Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2018

Τραγουδώντας το θάνατο τους στο Ζάλογγο...


Τελικά, ο Αλή Πασάς τα κατάφερε να διώξει τους Σουλιώτες από τα μέρη τους. Μεγάλος ο καϋμός του Αλβανού να ξεκάνει αυτή την απροσκύνητη φάρα. Τον Δεκέμβρη του 1803 ανάμεσα στις δύο πλευρές έγινε συμφωνία, οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν, αποδέχθηκαν να εγκαταλείψουν τα υψώματα, χωρίς να εμποδιστεί η μετακίνησή τους.
Δεν έχει μπέσα ο Αλή Πασάς. Έκπληξη θα ήταν να τηρούσε το λόγο του. Οι Σουλιώτες άρχισαν να αποχωρούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα πήρε το δρόμο για την Πάργα κι έφτασε στον προορισμό της.Δεν αιφνιδιάστηκαν όταν αντίκρυσαν τους τουρκαλβανούς τζοχανταραίους του Αλή Πασά. Έφτιαξαν γρήγορα τείχος κυκλικό και προστάτευσαν γυναικόπαιδα και γέρους. Η άλλη ομάδα για την Πρέβεζα πανικοβλήθηκε, οπισθοχώρησε και έτρεξε προς ένα ανασφαλές ύψωμα. Στο μοναστήρι του βουνού Ζάλογγο.
Σα σήμερα 18 Δεκεμβρίου προέκυψε «Ο Χορός του Ζαλόγγου». Είναι γεγονός, όχι μύθος, όχι ένας θρύλος με το πέρασμά του χρόνου και με τη «βοήθεια» των περιγραφών από αρκετούς ξένους οι οποίοι βέβαια δεν παρέδωσαν στην αιωνιότητα με την ίδια ακρίβια την αυτοθυσία των γυναικών.
Για να μην πέσουν στα χέρια των ανδρών του Αλή Πασά 60 περίπου γυναίκες, κάποιες μητέρες με τα μωρά στα βυζιά τους, γκρεμίστηκαν στο βάραθρο. Φίλησαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους πριν τα πετάξουν, κι αυτές πιασμένες χέρι-χέρι, τραγουδώντας, ρίχτηκαν στο κενό, στη χαράδρα.
Αυτός είναι ο Χορός του Ζαλόγγου. Ξάφνιασε και συγκίνησε την Ευρώπη η απόφαση των Σουλιώτισσων να αυτοκτονήσουν μαζί με τα βρέφη τους. Για να μην ατιμαστούν αυτές, να μη γίνουν σκλάβοι τα παιδιά τους.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Ο ήρωας που έκανε το κορμί του κοντάρι για την σημαία

Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σπύρου Καγιαλέ
Ξημέρωμα του 1897 η Κρήτη «βράζει» από τις θηριωδίες των Τούρκων. Οι Κρητικοί αποφασίζουν να κηρύξουν την Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου Χανίων Κρήτης οχυρώνονται οι επαναστάτες και υψώνουν την ελληνική σημαία, που τους παρέδωσε ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ναύαρχου Κανάρη.
Εκτός από τους Τούρκους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων (Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας), που στις 9 Φεβρουαρίου 1897, ξεκινούν σφοδρό βομβαρδισμό.
Μία από τις οβίδες κτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την ελληνική σημαία. Ο οπλίτης Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του πετάγεται μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, ξαναστήνει τον ιστό και η σημαία κυματίζει και πάλι περήφανη.
Μια νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Ο Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης τον ξαναστήνει όπως πριν. 
Τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την σημαία. Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: 
Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης αρπάζει την σημαία και την ανυψώνει κάνοντας το ίδιο του το σώμα κοντάρι! 
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια ότι η σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν… επαναστάτη, δεν πίστευαν στα μάτια τους και αμήχανοι διέταξαν παύση πυρός. Το στρατόπεδο δονείται από ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς. Στο ελληνικό θωρηκτό “‘Υδρα”  ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!! 
Ο Ιταλός επικεφαλής του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, υποναύαρχος Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ».
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, που πρωτοστατούσε στα γεγονότα της εποχής,  ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ’εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία. Όχι μόνο γιατί προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. Με αποτέλεσμα μετά από λίγους μήνες να κερδίσει η Κρήτη την αυτονομία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που προηγήθηκε της Ένωσής της με την Ελλάδα. 
Η πρώτη θετική εξέλιξη “προαναγγέλθηκε” δύο μέρες μετά την ηρωική όσο και μοναδική στην ιστορία, πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας. 
Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2018

Η καθιέρωση της γαλανόλευκης ελληνικής σημαίας – 13 Ιανουαρίου 1822


Η Πρώτη εθνοσυνέλευση του επαναστατημένου Ελληνισμού πραγματοποιήθηκε στην Πιάδα, κοντά στην Επίδαυρο και γι’ αυτό, «της Επιδαύρου» ονομάζεται. Ξεκίνησε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και διάρκεσε ως τις 16 Δεκεμβρίου 1822.
Την πρωτοχρονιά του 1822, ο πρόεδρός της, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εξέδωσε την πανηγυρική διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Είναι το πρώτο επίσημο κείμενο του ελεύθερου ελληνικού κράτους στον διεθνή χώρο:
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος:
Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Στις 13 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ οι οπλαρχηγοί έλειπαν στον Ακροκόρινθο, η εθνοσυνέλευση αποφάσισε την κατάργηση όλων των διακριτικών της Φιλικής Εταιρείας και την αντικατάστασή τους με άλλα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η σημαία της που αντικαταστάθηκε από τη γαλανόλευκη του Γιάννη Σταθά.
Το “Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος” που προέκυψε από αυτή την συνέλευση, είναι ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Στις παραγράφους ρδ’ και ρε’ υπάρχει η πρώτη απόφαση για τη μορφή της Ελληνικής σημαίας.
Το Πολίτευμα καθιέρωσε τα χρώματα κυανό και λευκό και ανέθεσε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της.
Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η απόφαση 540 του εκτελεστικού, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του.
Το διάταγμα όριζε για τις σημαίες ότι:
α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού.
β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή’ μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία.
Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο ες εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού’ εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου.
Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυανούν’ εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1930 νέο διάταγμα για τη μορφή της Σημαίας, όριζε ότι η κλίμακα της εθνικής σημαίας είναι 2:3.
Η επίσημη σημαία είναι «κυανούν ορθογώνιο, με αναλογίες διαστάσεων επίσης 2:3, το οποίο διαιρείται σε τέσσερα ίσα ορθογώνια δι’ ορθίου λευκού σταυρού, του οποίου αι κεραίαι έχουσι πλάτος ίσον προς το 1/5 του πλάτους της σημαίας»
Η πρώτη Ελληνική σημαία με τη σημερινή της μορφή (κυανό φόντο και λευκός σταυρός) σχεδιάστηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807 στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο.
Σ’ αυτή ο ηγούμενος Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, τους Λαζαίους, τον Καρατάσο, τον Λιόλιο, τον Τσάμη και πολλούς άλλους.
Οι καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους για την Επανάσταση. Παραλλαγή της ήταν η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το μπλε εσωτερικό του ράσου του και την φουστανέλα ενός συμπολεμιστή του.

ΠΗΓΕΣ:

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

Ο Έλληνας που θυσίασε γυναίκα, παιδιά και γονείς για να σώσει το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822




Χριστούγεννα 1822. Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, πολιορκούν το Μεσολόγγι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων δεν ξεπερνούσαν του 900 άντρες.

Η πολιορκία είχε κρατήσει ήδη δύο μήνες και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Οι ασθένειες θέριζαν το στρατόπεδο, οι μισθοί καθυστερούσαν, γίνονταν συνεχώς επιθέσεις από ομάδες κλεφτών και είχαν αρχίσει κι οι συνηθισμένες διαφωνίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών. Τότε, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να κάνουν μία νυχτερινή επίθεση. Για εκείνη την εποχή, οι βραδινές επιχειρήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες και προβολείς και ήταν τρομερά δύσκολο να συντονιστούν τα τμήματα. Αλλά ήταν τέτοια η ανάγκη των Τούρκων να σημειώσουν κάποια πρόοδο με την πολιορκία, που ήταν διατεθειμένοι να τολμήσουν ακόμα και αυτό. Σχεδίασαν, μάλιστα, να επιτεθούν παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία.

Η θυσία του Γιάννη Γούναρη

Ίσως το Μεσολόγγι να είχε πέσει από την πρώτη πολιορκία, αν οι υπερασπιστές δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια των Τούρκων στρατηγών. Ο σωτήρας των Μεσολογγιτών ήταν ο Γιάννης Γούναρης. Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα.
Ο Γούναρης γνώριζε για τη νυχτερινή επίθεση, αλλά αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν, λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε όσους δεν πολεμούσαν να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε.
Οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης, δεν σώθηκε.
Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του. Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού»
Η αρχική φωτογραφία αποτυπώνει το Μεσολόγγι το 1908....



Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2017

Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης

Αν θελήσει κανείς να αναζητήσει ένα απτό παράδειγμα για την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που εορτάσαμε χθες, στην εποχή μας, ασφαλώς δεν θα βρει καλύτερο παράδειγμα από την πνευματοφόρο ζωή και τη θαυμαστή πορεία των συγχρόνων Γερόντων.
Για όποιους είχαν την ευλογία να ζήσουν μαζί τους, να τους γνωρίσουν από κοντά ή έστω να διαβάσουν για τον βίο και τα ασκητικά παλαίσματά τους, για τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υπέμειναν, αλλά και τη χάρη του Θεού που πλημμύριζε την ύπαρξή τους, ακόμη και αν εκείνοι την έκρυβαν επιμελώς για να αποφύγουν τον πειρασμό της υπερηφανείας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μορφές τους έχουν εκπληκτικές ομοιότητες με εκείνες των παλαιών ασκητών και Οσίων για τους οποίους διαβάζουμε στα Συναξάρια και στο Γεροντικό, στο Λειμωνάριο του Ιωάννη Μόσχου και στους βίους των μεγάλων Οσίων Πατέρων των περασμένων αιώνων.
Ασφαλώς αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, γιατί στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, εφόσον το Άγιο Πνεύμα το οποίο «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» και του οποίου καρπός είναι η αγιότης, δεν αλλάζει διά μέσου των αιώνων· «ην μεν αεί και έστι και έσται», όπως ακούσαμε στους ύμνους της χθεσινής εορτής. Αλλά ούτε και η αγιότης μεταβάλλεται στο πέρασμα των χρόνων, γιατί αγιότης είναι η κατά το δυνατόν ομοίωση του ανθρώπου με τον Θεό, που είναι αιώνιος και αναλλοίωτος. Αγιότης είναι η αληθινή φύση του ανθρώπου την οποία καταστρέφει η αμαρτία και συσκοτίζει το κακό και η δέσμευση του ανθρώπου σ’ αυτό. Και αυτή την αληθινή φύση του ανθρώπου, όπως πλάσθηκε από τον Θεό, αποκαλύπτουν οι Άγιοι με τον καθημερινό τους αγώνα. Γι’ αυτό και, παρότι έχουν ζήσει σε διαφορετικές εποχές και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δεν διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά της ζωής τους.
Αυτήν ακριβώς την παρήγορη και ελπιδοφόρα πραγματικότητα μας υπενθυμίζουν οι «Σύγχρονες μορφές της Εκκλησίας» μας τις οποίες η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας προβάλλει κάθε χρόνο στο πλαίσιο των εκδηλώσεων των «Παυλείων», θέλοντας να διακηρύξει την αλήθεια του μηνύματος του ιδρυτού της, ουρανοβάμονος και Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Παύλου, ότι «Ιησούς χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8).
Σε μία τέτοια σύγχρονη οσιακή μορφή είναι αφιερωμένη και η σημερινή Εσπερίδα, σε ένα Γέροντα τόσο σύγχρονό μας, που θα μπορούσε να ζει ακόμη ανάμεσά μας, αφού γεννήθηκε το 1920 και κοιμήθηκε το 1991. Η σύγχρονη μορφή που προβάλλει, λοιπόν, η Ιερά Μητρόπολή μας απόψε είναι αυτή του π. Ιακώβου Τσαλίκη, του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος στην Εύβοια.
Δεν ήταν μόνο η καταγωγή του από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας που τον έκανε να μοιάζει τόσο πολύ με τις οσιακές μορφές που άκμασαν επί αιώνες στα αγιασμένα εκείνα χώματα, ήταν ο προσωπικός του αγώνας, η άσκηση, η υπομονή, η υπακοή, η ταπείνωση, η προσευχή την οποία είχε καθημερινό βίωμα από την παιδική του ηλικία, που είλκυσαν τη χάρη του Θεού και τον ανέδειξαν Γέροντα πνευματοφόρο με μυστικές και ουράνιες εμπειρίες, με θεία χαρίσματα που εκείνος τα θεωρούσε συνηθισμένα, αλλά όσοι μπορούσαν να τα αντιληφθούν κατανοούσαν το πνευματικό ύψος στο οποίο είχε ανέλθει με τη χάρη του Θεού ο Γέροντας.
Προσωπικά δεν είχα τη χαρά να τον γνωρίσω, θα ήθελα όμως να αναφέρω ένα συγκινητικό περιστατικό που συνδέεται με το προορατικό χάρισμα του Γέροντα και το οποίο μου διηγήθηκε ο Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σαγματά, Αρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν Σεβ. Μητροπολίτης Αργολίδος).
Πριν από μερικά χρόνια, κάποιοι Έλληνες αποφάσισαν να δωρήσουν στην Ιερά Μητρόπολη Συμφερουπόλεως στην Κριμαία μια νέα λάρνακα για τα χαριτόβρυτα λείψανα του Αγίου Λουκά του ιατρού και θαυματουργού. Επισκέφθηκαν, λοιπόν, ένα χρυσοχόο στην Αθήνα και του ζήτησαν να αναλάβει την κατασκευή. Ο χρυσοχόος τους είπε ότι δεν μπορεί να αναλάβει την κατασκευή της, λόγω στενότητος χρόνου, αλλά τελικά υποχώρησε στις παρακλήσεις τους και υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει να την ολοκληρώσει εντός της προθεσμίας που είχαν θέσει.
Έτσι και έγινε: Ο τεχνίτης άρχισε την κατασκευή και από την ημέρα εκείνη δεν μπήκε ούτε ένας άνθρωπος στο εργαστήριό του, ώστε εργαζόμενος απερίσπαστος κατόρθωσε να την ολοκληρώσει εγκαίρως. Η λάρνακα μεταφέρθηκε στη Συμφερούπολη και εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Μητροπολίτη, ώστε στο τέλος της Ακολουθίας θέλησε να ευχαριστήσει επισήμως τους δωρητές. Τους κάλεσε, λοιπόν, μπροστά στην Ωραία Πύλη και τους ευχαρίστησε για τη μεγάλη προσφορά τους προς τον Άγιο. Ζήτησε όμως μαζί με αυτούς να ευχαριστήσει και τον χρυσοχόο ο οποίος την είχε κατασκευάσει. Όταν εκείνος ανέβηκε στον σολέα, ο Μητροπολίτης τον συνεχάρη για την υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα της λάρνακος, τον έδειξε στο εκκλησίασμα και είπε «αυτός ο άνθρωπος έχει χρυσά χέρια». Ο τεχνίτης αισθάνθηκε άσχημα, κιτρίνισε, έχασε τον κόσμο γύρω του, και ενώ το εκκλησίασμα και οι κληρικοί τον επευφημούσαν, αυτός είχε σκύψει το κεφάλι και δεν έλεγε. Αφού τελείωσαν οι προσφωνήσεις και οι τιμητικές εκδηλώσεις, όλοι ρώτησαν τον χρυσοχόο τι του είχε συμβεί και είχε αντιδράσει με αυτό τον περίεργο τρόπο. Και τότε εκείνος τους διηγήθηκε μια σύντομη ιστορία.
Πριν από χρόνια του είχαν ζητήσει από τη μονή του Οσίου Δαβίδ στην Εύβοια να τους κατασκευάσει μία κανδήλα. Πράγματι την κατασκεύασε και την πήγε στο Μοναστήρι του Οσίου. Όταν την είδε ο Ηγούμενος, ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης, ευχαριστήθηκε πολύ από το αποτέλεσμα και του είπε· «παιδί μου, θα έρθει μία ήμερα που θα σε δείξουν στον κόσμο και θα πουν ότι έχεις χρυσά χέρια». Και αυτό ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα στη Συμφερούπολη. Όταν ο χρυσοχόος άκουσε τον Μητροπολίτη Λάζαρο να του λέει ενώπιον κλήρου και λαού ότι έχει χρυσά χέρια, του ήρθαν αμέσως στον νου τα λόγια του Γέροντα και δεν μπορούσε να πιστεύσει αυτό που ζούσε.
Το περιστατικό αυτό είναι ένα από τα πολλά που αφηγούνται όσοι γνώρισαν τον μακαριστό π. Ιάκωβο Τσαλίκη. Ένα από αυτά που αποδεικνύουν ότι η Χάρη του Θεού ζει και ενεργεί πάντοτε μεταξύ των ανθρώπων. Ένα από αυτά που αποδεικνύουν την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου «έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. 1, 12). Αλλά αυτή την εξουσία οι Άγιοι δεν την κρατούν για τον εαυτό τους, αντίθετα μάλιστα τη χρησιμοποιούν για να διακονούν τους ανθρώπους, για να τους συμβουλεύουν και να τους καθοδηγούν με το προορατικό τους χάρισμα στον δρόμο της σωτηρίας, για να τους ενισχύουν την πίστη, για να θεραπεύουν τις σωματικές και ψυχικές τους ασθένειες, όπως έκανε και ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης. Δεν θεράπευε τις δικές του ασθένειες, αλλά των ανθρώπων που τον πλησίαζαν, γιατί ο ίδιος είχε αποδεχθεί για τον εαυτό του την παρήγορη διαβεβαίωση του Χριστού προς τον Απόστολο Παύλο και προς όλους τους εκλεκτούς δούλους του, «αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Κορινθ. Β’, 12, 9). Γι’ αυτή τη δύναμη που είχε μέσα του ο μακαριστός Γέροντας και γι’ αυτή την «εξουσία» που μετέβαλε σε διακονία, θα μας μιλήσουν απόψε οι τρεις εξέχοντες ομιλητές μας που τον γνώριζαν και συνεδέοντο προσωπικά μαζί του.

Πηγή: Σύγχρονες Οσιακές Μορφές, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, 2017, σ. 389-393

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2017

Η μάχη του Πέτα: Η πιο βαριά ελληνική ήττα κατά την Επανάσταση του 1821


imageΗ μάχη του Πέτα: Η πιο βαριά ελληνική ήττα κατά την Επανάσταση του 1821
Η φιλόδοξη εκστρατεία στην Ήπειρο – Ο Α. Μαυροκορδάτος και οι Έλληνες οπλαρχηγοί – Η προδοτική (;) στάση του Γώγου Μπακόλα – Οι απίστευτες ιστορίες των φιλελλήνων για πρώτη φορά στο διαδίκτυο
Μετά την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Αλή Πασά και τον θάνατο του ίδιου (24/1/1822), ο Χουρσίτ πασάς με εντολή της Υψηλής Πύλης, συγκέντρωσε στρατό από 36.000 Τουρκαλβανούς (Τσάμηδες, Λιάπηδες, Τόσκηδες και Γκέκηδες), με σκοπό να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο.
Οι οπλαρχηγοί των Τσάμηδων, γειτόνων των Σουλιωτών, φοβούμενοι ότι οι γενναίοι Ηπειρώτες θα έκαναν συχνές επιδρομές εναντίον τους, όταν έφευγαν οι Τουρκαλβανοί, ζήτησαν από τον Χουρσίτ, να μεσολαβήσει για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Παρά τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ πασά, οι Σουλιώτες αρνήθηκαν να τις δεχθούν. Εξοργισμένος, ο αλαζόνας Χουρσίτ, συγκέντρωσε στρατό από 15.000 Τουρκαλβανούς με ισχυρό ιππικό και πυροβολικό για να πολιορκήσει το Σούλι.
Ωστόσο, οι Σουλιώτες, αμυνόμενοι γενναία, κατόρθωσαν να ανακόψουν την εχθρική προέλαση. «Ακόμα και αν η θαυμαστή ανδρεία των Σουλιωτών δεν ήταν ήδη γνωστή, τα κατορθώματά τους εναντίον του Χουρσίτ είναι αρκετά για να τη μαρτυρήσουν», γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης». Έξαλλος ο Χουρσίτ, διόρισε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή αρχηγούς των οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο και έφυγε για τη Λάρισα, προκειμένου να ηγηθεί άλλου εκστρατευτικού σώματος, προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο.
Οι Σουλιώτες όμως, χρειάζονταν άμεσα βοήθεια και μια εκστρατεία στην Ήπειρο, φάνταζε απαραίτητη για την επαναστατημένη Ελλάδα. Αφενός θα ανακοπτόταν η πορεία των Τούρκων προς την Αιτωλοακαρνανία, αφετέρου, η Επανάσταση θα «στέριωνε» στον Μοριά. Παράλληλα, θα τονωνόταν αναμφισβήτητα, το ηθικό των Ελλήνων, σε περίπτωση νίκης.
Έπειτα από σύντομες διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση της εκστρατείας, με αρχηγό τον ίδιο τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ιδιαίτερα ευφυή, αλλά παντελώς αδαή γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα…
Οι ελληνικές δυνάμεις – Οι Φιλέλληνες – Οι συγκρούσεις πριν τη μάχη
Το εκστρατευτικό σώμα αποτελούσαν 560 άνδρες, οργανωμένοι κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα (πιθανότατα, ο πρώτος τακτικός ελληνικός στρατός), σώμα Επτανησίων, άψογα οργανωμένο από τον Σπυρίδωνα Πανά και από 93 φιλέλληνες (96 κατά τον υπασπιστή του Μαυροκορδάτου Ρεμπό). Στην Πάτρα, συναντήθηκαν με 1.000 Πελοποννήσιους που είχαν επικεφαλής τους Γενναίο Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (νικητή της μάχης του Βαλτετσίου) και τον Γιατράκο. Εκεί, ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναχωρήσει με 4 πλοία και 500 Μανιάτες προς την Ήπειρο, προκειμένου να αποβιβαστούν στη θέση Σπιάντζα και να βοηθήσουν, παράλληλα με τη χερσαία επίθεση, τους Σουλιώτες. Αρχηγός του επιτελείου, διορίστηκε ο Γερμανός φιλέλληνας Καρλ Φρίντριχ Λέμπερλεχτ, κόμης του Νόρμαν Έρενφελς, γνωστότερος ως Καρλ Νόρμαν.
Στην 1η Ιουνίου, ο στρατός ξεκίνησε από το Μεσολόγγι. Στις τάξεις του, είχαν προστεθεί μερικοί Μακεδόνες, υπό τους Γάτσο και Καρατάσο και αρκετοί Αιτωλοακαρνάνες. Όλοι αυτοί, έφτασαν στην κοιλάδα του Αχελώου, κοντά στο χωριό Μαχαλά, όπου είχαν κληθεί και οι οπλαρχηγοί της επαρχίας με τα σώματά τους. Οι άνδρες που συγκεντρώθηκαν εκεί, ήταν όμως μόνο 3.000, παρά τις προσδοκίες για άφιξη 10.000 ανδρών.
Μετά από τρεις ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν στην Αμφιλοχία (τότε Κραβασαρά). Εκεί, ο Μαυροκορδάτος, βρήκε τον φιλέλληνα Αντόνιο Μπασάνο με δύο κανονιοφόρους. Με τα πλοιάρια αυτά, ο Μαυροκορδάτος έστειλε στην Κόπραινα, που βρισκόταν στο βόρειο μέρος του Αμβρακικού Κόλπου, δύο κανόνια και πολεμοφόδια, για να μεταφερθούν στο Κομπότι, που βρισκόταν σε απόσταση 2 ωρών από την Άρτα (μιλάμε για το 1822!).
Λίγες μέρες αργότερα, έφτασαν στο Καμπότι και οι χερσαίες δυνάμεις. Την επόμενη ημέρα, ο Νόρμαν, με λίγους άνδρες, ξεκίνησε να κατοπτεύσει την γύρω περιοχή. Συνάντησε όμως σώμα από 500 Τούρκους ιππείς υπό τον Ισμαήλ Πλιάσα. Ο Νόρμαν, ψύχραιμα, διέταξε συντεταγμένη υποχώρηση των ανδρών του προς το Κομπότι. Παράλληλα, ενημέρωσε τους υπόλοιπους για τη συνάντησή του με τους 500 ιππείς. Οι Έλληνες στρατιώτες και οι φιλέλληνες έκαναν έφοδο και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Όσους επέζησαν, τους κυνήγησαν σχεδόν ως την Άρτα. Στη συμπλοκή αυτή, σκοτώθηκαν λίγοι Έλληνες τακτικοί στρατιώτες.
Δυστυχώς, την πανωλεθρία αυτή των Τούρκων, δεν την εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες. Ο Μαυροκορδάτος απουσίαζε στη Λαγκαδά για να προμηθευτεί τα απαραίτητα εφόδια και ο Νόρμαν δεν θέλησε να αναλάβει αυτός την ευθύνη μιας τέτοιας επιχείρησης.
Τα γεγονότα αυτά, έγιναν στις 10 Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε η άμεση αποστολή βοήθειας προς την πολιορκημένη Κιάφα, μετά από έκκληση των Σουλιωτών.
Με καθυστέρηση περίπου 10 ημερών, τη νύχτα της 22ας Ιουνίου, αναχώρησαν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Γάτσος, Βλαχόπουλος και Ίσκος με συνολική δύναμη 1.200 (ή κατ’ άλλους 1.500 ανδρών). Όμως, μεγάλη εχθρική δύναμη τους έφραξε τον δρόμο και τους αναχαίτισε στην Πλάκα (10 ώρες μακριά από την Κιάφα), κοντά στην περίφημη στενωπό των Πέντε Πηγαδιών.
Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας πολλές απώλειες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο τακτικός στρατός, οι φιλέλληνες, οι Επτανήσιοι, ο Θοδωρής Γρίβας, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος και άλλοι οπλαρχηγοί, πήγαν την άλλη μέρα στο χωριό του Πέτα, που αποτελεί φυσική οχυρή θέση για την επιτήρηση της τουρκικής φρουράς της Άρτας. Εκεί συνάντησαν τον παλιό αρματολό και οπλαρχηγό Γώγο (Γεώργιο) Μπακόλα και άλλους καπεταναίους.
Στο Κομπότι, έμειναν κυρίως Αιτωλοακαρνάνες υπό τους Παναγιώτη Ντόβα, Σπύρο Πεταλούδη και Κωνσταντίνο Γκολφίνο.
Ωστόσο, μια δυσάρεστη εξέλιξη, δημιούργησε νέα προβλήματα στο ελληνικό στρατόπεδο. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Κορσικανός Αντόνιο Μπασάνο, με δύο μικρές κανονιοφόρους, είχε καταφέρει να κυριαρχήσει στον Αμβρακικό Κόλπο. Όχι μόνο βοηθούσε στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των τουρκικών φρουρίων του Κόλπου, αλλά εφοδίαζε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα με ό, τι ήταν απαραίτητο. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν, έστειλαν εναντίον του τρεις κανονιοφόρους, συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Μπασάνο και σούβλισαν τους ναύτες του…
Ο Μπασάνο, απελευθερώθηκε αργότερα και πέθανε στο Ναύπλιο το 1836, ενώ ο αδελφός του Πασκάλ, που διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες στην Αττική, σκοτώθηκε το 1827.
Παράλληλα, ο διοικητής των φιλελλήνων Ντάνια, μαθαίνοντας ότι 800 Τουρκαλβανοί από την Άρτα είχαν πλησιάσει στα γειτονικά χωριά, αποφάσισε μαζί με τους άνδρες του και τους Επτανήσιους να τους χτυπήσουν, παρακούοντας τις εντολές του Μαυροκορδάτου και του Νόρμαν. Αυτή η παράτολμη ενέργεια, κατέληξε σε μια άσκοπη περιπλάνηση, με μοναδική επιτυχία την εξόντωση μιας εχθρικής φρουράς κοντά στα Πέντε Πηγάδια.
Εξαντλημένοι, οι φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, επέστρεψαν στο ελληνικό στρατόπεδο την 1η Ιουλίου.
Την ίδια μέρα, επέστρεψαν ο Μάρκος Μπότσαρης με τους άλλους οπλαρχηγούς από την Πλάκα.
Ήταν φανερό, ότι η εκστρατεία κάπου εκεί έπρεπε να τερματιστεί. Η καταπόνηση των στρατιωτών, η απώλεια του Αμβρακικού και τα λιγοστά εφόδια δυσκόλευαν πολύ,οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση.
Ωστόσο, ο Μαυροκορδάτος επέμεινε στη συνέχισή της.
Δεν είναι γνωστό, αν ο Νόρμαν, ο οποίος έβλεπε τα προβλήματα που υπήρχαν, συμβούλευσε τον Μαυροκορδάτο να γυρίσουν πίσω.
Αντίθετα, στο τουρκικό στρατόπεδο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αρχικά, οι Τούρκοι, είχαν φοβηθεί ότι στην εκστρατεία συμμετείχαν πάρα πολλοί στρατιώτες.
Όταν όμως έπιασαν σε ενέδρα τον Ιταλό φιλέλληνα Μονάλντι (τέλη Ιουνίου), έμαθαν από αυτόν πολλές λεπτομέρειες για τα σχέδια και τις δυνάμεις των Ελλήνων.
Αν και είχαν υποσχεθεί ότι θα του χαρίσουν τη ζωή, αφού έμαθαν ό, τι ήθελαν τον αποκεφάλισαν κι έστησαν το κομμένο κεφάλι του στη μέση της αγοράς της Άρτας!
Επικεφαλής των 8.000 Τούρκων στρατιωτών στην Άρτα, ήταν ο γνωστός μας Κιουταχής.
Γενικός αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή ήταν ο επίσης γνωστός μας, Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος κατέλαβε τις Βαριάδες, κομβική θέση μεταξύ Ιωαννίνων, Άρτας και Σουλίου.
Ο Κιουταχής που είχε διαπρέψει στον αγώνα εναντίον του Αλή πασά, αποφάσισε να «χτυπήσει» το Κομπότι. Η κατοχή του χωριού αυτού ήταν άκρως σημαντική για τους Έλληνες, καθώς βρισκόταν σε σημείο από το οποίο γινόταν η μεταφορά των πολεμοφοδίων. Στο Κομπότι, είχαν μείνει μόνο 150 άνδρες, κυρίως από την Αιτωλοακαρνανία. 1000 Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον τους. Έκαψαν τα άκρα του χωριού και ανάγκασαν τους Έλληνες να οχυρωθούν στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Από εκεί, αμύνθηκαν γενναία για δύο ώρες. Τότε, έφτασαν στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης από το Πέτα και οι Θ. Γρίβας και Γ. Ράγκος από τη Λαγκαδά. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι ότι θα έρθουν και άλλοι Έλληνες, αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Οι Έλληνες είχαν μόνο 7 τραυματίες.
Μόλις επέστρεψε στο Πέτα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή από τον πατέρα του Θεόδωρο, να επιστρέψει στον Μοριά. Η αποχώρηση του Γενναίου, με 250 ικανότατους πολεμιστές, ήταν ένα ακόμα τεράστιο πλήγμα για τις ελληνικές δυνάμεις.
Στο Πέτα, ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο για να καθοριστεί ο τρόπος άμυνας. Δημιουργήθηκε ζήτημα για την οχύρωση. Οι φιλέλληνες και οι τακτικοί δεν ήθελαν να κατασκευάσουν ταμπούρια. «Ημείς έχομεν τα στήθη μας προμαχώνα», είπε ο Ντάνια στον Γώγο Μπακόλα. «Ηξεύρομεν κι εμείς να πολεμούμεν», είπε στον Βλαχόπουλο, ο επίσης Ιταλός φιλέλληνας Ταρέλα.
Ο Νόρμαν διέταξε να περιχαρακωθεί το στρατόπεδο με τάφρο, ούτε όμως αυτό έγινε. Οι ελληνικές δυνάμεις έμειναν ακάλυπτες, ανάμεσα στις δύο λοφοσειρές στις οποίες βρίσκεται το Πέτα, με την εξής διάταξη: Τα δύο ελληνικά τάγματα τοποθετήθηκαν στο κέντρο, μαζί με δύο κανόνια και δέκα πυροβολητές, υπό τον Ελβετό φιλέλληνα Μπράντλι. Αριστερά, βρισκόταν οι φιλέλληνες και δεξιά οι Επτανήσιοι. Οι υπόλοιποι, πίσω απ’ το χωριό, τοποθετήθηκαν ως εξής: ο Βαρνακιώτης στο κέντρο, ο Μπότσαρης αριστερά, ο Γώγος Μπακόλας με τον Βλαχόπουλο δεξιά. Ο Ανδρέας Ίσκος και ο Γάτσος, έμειναν εφεδρεία. Ο Μπακόλας ανέλαβε να φρουρήσει τον γειτονικό λόφο του Μετεπιού, με τη συνδρομή των κατοίκων του Πέτα.
Η μάχη του Πέτα – Πώς ο διαγραφόμενος θρίαμβος έγινε πανωλεθρία
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε στις 5 τα ξημερώματα της 4ης Ιουλίου 1822. Ήταν πανσέληνος και αυτό εξυπηρετούσε τους επιτιθέμενους. Οι δυνάμεις των Τούρκων ήταν 7.000-8.000 άνδρες (2.000 από τους οποίους ήταν ιππείς), με επικεφαλής τους Κιουταχή και Ισμαήλ Πλιάσα. Ένα μέρος των δυνάμεων αυτών στάλθηκαν στο Κομπότι για να επιτεθούν στους Έλληνες που βρισκόταν εκεί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Πέτα, ήταν περίπου 2.000 άνδρες.
Οι αρχικές επιθέσεις αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις και τους φιλέλληνες. Τα πυροβόλα του Μπράντλι με τις εύστοχες βολές τους προκαλούσαν πανικό στους Τούρκους, οι οποίοι φαινόταν να τα έχουν χαμένα. Οι γενναίοι φιλέλληνες, μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές οι περισσότεροι, ετοιμάζονταν να τους καταδιώξουν. Ωστόσο, ένα αναπάντεχο γεγονός, άλλαξε άρδην την κατάσταση.
Ο Κιουταχής είχε στείλει από την αρχή της μάχης ισχυρό σώμα από 2.000 Αλβανούς στο πίσω μέρος της παράταξης των Ελλήνων, με εντολή να περάσουν από τον λόφο του Μετεπιού και να χτυπήσουν από τα νώτα. Ο Γώγος Μπακόλας, που όπως είπαμε είχε αναλάβει να φυλάει το Μετεπιό, άφησε να περάσει άθικτη η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών. Όταν αυτοί που ακολουθούσαν, βρέθηκαν σε απόσταση βολής, οι Έλληνες τους χτύπησαν. Ο γιος του Μπακόλα και ο Δήμος Τσέλιος καταδίωξαν και σκότωσαν πολλούς. Οι 80 προπορευόμενοι Αλβανοί, όλοι σημαιοφόροι και οι πιο ανδρείοι απ’ όλους, βρέθηκαν απομονωμένοι και, αμήχανα, τύλιξαν τις σημαίες τους και κατευθύνθηκαν προς την κορυφή του λόφου του Μετεπιού, αναζητώντας διέξοδο. Εκεί, έκπληκτοι, αντίκρισαν μόνο 8 Έλληνες και το άλογο του Γώγου Μπακόλα! Αναθάρρησαν, ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους και τις έστησαν στην κορυφή του υψώματος. Αυτό έφερε τα πάνω κάτω.
Οι άτακτοι Έλληνες στρατιώτες νομίζοντας ότι ο Μπακόλας τους πρόδωσε ή νικήθηκε, διασκορπίστηκαν. Μάταια ο Μπότσαρης προσπαθούσε να τους συγκρατήσει. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε παντελώς από τη μάχη. Ευτυχώς, πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, ήρθε ο Γώγος Μπακόλας με τους άνδρες του και έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή.
Ο Κιουταχής, εκμεταλλευόμενος το μομέντουμ, διέταξε γενική επίθεση. Οι άνδρες του είχαν πάρει θάρρος, βλέποντας δικές τους σημαίες στον λόφο του Μετεπιού. Παρά την ηρωική και λυσσαλέα αντίσταση, κυρίως των φιλελλήνων και των Επτανησίων, ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός για τους Έλληνες. Το ένα τρίτο του τακτικού στρατού, 68 φιλέλληνες, μεταξύ των οποίων οι Ντάνια και Ταρέλα, οι μισοί Επτανήσιοι και δέκα πυροβολητές σκοτώθηκαν. Οι Τούρκοι έχασαν 600 άνδρες.
Οι λίγοι αιχμάλωτοι φιλέλληνες και τακτικοί είχαν ακόμα χειρότερη τύχη. Υποχρεώθηκαν να περπατήσουν μέχρι την Άρτα, κρατώντας τα αιμόφυρτα κεφάλια των νεκρών συμπολεμιστών τους! Εκεί, μετά από φριχτά βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν όλοι, εκτός από ένα Πρώσο που είχε γνώσεις χειρουργικής.
Οι αιτίες της πανωλεθρίας στο Πέτα – Οι συνέπειες της ήττας
Μεγάλη ευθύνη για τη συντριβή στο Πέτα έχει αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που λόγω της φιλοδοξίας και της αρχομανίας του, επέμεινε να παραμείνει στην Ήπειρο. Διπλό λάθος του ήταν ότι «σκόρπισε» εμπειροπόλεμους άντρες στη Σπιάντζα, υπό τον Μαυρομιχάλη και την Πλάκα, υπό τον Μπότσαρη. Παράλληλα, απουσίαζε στις 10 Ιουνίου, μετά την πρώτη επιτυχία του Νόρμαν και των ανδρών του επί των Τούρκων. Αν ήταν παρών και διέταζε αντεπίθεση, εδώ έχει και ο Νόρμαν ένα μερίδιο ευθύνης, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Άλλο σημαντικό λάθος ήταν ότι δεν οχυρώθηκαν οι θέσεις των αμυνόμενων. Οι γενναίοι και εμπειροπόλεμοι φιλέλληνες πλήρωσαν την αποκοτιά τους με την ίδια τους τη ζωή…
Τρία ακόμα βασικά λάθη:
i. Η απερισκεψία του Μπακόλα ν’ αφήσει αφύλακτο τον λόφο του Μετεπιού.
ii. Η αδράνεια των ατάκτων σε κρίσιμες στιγμές. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε, άγνωστο γιατί, απ’ τη μάχη.
iii. Η αποχώρηση των Πελοποννησίων την παραμονή της μάχης. Πειθαρχημένοι και έμπειροι πολεμιστές, σίγουρα θα πρόσφεραν πολλά.
Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή, ώστε κάποιοι που επέζησαν απ’ τη μάχη, δεν εμφανίζονταν για ημέρες.
«Ορισμένοι, όπως ο Βλαχόπουλος, ο Γκουβερνάντι και διάφοροι άλλοι που θεωρούνταν νεκροί, εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν να είχαν αναστηθεί εκ νεκρών» γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Μετά τη συντριβή, οι μισοί Έλληνες κατηγορούσαν και ενοχοποιούσαν τους άλλους μισούς, με τον Γώγο Μπακόλα να δέχεται τις σφοδρότερες επικρίσεις. Οι Σουλιώτες χάνοντας πλέον κάθε ελπίδα για βοήθεια, συνθηκολόγησαν, οι Τούρκοι κυριάρχησαν στην Ήπειρο, ενώ άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτούς οι δρόμοι προς την Αιτωλοακαρνανία.
Γώγος Μπακόλας: Προδότης, καιροσκόπος, ανίκανος ή κατώτερος των περιστάσεων;
Το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο της μάχης του Πέτα είναι αναμφισβήτητα ο Γώγος Μπακόλας. Ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας του Καραϊσκάκη. Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας και πριν την Επανάσταση ήταν αρματολός. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη θέση Παλιοκούλια του Μακρυνόρους (1821) και σε άλλες μάχες. Δεν τίθεται θέμα για τη γενναιότητά του, αλλά για τον χαρακτήρα του.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ»): «Ο γενναίος ούτος και περί τα πολεμικά έμπειρος ανήρ ήτο εν τω βάθει της ψυχής αυτού σφοδρός εχθρός των Σουλιωτών και των φιλελλήνων, έπαιζε δε νυν διπλούν παίγνιον, κινδυνωδέστατον εν τη θέσει, ην ελάμβανε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων … Εν τη αμφιβόλω αυτού στάσει, εσκόπει προφανώς να προσχωρήσει εν τη στιγμή της κρίσεως εγκαίρως εις εκείνην την μερίδα, εις ην ήθελε τραπεί η του πολέμου τύχη».
Ο ίδιος ο Γώγος, αν και θεωρούσε τον εαυτό του αθώο, φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του, «εσυμβιβάσθη μετά των Τούρκων και Τούρκος έκτοτε διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του», γράφει ο Σ. Τρικούπης. Αν όμως ήταν προδότης , πώς εξηγείται η καταλυτική παρέμβασή του στο τέλος της μάχης, με την οποία έσωσε από βέβαιο θάνατο πολλούς Έλληνες;
Οι φιλέλληνες τον αποκαλούσαν ευθέως προδότη, όμως ο Μαυροκορδάτος και οι οπλαρχηγοί απέδωσαν τη μη φρούρηση του λόφου στη συνηθισμένη απείθεια των ατάκτων. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε για τον Γώγο: «Χάριτες του χρωστάει η πατρίς, ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε».
Απίστευτες ιστορίες Φιλελλήνων στο Πέτα
Οι φιλέλληνες κατά την Επανάσταση του ’21, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο με το οποίο θα ασχοληθούμε σύντομα. Αναφέρουμε εδώ, μερικές ιστορίες φιλελλήνων από τη μάχη του Πέτα, που θα συγκλονίσουν.
Ντάνια: Ιταλός, επικεφαλής των φιλελλήνων. Πολέμησε γενναία ως το τέλος. Είκοσι Τόσκηδες τον ανέτρεψαν από το άλογό του και τον αποκεφάλισαν. Τελευταίες του λέξεις: «Νίκη ή θάνατος φιλέλληνες».
Μιρζέβσκι: Πολωνός, έμπειρος και ικανός στρατιωτικός. Σκοτώθηκε. Την ίδια τύχη είχαν και 11 συμπατριώτες του, που κατέφυγαν στη στέγη του ναού του χωριού και πολέμησαν γενναία μέχρι το τέλος.
Μινιάκ: Γάλλος. Δεινός ξιφομάχος. Τραυματισμένος στην κνήμη, στηρίχτηκε στον κορμό μιας ελιάς και σκότωσε με το σπαθί του 12 Αλβανούς πριν πέσει κι ο ίδιος νεκρός.
Τάιχμαν: Γερμανός υπολοχαγός, σημαιοφόρος. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την κουρελιασμένη σημαία του. Πολέμησε ηρωικά και στο τέλος έπεσε πάνω στους νεκρούς συμπολεμιστές του.
(Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ», σημαιοφόρος των φιλελλήνων στο Πέτα, ήταν ο Βέλγος Βοτ).
Επίσης, μεταξύ άλλων, στο Πέτα, σκοτώθηκαν οι εξής:
Σοβασέν: Γάλλος φιλέλληνας, σωματοφύλακας στην πατρίδα του.
Σεβαλιέ: Ελβετός αξιωματικός του πυροβολικού.
Τσεκίνο: Ιταλός φιλέλληνας. Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους.
Νταμπρουνόβσκι: Πολωνός.
Ντεμπισί: Γάλλος, που ανήκε στη φρουρά του Ναπολέοντα.
Ντε Ντιζέσλκι: Πρώσος, υπολοχαγός του ιππικού στην πατρίδα του.
Ταρέλα: Ιταλός φιλέλληνας, ικανός και ανδρείος.
Η ιστορία των αδελφών Σάιγκερ
Κλείνουμε με μια ιστορία που μας συγκλόνισε όταν την πρωτοδιαβάσαμε πριν λίγα χρόνια.
Αδελφοί Σάιγκερ. Από τη Λιψία της Γερμανίας. Όταν άρχισε η ελληνική Επανάσταση, ήρθαν στη χώρα μας. Ο μεγαλύτερος από τους δυο αδελφούς, ο Ainé Seiger, ήταν πρώην αξιωματικός στη Βιρτεμβέργη. Πολέμησε γενναία στη μάχη του Πέτα όπου και σκοτώθηκε. Ο μικρότερος αδελφός του, Jeune Seiger, παραφρόνησε βλέποντας τον αδελφό του νεκρό. Μεταφέρθηκε στο Αιτωλικό, όπου πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Τέλος, όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος, στο έξοχο βιβλίο του «1821: Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία», από το οποίο αντλήσαμε πολλά στοιχεία για το σημερινό άρθρο, μετά την ήττα στο Πέτα, ο Νόρμαν, ο οποίος τραυματίστηκε στη διάρκεια της μάχης και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, είπε στον Μαυροκορδάτο: «Πρίγκηψ, τα απωλέσαμε όλα πλην της τιμής». Τα δάκρυα του Μαυροκορδάτου, αντί για άλλη απάντηση, είναι νομίζουμε, ο τραγικός επίλογος για μια τέτοια καταστροφή…

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2017

«Πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του». Αυτό ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη, εκεί που πολέμησε τους Τούρκους και τον δολοφόνησαν οι συμπολεμιστές του...




Στις 5 Ιουνίου 1825 ο αγωνιστής της επανάστασης, Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε στις φυλακές της Ακρόπολης. Τον είχε συλλάβει ο παλιός του φίλος και πρωτοπαλίκαρο του, Γιάννης Γκούρας, ύστερα από διαταγή του Ιωάννη Κωλέττη και Μαυροκορδάτου, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ως «προδότη». 
Ο λόγος ήταν η συνεργασία του με τους Τούρκους του Ευρίπου, την περίοδο που ο Έλληνας αγωνιστής ήταν απογοητευμένος από τα πάθη του εμφυλίου και είχε συχνές διαφωνίες με τους πολιτικούς της εποχής.
 Η κυβέρνηση έχρισε τον Γκούρα αρχηγό μιας στρατιωτικής μονάδας για να τον συλλάβουν. Ο Ανδρούτσος παραδόθηκε στον άλλοτε φίλο του με τον όρο να τον στείλει στην Πελοπόννησο για να δικαστεί. Ωστόσο, ο Γκούρας τον οδήγησε στις φυλακές του πύργου Γούλα, που βρισκόταν στα προπύλαια της Ακρόπολης. 
Το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι ο Ανδρούτσος φυλακίστηκε από πρώην συναγωνιστές του στο ίδιο μέρος όπου ο ίδιος είχε πολεμήσει τους Τούρκους. Εκεί το 1822 είχε χτίσει έναν απόρθητο Προμαχώνα για να ενισχύσει την άμυνα του ιερού βράχου και να προφυλάξει την περίφημη αρχαία πηγή της Κλεψύδρας, που υδροδοτούσε τους επαναστάτες κατά την πολιορκία τους από τους Τούρκους.


 Η αποκαλούμενη «Ντάπια του νερού ή του Δυσσέα» χτίστηκε από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ακρόπολη για να προστατευτεί η πηγή και το πηγάδι που ξεδίψαγε τους αγωνιστές. Η αναμνηστική επιγραφή με τον σταυρό (δεξιά) το μαρτυρά.  
Στην ίδια περιοχή ο γενναίος οπλαρχηγός είχε λίγα χρόνια αργότερα ο τραγικό τέλος από «αδελφικά» χέρια. Όταν ο Καραϊσκάκης το έμαθε, προσπάθησε να τον απελευθερώσει χωρίς επιτυχία. Η δολοφονία του διατάχθηκε με την εξής αποκρυπτογραφημένη φράση: ‘’πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του’’. Το βράδυ της 4ης Ιουνίου οι Μαμούρης, Τριανταφυλλίνας, Τζαμάλας και Θεοχάρης εισήλθαν στο κελί του Ανδρούτσου, ο οποίος σηκώθηκε και έβρισε τους υποψήφιους δολοφόνους του. Χαρακτηριστικά τους είπε: «Ξέρω καλά ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε στο κελί μου. Αν μου λύνατε το ένα χέρι θα βλέπατε ποιος είμαι και εγώ». Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα, τον φύλακα του κελιού, Κωνσταντίνο Καλατζή, τον βασάνισαν στρίβοντας του τα γεννητικά του όργανα ή κατ’άλλους του τα συνέθλιψαν με μια πέτρα. 4Αφού τον ξυλοκόπησαν άγρια στο πρόσωπο και στο σώμα, τον στραγγάλισαν.
 Στη συνέχεια πέταξαν το άψυχο σώμα του στα βράχια της Ακρόπολης, για να φανεί ως αυτοκτονία. 
Ο Γκούρας έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση, στην οποία μιλούσε για τους ανθρώπους του Ανδρούτσου, τον Βρετανό ακόλουθό του, Τρελώνυ και τον Καπετάν Ιωάννη και για τον θάνατο του πρώην φίλου του. Το περιεχόμενο του γράμματος διασώθηκε από τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά. “Σεβαστή Διοίκησις!

 Η επιστολή του Γκούρα στην κυβέρνηση Διά της από 30 Απριλίου αναφοράς μου, επληροφορήθη το περιστατικόν εις την υποψίαν του οποίου μ’ έκαμον να μετακομίσω τον Οδυσσέα από την μονήν του Δομπού εις το φρούριον των Αθηνών διά να φυλαχθή ασφαλέστερα προσώρας. Η καταστροφή των Σαλώνων μετά ταύτα παρά του άσπονδου εχθρού της Ελλάδος, η οποία θλίβει την ψυχήν μου, μ’ έκαμεν να πέσω εις την συλλογήν της και εις το στρατόπεδον τούτο, όπου έξαφνα χθες μοι παρρησιάσθη γράμμα από τον Αντιφρούραρχον Ιωάννη Μαμούρη 5 τρέχοντος, το οποίον μοι φανερώνει τας πανουργίας και μηχανάς όπου μεταχειρίσθη και εκεί ο Οδυσεύς διά να φύγει και αποτυχών καθ’ όλας τους τρόπους εσκοτώθη αφού εμηχανεύθη να φύγει από την Γούλιαν κρεμασμένος με σχοινιά και έπεσεν. αντίγραφον του γράμματος τούτου το περικλείω προς πληροφορίαν σας. Ούτως εστάθη το συμβεβηκός αυτού του ανθρώπου και ο θάνατός του από τας ιδίας του χείρας. Πληροφορείται προς τούτοις η σεβαστή Διοίκησις, ότι κατάρα του Θεού και του έθνους, έφθασε και εις το Σπήλαιον αυτού του ανθρώπου ……….. εστάθη άλλο συμβεβηκός εκεί. Άγνωστον διά ποίας αιτίας, εκτυπήθησαν ο Τρελώνυ με τους λοιπούς. Ένας κάποιος καπ. Ιωάννης το όνομα, εφονεύθη παρά του Τρελώνυ. Ο δε Τρελώνυ έλαβε δύο πληγάς και ευρίσκεται μέσα όπου ευρίσκονται και πέντε έξι ασήμαντοι άνθρωποι και δύο Τούρκοι κάποιος μπαμπαχμέντης και μουσταφάς. Μένω με βαθύτατο σέβας Εκ του στρατοπέδου της Μονής του Προφ. Ηλίου την 11 Ιουνίου 1825 Γιάννης Γκούρα» Ο Γιάννης Γκούρας έμεινε στην ιστορία ως προδότης και «δολοφόνος» του αγωνιστή Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή εκεί που μερικά χρόνια πριν οι Αθηναίοι τον είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό ως φρούραρχο της Ακρόπολης.

  Ο Ανδρούτσος τιμήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από το ελληνικό κράτος.
 Τιμήθηκε όμως και ο δολοφόνος του, ο οποίος απέκτησε τον «δικό» του δρόμο στην Πλάκα. Ισως δεν είναι το μοναδικό παράδοξο στην ελληνική ιστορία…... 
Tο είδαμε : εδώ



Κυριακή, Ιουνίου 04, 2017

Πέτρος μοναχός ( Πετράκης) Κατουνακιώτης (1891-1958)

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Λαγιός γεννήθηκε το έτος 1891 στη Λήμνο. Φαίνεται ότι νέος δε βοηθήθηκε πνευματικά γι′ αυτό έπινε και μεθούσε...


Αυτά γράφονται, όπως τα διέσωσαν παλαιοί γνώριμοί του, για να εξηγηθούν και κατανοηθούν κάποιες ιδιαίτερες μοναχικές του ασκήσεις. 
 
Αλλά ο καλός Θεός που είδε την καλή του προαίρεσηέδωσε μετάνοια φλογερή στην απλή και σπάνια ψυχή του και ήρθε να μονάσει στο Άγιον Όρος το έτος 1908.

Οι ησυχαστικές του αναζητήσεις και η φήμη του μεγάλου ησυχαστού, παπα-Δανιήλ Αγιοπετρίτου, οδήγησαν τα βήματά του στην πιο απομονωμένη και ησυχαστική περιοχή, στο Κελί που ασκήτευσε ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης, ο πρώτος και μεγαλύτερος Αθωνίτης Ησυχαστής...
 
Υποτάχθηκε στον παπα-Δανιήλ, τον οποίον προσπαθούσε να ακολουθεί στους αγώνες του και να του κάνει καλή υπακοή...Μετά από παρατεταμένη δοκιμή έγινε μοναχός το έτος 1926 με το όνομα Πέτρος. Έμαθε από τον αγιασμένο Γέροντά του την πρακτική καλογερική και μυήθηκε απ” αυτόν τα μυστικά της ησυχίας, της νήψεως, τους εγκλεισμού και της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, τα οποία κράτησε μέχρι θανάτου.

Βιώνοντας βαθιά τη μετάνοια για τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα της νεανικής του ζωής ζήτησε και έλαβε ευλογία από το Γέροντά του επί τρεις μήνες να μην πιεί νερό, για να συγχωρήσει ο Θεός τις οινοποσίες του. 
 
Έτρωγε φαγητό και χόρτα βέβαια, αλλά δεν ήπιε νερό επί τρεις μήνες!

Ήταν πρόθυμος και γενναίος στους ασκητικούς αγώνες και με τη μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε έκανε τελεία υπακοή στο Γέροντά του. Η καλή αρχή, το πνευματικό θεμέλιο που έθεσε, προοιμίαζε και τη μετέπειτα φωτεινή πορεία του. Όταν εκοιμήθη ο παπα-Δανιήλ, περίπου το 1929, για λίγα χρόνια έζησε με τους παραδελφούς του. Κάποιος από αυτούς βγήκε στον κόσμο.

Οι άλλοι απεβίωσαν και φαίνεται ότι δυσκολευόταν μόνος του. Ήρθαν και τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και της πείνας˙ έτσι αναγκάστηκε το 1940 να αφήσει το Κελί της μετανοίας του και να πάρει ένα ξηροκάλυβο στη Μικρά Αγία Άννα. 
 
Βρίσκεται πάνω από την Καλύβη του Απ. Θωμά, χαμηλότερα από το δρόμο που οδηγεί στα Κατουνάκια και δε φαίνεται γιατί είναι μέσα στο βράχο. Έχει δύο μικρά και χαμηλά κελάκια.Μία εσωτερική πόρτα οδηγεί στο βράχο όπου υπάρχει μία σπηλιά αρκετά ευρύχωρη με ένα άνοιγμα για φωτισμό. Εδώ απομονωνόταν ο Γέροντας για περισσότερη ησυχία.

Αυτό ήταν το πνευματικό του εργαστήριο, η πνευματική του κυψέλη, το «γλυκό Κατούνι του», που γι′ αυτόν ήταν επίγειος παράδεισος, αφού γευόταν το μέλι της ησυχίας και το μάννα του ουρανού. Γι′ αυτό δεν του έκανε καρδιά να βγαίνει από το καλύβι του, να συναναστρέφεται και να μιλά με άλλους.
 
Ο μικρόσωμος, αγράμματος και φτωχός «Πετράκης» ήταν ησυχαστής σε μεγάλα μέτρα. Είχε την αδιάλειπτη προσευχή, έβλεπε συχνάτο Άκτιστο Φως και ζούσε από αυτή τη ζωή παραδεισένιες καταστάσεις.

Διηγήθηκε ο γέρων Γεράσιμος ο Υμνογράφος: «Γνώρισα το γερω-Πέτρο (Πετράκη) τον Κατουνακιώτη. Ήταν όντως άγιος μοναχός. Έκανε πολλή προσευχή και μεγάλη άσκηση. Μια φορά την εβδομάδα μαγείρευε και έτρωγε κάθε μέρα από αυτό.

Μια φορά ήρθε στο Κελί μας αλλοιωμένος στη όψη˙ κλαίγοντας μου είπε ότι το βράδυ προσευχόμενος περικυκλώθηκε από λευκό άπλετο φως και γέμισε ευωδία το κελί του. 
 
Ο ίδιος αισθάνθηκε ανέκφραστη μακαριότητα, γλυκύτητα και ειρήνη. Δεν γνώριζε αν βρισκόταν στο κελί του. Ρωτούσε να μάθει τι είναι αυτό που του συνέβη.
 
Μου είπε: «Εσύ είσαι μορφωμένος, ξέρεις γράμματα, να μου πεις μήπως είναι πλάνη του Σατανά, μήπως είναι τίποτε κακό;».
 
 Όλα όσα μου έλεγε ήταν της χάριτος˙ καθώς τα διηγείτο είχε βγει εκτός εαυτού και σε μια στιγμή ξαφνικά το πρόσωπό του έλαμψεκαι εγώ τα” χασα.
 
Δε μιλούσα και τον άφησα να λέει. Δεν τον διέκοψα καθόλου. Αποτύπωνα και έλεγχα όσα έλεγε. Δε διέκρινα κανένα σημείο πλάνης. Ύστερα του είπα να δοξάζει τον Θεόν που αξιώθηκε να δει αυτά, γιατί όλα είναι από τον Θεό και δεν είναι πλάνη. Φεύγοντας με παρακάλεσε να μην τα πω πουθενά και να παρακαλώ το Θεό να τον ελεήσει για να μην πλανηθεί. Ο γερω-Πέτρος ήταν της νοεράς προσευχής. Πολύ ταπεινός και απλός μοναχός.

Φαίνεται πως αυτό το γεγονός του συνέβη τότε για πρώτη φορά, γιατί στη συνέχεια ζούσε πολλές τέτοιες καταστάσεις, όπως απεκάλυψε στο γέροντα Παΐσιο. Έβλεπε συχνά το Άκτιστο Φως, είχε αείρροα δάκρυα που συνόδευαν την αδιάλειπτη προσευχή του και είχε ξεπεράσει τα τυπικά.

Τον ρώτησε κάποιος Γέροντας αν κάνει κανόνα και ακολουθία και απάντησε: «Ούτε κανόνα ούτε ακολουθία κάνω. Μόλις δύσει ο ήλιος τρώγω, κάνω το Απόδειπνο και κοιμάμαι δύο ώρες. Όταν ξυπνήσω, και όταν έχει ήδη νυχτώσει, αρχίζω τα κομποσχοίνια. Στο δεύτερο-τρίτο κομποσχοίνι έρχονται τα δάκρυα και μέχρι το πρωί δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Το καλοκαίρι αρχίζω την αγρυπνία το βράδυ και όταν βγει ο ήλιος, τότε συνέρχομαι και μπαίνω μέσα». (Πιθανότατα ηρπάζετο σε θεωρία).

Για αυτό ζούσε έγκλειστος και δεν ήθελε να μιλά, «εγκοπήν γλυκύτητος Θεού λαβείν μη βουλόμενος». Για να μη χάσει την επικοινωνία του με τον Θεόν, απέφευγε τις συναναστροφές. «Ο αγαπών την ομιλίαν την μετά του Χριστού αγαπά γενέσθαι μοναστικός». Τον επισκέπτονταν οι πατέρες και χτυπούσαν την εξώπορτα, αυτός όμως άνοιγε λίγο το παραθυράκι και ρωτούσε ποιός είναι και τι θέλει. Αν του πήγαιναν τρόφιμα, τους έλεγε να τα αφήσουν έξω. Δεν έβγαινε να τα πάρει μέχρι που σάπιζαν. Αυτό το έκανε για να βλέπουν οι πατέρες τα σαπισμένα τρόφιμα και να μην του ξαναφέρουν.

Τον ρώτησε κάποιος γιατί δε βγαίνει. «Άμα βγω έξω, θα πούμε λόγια περίσσια», απάντησε. Ήταν ακτήμων. Μια-δυο φορές το χρόνο έβγαινε για να δώσει το εργόχειρό του, τα κομποσχοίνια, και να προμηθευτεί το παξιμάδι του.
                                                                              
 
Έκανε κάθε μέρα ενάτη και λάδι δεν έτρωγε σχεδόν όλο το χρόνο. Η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάι με παξιμάδι. Έκανε και έκτακτα τριήμερα. Έλεγε στον παπα-Διονύσιο τον Μικραγιαννανίτη όταν ήταν νέο καλογέρι: «Για να μείνεις στην έρημο, θα πρέπει να είσαι καλός μάγειρας. Θα μαγειρεύεις φασόλια την Κυριακή και θα τρως μέχρι την Τρίτη. Την Τετάρτη θα βάλεις λίγο νεράκι και θα τα βράζεις, την Πέμπτη θα βάλεις λίγη ντοματούλα, την Παρασκευή λίγο αλατάκι και νερό, το Σάββατο θα βάλεις και λίγο χυλό από αλεύρι, και την Κυριακή άλλο φαγητό. Έτσι με ένα φαγητό περνάς όλη την εβδομάδα».

Κάποτε είχε χιονίσει και τον έβλεπε ο παπα-Διονύσιος από απέναντι να πηγαινοέρχεται ξυπόλυτος πάνω στο χιόνι. Ύστερα τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, και του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε σαρκικό πόλεμο και βγήκε ξυπόλυτος στο χιόνι για να πολεμήσει την πύρωση.

Ο γερω-Πέτρος είχε χάρισμα να βλέπει πράγματα που θα συνέβαιναν μελλοντικά. Κάποια μέρα πήρε πληροφορία και πήγε στον τότε Γέροντα της Καλύβης του Αγίου Χαραλάμπους στη Νέα Σκήτη και του είπε: «Γέροντα, έρχεται ο λύκος να φάει το προβατάκι σου, το ξέρεις; Το καλογέρι σου δεν πάει καλά. Το παρακολουθείς; Πρόσεξέ το, γιατί θα φύγει και θα πετάξει″.

Όντως το καλογέρι ήταν πνιγμένο στους λογισμούς και σχεδίαζε να φύγει. Ο γερω-Πέτρος από τη Μικρά Αγία Άννα το έβλεπε αλλά δυστυχώς παρά την προσπάθεια του Γέροντά του έφυγε στον κόσμο και παντρεύτηκε.

Ζούσε τελείως απερίσπαστα. Ανέβαινε τα καλοκαίρια στον Άθωνα με την πρόφαση να μαζεύει τσάι, αλλά στην πραγματικότητα ησύχαζε και επεδίδετο στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, και στη θεωρία. Δεν είχε πολλές επικοινωνίες.

Προσπαθούσε να ζει στην αφάνεια, γι′ αυτό δε διασώζονται πολλά στοιχεία από τη ζωή του. Αλλά, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, αρκεί πολλές φορές και ένας λόγος, για να φανερώσει όλη την πνευματική κατάσταση και την εσωτερική εργασία του μοναχού. Αν δοκιμάσει κανείς ένα ρακοπότηρο κρασί καταλαβαίνει όλη την ποιότητα του κρασιού ενός μεγάλου βαρελιού. Και ο γερω-Πέτρος, απ' τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι ήταν προχωρημένος στην ευχή. 
 
Ήταν μοναχός της ευχής, της εσωτερικής εργασίας. Μοναχός βιαστής, πραγματικός ασκητής που συνδύαζε πράξη και θεωρία.Όλοι οι πατέρες που τον γνώρισαν εκφράζονται γι′ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. «Ήταν ο καλύτερος της περιοχής», «πραγματικός μοναχός», «αγιότατο Γεροντάκι″.

Και ο γερω-Παΐσιος έλεγε ότι απ' όσους ασκητές γνώρισε ο γερω-Πέτρος ήταν σε ανώτερα μέτρα, γι′ αυτό ήθελε να γίνει υποτακτικός του.

 
 
Ο παπα-Ευφραίμ ο Κατουνακιώτης είχε πολλή ευλάβεια στο γερω-Πέτρο και είπε γι′ αυτόν: «Σου άφηνε μια γλυκύτητα μέσα σου, όταν τον συναντούσες και σε μιλούσε αυτός ο άνθρωπος. Ποτέ δε φάνηκε σε αγρυπνίες και ποτέ δεν προξένησε σκάνδαλο. Μια ζωή στο Άγιον Όρος και να είναι ειρηνικός με όλους, μεγάλο κατόρθωμα».

Ο γερω-Πέτρος, όταν συναντούσε Πατέρες στο δρόμο, δεν έλεγε τον καθιερωμένο χαιρετισμό «ευλογείτε», αλλά το εξής βαθυστόχαστο: «Πατέρες, φεύγουμε» (δηλαδή πεθαίνουμε).

Είχε μεγάλη λεπτότητα. Απέφευγε να διανυκτερεύει σε Κελιά, για να μην επιβαρύνει τους πατέρες, αλλά και για να μη χάνει ο ίδιος την ησυχία του και παραβαίνει το τυπικό του. Μια φορά ο γερω-Ιωακείμ ο Καρυώτης από τη Βατοπεδινή Καλύβη της Αναλήψεως τον πίεσε να διανυκτερεύσει στο Κελί του, αλλά δε δέχθηκε. Ξεκίνησε με τα πόδια για τη Δάφνη. Στο δρόμο νύχτωσε, άρχισε να βρέχει και διανυκτέρευσε σε μια κουφάλα καστανιάς.

Όταν προαισθάνθηκε ότι πλησιάζει η κοίμησή του, έφυγε από το Κελάκι του στη Μικρά Αγία Άννα και πήγε στη μετάνοιά του, στον Άγιο Πέτρο, ν' αφήσει τα κόκαλά του εκεί, όπου ξεκίνησε την καλογερική του. 
 
Έζησε εκεί μερικούς μήνες και εκοιμήθη το έτος 1958 την ημέρα της μνήμης του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου του οποίου είχε το όνομα και προς τιμήν του οποίου ετιμάτο ο ναός της Καλύβης. 
 
Όταν εκοιμήθη, τα μόνα πράγματα που βρέθηκαν στο κελί του ήταν λίγο παξιμάδι σ” ένα καλάθι και μισό μπουκάλι λάδι για το καντήλι. 
 
Ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα είχε.

Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση, Εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» σελ. 64-72. - anavaseis.blogspot

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...