή ὁ «πρῶτος» προεδρεύει τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου, χειροτονεῖ τούς ὑπ’ αὐτόν ἐπισκόπους, οἰκονομεῖ καί διορθώνει καταστάσεις πού ἀφοροῦν ἀπό κοινοῦ ὅλες τίς ἐπισκοπές, μεριμνᾶ γενικῶς διά «τήν κοινήν ὅλης τῆς ἐπαρχίας κατάστασιν»11. Ἡ ἔννοια, κατά τήν ὁποία ὁ Ρώμης προετάσσετο τοῦ Κων/πόλεως, ἐκεῖνος τοῦ Ἀλεξανδρείας κ.ο.κ., ὀνομάζεται «ἀκολουθία τῆς τιμῆς» ἤ «τάξις τῆς τιμῆς»12, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη δέν ὑπονοεῖ ὑποβιβασμό καί ἐλάττωσι τῆς τιμῆς, διότι τότε «ἔσονται τέσσαρα εἴδη ὑποβιβασμοῦ τιμῆς, καί ἀκολούθως πέντε διάφοροι τιμαί μία τῆς ἄλλης ἀνωτέρα, ὅπερ ἐναντίον ἐστί πάσῃ τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, καί μόνον δεκτόν τοῖς Λατίνοις καί Λατινόφροσιν»13
γ) Ἡ ἔννοια τῆς «κεφαλῆς». Ὁ λδ’ ἀποστολικός Κανών λέγει: «Τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύων τόν Κανόνα γράφει: «καί νά νομίζωσιν αὐτόν ὡς κεφαλήν ἰδικήν των».
14. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή οὐδείς «πρῶτος» νοεῖται κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καθένας ἐκ τῶν «πρώ-των» εἶναι κεφαλή τῆς δικῆς του ἐπαρχίας καί ὅλοι πρός ἀλλήλους ἴσαι «κεφαλαί». Σχετικῶς γράφει καί ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων: «πολλαί αἱ μείζους παροικίαι, πολλαί αἱ Ἐκκλησίαι, πολλοί οἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἡγεμόνες, καί Πρόεδροι, καί Ἄρχοντες, οὐδείς δέ ἐστιν ἐν αὐτοῖς Ἡγεμών τῶν Ἡγεμόνων, ἤ Πρόεδρος τῶν Προέδρων, ἤ Ἄρχων τῶν Ἀρχόντων· ὥστε ἐκ τούτων τῶν Ἀρχόντων καί Ἡγεμόνων καί Προέδρων εἷς ἐστι καί ὁ Ρώμης, ἰσότιμός τε καί ἰσοδύναμος, καί οὐδέν πλέον»15. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει μία καί μοναδική Κεφαλή, τόν Χριστό, ὅπως λέγει κατηγορηματικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Ἐφ. 1, 22). Κεφαλή στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἄνθρωπος.
δ) Αὐτονόητο πάντως εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπονέμει πρεσβεῖα τιμῆς στόν «πρῶτο» μιᾶς ἐπαρχίας, ἐφ’ ὅσον καί ἐνόσῳ τοῦ ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθοδοξία στήν Πίστι. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, καί ἑπομένως καί ὁ «πρῶτος», πρέπει νά εἶναι «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ»16. Ἡ ἀδιάκοπη διαδοχή τῆς χειροτονίας δέν ἀρκεῖ γιά νά βεβαιώσῃ τήν ἀποστολική διαδοχή καί ἑπομένως τήν γνησιότητα τῆς προεδρίας στήν Ἐκκλησία. «Τό μέν γάρ ὁμόγνωμον, καί ὁμόθρονον· τό δέ ἀντίδοξον, καί ἀντίθρονον. Καί ἡ μέν προσηγορίαν, ἡ δέ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γὰρ ὁ βιασάμενος, ἀλλ᾽ ὁ βιασθεὶς διάδοχος· οὐδὲ ὁ παρανομήσας, ἀλλ᾽ ὁ προβληθεὶς ἐννόμως· οὐδὲ ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ᾽ ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως», λέγει σχετικῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος17. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ Ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει στόν ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης πρεσβεῖα τιμῆς, ἀφ’ ὅτου ἐξέπεσε ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Καθολική καί Ἀποστολική Πίστι.
Ἡ ἐφαρμογή τῶν πρεσβείων τιμῆς
Μετά ἀπό αὐτές τίς διευκρινήσεις μποροῦμε νά ἰδοῦμε μέ συντομία πῶς ἡ ἐφαρμογή τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χριστιανική χιλιετία ὑπηρέτησε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί πῶς ἡ παραβίασίς των τήν τορπίλλισε. Α’. Ἡ ἰσοτιμία τῶν ἐπαρχιακῶν συνόδων.
Ἡ πρᾶξις τῶν ἐκκλησιῶν κατά τήν περίοδο τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων μαρτυρεῖ δύο πράγματα: πρῶτον ὅτι οἱ ἐκκλησίες λειτουργοῦσαν συνοδικῶς18καί δεύτερον ὅτι οἱ ἐπαρχιακές σύνοδοι αἰσθάνονταν ἰσότιμες19.Ἡ προβολή ἡγεμονικῶν τάσεων καί ἀξιώσεων προσέκρουε στήν ἰσοτιμία τῶν ἐκκλησιῶν καί συναντοῦσε δικαία ἀντίδρασι. Ἡ ἐπιβολή ἀκοινωνησίας π.χ. ἐκ μέρους τοῦ Ρώμης Στεφάνου στίς ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας γιά τό ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ δέν ἐλήφθη ὑπ’ ὄψιν ἀπό τήν ἀσιανή σύνοδο ὑπό τόν Φιρμιλιανό Καισαρείας. Καί ἐνωρίτερα ἡ ἀκοινωνησία πού ἐπέβαλε ὁ Ρώμης Βίκτωρ στόν Ἐφέσου Πολυκράτη γιά τό ζήτημα τοῦ Πάσχα ὄχι μόνο δέν ἔγινε δεκτή ἀλλά καί ἐπιτιμήθηκε ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου καί τόν Διονύσιο Ἀλεξανδρείας ὡς ὑπερβολική. Πρέπει ἐπιπλέον νά παρατηρήσουμε ὅτι τά ἴδια τά γεγονότα ἔκαναν ἀδήριτη τήν ἀνάγκη νά συγκληθῇ ἡ Α’ Οἰκουμενική σύνοδος καί ἀποδεικνύουν ἀστήρικτη τήν μεταγενέστερη ἀξίωσι τοῦ Ρώμης νά εἶναι ὁ μοναδικός αὐθεντικός ἐκφραστής τῆς πίστεως. Β’.
Τό πρόβλημα τῆς ἐκκλήτου.
Λόγῳ τοῦ ἔθους τῶν πρεσβείων τιμῆς καλλιεργήθηκε στήν Ἐκκλησία ἀρχαία ἰσχυρή κανονική παράδοσις, ἡ ὁποία αὐστηρά περιώριζε τό δικαίωμα τῆς ἐκκλήτου στά ὅρια ἑκάστης δικαιοδοσίας. Τό ἀποκλειστικό δικαίωμα τῆς ἐκκλήτου ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἐπεδίωξε ἡ Ρώμη ἐπικαλούμενη τούς κανόνες γ’, δ’ καί ε’ τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς. 20Ἀνέτρεψε ὅμως τήν ἀπαίτησι αὐτή τοῦ Ρώμης ἡ σύνοδος τῆς Καρθαγένης. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σχολιάζων τόν λστ’ Κανόνα τῆς Καρθαγένης σημειώνει: «Ἀπό τόν παρόνταΚανόνα, α’ μέν καταβάλλεται ἀπό αὐτά τά θεμέλια ἡ ὀφρύς καί τό γαυρίαμα τῆς μοναρχίας τοῦ Πάπα, ὅστις αὐχεῖ καί φαντάζεται, ὅτι εἰς αὐτόν ἐδόθησαν ὅλαι αἱ ἔκκλητοι τῶν ἐν τῇ οἰκουμένῃ ἐκκλησιῶν. Διότι ἀνίσως ὁ παρών Κανών ἐμποδίζῃ τό νά ἐκκαλοῦνται οἱ τῆς Ἀφρικῆς ἐπίσκοποι πρός τά ἀντίπερα τῆς θαλάσσης καί γειτονεύοντα σχεδόν εἰς αὐτούς τῆς Ἰταλίας καί τοῦ Ρώμης κριτήρια, πόσῳ μᾶλλον ἐμποδίζει τό νά ἐκκαλῶνται εἰς τόν Ρώμης οἱ εἰς μα-κρυνοτέρους εὑρισκόμενοι τόπους;»
21. Ὁ ἴδιος ἅγιος ἑρμηνεύων τήν ἐπιστολή τῆς συνόδου τῆς Καρθαγένης πρός τόν πάπα Βονιφάτιο περί τινος πρεσβυτέ-ρου Ἀπιαρίου καί τήν ἐπιστολή τῆς αὐτῆς συνόδου πρός τόν πάπα Καιλεστῖνο, γράφει: «Φαίνεται λοιπόν ὅτι ἡ ὑπόθεσις τοῦ Ἀπιαρίου τούτου οἰονεί οἰκονομικῶς ἠκολούθησεν, ἵνα ὑπό τῆς παρούσης συνόδου στηλιτευθοῦν τά ὑπερήφανα νεωτερίσματα, ὁποῦ ἔμελλον νά ἐπινοήσουν οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης. Ἡ ἀναμαρτησία λέγω [ἐννοεῖται τό Ἀλάθητον], ἡ Μοναρχία [τό παπικό Πρωτεῖον ἐξουσίας], ἡ θρυλλουμένη Ἔκκλητος, καί ἐπί τούτοις ἡ νοθεία καί ἡ διαφθορά μέν, τήν ὁποίαν ἐπεχείρησαν νά κάμουν οἱ Δυτικοί εἰς τά βιβλία τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν κατά μέρος Πατέρων, ἐκ τοῦ ἐναντίου δέ, ἡ ἐν τοῖς Γραικοῖς καί Ἀνατολικοῖς ἀνόθευτος φυλακή τῶν αὐτῶν βιβλίων»22. Καί προσθέτει πάλι ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Διό καί τήν ἔκκλητον ταύτην τήν εἰς τόν Ρώμης, ἵνα κατά κράτος καταβάλῃ εἰς τό μετά ταῦτα, οὐ μόνον περί τούτου ἐπίτηδες ἐξέθετο τούς δύω Κανόνας, τόν λστ’ καί ρλδ’, ἀλλά δή καί εἰς τόν Καιλεστῖνον προστακτικῶς γράφει»23.
Γ’. Ἡ Πενταρχία καί τό παπικό Πρωτεῖο.
Κατά τήν περίοδο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τά ἀρχαῖα πρεσβεῖα τιμῆς στα-διακῶς ὁριστικοποιοῦνται στά πατριαρχικά δίκαια τῶν θρόνων τῆς Πενταρχίας. Παράλληλα διαμορφώνονται οἱ ἀξιώσεις τοῦ πάπα τῆς Ρώμης νά εἶναι ὄχι μόνο «πρῶτος» τῆς τοπικῆς συνόδου τῆς Ρώμης, ὄχι μόνο πρωτοκάθεδρος μεταξύ τῶν ἰσοτίμων του πατριαρχῶν, ἀλλά ὑπεράνω καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τό παπικό πρωτεῖο ἤδη γεννᾶται ὡς ἀντίθεσις στόν θεσμό τῆς πενταρχίας, ὡς μοναρχία στόν ἀντίποδα τῆς συνοδικότητος.
Πρῶτος ὁ πάπας Δάμασος μέ σύνοδο στήν Ρώμη τό 382 ὑποστήριξε ὅτι ὁ θρόνος τῆς Ρώμης εἶναι «ἀποστολικός», γιά νά μειώσῃ τήν σημασία τοῦ γ’ Κανόνος τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς καί νά τονίσῃ τήν ὑπεροχή τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης. Ἡ ἐξέλιξις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου στήν Δύσι ὑπῆρξε στήν συνέχεια δραματική καί περίπλοκη24.
Ἀναφέρομαι σέ αὐτήν ἐπιγραμματικῶς:
Ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Α’ (402-417) ἀξίωσε νά ἀναγνωρισθῇ ὅτι ὁ θρόνος τῆς Ρώμης εἶναι ἡ πηγή τῆς καθαρᾶς διδασκαλίας τῆς πίστεως.
Ὁ πάπας Ζώσιμος (417-418) ἀπεφάνθη ὅτι οἱ παπικές ἀποφάσεις εἶναι ἀνέκκλητες.
Ὁ πάπας Βονιφάτιος Α’ (418-423) ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.
 Ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ πάπα Καιλεστίνου στήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (431), ὁ πρεσβύτερος Φίλιππος, εἶπε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος πάπας Λέων Α’ προέβαλε τήν θεωρία ὅτι μόνον ὁ θρόνος τῆς Ρώμης ἔχει πέτρειο ἀποστολικότητα.
Ὁ πάπας Γελάσιος Α’ (492-496) ὑποστήριξε ὅτι ὁ παπικός θρόνος δικάζει τελεσιδίκως ὅλους τούς πατριαρχικούς θρόνους, ἐνῶ αὐτός ὑπ’ οὐδενός κρίνεται.
Κατά τήν μεταχαλκηδόνια περίοδο, στήν Ἀνατολή παραβιάσθηκαν τά κανονικά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ θρόνου τῆς Κων/πόλεως ἀπό τόν μονοφυσίτη ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο τόν Αἴλουρο, ὅπως νωρίτερα στήν Ληστρική Σύνοδο ἀπό τόν προκάτοχό του αἱρεσιάρχη Διόσκορο. Τήν ἴδια περίοδο στήν Δύσι οἱ πᾶπαι ἐπιχειροῦν κατά τῶν πρεσβείων τιμῆς τοῦ θρόνου τῆς Κων/πόλεως λόγῳ τῆς πολιτικῆς τοῦ Ἑνωτικοῦ τοῦ Ζήνωνος. Τά πρεσβεῖα τιμῆς καταλύ-ονται στήν Δύσι καί κλονίζονται στήν Ἀνατολή. Ἐπί Ἰουστινιανοῦ πάλιν ἀποκαθίστανται στόν θεσμό τῆς Πενταρχίας.
Ἡ Πενθέκτη Σύνοδος ἀνανεώνει τήν ἰσχύ τῶν πρεσβείων τιμῆς τῶν πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Πενταρχίας, ἀλλά οἱ πᾶπαι ἀντιδροῦν στίς ἀποφάσεις της, λόγῳ τοῦ λστ’ Κανόνος της, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώνει τόν κη’ τῆς Δ’, καί λόγῳ ὡρισμένων Κανόνων, οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν λατινικά ἔθιμα. Ὅμως, οἱ Κανόνες της ἔχουν βεβαιωθῆ ἀπό τήν Ζ’ Οἰκουμενική, ἀπό τήν Πρωτοδευτέρα, ἀπό τόν ἱστορικό Κεδρηνό, ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἀπό τούς ἑρμηνευ-τάς τῶν Κανόνων, τόν ἱερό Φώτιο, ἀπό τούς τοποτηρητάς τοῦ Ρώμης, «κἄν οἱ νεώτεροι Λατῖνοι διαβάλλουσιν αὐτούς, ὡς τάς καινοτομίας αὐτῶν ἐλέγχοντας», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος27. Εἶναι πάντως ἀναγκαῖο νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζει μέ τήν γραφίδα του ὁ ἅγιος Νικόδημος, βλέπει σχιζοφρενική τήν τακτική τῶν Παπικῶν, ἄλλοτε νά ἀναγνωρίζουν τούς ἱερούς Κανόνας περί τά «πρεσβεῖα τιμῆς τῶν θρόνων» καί ἄλλοτε νά βυσσοδομοῦν κατά τῶν «ἴσων πρεσβείων» τοῦ θρόνου τῆς Κων/πόλως καί νά θέλουν νά ἐπιβάλλωνται ἡγεμονικῶς στά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς Ἀνατολῆς.
Δ’. Ἡ ἀπαίτησις παγκοσμίου δικαιοδοσίας.
Μετά τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας οἱ παπικές ἀξιώσεις ἐπανῆλθαν μέ τήν ὑποστήριξι τῶν φράγκων ἡγεμόνων καί μέ τήν χρῆσι νόθων κειμένων (ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά καί ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις), τά ὁποῖα κατέλυαν πλήρως τό κανονικό καθεστώς τῶν πρεσβείων τιμῆς.
Κατά τήν πολιτικά ταραγμένη ἐποχή τοῦ 9ου καί 10ου αἰῶνος ἀποδείχθηκε ἡ ἀπολυταρχική συμπεριφορά τῶν παπῶν μέ τήν ἀπαίτησι παγκοσμίου πρωτείου. Ὁ πάπας Νικόλαος Α’ στέλνει ἐπισκόπους στήν νεοσύστατη ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας παραβιάζοντας τούς ἐκκλησιαστικούς Κανόνες καί τά κανονικά δίκαια τοῦ θρόνου τῆς Κων/πόλεως, καί ἐπιβάλλει τό λατινικό Φιλιόκβε. Ἡ παπική ὑπεροψία ἐκμεταλλεύεται τήν ἐκκλησιαστική ἀκαταστασία τῆς Κων/πόλεως λόγῳ τοῦ σχίσματος Φωτιανῶν καί Ἰγνατιανῶν καί ἀναθεματίζει τόν ἱερό Φώτιο στήν παπόφιλη σύνοδο τοῦ 869. Ἡ Ὀρθόδοξη πνοή τῆς Συνόδου τοῦ 879, ἡ ὁποία ἀνεγνώρισε τόν πατριάρχη ἅγιο Φώτιο, κατεδίκασε τό Φιλιόκβε καί διετράνωσε τήν κανονική ἰσχύ τῶν πρεσβείων τιμῆς ἔναντι τοῦ παπικοῦ πρωτείου28, δέν ἔκαμψε τήν παπική ἀλαζονεία. Ὁ ἱερός Φώτιος καί ἡ σύνοδος τοῦ 879, σύντομα μετά τόν θάνατο τοῦ πάπα Ἰωάννου Η’, ἐπί πάπα Μαρίνου τό 882, περιπίπτουν στήν δυσμένεια τῆς παπωσύνης, γιά τήν ὁποία ἡ Σύνοδος τοῦ 869 ἰσχύει μέχρι σήμερα ὡς Η’ Οἰκουμενική. Παρά τούς Κανόνας γιά τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς, ὁ πάπας Σέργιος Γ’ παρεμβαίνει στά ἐσωτερικά τῆς ἐκκλησίας Κων/πόλεως καί ἀναγνωρίζει τόν 4ο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’. Καί μέ ἀποκορύφωμα τήν θεοστυγῆ πρᾶξι τοῦ καρδιναλίου Οὐμβέρτου τό 1054 κλείνει ἡ πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ὁριστικό σχίσμα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέ τίς παπικές διεκδικήσεις τοῦ Dictatus Papae (1075) τό παπικό πρωτεῖο παίρνει νέες διαστάσεις κατά τήν β’ χιλιετία πού θά καταλήξουν στό δόγμα τοῦ Ἀλαθήτου τῆς Α’ καί Β’ Βατικανείων συνόδων.
Παρατηρήσεις ἐπί τῶν ἱστορικῶν γεγονότων
Α’. Ὁ παπικός ἡγεμονισμός, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν 9ον αἰῶνα ἐπεδίωξε καί τήν ὑποταγή τῶν ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν, ἦταν μία ἀλαζονική περιφρόνησις τῶν κανονικῶς θεσπισθέντων πρεσβείων τιμῆς. Μέ ἄλλα λόγια ἦταν ἀλαζονική πρόκλησις κατ’ αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς ἑνότητος καί τῆς συνοδικότητος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ρωμαιοκαθολικοί ἱστορικοί δικαιολογοῦν τήν ἀνάδυσι τοῦ παπικοῦ πρωτείου ὡς μία «ἐκκλησιολογική» ἀναγκαιότητα, ἐπικαλούμενοι τήν ἀνάγκη τοῦ παπικοῦ θρόνου νά περιφρουρήσῃ τά κανονικά του δικαιώματα περί τίς χειροτονίες καί κρίσεις τῶν ἐπισκόπων στίς ἐπαρχίες τῆς Εὐρώπης, στίς ὁποῖες οἱ φράγκοι ἡγεμόνες κινούμενοι ἀπό πνεῦμα καισαροπαπισμοῦ δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά τά ἐξασκήσῃ29. Ὅμως τό παπικό πρωτεῖο, ἄν καί γιγαντώθηκε ὡς ἀντίδρασις στόν καισαροπαπισμό τῶν εὐρωπαίων ἡγεμόνων, κυοφορήθηκε στήν ρωμαϊκή οἰκουμένη ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ὡς ἡ «ἐπηρμένη δυτική ὀφρύς», γεννήθηκε τόν 4ον αἰῶνα ὡς ἀπαίτησις τοῦ ἐκκλήτου ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, κατά παραβίασιν τῶν κανονικῶν πρεσβείων τιμῆς, καί ἀνδρώθηκε ὡς ἀντίδρασις στό κανονικό καθεστώς τοῦ κη’ Κανόνος τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος30.
Μόλις καί εἶναι ἀνάγκη νά λεχθῇ ὅτι ὁ κη’ Κανών τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν θεσπίσθηκε γιά νά ὑποσκελίσῃ τήν σύμφωνη πρός τούς ἱερούς Κανόνες πρωτοκαθεδρία τιμῆς τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἀλλά νά δώσῃ κανονικό κῦρος στήν ἰσότιμη κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς θέσι τοῦ θρόνου τῆς νέας πρωτευούσης (Νέας Ρώμης)31. Αὐτό εἶναι φανερό ἀπό τήν ρητή διασφάλισι τῆς τάξεως τῶν πρεσβείων τιμῆς, διότι λέγει: «δευτέραν (τήν Νέαν) μετ’ ἐκείνην (τήν Παλαιάν Ρώμην) ὑπάρχουσαν», ὁ δέ λστ’ τῆς Πενθέκτης ρητῶς τάσσει τόν θρόνο τῆς Ρώμης πρῶτον κατά τήν τάξιν τῶν πρεσβείων τιμῆς. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ὀφείλουν σήμερα νά παραδεχθοῦν ὅτι ἕνωσις μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία σημαίνει καί τήν ἀποδοχή τοῦ κη’ κανόνος τῆς Δ’ μέ ὅ,τι αὐτή συνεπάγεται, δηλαδή τήν ἀποβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ἡ σύνοδος διά τοῦ παρόντος Κανόνος ἀνανεοῦσα τόν γ’ τῆς Β’ ἔδωσεν εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως καί τά ἴσα προνόμια τῆς τιμῆς τοῦ Ρώμης, ὅπερ ἐστί τό Πατριαρχικόν ἀξίωμα, καί τά ἴσα προνόμια τῆς ἐξουσίας τοῦ Ρώμης, ἅπερ εἰσίν αἱ τῶν εἰρημένων τριῶν διοικήσεων τῶν Μητροπολιτῶν [ἐνν. Πόντου, Ἀσίας καί Θράκης], οὐχί ἐκ τοῦ ἔθους μόνον, ἀλλά καί διά Κανόνος κυρωθεῖσαι χειροτονίαι... Ταῦτα εἶναι τά ἐκκλησιαστικά πράγματα ὁποῦ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Κανών, εἰς τά ὁποῖα καθώς ὁ Ρώμης μεγαλύνεται, οὕτω καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς τινος διαφορᾶς, πλήν ταύτης: ὅτι ὁ μέν Ρώμης εἶναι πρῶτος τῇ τάξει, ὁ δέ Κωνσταντινουπόλεως δεύτερος τῇ τάξει... Ὅθεν ψεύδονται προφανῶς οἱ παπολάτραι, λέγοντες· ὅτι τά πρωτεῖα τοῦ Ρώμης καί πρεσβεῖα... προσμαρτυροῦσιν εἰς αὐτόν ἰδικόν προνόμιον ἐξουσίας ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ, ταυτόνεἰπεῖν, μοναρχικόν καί ἀναμάρτητον ἀξίωμα. Εἰ γάρ τοιοῦτόν τι ταῦτα ἐφανέρωναν, ἔπρεπε νά ἔχῃ τοῦτο καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδή ὁ Κωνσταντινουπόλεως, κατά τούς Κανόνας εἶναι μέτρον ἴσον καί ἀπαράλλακτον τῆς τιμῆς, τῆς ἐξουσίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ Ρώμης. Ἀλλά μήν τοῦτο ὁ Κωνσταντινου-πόλεως οὐκ ἔλαβεν ἀπό τούς Κανόνας οὐδέποτε, ἄρα οὐδέ ὁ Ρώμης»32.
Β’. Ἡ ἀνάπτυξις τοῦ παπικοῦ πρωτείου τορπίλλησε τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας στήν Δύσι. Εἶναι ὅμως προφανές καί ἀναντίρρητο ὅτι δέν ὑπάρχει ἐκκλησιολογική ἀναγκαιότης πού νά ἀνατρέπῃ τήν συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτή ἡ τελευταία δέν εἶναι κάτι ἐπουσιῶδες, ἕνα συμβεβηκός, στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἅπτεται τῆς ἰδίας τῆς φύσεώς της.
Γ’. Καί στήν Ἀνατολή, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης33, παραβιάσθηκε ὁ κανονικός θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς τῶν πατριαρχικῶν θρόνων. Συνήθως ἡ ἑτεροδοξία ἦταν τό κίνητρο τῶν παραβιάσεων (Διόσκορος Ἀλεξανδρείας καί Τιμόθεος Αἴλουρος, μονοφυσιτισμός). Ὅμως Χάριτι Θεοῦ στήν Ἀνατολή τελικῶς ἐπρυτάνευσε ἡ ἀρχή τῆς συνοδικότητος καί ἡ κανονική τάξις. Γράφει ὁ ἅγιος: «Τά προνόμια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μέ τόν νά ᾖναι έπίφθονα, ἀθετήθησαν ἀπό πολλούς κατά καιρούς. Μέ τό νά ᾖναι δέ καί κανονικά, ἀνεκαινίσθησαν ἀπό πολλούς κατά διαφόρους καιρούς. Οἷον ἔταξεν ὁ Διόσκορος πέμπτον τόν Κωνσταντινουπόλεως, καί τόν γ’ τῆς Β’ Κανόνα ἠθέτησεν. Ἀλλ’ ἀνεκαίνισε πάλιν αὐτόν ἡ Δ’ [Σύνοδος]. Βασιλίσκου δέ τοῦ τυράννου ἀθετήσαντος αὐτά μετά χρυσοβούλλου (εἰ καί αὐτός πάλιν ὁ ἴδιος ἐδιώρθωσεν αὐτά μέ τά ἀντεγκύκλια γράμματα), ὁ Ἰουστινιανός ἀνεκαίνισε ταῦτα. Μετά ταῦτα δέ τοῦ τυράννου Φωκᾶ πρωτεῖον δόντος εἰς τόν Ρώμης (ὅπερ εἰ καί Ἡράκλειος ἀνέτρεψεν) ἡ παροῦσα ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος, ἀξίωμα ἔχουσα Συνόδου Οἰκουμενικῆς, ἀνεκαίνισε πάλιν αὐτά». Καί συμπεραίνει σχετικῶς: «Ὅθεν οὐχ ἥμαρτεν, ὡς φλυαροῦσιν ὑπό φθόνου οἱ Παπισταί, τοῦτο ποιήσασα. Οὐ γάρ ἀφ’ ἑαυτῆς, ἀλλά ταῖς πρό αὐτῆς Συνόδοις ἀκολουθοῦσα, τοῦτο ἐποίησεν»34. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολή οὐδέποτε υἱοθέτησε, καί μάλιστα διά σειρᾶς «συνόδων» ὅπως ἡ ρωμαιοκαθολική Δύσις, ἀντισυνοδι-κό πνεῦμα, ὅπως χαρακτηριστικά ἐπισημαίνει σέ βιβλίο του καί ὁ σεβαστός Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας: «Ἡ Ἐκκλησία, ὡς γνωστόν, ἐχρησιμοποίησεν ποικιλίαν συνοδικῶν μορφῶν, ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν αὐτῆς καί τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν ὑφ’ ἅς διεβίου... Τό γεγονός ὅτι διετήρησε πάντοτε ἀνέπαφον τόν πυρῆνα τῆς συνοδικῆς δομῆς αὐτῆς, ἐκφραζόμενον ἄλλοτε ἀκριβέστερον, ὡς εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἐπαρχιακῶν Συνόδων, καί ἄλλοτε οἰκονομι-κῶς, ὡς εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἐνδημουσῶν καί διαρκῶν Συνόδων, μαρτυρεῖ διά τήν ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐκδοχήν τῆς συνοδικῆς ἀρχῆς ὡς θεοσυστάτου, ἀπαραιτήτου καί ἀναντικαταστάτου συστατικῆς ἀρχῆς αὐτῆς»35.
Δ’. Τά πρεσβεῖα τιμῆς, ἡ συνοδικότης καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἀντιθέτως, τά πρεσβεῖα τιμῆς καί τό παπικό πρωτεῖο ἀλληλοαναιροῦνται, καθώς ἐπίσης ἀλληλοαναιροῦνται ἡ συνοδικότης καί τό παπικό πρωτεῖο. Ἡ γένεσις, ἡ ἀνάπτυξις καί ἡ θεσμοθέτησις τοῦ παπικοῦ πρωτείου ὑπῆρξε διαδικασία μακρόχρονη, μέ τίς ἀπαρχές της στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶ-νες, ἡ ὁποία σταδιακά ἀλλά συστηματικά ἐκθεμελίωσε τήν συνοδικότητα. Λό-γος περί ὑπάρξεως συνοδικότητος στήν ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία, ἐνόσῳ ὑφί-σταται τό παπικό πρωτεῖο, εἶναι ὄχι μόνο ἄστοχος ἀλλά καί παραπλανητικός.
Ὁ σεβαστός Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας Ἀρχιμ. Γεώργιος γράφει: «Εἰς τήν Δύσιν ... ὁ Παπισμός, ὡς ὁλοκληρωτικός τρόπος ζωῆς, κατήργησε τόν συνοδικόν τρόπον ζωῆς. Εἶναι χαρακτηριστικόν, ὅτι οὐδέ αὐταί αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Δύσεως ὑπετάγησαν ἄνευ ἀπέλπιδος ἀγῶνος εἰς τόν παπικόν ὁλοκληρωτισμόν (π.χ. Γαλλικανικόν κίνημα), μή ἐπιθυμοῦσαι νά ἀντικαταστήσουν τήν συνοδικήν ἀρχήν διά τῆς ρωμαιοκεντρικῆς ἀπολυταρχικῆς ἀρχῆς». Ἀναφερό-μενος μάλιστα σέ σύγχρονες ἀξιέπαινες τάσεις ἐπιστροφῆς τῶν Ρωμαιοκαθολι-κῶν σέ περισσότερο συνοδικές μορφές ζωῆς, σημειώνει: «Ἐν τούτοις αἱ τάσεις αὗται εἶναι δύσκολον νά τελεσφορήσουν, ἐφ’ ὅσον ἑδράζονται εἰς προσπάθειαν συμβιβασμοῦ τῆς παπικῆς ἀρχῆς μετά τῆς συνοδικῆς ἀρχῆς, ἐκ φύσεως ἀσυμβιβάστων, καί οὐχί εἰς προσπάθειαν καθάρσεως τοῦ Παπισμοῦ ἐκ τῶν ἀντισυνοδικῶν στοιχείων αὐτοῦ πρός ἐφαρμογήν τῆς συνοδικῆς ἀρχῆς»36.
Ἐθελοτυφλοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν μέ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας ἀναγνωρί-ζουμε ὅτι, ὄχι μόνο στήν Ἀνατολή ἀλλά καί στήν Δύσι, «τουλάχιστον μέχρι τόν 9ο αἰῶνα ἀναγνωρίσθηκαν εἰς τούς ‘‘πρώτους’’ μία σειρά προνομίων, πάντοτε ἐν συναφείᾳ πρός τήν συνοδικότητα...» (παράγρ. 44). Τά προνόμια τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι χαίρουν κανονικῶν πρεσβείων τιμῆς, εἶναι πράγματι καρπός τῆς συνοδικότητος. Ἀντιθέτως, τά πέραν τούτων παπικά προνόμια συνιστοῦν ἐκτροπή ἀπό τό συνοδικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως καί κάθε σύγχρονη διαδικασία ἐπιστροφῆς τῆς ρωμαϊκῆς καθέδρας στήν ἑνότητα καί στό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει καί σημαίνει ὅτι ὁ Πάπας τῆς Ρώμης θά ἀποβάλῃ τά παπικά προνόμια.
Ἀντί συμπεράσματος: μία σύντομη ἀναφορά στό παρόν.
Συζητεῖται καί μελετᾶται κατ’ αὐτάς ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία. Ὑπό τό πρῖσμα τῶν ὅσων παρουσίασε ἡ παροῦσα εἰσήγησις φαίνεται ὅτι ἡ ἱστορική μελέτη τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης εἶναι δυνατόν νά γίνῃ ὑπό τρεῖς προϋποθέσεις: Πρώτη προϋπόθεσις: ἡ παποκεντρική ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν γεγονότων τῆς πρώτης χιλιετίας, μία ἑρμηνεία πού ἐκφράζει τήν ἀπροκάλυπτη διά τῶν αἰώνων ἡγεμονική διάθεσι τοῦ παπισμοῦ. Ἡ προϋπόθεσις αὐτή μέ μαθηματική ἀκρίβεια θά ὁδηγήσει τόν θεολογικό διάλογο σέ ναυάγιο, ἐπειδή τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριο δέν θά δεχθῇ νά ἐπαναληφθοῦν τά τραγικά φαινόμενα πού ἀκολούθησαν τίς παπικές συνόδους τῆς Λυών καί τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας..
Δεύτερη προϋπόθεσις: ἡ συμβιβαστική νοοτροπία τῶν ἡμερῶν μας πού μεθοδεύει «νά ἀναζητήσῃ ὅσο εἶναι δυνατόν μία κοινή ἀνάγνωσι τῆς ἱστορίας αὐτῆς τῆς ἐποχῆς» καί στοχεύει ἀορίστως σέ μία «ἑνότητα ἐν τῇ διαφορετικότητι». Ὑπό τήν δεύτερη αὐτή προϋπόθεσι προβλέπεται νά ὁδηγηθοῦμε σέ μία οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσι μέ τήν Ρώμη. Δηλαδή, οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναγνωρίσουμε στόν πάπα τόν παραδοσιακό ἀπολυταρχικό του ρόλο στήν Δύσι, ὅπως τοῦ τόν ἐξασφάλισαν οἱ παπικές σύνοδοι μέχρι καί τήν Β’ Βατικάνειο, οἱ δέ Ρωμαιοκαθολικοί νά ἀναγνωρίσουν στούς Ὀρθοδόξους τό δικαίωμα νά διοικοῦνται συνοδικά, ὅπως ὁρίζει τό κανονικό δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μόνο πού ἕνας ρόλος «συντονισμοῦ» καί «διακονίας» τοῦ πάπα ἐπί τῆς «ἑνωμένης» χριστιανοσύνης θά εἶναι ἡ πιθανή παραχώρησις τῶν Ὀρθοδόξων στόν Πάπα, ἐφ’ ὅσον καί ἐκεῖνος χάριν συμβιβασμοῦ δέν θά ἀπαιτήσει πλήρη ἐξουσία δικαιο-δοσίας στίς ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίας. Χωρίς ὅμως στήν περίπτωσι αὐτή νά ἀπαρνηθῇ ὁ παπισμός ἔστω καί ἕνα ἀπό τά αἱρετικά του δόγματα, τά ὁποῖα ἔχουν δογματίσει δεκατρεῖς παπικές σύνοδοι καί εἶναι ἀμετακίνητα. Ἐάν ἔτσι ἐπιτευχθῇ κάποια ἐκκλησιαστική ἕνωσις, δέν θά προϋποθέτει τήν «ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἀλλά θά εἶναι «συναρμολόγηση τεμαχίων χριστιανικῶν κοινοτήτων», ὅπως εὔστοχα ἔχει γράψει ὁ σεβαστός Προηγούμενος τῆς Ἰερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, Ἀρχιμ. Βασίλειος37. Στό σημεῖο αὐτό ἡ διαπίστωσις τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου εἶναι σαφέστατη: «Ἄν δέν διατυπωθοῦν ‘‘καθαρές θέσεις’’, τότε οἱ ὁποιεσδήποτε συμφωνίες τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν δέν θά μποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό τήν ‘‘ἐγρηγοροῦσα συνείδηση’’ τῆς Ἐκκλησίας»38. Καί ὀ σεβαστός μας Καθηγούμενος, Ἀρχιμ. Γεώργιος, ἔχει ρητῶς δηλώσει: «οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά ὑποκύψουν στίς προαιώνιες παπικές ἀξιώσεις, ... δέν θά ἀναγνωρίσουν στόν Πάπα κάποια μορφή πρωτείου ἐξουσίας καί παγκοσμίου δικαιοδοσίας»39.
Καί ἡ τρίτη προϋπόθεσις: ἡ Ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας τῆς πρώτης χιλιετίας, ἡ ὁποία εἶναι συνεπής στήν ἀποστολική, πατερική, συνοδική καί κανονική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τήν τρίτη αὐτή προϋπόθεσι μπορεῖ ἡ Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή νά ὁδηγηθῇ μέ ἀσφάλεια στό θεοφιλές συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης πρέπει νά ἀποβάλῃ ὅλα τά ἀντικανονικά προνόμια καί τίς περιττές ἐξουσίες πού περιεβλήθη κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας, ἤτοι:
1. Τό πρωτεῖον ἐξουσίας ἐπί τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, δῆθεν πετρίνειο40.
2. Τό Ἀλάθητον41.
3. Τό νά εἶναι ὑπεράνω τῶν συνόδων42.
4. Τό νά ὑπερέχῃ τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν43.
5. Τό νά εἶναι κριτής πάντων καί νά μή ὑπόκειται σέ κρίσι44.
6. Τό νά ἔχῃ τό ἔκκλητον ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας45.
7. Τό νά θεωρῆται ἐπίσκοπος τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίας46.
Μόνο ὑπό τήν τρίτη αὐτή προϋπόθεσι θά ἐλευθερωθῇ ὁ παπικός θρόνος ἀπό τήν τάσι νά διεκδικήσῃ ἕνα σύγχρονο πρωτεῖο παγκοσμίου «δικαιοδοσίας», καλυμμένο ἴσως μέ χριστιανικό μανδύα («ὑποχριστιανίζον κώδιον» θά τό ἔλεγε ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς).
Μόνο ὑπό τήν τρίτη αὐτή προϋπόθεσι ὁ Πάπας τῆς Ρώμης θά μπορέσῃ νά περιορισθῇ στά πρεσβεῖα τιμῆς, τά ὁποῖα συνοδικῶς τοῦ εἶχε παραχωρήσει ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ἦταν ἕνας ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος.
Ποιά εἶναι ἐν τέλει αὐτά τά «πρεσβεῖα τιμῆς»; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τά συνοψίζει ὡς ἑξῆς: «Εἶναι λοιπόν, ὡς εἴπομεν, πρεσβεῖα καί πρωτεῖα τοῦ Ρώμης, τό νά ἔχῃ τήν ἐξουσίαν πάντων τῶν ἐν τῇ Διοικήσει τῆς Ρώμης Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, ὥστε αὐτόν χειροτονεῖν αὐτούς μετά τῶν τῆς Διοικήσεως Ἐπισκόπων, καί τό νά ᾖναι πρῶτος τῇ τάξει τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν». 8. Τό νά εἶναι καθολική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Δηλαδή ἡ πρωτοκαθεδρία στίς συνόδους καί ἡ μνημόνευσίς του πρώτου στά Δίπτυχα, ἐφ’ ὅσον βεβαίως ἐπανακάμψῃ στήν Ὀρθόδοξο ἀποστολική πίστι ἀπό τήν ὁποία ἐξέπεσε.
Στήν προοπτική μιᾶς τἐτοιας αἰσίας ἐκβάσεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου θυμίζουμε τί ἔγραφε μέ αἰσιοδοξία ὁ ἀοίδιμος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσαν-θος, τόν 18ον αἰῶνα, προλογίζων τήν ἔκδοσι τῆς Δωδεκαβίβλου τοῦ πατριάρχου Δοσιθέου: «Εἰ δέ καί δέξεται διόρθωσιν ἡ δυτική Ἐκκλησία, καί ρίψει τούς νεωτερισμούς, καί ὅσα οὐκ εἶχεν ὅτε ἦν σύμφωνος τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τότε καί ὁ Ρώμης βέβαια ἄδεται ὡς εἰκός εἰς πᾶσαν τήν ὑφ’ Ἥλιον ὡς πρῶτος τῇ τάξει τῶν Πατριαρχῶν, καί φημίζεται παρρησίᾳ παρά τῶν μεγίστων Ἐκκλησιῶν καί τῶν τῆς Οἰκουμένης Ἀρχιερέων πρῶτος ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσι, καί ἐν τοῖς διπτύχοις ταχθήσεται ὡς ἦν καί ἀνέκαθεν πρό τοῦ σχίσματος, ἀλλά δή καί τά προνόμια καί πρεσβεῖα αὐτοῦ τά δίκαια καί τήν τιμήν ἡ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕ-νωσις ἀνακαινίζει καί ἀποδίδωσιν αὐτῷ μετά μεγάλης χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως»48.
Εὐχή καί ἐλπίδα μας εἶναι οἱ μέν Ρωμαιοκαθολικοί νά ἐγκαταλείψουν τήν παποκεντρική νοοτροπία, τά παπικά δόγματα καί τό παπικό πρωτεῖο, καί νά ἐπανέλθουν στήν ζωοποιό καί σωτήρια ἐνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ δέ ἡμέτεροι θεολόγοι νά τούς ὑποδείξουν μέ ὑπευθυνότητα καί σαφήνεια τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Τό ἔργον θά εἶναι τῆς Χάριτος τοῦ παναγάθου Θεοῦ.
***
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΙΕΡΟΜ. ΛΟΥΚΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ
ΜΕ ΘΕΜΑ
«ΤΑ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ»
Τά πρεσβεῖα τιμῆς εἶναι ὁ ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικός καί μέ ἱερούς Κανόνες κατωχυρωμένος θεσμός, ὁ ὁποῖος διέπει τίς σχέσεις τῶν ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν πρός τόν μεταξύ αὐτῶν «πρῶτον». Ὁ θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀρθόδοξο Πίστι καί τήν συνοδικότητα. Ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων εἶναι ἡ μορφή, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν θεσμό τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χιλιετία. Στήν Ἀνατολή τά πρεσβεῖα τιμῆς ἀθετήθηκαν ἐνίοτε, μέ κίνητρο τήν πρόθεσι ἐπιβολῆς κάποιας αἱρέσεως (Διόσκορος, Τιμόθεος Αἴλουρος). Στήν Δύσι καταλύθηκαν ὁριστικά μέ κίνητρο τήν ἡγεμονική διάθεσι τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἡ ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τά πρεσβεῖα τιμῆς, εἶναι καρπός τῆς συνοδικότητος, ἐνῶ ἡ ἐξουσία πού οἰκειοποιήθηκε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καταλύσεως τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν σήμερα συζητοῦμε εἰλικρινά γιά τόν ρόλο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία, ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ ὑπό Ὀρθόδοξες προϋποθέσεις ἔρευνα τῆς ἱστορικῆς ἐκείνης περιόδου μαρτυρεῖ γιά τήν τάσι τῆς ρωμαϊκῆς καθέδρας νά περιβληθῇ τίς ἐξουσίες τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὅπως ἀναπτύχθηκαν καί τίς γνωρίζουμε κατά τήν δεύτερη χιλιετία. Ἡ προσπάθεια τοῦ συγχρόνου θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρέπει ὁπωσδήποτε, πέραν τῆς ἀποβολῆς τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῆς Ρώμης (Φιλιόκβε, κτιστῆς Χάριτος, ἀλαθήτου, καθαρτηρίου κ.λπ.), νά στοχεύσῃ καί στήν ὁριστική ἀποβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ὄχι σέ κάποια κοινῶς ἀποδεκτή ἐπανερμηνεία του.
Υποσημειώσεις
1 Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, ἔκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 42-47. Ἀρχιμ. Βασιλείου, Εἰσοδικόν, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος 1987, σελ. 65-68.
2 Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ἐρωτῶ ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται ἓν, κατὰ τὸ ἐν ἐμοὶ σῶμα, καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ τελείωσιν• ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται τέλειοι, ἔχοντες πρὸς τοῦτο τὴν ἑνότητα, καὶ εἰς αὐτὸ ἓν γενόμενοι• ἵνα, ὡς ἂν πάντες φορεσθέντες παρ᾽ ἐμοῦ, πάντες ὦσιν ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καὶ εἰς ἄνδρα τέλειον καταντήσωσιν. Οἱ γὰρ πάντες, ἐκ τοῦ αὐτοῦ μεταλαμβάνοντες, ἓν γινόμεθα σῶμα, τὸν ἕνα Κύριον ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς» (Κατά ἀρειανῶν, PG 26, 369). Καί ἐπίσης: «Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Λόγος ἐστὶν ἐν τῷ Πατρὶ, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Λόγου δίδοται, θέλει λαβεῖν ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα, ἵνα, ὅταν ἐκεῖνο λάβωμεν, τότε ἔχοντες τὸ Πνεῦμα τοῦ Λόγου τοῦ ὄντος ἐν τῷ Πατρὶ, δόξωμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τὸ Πνεῦμα ἓν γίνεσθαι ἐν τῷ Λόγῳ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρί. Τὸ δὲ, ὡς ἡμεῖς, ἐὰν λέγῃ, οὐδὲν ἕτερον πάλιν ἐστὶν, ἢ ἵνα ἡ γινομένη τοιαύτη τοῦ Πνεύματος χάρις εἰς τοὺς μαθητὰς ἀδιάπτωτος καὶ ἀμεταμέλητος γένηται» (ἔνθ’ ἀνωτ. PG 26, 376).
3 «Διότι ἄν δέν ἔχωμεν τόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης καί ἐάν δέν εἰρηνεύωμεν ἀνάμεσόν μας, βέβαια θέλομεν χάσομεν τήν ἕνωσιν, ὁποῦ μᾶς ἐχάρισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον», σχολιάζει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἐρμηνεία εἰς τάς ΙΔ’ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμ. 2ος, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1990, σελ. 428). Βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, Ἀθῆναι 1969, σελ. 19.
4 «Εἰς τὴν ἑνότητα, φησὶ, τῆς πίστεως. Τουτέστιν, ἕως ἂν δειχθῶμεν πάντες μίαν πίστιν ἔχοντες. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἓν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκωμεν», καί «ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύωμεν, τότε ἑνότης ἐστίν» (Ἀγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, PG 62, 83).
5 «Πανταχοῦ τό ἕν καί εἷς τέθεικεν εἰς συμφωνίαν συνάπτων τήν ἐκκλησίαν. Ἕνα φησί Κύριον ἔχομεν. Ἑνός βαπτίσματος ἀπηλαύσαμεν. Μίαν πίστιν προσενηνόχαμεν. Εἶς ὁ ἐπί πάντων Θεός καί πατήρ. Προσήκει τοίνυν ὑμᾶς ὡς ἀδελφούς τήν περί ἀλλήλους ἔχειν ὁμόνοιαν» (Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς, Δ’, η’, PG 82, 533. Βλ. καί Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἐρμηνεία εἰς τάς ΙΔ’ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 428, ὑποσημ. 64).
6 Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Τό Κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, περιοδ. Ἐν Συνειδἠσει, Ἅγια Μετέωρα 2009, σελ. 90-99.
7 Βλασίου Φειδᾶ, Προϋποθέσεις..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 47-50.
8 Περί συνοδικότητος βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, ἔκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 113-129.
9 Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 156.
10 Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 207, ὑποσημ.
11 «Καθώς, λόγου χάριν, εἶναι τά περί δογμάτων ζητήματα, αἱ οἰκονομίαι καί διορθώσεις τῶν κοινῶν σφαλμάτων, αἱ καταστάσεις καί χειροτονίαι τῶν Ἀρχιερέων, καί ἄλλα παρόμοια» (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 37).
12 Βλ. ἑρμηνεία ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου στόν ζ’ τῆς Α’, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 132.
13 Βλ. ἑρμηνεία στόν γ’ τῆς Β’, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 157-158.
14 Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 37.
15 Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, τόμ. πρῶτος (βιβλία Α’ καί Β’), σελ. 283.
16 Ἐφεσ. ΙΙΙ, 2. Βλ. καί Βλασίου Φειδᾶ, Προϋποθέσεις..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 25.
17 Ἐγκὠμιον εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, η’, PG 35, 1089. ,
18 Στήν Μικρά Ἀσία «συνῆλθον σύνοδοι («πολλάκις καί πολλαχῇ»...) κατά τῶν Μοντανιστῶν» (Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1978, σελ. 81). Στό Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐπίσης συνῆλθε πολυπληθής σύνοδος ὑπό τόν Φιρμιλιανό γιά τό ζήτημα τοῦ Πάσχα (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 99). Στήν Συρία μεγάλη «σύνοδος καθῄρεσε Παῦλον τόν Σαμοσατέα καί ἐξέλεξε ἄλλον ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας (τόν Δόμνον), τά δέ πρακτικά τῆς μνημονευθείσης συζητήσεως μετά μακρᾶς ἐπιστολῆς ἔπεμψε πρός ὅλας τάς Ἐκκλησίας, κατ’ ἀρχάς εἰς τήν Ρώμην καί τήν Ἀλεξάνδρειαν» (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 171). Στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ «ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος συνεκάλεσε τέλος τό πρεσβυτέριον, καθῄρεσε καί ἀφώρισε (ἀνεθεμάτισε) τόν Ἄρειον καί τούς ὁμόφρονας κληρικούς» καί ἀργότερα «συνεκάλεσε σύνοδον τῶν ἐπισκόπων τῆς Αἰγύπτου καί Λιβύης («ἐγγύς ἑκατόν ὄντων»), ἡ ὁποία ἐπεκύρωσε τάς προηγουμένας ἀποφάσεις» (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 174). Στήν Ρώμη καί στήν Καρχηδόνα συγκροτήθηκαν πολλές καί μεγάλες σύνοδοι σχετικῶς πρός τά ζητήματα τῶν νοβατιανῶν, τῶν ἐκπεσώντων, τοῦ ἀναβαπτισμοῦ. «Κατ’ αἴτησιν τοῦ Ρώμης Βίκτορος συνεκλήθησαν τότε σύνοδοι ἐν Ρώμῃ, Γαλλίᾳ, Κορίνθῳ, Ἀσίᾳ (Ἀσίᾳ καί Πόντῳ), Παλαιστίνῃ, Ὀρσοηνῇ καί ἀλλοῦ» (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 112).
19 Στό ζήτημα τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα δέν συνεφώνησαν ὁ ἐπίσκοπος Σμύρνης ἅγιος Πολύκαρπος μέ τόν Ρώμης ἅγιο Ἀνίκητο, οὔτε ἀργότερα ὁ Ἐφέσου Πολυκράτης μέ τόν Ρώμης Βίκτορα. Καί οἱ δύο πλευρές ἐπεκαλοῦντο ἀρχαία ἀποστολική παράδοσι. Εἰς δέ τό ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν ἐξ αἱρέσεων ἐπιστρεφόντων δέν συνεφώνησαν πρός τόν Ρώμης Στέφανο οὔτε ὁ Καρθαγένης ἅγιος Κυπριανός οὔτε ὁ Καισαρείας ἅγιος Φιρμιλιανός.
20 «Ἐσπούδασαν οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης καί πάλαι καί τώρα νά ἀποδείξουν, ὅτι ἐδόθη εἰς αὐτούς ἡ καθ’ ὅλου ἔκκλητος ἁπάσης τῆς Ἐκκλησίας... Καί διά νά κερδίσουν τήν πολυθρύλλητον ἔκκλητον ταύτην, τί δέν ἐμεταχειρίσθησαν; ἤ ποῖα ψεύδη δέν ἔπλασαν; Ἐν μέν γάρ τῇ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδῳ ὁ Ζώσιμος Πάπας ψευδῶς εἶπεν, ὅτι ὁ ε’ καί ὁ ιδ’ Κανών τῆς παρούσης εἶναι Κανόνες τῆς ἐν Νικαίᾳ», γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος (Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 445-446, ὑποσημ. 1). Βλ. ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου κατά τῶν Ἰησουιτῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπεραμύνονται τῶν παπικῶν ἀξιώσεων: «Ψεύδονται λοιπόν, ψεύδονται οἱ Ἰησουῖται οἱ λέγοντες... κ.λπ.» καί «Ψευδής λοιπόν, ψευδής ἡ ζητουμένη τοῦ Πάπα ἔκκλητος» (αὐτόθι).
21 Βλ. Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 482.
22 Βλ. Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 541.
23 Βλ. Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 542.
24 Β. Στεφανίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 289, ὑποσημ. 9. Ὁ πάπας Δάμασος (366-384) ἐπεξέτεινε τήν δικαστική του ἐξουσία στίς ἐκκλησίες τῆς Γαλλίας, τῆς Ἰσπανίας (παπικά δεκρετάλια), ὁ πάπας Ζώσιμος (417-418) ἵδρυσε τό πρῶτο παπικό βικαριάτο στήν Ἀρελάτη τῆς Γαλλίας, ὁ πάπας Σιμπλίκιος (468-483) τό δεύτερο στήν Ἰσπανία καί ταυτόχρονα σειρά παπῶν ἐνίσχυαν τό παπικό βικαριᾶτο τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ (μέ ἕδρα τήν Θεσσαλονίκη) πού ἵδρυσε ὁ πάπας Δάμασος. Ἐπί πάπα Λέοντος Α’ ἡ Βόρειος Ἀφρική (λεηλατημένη ἀπό τούς Βανδάλους) ὑπετάγη ὁλοσχερῶς στήν Ρώμη (Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἄθῆναι 1978, σελ. 293-296).
25 Βλασίου Φειδᾶ, Ἱστορικοκανονικά προβλήματα περί τήν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, Ἀθῆναι 1970, σελ. 127-129.
26 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ.149.
27 Βλ. Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 216, ὅπου ἐπιπλέον ὁ ἴδιος ἅγιος παρατηρεῖ: «Ἀδριανός α’ ἐν τῇ πρός Ταράσιον ἐπιστολῇ, ταύτην τήν ἀξιάγαστον μαρτυρίαν περί τῶν Κανόνων τούτων ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς: ‘‘Τά ὑπό τῆς αὐτῆς ἁγίας ἕκτης Συνόδου δέχομαι, μετά πάντων τῶν ἐνθέσμως καί θειωδῶς ἐκφωνηθέντων παρ’ αὐτῆς Κανόνων, ἐν οἷς ἐμφέρεται: Ἔν τισι τῶν σεπτῶν εἰκόνων Γραφαῖς’’· καί προστίθησιν ὅλον τόν πβ’ Κανόνα αὐτῆς (σελ. 747 τῆς συλλογῆς τῶν Συνόδων). Ὁ δέ Γρηγόριος Πάπας ἐν τῇ πρός τόν ἅγιον Γερμανόν ἐπιστολῇ (ἥτις κεῖται ἐν τῇ δ’ πράξει τῆς Ζ’ Συνόδου) περί τοῦ ἰδίου τούτου Κανόνος τῆς παρούσης ΣΤ’ [Πενθέκτης]: ‘‘Δι’ ὅ μεγίστης σωτηρίας ὑπόθεσιν ἡ τῶν ἁγίων ὁμήγυρις θεοβούλως τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦτο τό κεφάλαιον παραδέδωκε’’. Καί ὅρα ὅτι ἁγίαν ὁμήγυριν τήν Σύνοδον ταύτην ὀνομάζει».
28 Βλ. Β. Στεφανίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 364. Ἐπίσης, Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὁ πάπας τῆς Ρώμης κατά τήν Α’ καί Β’ χιλιετία, περιοδ. Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση, τ. 159/2009.
29 Βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β’, Ἀθῆναι 1994, σελ. 393-395.
30 Βλ. καί  Βλασίου Φειδᾶ, Ἱστορικοκανονικά προβλήματα περί τήν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ τῆς  πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, Ἀθῆναι 1970, σελ. 114.
31 Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὁ πάπας τῆς Ρώμης κατά τήν Α’ καί Β’ χιλιετία, περιοδ. Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση, τ. 159/2009.
32 Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 208.
33 Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 252, ὑποσημ. 1. . Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολή οὐδέποτε υἱοθέτησε,
34 Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία λστ’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης, Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 252, ὑποσημ. 1. Σημαντική ἀπόπειρα ἀνατροπῆς τῆς κανονικῆς τάξεως τοῦ κη’ Κανόνος ὑπῆρξε ἡ ἐνέργεια τοῦ Τιμοθέου Αἰλούρου νά ἀποδώσῃ στόν θρόνο τῆς Ἐφέσου πατριαρχικά δίκαια μέ τίς ἀποφάσεις τῆς μονοφυσιτικῆς συνόδου τῆς Ἐφέσου ἐπί αὐτοκράτορος Βασιλίσκου (Βλασίου Φειδᾶ, Ἱστορικοκανονικά προβλήματα περί τήν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, Ἀθῆναι 1970, σελ. 106-112).
35 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, ἔκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 115-116.
36 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, ἔκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 116-117.
37 Ἀρχιμ. Βασιλείου, Εἰσοδικόν, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 67.
38 Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὁ πάπας τῆς Ρώμης κατά τήν Α’ καί Β’ χιλιετία, ἔνθ’ ἀνωτ. 39 Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 54 (2007).
40 Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, τόμ. πρῶτος (βιβλία Α’ καί Β’), σελ. 65-66 καί 72.
41 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 519.
42 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 279, 343 καί 132-133.
43 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 301.
44 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 188-190, 191 καί 346.
45 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 338 καί 343.
46 Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 149-150.
47 Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 208.
48 Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 13-14.
***

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...