Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορική Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορική Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

Ο Έλληνας που θυσίασε γυναίκα, παιδιά και γονείς για να σώσει το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822




Χριστούγεννα 1822. Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, πολιορκούν το Μεσολόγγι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων δεν ξεπερνούσαν του 900 άντρες.

Η πολιορκία είχε κρατήσει ήδη δύο μήνες και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Οι ασθένειες θέριζαν το στρατόπεδο, οι μισθοί καθυστερούσαν, γίνονταν συνεχώς επιθέσεις από ομάδες κλεφτών και είχαν αρχίσει κι οι συνηθισμένες διαφωνίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών. Τότε, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να κάνουν μία νυχτερινή επίθεση. Για εκείνη την εποχή, οι βραδινές επιχειρήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες και προβολείς και ήταν τρομερά δύσκολο να συντονιστούν τα τμήματα. Αλλά ήταν τέτοια η ανάγκη των Τούρκων να σημειώσουν κάποια πρόοδο με την πολιορκία, που ήταν διατεθειμένοι να τολμήσουν ακόμα και αυτό. Σχεδίασαν, μάλιστα, να επιτεθούν παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία.

Η θυσία του Γιάννη Γούναρη

Ίσως το Μεσολόγγι να είχε πέσει από την πρώτη πολιορκία, αν οι υπερασπιστές δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια των Τούρκων στρατηγών. Ο σωτήρας των Μεσολογγιτών ήταν ο Γιάννης Γούναρης. Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα.
Ο Γούναρης γνώριζε για τη νυχτερινή επίθεση, αλλά αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν, λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε όσους δεν πολεμούσαν να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε.
Οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης, δεν σώθηκε.
Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του. Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού»
Η αρχική φωτογραφία αποτυπώνει το Μεσολόγγι το 1908....



Κυριακή, Δεκεμβρίου 24, 2017

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1500 ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ



  Το κείμενο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα kefalonizw,  25-30 Δεκ. 2015.

          Το Δεκέμβριο του 1500 στην Κεφαλονιά έγινε πεισματική και φονικότατη μάχη: συγκρούστηκαν τρεις δυνάμεις γύρω από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, το τότε διοικητικό κέντρο του νησιού. Η μάχη εκείνη κρίθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων, με αποτέλεσμα ο νικητής να πάρει για λάφυρό του το νησί. Και από τότε η ζωή της Κεφαλονιάς και των κατοίκων της άνοιγε νέο δρόμο…

          Είναι η περίοδος που οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής συγκρούονταν για την ηγεμονία του μεσογειακού χώρου και κόσμου. Η Βενετία ήθελε να διατηρήσει για το εμπόριό της ανοικτό το δρόμο Αδριατική-Ιόνιο-Κρήτη-Κύπρος-Εγγύς Ανατολή, η Ισπανία ονειρευόταν κοσμοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ολοένα και επεκτεινόταν προς την κεντρική Μεσόγειο.
         Μέσα σε αυτόν τον ανταγωνισμό τα Ιόνια, και προφανώς και η Κεφαλονιά, αποκτούσαν ξεχωριστή σημασία. Όποιος κατείχε την Κέρκυρα, κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της Αδριατικής. Όποιος κατείχε την Κεφαλονιά, έλεγχε την είσοδο/έξοδο του Κορινθιακού κόλπου αλλά και το θαλασσινό ταξίδι προς Ιταλία και Σικελία. Όποιος κατείχε τη Ζάκυνθο ή και τα Κύθηρα, διευκόλυνε την πορεία προς Κρήτη και ανατολική Μεσόγειο.

          Από το 1485 η Κεφαλονιά βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών. Περιήλθε στους τελευταίους μετά από μια συνθήκη μεταξύ Βενετίας και Πύλης: η Κεφαλονιά στους Οθωμανούς και η Ζάκυνθος στους Βενετούς. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής δεν υπήρξαν ιδιαίτερες ανακατατάξεις ούτε σοβαρές αλλαγές στην κοινωνική δομή. Μειώθηκε αρκετά η επιρροή της Λατινικής Εκκλησίας, ενώ αντίθετα η επιρροή, το κύρος και ο ρόλος του ορθόδοξου επισκόπου αυξήθηκαν αποφασιστικά. Αυτό που κυρίως ενδιέφερε τους Οθωμανούς κυρίαρχους ήταν η διατήρηση κοινωνικής ηρεμίας, η είσπραξη των φόρων και ο στρατιωτικός έλεγχος του νησιού.
          Ο Δόγης, βέβαια, της Βενετίας καθώς και ο Φερδινάνδος της Ισπανίας επιδίωκαν τον περιορισμό του Σουλτάνου στη Μεσόγειο. Όσο, μάλιστα, δυσκόλευαν τα πράγματα για τη Βενετία – περιορίζονταν οι ηπειρωτικές κτήσεις της τελευταίας (Ναύπακτος, Μεθώνη, Κορώνη)– τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον της για το Ιόνιο και την Κεφαλονιά ειδικότερα. Γι’ αυτό η Βενετία είχε βάλει στο στόχαστρό της την Κεφαλονιά, ενώ ο βασιλιάς της Ισπανίας έχει δώσει εντολή στον αρχηγό του καλά εξοπλισμένου στόλου του να βοηθήσει τη Γαληνότατη στον πόλεμό της με το Σουλτάνο.
          Στις αρχές του καλοκαιριού του 1500 ο ισπανικός στόλος με ναύαρχο τονGonzalo Fernandez de Cordoba, τον γνωστό Gran Capitan, έπλευσε προς τη Μεσσήνη της Σικελίας και το φθινόπωρο έφτασε στη Ζάκυνθο, όπου ενώθηκε με το βενετικό στόλο, που ήταν κάτω από τη διοίκηση του Benito Pesaro, Γενικού Διοικητή της Θάλασσας της Βενετικής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ, ο οθωμανικός στόλος είχε καταλάβει τον Αύγουστο τη Μεθώνη και την Κορώνη, δυο σημαντικές βενετικές κτήσεις, τις οποίες ο Β. Pesaro ήθελε να ανακτήσει.
          Ο ενωμένος ισπανοβενετικός στόλος κατευθύνθηκε τις αρχές Νοεμβρίου προς την Κεφαλονιά, προκειμένου να προμηθευτεί ξυλεία από τον ελατόφυτο Αίνο για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών. Και ενώ οι Βενετοί επιδίδονταν στην υλοτόμηση, καταστρώθηκε το σχέδιο κατάληψης του νησιού με την πολιορκία του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου.
          Στο Κάστρο είχε οχυρωθεί η οθωμανική φρουρά του νησιού με 700 (ή, σύμφωνα με άλλους, 300) στρατιώτες υπό την αρχηγία του ατρόμητου, αλβανικής καταγωγής,Gisdar. Οι Οθωμανοί δεν πτοήθηκαν, βλέποντας τους Βενετούς και τους Ισπανούς να περικυκλώνουν το Κάστρο, να στήνουν το πυροβολικό τους, να ανοίγουν υπονόμους, που τους γέμιζαν εκρηκτικά, να στήνουν ψηλές σκάλες για να σκαρφαλώνουν στα τείχη. Εξάλλου, ο λόφος, στην κορυφή του οποίου ήταν κτισμένο το Κάστρο, ήταν σε κάποια σημεία του αρκετά απότομος και βραχώδης, γεγονός που θα δυσκόλευε τους πολιορκητές. Σε πρόταση, μάλιστα, παράδοσης, που έγινε από τον Gran Capitan, που είχε την ευθύνη της πολιορκίας, απάντησαν οι Οθωμανοί ότι δεν παραδίδονται, αλλά θα υπερασπιστούν μέχρι τέλους το οχυρό.  
          Στις συντονισμένες επιθέσεις των πολιορκητών, αντιστέκονταν με ηρωισμό οι πολιορκημένοι. Η οθωμανική αντίσταση, που δεν ήταν αναμενόμενη, παρέτεινε περισσότερο την παραμονή των πολιορκητών, οι οποίοι αντιμετώπισαν προβλήματα επισιτισμού, παρά την προσφορά κάποιων Κεφαλονιτών, που τους διέθεσαν πολλά ζώα για τη διατροφή τους. Επιπλέον, οι δριμύτατες καιρικές συνθήκες αρκετά δυσκόλευαν τις εφόδους. Αλλά και η θέση των πολιορκημένων, λόγω της παράτασης της πολιορκίας γινόταν κρίσιμη, καθώς εξαντλούνταν τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
          Μετά από 50 περίπου ημέρες πολιορκίας, προετοιμάστηκε η τελική έφοδος, που πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα της 24ης Δεκεμβρίου. Οι επιτιθέμενοι κατόρθωσαν να φτάσουν μέχρι την κορυφή του λόφου. Η μάχη, που ακολούθησε, ήταν σκληρή. Με μια ξύλινη γέφυρα προωθήθηκε από κάποιο σημείο των τειχών ένα τμήμα των πολιορκητών στο εσωτερικό του Κάστρου, αιφνιδιάζοντας τους Οθωμανούς. Αλλά οι τελευταίοι ούτε και τότε παραδόθηκαν. Η σύγκρουση και από τις δυο πλευρές υπήρξε άγρια. Η οθωμανική φρουρά εξοντώθηκε και η εκπόρθηση του Κάστρου ήταν πια γεγονός. Στα μισογκρεμισμένα από τις ισπανοβενετικές οβίδες τείχη του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου υψώθηκε το λάβαρο του Αγίου Μάρκου.

          Παραμονή των Χριστουγέννων του 1500 η Κεφαλονιά άλλαζε κυρίαρχο. Η Βενετία για 300 περίπου χρόνια (1500-1797) θα ορίζει τις τύχες αυτού του νησιού.         Η Βενετοκρατία δε θα σηματοδοτήσει απλώς την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος. Θα επιφέρει ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό, κοινωνικο-οικονομκό, δημογραφικό και εκκλησιαστικό επίπεδο, που θα δημιουργήσουν μια άλλη, μια νέα κατάσταση στο νησί.
          Η ένταξη της Κεφαλονιάς για τρεις περίπου αιώνες στον αστερισμό της Βενετικής Δημοκρατίας θεωρείται για το νησί και τους κατοίκους του ιστορικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, καθώς οι συνέπειές του ανιχνεύονται ακόμη και στη σημερινή κεφαλονίτικη πραγματικότητα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ζαπάντη Σταματούλα, Κεφαλονιά 1500-1571. Η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού,εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.
Λειβαδά Ντούκα Ευρυδίκη, Κεφαλονιά: Το Κάστρο τ’ Αη-Γιώργη, έκδοση «Οδύσσεια Κεφαλονιάς και Ιθάκης», Αργοστόλι, χ.χ.
Λιβιεράτος Ευστάθιος, Ιστορία της νήσου Κεφαλληνίας, Εγράφη εν έτει 1916 εν Ληξουρίω και εξεδόθη εν έτει 1988 εν Πειραιεί.
Λοβέρδος Κωστής Ιωάννης, Ιστορία της νήσου Κεφαλληνίας, Δοκίμιον εξελληνισθέν υπό Π. Κ. Γρατσιάτου, εν Κεφαλληνία 1888.
Μοσχόπουλος Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, τ. Α΄, Αθήνα 1985

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2017

"ΜΙΑ ΦΩΝΑΡΑ Θ' ΑΚΟΥΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΕΡΑ-ΠΕΡΑ"


 Αναρτήθηκε στην τοπική ιστοσελίδα kefalonizw, τελευταίο πενθήμερο Απριλίου 2016


         
          Πριν από 119 περίπου χρόνια, την Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου του 1897, στο Αργοστόλι ένας «εργάτης ποιητής» απαγγέλλει στην αίθουσα του Εργατικού Συνδέσμου του Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» ένα υπέροχο ποίημα – ένα ποίημα-μάθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και ανατροπής.
          Ο συγκεκριμένος Εργατικός Σύνδεσμος είχε ιδρυθεί το Σεπτέμβριο του 1894 από πρωτοπόρους εργάτες της πόλης, με σκοπό την ηθική και υλική αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του και την αντιμετώπιση των εργατικών προβλημάτων. Βέβαια, δεν πρέπει να περιμένουμε, για  εκείνη την εποχή, ένα σωματείο συνδικαλιστικό με διεκδικητικές διαθέσεις.  Η παρουσία του, πάντως, θα είναι μακροχρόνια και η δράση του πολυδιάστατη, όχι πάντα κατανάγκην φιλεργατική, καθώς καθοριστική υπήρξε η εμπλοκή τοπικών πολιτικών παραγόντων, που αποπροσανατόλισαν τη δράση του. Ο Σύνδεσμος, όμως, παρά τα προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά, που αντιμετώπισε, εκτιμάται ότι είχε μια αξιόλογη κοινωνική προσφορά: ανέλαβε τη συντήρηση Σχολής Απόρων Παίδων και Εφήβων και Σχολής Απόρων Κορασίδων, εκπαίδευσε για μεγάλο διάστημα μουσικό σώμα, ενώ σε τακτά χρονικά διαστήματα διοργάνωνε συναντήσεις-συζητήσεις με θέματα πολιτικά, φιλοσοφικά και πολιτικά, όπως π.χ. για τους συνεταιρισμούς, για τη θρησκεία, για τη μουσική, για την υγιεινή κ.λπ.

          Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτών των συναντήσεων-συζητήσεων εκείνη τη δεκεμβριάτικη Κυριακή του 1897 στην αίθουσα του Εργατικού Συνδέσμου Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» ένας, άγνωστος σ’ εμάς «εργάτης ποιητής» απήγγειλε ένα ποίημα σχετικό προφανώς με το περιεχόμενο της εκδήλωσης.   
          Ο δημιουργός του ποιήματος φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ καλά τη ζωή και τα βάσανα των λαϊκών τάξεων. Μιλάει γι’ αυτές με θαυμασμό και εκτίμηση· Εξαίρει την κοινωνική προσφορά του γεωργού, του κτηνοτρόφου και του ψαρά αλλά και του κάθε κατηγορίας εργαζόμενου και τεχνίτη, όπως του οικοδόμου, του μπογιατζή, του μαραγκού, του σιδερά, του τσαγκάρη και του ράφτη.                                                                                                                                                                                                                                                            
          Εκφράζει, παράλληλα, την πίκρα και την αγανάκτησή του για την αδικία και την ανισότητα, που επικρατούν στην ανθρώπινη κοινωνία. Ενώ ο Θεός ζήτησε από τον Αδάμ με την εργασία του να βγάζει το ψωμί του, υπάρχουν άνθρωποι στην ανθρώπινη κοινωνία, οι οποίοι, χωρίς να εργάζονται, ζουν και μάλιστα πολύ πιο άνετα και πλουσιοπάροχα από τους εργαζόμενους. Αυτό συνιστά αδικία αλλά και διαστρέβλωση του λόγου του Θεού.
          Με άλλα λόγια ο «εργάτης ποιητής» διαπιστώνει την ταξικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας: οι πλούσιοι και οι φτωχοί - δυο αντίπαλες οικονομικο-κοινωνικές κατηγορίες, που συνιστούν μια μόνιμη αντιπαλότητα και αντιπαράθεση, μια σταθερή διαχρονική ταξική σύγκρουση.
          Το «πάνω χέρι», βέβαια, το έχουν οι πλούσιοι. Αλλά γι’ αυτήν την πορεία και κατάληξη της ανθρώπινης κοινωνίας ο «εργάτης ποιητής» θεωρεί ότι ευθύνη έχει και ο Θεός, καθώς την ανέχεται, τη διατηρεί: ενώ οι τσαγκάρηδες και οι ραφτάδες ποδαίνουν και ντύνουν τον κόσμο, οι ίδιοι μένουν ξυπόλυτοι και γυμνοί «αφού κι ο Θεός το θέλει», όπως γράφει· ενώ οι κτίστες, οι μπογιατζήδες, οι σιδεράδες, οι μαραγκοί μαζί με τους «λαγουρέντες» τους χτίζουν σπίτια και παλάτια, οι ίδιοι μένουν σε τρώγλες, «γιατί το θέλει ο Θεός κι ο πλούσιος» να ζουν έτσι»…
           Τι θέλει να πει με τα παραπάνω ο «εργάτης ποιητής» μας; Ότι δεν εφαρμόζεται στην κοινωνία η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη, την οποία επαγγέλλεται η χριστιανική διδασκαλία: δεν ισχύει για όλα τα ανθρώπινα όντα ο λόγος του Θεού «με την εργασία σου θα τρως το ψωμί σου»· ότι η χριστιανική Εκκλησία ως θεσμός-ηγεσία έχει συμμαχήσει με τους πλούσιους, αφού δείχνει να βολεύεται με την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα, καθώς οι πλούσιοι αξιοποιούν προς όφελός τους τη χριστιανική θρησκεία.
          Έτσι, ο «εργάτης ποιητής» γίνεται μαχητικός απολογητής των δικαιωμάτων όλων των κατώτερων εργαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, αγροτών, εργατών, τεχνιτών και ταυτόχρονα κατήγορος της φτώχειας και της ανισότητας, και της αδικίας και της καταπίεσης. Παράλληλα, διατυπώνει το δικό του όραμα για μια άλλη, μια νέα κοινωνία με ισότητα, αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.       
          Γι’ αυτό δε χάνει την αισιοδοξία του. Είναι βέβαιος για την αλλαγή, για την ανατροπή, η οποία προφανώς εξαρτιέται από το βαθμό κοινωνικής συνείδησης.  Όσο συνειδητοποιείται από τον εργατόκοσμο αυτή η άδικη κατάσταση, όσο τα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα αποκτούν αυτοπεποίθηση και συνείδηση της δύναμής τους, τόσο πλησιάζει η ώρα της ανατροπής. Και τότε μια σωτήρια φωνή, «μια φωνάρα», μας λέει ο «εργάτης ποιητής» μας θ’ ακουστεί στον κόσμο ολόκληρο, που θα δώσει το σύνθημα της επανάστασης. Θα πληροφορεί τους «κηφήνες», τους μη εργαζόμενους –πλούσιους, που ζουν από την εργασία των άλλων, ότι τελείωσε η … βασιλεία τους. Από εδώ και στο εξής  τα μέσα παραγωγής δεν θα ανήκουν σε αυτούς, σε ιδιώτες δηλαδή που θα τα καρπώνονται, αλλά θα γίνουν κοινωνική, λαϊκή ιδιοκτησία, από την αξιοποίηση της οποίας θα ζουν με ισότητα, αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη όλοι όσοι θα εργάζονται: «Κηφήνες, ξέρετέ το, / πως πας μη εργαζόμενος, ποσώς μη εσθιέτω».       

          Αλλά αξίζει να γνωρίσουμε το υπέροχο εκείνο ποίημα του άγνωστου, δυστυχώς, σ’ εμάς «εργάτη ποιητή» του Δεκεμβρίου του 1897. Το αντιγράφουμε από την εφημερίδα Ζιζάνιον, (αρ. φύλλου 80, 20-12-1897, σελ. 3β-4αβ), επεμβαίνοντας ελάχιστα στην ορθογραφία κάποιων λέξεων και στα σημεία στίξης.

Είπ’ ο Θεός προς τον Αδάμ: «Έξ’ από δώθε, χάχα,
δεν έγιν’ ο Παράδεισος για σένανε μονάχα,
έξ’ από δω, κηφηναριό, έξ’ από δω, τεμπέλη.
Κόπιασε με τον ίδρωτα να βγάνεις το καρβέλι,
η γη να δίνει προς εσέ ακάνθας και τριβόλους,
όχι να μώχεις χάρισμα εδώ τους μυροβόλους
κι αφράτους κήπους της Εδέμ, να ζης με την αμάκα,
βρωμόπλασμα κι ηλίθιε κι αγροίκε κι αρχιβλάκα.
Πάρε και την Αδάμενα, φύγ’ από δω, γκρεμίσου».
Και τον επέταξε κλωτσιές εκτός του Παραδείσου.

Και από τότες ο Αδάμ για την παρακοή του
με βάσανα και μ’ ίδρωτα έβγαζε το ψωμί του.
Και μεις οι κληρονόμοι του πήραμε την κατάρα
να τρώμε μια μπουκιά ψωμί με γκρίνια και μ’ αντάρα.
Κι αφού το είπε ο Θεός, εμείς υποτασσόμεθα
κι αενάως οι φτωχοί σα σκλάβοι εργαζόμεθα.

Δεν είπε όμως ο Θεός «σκλάβοι και πεινασμένοι,
ρακένδυτοι, ξυπόλητοι κι εγκαταλελειμμένοι».
Θεέ, παραγνωρίστηκαν τα λόγια σου τα θεία
κι απ’ ό,τι συ εκέλευσες ιδού τα εναντία.
Κι ενώ εμείς δουλεύουμε κατά το θέλημά σου
κι εκπληρούμε επακριβώς τα παραγγέλματά σου,
εμείς οι εργαζόμενοι εφ’ όλου μας του βίου
την σήμερον στερούμεθα και του επιουσίου
κι άλλοι, μη εργαζόμενοι τον χρόνον ούτε ώρα,
απολαμβάνουν αφειδώς τα θεία σου τα δώρα.

Ο γεωργός σκάβει γυμνός τη γη και πεινασμένος
κι ο πλούσιος αναπαύεται χορτάτος και ντυμένος.
Ο πλούσιος το καλό κρασί να γεύεται, να πίνη
και το ξυνό και τ’ άχρηστο στο δουλευτή το δίνη.
Κι εν γένει όλους τους καρπούς, όσους η γη παράγει
και τους οποίους ο σκαφτιάς με βάσανα συνάγει,
είναι στην εξουσία του και στον εργάτη φθάνει
ένα κομμάτι κρίθινο, όσο να μην πεθάνη.

Συ, κτηνοτρόφε, δυστυχή, τρέφε καλά τα κτήνη
και στο φινάλε η κοπριά για σένανε θα μείνη,
γιατί το κρέας, το τυρί είναι για τους πλουσίους,
το γάλα και το βούτυρο πάλιν για τους ιδίους,
το δε μαλί τους και αυτό θα κάμη τα ενδύματα
των αφεντάδωνε. Και συ; Του Πειραιώς … βλαστήματα!

Και συ, ταλαίπωρε ψαρά, τρέχε με το καΐκι
μέσα σε τρίσβαθα νερά, με γύμνια, πείνα, φρίκη,
να βγάλεις, δύστυχε, και συ για τον αφέντη ψάρια,
και συ να τρως καμιά φορά ανάρτυτα χορτάρια.
Συ, κτίστη, φάβρε, μαραγκέ, πιτόρε, λαγουρέντη,
κάνε παλάτια, μέγαρα και συ για τον αφέντη,
και συ να ζης σε σπήλαια, σε τρώγλες, σε κοτέτσι,
γιατί το θέλει ο Θεός κι ο πλούσιος να ζης έτσι.  

Και σεις ακόμα δυστυχείς, τσαγκάρηδες, ραφτάδες,
να ντύστε, να ποδένετε και σεις τους αφεντάδες
και σεις γυμνοί, ξυπόλητοι, αφού κι ο Θεός το θέλη,
με μια λινάτσα κρύβετε τ’ απόκρυφά σας μέλη.

Και τέλος πάντων, κύριοι, των εργατών αι τάξεις
συχνά, πυκνά παθαίνουνε σπουδαίας αφαιμάξεις.
Κι εργάζονται σαν τα σκυλιά μέρα και νύκτα πάντες,
για να τα βρίσκουν έτοιμα οι πλούσιοι οι αφεντάδες.
Αλλά θα έλθη ο καιρός κι ελεύσεται μια μέρα,
που μια φωνάρα θ’ ακουστή στον κόσμο πέρα-πέρα
και θε να λέγη η φωνή «Κηφήνες, ξέρετέ το,
πως πας μη εργαζόμενος, ποσώς μη εσθιέτω».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Η γένεση και τα πάθη μιας πολιτείας. (Το Αργοστόλι αγωνίζεται), Αργοστόλι 1981.
Καμήλος Νικόλαος, Αδελφότητες και Εργατικοί Σύνδεσμοι στην Κεφαλονιά, τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα. Συμβολή στη μελέτη της Τοπικής Ιστορίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.
Σπ. Λουκάτος, «Πρώιμος εργατικός συνδικαλισμός στα Επτάνησα στα τέλη του 19ου αιώνα», [Β΄ Συμπόσιο του Κέντρου Μελετών Ιονίου, (Ζάκυνθος, 24-27 Οκτωβρίου 1985)], Κυμοθόη, τχ. 5 (Δεκέμβριος 1994), σσ. 7-33.
Πετράτος Πέτρος, «Πρώιμοι Εργατικοί Σύνδεσμοι στην Κεφαλονιά», εφ. Ενημέρωση (Κέρκυρας), 25-4-2004, σ. 11.

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2017

Η μάχη του Πέτα: Η πιο βαριά ελληνική ήττα κατά την Επανάσταση του 1821


imageΗ μάχη του Πέτα: Η πιο βαριά ελληνική ήττα κατά την Επανάσταση του 1821
Η φιλόδοξη εκστρατεία στην Ήπειρο – Ο Α. Μαυροκορδάτος και οι Έλληνες οπλαρχηγοί – Η προδοτική (;) στάση του Γώγου Μπακόλα – Οι απίστευτες ιστορίες των φιλελλήνων για πρώτη φορά στο διαδίκτυο
Μετά την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Αλή Πασά και τον θάνατο του ίδιου (24/1/1822), ο Χουρσίτ πασάς με εντολή της Υψηλής Πύλης, συγκέντρωσε στρατό από 36.000 Τουρκαλβανούς (Τσάμηδες, Λιάπηδες, Τόσκηδες και Γκέκηδες), με σκοπό να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο.
Οι οπλαρχηγοί των Τσάμηδων, γειτόνων των Σουλιωτών, φοβούμενοι ότι οι γενναίοι Ηπειρώτες θα έκαναν συχνές επιδρομές εναντίον τους, όταν έφευγαν οι Τουρκαλβανοί, ζήτησαν από τον Χουρσίτ, να μεσολαβήσει για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Παρά τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ πασά, οι Σουλιώτες αρνήθηκαν να τις δεχθούν. Εξοργισμένος, ο αλαζόνας Χουρσίτ, συγκέντρωσε στρατό από 15.000 Τουρκαλβανούς με ισχυρό ιππικό και πυροβολικό για να πολιορκήσει το Σούλι.
Ωστόσο, οι Σουλιώτες, αμυνόμενοι γενναία, κατόρθωσαν να ανακόψουν την εχθρική προέλαση. «Ακόμα και αν η θαυμαστή ανδρεία των Σουλιωτών δεν ήταν ήδη γνωστή, τα κατορθώματά τους εναντίον του Χουρσίτ είναι αρκετά για να τη μαρτυρήσουν», γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης». Έξαλλος ο Χουρσίτ, διόρισε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή αρχηγούς των οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο και έφυγε για τη Λάρισα, προκειμένου να ηγηθεί άλλου εκστρατευτικού σώματος, προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο.
Οι Σουλιώτες όμως, χρειάζονταν άμεσα βοήθεια και μια εκστρατεία στην Ήπειρο, φάνταζε απαραίτητη για την επαναστατημένη Ελλάδα. Αφενός θα ανακοπτόταν η πορεία των Τούρκων προς την Αιτωλοακαρνανία, αφετέρου, η Επανάσταση θα «στέριωνε» στον Μοριά. Παράλληλα, θα τονωνόταν αναμφισβήτητα, το ηθικό των Ελλήνων, σε περίπτωση νίκης.
Έπειτα από σύντομες διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση της εκστρατείας, με αρχηγό τον ίδιο τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ιδιαίτερα ευφυή, αλλά παντελώς αδαή γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα…
Οι ελληνικές δυνάμεις – Οι Φιλέλληνες – Οι συγκρούσεις πριν τη μάχη
Το εκστρατευτικό σώμα αποτελούσαν 560 άνδρες, οργανωμένοι κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα (πιθανότατα, ο πρώτος τακτικός ελληνικός στρατός), σώμα Επτανησίων, άψογα οργανωμένο από τον Σπυρίδωνα Πανά και από 93 φιλέλληνες (96 κατά τον υπασπιστή του Μαυροκορδάτου Ρεμπό). Στην Πάτρα, συναντήθηκαν με 1.000 Πελοποννήσιους που είχαν επικεφαλής τους Γενναίο Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (νικητή της μάχης του Βαλτετσίου) και τον Γιατράκο. Εκεί, ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναχωρήσει με 4 πλοία και 500 Μανιάτες προς την Ήπειρο, προκειμένου να αποβιβαστούν στη θέση Σπιάντζα και να βοηθήσουν, παράλληλα με τη χερσαία επίθεση, τους Σουλιώτες. Αρχηγός του επιτελείου, διορίστηκε ο Γερμανός φιλέλληνας Καρλ Φρίντριχ Λέμπερλεχτ, κόμης του Νόρμαν Έρενφελς, γνωστότερος ως Καρλ Νόρμαν.
Στην 1η Ιουνίου, ο στρατός ξεκίνησε από το Μεσολόγγι. Στις τάξεις του, είχαν προστεθεί μερικοί Μακεδόνες, υπό τους Γάτσο και Καρατάσο και αρκετοί Αιτωλοακαρνάνες. Όλοι αυτοί, έφτασαν στην κοιλάδα του Αχελώου, κοντά στο χωριό Μαχαλά, όπου είχαν κληθεί και οι οπλαρχηγοί της επαρχίας με τα σώματά τους. Οι άνδρες που συγκεντρώθηκαν εκεί, ήταν όμως μόνο 3.000, παρά τις προσδοκίες για άφιξη 10.000 ανδρών.
Μετά από τρεις ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν στην Αμφιλοχία (τότε Κραβασαρά). Εκεί, ο Μαυροκορδάτος, βρήκε τον φιλέλληνα Αντόνιο Μπασάνο με δύο κανονιοφόρους. Με τα πλοιάρια αυτά, ο Μαυροκορδάτος έστειλε στην Κόπραινα, που βρισκόταν στο βόρειο μέρος του Αμβρακικού Κόλπου, δύο κανόνια και πολεμοφόδια, για να μεταφερθούν στο Κομπότι, που βρισκόταν σε απόσταση 2 ωρών από την Άρτα (μιλάμε για το 1822!).
Λίγες μέρες αργότερα, έφτασαν στο Καμπότι και οι χερσαίες δυνάμεις. Την επόμενη ημέρα, ο Νόρμαν, με λίγους άνδρες, ξεκίνησε να κατοπτεύσει την γύρω περιοχή. Συνάντησε όμως σώμα από 500 Τούρκους ιππείς υπό τον Ισμαήλ Πλιάσα. Ο Νόρμαν, ψύχραιμα, διέταξε συντεταγμένη υποχώρηση των ανδρών του προς το Κομπότι. Παράλληλα, ενημέρωσε τους υπόλοιπους για τη συνάντησή του με τους 500 ιππείς. Οι Έλληνες στρατιώτες και οι φιλέλληνες έκαναν έφοδο και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Όσους επέζησαν, τους κυνήγησαν σχεδόν ως την Άρτα. Στη συμπλοκή αυτή, σκοτώθηκαν λίγοι Έλληνες τακτικοί στρατιώτες.
Δυστυχώς, την πανωλεθρία αυτή των Τούρκων, δεν την εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες. Ο Μαυροκορδάτος απουσίαζε στη Λαγκαδά για να προμηθευτεί τα απαραίτητα εφόδια και ο Νόρμαν δεν θέλησε να αναλάβει αυτός την ευθύνη μιας τέτοιας επιχείρησης.
Τα γεγονότα αυτά, έγιναν στις 10 Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε η άμεση αποστολή βοήθειας προς την πολιορκημένη Κιάφα, μετά από έκκληση των Σουλιωτών.
Με καθυστέρηση περίπου 10 ημερών, τη νύχτα της 22ας Ιουνίου, αναχώρησαν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Γάτσος, Βλαχόπουλος και Ίσκος με συνολική δύναμη 1.200 (ή κατ’ άλλους 1.500 ανδρών). Όμως, μεγάλη εχθρική δύναμη τους έφραξε τον δρόμο και τους αναχαίτισε στην Πλάκα (10 ώρες μακριά από την Κιάφα), κοντά στην περίφημη στενωπό των Πέντε Πηγαδιών.
Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας πολλές απώλειες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο τακτικός στρατός, οι φιλέλληνες, οι Επτανήσιοι, ο Θοδωρής Γρίβας, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος και άλλοι οπλαρχηγοί, πήγαν την άλλη μέρα στο χωριό του Πέτα, που αποτελεί φυσική οχυρή θέση για την επιτήρηση της τουρκικής φρουράς της Άρτας. Εκεί συνάντησαν τον παλιό αρματολό και οπλαρχηγό Γώγο (Γεώργιο) Μπακόλα και άλλους καπεταναίους.
Στο Κομπότι, έμειναν κυρίως Αιτωλοακαρνάνες υπό τους Παναγιώτη Ντόβα, Σπύρο Πεταλούδη και Κωνσταντίνο Γκολφίνο.
Ωστόσο, μια δυσάρεστη εξέλιξη, δημιούργησε νέα προβλήματα στο ελληνικό στρατόπεδο. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Κορσικανός Αντόνιο Μπασάνο, με δύο μικρές κανονιοφόρους, είχε καταφέρει να κυριαρχήσει στον Αμβρακικό Κόλπο. Όχι μόνο βοηθούσε στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των τουρκικών φρουρίων του Κόλπου, αλλά εφοδίαζε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα με ό, τι ήταν απαραίτητο. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν, έστειλαν εναντίον του τρεις κανονιοφόρους, συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Μπασάνο και σούβλισαν τους ναύτες του…
Ο Μπασάνο, απελευθερώθηκε αργότερα και πέθανε στο Ναύπλιο το 1836, ενώ ο αδελφός του Πασκάλ, που διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες στην Αττική, σκοτώθηκε το 1827.
Παράλληλα, ο διοικητής των φιλελλήνων Ντάνια, μαθαίνοντας ότι 800 Τουρκαλβανοί από την Άρτα είχαν πλησιάσει στα γειτονικά χωριά, αποφάσισε μαζί με τους άνδρες του και τους Επτανήσιους να τους χτυπήσουν, παρακούοντας τις εντολές του Μαυροκορδάτου και του Νόρμαν. Αυτή η παράτολμη ενέργεια, κατέληξε σε μια άσκοπη περιπλάνηση, με μοναδική επιτυχία την εξόντωση μιας εχθρικής φρουράς κοντά στα Πέντε Πηγάδια.
Εξαντλημένοι, οι φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, επέστρεψαν στο ελληνικό στρατόπεδο την 1η Ιουλίου.
Την ίδια μέρα, επέστρεψαν ο Μάρκος Μπότσαρης με τους άλλους οπλαρχηγούς από την Πλάκα.
Ήταν φανερό, ότι η εκστρατεία κάπου εκεί έπρεπε να τερματιστεί. Η καταπόνηση των στρατιωτών, η απώλεια του Αμβρακικού και τα λιγοστά εφόδια δυσκόλευαν πολύ,οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση.
Ωστόσο, ο Μαυροκορδάτος επέμεινε στη συνέχισή της.
Δεν είναι γνωστό, αν ο Νόρμαν, ο οποίος έβλεπε τα προβλήματα που υπήρχαν, συμβούλευσε τον Μαυροκορδάτο να γυρίσουν πίσω.
Αντίθετα, στο τουρκικό στρατόπεδο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αρχικά, οι Τούρκοι, είχαν φοβηθεί ότι στην εκστρατεία συμμετείχαν πάρα πολλοί στρατιώτες.
Όταν όμως έπιασαν σε ενέδρα τον Ιταλό φιλέλληνα Μονάλντι (τέλη Ιουνίου), έμαθαν από αυτόν πολλές λεπτομέρειες για τα σχέδια και τις δυνάμεις των Ελλήνων.
Αν και είχαν υποσχεθεί ότι θα του χαρίσουν τη ζωή, αφού έμαθαν ό, τι ήθελαν τον αποκεφάλισαν κι έστησαν το κομμένο κεφάλι του στη μέση της αγοράς της Άρτας!
Επικεφαλής των 8.000 Τούρκων στρατιωτών στην Άρτα, ήταν ο γνωστός μας Κιουταχής.
Γενικός αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή ήταν ο επίσης γνωστός μας, Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος κατέλαβε τις Βαριάδες, κομβική θέση μεταξύ Ιωαννίνων, Άρτας και Σουλίου.
Ο Κιουταχής που είχε διαπρέψει στον αγώνα εναντίον του Αλή πασά, αποφάσισε να «χτυπήσει» το Κομπότι. Η κατοχή του χωριού αυτού ήταν άκρως σημαντική για τους Έλληνες, καθώς βρισκόταν σε σημείο από το οποίο γινόταν η μεταφορά των πολεμοφοδίων. Στο Κομπότι, είχαν μείνει μόνο 150 άνδρες, κυρίως από την Αιτωλοακαρνανία. 1000 Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον τους. Έκαψαν τα άκρα του χωριού και ανάγκασαν τους Έλληνες να οχυρωθούν στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Από εκεί, αμύνθηκαν γενναία για δύο ώρες. Τότε, έφτασαν στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης από το Πέτα και οι Θ. Γρίβας και Γ. Ράγκος από τη Λαγκαδά. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι ότι θα έρθουν και άλλοι Έλληνες, αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Οι Έλληνες είχαν μόνο 7 τραυματίες.
Μόλις επέστρεψε στο Πέτα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή από τον πατέρα του Θεόδωρο, να επιστρέψει στον Μοριά. Η αποχώρηση του Γενναίου, με 250 ικανότατους πολεμιστές, ήταν ένα ακόμα τεράστιο πλήγμα για τις ελληνικές δυνάμεις.
Στο Πέτα, ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο για να καθοριστεί ο τρόπος άμυνας. Δημιουργήθηκε ζήτημα για την οχύρωση. Οι φιλέλληνες και οι τακτικοί δεν ήθελαν να κατασκευάσουν ταμπούρια. «Ημείς έχομεν τα στήθη μας προμαχώνα», είπε ο Ντάνια στον Γώγο Μπακόλα. «Ηξεύρομεν κι εμείς να πολεμούμεν», είπε στον Βλαχόπουλο, ο επίσης Ιταλός φιλέλληνας Ταρέλα.
Ο Νόρμαν διέταξε να περιχαρακωθεί το στρατόπεδο με τάφρο, ούτε όμως αυτό έγινε. Οι ελληνικές δυνάμεις έμειναν ακάλυπτες, ανάμεσα στις δύο λοφοσειρές στις οποίες βρίσκεται το Πέτα, με την εξής διάταξη: Τα δύο ελληνικά τάγματα τοποθετήθηκαν στο κέντρο, μαζί με δύο κανόνια και δέκα πυροβολητές, υπό τον Ελβετό φιλέλληνα Μπράντλι. Αριστερά, βρισκόταν οι φιλέλληνες και δεξιά οι Επτανήσιοι. Οι υπόλοιποι, πίσω απ’ το χωριό, τοποθετήθηκαν ως εξής: ο Βαρνακιώτης στο κέντρο, ο Μπότσαρης αριστερά, ο Γώγος Μπακόλας με τον Βλαχόπουλο δεξιά. Ο Ανδρέας Ίσκος και ο Γάτσος, έμειναν εφεδρεία. Ο Μπακόλας ανέλαβε να φρουρήσει τον γειτονικό λόφο του Μετεπιού, με τη συνδρομή των κατοίκων του Πέτα.
Η μάχη του Πέτα – Πώς ο διαγραφόμενος θρίαμβος έγινε πανωλεθρία
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε στις 5 τα ξημερώματα της 4ης Ιουλίου 1822. Ήταν πανσέληνος και αυτό εξυπηρετούσε τους επιτιθέμενους. Οι δυνάμεις των Τούρκων ήταν 7.000-8.000 άνδρες (2.000 από τους οποίους ήταν ιππείς), με επικεφαλής τους Κιουταχή και Ισμαήλ Πλιάσα. Ένα μέρος των δυνάμεων αυτών στάλθηκαν στο Κομπότι για να επιτεθούν στους Έλληνες που βρισκόταν εκεί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Πέτα, ήταν περίπου 2.000 άνδρες.
Οι αρχικές επιθέσεις αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις και τους φιλέλληνες. Τα πυροβόλα του Μπράντλι με τις εύστοχες βολές τους προκαλούσαν πανικό στους Τούρκους, οι οποίοι φαινόταν να τα έχουν χαμένα. Οι γενναίοι φιλέλληνες, μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές οι περισσότεροι, ετοιμάζονταν να τους καταδιώξουν. Ωστόσο, ένα αναπάντεχο γεγονός, άλλαξε άρδην την κατάσταση.
Ο Κιουταχής είχε στείλει από την αρχή της μάχης ισχυρό σώμα από 2.000 Αλβανούς στο πίσω μέρος της παράταξης των Ελλήνων, με εντολή να περάσουν από τον λόφο του Μετεπιού και να χτυπήσουν από τα νώτα. Ο Γώγος Μπακόλας, που όπως είπαμε είχε αναλάβει να φυλάει το Μετεπιό, άφησε να περάσει άθικτη η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών. Όταν αυτοί που ακολουθούσαν, βρέθηκαν σε απόσταση βολής, οι Έλληνες τους χτύπησαν. Ο γιος του Μπακόλα και ο Δήμος Τσέλιος καταδίωξαν και σκότωσαν πολλούς. Οι 80 προπορευόμενοι Αλβανοί, όλοι σημαιοφόροι και οι πιο ανδρείοι απ’ όλους, βρέθηκαν απομονωμένοι και, αμήχανα, τύλιξαν τις σημαίες τους και κατευθύνθηκαν προς την κορυφή του λόφου του Μετεπιού, αναζητώντας διέξοδο. Εκεί, έκπληκτοι, αντίκρισαν μόνο 8 Έλληνες και το άλογο του Γώγου Μπακόλα! Αναθάρρησαν, ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους και τις έστησαν στην κορυφή του υψώματος. Αυτό έφερε τα πάνω κάτω.
Οι άτακτοι Έλληνες στρατιώτες νομίζοντας ότι ο Μπακόλας τους πρόδωσε ή νικήθηκε, διασκορπίστηκαν. Μάταια ο Μπότσαρης προσπαθούσε να τους συγκρατήσει. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε παντελώς από τη μάχη. Ευτυχώς, πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, ήρθε ο Γώγος Μπακόλας με τους άνδρες του και έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή.
Ο Κιουταχής, εκμεταλλευόμενος το μομέντουμ, διέταξε γενική επίθεση. Οι άνδρες του είχαν πάρει θάρρος, βλέποντας δικές τους σημαίες στον λόφο του Μετεπιού. Παρά την ηρωική και λυσσαλέα αντίσταση, κυρίως των φιλελλήνων και των Επτανησίων, ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός για τους Έλληνες. Το ένα τρίτο του τακτικού στρατού, 68 φιλέλληνες, μεταξύ των οποίων οι Ντάνια και Ταρέλα, οι μισοί Επτανήσιοι και δέκα πυροβολητές σκοτώθηκαν. Οι Τούρκοι έχασαν 600 άνδρες.
Οι λίγοι αιχμάλωτοι φιλέλληνες και τακτικοί είχαν ακόμα χειρότερη τύχη. Υποχρεώθηκαν να περπατήσουν μέχρι την Άρτα, κρατώντας τα αιμόφυρτα κεφάλια των νεκρών συμπολεμιστών τους! Εκεί, μετά από φριχτά βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν όλοι, εκτός από ένα Πρώσο που είχε γνώσεις χειρουργικής.
Οι αιτίες της πανωλεθρίας στο Πέτα – Οι συνέπειες της ήττας
Μεγάλη ευθύνη για τη συντριβή στο Πέτα έχει αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που λόγω της φιλοδοξίας και της αρχομανίας του, επέμεινε να παραμείνει στην Ήπειρο. Διπλό λάθος του ήταν ότι «σκόρπισε» εμπειροπόλεμους άντρες στη Σπιάντζα, υπό τον Μαυρομιχάλη και την Πλάκα, υπό τον Μπότσαρη. Παράλληλα, απουσίαζε στις 10 Ιουνίου, μετά την πρώτη επιτυχία του Νόρμαν και των ανδρών του επί των Τούρκων. Αν ήταν παρών και διέταζε αντεπίθεση, εδώ έχει και ο Νόρμαν ένα μερίδιο ευθύνης, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Άλλο σημαντικό λάθος ήταν ότι δεν οχυρώθηκαν οι θέσεις των αμυνόμενων. Οι γενναίοι και εμπειροπόλεμοι φιλέλληνες πλήρωσαν την αποκοτιά τους με την ίδια τους τη ζωή…
Τρία ακόμα βασικά λάθη:
i. Η απερισκεψία του Μπακόλα ν’ αφήσει αφύλακτο τον λόφο του Μετεπιού.
ii. Η αδράνεια των ατάκτων σε κρίσιμες στιγμές. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε, άγνωστο γιατί, απ’ τη μάχη.
iii. Η αποχώρηση των Πελοποννησίων την παραμονή της μάχης. Πειθαρχημένοι και έμπειροι πολεμιστές, σίγουρα θα πρόσφεραν πολλά.
Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή, ώστε κάποιοι που επέζησαν απ’ τη μάχη, δεν εμφανίζονταν για ημέρες.
«Ορισμένοι, όπως ο Βλαχόπουλος, ο Γκουβερνάντι και διάφοροι άλλοι που θεωρούνταν νεκροί, εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν να είχαν αναστηθεί εκ νεκρών» γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Μετά τη συντριβή, οι μισοί Έλληνες κατηγορούσαν και ενοχοποιούσαν τους άλλους μισούς, με τον Γώγο Μπακόλα να δέχεται τις σφοδρότερες επικρίσεις. Οι Σουλιώτες χάνοντας πλέον κάθε ελπίδα για βοήθεια, συνθηκολόγησαν, οι Τούρκοι κυριάρχησαν στην Ήπειρο, ενώ άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτούς οι δρόμοι προς την Αιτωλοακαρνανία.
Γώγος Μπακόλας: Προδότης, καιροσκόπος, ανίκανος ή κατώτερος των περιστάσεων;
Το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο της μάχης του Πέτα είναι αναμφισβήτητα ο Γώγος Μπακόλας. Ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας του Καραϊσκάκη. Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας και πριν την Επανάσταση ήταν αρματολός. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη θέση Παλιοκούλια του Μακρυνόρους (1821) και σε άλλες μάχες. Δεν τίθεται θέμα για τη γενναιότητά του, αλλά για τον χαρακτήρα του.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ»): «Ο γενναίος ούτος και περί τα πολεμικά έμπειρος ανήρ ήτο εν τω βάθει της ψυχής αυτού σφοδρός εχθρός των Σουλιωτών και των φιλελλήνων, έπαιζε δε νυν διπλούν παίγνιον, κινδυνωδέστατον εν τη θέσει, ην ελάμβανε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων … Εν τη αμφιβόλω αυτού στάσει, εσκόπει προφανώς να προσχωρήσει εν τη στιγμή της κρίσεως εγκαίρως εις εκείνην την μερίδα, εις ην ήθελε τραπεί η του πολέμου τύχη».
Ο ίδιος ο Γώγος, αν και θεωρούσε τον εαυτό του αθώο, φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του, «εσυμβιβάσθη μετά των Τούρκων και Τούρκος έκτοτε διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του», γράφει ο Σ. Τρικούπης. Αν όμως ήταν προδότης , πώς εξηγείται η καταλυτική παρέμβασή του στο τέλος της μάχης, με την οποία έσωσε από βέβαιο θάνατο πολλούς Έλληνες;
Οι φιλέλληνες τον αποκαλούσαν ευθέως προδότη, όμως ο Μαυροκορδάτος και οι οπλαρχηγοί απέδωσαν τη μη φρούρηση του λόφου στη συνηθισμένη απείθεια των ατάκτων. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε για τον Γώγο: «Χάριτες του χρωστάει η πατρίς, ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε».
Απίστευτες ιστορίες Φιλελλήνων στο Πέτα
Οι φιλέλληνες κατά την Επανάσταση του ’21, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο με το οποίο θα ασχοληθούμε σύντομα. Αναφέρουμε εδώ, μερικές ιστορίες φιλελλήνων από τη μάχη του Πέτα, που θα συγκλονίσουν.
Ντάνια: Ιταλός, επικεφαλής των φιλελλήνων. Πολέμησε γενναία ως το τέλος. Είκοσι Τόσκηδες τον ανέτρεψαν από το άλογό του και τον αποκεφάλισαν. Τελευταίες του λέξεις: «Νίκη ή θάνατος φιλέλληνες».
Μιρζέβσκι: Πολωνός, έμπειρος και ικανός στρατιωτικός. Σκοτώθηκε. Την ίδια τύχη είχαν και 11 συμπατριώτες του, που κατέφυγαν στη στέγη του ναού του χωριού και πολέμησαν γενναία μέχρι το τέλος.
Μινιάκ: Γάλλος. Δεινός ξιφομάχος. Τραυματισμένος στην κνήμη, στηρίχτηκε στον κορμό μιας ελιάς και σκότωσε με το σπαθί του 12 Αλβανούς πριν πέσει κι ο ίδιος νεκρός.
Τάιχμαν: Γερμανός υπολοχαγός, σημαιοφόρος. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την κουρελιασμένη σημαία του. Πολέμησε ηρωικά και στο τέλος έπεσε πάνω στους νεκρούς συμπολεμιστές του.
(Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ», σημαιοφόρος των φιλελλήνων στο Πέτα, ήταν ο Βέλγος Βοτ).
Επίσης, μεταξύ άλλων, στο Πέτα, σκοτώθηκαν οι εξής:
Σοβασέν: Γάλλος φιλέλληνας, σωματοφύλακας στην πατρίδα του.
Σεβαλιέ: Ελβετός αξιωματικός του πυροβολικού.
Τσεκίνο: Ιταλός φιλέλληνας. Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους.
Νταμπρουνόβσκι: Πολωνός.
Ντεμπισί: Γάλλος, που ανήκε στη φρουρά του Ναπολέοντα.
Ντε Ντιζέσλκι: Πρώσος, υπολοχαγός του ιππικού στην πατρίδα του.
Ταρέλα: Ιταλός φιλέλληνας, ικανός και ανδρείος.
Η ιστορία των αδελφών Σάιγκερ
Κλείνουμε με μια ιστορία που μας συγκλόνισε όταν την πρωτοδιαβάσαμε πριν λίγα χρόνια.
Αδελφοί Σάιγκερ. Από τη Λιψία της Γερμανίας. Όταν άρχισε η ελληνική Επανάσταση, ήρθαν στη χώρα μας. Ο μεγαλύτερος από τους δυο αδελφούς, ο Ainé Seiger, ήταν πρώην αξιωματικός στη Βιρτεμβέργη. Πολέμησε γενναία στη μάχη του Πέτα όπου και σκοτώθηκε. Ο μικρότερος αδελφός του, Jeune Seiger, παραφρόνησε βλέποντας τον αδελφό του νεκρό. Μεταφέρθηκε στο Αιτωλικό, όπου πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Τέλος, όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος, στο έξοχο βιβλίο του «1821: Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία», από το οποίο αντλήσαμε πολλά στοιχεία για το σημερινό άρθρο, μετά την ήττα στο Πέτα, ο Νόρμαν, ο οποίος τραυματίστηκε στη διάρκεια της μάχης και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, είπε στον Μαυροκορδάτο: «Πρίγκηψ, τα απωλέσαμε όλα πλην της τιμής». Τα δάκρυα του Μαυροκορδάτου, αντί για άλλη απάντηση, είναι νομίζουμε, ο τραγικός επίλογος για μια τέτοια καταστροφή…

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2017

«Πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του». Αυτό ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη, εκεί που πολέμησε τους Τούρκους και τον δολοφόνησαν οι συμπολεμιστές του...




Στις 5 Ιουνίου 1825 ο αγωνιστής της επανάστασης, Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε στις φυλακές της Ακρόπολης. Τον είχε συλλάβει ο παλιός του φίλος και πρωτοπαλίκαρο του, Γιάννης Γκούρας, ύστερα από διαταγή του Ιωάννη Κωλέττη και Μαυροκορδάτου, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ως «προδότη». 
Ο λόγος ήταν η συνεργασία του με τους Τούρκους του Ευρίπου, την περίοδο που ο Έλληνας αγωνιστής ήταν απογοητευμένος από τα πάθη του εμφυλίου και είχε συχνές διαφωνίες με τους πολιτικούς της εποχής.
 Η κυβέρνηση έχρισε τον Γκούρα αρχηγό μιας στρατιωτικής μονάδας για να τον συλλάβουν. Ο Ανδρούτσος παραδόθηκε στον άλλοτε φίλο του με τον όρο να τον στείλει στην Πελοπόννησο για να δικαστεί. Ωστόσο, ο Γκούρας τον οδήγησε στις φυλακές του πύργου Γούλα, που βρισκόταν στα προπύλαια της Ακρόπολης. 
Το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι ο Ανδρούτσος φυλακίστηκε από πρώην συναγωνιστές του στο ίδιο μέρος όπου ο ίδιος είχε πολεμήσει τους Τούρκους. Εκεί το 1822 είχε χτίσει έναν απόρθητο Προμαχώνα για να ενισχύσει την άμυνα του ιερού βράχου και να προφυλάξει την περίφημη αρχαία πηγή της Κλεψύδρας, που υδροδοτούσε τους επαναστάτες κατά την πολιορκία τους από τους Τούρκους.


 Η αποκαλούμενη «Ντάπια του νερού ή του Δυσσέα» χτίστηκε από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ακρόπολη για να προστατευτεί η πηγή και το πηγάδι που ξεδίψαγε τους αγωνιστές. Η αναμνηστική επιγραφή με τον σταυρό (δεξιά) το μαρτυρά.  
Στην ίδια περιοχή ο γενναίος οπλαρχηγός είχε λίγα χρόνια αργότερα ο τραγικό τέλος από «αδελφικά» χέρια. Όταν ο Καραϊσκάκης το έμαθε, προσπάθησε να τον απελευθερώσει χωρίς επιτυχία. Η δολοφονία του διατάχθηκε με την εξής αποκρυπτογραφημένη φράση: ‘’πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του’’. Το βράδυ της 4ης Ιουνίου οι Μαμούρης, Τριανταφυλλίνας, Τζαμάλας και Θεοχάρης εισήλθαν στο κελί του Ανδρούτσου, ο οποίος σηκώθηκε και έβρισε τους υποψήφιους δολοφόνους του. Χαρακτηριστικά τους είπε: «Ξέρω καλά ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε στο κελί μου. Αν μου λύνατε το ένα χέρι θα βλέπατε ποιος είμαι και εγώ». Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα, τον φύλακα του κελιού, Κωνσταντίνο Καλατζή, τον βασάνισαν στρίβοντας του τα γεννητικά του όργανα ή κατ’άλλους του τα συνέθλιψαν με μια πέτρα. 4Αφού τον ξυλοκόπησαν άγρια στο πρόσωπο και στο σώμα, τον στραγγάλισαν.
 Στη συνέχεια πέταξαν το άψυχο σώμα του στα βράχια της Ακρόπολης, για να φανεί ως αυτοκτονία. 
Ο Γκούρας έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση, στην οποία μιλούσε για τους ανθρώπους του Ανδρούτσου, τον Βρετανό ακόλουθό του, Τρελώνυ και τον Καπετάν Ιωάννη και για τον θάνατο του πρώην φίλου του. Το περιεχόμενο του γράμματος διασώθηκε από τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά. “Σεβαστή Διοίκησις!

 Η επιστολή του Γκούρα στην κυβέρνηση Διά της από 30 Απριλίου αναφοράς μου, επληροφορήθη το περιστατικόν εις την υποψίαν του οποίου μ’ έκαμον να μετακομίσω τον Οδυσσέα από την μονήν του Δομπού εις το φρούριον των Αθηνών διά να φυλαχθή ασφαλέστερα προσώρας. Η καταστροφή των Σαλώνων μετά ταύτα παρά του άσπονδου εχθρού της Ελλάδος, η οποία θλίβει την ψυχήν μου, μ’ έκαμεν να πέσω εις την συλλογήν της και εις το στρατόπεδον τούτο, όπου έξαφνα χθες μοι παρρησιάσθη γράμμα από τον Αντιφρούραρχον Ιωάννη Μαμούρη 5 τρέχοντος, το οποίον μοι φανερώνει τας πανουργίας και μηχανάς όπου μεταχειρίσθη και εκεί ο Οδυσεύς διά να φύγει και αποτυχών καθ’ όλας τους τρόπους εσκοτώθη αφού εμηχανεύθη να φύγει από την Γούλιαν κρεμασμένος με σχοινιά και έπεσεν. αντίγραφον του γράμματος τούτου το περικλείω προς πληροφορίαν σας. Ούτως εστάθη το συμβεβηκός αυτού του ανθρώπου και ο θάνατός του από τας ιδίας του χείρας. Πληροφορείται προς τούτοις η σεβαστή Διοίκησις, ότι κατάρα του Θεού και του έθνους, έφθασε και εις το Σπήλαιον αυτού του ανθρώπου ……….. εστάθη άλλο συμβεβηκός εκεί. Άγνωστον διά ποίας αιτίας, εκτυπήθησαν ο Τρελώνυ με τους λοιπούς. Ένας κάποιος καπ. Ιωάννης το όνομα, εφονεύθη παρά του Τρελώνυ. Ο δε Τρελώνυ έλαβε δύο πληγάς και ευρίσκεται μέσα όπου ευρίσκονται και πέντε έξι ασήμαντοι άνθρωποι και δύο Τούρκοι κάποιος μπαμπαχμέντης και μουσταφάς. Μένω με βαθύτατο σέβας Εκ του στρατοπέδου της Μονής του Προφ. Ηλίου την 11 Ιουνίου 1825 Γιάννης Γκούρα» Ο Γιάννης Γκούρας έμεινε στην ιστορία ως προδότης και «δολοφόνος» του αγωνιστή Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή εκεί που μερικά χρόνια πριν οι Αθηναίοι τον είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό ως φρούραρχο της Ακρόπολης.

  Ο Ανδρούτσος τιμήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από το ελληνικό κράτος.
 Τιμήθηκε όμως και ο δολοφόνος του, ο οποίος απέκτησε τον «δικό» του δρόμο στην Πλάκα. Ισως δεν είναι το μοναδικό παράδοξο στην ελληνική ιστορία…... 
Tο είδαμε : εδώ



  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...